Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 401/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ            

Αριθμός απόφασης 401/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) η από 16-5-2018 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./17-5-2018) έφεση του εναγομένου, ως εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 5519/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, και έκανε εν μέρει δεκτή την από 7-6-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/2016) αγωγή των εφεσιβλήτων κατ’αυτού, περί καταβολής οφειλομένων μισθωμάτων. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί  νομότυπα [άρθρο 495 § 3 του ΚΠολΔ , όπως η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1 και 517 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει ομοίως μετά την αντικατάστασή του από το παραπάνω άρθρο), ενώ το εκκαλούν, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεν υποχρεούται στην καταβολή παραβόλου (ΕφΛαρ (Μον) 190/2014, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015.37). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

Με την αγωγή τους, οι ενάγοντες, επικαλούμενοι την από 1-7-2004 σύμβαση μισθώσεως στην οποία υπεισήλθε, ως συνεκμισθωτές η τρίτη και ο τέταρτος από αυτούς και το εναγόμενο, ως μισθωτής, ζητούσαν να υποχρεωθεί το τελευταίο να τους καταβάλει για οφειλόμενα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από τον Μάρτιο του έτους 2015 έως τον Ιούλιο του έτους 2016, το συνολικό ποσό των 55.696,42 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται για καθέναν, με βάση το ποσοστό συγκυριότητάς τους επί του μισθίου, με τον νόμιμο τόκο από την παρέλευση της προθεσμίας καταβολής κάθε επιμέρους μισθώματος και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά τους έξοδα.

Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, υπ’αριθμ. 5519/2017 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή αυτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το εκκαλούν με τους λόγους της έφεσής του, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου με σκοπό, μετά την τυπική και κατ’ουσίαν παραδοχή της, να εξαφανιστεί άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, και ακολούθως να απορριφθεί η αγωγή και να επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα σε βάρος των εφεσιβλήτων.

Ο νόμος 813/1978 “περί εμπορικών και ετέρων τινών κατηγοριών μισθώσεων”, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ  34/1995, εισήγαγε ειδικό σύστημα ιδιαίτερης προστασίας της επαγγελματικής στέγης προς προαγωγή του συμφέροντος όχι μόνο του μισθωτή, αλλά και της εθνικής οικονομίας και ως εκ τούτου οι διατάξεις του, καθώς και οι διατάξεις των νόμων, που τροποποιούν ή συμπληρώνουν αυτόν ή περατώνουν αναγκαστικώς τη συμβατική διάρκεια των υπαγομένων στη ρύθμισή του μισθώσεων, είναι ειδικές και κατισχύουν άλλων διατάξεων, από την εφαρμογή των οποίων προκύπτουν έννομα αποτελέσματα αντίθετα ή διαφορετικά εκείνων, που απορρέουν από την εφαρμογή του εν λόγω νόμου (ΑΠ 206/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 885/2009, ΕΔΙΚΠΟΛΥΚ 2010.61, ΑΠ 1429/2000, ΑΡΧΝ/2001.571). Περαιτέρω, στην ειδική προστασία που θεσπίζουν οι διατάξεις αυτές, υπήχθησαν όλες οι δραστηριότητες, καθώς και τα επαγγέλματα που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2 αντίστοιχα, του εν λόγω δ/τος. Επομένως, στην ανωτέρω προστασία (του ΠΔ 34/1995) υπάγονται και οι μισθώσεις ακινήτων με εκμισθωτή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ΟΤΑ, τα οποία εκμισθώνονται, κατά κανόνα με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό, ύστερα από απόφαση του διοικούντος αυτά οργάνου (ΠΔ 715/1979 “περί τρόπου ενεργείας υπό των Ν.Π.Δ.Δ. προμηθειών, μισθώσεων, εκμισθώσεων εν γένει κλπ, Ν. 3463/ 2006 “Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων”, ΠΔ 270/1981 “Περί καθορισμού των οργάνων, της διαδικασίας και των όρων διενεργείας δημοπρασιών δι` εκποίησιν ή εκμίσθωσιν πραγμάτων των δήμων και κοινοτήτων”), εφόσον σε αυτά οι μισθωτές ασκούν τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 του εν λόγω π.δ/τος δραστηριότητες ή τα επαγγέλματα του άρθρου 2 αυτού. Τούτο δε, διότι οι διατάξεις του ως άνω “περί εμπορικών μισθώσεων” ΠΔ, είναι επικρατέστερες εκείνων που ρυθμίζουν εν γένει τις ως άνω μισθώσεις (ΠΔ 715/1979 κλπ) ως ειδικότερες, αφού ρυθμίζουν τις υπαγόμενες σ` αυτές μισθώσεις-εκμισθώσεις, ανεξάρτητα από το πρόσωπο του μισθωτή-εκμισθωτή, λαμβάνοντας πρωτίστως υπόψη τους, τους ειδικούς σκοπούς (προστασία της επαγγελματικής στέγης προς προαγωγή του συμφέροντος, όχι μόνο του μισθωτή, αλλά και της εθνικής οικονομίας) που επιδιώκουν οι νόμοι που έχουν κωδικοποιηθεί με το ΠΔ αυτό (34/1995), και κατισχύουν, επί μη διαδικαστικών ζητημάτων, των διατάξεων που ρυθμίζουν εν γένει τις μισθώσεις των ΝΠΔΔ, ΟΤΑ κ.λπ., εφόσον από την εφαρμογή των τελευταίων προκύπτουν έννομα αποτελέσματα αντίθετα ή και διαφορετικά εκείνων που προκύπτουν από την εφαρμογή του ΠΔ 34/1995. Ως εκ τούτου, επί εκμισθώσεως σε τρίτο ακινήτου ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ που εμπίπτει στις προστατευτικές διατάξεις των εμπορικών μισθώσεων-και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, κατά τα προεκτεθέντα, επί εκμισθώσεως σε νπδδ ή ΟΤΑ ακινήτου, για δραστηριότητα που εμπίπτει στις προστατευτικές διατάξεις του ίδιου πδ 34/1995, όπως η στέγαση ιατρείου κατά το άρθρο 1 παρ. 1 γ΄ (ΕφΠειρ 60/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)-ως προς τα ουσιαστικά ζητήματα (και τέτοιο τυγχάνει να είναι και η νόμιμη διάρκεια της εκμίσθωσης), είναι επικρατέστερες οι διατάξεις του ΠΔ 34/1995 και εν προκειμένω εκείνη του άρθρου 5 § 1 του εν λόγω π.δ/τος, όπως αντικαταστάθηκε με την § 6 του άρθρου 7 Ν. 2741/1999 και ίσχυε πριν από το Ν. 4242/2014, με την οποία είχε οριστεί ότι η διάρκεια της μίσθωσης είναι δώδεκα χρόνια, έστω και αν συμφωνηθεί για μικρότερο χρόνο ή και για αόριστο (νόμιμη διάρκεια), χωρίς να αξιώνεται από τη διάταξη αυτή, αλλά και από οποιαδήποτε άλλη, για την αυτοδίκαιη παράταση της συνομολογηθείσας για μικρότερο χρόνο εμπορικής μίσθωσης με εκμισθωτή-ή μισθωτή- ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ, μέχρις ότου συμπληρωθεί δωδεκαετία, οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση (ΑΠ 206/2019 ό.π).

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Με τα υπ’αριθμ. ….. και ……/1993 συμβόλαια γονικής παροχής και δωρεάς εν ζωή, αντίστοιχα, της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……………., που έχουν νόμιμα μεταγραφεί, ο πέμπτος και η δεύτερη, αντίστοιχα, των εναγόντων απέκτησαν κατά το ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, αιτία γονικής παροχής από τη μητέρα τους και δωρεάς εν ζωή από τον θείο τους …. ή …………, μια κάθετη ιδιοκτησία και, συγκεκριμένα, ένα ισόγειο διαμέρισμα μετά του δικαιώματος υψούν, με ποσοστό συγκυριότητας 53,70/100 επί του υπ’αριθμ. … οικοπέδου του με αριθμ. …. τετραγώνου του Προσφυγικού Συνοικισμού ….., της περιφέρειας του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως του Κερατσινίου, με πρόσοψη επί της οδού ….., στην οποία έχει τον αριθμό 37 (πρώην 350), εκτάσεως 171,50 τμ.  Επίσης, δυνάμει του υπ’αριθμ. …../2001 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαίου Πειραιά, ………….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί, ο πρώτος και η έκτη των εναγόντων απέκτησαν κατά το ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, την έτερη αυτοτελή επί του προαναφερθέντος οικοπέδου κάθετη ιδιοκτησία, ήτοι ήδη κατεδαφισθέν ισόγειο διαμέρισμα, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 46,3/100. Με την υπ’αριθμ. ……./16-6-2004 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, εγκρίθηκε η προς αυτό μίσθωση του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου, για τη στέγαση του Τοπικού Ιατρείου-……………, επί του οποίου αυτοί θα ανήγειραν με δικές τους δαπάνες, τετραώροφη οικοδομή με πυλωτή, σύμφωνα με τις υποδείξεις και την τεχνική περιγραφή της τεχνικής υπηρεσίας του. Επακολούθησε, η σύνταξη του από 1-7-2004 έγγραφου ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο το μίσθωμα καθορίστηκε στο ποσό των 4.510 ευρώ, για τα δύο πρώτα χρόνια της μίσθωσης, αναπροσαρμοζόμενο έκτοτε σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα τιμάριθμο, πλέον μίας μονάδας για κάθε χρόνο της επόμενης δεκαετίας, και του ημίσεως του τέλους χαρτοσήμου, καταβλητέου από την επομένη της παραλαβής του οικήματος που επρόκειτο να ανεγερθεί εντός αυτού, την πρώτη ημέρα κάθε μήνα ή κάθε τριμηνίας, κατ’επιλογήν του μισθωτή. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε εννεαετής, με δικαίωμα του μισθωτή να την παρατείνει για τρία ακόμη έτη. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι δυνάμει του υπ’αριθμ. ………/14-7-2004 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά, …………, όλοι οι ανωτέρω ενάγοντες, αφού κατεδάφισαν τα υφιστάμενα επί των ιδιοκτησιών τους κτίσματα κατήργησαν την προπεριγραφείσα κάθετη ιδιοκτησία και συνέστησαν τις κάτωθι οριζόντιες ιδιοκτησίες, και συγκεκριμένα, την υπ’αριθμ. 1 αποθήκη του υπογείου, επιφάνειας 65,40 τμ, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 16/1000, καθώς και τον υπ’αριθμ. Α1, Β1, Γ1 και Δ1 χώρο γραφείων του α΄, β΄, γ΄ και δ΄, αντίστοιχα, ορόφου, επιφάνειας καθενός 93,59 τμ και με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 246/1000. Ορίστηκε ακόμη ότι το ποσοστό συνιδιοκτησίας των ανωτέρω σε ολόκληρο το οικόπεδο και το επ’αυτού κτίσμα θα ανερχόταν σε 268,5/1000 σε καθέναν από τους δεύτερη και πέμπτο και των 231,5/1000 σε καθέναν από τους πρώτο και έκτη. Τελικώς, η χρήση του μισθίου ακινήτου αποπερατωμένου παραδόθηκε από τους ανωτέρω ιδιοκτήτες στο μισθωτή στις 2-7-2005, οπότε και συντάχθηκε και σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ’αριθμ. ………/11-10-2012 συμβολαίου γονικής παροχής του προαναφερθέντος συμβολαιογράφου, ………, που καταχωρήθηκε στα βιβλία του οικείου κτηματολογικού γραφείο Πειραιώς στις 23-10-2012, ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόντων, μεταβίβασαν στα τέκνα τους, τρίτο και τέταρτη των εναγόντων, εξ ημισείας (50 % εξ αδιαιρέτου) το ήμισυ του ανήκοντος σε καθέναν ποσοστού συνιδιοκτησίας τους, παραμένοντας έτσι συγκύριοι στο απομένον ποσοστό. Έτσι, το ποσοστό συνιδιοκτησίας των εναγόντων διαμορφώθηκε έκτοτε, για τον πρώτο στο ποσοστό των 115,75/1000, για τη δεύτερη σε 134,25/1000, για καθέναν από τους τρίτο και τέταρτη, σε 124,99/1000, για τον πέμπτο σε 268,5/1000 και για την έκτη σε 231,5/1000, και ο τρίτος και τέταρτη των εναγόντων υπεισήλθαν στη μισθωτική σχέση, κατά το προαναφερθέν ποσοστό (άρθρο 614 του ΑΚ, σε συνδυασμό με 44 του πδ 34/1995). Με έγγραφη συμφωνία των πρώτου, δεύτερης και πέμπτου των εναγόντων (518,5/1000 εξ αδιαιρέτου) και του μισθωτή, το μίσθωμα διαμορφώθηκε, για το χρονικό διάστημα από την 1-10-2012 έως τις 31-12-2014, στο ποσό των 3.276,26 ευρώ. Εν τω μεταξύ το ΙΚΑ εντάχθηκε στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ, που κατέστη καθολικός του διάδοχος, υπεισερχόμενος σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού μισθωτή, ενώ στη συνέχεια με το άρθρο 21 παρ. 7 του ν 4238/2014, η ένδικη μίσθωση ίσχυσε έναντι της «ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ 2Ης ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ», στην οποία εντάσσεται η Υγειονομική Μονάδα που στεγάζεται στο μίσθιο. Με βάση δε τη νομική σκέψη που προεκτέθηκε, η σύμβαση, ίσχυσε εκ του νόμου και ανεξαρτήτως της βούλησης των συμβαλλομένων, για δώδεκα έτη, δηλαδή μέχρι τις 2-7-2017. Το εναγόμενο, με το υπ’αριθμ. ……../21-7-2014 έγγραφό του, κάλεσε τον πρώτο, τη δεύτερη, τον πέμπτο και την έκτη των εναγόντων σε επαναδιαπραγμάτευση, ως προς το ύψος του μισθώματος, με πρόταση για τον καθορισμό του σε 1.100 ευρώ. Οι άνω συνεκμσθωτές επιφυλάχθηκαν να καταθέσουν αντιπρόταση, έως τις 24-7-2014, πλην όμως διαπραγμάτευση τελικώς ουδέποτε έλαβε χώρα. Το εκκαλούν, ωστόσο, με την υπ’αριθμ. 21766/1-8-2014 απόφαση του υποδιοικητή του,  θεώρησε ότι το μίσθωμα είχε οριστικοποιηθεί στο προταθέν ποσό, στο οποίο οι συνεκμισθωτές ουδέποτε συμφώνησαν, αντιθέτως, απέστειλαν το από 29-8-2014 έγγραφό τους, με το οποίο εξέφρασαν κατ’αρχήν την αντίθεσή τους σε περαιτέρω μείωση, αλλά και το από 31-10-2014 εξώδικό τους, με το οποίο δήλωναν ότι αποδέχονταν μία μείωση της τάξης του 15-25 % και όχι του 34 % όπως είχε προταθεί. Έτσι, η παραπάνω απόφαση στερείται εννόμων συνεπειών, αφού η προαναφερθείσα διάταξη δίνει το δικαίωμα στις Διοικήσεις Υγειονομικής Περιφέρειας να καταγγείλουν μονομερώς τη μίσθωση, σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας ως προς το ύψος του μισθώματος, όχι όμως και να καθορίσουν μονομερώς το μίσθωμα. Επομένως, το μηνιαίο μίσθωμα, καθ’όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν είχε λυθεί η μίσθωση και το εναγόμενο έκανε ακώλυτη χρήση του μισθίου, ανερχόταν στο ποσό των 3.276,26 ευρώ και το εναγόμενο οφείλει συνολικά 55.696,42 ευρώ (17 μήνες Χ 3.276,26), το οποίο επιμεριζόμενο με βάση το ποσοστό συνιδιοκτησίας των εναγόντων, ανέρχεται σε 6.446,86 ευρώ για τον πρώτο, των 7.477,24 ευρώ για τη δεύτερη, των 6.962,03 ευρώ για καθέναν από τους τρίτο και τέταρτη, των 14.954,49 ευρώ για τον πέμπτο και των 12.893,72 ευρώ για την έκτη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω της διαφωνίας των διαδίκων, όφειλε να προσδιορίσει το μίσθωμα με βάση την εμπορική και μισθωτική αξία του ακινήτου, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς του άρθρου 21 παρ. 1, 2 και 3 του ν.4002/2011, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα το ανωτέρω άρθρο,  όπως ρητώς ορίζεται στο κείμενό του, εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις μισθώσεως ακινήτων από το Ελληνικό Δημόσιο ή φορείς του δημόσιου τομέα όπως αυτός προσδιορίζεται στο άρθρο 1Β παρ.1 του ν.2362/1995, όπως ίσχυε, που παραπέμπει με τη σειρά του στο άρθρο 1 παρ.1,2,3 και 6 του ν.3429/2005, ενώ το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν όφειλε, με βάση το αίτημα της αγωγής, να προσδιορίσει το ίδιο το μίσθωμα σε διαφορετικό ποσό από το συμφωνηθέν, που ίσχυε καθ’όν χρόνο ήταν ενεργή η μίσθωση.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον σε βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ύψος αυτών, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που – κατά την άποψη του – έπρεπε να υπολογιστούν (ΕφΑθ 1891/2015 αδημ, ΕφΑθ 3080/2010, ΕλλΔνη 2011.1068). Στην προκείμενη περίπτωση, το εκκαλούν με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του διατείνεται ότι έπρεπε να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων στον πρώτο βαθμό, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, και επικουρικά να προσδιοριστεί αυτή στο ελάχιστο ποσό.  Ο λόγος αυτός, που είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, κατά τα προεκτεθέντα, ως προς το επικουρικό σκέλος του, τυγχάνει αόριστος, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης, ποιός κανόνας δικαίου παραβιάστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, συνεπεία της οποίας καθίσταται η επιδικασθείσα σε βάρος του δικαστική δαπάνη μη νόμιμη (ΕφΠατρ 160/2019, ΕφΠατρ 32/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ, κατά το κύριο σκέλος του, τυγχάνει αβάσιμος, αφού από την προπαρατεθείσα νομική σκέψη περί της διάρκειας και παρατάσεως των εμπορικών μισθώσεων που μπορούν να συνάπτονται, μεταξύ άλλων, μεταξύ ν.π.δ.δ και τρίτων δεν καταδείχθηκε ιδιαίτερη δυσχέρεια στην εφαρμογή των οικείων διατάξεων.

Κατ’ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 του ΚΠολΔ, 63 § 1 I α), 68 παρ.1, 69 παρ.1 και 166 σε συνδυασμό με το κάτωθι αυτού παράρτημα Ι Β του ν. 4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 16-5-2018 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./2018) έφεση του εναγομένου, κατά της υπ’αριθμ. 5519/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στο εκκαλούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 1-6-2020.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ