Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 452/2020

Αριθμός  452/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 08-01-2019 (γεν.αριθμ.καταθ……../2019) έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ. αριθμ.4328/2018 οριστικής απόφασης του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα  και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2 , 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρ. 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρ. 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ` επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Tα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25 § 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρ. 57 § 2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361- 363 ΠΚ, που μπορεί να περιέχονται και σε δημοσίευμα εφημερίδας, αφού η κατοχυρωμένη με το άρθρ. 14 §§ 1, 2 του Συντάγματος ελευθεροτυπία υπόκειται στους περιορισμούς του νόμου, με τους οποίους επιδιώκεται όχι η παρεμπόδιση της ελευθεροτυπίας, αλλά η προστασία των ατόμων από την καταχρηστική άσκησή της (άρθρ. 25 §§ 3 του Συντάγματος). ΄Οριο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελούν ακριβώς τα άρθρ. 361-363 ΠΚ και επομένως με πρόσχημα την ελευθεροτυπία δεν επιτρέπεται η προσβολή της προσωπικότητας με δημοσιεύματα εξυβριστικά ή δυσφημιστικά για το άτομο. Ειδικότερα κατά τα άρθρα αυτά εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός κατά τις παραπάνω διατάξεις νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ` αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές.΄Ετσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ` αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1662/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367 § 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1030/2009, 333/2010, 179/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρ. 367 § 1γ ΠΚ), το οποίο ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικά από τον ΄Αρειο Πάγο. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και κοινωνική αποστολή του τύπου, έχουν και τα πρόσωπα που συνδέονται με τη λειτουργία του, όπως προπάντων είναι οι δημοσιογράφοι, αλλά και γενικότερα όσοι κάνουν χρήση του τύπου για τη δημοσίευση ειδήσεων και σχολίων σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. ΄Ετσι είναι επιτρεπτά για τα πρόσωπα αυτά δημοσιεύματα προς ενημέρωση του κοινού, ακόμη και αν περιέχουν οξεία κριτική και δυσμενείς σε βάρος τους χαρακτηρισμούς (ΑΠ 1662/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ` εξαίρεση όμως, το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 367 ΠΚ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν κατ` αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του (ΑΠ 167/2000, 1897/2006, 488/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρ. 367 § 1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 387/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο μόνο παρ. 1 του ν. 1178/1981 “περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων”, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2243/1994, ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρ. 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρ. 919 ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρ. 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχουν στο συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν ο τελευταίος είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή σύνταξης του εντύπου. Η παραπάνω διάταξη είναι σαφές ότι αναφέρεται μόνο στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, ο οποίος υποχρεούται έτσι σε περίπτωση δυσφημιστικού δημοσιεύματος σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, έστω και αν η γνώση ή η υπαίτια άγνοια συντρέχουν στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή σύνταξης του εντύπου, η ευθύνη των οποίων, εφόσον βέβαια δεν ταυτίζονται ως πρόσωπα με τον ιδιοκτήτη του εντύπου, ρυθμίζεται από τις κοινές διατάξεις (ΑΠ 271/2012, ΑΠ 387/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ αναφέρεται στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, και προβλέπει στην παράγραφο 1, πως κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Η προστασία, την οποία εξασφαλίζει η πιο πάνω διάταξη ισχύει και στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν πράξεις ιδιωτικών προσώπων. Παράλληλα, το άρθρο 10 της ίδιας σύμβασης προστατεύει την ελευθερία έκφρασης, δηλαδή κατά, τα στη διάταξη αυτή αναφερόμενα, την ελευθερία γνώμης, λήψης και μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, με την πρόβλεψη, περαιτέρω, πως η άσκηση της ελευθερίας αυτής είναι δυνατόν να υπαχθεί σε όρους. Περιορισμούς και κυρώσεις που αποτελούν το αναγκαίο μέτρο, εκτός των άλλων, για την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των τρίτων. Το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης περιλαμβάνει “την ελευθερία της γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών”. Έχει κριθεί, πώς η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα θεμέλια σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, μία από τις πρωταρχικές προϋποθέσεις για την εξέλιξη της και την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Είναι σημαντική όχι μόνο για τις “πληροφορίες” ή “ιδέες” που γίνονται δεκτές ευνοϊκά ή θεωρούνται αβλαβείς ή αδιάφορες, αλλά και γι` αυτές που προσκρούουν, δυσαρεστούν ή ανησυχούν το Κράτος ή ένα οποιοδήποτε μέρος του πληθυσμού. Αυτό θέλει ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος χωρίς την οποία δεν υπάρχει “δημοκρατική κοινωνία” (Απόφαση Handyside της 7ης Δεκεμβρίου 1976 Σειρά Aαρ 24 σελ. 23 παρ. 49 δε D GOMIEN, D. HARRIS. L. ZWAAK: Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης και Πρακτική μτφρ. Εφη Τσατσαρέλη Παπαζήση. Αθήναι 2001 σελ. 433). Ειδικότερα, ως προς τον τύπο, είναι βέβαιο, πως η λειτουργία μιας εφημερίδας συνίσταται στο να δημοσιεύσει πληροφορίες, ιδέες και σχόλια. Η ελευθερία του τύπου προσφέρει στην κοινή γνώμη έναν από τους καλύτερους τρόπους για να γνωρίσει και να κρίνει. Χρειάζεται, όμως να γίνει προσεκτική διάκριση ανάμεσα σε γεγονότα και αξιολογικές κρίσεις, για τις αξιολογικές κρίσεις η απαίτηση για απόδειξη της ακριβείας τους δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί και υπονομεύει την ίδια την ελευθερία της γνώμης, θεμελιώδες στοιχείο του δικαιώματος που προστατεύεται από το άρθρο 10 της Σύμβασης (Απόφαση Lingens της 8ης Ιουλίου 1986 Σειρά Α` αρ. 103 σελ. 28 παρ. 46 σε όπ. παρ. σελ. 449). ΄Αλλωστε, ο ρόλος του τύπου, ως προστάτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι ζωτικός στην λειτουργία της δημοκρατίας.

Με την από  26-05-2014 (γεν.αριθμ.καταθ……./2014) αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ε.τ. και πρώην Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στρεφόμενος κατά : 1) Του εδρεύοντος στην Αθήνα ν.π.ι.δ.με την επωνυμία «………….», 2) Του …………, συνεκδότη και υπεύθυνου κατά το νόμο του νομικού περιοδικού με το διακριτικό τίτλο «…………» Προέδρου δε του «…………» και 3) Της ………., διευθύντριας σύνταξης του πιο πάνω περιοδικού, και ήδη εφεσίβλητων, εξέθεσε τα ακόλουθα:  Ότι ευρισκόμενος στο γραφείο του δικηγόρου του στον Πειραιά στις 28-10-2010,πληροφορήθηκε από αυτόν ότι στο  υπ΄αριθμ. ….  τεύχος του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους …. του νομικού περιοδικού «…………….», ιδιοκτησίας του πρώτου εναγομένου, του οποίου εκδότης είναι ο δεύτερος εναγόμενος και διευθύντρια σύνταξης η τρίτη εναγόμενη, και δη στην πρόσθια σελίδα του εξωφύλλου του, στην επόμενη (2η) σελίδα του εξωφύλλου και στις επόμενες δύο σελίδες του, που φέρουν αριθμούς σελιδομέτρησης 243 και 244, δημοσιεύονται αποσπάσματα της υπ’ αριθμό 7/2008 απόφασης της πλήρους ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κατά τρόπο ελλιπή, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι συναλλακτικές υποχρεώσεις του τύπου και δη : α) η υποχρέωση σεβασμού της προσωπικότητας του προσώπου, β) η υποχρέωση του καθήκοντος αλήθειας, γ) η υποχρέωση σεβασμού των απόψεων, δ) η υποχρέωση σεβασμού προς το τεκμήριο αθωότητας, ε) η τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το καθήκον διαμορφώσεως της κοινής γνώμης, τα οποία περιέχουν παραπλανητικά και συνεπώς συκοφαντικά εις βάρος του γεγονότα, που θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, οι δε δεύτερος και τρίτη των εναγόμενων, τελούσαν σε γνώση της παραπλάνησης αυτών και προέβησαν στη δημοσίευση αυτή με προφανή σκοπό να πλήξουν την τιμή και την υπόληψή του και ότι εξαιτίας της παραπάνω αδικοπρακτικής σε βάρος του συμπεριφοράς των εναγομένων προσβλήθηκε παράνομα και υπαίτια η προσωπικότητά του και  υπέστη ηθική βλάβη.

Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων , επικαλούμενος  την ευθύνη των εναγομένων από την αδικοπραξία που τέλεσαν σε βάρος του κατά τα αναφερόμενα ως ανωτέρω στην αγωγή του, ζήτησε μ΄αυτήν (αγωγή), όπως νομότυπα περιόρισε το αγωγικό αίτημα (από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, κατ΄άρθρ. 223, 294 εδαφ.α΄ και 295 παρ.1 εδαφ.β΄ του ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 31.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί ως προς την αμέσως ως άνω διάταξη προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί κατά των δευτέρου και τρίτης των εναγόμενων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης  της εκδοθησομένης απόφασης (εκτός αν δηλώσουν ακίνητα περιουσιακά τους στοιχεία, όπου μπορεί να γίνει εκτέλεση ή αν του παράσχουν ασφάλεια), να διαταχθεί η καταχώριση περίληψης της εκδοθησομένης απόφασης στην ίδιο νομικό περιοδικό και στην ίδια θέση που είχε καταχωρηθεί το επίδικο δημοσίευμα εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση της τελεσίδικης απόφασης, η οποία θα περιέχει : α) τον αριθμό και τη χρονολογία δημοσίευσης της απόφασης, β) το δικαστήριο που την εξέδωσε, γ) το ονοματεπώνυμο του θιγέντος από το επιλήψιμο δημοσίευμα, δ) τις φράσεις που κρίθηκαν εξυβριστικές, με επαρκή αναφορά στην αφορμή του δημοσιεύματος και ε) το τεύχος (υπ΄αριθμ…..) και την ημερομηνία (Σεπτέμβριος …..) δημοσίευσής του, με την απειλή χρηματικής ποινής ποσού δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, και προσωπικής κράτησης διάρκειας δύο (2)  μηνών κατά του νόμιμου εκπροσώπου του πρώτου εναγομένου για κάθε ημέρα καθυστέρησης δημοσίευσης της ως άνω περίληψης, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παραλείπουν στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητάς του (του ενάγοντος) με την απειλή χρηματικής ποινής ποσού δύο χιλιάδων (2.000,00)  ευρώ για καθένα από αυτούς  και προσωπικής κράτησης διάρκειας δύο (2) μηνών  κατά του νομίμου εκπροσώπου του πρώτου εναγομένου και των δεύτερου και τρίτης των εναγομένων για κάθε παραβίαση και τέλος να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα εν γένει δικαστικά του έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία, αφού απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα :α) τα αιτήματα περί άρσεως της προσβολής και παραλείψεως αυτής στο μέλλον, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν επικαλείται, αφενός μεν υφιστάμενη κατά το χρόνο έγερσης και συζήτησης της υπό κρίση αγωγής πράξη προσβολής της προσωπικότητάς του, αφετέρου δε τα πραγματικά εκείνα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη βάσιμης απειλής και πραγματικού κινδύνου επαναλήψεως της γενόμενης από τους εναγομένους προσβολής, στοιχεία αναγκαία για τη θεμελίωση των εκ του άρθρου 57 παρ.1 εδαφ.α΄ του ΑΚ αξιώσεων, β) το αίτημα να υποχρεωθεί το πρώτο εναγόμενο στη δημοσίευση της περίληψης της απόφασης που θα εκδοθεί στο εν λόγω περιοδικό μέσω του οποίου συντελέστηκε η προσβολή της προσωπικότητάς του, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε βάρος του νόμιμου εκπροσώπου του πρώτου εναγομένου για κάθε ημέρα καθυστέρησης δημοσίευσης της απόφασης, το οποίο (αίτημα) διότι σύμφωνα με το άρθρο μόνο παρ.6 του ν.1178/ 1981 η ανωτέρω καταχώριση διατάσσεται μόνο σε περίπτωση καταψηφιστικής απόφασης, και επιπλέον διότι η αγωγή δεν στρέφεται και κατά του νομίμου εκπροσώπου του πρώτου εναγομένου, ο οποίος δεν κατονομάζεται  και γ) τα αιτήματα να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να απαγγελθεί κατά των δεύτερου και τρίτης των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης, τα οποία (αιτήματα) μετά τον περιορισμό του κύριου αγωγικού αιτήματος (από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό) απορριπτέα τυγχάνουν ως μη νόμιμα, διότι δεν υπάρχει στάδιο εκτέλεσης για τις αναγνωριστικές διατάξεις των αποφάσεων, κατόπιν απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή και καταδικάστηκε ο ενάγων στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών – ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα του ενάγοντος, ………… η οποία εξετάσθηκε ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, (οι εναγόμενοι δεν εξέτασαν μάρτυρες), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις τυχον ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Ο ενάγων, ανώτατος δικαστικός λειτουργός, είχε αρχικά την ιδιότητα του Αρεοπαγίτη και εν συνεχεία, από 22/12/2003, αυτή του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου. Από τον Ιούνιο του έτους 2005 διετέλεσε Πρόεδρος του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του κατηγορήθηκε το έτος 2005, για τις πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της μη υποβολής ετήσιας δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, κατά το άρθρο 27 παρ.1 περ, 1 β’ του Ν. 2429/1996. Ειδικότερα, κατηγορήθηκε ότι ασκούσε πιέσεις σε δικαστικούς λειτουργούς, προκειμένου αυτοί να χειριστούν ευνοϊκά υποθέσεις του ………. και των αδελφών ………. και ότι οι πιέσεις αυτές, όσον αφορά μεν την υπόθεση του ……….., είχαν σχέση με το αίτημα του τελευταίου για αντικατάσταση της προσωρινής του κράτησης με περιοριστικούς όρους, όσον αφορά δε την υπόθεση των αδελφών …….., είχαν σχέση με την διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα ως προς την επιβολή σε βάρος τους προσωρινής κράτησης. Σε βάρος του ενάγοντος ασκήθηκε ποινική και πειθαρχική δίωξη, έναυσμα των οποίων αποτέλεσε η κατάθεση του  ……….., ο οποίος, στο πλαίσιο διερεύνησης καταγγελιών για τέλεση αδικημάτων από δικαστικούς λειτουργούς, εμφανίστηκε στις 3-6-2005 ενώπιον του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου …………. και έδωσε κατάθεση σχετικά με ζήτημα που αφορούσε τον ενάγοντα. Ειδικότερα, με την κατάθεσή του αυτή ο ανωτέρω υποστήριξε , μεταξύ άλλων, ότι ο ……, του οποίου τις αστικές υποθέσεις χειριζόταν η σύζυγος του ενάγοντος, ………., ως δικηγόρος, σε βάρος του οποίου εκκρεμούσε από τότε ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί από την ανακρίτρια του 16ου τακτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, του τηλεφώνησε και του ζήτησε να εκτελέσει οικοδομικές εργασίες σε άτομο, που, όπως του είπε, ήταν υψηλά ιστάμενο στον Άρειο Πάγο και τον χρειαζόταν (ο ……) για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που είχε με το ένταλμα σύλληψης και προσωρινής κράτησης που εκκρεμούσε εναντίον του. Κατέθεσε, επίσης, ότι το ακίνητο στο οποίο θα εκτελούσε τις εργασίες βρισκόταν στο ……….. Κρήτης και ανήκε στη σύζυγο του ενάγοντος, ότι μέρος των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδομή αγοράστηκαν με χρήματα του . ……, για τον οποίο, τελικά, όπως έμαθε από τον ίδιο, εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα για τις κατηγορίες που του αποδίδονταν. Μετά την κατάθεση αυτή, και στο πλαίσιο της έρευνας που ξεκίνησε σχετικά με τα καταγγελλόμενα, ο ανωτέρω ……….. έδωσε κι άλλες καταθέσεις, ενώ κατέθεσαν και αρκετοί δικαστικοί λειτουργοί, προκειμένου να διερευνηθεί αν είχαν ασκηθεί πιέσεις από τον ενάγοντα. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο συνήλθε για να διερευνήσει τις ως άνω, σε βάρος του ενάγοντος, καταγγελίες, κατέληξε σε κρίση ενοχής του για όλα τα πειθαρχικά αδικήματα που σχετίζονταν με την αποδιδόμενη σ’ αυτόν, κατά τα ανωτέρω, παράβαση καθήκοντος, και του επέβαλε, με την με αριθμό 1/27-1–2006 απόφασή του την ποινή της προσωρινής αργίας. Ειδικότερα, για όσα ενδιαφέρουν την προκειμένη υπόθεση, το ως άνω Συμβούλιο δέχτηκε ότι, ο εναγών είχε ανεπίτρεπτα (πλην όμως ατελέσφορα) παρέμβει στο δικαιοδοτικό έργο δικαστικών λειτουργούν, προκειμένου να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης ο ………… και οι αδερφοί … και …. …, απάντων των οποίων τις αστικές υποθέσεις χειριζόταν η δικηγόρος σύζυγος του (ενάγοντος), και ότι επιπλέον δεν είχε μεριμνήσει, ώστε να αποτραπεί η ανάθεση της επίβλεψης της ανακατασκευής της εξοχικής κατοικίας της τελευταίας, στο … Κρήτης, στον . ……, κατά την περίοδο που εκείνος φυγοδικούσε, προκειμένου να διαφύγει της σύλληψης, καθώς του είχε επιβληθεί προσωρινή κράτηση και είχε εκδοθεί σε βάρος του ένταλμα σύλληψης για κακουργηματικές πράξεις. Το Συμβούλιο δέχθηκε, επίσης, ως αληθές ότι ο εναγών είχε αποδεχθεί την εκ μέρους του . …… και των συνεργατών του προσφορά υπηρεσιών (συγκέντρωση των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν στην οικοδομή της συζύγου του στην έδρα των επιχειρήσεων του τελευταίου στον Πειραιά), και ότι ανέχθηκε την έκδοση τιμολογίων στο όνομα του …… και της εταιρείας του, που αφορούσαν στην αγορά υλικών για την ανακατασκευή της ως άνω οικίας, καθώς και την καταβολή των σχετικών χρηματικών ποσών από αυτόν, συνολικού ύψους 12.850 ευρώ, περίπου. Κατέληξε δε στην κρίση ότι η συμπεριφορά του αυτή είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του και θίγει τόσο το προσωπικό του κύρος, όσο και το κύρος της Δικαιοσύνης και ως εκ τούτου συνιστά το πειθαρχικό αδίκημα της αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς δικαστικού λειτουργού. Επιπλέον, σε βάρος του ενάγοντος ασκήθηκε και ποινική δίωξη, αφενός μεν για παράβαση καθήκοντος, επειδή κατά την αρμόδια εισαγγελική αρχή, παρενέβη στο δικαιοδοτικό έργο άλλων δικαστών, προκειμένου να προσπορίσει όφελος στους  …… και  αδελφούς ……, κατά παράβαση των καθηκόντων του, ως δικαστικού λειτουργού, αφετέρου δε για παράβαση του άρθρου 27 παρ. 1 του Ν, 2429/1996 (που αφορά στην δήλωση «πόθεν έσχες»). Μετά το πέρας της ανάκρισης, η υπόθεση εισήχθη στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που έκρινε (αντίθετα στην εισαγγελική πρόταση) ότι οι παρεμβάσεις αυτές δεν στοιχειοθετούσαν το συγκεκριμένο αδίκημα, διότι επρόκειτο για συμπεριφορά ξένη προς το υπηρεσιακό του έργο και κατά συνέπεια δεν συνιστούσαν αθέτηση υπηρεσιακής υποχρέωσης, αφού δεν ενείχαν άσκηση δημόσιας εξουσίας από μέρους του, δεδομένης και της μη ιεραρχικής εξάρτησης των δικαστικών λειτουργών που χειρίζονταν τις προαναφερθείσες υποθέσεις, από εκείνον. Με την αιτιολογία αυτή, το Συμβούλιο Εφετών, με το με αριθμό 2123/2007 βούλευμά του, έκρινε ότι, δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος του ενάγοντος για τις ανωτέρω αποδιδόμενες σ’ αυτόν πράξεις. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε αναίρεση κατά του κεφαλαίου του ως άνω βουλεύματος, με το οποίο ο ενάγων απηλλάγη της κατηγορίας της παράβασης καθήκοντος. Η υπόθεση εισήχθη προς κρίση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία, συνεδριάζοντας σε συμβούλιο, έκρινε, κατά πλειοψηφία, με το με αριθμό 7/2008 βούλευμά της ότι οι προεκτεθείσες παρεμβάσεις του ενάγοντος δεν συνιστούν αξιόποινη παράβαση καθήκοντος. Έξι μέλη διατύπωσαν αντίθετη άποψη, με την αιτιολογία ότι η παρέμβαση, με οποιονδήποτε τρόπο, στο δικαιοδοτικό έργο του δικαστικού λειτουργού, προς επηρεασμό της κρίσης του υπέρ ενός των διαδίκων μερών έχει ως συνέπεια να τίθεται υπό δοκιμασία η δικαστική ανεξαρτησία και να υπονομεύεται το κύρος, η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης. Ως προς τις κατηγορίες όμως, ότι ο……  είχε αναλάβει το κόστος επισκευής του ακινήτου που ανήκεστη σύζυγο του ενάγοντος και βρισκόταν στο ………. Κρήτης, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, έκρινε, αντίθετα από την εισαγγελική πρόταση, ότι δεν ήταν βάσιμες, καθώς, ενώ πράγματι ορισμένες αγορές υλικών είχαν γίνει από τον πρώτο και έτσι ορισμένα παραστατικά (τιμολόγια) είχαν εκδοθεί στο όνομά του, η σύζυγος του ενάγοντος είχε εξοφλήσει τα ποσά αυτά, καταβάλλοντας εξ ιδίων όλες τις δαπάνες επισκευής της οικίας της. Μετά την δημοσίευση των ως άνω βουλευμάτων, ο ενάγων υπέβαλε αίτημα για επανάληψη της πειθαρχικής δίκης. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο εξέδωσε την με αριθμό 1/2010 απόφαση, με την οποία ανακάλεσε την προηγούμενη, μόνο ως προς το σκέλος που αφορούσε το πειθαρχικό αδίκημα που σχετιζόταν με το ζήτημα της ανακατασκευής της οικίας της συζύγου του ενάγοντος από τον . ……, διατηρώντας σε ισχύ την προηγούμενη απόφασή του για τα λοιπά πειθαρχικά αδικήματα που σχετίζονταν με τις παρεμβάσεις του ενάγοντος στο δικαιοδοτικό έργο άλλων δικαστικών λειτουργών. Από την έναρξη των καταγγελιών σε βάρος του ενάγοντος, το περιεχόμενο της κατάθεσης, τόσο του ……….., όσο και αρκετών δικαστικών λειτουργών, περιήλθε σε γνώση, άγνωστο με ποιο τρόπο, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του τύπου και προκάλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε διάφορα έντυπα, σειρά δημοσιευμάτων, σύμφωνα με τα οποία ο ενάγων εμφανιζόταν ότι επιχειρεί να επηρεάσει και να πιέσει δικαστικούς λειτουργούς, ώστε να πετύχει την έκδοση ευνοϊκών αποφάσεων υπέρ συγκεκριμένων κατηγορουμένων. Για κάποια εκ των εν λόγω δημοσιευμάτων ο ενάγων δικαιώθηκε στα δικαστήρια ασκώντας αγωγές για συκοφαντική δυσφήμιση και προσβολή προσωπικότητας, διότι αρκετά δημοσιεύματα περιείχαν ψεύδη και ανακρίβειες σε βάρος του (όπως το ότι ο ενάγων κατασκεύασε εξοχική κατοικία στο … Ηρακλείου με δαπάνες του ……, και ότι επισκέφθηκε την τότε ανακρίτρια ….. μαζί με τον …… για να την επηρεάσει για υπόθεση του τελευταίου, (βλ. την υπ’αριθμ. 4364/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, και την 8161/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), ότι έκανε διακοπές με χρήματα κατηγορουμένου για σημαντικά ποινικά αδικήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κρήτη μαζί με τη σύζυγο του (βλ, την υπ’αριθμ. 5040/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και 429/2016 Εφετείου Πειραιώς),ότι ο ενάγων προήδρευσε σε δίκη με κατηγορούμενο τον ……….. και τον αθώωσε ερήμην του και ότι εν συνεχεία παραπέμφθηκε σε δίκη και αθωώθηκε (βλ.την υπ’αριθμ, 5227/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), ότι είναι επίορκος (βλ. την υπ’αριθμ. 3127/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Περαιτέρω, με την υπ’αριθμ. 7/2008 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που εκδόθηκε κατόπιν άσκησης αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του υπ’αριθμ. 2123/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: «από το προσβαλλόμενο βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αναφορικώς με τις αποδιδόμενες στους ΧΙ (……….) και Χ2 (. ……) αξιόποινες πράξεις της παραβάσεως καθήκοντος κατά συρροή και κατ’εξακολούθηση, αφενός και της ηθικής σ’αυτή αυτουργίας, αφετέρου, δέχθηκε ότι, από τα αναφερόμενα κατά κατηγορία αποδεικτικά μέσα (ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφα) και απολογίες κατηγορουμένων), προέκυψαν τα ακόλουθα: Από την 1-8-2002, εκκρεμούσαν στην Ανακρίτρια του 16ου Τμήματος Αθηνών (………..) δύο ποινικές δικογραφίες με κατηγορούμενο τον Χ2 (ήδη δεύτερο των άνω κατηγορουμένων) για τρεις κακουργηματικές εκρήξεις, οι οποίες είχαν γίνει από άγνωστα άτομα στις 8 και 20 Ιανουαρίου και στις 15 Ιουλίου 2001 στον περιφραγμένο ακάλυπτο χώρο των εγκαταστάσεων της ανώνυμης εταιρίας ‘……..” (της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο Ψ1 (……….), με συνέπεια να προκληθούν ζημίες στο κτήριο και σε αυτοκίνητα. Μετά την απολογία του, στης 4-12-2002, για τη δεύτερη δικογραφία, ανέκυψε διαφωνία μεταξύ της εν λόγω ανακρίτριας και του εισαγγελέα για την επιβολή προσωρινής κρατήσεως (κατά τη γνώμη του εισαγγελέα) ή περιοριστικών όρων (κατά τη γνώμη της ανακρίτριας), η οποία (διαφωνία) με το 22/15-1- 2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ήρθη υπέρ της γνώμης του εισαγγελέα. Σε εκτέλεση του εν λόγω βουλεύματος, η ίδια ανακρίτρια εξέδωσε σε βάρος του Χ2 το 1/2003 ένταλμα συλλήψεως και το 6/2003 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως, το οποίο παρέμεινε ανεκτέλεστο, λόγω φυγοδικίας του κατηγορουμένου. Στις 9-6-2003 και ενώ είχαν απορριφθεί πολλές προηγούμενες αιτήσεις και προσφυγές του για την άρση ή την αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως με περιοριστικούς όρους, κατέθεσε νέα όμοια αίτηση, η οποία απερρίφθη με διάταξη της ανακρίτριας. Η κατά της εν λόγω διατάξεως ασκηθείσα από 3-7-2003 προσφυγή του εισήχθη με την από 9-7-2003 απορριπτική πρόταση του αρμόδιου εισαγγελέα στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, συγκροτούμενο από τον Πρόεδρο Πλημμελειοδικών …….. και τις Πλημμελειοδίκες …………… Εκκρεμούσης της εκδικάσεως αυτής της προσφυγής στο Συμβούλιο, ο πρώτος των ήδη κατηγορουμένων XI, τότε Αρεοπαγίτης εν ενεργεία, προέβη σε αλλεπάλληλες οχλήσεις στα μέλη του Συμβουλίου, προκειμένου να γίνει δεκτή η προσφυγή. Οι οχλήσεις έγιναν, αφενός μεν, στην εισηγήτρια ……., μέσω του ΓΙ{(……….), βλ. την από 17-6-2005 ένορκη κατάθεση του ενώπιον του Αντεισαγγελέα ΑΠ . …. και την από 6-2-2006 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του Εφέτη Ανακριτή ……….}, γνωστού αυτής συναδέλφου της και γνωστού του Χ2 και του XI, αφετέρου δε στον ………., μέσω του τότε Προέδρου Πρωτοδικών ……….., ο οποίος διατηρούσε φιλικές και οικογενειακές σχέσεις με τον XI. Ειδικότερα, ο ΓΙ τηλεφώνησε στην άνω εισηγήτρια και της είπε κατά λέξη “για κάποια υπόθεση που έχεις χρεωθεί ενδιαφέρεται ο Αρεοπαγίτης XI και θέλει να σε συναντήσει¨. Παρά τη ρητή άρνησή της, εκείνος (ΓΙ) τηλεφώνησε πάλι την επομένη ημέρα και της είπε “η υπόθεση που σου είχα μιλήσει είναι η υπόθεση με τον Χ2 και ο XI ενδιαφέρεται να την προσέξεις”. Η ίδια του συνέστησε να μην την ενοχλήσει άλλη φορά, πλην όμως αυτός (ΓΙ) τηλεφώνησε την επόμενη ημέρα πολλές φορές, χωρίς ωστόσο να λάβει απάντησή της. Κατόπιν τούτου, ο XI επικοινώνησε με τον ………. και του ζήτησε να ενημερώσει τον ………. ότι είναι άδικο αυτό που γίνεται σε βάρος του Χ2, ο οποίος είναι σοβαρά άρρωστος και επιθυμεί να εμφανισθεί στην Ανακρίτρια, αλλά πιστεύει ότι ο αντίδικος του (………..) έχει γνωριμίες στον δικαστικό κλάδο και ότι σίγουρα θα οδηγηθεί στη φυλακή. Σε νέες τηλεφωνικές επικοινωνίες, ο XI ερώτησε τον …… …… αν μεταφέρθηκαν τα ανωτέρω στο Συμβούλιο και εξέφρασε την επιθυμία να συναντήσει τον …… ……, στον οποίο η επιθυμία αυτή μεταφέρθηκε από τον …… …… (προφανώς από τον …… …… εννοεί και από παραδρομή αναγράφεται …… ……) και ο οποίος, έχων υπόψη και όσα του είχε αναφέρει η Εισηγήτρια ……….., είπε ότι θα σκεφθεί το θέμα και θα απαντήσει, χωρίς ωστόσο να το  πράξει. Επηκολούθησαν άλλες δύο τηλεφωνικές επικοινωνίες τους, πλην όμως ο ……… απέφευγε συστηματικώς κάθε συνάντηση με τον XI, κατά την τελευταία δε επικοινωνία, ζήτησε από τον …… …… να “διαμηνύσει” σε εκείνον ότι πρέπει να τους αφήσει ήσυχους να κάνουν τη δουλειά τους, Τελικώς, με το 3171/30-7-2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, απερρίφθη η ανωτέρω προσφυγή, επειδή ο Χ2 δεν είχε υποβληθεί προηγουμένως στη διαταχθείσα προσωρινή κράτηση. Ακολούθως, με το 12/15-1- 2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απερρίφθη η έφεση του πολιτικώς ενάγοντος και εκρίθη ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του Χ2 για τις εκρήξεις. Περαιτέρω, σχετικώς με εκκρεμούσα στον Ανακριτή του 11ου Τμήματος Αθηνών ποινική δικογραφία σε βάρος των αδελφών χα, χβ και χγ (αδελφών ……) για κακουργηματική απάτη, ανέκυψε, μετά την απολογία των δύο τελευταίων (ο πρώτος είχε αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους), διαφωνία για το αν έπρεπε να διαταχθεί η προσωρινή κράτησή τους (κατά τη γνώμη του Εισαγγελέα) ή να επιβληθούν περιοριστικοί όροι (κατά τη γνώμη του Ανακριτή). Η διαφωνία αυτή εισήχθη, με τις από 5-7-2004 προτάσεις του αρμόδιου Εισαγγελέα, στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, του οποίου τα μέλη ……… (Πρόεδρος Πλημμελειοδικών), ……. (πλημμελειοδίκης- εισηγητής) και ………. (πλημμελειοδίκης), κατά τη γενόμενη στις 5-7- 2004 διάσκεψή τους, έκριναν ομοφώνως ότι οι χβ και χγ έπρεπε να κρατηθούν, εν συνεχεία δε, με τα 3289 και 3290/15-7-2004 βουλεύματα αυτού του Συμβουλίου, ήρθη η διαφωνία υπέρ της γνώμης του Εισαγγελέα. Εν τω μεταξύ, αμέσως μετά τη διάσκεψη και πριν από την έκδοση των βουλευμάτων, κατά τη διάρκεια συζητήσεως που είχαν στον 2° όροφο του κτηρίου 6 του Πρωτοδικείου οι Χ2(Εισηγητής επί των άνω υποθέσεων) και ………… (Πρόεδρος Πρωτοδικών), τους πλησίασε ο XI (τότε Αντιπρόεδρος ΑΠ και Πρόεδρος της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων), ο οποίος, μετά την απομάκρυνση του … .., είπε στον …… … “έχεις χρεωθεί στο Συμβούλιο μία υπόθεση με τους αδελφούς χα,χβ,χγ, κοίταξέ την, γιατί αυτοί οι δύο δεν έχουν ενεργό συμμετοχή στην εταιρεία, αλλά ο αδελφός τους, που έχει αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, ήταν αυτός που έκανε κουμάντο και είναι υπεύθυνος για όλα”. Ο ………. ., χωρίς να αναφέρει ότι είχε ήδη γίνει διάσκεψη, του απήντησε ότι θα δει την υπόθεση με προσοχή. Κατά τις βραδυνές ώρες της επομένης ημέρας από την έκδοση των βουλευμάτων, ο XΙ  τηλεφώνησε στην οικία του ………., ο οποίος τον ενημέρωσε για την υπέρ του Εισαγγελέα άρση της διαφωνίας και του είπε ότι ορθώς απεφάσισε το Συμβούλιο γιατί όλα τα στοιχεία εκεί οδηγούσαν, οπότε ο XI απήντησε “δεν είναι έτσι και δεν έχεις διαβάσει καλά τα έγγραφα της δικογραφίας, από τα οποία προκύπτει ότι οι αδελφοί χα,χβ,χγ θα είναι άδικα στη φυλακή, ενώ ο πραγματικά ένοχος είναι ο τρίτος αδελφός που έχει αφεθεί ελεύθερος”. Εν συνεχεία τηλεφώνησε και στον Πρόεδρο του Συμβουλίου ………., στον οποίο είπε “τι βούλευμα είναι αυτό που βγάλατε, πως συμβαίνει ο πιο βεβαρημένος αδελφός να αφήνεται ελεύθερος επειδή κάρφωσε και οι άλλοι δύο, που ουσιαστικά είναι αμέτοχοι, να τους κλείνετε στη φυλακή”. Στην παρατήρηση του ……….., ότι ενήργησαν σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, απήντησε ότι η ανθρώπινη ελευθερία είναι υπεράνω του νόμου και ότι το τηλεφώνημά του γίνεται υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων, την οποία είχε από τον Μάϊο του 2004. Κατόπιν όλων αυτών, το Συμβούλιο Εφετών, κρίναν α) ότι οι ως άνω παρεμβάσεις του XI δεν στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης παραβάσεως καθήκοντος, αφού δεν ενέχουν άσκηση δημόσιας εξουσίας ούτε εκφράζουν βούληση της πολιτείας στις σχέσεις της με τρίτους, μέσω του κατηγορουμένου δικαστικού λειτουργού, ενεργούντος εντός του κύκλου του ανατεθειμένου σ΄ αυτόν έργου, αλλά αποτελούν συμπεριφορά ξένη προς το υπηρεσιακό του έργο, συνιστούν δηλαδή απλώς αθέτηση του υπαλληλικού καθήκοντος του, γεγονός που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 259 ΠΚ, του οποίου δεν συντρέχει εν προκειμένω η προϋπόθεση της ασκήσεως κρατικής εξουσίας εντός του κύκλου των ανατεθειμένων στον κατηγορούμενο δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών και β) ότι, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της αποδιδόμενης στον δεύτερο κατηγορούμενο Χ2 ηθικής αυτουργίας στη σχετιζόμενη με αυτόν ως άνω αξιόποινη πράξη του πρώτου κατηγορουμένου XI, δεν μπορεί, μετά την ειρημένη (υπό α’) κρίση, να γίνει λόγος για τέλεση της ηθικής αυτουργίας, απεφάνθη ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του XI και του Χ2 για τις αξιόποινες πράξεις της παραβάσεως καθήκοντος και της ηθικής σ’αυτή αυτουργίας, αντιστοίχως. Με την εκτεθείσα κρίση του, το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) πρόταση αυτού του συλλογισμού. Ειδικότερα, οι, κατά τον αναφερόμενο στο βούλευμα τρόπο, γενόμενες ως άνω παρεμβάσεις του XI, ανεξαρτήτως του αν συνθέτουν ή όχι την υπόσταση κάποιου πειθαρχικού παραπτώματος, ωστόσο δεν συνιστούν αξιόποινη παράβαση καθήκοντος. Και τούτο, διότι αυτές (παρεμβάσεις), με βάση τις πραγματικές διαπιστώσεις του Συμβουλίου Εφετών, δεν έγιναν κατά την άσκηση του προβλεπόμενου στο άρθρο 19 παρ, 2 του ν. 1756/1988 υπηρεσιακού έργου της εποπτείας  (η σχετική αρμοδιότητα άλλωστε ανήκει στα αναφερόμενα στο άρθρο 19 παρ. 1 του ίδιου νόμου πρόσωπα), αλλ’ ούτε και συνδέονται με κάποια άλλη συγκεκριμένη υπηρεσιακή δραστηριότητα του XI στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σ’αυτόν υπηρεσιακών καθηκόντων. Ως προς τις 509/1997 και 13/2001 εγκυκλίους του Προέδρου του Αρείου Πάγου, περί του αθεμίτου κάθε επεμβάσεως στο δικαιοδοτικό έργο του δικαστή, ισχύουν όσα αναφέρονται πιο πάνω για τη ρύθμιση του άρθρου 19 παρ. 3 του ν. 1756/1988, αφού, με τις εν λόγω εγκυκλίους, επεκτείνεται η ρύθμιση αυτή σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων. Επομένως, ο εκ του άρθρου 484παρ. 1 περ. β’ ΚΠοινΔ απορρέων πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως. με τον οποίο καταλογίζεται στο Συμβούλιο Εφετών η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 259ΠΚ, είναι αβάσιμος».

Ωστόσο, η εν λόγω απόφαση της ολομέλειας του ΑΠ λήφθηκε κατά πλειοψηφία, διότι «Έξι (6) μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι οι Αντιπρόεδροι Αρείου Πάγου ……….. και οι Αρεοπαγίτες …………. έχουν σε σχέση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, την εξής γνώμη: Με τη διάταξη του άρθρου 259 ΑΚ, ορίζονται τα ακόλουθα: “Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη”. Για τη συγκρότηση του ανωτέρω εγκλήματος, υποκείμενο του οποίου δύναται να είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α’ του ΠΚ, απαιτούνται: α) πρόθεση του δράστη, δηλαδή δόλος που περιέχει τη θέληση παράβασης των καθηκόντων της υπηρεσίας, β) παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας του δηλαδή των καθηκόντων που ανατίθενται στον υπάλληλο, ως όργανο του κράτους, επιβάλλονται σ’ αυτόν από το νόμο ή καθορίζονται με διοικητική πράξη ή απορρέουν από ιδιαίτερες οδηγίες των προϊσταμένων του ή ενυπάρχουν στη φύση της υπηρεσίας του και αναφέρονται στην έκφραση από τον υπάλληλο της θελήσεως της πολιτείας και στην άσκηση της κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της έναντι  των τρίτων και όχι απλώς η παράβαση των υποχρεώσεων που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ. και γ) σκοπός να προσπορίσει στον εαυτό του ή τρίτον παράνομη υλική και ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή άλλον, αρκεί δε η επιδίωξη του σκοπού αυτού, χωρίς να απαιτείται και επίτευξή του (Ολ ΑΠ 262/1961). Κρίσιμο, λοιπόν, στοιχείο δεν είναι ο γενικός ή ειδικός χαρακτήρας των καθηκόντων που παραβιάζονται, ούτε, πολύ περισσότερο, η πηγή προέλευσής τους, αλλά η ύπαρξη συγκεκριμένης υπηρεσιακής ενέργειας τελούμενης κατά παράβαση των καθηκόντων, από την οποία απειλείται in concreto η πρόκληση βλάβης σε κάποια συγκεκριμένα κρατικά ή ατομικά έννομα αγαθά και συμφέροντα ή ο προσπορισμός παράνομου οφέλους στον υπάλληλο ή σε άλλον.

Περαιτέρω, για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 259 και 13 περιπτ. α” του ΠΚ, υπάλληλοι θεωρούνται και οι δικαστικοί λειτουργοί, ως άμεσα όργανα του κράτους, στη φύση του λειτουργήματος των οποίων, ως αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας και αποστολής των, ενυπάρχει η αρχή της αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας, η εφαρμογή της οποίας δεν συνιστά ένα απλό υπαλληλικό καθήκον, αλλά ένα υπέρτατο υπηρεσιακό καθήκον, που επιβάλλει στο δικαστικό λειτουργό να απέχει ακόμη και της εξώδικης έκφρασης γνώμης, όταν αυτή μπορεί να συναρτηθεί με συγκεκριμένη υπόθεση, Η ύπαρξη αντικειμενικού και αμερόληπτου δικαστή αποτελεί έκφραση της γενικότερης αρχής του κράτους δικαίου, αλλά και της αρχής της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που απορρέουν από το Σύνταγμα. Είναι εκ τούτου προφανές ότι το καθήκον αυτό λειτουργεί τόσο στην περίπτωση που ο ίδιος ο δικαστικός λειτουργός χειρίζεται μία υπόθεση, όσο και στην περίπτωση που άλλος δικαστικός λειτουργός χειρίζεται υπόθεση και ο πρώτος παρεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο, προκειμένου να επιτύχει έκβαση της υποθέσεως υπέρ του ενός διαδίκων. Με άλλους λόγους, το ενυπάρχον στη φύση του δικαστικού λειτουργού καθήκον της αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας αποκλείει στο δικαστικό λειτουργό την υπό οποιαδήποτε μορφή παρέμβαση ή υπόδειξη σε άλλο δικαστικό λειτουργό, προκειμένου να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη. Τα ανωτέρω ισχύουν προεχόντως στις περιπτώσεις που οι παρεμβάσεις ή υποδείξεις, υπό τη μορφή παρασκηνιακών ενεργειών, γίνονται από ιεραρχικά ανώτερο κατά βαθμό δικαστικό λειτουργό προς κατώτερο δικαστικό λειτουργό, δεν είναι δε αναγκαίο, ο ιεραρχικά κατώτερος δικαστικός λειτουργός να υπηρετεί στην περιφέρεια που υπηρετεί ο ιεραρχικά ανώτερος δικαστικός λειτουργός.

Τούτο, άλλωστε, προκύπτει και από το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 3 του κ.ν. 1756/1988, όπως ισχύει, με την οποία ορίζεται ότι “οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη και συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα”. Το εύρος της διατάξεως αυτής εκτείνεται πέραν των προσώπων, τα οποία, κατά την παρ. 1 του αυτού άρθρου, ασκούν εποπτεία, η οποία, κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, συνίσταται στην επίβλεψη και έκδοση γενικών οδηγιών, ενόψει της χρήσεως, εκτός της λέξεως “οδηγία’ και των λέξεων “σύσταση” ή “υπόδειξη”. Και τούτο, διότι σκοπός θεσπίσεως της διατάξεως αυτής είναι να αποτρέπεται ο επηρεασμός της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας των κατώτερων δικαστικών λειτουργών κατά τον χειρισμό συγκεκριμένης ή συγκεκριμένων υποθέσεων. Ο επηρεασμός, όμως, αυτός δύναται να γίνει από τις “συστάσεις και υποδείξεις” οποιουδήποτε ανώτερου δικαστικού λειτουργού προς κατώτερο, προεχόντως δε οποιουδήποτε ανώτατου δικαστικού λειτουργού προς κατωτέρους και όχι μόνον από τους ασκούντες, σύμφωνα με την παρ. 1 του ρηθέντος άρθρου, εποπτεία, Η διάταξη ακριβώς αυτή της παρ, 3 του άρθρου 19, με την οποία οριοθετούνται τα καθήκοντα των δικαστικών λειτουργών και ιδία των ανωτάτων, προκειμένου να διασφαλίζεται η αμεροληψία και αντικειμενικότητα της κρίσεως κατά τον χειρισμό υποθέσεων, αποτελεί συγχρόνως, σε περίπτωση παραβιάσεώς της, το θεμέλιο τελέσεως και του υπό του άρθρου 259 Π,Κ. προβλεπόμενου και τιμωρούμενου ποινικού αδικήματος της παραβάσεως καθήκοντος. Και, ναι μεν, δεν παραπέμπει ρητώς η παρ, 3 του άρθρου 19 κ.ν. 1756/1988 στο άρθρο 259 ΠΚ, αφού, με το νόμο αυτό, ρυθμίστηκαν τα θέματα τα οποία ήταν αντικείμενο της ρυθμίσεώς του, μεταξύ των οποίων και τα αφορώντα στην τέλεση πειθαρχικών αδικημάτων από τους δικαστικούς λειτουργούς, αλλ’ ουδέν αποκλείει ή απαγορεύει η παραβίαση μιας διατάξεως να συνιστά πειθαρχικό αδίκημα για έναν υπάλληλο ή λειτουργό και συγχρόνως το θεμέλιο τελέσεως ποινικού αδικήματος και ιδία αυτού της ΠΚ 259.

Αναμφιβόλως, λοιπόν, οι συστάσεις ή υποδείξεις από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς προς τους κατωτέρους τους, σε σχέση με συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες υποθέσεις, με σκοπό να παραβιασθεί η αντικειμενικότητα και αμεροληψία αυτών και να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη συνιστούν οπωσδήποτε αθέτηση υπηρεσιακής υποχρεώσεως, εμπίπτουν στο κύκλο των καθηκόντων των ως δικαστικών λειτουργών και δεν είναι ξένες με την άσκηση δημόσιας εκ μέρους των εξουσίας σε σχέση προς συγκεκριμένες υποθέσεις, εντεύθεν δε, δεν συνιστούν αθέτηση απλού υπαλληλικού καθήκοντος, το οποίο έχει σχέση με την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας κλπ, η ύπαρξη του οποίου δεν είναι νοητή με την έννοια και την αποστολή του δικαστικού λειτουργού. Εκ πάντων, λοιπόν, των ανωτέρω, παρέπεται ότι η, κατά παράβαση των ρηθέντων καθηκόντων, τα οποία ενυπάρχουν στη φύση του λειτουργήματος του δικαστικού λειτουργού, παρέμβαση, με οποιονδήποτε τρόπο, στο δίκαιο δοτικό έργο του δικαστικού λειτουργού, προς επηρεασμό της κρίσης του υπέρ του ενός των διαδίκων μερών, από ανώτατους ιδία δικαστικούς λειτουργούς, που έχουν ταχθεί, όπως, άλλωστε και όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί, ως όργανα του κράτους, να υπηρετούν την πολιτεία και τους πολίτες με χρηστότητα και καθαρότητα, με την επίδειξη άμεμπτου δικαστικού ήθους, και να υλοποιούν τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή του κράτους δικαίου, με σκοπό να προσπορίσουν στους ίδιους ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια, όπως είναι η μεροληπτική και ευνοϊκή μεταχείριση ενός διαδίκου, περαιτέρω συνέπεια των οποίων είναι να τίθεται υπό δοκιμασία η δικαστική ανεξαρτησία και να υπονομεύεται το κύρος, η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, στοιχειοθετεί πλήρως, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, το υπό του άρθρου 259 ΠΚ  προβλεπόμενο και τιμωρούμενο έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος. Στην προκείμενη περίπτωση, το προσβαλλόμενο απαλλακτικό βούλευμα δέχθηκε τα προαναφερόμενα (των οποίων παρέλκει η επανάληψη) σε σχέση με τα εγκλήματα της παραβάσεως καθήκοντος κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση και ηθικής σ’αυτό αυτουργίας, για τα οποία κατηγορούνται ο XI και ο Χ2. Με τις παραδοχές, όμως, αυτές και τα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη εκτιθέμενα, το προσβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε την ΠΚ 259. Τούτο, διότι οι συστάσεις ή υποδείξεις και γενικότερα οι παρεμβάσεις (αμέσως ή εμμέσως) από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς προς τους κατωτέρους του, σε σχέση προς συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες υποθέσεις με σκοπό να παραβιασθεί η αμεροληψία ή αντικειμενικότητα τους και να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη ή ένας κατηγορούμενος δεν συνιστούν αθέτηση και παραβίαση ενός απλού υπαλληλικού καθήκοντος, το οποίο έχει σχέση με την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας κλπ και του οποίου, άλλωστε, η ύπαρξη δεν είναι νοητή και συμβατή με την έννοια του καθήκοντος και την αποστολή των δικαστικών λειτουργών. Συνιστούν αναμφιβόλως αθέτηση υπηρεσιακής υποχρεώσεως, απορρέουσας από την ενυπάρχουσα στη φύση του λειτουργήματος των δικαστικών λειτουργών, ως αναπόσπαστο μέρος αυτού, αρχή της αμεροληψίας αντικειμενικότητας και ουδετερότητας και ειδικότερα συνιστούν “αντιϋπηρεσιακές” ενέργειες που λειτουργούν ως μέσο για να προσπορισθεί παράνομο όφελος σ” ένα από τα διάδικα μέρη ή σ΄έναν κατηγορούμενο και να προκληθεί αντίστοιχη βλάβη στα έννομα συμφέροντα άλλων, αντιδίκων ή μη των ανωτέρω. Εντεύθεν και ενόψει και του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι της αλλοιώσεως της αμερόληπτης και αντικειμενικής κρίσεως και της προσπορίσεως παράνομου οφέλους σ’ ένα από τα διάδικα μέρη ή σε κατηγορούμενο, με αντίστοιχη βλάβη άλλων, σε σχέση προς συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες υποθέσεις οι “αντιϋπηρεσιακές” αυτές ενέργειες, ευρίσκονται εντός του κύκλου των καθηκόντων τους ως δικαστικών λειτουργών και σχετίζονται με την ασκούμενη εκ μέρους τους δημόσια εξουσία. Συνεπώς, δεν είναι ορθές οι περί του αντιθέτου παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Ούτε, όμως, περαιτέρω, είναι ορθή η παραδοχή του, ότι δεν υφίστατο ιεραρχική εξάρτηση μεταξύ του κατηγορουμένου αρεοπαγίτη και στη συνέχεια αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου XI και των κατωτέρων του δικαστικών λειτουργών, στους οποίους έκανε τις παρασκηνιακές, μεθοδευμένες με δόλο, παρεμβάσεις (υποδείξεις – συστάσεις) καθόσον: 1) το μη νόμιμο της παρεμβάσεως (που θεμελιώνει και την παράβαση καθήκοντος) δεν συναρτάται με την ιεραρχική εξάρτηση εκείνου προς τον οποίο γίνεται η “παρέμβαση” από τον “παρεμβαίνοντα”, ούτε, ακόμη, με την αρμοδιότητα ή μη του παρεμβαίνοντος, αλλά με την ύπαρξη καθήκοντος και υποχρεώσεως, που απαγορεύει και αποκλείει τις παρεμβάσεις (συστάσεις ή υποδείξεις),ανεξαρτήτως του εάν υφίσταται ιεραρχική εξάρτηση και αρμοδιότητα για την παρέμβαση και εάν ο παρεμβαίνων και εκείνος προς τον οποίο γίνεται η παρέμβαση υπηρετούν στην ίδια δικαστική περιφέρεια και 2) Ούτως  ή άλλως, μεταξύ των μελών του Ακυρωτικού και των λοιπών δικαστικών λειτουργών, υφίσταται μία ιδιότυπη ή ιδιόμορφη, λόγω της φύσης του δικαστικού λειτουργήματος, ιεραρχική εξάρτηση. Είναι δε διάφορο το θέμα του ποιος δύναται με βάση το άρθρο 19 παρ. 1 και 2ν. 1756/1988, όπως ισχύει, να δίδει γενικές οδηγίες προς τους δικαστικούς λειτουργούς. Επομένως, ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. β΄ ΚΠοινΔ απορρέων πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο καταλογίζεται στο Συμβούλιο ’ Εφετών η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 259ΠΚ είναι βάσιμος και έπρεπε να γίνει δεκτός».

Περαιτέρω, στο τεύχος .. /I -9-2010 του νομικού περιοδικού «……..» που εκδίδει ο πρώτος εναγόμενος «………..», ως ιδιοκτήτης του περιοδικού, του οποίου συνεκδότης είναι ο δεύτερος εναγόμενος …… και Διευθύντρια σύνταξης η τρίτη εναγομένη, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από την προαναφερόμενη απόφαση της ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, και δη στο εξώφυλλο του περιοδικού αναγράφεται ο τίτλος «Υποδειγματική συμπεριφορά δικαστών». «ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΑΣ» ΕΙΝΑΙ Η ΣΘΕΝΑΡΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΙΣ ΑΣΦΥΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΟΤΕ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ ΚΑΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ, ΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Από κάτω ακριβώς ακολουθεί εντός πλαισίου το θέμα του συνεδρίου που είχε πραγματοποιηθεί με τη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Εφετείου Αθηνών το 2001 με θέμα «Καταπολέμηση της Διαφθοράς των Κρατικών Λειτουργών και Υπαλλήλων» Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2001, και εντός αυτού  αναφέρεται «Πρωτοστατούν οι Έλληνες δικαστές στην  καταπολέμηση της διαφθοράς Κρατικών Λειτουργών και υπαλλήλων, με το συνέδριο τους που πραγματοποιήθηκε το 1999 από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή». Και από κάτω αναγράφεται «Υποδειγματική πραγματικά είναι η απάντηση των δικαστών στις επανειλημμένες παρεμβάσεις στο δικαιοδοτικό τους έργο του τότε Αρεοπαγίτη και μετέπειτα Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, ως και προέδρου του συλλογικού οργάνου τους. Τα ονόματά τους αναφέρονται μόνο στο ιστορικό που εκτίθεται στην απόφαση τους μέρος του οποίου (ιστορικού) δημοσιεύουμε στις επόμενες σελίδες. Δεν αναφέρεται το ονοματεπώνυμο του τότε Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, αλλά μόνο με τα στοιχεία XI. Αναφέρεται όμως η πρόσθετη ιδιότητά του ως προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, που είχε τότε. Έτσι γίνεται γνωστό και το ονοματεπώνυμο του.». Στην πίσω σελίδα υπό τον τίτλο «διάγραμμα περιεχομένων» και κάτω από τον τίτλο «ΕΠΙΚΑΙΡΑ – ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ» αναγράφεται 1 .Η υποχθόνια παρέμβαση στο δικαιοδοτικό τους έργο παρακωλύει τους δικαστές να το εκτελέσουν ευσυνειδήτως. Ακόμα παραβιάζει το επιβαλλόμενο στους δικαστές υπηρεσιακό καθήκον να κρίνουν με αμεροληψία, με αντικειμενικότητα και με ουδετερότητα, αλλά και καταλύει τις αρχές του κράτους δικαίου, ως και της αρχής της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης (ΑΠ 7/2008 Ποιν.Ολομ.) και 2.Το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της Δικαιοσύνης από ανεξάρτητους και αμερόληπτους δικαστές προβλέπεται από το Σύνταγμα και από τη Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (άρθρο 87 παρ 1 Συντάγματος και άρθρο 6 Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.). Ακολούθως, στην επόμενη σελίδα του περιοδικού μετά το εξώφυλλο, με αριθμό σελίδας 243, επαναλαμβάνει όσα αναφέρονται στο διάγραμμα περιεχομένων ήτοι κάτω από τον τίτλο «ΕΠΙΚΑΙΡΑ -ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ» αναγράφεται«1.Η ΥΠΟΧΘΟΝΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΟ ΤΟΥΣ ΕΡΓΟ ΠΑΡΑΚΩΛΥΕΙ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΝΑ ΤΟ ΕΚΤΕΛΕΣΟΥΝ ΕΥΣΥΝΕΙΔΗΤΩΣ, Ακόμα παραβιάζει το επιβαλλόμενο στους δικαστές υπηρεσιακό καθήκον να κρίνουν με αμεροληψία, με αντικειμενικότητα και με ουδετερότητα, αλλά και καταλύει τις αρχές του κράτους δικαίου, ως και της αρχής της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης». Και αμέσως παρακάτω παρατίθενται αποσπάσματα της απόφασης ΑΠ 7/2008 Ποιν.Ολομ. και ειδικότερα απόσπασμα από τη νομική σκέψη της μειοψηφίας, όπως ανωτέρω παρατέθηκε και δη το εξής απόσπασμα : «Η ύπαρξη αντικειμενικού και αμερόληπτου δικαστή αποτελεί έκφραση της γενικότερης αρχής του κράτους δικαίου, αλλά και της αρχής της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που απορρέουν από το Σύνταγμα. Είναι εκ τούτου προφανές ότι το καθήκον αυτό λειτουργεί τόσο στην περίπτωση που ο ίδιος ο δικαστικός λειτουργός χειρίζεται μία υπόθεση, όσο και στην περίπτωση που άλλος δικαστικός λειτουργός χειρίζεται υπόθεση και ο πρώτος παρεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο, προκειμένου να επιτύχει έκβαση της υποθέσεως υπέρ του ενός διαδίκων.

Με άλλους λόγους, το ενυπάρχον στη φύση του δικαστικού λειτουργού καθήκον της αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας αποκλείει στο δικαστικό λειτουργό την υπό οποιαδήποτε μορφή παρέμβαση ή υπόδειξη σε άλλο δικαστικό λειτουργό, προκειμένου να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη. Τα ανωτέρω ισχύουν προεχόντως στις περιπτώσεις που οι παρεμβάσεις ή υποδείξεις, υπό τη μορφή παρασκηνιακών ενεργειών, γίνονται από ιεραρχικά ανώτερο κατά βαθμό δικαστικό λειτουργό προς κατώτερο δικαστικό λειτουργό, δεν είναι δε αναγκαίο, ο ιεραρχικά κατώτερος δικαστικός λειτουργός να υπηρετεί στην περιφέρεια που υπηρετεί ο ιεραρχικά ανώτερος δικαστικός λειτουργός. Τούτο, άλλωστε, προκύπτει και από το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 3 του κ.ν.1756/1988, όπως ισχύει, με την οποία ορίζεται ότι “οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη και συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα”. Το εύρος της διατάξεως αυτής εκτείνεται πέραν των προσώπων, τα οποία, κατά την παρ. 1 του αυτού άρθρου, ασκούν εποπτεία, η οποία, κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, συνίσταται στην επίβλεψη και έκδοση γενικών οδηγιών, ενόψει της χρήσεως, εκτός της λήξεως “οδηγία” και των λέξεων “σύσταση” ή “υπόδειξη”. Και τούτο, διότι σκοπός θεσπίσεως της διατάξεως αυτής είναι να αποτρέπεται ο επηρεασμός της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας των κατώτερων δικαστικών λειτουργών κατά τον χειρισμό συγκεκριμένης ή συγκεκριμένων υποθέσεων. Ο επηρεασμός, όμως, αυτός δύναται να γίνει από τις “συστάσεις και υποδείξεις” οποιουδήποτε ανώτερου-’δικαστικού λειτουργού προς κατώτερο, προεχόντως δε οποιουδήποτε ανώτατου δικαστικού λειτουργού προς κατωτέρους και όχι μόνον από τους ασκούντες, σύμφωνα με την παρ. 1 του ρηθέντος άρθρου, εποπτεία» καθώς και απόσπασμα από το αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση της υπόθεσης, τα οποία εκτίθενται και στην επόμενη σελίδα του περιοδικού με αριθμό 244, ενώ στο κάτω μέρος της ίδιας σελίδας παρατίθεται άρθρο με τίτλο «Το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της Δικαιοσύνης από ανεξάρτητους και αμερόληπτους δικαστές προβλέπεται από το Σύνταγμα και από τη Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (άρθρο 87 παρ 1 του  Συντάγματος και άρθρο 6 Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών». Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι από την ως άνω δημοσίευση των αποσπασμάτων της εν λόγω δικαστικής απόφασης θίγεται η τιμή και η υπόληψή του και προσβάλλεται η προσωπικότητά του, αφενός διότι η καταχώριση είναι ελλιπής και παραλήφθηκε το διατακτικό του βουλεύματος, με το οποίο απαλλάχθηκε των κατηγοριών, διότι κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι δεν στοιχειοθετούνταν οι αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονταν, ενώ και οι εναγόμενοι δεν δέχθηκαν να δημοσιεύσουν την απάντηση που τους έστειλε με τη δική του θέση για τις κατηγορίες αυτές. Ωστόσο, η εν λόγω απόφαση, για το συγκεκριμένο περιοδικό, δεν ήταν ενδιαφέρουσα τόσο για το διατακτικό της, που αφορούσε το νομικό ζήτημα τι συνιστά παράβαση καθήκοντος με την έννοια του άρθρου 259 ΠΚ, αλλά κυρίως για το σκεπτικό της -ουσιαστικό μέρος της, δεδομένου ότι αφορούσε συμπεριφορά εν ενεργεία ανώτατου δικαστικού λειτουργού με θεσμική θέση, ο οποίος αποδεδειγμένα παρενέβη στο δικαιοδοτικό έργο συναδέλφων του ιεραρχικά κατώτερων, προκειμένου να ευνοηθούν συγκεκριμένα πρόσωπα σε ποινικές υποθέσεις τους, των οποίων τις αστικές υποθέσεις χειριζόταν ως δικηγόρος η σύζυγος του …….., κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, πράξεις για τις οποίες τιμωρήθηκε πειθαρχικά κατά τα προαναφερόμενα, αφού το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο δέχθηκε ότι οι καταγγελίες σε βάρος του για παρεμβάσεις σε δικαστές ήταν αληθείς και τελέστηκαν από αυτόν, γι’αυτό και με την υπ’αριθμ.1/2010 απόφασή του απέρριψε το αίτημα του ενάγοντος για επανάληψη της πειθαρχικής δίκης κατά το σκέλος αυτό, διότι έκρινε ότι με το απαλλακτικό βούλευμα 2123/2007 του Συμβουλίου Εφετών, που επικυρώθηκε από την ποινική Ολομέλεια του ΑΠ κατά πλειοψηφία, δεν ανατράπηκε η πραγματική βάση που συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου πειθαρχικού αδικήματος, για το οποίο τιμωρήθηκε με την υπ’αριθμ 1/2006 απόφαση του. Αυτό ενισχύεται και από το υπόλοιπο περιεχόμενο του περιοδικού στην επίμαχες σελίδες, που αναφέρεται στο δικαίωμα χρηστής απονομής της δικαιοσύνης από ανεξάρτητους και αμερόληπτους δικαστές ως προστατευόμενο από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι ο ενάγων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  δεν προσκόμισε την υπ’ άριθμ. 1/2006 απόφαση του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου, και το περιεχόμενο αυτής αντλήθηκε από το λοιπό προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό, και κυρίως τις προσκομιζόμενες πολιτικές αποφάσεις σε άλλες αγωγές του ενάγοντος κατά διαφόρων ΜΜΕ, ενώ προσκόμισε μόνο απόσπασμα από τα πρακτικά της, και όχι το σύνολο των πρακτικών, προκειμένου το ανωτέρω δικαστήριο να έχει να έχει σαφή εικόνα της συνολικής διαδικασίας και όχι μόνο την πλευρά του ενάγοντος, ενώ αποσπασματικά προσκόμισε και το υπ’αριθμ. 2123/2007 βούλευμα (ήτοι μόνο κάποιες σελίδες και το διατακτικό) και όχι αυτό στο σύνολο του. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, όσα αναφέρονται στην επίδικη δικαστική απόφαση της Ολομέλειας, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό των εναγόμενων, δεν είναι ψευδή, αλλά αληθή, ούτε εξάλλου ο ενάγων ισχυρίζεται ότι είναι ψευδή, γι’ αυτό σε καμία περίπτωση δεν συγκροτείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, δεδομένου ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ψευδών γεγονότων, στο μέτρο που αυτά περιλαμβάνονται στην εν λόγω δικαστική απόφαση, το κείμενο της οποίας άλλωστε αποτελεί το δομικό στοιχείο του δημοσιεύματος. Το γεγονός δε, ότι οι εναγόμενοι επέλεξαν τα συγκεκριμένα αποσπάσματα της εν λόγω δικαστικής απόφασης, και όχι ολόκληρη αυτήν ή το διατακτικό της, το οποίο συνίσταται στην απόρριψη της αναίρεσης κατά του απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, είναι δικαίωμά τους με βάση τι αξιολογούν ως σημαντικό και νομικώς και ουσιαστικώς ενδιαφέρον για τους αναγνώστες τους, και εν προκειμένου θέλησαν να εστιάσουν στο ηθικό κομμάτι της υπόθεσης και όχι στο νομικό, χωρίς όμως να αναφέρουν ότι έγινε δεκτή η αναίρεση του απαλλακτικού βουλεύματος, ούτε ότι παραπέμφθηκε για παράβαση καθήκοντος ο ενάγων, οπότε σε καμία περίπτωση δεν παραπλανούν το αναγνωστικό κοινό. Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις η άποψη της μειοψηφίας είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα νομικώς και είναι στην διακριτική ευχέρεια του εκδότη του κάθε νομικού περιοδικού να την αναδείξει, αφού η νομολογία συχνά αλλάζει και για πολλά ζητήματα έχουν εκδοθεί αντίθετες δικαστικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου και έχει μεταβληθεί η νομολογία, ενώ δεν έχουν υποχρέωση να δημοσιεύσουν την απάντηση όποιου θεωρεί ότι θίγεται, όταν αυτή δεν περιορίζεται σε αναφορές στον ίδιο αλλά αναφέρεται και σε τρίτα πρόσωπα, κατά τρόπο που μπορεί να εγείρει ποινικές αξιώσεις τους, όπως εν προκειμένω η απάντηση του ενάγοντος, όπως αυτή συμπεριλαμβάνεται στο κείμενο της αγωγής του, από το περιεχόμενο και το ύφος της οποίας θίγονται πολλά πρόσωπα ονομαστικά. Εξάλλου, και από τη γραμματική διατύπωση του κυρίως κειμένου του δημοσιεύματος δεν παρέχεται υλικό πληροφόρησης για δράση του ενάγοντος- ο οποίος αν και δεν κατονομάζεται φωτογραφίζεται από τις ιδιότητες του κατά τον επίδικο χρόνο- ευρύτερη από αυτή που δέχθηκε η ως άνω δικαστική απόφαση, ούτε εμπλουτίζεται η συμπεριφορά του με άσχετα περιστατικά από τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν κατηγορίες, ενώ οι τυχόν συνειρμοί που αποκομίζει το αναγνωστικό κοινό σχετίζονται με υποκειμενικές κρίσεις του εκάστοτε αναγνώστη συναπτόμενες με το πολιτισμικό του προφίλ (μόρφωση, παραστάσεις, κρίση, αντίληψη ) και σε κάθε περίπτωση (οι τυχόν συνειρμοί) δεν αποτελούν γεγονότα με την έννοια του νόμου, ήτοι περιστατικά του εξωτερικού κόσμου που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι με τον τρόπο που παρουσιάζεται το δημοσίευμα και τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο συντάκτης του, «ασφυκτικές παρεμβάσεις» και «υποχθόνια παρέμβαση» και τη σύνδεση που κάνει της εν λόγω απόφασης της Ολομέλειας του ΑΠ με την καταπολέμηση της διαφθοράς των κρατικών λειτουργών, στο εξώφυλλο του περιοδικού, τον εμφανίζει ως ανέντιμο, διεφθαρμένο και υποχθόνιο, και ότι η δημοσίευση αυτή έγινε από τους εναγόμενους προκειμένου να δυσφημισθεί αυτός και σε κάθε περίπτωση με σκοπό εξύβρισης του. Καταρχήν, πρέπει να επισημανθεί ότι από το εξώφυλλο του περιοδικού, το  λεξιλόγιο και το ύφος του συντάκτη του δημοσιεύματος προκύπτει ότι κυρίως αποσκοπεί να εξάρει το ήθος των δικαστών που δεν υπέκυψαν στις πιέσεις και την προσπάθεια επηρεασμού της δικαιοδοτικής τους κρίσης, προασπίζοντας πρωτίστως το κύρος της δικαιοσύνης και την νομιμότητα, και όχι να προσβάλλει τον ενάγοντα. Οι λέξεις «ασφυκτικές» παρεμβάσεις και «υποχθόνια παρέμβαση» δεν είναι υπερβολικές, ούτε υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο, αλλά περιγράφουν τα γεγονότα όπως αυτά διατυπώνονται στο κείμενο της δικαστικής απόφασης με τρόπο αιχμηρό και καυστικό ίσως, (ήτοι τις επανειλημμένες οχλήσεις του ενάγοντος, είτε αμέσως είτε μέσω τρίτων προς συγκεκριμένους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίες προφανώς δεν έγιναν φανερά και δημόσια), αλλά οπωσδήποτε όχι από πρόθεση να προσβάλλουν τον ενάγοντα, τον οποίο δεν γνώριζαν. Η σύνδεση της υπόθεσης του ενάγοντος με την καταπολέμηση της διαφθοράς των κρατικών Λειτουργών και υπαλλήλων και το συνέδριο που είχε πραγματοποιηθεί στο παρελθόν για το θέμα αυτό, είναι μεν προσβλητική για την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, πλην όμως, διατυπώθηκε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον του συντάκτη να αναδείξει την ηθική κυρίως και λιγότερο τη νομική διάσταση ενός πρωτοφανούς περιστατικού στα δικαστικά χρονικά, να ασκείται ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος κατά ανώτατου δικαστικού λειτουργού, εν ενεργεία Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου και προέδρου του συνδικαλιστικού οργάνου των δικαστών, για απόπειρα παρέμβασης στη δικαιοδοτική κρίση κατώτερων ιεραρχικά συναδέλφων του, πράξεις για τις οποίες τιμωρήθηκε μεν πειθαρχικά, αλλά απαλλάχτηκε ως προς το ποινικό σκέλος, διότι τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκε ότι τέλεσε, δεν στοιχειοθετούσαν την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 259 ΠΚ, γενομένης δεκτής ως βάσιμης κατ΄ουσίαν της προβληθείσας από τους εναγομένους ένστασης του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ του Π.Κ. περί άρσης του αδίκου χαρακτήρα της επίδικης πράξης. Ο συντάκτης του δημοσιεύματος ως προς τα σχόλια και τους τίτλους που χρησιμοποίησε για τη δημοσίευση των προαναφερόμενων αποσπασμάτων της εν λόγω δικαστικής απόφασης ενήργησε αποκλειστικά από δικαιολογημένο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, κατ’ ενάσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος μεταδόσεως πληροφοριών και με αποκλειστικό σκοπό την ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού του νομικού περιοδικού για γεγονός μείζονος ενδιαφέροντος στο νομικό κόσμο αλλά και εν γένει στην κοινωνία, όπως το κοινωνικά ευαίσθητο γενικότερο ζήτημα της προάσπισης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και την πάταξη φαινομένων διαφθοράς, αφ’ ετέρου δε, δεν αποσκοπούσε ειδικώς στην προσβολή της τιμής του ενάγοντος, ως αμφισβήτηση της ηθικής και της κοινωνικής του αξίας. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το όλο ύφος του δημοσιεύματος που εμπεριέχει επικριτικούς σχολιασμούς για κάθε απόπειρα παρέμβασης στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστών γενικότερα, και όχι ειδικά για την περίπτωση του ενάγοντα, συναπτόμενους με την εν γένει διαφύλαξη της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας των δικαστών και την προάσπιση της αρχής του κράτους δικαίου και του κύρους, της αξιοπιστίας και της αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης. Εξάλλου, από τον τρόπο και τις περιστάσεις που διατυπώθηκε η κριτική, ειδικά για τον ενάγοντα (ασφυκτικές παρεμβάσεις, υποχθόνια παρέμβαση), δεν αποδεικνύεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σκοπός εξύβρισης αυτού, ο οποίος καθ’ υποφοράν αναφέρεται στην αγωγή, αφού δεν κατευθύνονται στην προσβολή της τιμής και της υπόληψής του και της εν γένει προσωπικότητάς του, ούτε θίγουν αυτόν ως φορέα  ηθικής και κοινωνικής αξίας, ούτε εκδηλώνουν περιφρόνηση στο πρόσωπο του, ούτε διακρίνεται στο δημοσίευμα η ύπαρξη του στοιχείου της επίγνωσης της ανακρίβειας και της κακόβουλης προαίρεσης του συντάκτη του ειδικά σε σχέση με τον ενάγοντα, αφού η κριτική αυτή πρωταρχικό στόχο έχει τα κακώς κείμενα στη λειτουργία της δικαιοσύνης κατά την επίδικη χρονική περίοδο, στην οποία αφορούν τα διαλαμβανόμενα στην απόφαση γεγονότα. Κατά συνέπεια, το όλο κείμενο και ύφος του επίδικου δημοσιεύματος-το οποίο απέχει μακράν από το ύφος και το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων σε άλλα έντυπα, για τα οποία έγινε αναφορά παραπάνω, σχετικά με τις υποθέσεις που ο ενάγων δικαιώθηκε σε αντίστοιχες δίκες- εντάσσεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου στο προστατευόμενο από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης που περιλαμβάνει “την ελευθερία της γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών” ως θεμέλιο σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, ακόμη και στο μέρος με το οποίο ασκείτο οξεία κριτική με δυσμενείς χαρακτηρισμούς στο εμπλεκόμενο πρόσωπο, το οποίο ασκούσε έργο δημοσίου ενδιαφέροντος, προκειμένου να στιγματισθεί ένα τόσο σοβαρό περιστατικό. Η ως άνω κριτική αξιολογείται από το Δικαστήριο θεμιτή, εν όψει της προαναφερθείσας ιδιότητας του εμπλεκόμενου προσώπου και της ιδιαίτερης απαξίας των αποδιδόμενων σε αυτόν πειθαρχικών κατηγοριών, που αφορούσαν ζήτημα μείζονος ενδιαφέροντος και ειδικότερα το ευαίσθητο ζήτημα της προστασίας του κύρους και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, λαμβανομένης υπόψη και της γνωστής στο δικαστήριο από τα διδάγματα της κοινής πείρας διαχρονικής «ευαισθησίας» της κοινής γνώμης για τα εν λόγω ζητήματα, που επιβάλλει αυξημένη ανοχή σε αιχμηρή δημόσια κριτική και στις συναπτόμενες με αυτή «ευαισθησίες» του τύπου (βλ. για τα διδάγματα της κοινής πείρας ΑΓΙ 160/2013 δημ ΝΟΜΟΣ). Η σύνταξη επομένως και το ύφος του δημοσιεύματος δεν υπερέβαινε το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο προς τούτο μέτρο για το δικαιολογημένο ενδιαφέρον της διαφύλαξης και προστασίας του δικαιώματος πληροφόρησης. Ως εκ τούτου, τα ανωτέρω δεν συνιστούν άδικη πράξη (ΑΠ688/2003 Δ/νη 44. 1466). Συμπερασματικά, δεν αποδείχθηκε ότι τα αναφερόμενα στο ως άνω δημοσίευμα γεγονότα στοιχειοθετούν συκοφαντικά για τον ενάγοντα περιστατικά (αρθ. 363 ΓΙ.Κ,), αφού δεν διατυπώνονται ψεύδη σε βάρος του, ενώ περαιτέρω η δημοσίευση του ανωτέρω κειμένου, αφ΄ ενός μεν έγινε από εύλογο και δικαιολογημένο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, κατά την ενάσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος μεταδόσεως πληροφοριών και με αποκλειστικό σκοπό την ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού του ανωτέρω περιοδικού για γεγονός μείζονος ενδιαφέροντος, όπως το κοινωνικά ευαίσθητο ζήτημα της προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας, μάλιστα από την δράση κρατικών λειτουργών που κατείχαν σημαντικές θέσεις και προς σχολιασμό αυτών, όπως ήδη προαναφέρθηκε, αφ” ετέρου δε, δεν αποσκοπούσε ειδικώς στην προσβολή της τιμής του ενάγοντος, ως αμφισβήτηση της ηθικής και της κοινωνικής του αξίας. Συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική συμπεριφορά για συκοφαντική δυσφήμιση ή απλή δυσφήμηση ως αστικό αδίκημα, αφού συντρέχει μια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367§ 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, καθώς οι διατάξεις των άρθρ.361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ1030/2009, 333/2010, 179/2011) ή εξύβριση, εις βάρος των εναγομένων με τις ιδιότητες, που προαναφέρθηκαν, οι οποίοι το συμπεριέλαβαν στην δημοσιευτέα ύλη του ως άνω νομικού περιοδικού. Σημειώνεται, ότι για τη διακρίβωση του σκοπού εξύβρισης, το Δικαστήριο δεν προσανατολίζεται μόνο σε μεμονωμένες φράσεις, όπως αυτές στις οποίες αναφέρεται ο ενάγων στην αγωγή του, αλλά στο περιεχόμενο και τη διατύπωση του όλου δημοσιεύματος. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περι του αντιθέτου ισχυρισμοί του ενάγοντος που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι .

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας  (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που ο εκκαλών κατέθεσε κατ΄άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 206 του ΚΠολΔ ο δικαστής μπορεί, ύστερα από αίτηση ενός διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις. Με τη διάταξη αυτή, με την οποία επιδιώκεται η διασφάλιση της ευπρέπειας κατά τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα, παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο, μετά από αίτηση κάποιου διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, χωρίς χρονικό περιορισμό, να διατάσσει να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις, οι οποίες, χωρίς να είναι αναγκαίες για την προσήκουσα υπεράσπιση των συμφερόντων των διαδίκων, αποβλέπουν σε ονειδισμό και περιφρόνηση του αντιδίκου ή του δικαστηρίου (ΑΠ 794/ 2017, ΑΠ 156/2013  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αρμόδιο για τη διαγραφή είναι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου απευθύνεται το δικόγραφο ή οι προτάσεις του διαδίκου, όπου διαλαμβάνονται οι επίμαχες εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις. Συναφής είναι και η διάταξη του άρθ. 48 του ν.δ. 3026/1954 “περί του Κωδικός των Δικηγόρων”, όπως ισχύει,  κατά την οποία “ο δικηγόρος υποχρεούται να τηρεί την προσήκουσα ευπρέπεια και μετριότητα εκφράσεων κατά τε τας προφορικάς και τας εγγράφους αυτού εκθέσεις, ιδιαίτερα δε εις τας μετά των συναδέλφων του κατ` αντιδικίαν συζητήσεις, οφείλει δε να επιδεικνύει έναντι αυτών αλληλεγγύην και αβρότητα”. Ο εκκαλών στο δικόγραφο της έφεσης (σελίδα 47) διατυπώνει την ακόλουθη φράση : «Σημ. δική μας : Στην ουσία εδώ οι αντίδικοι συνομολογούν την ατιμία που διέπραξαν».

Κατ` επιτρεπτή αυτεπάγγελτη έρευνα αλλά και κατόπιν σχετικής αίτησης που υπέβαλαν οι εφεσίβλητοι με τις προτάσεις τους, η φράση αυτή στο εν λόγω δικόγραφο αξιολογείται ως ανάρμοστη και εξυβριστική για τους εφεσίβλητους. Πρέπει, επομένως, να διαταχθεί, κατ` εφαρμογή του άρθρου 206 ΚΠολΔ, η διαγραφή τους.

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν.4335/2015, «το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, που περιέρχονται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε, ότι αν και το γνώριζαν 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Αντίγραφο της απόφασης αυτής γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της γραμματείας». Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της απόφασης, η υποχρέωση του δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η απαρίθμηση περί προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής ή παρέμβασης ή προφανώς αβάσιμου ενδίκου μέσου είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διάταξης, καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται το μέσο προστασίας που ασκήθηκε ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ο ισχυρισμός που προτάθηκε ήταν αναληθής. Η απόρριψη της αίτησης παροχής προστασίας ως νόμω ή κατ` ουσίαν αβάσιμης δεν υποδηλώνει και παράβαση της διάταξης αυτής. Πρέπει η αίτηση να μην έχει κανένα νομικό έρεισμα, τα θεμελιωτικά αυτής περιστατικά να είναι αναληθή και τα ως άνω πρόσωπα να τελούν εν γνώσει της αναλήθειας (ΕφΑθ 3978/2018, ΕφΑθ .222/2005 αμφ. δημ. στη ΝΟΜΟΣ) Κύρια προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης του άρθρου 205 ΚΠολΔ, αποτελεί το στοιχείο της υπαιτιότητας με την μορφή άμεσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή βαριά αμέλεια (ΑΠ 602/2016, ΑΠ 1443/2014, ΑΠ 738/2012, όλες δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ, Γ. Διαμαντόπουλος Οι ποινές τάξης των άρθρων 205-207 του ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2007,σελ. 16-28). Στην προκείμενη περίπτωση δεν προέκυψε η ως άνω υπαίτια (με άμεσο δόλο) αντιδικονομική συμπεριφορά του εκκαλούντος με την άσκηση της κρινόμενης έφεσης που να δικαιολογεί την επιβολή σε βάρος του χρηματικής ποινής τάξης κατ’ άρθρο 205 του ΚΠολΔ, ποσού δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500,00) ευρώ, όπως ισχυρίζονται στις προτάσεις τους οι εφεσίβλητοι και το σχετικό αίτημά  τους κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 4328/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό …………./2019  άσκησης έφεσης που κατέθεσε ο εκκαλών, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ. ΚΑΙ

Διατάσσει την διαγραφή από το δικόγραφο της έφεσης (σελίδα 47) της ακόλουθης φράσης : « Σημ. δική μας : Στην ουσία εδώ οι αντίδικοι συνομολογούν την ατιμία που διέπραξαν».

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 18η Ιουνίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις 26 Ιουνίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ