Αριθμός: 464 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 3.4.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……./2019 και με Ε.Α.Κ. ……./2019 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) έφεση της εδρεύουσας στον Πειραιά εταιρίας με την επωνυμία «………………» κατά της εδρεύουσας στις Η.Π.Α. εταιρίας με την επωνυμία “…………….” και η από 31.10.2019 (με Γ.Α.Κ. ……/2019 και Ε.Α.Κ. ……./2019) αντέφεση της τελευταίας κατά της πρώτης, στρεφόμενες αμφότερες κατά της 32/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ναυτικό Τμήμα-Τακτική Διαδικασία) πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31, 246 και 523 παρ.1 ΚΠολΔ από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.6 του ν. 2172/1993 και έχον τη διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει την ένδικη υπόθεση κατ’ άρθρο 3 παρ.1 ΚΠολΔ Δικαστήριο, κατά την τακτική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ.1 του ΚΠολΔ. Η ως άνω από 3.4.2019 έφεση έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 εδ.α’ του ίδιου Κώδικα, με κατάθεση του εφετήριου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 4.4.2019 κι αφού η εκκαλούμενη απόφαση είχε επιδοθεί από την εναγόμενη και νυν εφεσίβλητη στην ενάγουσα και νυν εκκαλούσα στις 6.3.2019 σύμφωνα με την σχετική επισημείωση του δικ. επιμελητή ………….. επί του σώματος της απόφασης, ήτοι η έφεση ασκήθηκε εντός της προθεσμίας του τριάντα ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά συνέπεια, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 Α.β του ΚΠολΔ το με κωδικό ………………..e- παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφα του παραπάνω e-παράβολου και της από 4.4.2019 απόδειξης πληρωμής της Eurobank). Επίσης, η από 31.10.2019 αντέφεση κατατέθηκε από την εφεσίβλητη της παραπάνω έφεσης νομίμως κατ’ άρθρο 523 παρ.2 ΚΠολΔ στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίουμε χωριστό δικόγραφο στις 31.10.2019 και κοινοποιήθηκε στην παραπάνω εκκαλούσα-αντεφεσίβλητη την 1.11.2019 σύμφωνα με τη σχετική επισημείωση του δικ. επιμελητή …………… που έχει τεθεί στο αντίγραφο της αντέφεσης που προσκομίζει η αντεφεσίβλητη, ήτοι εμπρόθεσμα, τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης που ορίσθηκε για την προαναφερόμενη δικάσιμο της 5.12.2019, ομοίως κατά το άρθρο 523 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως και η αντέφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων επί της από 23.9.2015 (με Γ.Α.Κ. ………/2015 και με αρ. κατ. ……../2015) αγωγής της εκκαλούσας-αντεφεσίβλητης, με την οποία αυτή ζητούσε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης-αντεκκαλούσας να της καταβάλει ως οφειλόμενο τίμημα από την αγορά ναυτιλιακών καυσίμων μέσω αντιπροσώπου για το υπό σημαία Λιβερίας πλοίο “MV IV” πλοιοκτησίας της (της εναγόμενης), το ισόποσο των 52.313,47 ευρώ δολαρίων Η.Π.Α. σε ευρώ, κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων την ημέρα της πληρωμής, πλέον τόκων υπολογιζόμενων με το συμφωνηθέν επιτόκιο 2% μηνιαίως από την επόμενη της 11.11.2014, δήλης ημέρας πληρωμής, άλλως με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την εν λόγω ημερομηνία και με βάση κύριο λόγο ευθύνης την ενδοσυμβατική, άλλως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της εναγόμενης και δη πραγματοπαγούς, ως κυρίας του πλοίου, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι είχε τη διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση κι εφάρμοσε ως προσήκον ουσιαστικό δίκαιο το ελληνικό[για την ευθύνη απ’ την πώληση κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 3, 4 παρ.1α και 19 παρ.1 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 προκειμένου για συμβάσεις συναφθείσες μετά την 17.12.2009, αλλά και βάσει σιωπηρού μετασυμβατικού καθορισμού, ως προς την αντιπροσώπευση κατά τη γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ ότι τα σχετικά θέματα ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα και ως προς τη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ.1, 2 παρ.1, 3, 10 παρ.1 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές, ως το δίκαιο που διέπει την ένδικη συμβατική σχέση], έκρινε νόμιμη τη βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης, απορρίπτοντας ως μη νόμιμο το κύριο αίτημα τοκοδοσίας ως υπερβαίνον το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας της Ε.Κ.Τ., απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού και εντέλει απέρριψε στην ουσία της την αγωγή κατά τις λοιπές βάσεις της, δεχόμενο την ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης που προέβαλε η εναγόμενη και δη ότι αυτή δεν υπήρξε πλοιοκτήτρια του ένδικου πλοίου, ούτε συμμετείχε καθ’ οιονδήποτε τρόπο, είτε αμέσως, είτε εμμέσως ως αντιπροσωπευόμενη στη σύναψη της ένδικης σύμβασης πώλησης καυσίμων. Την εξαφάνιση της απόφασης αυτής ζητεί η εκκαλούσα με την έφεσή της με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της, ενώ τη μεταρρύθμιση αυτής αιτείται η αντεκκαλούσα-εναγόμενη που νίκησε πρωτοδίκως, επειδή από κακή εκτίμηση των αποδείξεων, στην εκκαλούμενη απόφαση αναφέρεται στη σελίδα 6 αυτής, χωρίς το δικαστήριο να εξετάσει τους πρωτόδικους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της, ότι «..η ……………..(που) ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος της εναγομένης…», τούτο δε αντιφατικά σε σχέση με τη στη συνέχεια, στη σελίδα 11 ορθή παραδοχή ότι «…η εναγομένη… ούτε συμμετείχε καθοιονδήποτε τρόπο είτε αμέσως είτε εμμέσως ως αντιπροσωπευόμενη στην σύναψη της ένδικης συμβάσεως πώληση [και] δεν καθίσταται υποκείμενο αυτής». Σχετικά με το δικαίωμα του νικήσαντος πρωτοδίκως διαδίκου να ασκήσει αντέφεση σημειώνεται ότι κατά το άρθρο 523 παρ. 1 ΚΠολΔ ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ προκύπτει, ότι η άσκηση της αντέφεσης, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκησή της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολό της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια. Ως αναγκαίως συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, πρέπει να θεωρηθούν οι διατάξεις της εκκληθείσας απόφασης, οι οποίες έχουν τέτοια συνάφεια με τα εκκληθέντα κεφάλαια, είτε γιατί αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε γιατί πηγάζουν από την αυτήν ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσδιορίζουν το περιεχόμενο εκείνων, έτσι ώστε τυχόν διάφορη επί των “συνεχόμενων” αυτών κεφαλαίων κρίση του εφετείου από εκείνη της πρωτόδικης απόφασης να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 1094/2009). Εξαιρετικώς, έννομο συμφέρον για άσκηση αντεφέσεως αναγνωρίζεται και στον διάδικο που νίκησε πρωτοδίκως, αν, παρά την ορθότητα του διατακτικού της πρωτόδικης αποφάσεως, βλάπτεται από τις αιτιολογίες αυτής, οι οποίες περιέχουν στοιχεία διατακτικού και δημιουργούν σε βάρος του δεδικασμένο (ΑΠ 920/2013, 1174/2009, ΜονΕφΔωδ 203/2018 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης αποτελεί και η ουσιαστική παραδοχή της εκκαλούμενης απόφασης ότι η εταιρία “…………………” δεν ενεργούσε στην επίδικη σύμβαση πώλησης ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης, οπότε η αντέφεση της τελευταίας, αναφερόμενη σε περιεχόμενη στην ίδια απόφαση, κατά την άποψη της ίδιας, αντιφατική παραδοχή περί του αντιθέτου, αφορά στο ίδιο αντικείμενο της έφεσης και παραδεκτά ασκείται από την εφεσίβλητη. Περαιτέρω, όμως, ζήτημα γεννάται ως προς το εάν υπάρχει στην εκκαλούμενη απόφαση αντιφατική αιτιολογία σχετικά με την παραπάνω άμεση αντιπροσώπευση και μάλιστα εάν δημιουργείται και δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος της εναγόμενης και ήδη αντεκκαλούσας με στοιχεία διατακτικού από την αιτιολογία αυτή, ότι δηλαδή στην επίμαχη σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων αγοράστρια δι’ αντιπροσώπου ήταν η αντεκκαλούσα, με πωλήτρια την αντεφεσίβλητη-ενάγουσα. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 32/2019 οριστικής απόφασης προκύπτει ότι το επίμαχο εδάφιο αφορά στην κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σχετικά με την κατά τόπον αρμοδιότητά του και στην εκ ταύτης στοιχειοθέτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας του. Αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά: «Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ.1 και 14 παρ.2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον [άρθρο 33 ΚΠολΔ, ως προς την εκ της συμβάσεως κύρια βάση της αγωγής, ως εκ του τόπου κατάρτισης της ένδικης σύμβασης {εφόσον η ενάγουσα, που εδρεύει στην Ελλάδα (Πειραιάς), πρότεινε από εκεί (Πειραιά), αποστέλλοντας σχετική προσφορά στην εταιρεία με την επωνυμία “…………………….”, που ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, να διενεργήσει τον εφοδιασμό του προεκτιθέμενου πλοίου με τα αναφερόμενα καύσιμα έναντι συγκεκριμένου ανταλλάγματος, ακολούθως δε περιήλθε σ’ αυτήν (ΑΚ 167) στο ίδιο μέρος (Πειραιάς) η αποδοχή της εν λόγω πρότασης εκ μέρους της “……………….” (ΑΚ 189) και ως εκ τούτου συνήφθη η μεταξύ τους σύμβαση (ΑΚ 192- βλ. και ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012. 269, ΕφΑθ 3679/2010 ΔΕΕ 2012. 373)}και εκπλήρωσης της με αυτή (σύμβαση) συμφωνηθείσας παροχής (εφόσον η πετρέλευση του εν λόγω σκάφους έλαβε χώρα στο λιμένα του Πειραιά), καθώς και ως προς την ερειδομένη στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού αγωγική βάση (βλ. και ΕφΠειρ 1746/1987 ΠειρΝ 1987. 478), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 3Β περ.ι’ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της υπόθεσης], συνακολούθως δε έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (άρθρα 3 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ).» Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στήριξε τη διεθνή δικαιοδοσία του όπως και την κατά τόπον αρμοδιότητά του, καθόσον δεν υπήρχε ένσταση για τις συγκεκριμένες διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης από την πλευρά της εναγόμενης, στα όσα διελάμβανε η αγωγή, χωρίς όμως στο σημείο εκείνο η απόφαση να λαμβάνει θέση και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των επικαλούμενων στην αγωγή πραγματικών περιστατικών, ούτε άλλωστε γίνεται λόγος εκεί ότι αποδείχθηκαν τα ως άνω αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά ότι η εταιρία “…………..” ενεργούσε πράγματι ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγόμενης στην επίδικη σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων. Επισημαίνεται ότι η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (άρθρα 3 και 4 ΚΠολΔ). Αν δεν συντρέχει, τότε απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη κατ’ άρθρο 4 ΚΠολΔ. Αν από τον παρόντα στη δίκη εναγόμενο προβληθεί ένσταση και αμφισβητηθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου (διαφορετικά επέρχεται κατά κανόνα σιωπηρά παρέκταση), το δικαστήριο υποχρεούται, πριν από την ουσιαστική έρευνα της διαφοράς, να ελέγξει και αυτεπαγγέλτως αν έχει δικαιοδοσία με βάση τα επικαλούμενα στην αγωγή ή αίτηση πραγματικά περιστατικά, επί των οποίων ο ενάγων θεμελιώνει τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων (ΑΠ 1529/2017 στην ΤΝΠ Νόμος). Τα πολιτικά δικαστήρια, όπως και κάθε δικαστήριο, είναι υποχρεωμένα πριν από την ουσιαστική έρευνα της διαφοράς, που έχει αχθεί στην κρίση τους, να εξετάσουν και αυτεπαγγέλτως, αν με βάση τα περιστατικά που εκτίθενται στην ένδικη αγωγή, αδιαφόρως της αληθείας ή όχι αυτών, έχουν δικαιοδοσία να δικάσουν την υπόθεση (άρθρο 4 εδ. α` ΚΠολΔ), και μάλιστα πριν από την έρευνα οποιασδήποτε άλλης διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, διότι η δικαιοδοσία, και αν γίνει δεκτό ότι δεν υπάρχει ιεράρχηση στην έρευνα από το δικαστήριο των διαδικαστικών προϋποθέσεων και του παραδεκτού της αγωγής, αποτελεί το λογικά προηγούμενο σε σχέση με την επίλυση της διαφοράς. Η έρευνα αυτή γίνεται σε οποιαδήποτε στάση της δίκης, διότι οι διατάξεις που καθορίζουν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου αφορούν στη δημόσια τάξη. Εφόσον, όμως, ο εναγόμενος παρίσταται κατά τη συζήτηση, δεν ερευνούν αυτεπαγγέλτως την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας παρά μόνο κατόπιν υποβολής σχετικής ένστασης εκ μέρους του εναγομένου. Σε περίπτωση δε που το δικαστήριο διαπιστώσει ότι δεν έχει δικαιοδοσία, θα απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα αυτής κατά τη διάταξη του άρθρου 4 εδ. β` ΚΠολΔ, και η απόφασή του αυτή είναι οριστική και τελειωτική, αφού καταργείται μ` αυτήν η όλη δίκη (βλ. σχετ. ΑΠ 18/2006 ΧρΙΔ 2006.442, ΑΠ 1309/2002 ΝοΒ 2003.1029, ΕφΑθ 4467/2010 ΔΕΕ 2011.218, ΕφΘεσ 121/2010 ΕΠολΔ 2010.844 στις οποίες παραπέμπει η ΠολΠρΘεσσαλ 18250/2014, ΕπισκΕμπΔικ 2019, σελ. 262). Επομένως, εν προκειμένω, στο στάδιο έρευνας της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και της κατά τόπον αρμοδιότητας αυτού, στην εκκαλουμένη δεν έλαβε χώρα εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την άμεση αντιπροσώπευση της αντεκκαλούσας από την εταιρία “………………” στη σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων με την αντεφεσίβλητη, αλλά το παραπάνω Δικαστήριο στηρίχθηκε αποκλειστικά στο ιστορικό της αγωγής και επομένως καμία αντίφαση δεν υφίσταται με τη στη συνέχεια ουσιαστική παραδοχή της απόφασης, βάσει των αποδείξεων, ότι η αντεκκαλούσα δεν συμμετείχε ως αγοράστρια και μάλιστα αντιπροσωπευόμενη από την “………………..” στην επίδικη σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων με πωλήτρια την αντεφεσίβλητη. Συνακόλουθα, δεν αποδεικνύεται ηύπαρξη αιτιολογίας στην εκκαλούμενη απόφαση με στοιχεία διατακτικού, η οποία να προκαλεί δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος της αντεκκαλούσας-εναγόμενης και γι’ αυτό πρέπει η αντέφεση να απορριφθεί στην ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα της αντεφεσίβλητης από την αντέφεση, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, βαρύνουν την ηττηθείσα αντεκκαλούσα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.
Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά την υπό κρίση έφεση, με τον τρίτο λόγο της η εκκαλούσα-ενάγουσα παραπονείται γιατί από κακή εκτίμηση των αποδείξεων και κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της κατά την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως αόριστη, με την αιτιολογία ότι δεν γίνεται επίκληση της ακυρότητας ή ανατροπής των αποτελεσμάτων της επίδικης συμβάσεως πώλησης, από την οποία να απορρέουν οι αγωγικές αξιώσεις. Ότι στην αγωγή της η εκκαλούσα αναφέρει ότι η εναγόμενη κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη κατά το ποσό της αξίας των καυσίμων που της παρέδωσε στο πλοίο χωρίς αυτή (η εναγόμενη) να έχει καταβάλει το αναλογούν στην προμήθεια των καυσίμων αντάλλαγμα. Ότι σε περίπτωση, λοιπόν, που κριθείότι η επίμαχη σύμβαση πωλήσεως είναι άκυρη, νομίμως ζητούσε την καταβολή του οφειλόμενου ποσού από την εναγόμενη, η οποία ωφελήθηκε αδικαιολόγητα από την προμήθεια των καυσίμων στο πλοίο της, χωρίς να καταβάλει το αναλογούν αντάλλαγμα. Σχετικά με την απόρριψη της επικουρικής βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού της ένδικης αγωγής πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Κατά το άρθρο 904 εδ. α’ του Α.Κ. όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β’ της ιδίας διατάξεως, περ. α’, η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης, δηλαδή εκείνης που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από τον λήπτη και δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξιώσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του Α.Κ. προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής, ουσιαστικά, φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή από την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής από τη σύμβαση ή από την αδικοπραξία (Ολ. Α.Π. 22/2003 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Πολ.Δ. τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν τον λόγο για τον οποίον η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγομένου δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 του Κ.Πολ.Δ.), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κυρίας βάσεως αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (Ολ. Α.Π. 22/2003, ΕλλΔνη 44, σελ. 1262, ΑΠ 1480/2018 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι αναφορικά με τη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η ενάγουσα διαλαμβάνει τα εξής: «Τέλος, έτι περαιτέρω επικουρικώς, η εναγόμενη πλοιοκτήτρια ενέχεται στην καταβολή προς εμάς της αξίας των παραδοθέντων σε αυτήν- και ήδη αναλωθέντων από αυτήν- καυσίμων, καθόσον, κατέστη αυτήν αδικαιολογήτως πλουσιότερη κατά το ποσό της αξίας των καυσίμων που της παραδώσαμε, χωρίς να έχει καταβάλλει το αναλογούν στην προμήθεια καυσίμων αντάλλαγμα» (βλ. σελίδα 11 της αγωγής). Επομένως, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ως προς την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν αναφέρει καν ότι ασκεί τη σχετική αξίωση για την περίπτωση που ήθελε κριθεί άκυρη η ένδικη σύμβαση πώλησης. Κατά συνέπεια, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η επικουρική βάση της κρινόμενης αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ειδικώς μ’ αυτή ακυρότητα ή ανατροπή των αποτελεσμάτων της ένδικης σύμβασης, από την οποία απορρέουν οι αγωγικές αξιώσεις και ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του.
Επίσης, με τον τέταρτο λόγο έφεσής της, η εκκαλούσα παραπονείται γιατί η εκκαλούμενη απόφαση από κακή εκτίμηση των αποδείξεων και κακή ερμηνεία του νόμου απέρριψε το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα τοκοδοσίας με συμφωνηθέν επιτόκιο υπερημερίας 2% μηνιαίως, κρίνοντάς το ως μη νόμιμο και απορριπτέο καθ’ ο μέρος υπερβαίνει το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας, σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ. κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ως υπερβαίνον το θεμιτό ποσοστό νόμιμου τόκου υπερημερίας, το οποίο κατά το χρονικό διάστημα από 10.9.2014 έως 15.3.2016 ανερχόταν σε 7,3% ετησίως, κατά δε το χρόνο από 16.3.2016 και εφεξής ανερχόταν σε 7,25% ετησίως. Ότι αν είχε κρίνει ορθά και νόμιμα η εκκαλουμένη θα είχε κάνει δεκτό το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας με επιτόκιο υπερημερίας 2% μηνιαίως, που ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 7 των γενικών όρων πωλήσεων της εκκαλούσας-ενάγουσας, όπου προβλέπεται ότι: «Χωρίς περιορισμό στα ανωτέρω ή στα λοιπά δικαιώματα του πωλητή δυνάμει της σύμβασης ή άλλως, ο πωλητής θα έχει το δικαίωμα να απαιτήσει αναφορικά με κάθε πληρωμή η οποία δεν θα έχει γίνει έως την ημερομηνία που η πληρωμή καθίσταται ληξιπρόθεσμη, την πληρωμή από τον αγοραστή στον πωλητή επιτοκίου επ’ αυτού ίσου προς 2% μηνιαίως. Το επιτόκιο αυτό θα υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται ληξιπρόθεσμη η απαίτηση οφειλή μέχρι την ημερομηνία πλήρους εξοφλήσεως.» Ότι συνεπώς, η τοκοφορία της απαίτησης της εκκαλούσας-ενάγουσας ανέρχεται, κατά τα συμφωνηθέντα, σε 2% μηνιαίως, άλλως και όλως επικουρικώς δια νομίμου τόκου υπερημερίας, υπολογιζόμενης (της τοκοφορίας) και στις δύο περιπτώσεις από την ημερομηνία κατά την οποία η απαίτησή της κατέστη απαιτητή, ήτοι την 10.11.2014 και μέχρι την πλήρη εξόφλησή της. Ωστόσο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι το κύριο αίτημα τοκοδοσίας τυγχάνει μη νόμιμο, καθ’ ο μέρος υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό ορίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (άρθρο 3 παρ.2 του ν. 2842/2000) και το οποίο ανερχόταν συγκεκριμένα από 10.9.2014 έως 15.3.2016 σε ποσοστό 7,3% ετησίως και από 16.3.2016 και εντεύθεν σε ποσοστό 7,25% ετησίως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 293, 294 του ΑΚ και 109 του ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον, η δε περί ανώτατου θεμιτού ορίου τόκου ως άνω διάταξη είναι δημοσίας τάξεως και κάθε αντικείμενη προς αυτή συμφωνία είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (βλ. προσκομιζόμενες ΤρΕφΠειρ 276/2019, ΜονΕφΠειρ 391/2018, αδημ., ΕφΑθ 6029/1999, ΕλλΔνη 1999, σελ. 1625, ΕφΘεσσαλ 1762/2012 στην ΤΝΠ Νόμος, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρ. 294, αρ.1). Συνεπώς, απορριπτέος ως μη νόμιμος τυγχάνει ο παραπάνω λόγος έφεσης.
Περαιτέρω, με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η εφεσίβλητη-εναγόμενη επαναφέρει παραδεκτά κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της περί έλλειψης παθητικής της νομιμοποίησης και δη ότι ουδεμία έννομη σχέση είχε με την εκκαλούσα-ενάγουσα, καθώς ούτε πλοιοκτήτρια του πλοίου στο οποίο παραδόθηκαν τα καύσιμα ετύγχανε, ούτε κυρία αυτού, ούτε είχε συμβληθεί με οποιονδήποτε τρόπο και μάλιστα μέσω της εταιρίας “………………..” με την εκκαλούσα-ενάγουσα και ότι για τον λόγο αυτό απορριπτέα τυγχάνει η σε βάρος της αγωγή. Πριν το Δικαστήριο ερευνήσει τον πρώτο λόγο έφεσης, επισημαίνεται ότι απαραδέκτως η εκκαλούσα-ενάγουσα αιτιάται την εκκαλούμενη απόφαση ότι έπρεπε να δεχθεί επικουρικώς ότι η εφεσίβλητη-εναγόμενη, εφόσον δεν ήταν πλοιοκτήτρια του ένδικου πλοίου, ήταν ναυλώτρια αυτού και ότι σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να καθορίσει την ιδιότητα της αντιδίκου αντισυμβαλλόμενης, ως αναγκαίο παρεμπίπτον ζήτημα της υπό κρίση αγωγής και όχι να αρκεστεί στην έλλειψη της ιδιότητάς της ως πλοιοκτήτριας, υποστηρίζοντας ότι οι συμβάσεις ναυλώσεως, αφενός δεν είναι δημόσιες, αφετέρου ακόμη και αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί ναυλώσεως του πλοίου στην εταιρία “……………” αυτό δεν αναιρεί την περαιτέρω ναύλωση του πλοίου στην εναγόμενη, κάτι που πιθανολογείται με βεβαιότητα. Ότι άλλωστε υπάρχει ρητή μνεία στο τιμολόγιο που εξέδωσε η ενάγουσα ότι «από κοινού και μεμονωμένα» υπεύθυνοι για την πληρωμή του τιμήματος πώλησης των παραδοθέντων καυσίμων είναι και οι πλοιοκτήτες και οι ναυλωτές του Πλοίου και ότι το σχετικό υπ’ αριθ. ………../23-10-2014 εκδόθηκε επ’ ονόματι μεταξύ άλλων και των πλοιοκτητών/ναυλωτών του Πλοίου. Σχετικά με τις παραπάνω αιτιάσεις σημειώνεται ότι στην πολιτική δίκη ισχύει η αρχή της διαθέσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 106 ΚΠολΔ «Το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά». Τούτο σημαίνει ότι οι διάδικοι (κατά βάση ο ενάγων) καθορίζουν με τις αιτήσεις τους και το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης. Από τις αιτήσεις αυτές δεσμεύεται το δικαστήριο, ώστε και αν το ίδιο έχει πεισθεί για το αντίθετο, δεν επιτρέπεται να επιδικάσει κάτι περισσότερο ή διάφορο από αυτό που ζητήθηκε, ούτε μπορεί να προβεί σε διάγνωση έννομης σχέσης, που δεν εκτέθηκε στην αγωγή, ή να διαγνώσει έννομη σχέση κατ’ ουσία διάφορη από αυτή που εκτίθεται στην αγωγή (ΕφΑθ 2438/1994, ΕΔΠολ 1994, σελ. 224). Αλλιώς θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως κατ’ άρθρο 559 αρ.9 ΚΠολΔ (ΑΠ 154/1979, ΝοΒ 1979, σελ. 1103, 1104, Νίκας σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, σελ. 227). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα διαλαμβάνει στην αγωγή της ως λόγο ευθύνης της εναγόμενης την ιδιότητά της ως αγοράστριας μέσω αντιπροσώπου στην ένδικη σύμβαση πώλησης της αναφερόμενης ποσότητας ναυτιλιακών καυσίμων, την ιδιότητά της ως πλοιοκτήτριας που πλοίου στο οποίο έγινε η φόρτωση των καυσίμων και την αναγραφή στο εκδοθέν από την ενάγουσα τιμολόγιο ότι συνυπόχρεη για την πληρωμή είναι και η πλοιοκτήτρια του πλοίου και τέλος το γεγονός ότι είναι κυρία του πλοίου και ευθύνεται πραγματοπαγώς. Πουθενά δεν γίνεται λόγος ότι ευθύνεται ως ναυλώτρια του πλοίου, ώστε να δεσμεύεται το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να ελέγξει τον σχετικό λόγο ευθύνης. Σε περίπτωση δε που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέταζε ως λόγο ευθύνης τη ναύλωση θα παραβίαζε την αρχή της προδικασίας κατ’ άρθρο 111 παρ.2 του ΚΠολΔ που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, καθώς ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη. Επιπλέον η προβολή αυτού του λόγου ευθύνης, που δεν προτάθηκε πρωτοδίκως, με την έφεση τυγχάνει απαράδεκτη κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, καθώς δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις που προβλέπει ο νόμος κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, για τους ισχυρισμούς που μπορούν να προταθούν για πρώτη φορά στο εφετείο. Ούτε βέβαια, όφειλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάσει της ισχύουσας στην πολιτική δίκη αρχή της διαθέσεως, να καθορίσει την ιδιότητα της εναγόμενης στην επίδικη διαφορά, ανεξαρτήτως των αγωγικών ισχυρισμών, ως πιθανολογούμενης περαιτέρω ναυλώτριας του πλοίου, ως αναγκαίο παρεμπίπτον ζήτημα της ένδικης αγωγής και όχι να αρκεστεί στην έλλειψη της ιδιότητάς της ως πλοιοκτήτριας, όπως μη νόμιμα υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο έφεσής της η εκκαλούσα-ενάγουσα. Σημειωτέον δε ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν περιορίστηκε μόνο στο ότι δεν αποδείχθηκε η ιδιότητα της εναγόμενης ως πλοιοκτήτριας, αλλά διέλαβε στο αποδεικτικό της πόρισμα και ότι «η εναγόμενη εταιρεία …ούτε συμμετείχε καθοιονδήποτε τρόπο είτε αμέσως, είτε εμμέσως ως αντιπροσωπευόμενη στη σύναψη της ένδικης συμβάσεως πωλήσεως…». Την τυχόν ύπαρξη ναύλωσης με ναυλώτρια την εναγόμενη θα μπορούσε να επικαλεσθεί η ενάγουσα έστω και με τις προτάσεις της, προκειμένου να χρησιμεύσει η σχέση αυτή ως δικαστικό τεκμήριο ότι η πρώτη είχε έννομο συμφέρον να συμβληθεί μέσω αντιπροσώπου ως αγοράστρια ναυτιλιακών καυσίμων με πωλήτρια την ενάγουσα στην ένδικη σύμβαση πώλησης. Δεν όφειλε, όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να απαντήσει σε έναν τέτοιο ισχυρισμό ως επιστηρίζοντα ευθύνη της εναγόμενης έναντι της ενάγουσας, καθώς δεν αποτέλεσε έστω επικουρική ιστορική βάση της αγωγής.
Παρακάτω, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας……………, διευθυντή της εταιρίας, που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει εταιρία εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων και δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων. Προς τούτο είναι κάτοχος της υπ’ αριθ. ………./18-2-2014 άδειας φορολογικής αποθήκης και εγκεκριμένος προμηθευτής καυσίμων πλοίων, έχουσα την υπ’ αριθ. …………../27-03-2012 άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή, καθώς και κάτοχος της υπ’ αριθ. …………/123.5.1997 άδειας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων κατηγορίας Ε, ως άδεια εμπορίας αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1. Στις 14.10.2014, εκπρόσωποι της εδρεύουσας στη Μάλτα εταιρίας με την επωνυμία «……………” που ενδιαφέρονταν για την αγορά από την ενάγουσα ναυτιλιακών καυσίμων, επικοινώνησαν με αυτή, αιτούμενοι την αποστολή από την ενάγουσα έγγραφης προσφοράς της για την τιμή πώλησης 70,00 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου MarineGasoil 0,1%, ήτοι προέβησαν σε πρόσκληση για υποβολή πρότασης, χωρίς ακόμη το στοιχείο της ενοχικής δέσμευσης (βλ. Βασιλ. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, έκδοση 2001, τόμος Α’, υπό το άρθρο 185, αρ.7, σελ. 788), τα δε καύσιμα προορίζονταν για τον εφοδιασμό του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου με το όνομα “MV IV”, Νηολογίου Μονρόβια, αριθμός ΙΜΟ ………., ΚΟΧ 14849, ΚΚΧ 7642, ΔΔΣ ……., πλοιοκτησίας της μη διαδίκου εταιρείας με την επωνυμία “……………..” που εδρεύει στο Αμβούργο Γερμανίας. Η ιδιότητα της παραπάνω πλοιοκτήτριας του πλοίου προκύπτει από τα προσκομιζόμενα, όπως και στον πρώτο βαθμό, από την εφεσίβλητη-εναγόμενη, επίσημα αποσπάσματα από το πιστοποιητικό εθνικότητας του πλοίου, στη γερμανική γλώσσα και σε επικυρωμένη από τον δικηγόρο ……….. μετάφραση στην ελληνική γλώσσα του Ειρηνοδικείου Αμβούργου-Νηολογίου με αριθμούς πρωτοκόλλου ……….. και ………….. αντίστοιχα, όπου αναγράφεται ως πλοιοκτήτρια η παραπάνω γερμανική εταιρία. Περαιτέρω, αναφορικά με την παραπάνω ποσότητα ναυτιλιακού καυσίμου, για την οποία είχε εκδηλωθεί ενδιαφέρον, η ενάγουσα απέστειλε στην εταιρεία “.…….” την από 14-10-2014 έγγραφη προσφορά της, επέχουσα θέση πρότασης για κατάρτιση σύμβασης (άρθρο 185 ΑΚ), την οποία αποδέχθηκε η τελευταία κατ’ άρθρο 189 ΑΚ. Από και δια της συμπτώσεως των παραπάνω δηλώσεων βουλήσεως καταρτίσθηκε η ένδικη σύμβαση κατ’ άρθρο 192 ΑΚ, που αφορούσε στην πώληση της συμφωνηθείσας ποσότητας ναυτιλιακού καυσίμου έναντι τιμήματος ύψους 757,08 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, εκδοθέντος σχετικώς του υπ’ αριθ. …………../23-10-2014 τιμολογίου της ενάγουσας για την πώληση εντέλει 69,099 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου MarineGasoil 0,1% έναντι συνολικού ποσού 52.313,47 δολαρίων Η.Π.Α., που αντιστοιχούσε σε τίμημα ύψους 757,08 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο και ήταν πληρωτέο την 10η Νοεμβρίου του 2014. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασης πώλησης ναυτιλιακού καυσίμου η εναγόμενη ήταν πλοιοκτήτρια ή κυρία του ένδικου πλοίου, αλλά αντίθετα το πλοίο είχε περιέλθει στην πλοιοκτησία της εδρεύουσας στο Αμβούργο Γερμανίας εταιρείας με την επωνυμία “……………” τουλάχιστον από τις 12.6.2014, ημερομηνία που φέρει το παλαιότερο από τα ως άνω δύο αποσπάσματα εκ των πιστοποιητικών εθνικότητας πλοίου. Επίσης, η εναγόμενη προσκόμισε στην αγγλική γλώσσα και σε επικυρωμένη νόμιμη αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική το από 7.2.2014 ναυλοσύμφωνο τύπου “BOXTIME” για πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, με το οποίο φέρεται η παραπάνω γερμανική πλοιοκτήτρια εταιρία να είχε εκναυλώσει κατά τον παραπάνω χρόνο το ένδικο πλοίο στην ιταλική εταιρία με την επωνυμία “………….” του Ομίλου “……………..”, ναύλωση που με την ένταξη μεταγενέστερων προσαρτημάτων σε αυτή, είχε επεκταθεί και ίσχυσε έως τον Δεκέμβριο του 2015. Η εκκαλούσα-ενάγουσα δεν προσκομίζει κάποιο έγγραφο, στο οποίο να κατονομάζεται η εφεσίβλητη-εναγόμενη ως σχετιζόμενη με την επίδικη πώληση καυσίμων και από το οποίο να συνάγεται ότι κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης η εταιρία “……………” ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης-εναγόμενης, έστω κατόπιν σιωπηρής εξουσιοδότησης αυτής. Ο μάρτυρας της ενάγουσας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ……………, που τυγχάνει διευθυντής αυτής, ερωτηθείς από τον αρμόδιο δικαστή για τη σχέση της εναγόμενης εταιρίας με την υπόθεση, απάντησε «Η σχέση είναι σχέση με το πλοίο, αντιπρόσωπος του πλοίου αυτό θεωρούμε εμείς», χωρίς να υποστηρίξει ότι η εναγόμενη αντιπροσωπεύθηκε από την “…………” ως αγοράστρια στην ένδικη σύμβαση πώλησης. Αλλά και στο προσκομιζόμενο στην αγγλική γλώσσα και σε αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική από 15.10.2014 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ομίλου “……….” προς την ………………, ως πράκτορα του πλοίου στον Πειραιά, με κοινοποίηση στην παραπάνω ναυλώτρια “…………….” και τέλος προς την “…………..”, στο οποίο επιβεβαιώνεται η παραγγελία των καυσίμων, αναφέροντας ως λιμάνι παράδοσης τον Πειραιά, την αναμενόμενη ημερομηνία παράδοσης (20.10.2014), την παραδοτέα ποσότητα και τον τύπο των καυσίμων LSMGO 70.000 μτ, δεν αναφέρεται πουθενά η εναγόμενη, αλλά φέρεται ως προμηθεύτρια (“SUPPLIER”) η ενάγουσα και ως πωλήτρια (“SELLER”) η ………….. Έτσι ενισχύεται η θέση της εναγόμενης ότι καταρτίσθηκαν δύο διακριτές πωλήσεις της συγκεκριμένης ποσότητας καυσίμων και δη ότι κατόπιν παραγγελίας της ναυλώτριας του πλοίου “………….” προς την “………………” που ήταν έμπορος καυσίμων, η τελευταία εταιρία αγόρασε από την ενάγουσα την παραπάνω ποσότητα και στη συνέχεια πώλησε τα καύσιμα αυτά στην παραπάνω ναυλώτρια. Η εκκαλούσα-ενάγουσα με τον πρώτο λόγο έφεσής της ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη-εναγόμενη ήταν αυτή που πραγματοποίησε την ένδικη παραγγελία καυσίμων μέσω της “……………..” καθώς εκμεταλλευόταν εν τοις πράγμασι το πλοίο, στοιχείο που προκύπτει από το ότι με τις προτάσεις της καταθέτει με πάσα λεπτομέρεια τα σχετικά της ένδικης πετρέλευσης. Αναφέρει δε η εκκαλούσα ότι: 1) Η εφεσίβλητη φέρει το ίδιο όνομα με το ένδικο πλοίο, όπου πραγματοποιήθηκε η ένδικη πετρέλευση (INDEPENDENT VENTURE- INDEPENDENT CONTAINER), 2) Γνωρίζει ότι το πλοίο ήταν ναυλωμένο στην εταιρία με την επωνυμία “………….” από την 7.2.2014, παρότι η σχετική ναύλωση δεν ήταν εγγεγραμμένη στα βιβλία νηολογίων, ήτοι η σύμβαση ναυλώσεως δεν αποτελεί δημόσιο έγγραφο προσβάσιμο σε τρίτους και δεν θα μπορούσε να λάβει γνώση αυτού ει μη μόνον εφόσον συνδεόταν τρόπον τινά με το πλοίο, 3) Καταθέτει την ακριβή ημερομηνία επικοινωνίας του πράκτορα του πλοίου με τη ναυλώτρια και την ………….., αναφορικά με την ένδικη πετρέλευση, πράγμα που θα μπορούσε να γνωρίζει μόνο εάν ο πράκτορας του πλοίου είχε επικοινωνήσει και με την ίδια, όπερ και εγένετο, καθόσον εκείνη και το πλοίο της αφορούσε η ένδικη πετρέλευση, 4) Εμφανίζεται να γνωρίζει ποιος υπέγραψε το σχετικό με την ένδικη πώληση δελτίο αποστολής και αναφέρει ότι ήταν ο Α’ μηχανικός, πράγμα που ως δήθεν τρίτη και μη εμπλεκόμενη στην ένδικη πώληση θα ήταν αδύνατο να γνωρίζει, 5) Επιπλέον, χαρακτηρίζει την ……….. ως πωλήτρια καυσίμων στην ένδικη πώληση και όχι μεσίτρια. Ωστόσο θα ήταν αδύνατο να γνωρίζει κάποιος τρίτος τον τρόπο δράσης της εν λόγω εταιρίας, η οποία μάλιστα πρωτίστως υπήρξε γνωστή στο χώρο της πετρέλευσης καυσίμων ως μεσίτρια, 6) Αναφέρει με λεπτομέρειες ότι στη ναυλώτρια του πλοίου έχει ζητηθεί να καταθέσει το αντίτιμο της ένδικης πώλησης των καυσίμων στο σύνδικο της πτώχευσης της ……, πράγμα που θα μπορούσε ομοίως να γνωρίζει μόνο ως εμπλεκόμενη στην ένδικη πώληση, 7) Περαιτέρω γνωρίζει και αναφέρει στις προτάσεις της ότι τέθηκε σφραγίδα περιορισμού της ευθύνης της πλοιοκτήτριας και της γυμνής ναυλώτριας στο δελτίο αποστολής των καυσίμων της ένδικης πώλησης, πράγμα που βεβαίως γνωρίζει, διότι το εν λόγω δελτίο αποστολής με αριθμό ………/20-10-2014 περιήλθε στα χέρια της με την ιδιότητά της ως αγοράστριας και 8) Τέλος προσκόμισε και εγγυητική επιστολή υπέρ της ……….. από τη φερόμενη ως πλοιοκτήτρια εταιρία. Ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας γίνεται κατανοητό στο Δικαστήριο πως θα ήταν αδύνατο να καταθέτει η εφεσίβλητη-εναγόμενη με πάσα λεπτομέρεια τα της ένδικης πωλήσεως χωρίς να έχει συμμετάσχει σε αυτή είτε ως πραγματική πλοιοκτήτρια, είτε ως ναυλώτρια αυτού. Ότι εξάλλου και η ίδια η εφεσίβλητη-εναγόμενη επισήμανε στις προτάσεις της ότι στο πλοίο υπήρχε γυμνή ναυλώτρια και χρονοναυλώτρια και συνεπώς προφανώς και το πλοίο, εάν δεν ήταν στην πλοιοκτησία της, πράγμα που η εκκαλούσα-ενάγουσα αρνείται, ήταν χρονοναυλωμένο στην ίδια την εναγόμενη, η οποία και εμφανίστηκε ως δικαιούχος των καυσίμων στην ένδικη πώληση. Δηλαδή, εν προκειμένω, η εκκαλούσα-ενάγουσα επιχειρεί να στηρίξει τη θέση της ότι ως αγοράστρια στην ένδικη σύμβαση πώλησης ενέχεται η εφεσίβλητη-εναγόμενη στο ότι η τελευταία γνωρίζει στοιχεία της σύμβασης και χρησιμοποίησε ήδη στον πρώτο βαθμό, αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν θα μπορούσε να έχει στην κατοχή της, εάν δεν ήταν η ίδια αντισυμβαλλόμενη. Συνακόλουθα, επικαλείται ως δικαστικό τεκμήριο τη γνώση της αυτή και την πρόσβαση σε αποδεικτικά μέσα, ώστε να οδηγηθεί το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η εναγόμενη ήταν η αντιπροσωπευόμενη στη σύμβαση πώλησης. Εντούτοις, ήδη με τις προτάσεις της στον πρώτο βαθμό, η εναγόμενη παραδέχθηκε ότι υπήρξε ναυλώτρια του ένδικου πλοίου στο διάστημα από το έτος 1999 έως το έτος 2010, οπότε λογικά διατηρούσε επαφές με την πλοιοκτήτρια του πλοίου και θα μπορούσε, απευθυνόμενη σε αυτή, για να στηρίξει την άμυνά της στην ένδικη υπόθεση, να λάβει γνώση των έννομων σχέσεων που αφορούσαν στο πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και των σχετικών με αυτές εγγράφων. Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί σαν δικαστικό τεκμήριο από την άμυνά της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά της ένδικης αγωγής ότι κατά τον επίδικο χρόνο συνδεόταν η ίδια η εφεσίβλητη-εναγόμενη με το ένδικο πλοίο με κάποια σχέση εκμετάλλευσης. Σημειωτέον ότι ούτε το γεγονός ότι η επωνυμία της εφεσίβλητης περιλαμβάνει τη λέξη “INDEPENDENT” (“INDEPENDENT CONTAINER LINE LTD”) ενώ και το ένδικο πλοίο ονομάζεται “INDEPENDENT VENTURE” αρκεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε συμπέρασμα ότι κατά τον επίδικο χρόνο κάποια σχέση συνέδεε την παραπάνω εταιρία με το πλοίο. Επιπλέον δε έχει επανειλημμένως κριθεί από τα Δικαστήρια του Πειραιά σύμφωνα με τις αποφάσεις που προσκομίζει η εφεσίβλητη ότι η εταιρία «…..…”εμπορευόταν η ίδια καύσιμα και δεν λειτουργούσε σαν μεσίτρια καυσίμων (βλ. προσκομιζόμενες ΤριμΕφΠειρ 276/2019, ΜονΕφΠειρ 391/2018, ΜονΠρΠειρ 4037/2018, 4399/2017), ο δε ισχυρισμός ότι η “…………….” δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αγοράστρια ναυτιλιακών καυσίμων και ακολούθως πωλήτρια αυτών στην Ελλάδα, γιατί δεν είχε άδεια εμπορίας αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων στην Ελλάδα, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 6 παρ. 4β1 του ν. 3054/2002 και η άσκηση μιας τέτοιας εμπορίας θα ήταν απαγορευμένη και ποινικά κολάσιμη πράξη δεν ευσταθεί. Από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.9 του ν. 3054/2002 όπου ορίζεται ότι «Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων είτε απευθείας με τον διαχειριζόμενο το πλοίο είτε με άλλο τρίτο πρόσωπο που συνδέεται συμβατικά με αυτόν, υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο με ευθύνη και με παραστατικά παράδοσης αποκλειστικά των κατόχων Άδειας Εμπορίας, οι οποίοι θα εκδίδουν τα παραστατικά πώλησης είτε προς τον διαχειριζόμενο το πλοίο είτε προς τον τρίτο αντίστοιχα» σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1, 16 και 17 του ίδιου νόμου προκύπτει ότι η κατάρτιση συμβάσεων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων χωρίς την απαιτούμενη προς τούτο άδεια είναι έγκυρη υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση αυτών στο πλοίο θα γίνεται με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης των κατόχων άδειας εμπορίας, γεγονός που συνέβη και στην ένδικη περίπτωση που η “……………..” χρησιμοποίησε την ενάγουσα προμηθεύτρια που είχε τη σχετική άδεια ως βοηθό εκπλήρωσης για την παράδοση της αγορασθείσας ποσότητας καυσίμων στο ένδικο πλοίο. Ενόψει των ανωτέρω, ορθά εκτιμώντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τις αποδείξεις και εφαρμόζοντας το νόμο απέρριψε την αγωγή κατ’ ουσίαν τόσο ως προς τη φερόμενη ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης όσο και ως προς τη φερόμενη πραγματοπαγή ευθύνη αυτής ως κυρίας του πλοίου, δεχόμενο στην ουσία του τον ισχυρισμό της εναγόμενης περί έλλειψης παθητικής της νομιμοποίησης, ορθότερα συνιστώντος τούτου αρνητικού της αγωγής ισχυρισμού καθώς η έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης κρίνεται με βάση το περιεχόμενο της αγωγής και όχι με βάση τις αποδείξεις, διαλαμβάνοντας ορθά ότι «Εφόσον, όμως η εναγόμενη εταιρεία δεν αποτελεί πλοιοκτήτρια του ενδίκου πλοίου, ούτε συμμετείχε καθοιονδήποτε τρόπο είτε αμέσως, είτε εμμέσως ως αντιπροσωπευόμενη στη σύναψη της ένδικης συμβάσεως πώλησης, δεν καθίσταται υποκείμενο αυτής και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται η ίδια για την εκπλήρωσή της…». Επομένως, αβάσιμοι στην ουσία τους τυγχάνουν οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης με τους οποίους η εκκαλούσα-ενάγουσα υποστηρίζει το αντίθετο. Μη απομένοντος άλλου λόγου έφεσης, πρέπει να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της με εξαίρεση την εισαγόμενη με την έφεση αίτηση διόρθωσης της εκκαλούμενης απόφασης που αφορά στη διόρθωση στην 1η σελίδα, στίχος 4ος κάτω από την πρόταση «ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 32/2019» ώστε να τεθεί αντί του εσφαλμένου «ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», το ορθό «ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» που είναι το πράγματι δικάσαν δικαστήριο και όπως το ορθόν αναγράφεται σε όλα τα επόμενα φύλλα της εκκαλούμενης απόφασης και δεδομένου ότι η διόρθωση της απόφασης, κατά παράλειψη της διαδικασίας των άρθρων 315 επ. ΚΠολΔ , μπορεί να ζητηθεί απευθείας με την άσκηση ενδίκου μέσου, καθόσον η διόρθωση γραφικών παραδρομών ή λογιστικών λαθών αποτελεί παραδεκτό λόγο ενδίκου μέσου έφεσης, εφόσον βεβαίως συντρέχει έννομο συμφέρον , γιατί πρόκειται για τακτικό ένδικο μέσο, που μπορεί να συμπεριλάβει κάθε πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποφάσεως, ακόμη και αν οφείλεται σε παραδρομή (ΑΠ 208/2018 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑθ 407/2018, ΔΕΕ 2018, σελ. 900, ΕφΛαρ 168/2007, Δικογραφία 2007, σελ. 140, ΕφΑθ 10108/2002, ΕλλΔνη 2005, σελ. 274). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί ησημείωση της σχετικής διορθώσεως, στο περιθώριο του πρωτοτύπου της υπ’ αριθμ. 32/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Απορριφθείσας της από 3.4.2019 εφέσεως, δεδομένου ότι η διόρθωση της εκκαλούμενης που έγινε δεκτή, αφορά σε ασήμαντη παραδρομή του προεισαγωγικού της ως άνω αποφάσεως, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνουν κατόπιν αιτήματός της την ηττηθείσα εκκαλούσα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 3.4.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2019 και με Ε.Α.Κ. …../2019 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) έφεση και την από 31.10.2019 (με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. ……/2019) αντέφεση κατά της 32/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ναυτικό Τμήμα) αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά αυτές.
Απορρίπτει την αντέφεση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της αντεφεσίβλητης από την αντέφεση σε βάρος της αντεκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Δέχεται την έφεση μόνο ως προς την αίτηση διόρθωσης.
Διατάσσει τη διόρθωση του προεισαγωγικού τμήματος της υπ’ αριθ. 32/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την αναγραφή στην πρώτη σελίδα, σειρά τέταρτη, αντί του εσφαλμένου «ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» του ορθού «ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ».
Διατάσσει τη σημείωση της ανωτέρω διορθώσεως , στο περιθώριο του πρωτοτύπου της υπ’ αριθμ. 32/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης με κωδικό …… e- παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατό (100) ευρώ στο δημόσιο ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 30 Ιουνίου 2020.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ