ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟ
Αριθμός 436/2020
ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 30-8-2019 και με Γ.Α.Κ. …… και Ε.Α.Κ. …./6-9-2019 έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της με αριθ. 1721/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικό – τακτική διαδικασία), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων επί της από 1-12-2017 και με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. … /18-12-2017 αγωγής του κατά της εφεσίβλητης και απέρριψε αυτήν (αγωγή), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 6-9-2019, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα), αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 14-5-2019, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. παράβολο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).
Με την ανωτέρω αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, ο ενάγων και ήδη εκκαλών εκθέτει ότι είναι κύριος του υπό ελληνική σημαία ταχύπλοου φουσκωτού σκάφους θαλάσσης «Α», λεμβολογίου λιμένος Πειραιά, με αριθμό …….., τύπου MARCO 720 ALTURA, έτους κατασκευής 2000, διαστάσεων 7,20 μέτρων Χ 2,49 μέτρων, μηχανοκίνητου με δυο εξωλέμβιες μηχανές, η μια (κύρια) μάρκας MERCURY, 225 HP και η άλλη (βοηθητική) μάρκας YAMAHA, 15 ΗP, το οποίο είχε ασφαλίσει στην εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία, μεταξύ άλλων κινδύνων και για την περίπτωση της κλοπής, για το χρονικό διάστημα από 18-7-2015 έως 18-7-2016, με ασφαλιζόμενο κεφάλαιο για το σώμα του σκάφους (Hull) 18.000,00 ευρώ, όση δηλαδή και η αξία του. Ότι κατά την 11-3-2016, διαρκούσης δηλαδή της ασφαλιστικής σύμβασης, το ως άνω σκάφος, ενώ βρισκόταν αποθηκευμένο εντός ασφαλούς χώρου παρκινγκ στην εξοχική κατοικία του στην ……….., εκλάπη και, παρά την εκ μέρους του ενημέρωση και κινητοποίηση των διωκτικών αρχών, δεν βρέθηκε ούτε το σκάφος, ούτε οι δράστες της κλοπής. Ότι η εναγόμενη, αν και επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος της απώλειας του σκάφους του λόγω κλοπής και ειδοποιήθηκε έγκαιρα, αρνείται να του καταβάλει το συμφωνηθέν ποσό ασφαλιστικής αποζημίωσης. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος ευθύνη της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας με βάση τη μεταξύ τους σύμβαση θαλάσσιας (ναυτικής) ασφάλισης, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών επειδή η εναγόμενη υπαίτια παρέβη τα προβλεπόμενα από το νόμο και το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού επειδή η εναγόμενη πλούτισε με ζημία του από παράνομη αιτία, ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το άνω ποσό ασφαλίσματος, με το νόμιμο τόκο από 17-3-2016, επομένη της ημερομηνίας αναγγελίας επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού απέρριψε την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό ως αόριστη και τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής από αδικοπραξία ως μη νόμιμη, ακολούθως έκρινε νόμιμη την κύρια βάση της αγωγής από σύμβαση ασφάλισης, ως στηριζόμενη στις διατάξεις του εφαρμοστέου αγγλικού ουσιαστικού δικαίου που επιλέχθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη (αυτό δεν προσκομίστηκε και ελήφθη υπόψη αυτεπαγγέλτως) και στη συνέχεια, δεχόμενο την ένσταση της εναγομένης περί παραβίασης συμφωνημένου εγγυητικού όρου (warranty) της σύμβασης ασφάλισης (άρθρο 33 του αγγλικού Νόμου «Marine Insurance Act 1906), απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται ο ενάγων, έχων έννομο προς τούτο συμφέρον ως εν όλω ηττηθείς διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή του, ζητώντας για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής του και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να του επιδικασθεί το αιτούμενο χρηματικό ποσό.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α’ ΑΚ, οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται, κατ’ αρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί (Ολ.Α.Π. 46/1987, Ε.Ε.Ν. 1987, 864, Α.Π. 1459/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς τους. Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδ. α’ Α.Κ.) προβλέπεται και από τον Κανονισμό (Ε.Κ.) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009, αντικαθιστώντας τη Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.1792/1988, οι διατάξεις του οποίου (Κανονισμού), ωστόσο, δεν εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. (ι) αυτού (Κανονισμού). Το σχετικό με τη θαλάσσια ασφάλιση αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – M.I.A. 1906»), στο Κοινό Δίκαιο (Common Law), εφ’ όσον οι διατάξεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλική Πρακτική (English Ρractice), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια (νομολογία) και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985, περί σκαφών αναψυχής, γνωστές υπό την κωδική ονομασία «Institute Yacht Clauses 1.11.1985» (Ι.Υ.C. 1-11-1985). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων των κατωτέρω αναφερομένων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906 που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις και έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά, ορίζονται τα εξής : 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως αποτελεί σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (ορισμός ναυτικής ασφαλίσεως – άρθρο 1 Μ.Ι.Α. 1906). Μεταξύ των κινδύνων που μπορούν να ασφαλιστούν με την υπόψη ασφαλιστική σύμβαση είναι και η κλοπή. Σύμφωνα δε με τον κανόνα 9 του κεφαλαίου (παραρτήματος) του ίδιου πιο πάνω νόμου με τον τίτλο «Κανόνες για την Κατάρτιση Ασφαλιστηρίων Συμβολαίων», ως κλοπή νοείται εκείνη που συνοδεύεται (διαπράττεται) από τη χρήση βίας, δηλαδή με άσκηση δυνάμεως ή την απειλή ασκήσεως δυνάμεως κατά προσώπων ή περιουσίας, και όχι η μη βίαιη ή λαθραία κλοπή. Με τον παραπάνω πάντως κανόνα, με τον οποίο ορίζεται ο ασφαλιζόμενος στο τυπικό ασφαλιστήριο κίνδυνος, με τον όρο «κλοπή» δεν αποκλείεται η δυνατότητα να συμφωνηθεί με πρόσθετο όρο στην οικεία ασφαλιστική σύμβαση, ο οποίος θα συμπληρώνει το περιεχόμενο του τυπικού ασφαλιστηρίου, ότι ασφαλίζεται και η απλή κλοπή, η παράνομη δηλαδή ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, η οποία δεν συνοδεύεται από τη χρήση βίας (Εφ.Πειρ. 350/2018, Εφ.Πειρ. 278/2017, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιά www.efeteio.peir.gr, Εφ.Πειρ. 679/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ. Πειρ. 1592/1989, Ε.Ν.Δ. 18, 64). 2) Ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 παρ. 1 και 2 Μ.Ι.Α. 1906). 3) Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906). 4) Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. Αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος, ενώ με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου και εν απουσία απάτης, η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίας του πράγματος, για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας (αποτιμημένο ασφαλιστήριο – άρθρο 27 Μ.Ι.Α. 1906). 5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφ’ όσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δολίας ενεργείας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος. Ειδικότερα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια που εγγύτερη αιτία έχει αυτή για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνος «causa proxima non remota spectatur». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων: Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σ. 190 – 191). Το βάρος αποδείξεως ότι η ζημία προκλήθηκε από τον πλησιέστερο προς αυτήν ασφαλισμένο κίνδυνο φέρει ο ασφαλισμένος. 6) Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε πραγματική είτε τεκμαρτή (άρθρο 56 παρ. 1 – 2 Μ.Ι.Α.). Πραγματική ολική απώλεια υπάρχει όταν το ασφαλισμένο πράγμα καταστρέφεται ή βλάπτεται κατά τρόπο που παύει να αποτελεί πράγμα του είδους που ασφαλίσθηκε ή εάν ο ασφαλισμένος στερείται ανεπανόρθωτα του πράγματος (άρθρο 57 Μ.Ι.Α.). 7) Το ποσό το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια από το ασφαλιστήριο με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημιώσεως (άρθρο 67 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906). Κατά το δίκαιο αυτό, επί συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως, η έννοια της οποίας δίνεται στην παρ. 1 του ως άνω νόμου και αφορά στην κάλυψη του ασφαλισμένου από ζημίες ή απώλειες που προκλήθηκαν από κινδύνους συναφείς με τη θαλάσσια περιπέτεια, ο ασφαλιστής, σε περίπτωση επελεύσεως του κινδύνου και της εξαιτίας αυτού προκληθείσας ζημίας ή απώλειας, υποχρεούται σε αποζημίωση του ασφαλισμένου. Εξάλλου, το περιεχόμενο κάθε συμβάσεως ασφαλίσεως προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο και τα παραρτήματά του, όπως αυτά τροποποιούνται κατά κανόνα και συμπληρώνονται από συνήθως επισυναπτόμενους τυπικούς όρους με τη μορφή ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για ασφάλιση σκαφών αναψυχής κ.λπ., άπαντα δε τα ανωτέρω απαρτίζουν την ασφαλιστική σύμβαση ως ενιαίο όλο (Εφ.Πειρ. 350/2018, Εφ.Πειρ. 278/2017, Εφ.Πειρ. 564/2017, Εφ.Πειρ. 143/2015, Εφ.Πειρ. 858/2014, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιά www.efeteio.peir.gr, Εφ.Πειρ. 519/2016, Εφ.Πειρ. 143/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 33 και 35 Μ.Ι.Α. 1906 και των Ρητρών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 («Institute Yacht Clauses 1-11-1985), στη σύμβαση ασφαλίσεως πλοίου επιτρέπεται στους συμβαλλόμενους να θεωρούν ορισμένους όρους αυτής ουσιώδεις «warranties», οι οποίοι περιέχονται ρητά στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (express warranties) ή και εξυπακούονται (implied warranties) και αποτελούν υποσχετικές εγγυήσεις του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή, για την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων σε σχέση με την κατάσταση του ασφαλισμένου πλοίου, κατά τρόπο ώστε η παράβαση οιουδήποτε από αυτούς τους όρους από τον τελευταίο να συνεπάγεται την απαλλαγή του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από το ασφαλιστήριο. Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας, ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας. Η απαλλαγή από την ευθύνη είναι αυτόματη και δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε δήλωση του ασφαλιστή περί περατώσεως της ασφαλιστικής σύμβασης. Γενικός κανόνας είναι ότι τίποτε δεν δικαιολογεί τη μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση. Αναφέρεται, συγκεκριμένως, ότι καμία αιτία οσοδήποτε επαρκής, κανένα κίνητρο οσοδήποτε αγαθό, καμία ανάγκη οσοδήποτε επαρκής, καμία ανάγκη οσοδήποτε αναπόφευκτη δεν δικαιολογεί τη μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση. Εξαιρέσεις από το γενικό αυτό κανόνα προβλέπονται στο άρθρο 34, το οποίο ορίζει τα εξής: «1. Μη συμμόρφωση προς μία εγγύηση δικαιολογείται, όταν, λόγω αλλαγής των συνθηκών, η εγγύηση παύει να είναι εφαρμοστέα στις συνθήκες της συμβάσεως ή όταν η συμμόρφωση προς την εγγύηση καθίσταται παράνομη δυνάμει οποιουδήποτε μεταγενέστερου νόμου. 2. Όταν μία εγγύηση παραβιάζεται, ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να προβάλει την άμυνα ότι έγινε επανόρθωση της παραβιάσεως και συμμόρφωση προς την εγγύηση πριν από τη ζημία. 3. Ο ασφαλιστής μπορεί να παραιτηθεί από την επίκληση παραβιάσεως της εγγυήσεως. Μόνη η παράβαση, καθ’ εαυτή, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παραβάσεως. Το βάρος δε της απόδειξης της παράβασης φέρει ο ασφαλιστής (Α.Π. 1584/2011, Εφ.Πειρ. 518/2017, Εφ.Πειρ. 143/2015, Εφ.Πειρ. 727/2014, Εφ.Πειρ. 671/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 683/2017, Εφ.Πειρ. 519/2016, Εφ.Πειρ. 480/2014, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιά www.efeteio.peir.gr, Χρ. Στυλιανέα «Αι δηλώσεις εγγυήσεως (warranty) εις την Ναυτικήν Ασφάλισιν», Ε.Ν.Δ. 4, 55). Τέλος, οι όροι του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, γενικοί ή ειδικοί, έχουν την ίδια νομική αξία και σημασία και είναι υποχρεωτικοί, έστω και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, αρκεί να γίνεται σαφής παραπομπή σε αυτούς με τη σύμβαση ασφάλισης, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής (Α.Π. 1584/2011, Ε.Ν.Δ. 2012, 45, Α.Π. 1650/2001, ΕλλΔνη 2002,1039, Εφ.Πειρ. 564/2017, ό.α.).
Από την εκτίμηση α) των υπ’ αριθ. …./27-3-2017 και …../27-3-2018 ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., τις οποίες προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών – ενάγων και των οποίων προηγήθηκε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εφεσίβλητης – εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. …./21-3-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………), β) της υπ’ αριθ. …/27-3-2018 ένορκης βεβαίωσης μάρτυρος ενώπιον του Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου, την οποία προσκομίζει με επίκληση η εφεσίβλητη – εναγόμενη και της οποίας προηγήθηκε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος – ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …/2-2-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..) και γ) όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικά μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω (στα οποία περιλαμβάνονται οι φωτογραφίες που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, καθώς και η προσκομιζόμενη από την εναγόμενη ιδιωτική γνωμοδότηση του ναυτικού επιθεωρητή ………..), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι ιδιοκτήτης του ταχύπλοου φουσκωτού σκάφους με την ονομασία «Α», έτους κατασκευής 2000, ελληνικής σημαίας, με αριθμό λεμβολογίου Πειραιά ………, μήκους 7,15 μ, πλάτους 2,49 μ, με μια κύρια εξωλέμβια μηχανή μάρκας MERCURY, ιπποδύναμης 225 ΗΡ, έτους κατασκευής 2000, με καύσιμο βενζίνη. Κατόπιν διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ αυτού και της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, στις 18-7-2013, καταρτίσθηκε το υπ’ αριθ. ./… ασφαλιστήριο συμβόλαιο, με το οποίο η τελευταία ανέλαβε την υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη της αστικής ευθύνης του ενάγοντος έναντι τρίτων από τη χρήση του άνω σκάφους, υπό τους όρους του Ινστιτούτου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Ιnstitute Yacht Clauses 1-11-1985) και υπό διαφόρους ακόμη πρόσθετους εγγυητικούς όρους, οι οποίοι αναφέρονταν κυρίως στην κάλυψη της κλοπής του σκάφους, στη φύλαξή του στην ξηρά και στον τρόπο υπολογισμού του ασφαλίσματος, ενώ συμφωνήθηκε ρητά ότι η σύμβαση ασφάλισης θα διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και πρακτική. Η διάρκεια της ασφάλισης ορίστηκε για ένα έτος, ήτοι από 18-7-2013 έως 18-7-2014, αντί μικτών ασφαλίστρων 370,00 ευρώ ετησίως, με ασφαλιζόμενο ποσό 18.000,00 ευρώ, όσο δηλαδή και η δηλωθείσα αξία του σκάφους. Η ασφάλιση του σκάφους ανανεώθηκε μετά τη λήξη της πρώτης ως άνω ασφαλιστικής περιόδου, ενώ, με τη δεύτερη ανανέωσή της, που αφορούσε την περίοδο από 18-7-2015 έως 18-7-2016, εκδόθηκε στις 1-7-2015 ασφαλιστήριο – ανανεωτήριο, με τον ίδιο αριθμό του πρωτασφαλιστηρίου και με τους ίδιους όρους και συμφωνίες, το οποίο, όπως και τα προηγούμενα, ο ενάγων το παρέλαβε με την έκδοσή του, καταβάλλοντας το ασφάλιστρο. Στη σελίδα 5 του άνω ασφαλιστηρίου περιέχεται και η παρακάτω ειδική πρόσθετη συμφωνία (express warranty): «Εγγύηση ότι το σκάφος δεν καλύπτεται για κλοπή ή ζημίες συνεπεία κλοπής ή απόπειρα κλοπής, παρά μόνον αν ελλιμενίζεται ή / και αποθηκεύεται σε ανεγνωρισμένο Λιμάνι, Μαρίνα, Ναυπηγείο ή σε ασφαλή εσωτερικό χώρο, κλειστό από όλες τις πλευρές και κλειδωμένο ή σε περιφραγμένο επαγγελματικό parking σκαφών το οποίο διαθέτει φύλακα 24 ώρες το 24ωρο ή/και έχει κάμερες ασφαλείας και σύστημα συναγερμού σε λειτουργία και συνδεδεμένο με εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας που κάνει περιπολίες σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα». Κατά τη διατύπωση στο ασφαλιστήριο του άνω εγγυητικού όρου στο πρωτότυπο κείμενο αυτού στην αγγλική γλώσσα [για τον οποίο υπάρχει ρητή πρόβλεψη ότι υπερισχύει οπωσδήποτε η απόδοσή του στο πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά σε περίπτωση διαφοροποίησης της απόδοσής του στο αντίστοιχο κείμενο στα ελληνικά (βλ. σελ. 9 ασφαλιστηρίου)] «warranted, no claims shall be recoverable in respect of loss or damage caused by theft or attempted theft, unless the vessel is moored and / or stored in recognized harbor, marina and boatyard or in a secure indoor area, closed on all sides and locked or in a fenced professional boat parking area which is guarded on a 24 hours basis or / and has security cameras and alarm system, in operation and connected to a security company, which provide patrol services on a frequent program basis», όπου οι λέξεις «indoor area» σημαίνουν «εντός κτιρίου» (σε αντιδιαστολή με τη λέξη «outdoors» που σημαίνει «έξω στο ύπαιθρο»), οι λέξεις «closed in all sides» σημαίνουν «κλειστό απ’ όλες τις πλευρές» και η λέξη «fenced» σημαίνει «περιφραγμένος» και χρησιμοποιείται μόνον επί υπαίθριων χώρων (βλ. περί των ανωτέρω το σχετικό λήμμα στο Αγγλοελληνικό λεξικό της Οξφόρδης που προσκομίζεται σε αντίγραφο από την εναγόμενη). Υπό τα δεδομένα αυτά με το άνω ασφαλιστήριο δεν καλύπτεται η κλοπή που προκαλείται ενώ το σκάφος είναι αποθηκευμένο σε απλώς περιφραγμένο και μη φυλασσόμενο υπαίθριο χώρο, παρά μόνον καλύπτεται η κλοπή σε κλειστό εσωτερικό χώρο κτιρίου (π.χ. κλειστό γκαράζ, αποθήκη) ή σε επαγγελματικό υπαίθριο χώρο φύλαξης σκαφών, υπό την προϋπόθεση τήρησης των προεκτεθέντων αυστηρών προστατευτικών μέτρων (φύλακας επί 24ώρου βάσεως, ύπαρξη σε λειτουργία συστημάτων καμερών ασφαλείας και συναγερμού συνδεδεμένων με εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας που κάνει περιπολίες σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα) και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσής του είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τις μεσημβρινές ώρες της 11ης Μαρτίου 2016, ο ….. ., γαμβρός του ενάγοντος, επισκεπτόμενος την εξοχική κατοικία του τελευταίου εντός συγκροτήματος 15 εξοχικών κατοικιών που βρίσκεται στην περιοχή «……» Αναβύσσου, διαπίστωσε ότι άγνωστος είχε αφαιρέσει το άνω σκάφος από τον προαύλιο χώρο του άνω συγκροτήματος όπου ήταν σταθμευμένο από τα μέσα Οκτωβρίου 2015. Το οικόπεδο του συγκροτήματος αυτού έχει έκταση 30 στρεμμάτων περίπου, ανήκει σε ιδιοκτήτη που χρησιμοποιεί ο ίδιος μια από τις εξοχικές κατοικίες και εκμισθώνει τις υπόλοιπες για τη θερινή περίοδο και είναι περιφραγμένο α) στη δυτική πλευρά, που έχει μήκος 215 μ. και πρόσοψη επί της Λεωφόρου Αθηνών – Σουνίου, με κτιστή μάντρα ύψους 2 μ, β) στη νότια πλευρά, που έχει μήκος 75 μ. και πρόσοψη επί αγροτικής οδού, με συρμάτινο πλέγμα και πακτωμένους πασσάλους ύψους 2 μ, γ) στην ανατολική πλευρά, που έχει μήκος 190 μ. και πρόσοψη επί αδιεξόδου χωματόδρομου, με συρμάτινο πλέγμα και πακτωμένους πασσάλους ύψους 2 μ. Και δ) στη βόρεια πλευρά, που έχει μήκος 250 μ. και πρόσοψη σε θαμνώδη δασική έκταση (παρυφές λόφου), με συρμάτινο πλέγμα και πακτωμένους πασσάλους ύψους 2 μ. Η κεντρική είσοδος στον προαύλιο χώρο του συγκροτήματος βρίσκεται επί της προσόψεως της λεωφόρου Αθηνών – Σουνίου (54ο χλμ), στο νότιο σημείο της δυτικής πλευράς και αποτελείται από μία συρόμενη ηλεκτρική τηλεχειριζόμενη καγκελόπορτα διαστάσεων 4μ. πλάτος και 2μ. ύψος για τροχοφόρα, ενώ παραπλεύρως της καγκελόπορτας υπάρχει μεταλλική πόρτα για πεζούς. Εκτός της καγκελόπορτας και της περίφραξης, το άνω συγκρότημα δεν διαθέτει μέτρα ασφαλείας, όπως συναγερμό, κάμερες ή φύλακα. Το σκάφος του ενάγοντος ήταν σταθμευμένο στο πρώτο τμήμα του άνω χώρου μετά την κεντρική είσοδο – το οποίο καταλαμβάνει έκταση περίπου 2 στρεμμάτων στο νότιο τμήμα του οικοπέδου, δεν διαθέτει ιστούς φωτισμού, χρησιμοποιείται ως parking των ενοίκων και επισκεπτών και είναι πλήρως ορατό, λόγω της συρμάτινης περίφραξης. Συγκεκριμένα, το σκάφος ήταν προσδεμένο στη βάση ενός μεγάλου πεύκου με αλυσίδα και λουκέτο, το οποίο είχε παραβιασθεί με τεχνητά μέσα. Στο σημείο κοπής του λαιμού του λουκέτου η επιφάνεια της τομής είχε οξειδωθεί, στοιχείο που, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, καταδεικνύει ότι η κοπή του δεν ήταν πρόσφατη (βλ. περί των ανωτέρω και την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εναγόμενη ιδιωτική γνωμοδότηση του ναυτικού επιθεωρητή ……….., κατά την εκτίμηση του οποίου η κοπή του λουκέτου είχε πραγματοποιηθεί τουλάχιστον 1-2 μήνες πριν τη διαπίστωση της κλοπής). Αμέσως, περί ώρα 14:35, ο ανωτέρω γαμβρός του ενάγοντος, ο οποίος είχε εξουσιοδοτηθεί από τον τελευταίο, προσήλθε στο Τμήμα Ασφαλείας της Αναβύσσου όπου κατήγγειλε το συμβάν, παρέχοντας όλες τις αναγκαίες πληροφορίες. Όμως, παρά τις έρευνες των αρμοδίων αστυνομικών αρχών, δεν στάθηκε δυνατό να εντοπιστεί το άνω σκάφος. Ενόψει των προαναφερθέντων, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων υπέστη ζημία εξαιτίας της πραγματικής ολικής απώλειας του σκάφους του κατά την αναφερόμενη ανωτέρω έννοια. Όμως η ολική αυτή απώλεια δεν προκλήθηκε από ασφαλισμένο, με το ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, κίνδυνο, καθόσον, δυνάμει του συμφωνηθέντος άνω ρητού εγγυητικού όρου του ασφαλιστηρίου (express warranty), εξαιρείται της ασφαλιστικής κάλυψης η απώλεια του σκάφους λόγω κλοπής ενώ αυτό είναι αποθηκευμένο σε απλώς περιφραγμένο και μη φυλασσόμενο υπαίθριο χώρο. Στην προκειμένη δε περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, πέραν της περιμετρικής περίφραξης του οικοπέδου του άνω συγκροτήματος εξοχικών κατοικιών, ο υπαίθριος χώρος όπου ήταν αποθηκευμένο το άνω σκάφος δεν διέθετε άλλα μέτρα ασφαλείας, όπως κάμερες, συναγερμό, φύλακα, και δεδομένης της δυνατότητας πρόσβασης στο χώρο τρίτων ατόμων μέσω της τηλεχειριζόμενης καγκελόπορτας (ενοίκων των υπολοίπων 14 εξοχικών κατοικιών, κηπουρού, κ.ά.) δεν αποτελεί επαρκές μέτρο ασφαλείας η ασφάλιση του σκάφους με αλυσίδα και λουκέτο σε κορμό δέντρου στον προαύλιο χώρο του συγκροτήματος. Συνεπώς, ορθά η εκκαλουμένη, εφαρμόζοντας τις προαναφερόμενες διατάξεις του αγγλικού δικαίου, κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα και απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, αφού δέχθηκε ως βάσιμη κατ’ ουσία τη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 33 Μ.Ι.Α. 1906 γνήσια μη αυτοτελή και ουσιαστική ένσταση της εναγομένης περί παραβίασης από τον ενάγοντα του άνω εγγυητικού όρου (warranty) της ασφαλιστικής σύμβασης για τη φύλαξη του σκάφους του (περί του άνω χαρακτηρισμού της παραπάνω ένστασης βλ. Εφ.Πειρ. 518/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο τελευταίος με το δεύτερο λόγο της έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατόπιν τούτων, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία και να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας γιατί οι διατάξεις του αγγλικού δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν δυσερμήνευτες (179, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του e-παραβόλου ……. άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσία.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Διατάζει την εισαγωγή του κατατεθέντος e- παραβόλου άσκησης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ