Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 389/2020

Αριθμός     389/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν οι με αριθμό έκθεσης κατάθεσης   ……./2018 έφεση και ……/2018 αντίθετη έφεση κατά της  κατά της  με αριθμό 3895/2018  οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς,  που εκδόθηκε αντιμολία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, οι οποίες  πρέπει να συνεκδικαστούν για λόγους πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).  Αυτές  έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα   με την κατάθεση του δικογράφου τους στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 26-10-2018, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση   αντίγραφου της εκκαλουμένης στις 26-9-2018 στην εναγόμενη (βλ. τη με αριθμό ……/26-9-2018  έκθεση επίδοσης  του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ………….) (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, και 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, τόσο οι εκκαλούντες στη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2018 έφεση όσο και η εκκαλούσα στη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2018  έφεση έχουν καταβάλει τα νόμιμα παράβολα, ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. τα υπ’αριθμ. …………/ 2018  και …………../2018 ηλεκτρονικά παράβολα). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία.      ΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../17-6-2014 αίτηση των εκκαλούντων στη πρώτη έφεση και εφεσίβλητων στη δεύτερη, αυτοί ζητούσαν, με την ιδιότητα τους ως εξ αδιάθετου κληρονόμοι του αποβιώσαντος στις 27-6-2013 πατέρα τους, ………., ομόρρυθμου εταίρου  της εταιρείας «………………», στην οποία συμμετείχε κατά ποσοστό 50%,  να προσδιορισθεί η αξία της εν λόγω εταιρίας κατά το χρόνο  θανάτου  και συνακόλουθης εξόδου  του από αυτήν  στο ποσό των 515.037,62 ευρώ, καθώς και να υποχρεωθεί η καθ’ ης εταιρία να  καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών, κατόπιν νόμιμου περιορισμού κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ,  το ποσό των 84.000 ευρώ, που αντιστοιχεί  στη κληρονομική τους μερίδα (3/8) επι της αξίας της εταιρικής συμμετοχής του πατέρα τους, εντόκως από το χρόνο θάνατο αυτού, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την οριστική εξόφληση. Επί της  αίτησης αυτής αρχικά εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 4986/2014 εν μέρει μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,  που απέρριψε το καταψηφιστικό της αίτημα  ως μη νόμιμο και  κατά τα λοιπά ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, με αντικείμενο την εκτίμηση της πραγματικής αξίας της εταιρικής περιουσίας της καθ’ ης και ειδικότερα της αξίας της εταιρικής συμμετοχής του εξερχόμενου αποβιώσαντος εταίρου ………….. κατά το χρόνο θανάτου και εξόδου του, ήτοι στις 27/6/2013.   Εν   συνεχεία,   μετά  τη   διενέργεια   της  ως άνω πραγματογνωμοσύνης και την κατάθεση αρμοδίως της  σχετικής γνωμοδότησης (με αριθμό ……/20-4-2015), η αίτηση επαναφέρθηκε νομίμως προς περαιτέρω συζήτηση και επ’αυτής εκδόθηκε  η υπ’ αριθμ. 210/2017  μη οριστική  απόφαση  του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο, λόγω της σφοδρής αμφισβήτησης από τους αντιδίκους της ορθότητας του πορίσματος της  γνωμοδότησης, και στερούμενο το ίδιο τις αναγκαίες επιστημονικές γνώσεις για να ελέγξει το περιεχόμενο της,  ανέβαλε εκ νέου την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε τη    διενέργεια νέας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης με το ίδιο αντικείμενο.  Μετά τη διενέργεια της τελευταίας και την κατάθεση της σχετικής γνωμοδότησης (με αριθμό ……./27-6-2017), η υπόθεση συζητήθηκε εκ νέου στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία έκανε μερικώς δεκτή την αίτηση ως ουσιαστικά βάσιμη και όρισε την αξία της συμμετοχής του εξερχόμενου (αποβιώσαντος) εταίρου στην καθ’ής εταιρία στο ποσό των 140.500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, με την οποία θεωρείται ότι συνεκκαλούνται και οι ανωτέρω μη οριστικές αποφάσεις του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  (άρθρο 513 § 2 ΚΠολΔ), παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη  με τις υπό κρίση  εφέσεις τους για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων,  ζητούν δε να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό, κατά μεν το αιτητικό της  πρώτης έφεσης  να γίνει καθ’ολοκληρία δεκτή η αίτηση, κατά δε  αυτό της δεύτερης έφεσης να απορριφθεί αυτή.   ΙΙΙ. Κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 260  του ν. 4072/2012  ο θάνατος, η πτώχευση και η υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση εταίρου επιφέρουν την έξοδο του από την ομόρρυθμη εταιρεία, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση. Η εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπει και άλλα γεγονότα που συνεπάγονται την έξοδο του εταίρου. Περαιτέρω στη διάταξη της δεύτερης παραγράφου του  άρθρου 264 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση, ο εξερχόμενος ή ο αποκλειόμενος εταίρος, με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 261, έχει αξίωση κατά της εταιρίας για καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του. Σε περίπτωση μη συμφωνίας των εταίρων ως προς την αξία συμμετοχής, η αξία που καταβάλλεται ορίζεται από το δικαστήριο, το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 259 (ήτοι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας) με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Για τον καθορισμό της εν λόγω αξίας   κρίσιμη είναι καταρχήν η αξία που θα μπορούσε να επιτευχθεί για τη μεταβίβασή της στην αγορά κατά τον χρόνο αποχώρησης του εταίρου. Για τον σχηματισμό δικαστικής κρίσης θα πρέπει να συνεκτιμάται η όλη περιουσιακή κατάσταση της Εταιρίας, δηλαδή το ενεργητικό αυτής τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και ειδικότερα τα περιουσιακά της στοιχεία (και το υφιστάμενο κεφάλαιό της, το οποίο δεν μειώνεται με την έξοδο ή του αποκλεισμό εταίρου) συμπεριλαμβανομένων σ’ αυτά και των αξιώσεών της έναντι τρίτων και της αποτιμητέας σε χρήμα αξίας των άυλων αγαθών που απέκτησε (φήμη, πελατεία, αξία διακριτικών γνωρισμάτων κ.λπ.) από τη μέχρι τότε λειτουργία της, καθώς και το παθητικό της, δηλαδή τα χρέη της προς τρίτους, ενώ θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η οικονομική απόδοση της εταιρικής επιχειρήσεως τρέχουσα και προσδοκώμενη. Θα συνεκτιμάται επίσης η καταβολή της εισφοράς από τον απελθόντα ή ειδικές περιστάσεις που αφορούν την προβλεπόμενη από την εταιρική σύμβαση συμμετοχή του στις εταιρικές υποθέσεις. Η αξίωση του αποχωρούντος εταίρου για την καταβολή της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής απορρέει από την εταιρική σχέση (βλ. Ν. Ρόκα, Εταιρίες, σελ. 45-46, 77, Αντωνόπουλο, Δίκαιο εμπορικών εταιριών I, Προσωπικές εταιρίες, 1997, σελ. 145-149). Οι απαιτήσεις δε των εταίρων από την εταιρική σχέση ικανοποιούνται μόνον από την εταιρική περιουσία, δεν ευθύνονται δηλ. για τις απαιτήσεις αυτές οι λοιποί εταίροι με την προσωπική (εξωεταιρική) τους περιουσία (βλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές εταιρίες, έκδ. 7η, παρ. 12, αριθ. 4, σελ. 89, Παπαγιάννη, Αρμ 2000, 19, Μπεχλιβάνη, ΕπισκΕΔ 2000, 639, 643, 644, 653, 654). Έτσι, η αξία της εταιρικής συμμετοχής του αποχωρούντος εταίρου συνιστά αντικείμενο ενοχικής αξίωσης τούτου κατά της εταιρίας (βλ. Ν. Ρόκα, ό.π., παρ. 13, αριθ. 10, σελ. 99), η οποία και νομιμοποιείται μόνο παθητικά προς τούτο στη δίκη επί της σχετικής αγωγής του εν λόγω εταίρου (ΕφΑθ 3292/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) .ΙV. Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες  περιλαμβάνονται στα  υπ’ αριθμ. ……./2014 και ……/2017 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του,  τις υπ’ αριθμ. κατάθεσης …../20-4-2015 και ……/27-6-2017 εκθέσεις δικαστικής πραγματογνωμοσύνης των   διορισθέντων πραγματογνωμόνων,  …………. και …………., αντίστοιχα, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μερικά εκ των οποίων μνημονεύονται ειδικότερα στην παρούσα, χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 1/1/2004 ιδιωτικό  συμφωνητικό  σύστασης  ομόρρυθμης  εταιρείας,  το οποίο δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ………….., πατέρας των αιτούντων, και ο …………… συνέστησαν ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………… με έδρα τον Πειραιά, και αντικείμενο την αγορά και πώληση ηλεκτρονικών συσκευών και πάσης φύσεως ανταλλακτικών αυτών και τη μελέτη, εγκατάσταση και συντήρηση τέτοιων συστημάτων,  την κατασκευή και εφαρμογή ηλεκτρονικών συστημάτων, τυπωμένων κυκλωμάτων και συστημάτων μικροϋπολογιστών, την παραγωγή, δημιουργία και εμπορία λογισμικού (software) για κάθε είδους χρήση,  την αντιπροσώπευση οίκων εξωτερικού ή εσωτερικού, που επιδιώκουν τον ίδιο ή παρεμφερή σκοπό, και  την επισκευή και συντήρηση των παραπάνω συσκευών. Περαιτέρω, στο ως άνω συμφωνητικό ορίστηκε η  διάρκεια αυτής στα δεκαπέντε έτη,  το κεφάλαιο της στο ποσό των 30.000 ευρώ και η συμμετοχή των εταίρων στα κέρδη και τις ζημίες της σε ποσοστό 50% για έκαστο, ενώ οι τελευταίοι  ορίστηκαν και συνδιαχειριστές της. Τέλος, αναφορικά με τη λύση της εταιρίας, ως λόγος  αυτής, πέραν της παρόδου της συμφωνημένης διάρκειας της, ορίστηκε  η καταγγελία της εκ μέρους κάποιου εταίρου. Στις 27/6/2013 απεβίωσε ο …………. και με το θάνατο του,  ελλείψει αντίθετης πρόβλεψης στο καταστατικό, αυτός εξήλθε αυτοδικαίως  της ομόρρυθμης εταιρίας (άρθρο 260 παρ. 1 ν. 4072/2012), η οποία ακολούθως με την από 07/8/2013 νόμιμη τροποποίηση του καταστατικού της, μετατράπηκε σε ετερρόρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…………….», με ομόρρυθμο εταίρο τον (αρχικό εταίρο της)  …………….. κατά ποσοστό 95%, και ετερρόρυθμο εταίρο τον μέχρι τότε (εξωτερικό) λογιστή της, …………., κατά ποσοστό 5%. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε, ο  ως άνω αποβιώσας κατέλειπε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τους αιτούντες και τη σύζυγο του, …………., οι οποίοι, κατ‘άρθρο 264 παρ.2 ν. 4072/2012, έχουν νόμιμη αξίωση κατά της εταιρίας για καταβολή της πλήρους αξίας της εταιρικής  συμμετοχής του καθολικού δικαιοπαρόχου τους. Προς τούτο οι αιτούντες μετά τον θάνατο του πατέρα τους ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με την καθ’ής, που διήρκησαν περίπου ένα έτος, οι οποίες ωστόσο, δεν τελεσφόρησαν, λόγω  των μεγάλων αποκλίσεων στις εκτιμήσεις των μερών αναφορικά με την πραγματική αξία της επιχείρησης, γεγονός που οδήγησε τελικώς και στην προσφυγή των τελευταίων στη δικαστική προς τούτο κρίση. Σχετικά, με τη ως άνω αξία, από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου αυτού, αποδείχθηκε,  ότι  αυτή κατά τον χρόνο θανάτου και εξόδου του ομόρρυθμου εταίρου της εταιρίας, ……………, ανερχόταν στο ποσό των 281.000 ευρώ, όπως αυτό προσδιορίστηκε και από τον διορισθέντα με την με αριθμό 210/2017 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πραγματογνώμονα, ………….. στη με αριθμό  ……/27-6-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, εκ του οποίου, ποσό 166.000,00 ευρώ αντιστοιχεί στην καθαρή θέση της εταιρείας στις 26/6/2013, και ποσό 115.000,00 ευρώ  στην άυλη αξία της επιχείρησης της κατά την αυτή ημερομηνία. Για τον υπολογισμό της ως άνω εταιρικής αξίας ο πραγματογνώμονας ακολούθησε τη μέθοδο προεξόφλησης των μελλοντικών ροών, συνεκτιμώντας, μεταξύ άλλων, και την ιδιαιτερότητα του τομέα δραστηριότητας της ως άνω εταιρείας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής. Η  εν λόγω μέθοδος συγκαταλέγεται στις κοινώς αποδεκτές και συχνότερα χρησιμοποιούμενες μεθόδους, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, και βασίζεται  στην αναγωγή του συνόλου των μελλοντικών ελεύθερων ταμειακών ροών της επιχείρησης σε παρούσες τιμές με προεξοφλητικό επιτόκιο, που ισούται με το μέσο σταθμικό όρο του κόστους μετοχικού κεφαλαίου και του κόστους δανεισμού, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση της φορολογίας  (βλ. σχετικά και τα αναφερόμενα στις υπ’ αριθμ. ……/08-11-2016 και ……/20-02-2018 κατατεθείσες πρωτοδίκως τεχνικές εκθέσεις του …………, διορισμένου από την καθ’ ης). Ειδικότερα, αυτός για να καταλήξει στο πόρισμα του έλαβε υπόψη του τις πραγματικές ταμειακές ροές για τη περίοδο 2013-2016, τις προβλεπόμενες ταμειακές ροές για τη περίοδο 2017-2018 αναπροσαρμοζόμενες με εκτιμούμενο ρυθμό ανάπτυξης 2% και υπολειμματική αξία κατά το έτος 2019, συντελεστή προεξόφλησης  22,52% ομαλοποιούμενο στο διηνεκές σε 13,5%, κατ’εκτίμηση των οικονομικών συνθηκών, και συντελεστή φορολογίας 29%. Στην  ως άνω έκθεση συμπεριλαμβάνεται και δεύτερη, εναλλακτική, αποτίμηση της εταιρικής περιουσίας, στο ποσό των 294.000 ευρώ, που υπολογίστηκε με βάση  μειωμένο φορολογικό συντελεστή 21% από το έτος 2019 και εφεξής. Ωστόσο, η επιλογή του αναθεωρημένου  αυτού συντελεστή δεν δικαιολογείται στην έκθεση αλλά ούτε και από τις επικρατούσες κατά το σχετικό χρονικό διάστημα ιδιάζουσες  συνθήκης στην ελληνική οικονομία λόγω της παρατεταμένης ύφεσης (βλ. και την υπ’αριθμ. ……/20-02-2018  τεχνική έκθεση του ………..) και ως εκ τούτου δεν γίνεται δεκτή από το Δικαστήριο, ενώ για τον ίδιο λόγο δεν συντρέχει περίπτωση να ληφθούν υπόψη αμφότερες οι αποτιμήσεις, ώστε να προκύψει ο μέσος όρος τους, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της έφεσης των αιτούντων, με τον οποίο αυτοί ισχυρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, οι αιτούντες με τον δεύτερο λόγο της έφεσης τους διατείνονται σχετικά με την από 14-5-2015 (510/2015) έκθεση του λογιστή της  …………., που συνετάγη για λογαριασμό της καθ’ής και αντικρούει την υπ’αριθμ. ……/2015 έκθεση του …………, ότι στη προβλεπόμενη κατάσταση αποτελεσμάτων  το έτος 2014 σημειώνεται πρόβλεψη  για αποζημίωση προσωπικού λόγω  απόλυσης, ποσού 42.000 ευρώ, που ωστόσο ουδέποτε συνέβη, με συνέπεια να ελαττώνεται  αδικαιολόγητα η εταιρική αξία.  Η αιτίαση αυτή αλυσιτελώς   προβάλλεται εν προκειμένω, και ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος, δεδομένου ότι στην με αριθμό ………../2017 έκθεση του ………… χρήσεως χρονικού διαστήματος 28-6-2013 έως 31-12-2014  ανέρχεται στο ποσό των 933 ευρώ. (βλ. παράρτημα Ι αυτής). Ακόμη,  οι αιτούντες, παραπονούνται με τον τρίτο λόγο της έφεσης τους, διότι για την εκτίμηση της εταιρικής  αξίας δεν ελήφθησαν υπόψη και τα εύλογα διαθέσιμα, ποσού 93.641 ευρώ, που θα προέκυπταν από την εξόφληση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της εταιρίας, ποσού 46.799 ευρώ, σε συνδυασμό  με τη ρευστοποίηση αποθεμάτων και την είσπραξη απαιτήσεων από πελάτες της, συνολικού ποσού 140,440 ευρώ. Τα ανωτέρω,  όμως, τυγχάνουν αόριστα και απορριπτέα, καθόσον δεν παρατίθενται αλλά ούτε και προκύπτουν συγκεκριμένα στοιχεία αναφορικά με τον χρόνο που το εν λόγω ποσό θα  αποτελούσε πράγματι διαθέσιμο της εταιρίας, ενώ σημειώνεται ότι ο πραγματογνώμονας έλαβε υπόψη του τις πραγματικές  ταμειακές ροές για το διάστημα 2013-2016. Περαιτέρω, με τον  τέταρτο λόγο της έφεσης τους οι αιτούντες παραπονούνται, επειδή η αποκλιμάκωση του προεξοφλητικού επιτοκίου από 22,5 % σε 13,5% δεν έγινε σταδιακά ήδη από το έτος 2017. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι ο πραγματογνώμονας εκτίμησε εσφαλμένα τα οικονομικά στοιχεία και τις προοπτικές της εταιρίας, ενώ στις τεχνικές εκθέσεις που προσκομίζουν οι διάδικοι τα επιτόκια για το αντίστοιχο διάστημα εμφανίζουν μεγάλες αποκλίσεις και συγκεκριμένα στην τεχνική έκθεση του ………… αυτό εκτιμάται εξαρχής σταθερό σε ποσοστό 7% και στην έκθεση του …………. σε ποσοστό 16,1% από το έτος 2019 και εφεξής στο διηνεκές. Κατά συνέπεια, και ο λόγος αυτός της έφεσης των αιτούντων πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, ο ως άνω τεχνικός σύμβουλος της καθ’ής, …………, εφαρμόζοντας καταρχήν την ίδια μέθοδο της προεξόφλησης των μελλοντικών ροών με τη με  αριθμό ……/2018 έκθεση του,  αλλά και σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε εξεταζόμενος ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προκρίνει ως πλέον κατάλληλη για την συγκεκριμένη εταιρία, επικαλούμενος τον προσωποκεντρικό χαρακτήρα της,  τη μέθοδο της καθαρής θέσης, (δεν συνυπολογίζει δηλαδή την άυλη αξία της), και εκτιμά αυτήν τελικώς  στο ποσό των 137.123 ευρώ. Εν τούτοις,  για τον προσδιορισμό της πραγματικής αξίας της μερίδας συμμετοχής του εξερχόμενου ομόρρυθμου εταίρου λαμβάνεται κατά κανόνα υπόψη και η άυλη αξία, που απέκτησε η εταιρεία κατά τη λειτουργία της, εν προκειμένω δε, δεν αποδείχθηκε ότι στην επίδικη  περίπτωση τυχόν μεταβίβαση αυτής δεν θα συνοδευόταν  και από τα άυλα στοιχεία της επιχείρησης (φήμη, πελατεία ,αξία διακριτικών γνωρισμάτων κ.λπ.), όπως αβασίμως διατείνεται η καθής με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, που πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο αυτό. Τέλος, επισημαίνεται ότι η επίδικη αξία της εταιρίας υπολογίστηκε από τον αρχικώς  ορισθέντα με την  υπ’ αριθμ. 4986/2014  απόφαση του  πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου
,  πραγματογνώμονα, …………  στο ποσό των 789.024,25 ευρώ (βλ. τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης). Ο εν λόγω πραγματογνώμονας κατέληξε στο συμπέρασμα του ακολουθώντας  τρεις μεθόδους, και συγκεκριμένα τη μέθοδο της κεφαλαιοποίησης του μέσου όρου των οργανικών ετήσιων κερδών της τελευταίας πενταετίας, σύμφωνα με την οποία η συνολική αξία της εταιρείας ανερχόταν στο ποσό του 1.009.321,14 ευρώ, τη γερμανική μέθοδο στηριζόμενη στα κέρδη της τελευταίας πενταετίας, σύμφωνα με την οποία αυτή ανερχόταν στο ποσό των 729.341,85 ευρώ, και τέλος τη μέθοδο της επιτροπής κεφαλαιαγοράς με βάση τα κέρδη της τελευταίας πενταετίας, σύμφωνα με την οποία η αξία της εταιρίας ανερχόταν στο ποσό των 628.409,74 ευρώ, ακολούθως δε προσδιόρισε αυτή κατά μέσο όρο στο ως άνω ποσό. Ωστόσο, οι εν λόγω μέθοδοι αποτίμησης της εταιρικής αξίας  δεν κρίνονται κατάλληλοι προς τούτο, καθόσον δεν τυγχάνουν πρακτικής εφαρμογής (βλ. και κατάθεση του μάρτυρα της καθής), ενώ το ποσό αυτό υπερβαίνει ακόμα και τους υπολογισμούς του τεχνικού συμβούλου των αιτούντων, ορκωτού λογιστή, ………….., σύμφωνα με την  προσαχθείσα από   02/4/2014 έκθεση του οποίου, η άυλη αξία της εταιρείας ανέρχεται στο ποσό των 296.825,54 ευρώ και η συνολική  αξία αυτής σε 515.037 ευρώ. Περαιτέρω, η καθής με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της παραπονείται, διότι εσφαλμένα απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο το αίτημα που είχε υποβάλει για επίδειξη εγγράφου, περί προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας της επιχείρησης, διότι όπως ισχυρίζεται από αυτό θα προέκυπτε με σαφήνεια και η πραγματική αξία της επιχείρησης. Ωστόσο, ο λόγος αυτός τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, διότι η φορολογητέα αξία της επιχείρησης αποτελεί μεν την ελάχιστη πραγματική της αξία, ωστόσο το επιλαμβανόμενο κατ΄ άρθρο 964 ν. 4072/2012 Δικαστήριο δύναται να προσδιορίσει αυτή υψηλότερη, εφόσον κάτι τέτοιο προκύψει αποδεικτικώς. Τέλος, η καθ’ής με τον τρίτο λόγο της έφεσης της  παραπονείται, επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε  υπόψη του την διαλαμβανομένη στην αίτηση τους ομολογία των αιτούντων, ότι η πραγματική αξία της  εταιρίας  ανερχόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο σε 190.000 ευρώ, στην οποία και αρχικά συμφώνησαν. Ωστόσο κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αίτησης  τα διάδικα μέρη συμφώνησαν το  Μάιο του έτους 2014, και αφού είχαν προηγηθεί μεταξύ τους επαφές και διαπραγματεύσεις σχεδόν ενός έτους, να θέσουν ως βάση του υπολογισμού της εταιρικής αξίας  το ποσό των 190.000 ευρώ με τη προϋπόθεση  ότι ο δεύτερος αιτών, ……………., θα συνεχίζει να εργάζεται στην εταιρία ως υπάλληλος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας διάρκειας έξι ετών με ρητή πρόβλεψη για κατάπτωση ποινικής ρήτρας μισθών τριών ετών σε περίπτωση πρόωρης απόλυσης του. Πλην, όμως, οι διαπραγματεύσεις τελικώς δεν ευοδώθηκαν λόγω απροθυμίας του νομίμου εκπροσώπου της καθ’ής να συμφωνήσει με τους ανωτέρω όρους των αιτούντων. Τα ανωτέρω εξάλλου, επιβεβαίωσε και με την  κατάθεση του ο μάρτυς των αιτούντων, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, εν προκειμένω δεν  υφίσταται ομολογία εκ μέρους των αιτούντων αναφορικά με την εταιρική αξία και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης της καθής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σύμφωνα, επομένως,  με όλα τα προεκτεθέντα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  ορθώς  όρισε την αξία της εταιρίας στο ποσό των 281.000 ευρώ και συνακόλουθα την αξία της εταιρικής συμμετοχής του δικαιοπαρόχου των αιτούντων, …………στο ποσό των 140.500 ευρώ.V. Περαιτέρω η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (άρθρο 176 ΚΠολΔ), ενώ σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας του καθενός (άρθρο 178 Κ.Πολ.Δ.). Στην περίπτωση εφαρμογής της τελευταίας διατάξεως το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίσει τα υπέρ του διαδίκου, που εν μέρει νικά και συνακόλουθα εν μέρει ηττάται, δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Δικηγορικού Κώδικα, ακόμη και αν έχει υποβληθεί ο κατά το άρθρο 178 Δικ. Κώδικα, κατάλογος δαπανών και εξόδων (ΑΠ375/81 ΝοΒ 29/1546, ΕΑ2572/91 ΝοΒ40/1029, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμην. Κ.Πολ.Δ. άρθρο 178, παρ. 13.). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 176 ΚΠολΔ, ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα, κατά δε το άρθρο 189 παρ. 1 περ. δ` του ίδιου κώδικα μεταξύ των εξόδων, που αποδίδονται περιλαμβάνονται και τα ποσά, που καταβλήθηκαν στους πραγματογνώμονες για έξοδα και αμοιβή σύμφωνα με τις διατιμήσεις που ισχύουν. Περαιτέρω επί συμψηφισμού των εξόδων κατά το άρθρο 178 ΚΠολΔ η αμοιβή του πραγματογνώμονα καταλογίζεται στο διάδικο που επιμελήθηκε για τη διενέργεια της  (ΕφΛαρ 955/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος,  και στην εκουσία δικαιοδοσία, όταν η διαδικασία διεξάγεται με αντιδικία εφαρμόζονται για την καταδίκη στα έξοδα οι γενικές διατάξεις (άρθρα 176 επ. ΚΠολΔ) (βλ. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ, κατ’άρθρο ανάλυση, τ. Δ, άρθρο 746 παρ. 3 σελ. 417).  VI. Εν προκειμένω, οι εκκαλούντες στη πρώτη έφεση – αιτούντες, με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της εφέσεως τους, προσβάλλουν τη διάταξη της εκκαλούμενης αναφορικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενοι για τον υπολογισμό της κατανομής των δικαστικών εξόδων του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ αυτών και της αντιδίκου τους, λόγω της μερικής ήττας και νίκης τους,  κατά τρόπο πλήρους συμψηφισμού αυτών, ενώ, όπως διατείνονται, θα έπρεπε,  η εφεσίβλητη- καθής η αίτηση να καταδικασθεί σε πληρωμή του ½ της αμοιβής του πρώτου πραγματογνώμονα, …………., ποσού (3.720 ευρώ/2)= 1.845 ευρώ, που οι ίδιοι κατέβαλαν σ΄ αυτόν εξ ολοκλήρου, όπως αυτή έπραξε  αυτοβούλως για την αμοιβή του  δεύτερου πραγματογνώμονα, ………..  Ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός, διότι προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ) και νόμιμος (αρθρ. 106, 178 § 1, 746, 183,189,191 § 2 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. VII. Όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, οι αιτούντες, που  επιμελήθηκαν  την κοινοποίηση του διορισμού του πρώτου πραγματογνώμονα, …………., και τη νόμιμη όρκιση του,  υποχρεούνται καταρχήν στην καταβολή της αμοιβής του, ποσού 3.690 ευρώ (βλ. και ΟλΑΠ 525/1979 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), την οποία και του κατέβαλαν εξ ολοκλήρου (βλ. τις με αριθμό …………. αποδείξεις της ΑΕ Ορκωτών λογιστών, μέλος της οποίας είναι ο εν λόγω πραγματογνώμονας), ενώ αυτοί κατέβαλαν και την αμοιβή του  δεύτερου πραγματογνώμονα, …………., ποσού 3.720 ευρώ. Οι ως άνω αμοιβές περιλαμβάνονται στα δικαστικά έξοδα που αναφέρονται ενδεικτικά  ως αποδοτέα  στη διάταξη του άρθρου 189 ΚΠολΔ.  Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη περαιτέρω ότι η αίτηση,  με την οποία  ζητείτο αρχικά ο προσδιορισμός της  αξίας της εταιρικής συμμετοχής του …………..  στο ποσό των (515.037,62 ευρώ /2 =) 257.518,81 ευρώ τελικώς με την εκκαλουμένη απόφαση  προσδιορίστηκε  στο ποσό των 140.500 ευρώ, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων   πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ τους κατά ίσα μέρη, κατ΄ άρθρα 178 και 746 ΚΠολΔ (σε συνδυασμό με  Παράρτημα Ι ν.4194/2013 Κώδικα περί Δικηγόρων), και να υποχρεωθεί η εφεσίβλητος-καθής να καταβάλει το ½ της αμοιβής, που  οι εκκαλούντες- αιτούντες κατέβαλαν στον ……………,  ήτοι ποσό 1.845 ευρώ, ενώ, όπως αναφέρουν  οι ίδιοι,  η καθής τους έχει ήδη καταβάλει το ήμισυ της εκ μέρους τους καταβληθείσας αμοιβής στον δεύτερο πραγματογνώμονα, ………….. Κατά συνέπεια, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του συμψήφισε στο σύνολο τους  τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων έσφαλε, και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης των αιτούντων πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Ακολούθως,  γενομένης αντιστοίχως δεκτής ως ουσιαστικά βάσιμης της υπό κρίση έφεσής τους πρέπει  να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το προσβαλλόμενο κεφάλαιο της περί δικαστικών εξόδων, και  αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατά τούτο, πρέπει  η καθής η αίτηση  να καταδικασθεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των αιτούντων του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, ποσού 1.845 ευρώ. Περαιτέρω, πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων αυτών και του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (αρθρ. 106, 178 § 1, 183,746 Κ.Πολ.Δ.). Αντιθέτως,  πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και εφόσον έχουν ερευνηθεί και απορριφθεί όλοι οι λόγοι της έφεσης της καθής, να απορριφθεί η τελευταία και στο σύνολο της ως αβάσιμη κατ` ουσία και να καταδικασθεί αυτή  στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των  εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (αρθρ. 106, 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα  αναφερόμενα στο διατακτικό. Tέλος, το μεν παράβολο που έχουν προκαταθέσει οι εκκαλούντες στην πρώτη έφεση κατά την κατάθεση αυτής, πρέπει  να τους αποδοθεί, ενώ  το παράβολο που προκατάθεσε η εκκαλούσα στη δεύτερη έφεση πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με τη παρουσία των διαδίκων τις με αριθμό έκθεσης κατάθεσης   ……/2018 έφεση και …../2018 αντίθετη έφεση .

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και   ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ στην ουσία της τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …../2018 έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο  του υπ’αριθμ. ………../ 2018 ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού 100 ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα  δικαστικά έξοδα  των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, και τα ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης   ……../2018 έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στους εκκαλούντες  του  υπ’αριθμ. ……. ./ 2018  ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού 100 ευρώ. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  την εκκαλουμένη υπ` αριθμ.  3895/2018  οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς ως προς το κεφάλαιο της περί δικαστικών εξόδων.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει κατά τούτο την υπόθεση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθής η αίτηση στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των αιτούντων :α) του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων σαράντα πέντε  (1.845) ευρώ, και  β) του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  22 Μαΐου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ