Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 388/2020

Αριθμός    388 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 31-7-2018 (γεν.αριθμ.καταθ. ……./2018) έφεση της ηττηθείσας καθής η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας (όπως εκπροσωπείται νόμιμα από την Eταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις), κατά της υπ΄αριθμ. 3697/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων, εφαρμοζομένης από το ανωτέρω Δικαστήριο της προσήκουσας διαδικασίας των πιστωτικών τίτλων (άρθρ.632 παρ.2 και άρθρ.937 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν μετά το ν.4055/ 2012, λόγω του χρόνου άσκησης της ένδικης ανακοπής), ασκήθηκε νομότυπα  και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1,2 και 3,  500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την από 22-07-2013 (αριθμ.καταθ……/2013) ανακοπή του ο ήδη εφεσίβλητος εξέθετε ότι η καθής η ανακοπή τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……….» εξέδωσε εις βάρος του την προσβαλλόμενη, με αριθμό ……/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με βάση την υπ΄αριθμ. ……./16-05-2003 σύμβαση στεγαστικού δανείου, την οποία υπέγραψε ο ανακόπτων ως οφειλέτης. Ότι με την κάτωθι εκτελεστού απογράφου της άνω διαταγής πληρωμής, από 8-7-2013 επιταγή προς πληρωμή, ο ανακόπτων επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθής η ανακοπή, το συνολικό χρηματικό ποσό των 72.379,26 ευρώ νομιμοτόκως, πλέον δικαστικής δαπάνης και λοιπών εξόδων.

Ότι η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, όπως και η προσβαλλομένη επιταγή προς εκτέλεση είναι ακυρωτέες, για τους στις σωρευόμενες στο αυτό δικόγραφο ανακοπές, κατ` άρθρα 632 και 933 του ΚΠολΔ, ειδικότερα αναφερόμενους λόγους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκανε δεκτό ως νόμω και ουσία βάσιμο τον πρώτο λόγο ανακοπής, με τον οποίο ο ανακόπτων επικαλέστηκε ακυρότητα της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, και της επιταγής προς εκτέλεση, για το λόγο ότι στην επιδικασθείσα απαίτηση της καθής περιλαμβανόταν παρανόμως η εισφορά του ν. 128/1975, και τελικώς, ακύρωσε τη προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής και τη προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση και επέβαλε σε βάρος της καθής τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος τα οποία όρισε στο ποσό των 2.200,00 ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η ηττηθείσα καθής η ανακοπή, ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της και τους κατ` ιδίαν λόγους αυτής, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη προκειμένου, απορριπτομένης της ανακοπής, να επικυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ` ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014 ΤΝΠ Νόμος), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το Ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (βλ.ΑΠ 959/ 2019, ΑΠ 368/ 2019,  ΑΠ 917/2011, ΕφΑθ 105/2019 ΤΝΠ Νόμος). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του ν.128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συντέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά, ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό. β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθόλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β` του ν. 3152/2003 κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις Ι.Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά εβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζοταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν.128/1975, ουδέποτε θεώρησε, ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν.128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφανείας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005 ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ Νόμος).

Συνεπώς προς τα ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα, για το λόγο ότι στο επιδικασθέν εις βάρος του ανακόπτοντος ως πιστούχου χρηματικό ποσό περιελήφθη και το κονδύλιο της ειδικής εισφοράς του ν. 129/1975 κατά μη νόμιμη μετακύλισή του σε βάρος του, και ακολούθως ανατοκισμό του, ελέγχεται προεχόντως ως αόριστος, δεδομένου ότι ουδόλως εξειδικεύονται στο δικόγραφο της ανακοπής τα επί μέρους κονδύλια που φέρεται να επιβάρυναν παρανόμως την ένδικη οφειλή, ώστε κατά αυτά και μόνον να ακυρωνόταν η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, τούτο δε, ενόψει του ότι προκειμένου να επεκταθεί η ακυρότητα, του φερομένου ως ακύρου μέρους, σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, θα έπρεπε ο ανακόπτων, ως φέρων το σχετικό βάρος αποδείξεως, να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη) δικαιοπραξία, αν άπαντα τα συμβαλλόμενα στην επίδικη δανειακή σύμβαση μέρη γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου για τη μετακύλιση της υπόψη εισφοράς στον πιστούχο, στοιχείο όμως του οποίου δεν γίνεται επίκληση στην ανακοπή (σχετ. ΑΠ 1448/2014 ΕπΕμπΔ 2014.345, ΑΠ 772/2014 ΧρΙΔ 2014.680, Εφ.Θρακ. 21/2017, ΕφΛαρ. 17/2017 ΤΝΠ Νόμος). Σε κάθε δε περίπτωση, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι η μετακύλιση της εισφοράς αυτής είναι νόμιμη, αφού δεν αντίκειται στην διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 ΑΚ, ούτε αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε, στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων. Ομοίως, ο ανατοκισμός της εισφοράς του ν. 128/1975 και υπό την εκδοχή ότι έλαβε χώρα τέτοιος ανατοκισμός, είναι νόμιμος, καθόσον πρόκειται για μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και ως εκ τούτου νόμιμα ανατοκίζεται κατά τα προεκτεθέντα. Εξ άλλου, δεν παραβιάζεται έτσι, ούτε η αρχή της διαφάνειας, δεδομένου ότι συνομολογείται από τον ανακόπτοντα με το δικόγραφο της ανακοπής του, ότι αυτός έλαβε γνώση της χρέωσής του με την άνω εισφορά, ήδη από τη κατάρτιση της ένδικης δανειακής σύμβασης.

Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 και 536 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν κατά παραδοχή ως βάσιμου λόγου εφέσεως, εξαφανίζει την εκκληθείσα απόφαση, καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα ζητήματα που έχουν υποβληθεί, πρωτοδίκως προς οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν κρίνεται αγωγή που έχει περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως δεν περιορίζεται στις διατάξεις της αποφάσεως του πρώτου βαθμού δικαστηρίου που πλήττονται με την έφεση, αλλά εκτείνεται και χωρίς ειδικό παράπονο, κατ` εξαίρεση των απαγορευτικών διατάξεων των άρθρων 12 και 13 ΚΠολΔ, και στις βάσεις της αγωγής που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως, γιατί δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή (ΑΠ 182/1996 Δίκη 28. 1440, ΑΠ 320/1985 Ε Δνη 1985. 665, ΑΠ 143/1988 ΕΕΝ 1989. 114, ΑΠ 497/1984 ΕΕΝ 52. 263, ΕφΘεσ. 79/1997 ΑρχΝ 1998. 226, Σαμουήλ, η Έφεσις, 1986, &&660, 665-671, 674 σελ. 202, 204-205). Εξάλλου, κατά την κρατούσα άποψη, με την οποία συντάσσεται και το Δικαστήριο τούτο, κατά το σύστημα του ελληνικού δικονομικού δικαίου οι λόγοι γενικώς κάθε ανακοπής, άρα και των ανακοπών των άρθρων 933 αλλά και των άρθρων 632-633 Κ.Πολ.Δ., επέχουν θέση ιστορικής βάσεως της αγωγής (ΑΠ 489/1997 ΕΔνη 1998, 103, ΑΠ 54/1990 ΕΔνη 1991. 62, ΕφΘεσ. 1780/1988 Αρμ. 1988. 683, ΕΑ 7487/1985 ΑρχΝ 1987. 440, ΕΑ 7166/1978 Αρμ. 1979. 273, Μπέη, Πολιτ. Δικονομία, άρθρο 585, σ. 2445, Νίκα, οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ` έφεση δίκη, 1987, σελ. 71, τον ίδιο, το έννομο συμφέρον, 1981, σελ. 178 και εκεί σημ. 322, Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ. 933 αρ. 20 και 136, Μπρίνια, αναγκ. εκτ. 1978, άρθρο 933, & 161, σελ. 443-444). Συνεπώς αν στο δικόγραφο ανακοπής περιέχονται περισσότεροι λόγοι ανακοπής για την ακύρωση της ίδιας πράξεως, κάθε λόγος συνιστά αυτοτελή ιστορική βάση, πρόκειται δηλαδή για δικονομική μορφή σωρεύσεως πολλών βάσεων κατά την έννοια του άρθρου 218 Κ.Πολ.Δ. (ανωτέρω παραπομπές και Κ. Κεραμέα, Αστικό Δικ. Δίκαιο 1986, σελ. 209, Μπέη, ό.π. άρθρο 218, III 2 Ε σελ. 973, Γ. Ράμμο, Εγχειρίδιον Α.Δ. Δικαίου I, 1978, & 174 σελ. 442, Σταυρόπουλο, Ερμ. Κ.Πολ.Δ., άρθρο 218, σελ. 310, ΕΑ 7166/1978 Αρμ. 1979. 273). Συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στην αρχή της παρούσας σκέψεως, αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αρκεσθεί στην έρευνα ενός μόνο λόγου και κατά παραδοχή αυτού ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής και τη προσβαλλόμενη πράξη εκτελέσεως και μετά την άσκηση εφέσεως το Εφετείο κρίνει εσφαλμένη την παραδοχή του λόγου της ανακοπής, κατά του οποίου στρέφονται και οι λόγοι της εφέσεως, και εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, έχει την εξουσία (το Εφετείο) να ερευνήσει τους άλλους λόγους της ανακοπής που δεν ερευνήθηκαν πρωτοδίκως και για τους οποίους δεν υπάρχει παράπονο στην έφεση, όπως όφειλε να κάνει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στη θέση του οποίου υπεισέρχεται μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕΑ 1896/1983 Δίκη 15, 204, ΕΑ 5316/1987 Δίκη 19.137, με παρατηρήσεις Β. Παπαχρήστου, (με διαφορετική αιτιολογία) πρβλ. Αγ. Μπακόπουλου, ΕΔνη 1989 σελ. 246 επ., ιδίως σελ. 267 και εκεί υποσ. 16).

Στη προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε τον πρώτο αυτό λόγο νόμω και ουσία βάσιμο και ακύρωσε τη προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, και την παρά πόδας εκτελεστού απογράφου αυτής, επιταγής προς πληρωμή, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, κατά παραδοχή του συναφούς λόγου έφεσης ως βάσιμου, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, και να κρατηθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, και δη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο (νόμω και ουσία) των λοιπών μη ερευνηθέντων πρωτοδίκως λόγων ανακοπής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη.

Κατά το αρθρ. 623 του ΚΠολΔ, μπορεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του Κώδικα αυτού, να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Η απαίτηση, που μπορεί να αποδεικνύεται και από συνδυασμό περισσότερων τέτοιων εγγράφων, πρέπει κατά το άρθρ. 624 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, κατά δε το άρθρ. 626 παρ. 2, 3 του ίδιου επίσης Κώδικα, η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος της απαίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, την απαίτηση και το ακριβές ποσό χρημάτων η χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, να επισυνάπτονται δε σ` αυτή και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Ενόψει δε του ότι η διαταγή πληρωμής, αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 630 του ΚΠολΔ, αρκεί να περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και την υπογραφή του δικαστή που την εξέδωσε, το ονοματεπώνυμο, την κατοικία και τη διεύθυνση του αιτούντος και του καθού η αίτηση, τη νομική αιτία ή την έννομη σχέση της πληρωμής, αναφορά στα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση που επιδικάζει, καθώς και το ποσό των χρημάτων ή τον αριθμό των χρεογράφων, των οποίων διατάσσεται η πληρωμή ή η παροχή. Επομένως, επί διαταγής πληρωμής, με την οποία, ειδικότερα, διατάσσεται ο οφειλέτης να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό, το οποίο αποτελεί το χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού που τηρήθηκε στα πλαίσια συμβάσεως παροχής πιστώσεως από την αιτούσα δανείστρια τράπεζα στον οφειλέτη ή σε τρίτο με την εγγύηση του οφειλέτη (καθ’ ου η διαταγή πληρωμής) και έκλεισε οριστικά, αρκεί για την πληρότητά της, ως προς την αιτία της πληρωμής, να αναφέρεται σ` αυτή, έστω και συνοπτικά ότι το ποσόν του οποίου διατάσσεται η πληρωμή αποτελεί ισόποσο χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη (πρωτοφειλέτη ή εγγυητή) που προέκυψε από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού. Αντιστοίχως, στην αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής, αρκεί ν` αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής των βιβλίων της τραπέζης σε έγγραφο προς απόδειξη της απαιτήσεως, το ύφος αυτής, το οριστικό κλείσιμο, η καταγγελία της συμβάσεως, το ύφος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το επικυρωμένο απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού από την έναρξή του ή από την τελευταία αναγνώριση έως το οριστικό κλείσιμο, ενώ δεν απαιτείται η πλήρης αναφορά της κινήσεως των χρεοπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού της συμβάσεως, ούτε αναφορά του εκάστοτε, κατά τη λειτουργία της συμβάσεως, εφαρμοσθέντος επιτοκίου (ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1825/2012, ΑΠ 1391/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1512/2006 Αρμ. 2007.399, ΕΑ 227/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ. 492/2010 ΕΕμπΔ 2011.81, ΕΑ5900/2006 ΤΝΠ Νόμος). Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 ΚΠολΔ να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔικ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή, απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997 ΤΝΠ Νόμος). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι εκτελεστός τίτλος, πλην άλλων, είναι και η διαταγή πληρωμής, αρκεί η απαίτηση να είναι “βέβαιη” και “εκκαθαρισμένη”. Βέβαιη είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία που προϋπήρχε πριν από την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση, όταν από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, χωρίς την ανάγκη συνεκτίμησης και άλλων εγγράφων με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΕΑ 4901/2000 ΕΔνη 2001.776). Αυτό επιβάλλεται, προκειμένου ο οφειλέτης να τελεί σε γνώση του ποσού και του ποιου της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να γίνει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση. Είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση και όταν μπορεί να καθοριστεί κατά ποσό με αριθμητικό υπολογισμό (ΑΠ 1336/2006 ΕΔνη 2007.799). Στην αντίθετη περίπτωση, η με έγγραφο διαπιστουμένη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι επιδεκτική εκτελέσεως. Αναγκαία, συνεπώς προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της εκτάσεως, του είδους και του περιεχομένου της αξιώσεως που ενσωματώνει. Κατά δε, την απολύτως κρατούσα άποψη, αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011ΤΝΠ Νόμος). Με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αντικείμενο προσβολής είναι όλες ανεξαιρέτως οι πράξεις της διαδικασίας της εκτελέσεως, από την έναρξη της μέχρι το πέρας της. Αντικείμενο προσβολής επομένως, με την ανωτέρω ανακοπή, μπορεί να αποτελέσει και η επιταγή προς εκτέλεση, ακόμη και αν μετά την κοινοποίηση της δεν έχουν επακολουθήσει άλλες πράξεις εκτελέσεως (ΕΑ 5040/1987 ΕΔνη 1988.1679). Οι λόγοι προσβολής της επιταγής μπορούν να αφορούν αφενός μεν, τυπικές ακυρότητες της, αφετέρου δε, τυπικά ή ουσιαστικά ελαττώματα του τίτλου, που καθιστούν απαράδεκτη την εκτέλεση, όπως η προσβολή του κύρους του τίτλου, η αμφισβήτηση της νομιμοποιήσεως ή η κατάργηση του τίτλου λόγω αποσβέσεως της συντελούμενης αξίωσης κλπ. (βλ. I. Μπρίνιας: Αναγκ. Εκτελ. § 167 σελ. 464). Ουσιώδες στοιχείο της επιταγής προς εκτέλεση είναι η μνεία του οφειλομένου ποσού, το οποίο πρέπει να προκύπτει από τον τίτλο. Ειδικότερα από τη διαταγή του άρθρου 924 εδ. β` ΚΠολΔ που ορίζει ότι, η επιταγή πρέπει να περιέχει με ακρίβεια την απαίτηση, προκύπτει ότι, η επιταγή πρέπει οπωσδήποτε να περιέχει σύντομη και ευσύνοπτη μνεία του οφειλομένου ποσού κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και αποδείξει την ανακρίβεια του ύφους των επιμέρους κονδυλίων, – τυχόν εσφαλμένο υπολογισμό αυτών ή – απόσβεση της απαίτησης (ΑΠ 194/95 ΕΔνη 37. 102, ΑΠ 72/95 ΕΔνη 38.585, ΑΠ 1903/88 ΕΕΝ 56.660, ΕΑ 2535/98 ΕΔνη 40.384, ΕΑ 5667/95 ΕΔνη 38.1618, ΕΑ 2659/92 ΕΔνη 85.456, ΕφΘεσ 80/96 Αρμ. 1996.967). Έτσι, όπως προκύπτει  από τις διατάξεις των άρθρων 924, 904, 916, 918 και 919 επ. ΚΠολΔ η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή εκτελέσεως η αιτία της απαιτήσεως, η οποία κατ` αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου κάτω από το οποίο γίνεται η επιταγή καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (ΑΠ 72/1995, ΑΠ 194/1995 ΤΝΠ Νόμος). Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί και αποδείξει την απόσβεση της απαιτήσεως ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή των εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Από το άρθρο 57 παρ. 2 σε συνδ. προς τα άρθρα 50 και 40 παρ. 2 του ν.δ. της 17 Ιουλ/13 Αυγούστου 1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”, ενόψει και του άρθρου 924 εδάφ. β` του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιδιδόμενη στον οφειλέτη επιταγή της τράπεζας πρέπει να περιέχει: α) περίληψη” του δανειστικού συμβολαίου, στο οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 50, αναφέρονται οι όροι υπό τους οποίους παρέχεται το δάνειο και η παραχώρηση της υποθήκης, β) περιγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου και γ) “σύντομη μνεία του οφειλόμενου ποσού”. Από την “περίληψη” του δανειστικού συμβολαίου πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια τα στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης της επισπεύδουσας και του διωκόμενου οφειλέτη και οι ουσιώδεις όροι του δανείου, ιδίως το ποσό, η διάρκεια, το επιτόκιο, το ποσοστό της τυχόν προμήθειας, οι τυχόν τοκοχρεωλυτικές δόσεις ή άλλος τρόπος εξόφλησης. Αν η επιταγή αφορά οφειλές από περισσότερες της μιας δανειακές συμβάσεις, πρέπει να προκύπτουν τα στοιχεία αυτά χωριστά για κάθε μία. Η περίληψη αυτή πρέπει να είναι τόσο ορισμένη ώστε ο καθ` ου να είναι σε θέση να παρακολουθήσει τα περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται, κατά την επιταγή, η οφειλή του, προκειμένου να τα ελέγξει και να προβάλει την τυχόν άμυνά του. Ως “σύντομη μνεία του οφειλόμενου ποσού” νοείται όχι απλώς η συνολική χρέωση, με αναφορά στον συγκοινοποιούμενο τίτλο, αλλ` η κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα σαφής και ορισμένη έκθεση, με εξειδίκευση και χαρακτηρισμό των σχετικών κονδυλίων, όπως είδος εξόδων, είδος τόκων σε συσχετισμό με το κεφάλαιο, χρονική περίοδο και επιτόκιο. Πάντως, όταν η οφειλή προέρχεται από δανειακή σύμβαση, δεν απαιτείται παράθεση της “κίνησης του λογαριασμού”, δεδομένου ότι το άρθρο 47 παρ. 2 του ως άνω ν.δ/τος, που προβλέπει το στοιχείο αυτό, εφαρμόζεται μόνο όταν πρόκειται για πίστωση, με ανοιχτό λογαριασμό. Πρέπει πάντως η “σύντομη μνεία του οφειλόμενου ποσού” να είναι τόσο σαφής και ορισμένη ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να αντιληφθεί τα κονδύλια χρέωσής του ώστε να μπορεί να τα ελέγξει και να αντιτάξει την άμυνά του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιταγή, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται ως διαδικαστικό έγγραφο (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), περιέχονται σ` αυτήν όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη νομιμοποίηση των μερών, την αιτία της οφειλής και τους ουσιώδεις όρους της δανειακής σύμβασης, κατά τρόπο που επιτρέπει την κατανόηση και παρακολούθηση των κονδυλίων της οφειλής και καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση, προβολή και εν γένει την άμυνα του καθού. Περαιτέρω, όσον αφορά τη σαφήνεια των ποσών, στην ανακοπτόμενη επιταγή μνημονεύονται το κεφάλαιο και τα χρονικά διαστήματα στα οποία οι τόκοι αντιστοιχούν καθώς και το επιτόκιο, όπως και τα λοιπά έξοδα (δικαστική δαπάνη που επιδικάσθηκε, απόγραφο, αντίγραφο, τέλη απογράφου, σύνταξη και χαρτοσήμανση και κοινοποίηση της επιταγής). Επομένως, ο δεύτερος λόγος ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο, η προσβαλλόμενη επιταγή πρέπει να ακυρωθεί λόγω αοριστίας, επειδή σ΄αυτήν δεν εξειδικεύεται με σαφήνεια ποιο μέρος του επιδικασθέντος ποσού συνιστά κεφάλαιο του δανείου, ποιό τμήμα αυτού είναι οι τόκοι και ποιο τα έξοδα ,απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, σε περίπτωση πίστωσης που χορηγείται από ανώνυμη τραπεζική εταιρία μπορεί να συμφωνηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 ν.δ. 17.7/13.8.1923, μεταξύ πιστώτριας και πιστούχου ότι η πιστώτρια μπορεί να κλείνει τον λογαριασμό οποτεδήποτε και να αξιώνει την πληρωμή του καταλοίπου, μάλιστα δε, ο νόμος παρέχει στην πιστώτρια ανώνυμη εταιρία την ευχέρεια να κλείνει τον λογαριασμό οποτεδήποτε θελήσει, ακόμη και στην περίπτωση που δεν υπάρχει σχετική συμφωνία με τον πιστούχο (ΑΠ 263/1998 ΔΕΕ 1998.614, ΑΠ 1260/1993 ΕΔνη 1995.135, ΕφΘεσ 1641/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 1656/2003 Αρμ 2004.1703), οπότε η συμπεριφορά της αυτή ελέγχεται πλέον μέσω της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, διότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλει η καλή πίστη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, υπάρχει και στην περίπτωση κατά την οποία η πιστοδότρια τράπεζα ασκεί το συμβατικό της δικαίωμα να κλείνει οποτεδήποτε έναν πιστωτικό λογαριασμό και να προχωρεί στη συνέχεια σε δικαστικές ενέργειες (έκδοση διαταγής πληρωμής, αναγκαστική εκτέλεση), χωρίς να έχει κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον, ενώ η ζημία, που προκαλείται στον πιστούχο εξαιτίας των ενεργειών αυτών, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Εξάλλου, ειδικότερα για τις τράπεζες γίνεται δεκτό, βάσει των διατάξεων των άρθρων 200, 281 και 288 του ΑΚ, ότι ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επιρροή στην ανάπτυξη και λειτουργία των χρηματοδοτούμενων από αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας σε σχέση με τα συμφέροντα των πελατών τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σε αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μία εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη ιδίως, όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την πιστώτρια τράπεζα. Σε κάθε όμως περίπτωση, και ιδίως, όταν δεν υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ότι ο πιστούχος καταβάλλει προσπάθειες για την οικονομική ανόρθωση της επιχείρησής του και την έστω σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου από το συμβατικά προβλεπόμενο, εξόφληση των υποχρεώσεων του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταχρηστική η εκ μέρους της τράπεζας επιδίωξη είσπραξης της απαίτησής της με κάθε νόμιμο τρόπο. Εναπόκειται δε, στη διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων οργάνων της να κρίνουν, ποιος είναι ο πλέον πρόσφορος τρόπος για την επιδίωξη είσπραξης της απαίτησής της, και ιδίως, αν θα ασκηθεί αγωγή ή αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, καθότι η σχετική επιλογή είναι συνυφασμένη με τη διαχείριση της περιουσίας της. Μόνο δε, το γεγονός, ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του (ΑΠ 1352/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕΑ 1587/2013 ΔΕΕ 2013, 792). Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι «η συμπεριφορά της καθής υπήρξε καταχρηστική καθ΄όλη τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, αρχής γενομένης από την καταγγελία της μεταξύ μας σύμβασης και, εν συνεχεία, με την έκδοση διαταγής πληρωμής παρά τη διαρκή επικοινωνία εμού του ανακόπτοντος προς επίτευξη συμφωνίας για ρύθμιση των χρεών στο πλαίσιο της συγκεκριμένης βιώσιμης και κοστολογημένης πρότασής μου όπως αυτή αναπτύχθηκε τεκμηριωμένα στο από 16-11-2012 πρώτο εξώδικό μου προς την καθής»,

Ότι «η καταχρηστική συμπεριφορά της καθής υπερβαίνει τα ακρότατα όρια της καλής πίστης και του οικονομικού σκοπού του δικαιώματός της, όπως οριοθετούνται αυτά από την συνδυαστική εφαρμογή της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ και της δικονομικής διάταξης του άρθρου 116 ΚΠολΔ, ιδία δε ως αντιφάσκουσα με προηγούμενη αντίθετη συμπεριφορά της παραβιάζοντας την αρχή της venire contra factum proprium και ενόψει των ειδικών περιστάσεων ήτοι σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις με βάση δική μου προσήκουσα προσφορά εξωδικαστικού διακανονισμού εξόφλησης του συνόλου της οφειλής μου». Ο λόγος αυτός, απορριπτέος τυγχάνει ως μη νόμιμος, σύμφωνα με τα αναλυτικώς προεκτεθέντα, καθόσον, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η επιλογή του πλέον προσφόρου τρόπου για την είσπραξη της απαίτησής της, ανήκε στην πιστοδότρια καθής η ανακοπή, από τον ίδιο τον ανακόπτοντα εκτίθεται, ότι η καθής για σπουδαίο λόγο, και συγκεκριμένα λόγω μη κανονικής πληρωμής των δόσεων του δανείου, προέβη στη καταγγελία της επίδικης σύμβασης, η οποία έτσι δεν έλαβε χώρα αορίστως και αναιτιολογήτως, αλλά λόγω παράβασης ουσιώδους συμβατικής υποχρέωσης του πιστούχου και δη λόγω μη εξυπηρέτησης του δανείου του. Τούτο δε, παρεκτός και πέραν του ότι με τον λόγο αυτό, δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών συναφών προς την οικονομική δυσχέρεια του πιστούχου, και τη τυχόν προσπάθεια αυτού για την οικονομική ανόρθωση της επιχείρησής του και την έστω σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου από το συμβατικά προβλεπόμενο, εξόφληση των υποχρεώσεων του. Πρέπει συνεπώς, και ο λόγος αυτός να απορριφθεί.

Κατ` ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει να απορριφθούν αμφότερες οι παραδεκτώς σωρευόμενες στο αυτό δικόγραφο ανακοπές και να επικυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής. Μετά δε, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου που κατέθεσε η εκκαλούσα στην ίδια, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της, για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος του εφεσιβλήτου, λόγω της ήττας του (αρθ. 176,183,191 παρ.2 ΚΠολΔ) κατά τα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 3697/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη ως άνω απόφαση.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί του δικογράφου της από 22-7-2013 (αριθμ.καταθ……/2013) ανακοπής.

Απορρίπτει αμφότερες τις σωρευόμενες στο άνω δικόγραφο ανακοπές.

Επικυρώνει την με αριθμό ……./2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Επιβάλλει εις βάρος του εφεσιβλήτου-ανακόπτοντος τη πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εκκαλούσας-καθής η ανακοπή, για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.   ΚΑΙ

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του e – παραβόλου με κωδικό ………../2018, άσκησης έφεσης, που αυτή κατέθεσε, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  22 Μαΐου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ