Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 465/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Περίληψη

Κατανομή της διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τον Καν. 44/2001 (ΚανΒρΙ). Σύστημα άρσης των συγκρούσεων αυτής, που αποσκοπεί στο μεν στάδιο πριν την έκδοση της απόφασης, σύμφωνα με την αρχή της χρονικής προτεραιότητας, στην αποτροπή της άσκησης της δεύτερης δικαιοδοσίας πριν από την πρώτη και στο στάδιο μετά από αυτήν στην αποτροπή της άσκησης και της δεύτερης δικαιοδοσίας μετά από την πρώτη. Αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης κατά τον Κανονισμό. Έννοια της επέκτασης των εννόμων συνεπειών της στο κράτος υποδοχής και περιστολή των υποκειμενικών ορίων του εκλυόμενου δεδικασμένου, εφόσον αυτά χαράσσονται ευρύτερα σε σχέση με τα όρια που αναγνωρίζει το ημεδαπό δίκαιο για τις γηγενείς αποφάσεις. Ευρωπαϊκό δεδικασμένο. Έννοια της αντιαγωγικής διαταγής (anti-suit injunction) του αγγλοσαξωνικού δικαίου και λόγοι της ασυμβατότητάς της με τον ΚανΒρΙ. Κοινά χαρακτηριστικά της με την αγγλική απόφαση που επιδικάζει αποζημίωση για την παραβίαση ρήτρας αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων, συνιστάμενη [και] στην αποκατάσταση των εξόδων που απαιτούνται για τη διεξαγωγή της δίκης στο forum derogatum. Λόγοι για τους οποίους η αναγνώριση της αποφάσεως αυτής είναι ανεκτή από το ενωσιακό δίκαιο, ακόμα και αν το αγγλικό δικαστήριο καταστρατήγησε τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους υποδοχής, ενώπιον των οποίων προηγήθηκε η έγερση αγωγής για την ικανοποίηση απαίτησης της οποίας αμφισβητήθηκε η υπαγωγή στη ρήτρα δικαιοδοσίας. Κωλύματα αναγνώρισης αλλοδαπής απόφασης κατά τον ΚανΒρΙ. Έννοια δημόσιας τάξης και όρια του ΔΕΕ ως προς τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής της σχετικής επιφύλαξης από τα εθνικά δικαστήρια. Ο έλεγχος αυτών δε μπορεί να επεκταθεί στην ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που εξέδωσε την προς αναγνώριση απόφαση. Η επιδίκαση από το αλλοδαπό δικαστήριο πραγματικής δικαστικής δαπάνης, έστω και υπέρμετρης, δεν ελέγχεται με βάση τη δημόσια τάξη του κράτους αναγνώρισης. Υποκειμενικά όρια ρήτρας παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το αγγλικό, ελληνικό και ενωσιακό δίκαιο. Δωσιδικία της προσωπικής ταυτότητας του δικαίου κατά τον Κανονισμό 44/2001. Έννοια και αποτελέσματα προσχηματικής εναγωγής, καταστρατηγητικής της γενικής δικαιοδοτικής βάσης της κατοικίας του εναγομένου.

 

Αριθμός  465/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς συνεκδικάστηκαν κατά την τακτική διαδικασία και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων α] η από 20.4.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/21.4.2011 αγωγή [Α αγωγή], με την οποία ασκήθηκαν αξιώσεις περί αποκαταστάσεως της περιουσιακής (θετικής και αποθετικής) ζημίας που υπέστησαν οι ενάγουσες, πλοιοκτήτριες ποντοπόρων πλοίων οι έξι [6] πρώτες και διαχειρίστρια αυτών η έβδομη και περί χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης αυτών αλλά και των λοιπών εναγόντων, φυσικών προσώπων, μελών της διοικήσεως και εκπροσώπων των ως άνω εταιριών που προκλήθηκαν από την αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, εντολοδόχων και προστηθέντων των (τρίτων – μη διαδίκων) ασφαλιστών του πλοίου ΑΤ της πλοιοκτησίας της πρώτης των εναγουσών, που τελούσε υπό τη διαχείριση της έβδομης από αυτές, η οποία αποσκοπούσε στην αποφυγή καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης για την απώλεια του πλοίου αυτού και β] η από 12.1.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../13.1.2012 αγωγή [Β αγωγή], με την οποία η πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια του πλοίου εκείνου στράφηκαν κατά των αυτών εναγομένων και ζήτησαν την αποκατάσταση περαιτέρω θετικής ζημίας τους από την ίδια συμπεριφορά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη με αριθμό 899/2016 οριστική απόφασή του, αφενός, απέρριψε τη Β αγωγή στο σύνολό της και την Α αγωγή κατά το μέρος της που ασκήθηκε από την πλοιοκτήτρια και τη διαχειρίστρια του ασφαλισμένου πλοίου λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του για την εκδίκασή τους και, αφετέρου, δέχθηκε εν μέρει μόνον την Α αγωγή και επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση υπέρ του όγδοου και του δέκατου των εναγόντων σε βάρος ορισμένων εκ των εναγομένων και, συγκεκριμένα, της δικηγορικής εταιρίας με την επωνυμία ……….., του ……….., της ……….., της εταιρίας με την επωνυμία ……….. και της ….. …, απορρίπτοντας αυτήν κατά τα λοιπά, το μεν ως ανομιμοποίητη (είτε ενεργητικώς είτε παθητικώς) το δε ως αβάσιμη.

Η απόφαση αυτή πλήττεται ήδη εκατέρωθεν, αφενός, με την από 27.9.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../28.9.2016 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../29.9.2016 έφεση [Α έφεση] των εναγόντων και τους από 17.4.2018 προσθέτους αυτής λόγους, το δικόγραφο των οποίων φέρει αριθμό εκθέσεως καταθέσεως του Εφετείου Πειραιώς ……./19.4.2018, που στρέφονται καθ’ όλων των εναγομένων αμφοτέρων των αγωγών και, αφετέρου, με την από 11.11.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../11.11.2016 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../14.11.2016 έφεση [Β έφεση] των ηττηθέντων πρωτοδίκως εναγομένων της Α αγωγής. Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις, συνοδευόμενες από το νόμιμο παράβολο (βλ. τα υπ’ αριθμ. ………….. παράβολα σειράς Α, του ΤΑΧΔΙΚ τα δύο [2] πρώτα και του Δημοσίου τα επόμενα, που έχουν επισυναφθεί στην Α έφεση, καθώς και τα υπ’ αριθμ. …………… παράβολα σειράς Α, του ΤΑΧΔΙΚ τα δύο [2] πρώτα και του Δημοσίου τα υπόλοιπα που έχουν επισυναφθεί στη Β έφεση), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 εδαφ. α, στοιχ. β, 516 § 1, 517, 518 § 2, 520 και 524 § 1 ΚΠολΔ),  δεδομένου ότι κανείς διάδικος δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την κατάθεση εκάστης εφέσεως δεν παρήλθε η νόμιμη προθεσμία προσβολής της. Επομένως, οι ένδικες εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246 και 524 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532 και 533 § 1 ΚΠολΔ. Η ίδια κρίση προσήκει ως προς τους πρόσθετους στην Α έφεση λόγους, που περιλαμβάνονται στο από 17.4.2018 δικόγραφο, με το οποίο αναδιατυπώνονται ισχυρισμοί που αφορούν σφάλματα της εκκαλουμένης επί κεφαλαίων αυτής που έχουν ήδη πληγεί με το εφετήριο. Να σημειωθεί ότι οι εκκαλούντες της Β έφεσης με το από 3.4.2019 δικόγραφο της β΄ προσθήκης στις προτάσεις τους και εντός της προθεσμίας που τους τάχθηκε προς τούτο κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 105 § 1 ΚΠολΔ (βλ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου), προσκομίζουν (η τέταρτη από αυτούς, βέβαια, εκ περισσού, δεδομένου ότι στο ακροατήριο παραστάθηκε δια του νομίμου εκπροσώπου της) αντιστοίχως α] η ………….. το από 6.3.2019 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου του Λίβερπουλ του Ηνωμένου Βασιλείου …………, σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα και με επισημείωση της Χάγης ως προς την εγκυρότητα της υπογραφής της, που περιέχει τη δήλωση του ……………, μέλους της πρώτης ενάγουσας, όπως προκύπτει από τα συνημμένα σ’ αυτό έγγραφα, β] ο ………… το από 6.3.2019 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου της Πολιτείας της Φλόριντα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ………, σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα και με επισημείωση της Χάγης ως προς την εγκυρότητα της υπογραφής της, γ] η ……….. το από 7.3.2019 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου της Πολιτείας Vermont των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ……….., σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα και με επισημείωση της Χάγης ως προς την εγκυρότητα της υπογραφής του, δ] η ……….. το με αριθμό ………./29.3.2019 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που περιέχει τη δήλωση του νομίμου εκπροσώπου της ……….. και ε] η ……… το με αριθμό ……../29.3.2019 πληρεξούσιο του αυτού Συμβολαιογράφου Αθηνών. Με τα συμβολαιογραφικά αυτά έγγραφα οι εκκαλούντες της Β έφεσης παρέχουν πληρεξουσιότητα στους δικηγόρους ………… και ………., που τους εκπροσωπούν στην προκείμενη δίκη και αναγνωρίζουν ως έγκυρες όλες τις πράξεις που αυτοί ενήργησαν για λογαριασμό τους προηγουμένως, απορριπτομένης, συνεπώς, της ενστάσεως ελλείψεως πληρεξουσιότητας που πρότειναν οι αντίδικοί τους.

ΙΙ. Με τις από 20.4.2011 και 12.1.2012 δύο [2] αγωγές τους, οι ενάγοντες και δη α] η εταιρία με την επωνυμία …….., πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου AT, β] η εταιρία με την επωνυμία ……….., πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου GT, γ] η εταιρία με την επωνυμία ……, πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου VJ, δ] η εταιρία με την επωνυμία ……….., πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου Z., ε] η εταιρία με την επωνυμία ….., πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου TC, στ] η εταιρία με την επωνυμία ……, πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου PM, ζ] η εταιρία με την επωνυμία ………, διαχειρίστρια όλων των ως άνω πλοίων, η] ο …………, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου των εταιριών …………, θ] ο ……….., αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου των εταιριών …………, ι] ο ………., γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου των εταιριών …………., επιπλέον δε και νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας αυτής εταιρίας (……………), ια] ο ……………, αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας …………. και γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας …………, ιβ] ο ………….., γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας ……….. και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας …………., ιγ] ο …………., αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας ………….. και ιδ] η  ……….., αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας ………….., υποστήριξαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η πρώτη από αυτούς, δηλαδή η εδρεύουσα στις Νήσους Μάρσαλ εταιρία με την επωνυμία ………… προέβη στις 24.5.2006 στην κατάρτιση τριών [3] συμβάσεων ναυτικής ασφαλίσεως του πλοίου της AT (κύτους και μηχανής), για τη σύναψη των οποίων συμβλήθηκε με τρίτους – μη διαδίκους και, συγκεκριμένα, αντιστοίχως, με α] τις ασφαλιστικές εταιρίες με τις επωνυμίες ……………., που εδρεύουν στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου και ………….., που έχει έδρα στο Χάμιλτον των Βερμούδων και εγκατάσταση στο Λονδίνο, αποκαλούμενες στο εξής «Ασφαλιστές της Εταιρικής Αγοράς» και συνοπτικά «CMI» [: Company Market Insurers], β] την εταιρία …………., με έδρα στο Λονδίνο, που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών, μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2987 για το οικονομικό έτος 2006, τον ………….., που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών, μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006 και την εταιρία ………………, με έδρα στο Λονδίνο, που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών, μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006, αποκαλούμενους στο εξής «Ασφαλιστές της Αγοράς των Lloyd’s» και συνοπτικά «LMI» [: Lloyd’s Market Insurers] και γ] με την εταιρία με την επωνυμία …………… Ότι επρόκειτο για συμβάσεις από κοινού ασφαλίσεως με συνασφαλισμένες τις πλοιοκτήτριες των παραπάνω πλοίων εταιρίες, τη διαχειρίστριά τους (……………, στο εξής ΟΜΕ) και τις τυχόν συνδεόμενες με αυτές εταιρίες ή τις θυγατρικές τους, για τις οποίες εκδόθηκαν τα αναφερόμενα στην αγωγή ασφαλιστήρια, τα δύο [2] πρώτα από τα οποία ενσωμάτωναν τους στερεότυπους όρους ασφαλίσεων σκάφους και επιπρόσθετων κινδύνων του Ινστιτούτου των Lloyd’s (Institute Time Clauses Hulls και Institute Additional Perils Clauses, αντίστοιχα, με ημερομηνία 1.10.1983). Ότι η ασφαλιστική αξία του πλοίου AT είχε συμφωνηθεί στο ποσό των τριάντα δύο εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (32.000.000 $) και η κάλυψή της είχε αναληφθεί κατά ποσοστό 75% από τους CMI και LMI και κατά ποσοστό 10% από την ………., ενώ για την κάλυψη του υπολοίπου της ασφαλιστικής αξίας [15%] είχε προηγηθεί η σύναψη στις 13.3.2006 άλλης ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ της πλοιοκτήτριας ………… και του (τρίτου – μη διαδίκου) αλληλασφαλιστικού συνδέσμου με την επωνυμία …………… (στο εξής ασφαλιστής ΗΗ), με καταστατική έδρα στη Λεμεσό της Κύπρου και πραγματική στον Πειραιά, η οποία αποτελούσε ομοίως σύμβαση κοινής ασφάλισης και ενσωμάτωνε τους αυτούς στερεότυπους όρους. Ότι, επειδή εντός της ασφαλιστικής περιόδου και, συγκεκριμένα, στις 3.5.2006 και κατά τη διάρκεια του πλου από τη Βραζιλία προς την Κίνα το ασφαλισμένο πλοίο AT, έμφορτο με σιδηρομετάλλευμα, βυθίστηκε εξαιτίας σφοδρής θαλασσοταραχής σε θαλάσσια περιοχή περί τα τριακόσια (300) ναυτικά μίλια ανοιχτά του λιμένος Port Elizabeth της Νοτίου Αφρικής, με αποτέλεσμα το θάνατο είκοσι τεσσάρων [24] από τα τριάντα τρία [33] μέλη του πληρώματός του, όλοι οι παραπάνω ασφαλιστές κατέστησαν ταυτόχρονα συνυπόχρεοι στην καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, έκαστος κατά το προαναφερόμενο ποσοστό συμμετοχής του στην κάλυψη της ασφαλιστικής αξίας, καθόσον το ανωτέρω συμβάν συνιστούσε, σύμφωνα με τις ασφαλιστικές συμβάσεις, επέλευση ασφαλιστικού κινδύνου. Ότι στις 30.5.2006 η ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια υπέβαλε εγγράφως στους ασφαλιστές την απαίτησή της μαζί με τα έγγραφα που τη δικαιολογούσαν, μεταξύ δε αυτών και όσα είχαν συλλεγεί κατά τη διερεύνηση του ναυαγίου από τις υπηρεσίες ναυτικής ασφάλειας τόσο του παράκτιου κράτους όσο και του κράτους της σημαίας του πλοίου που βυθίστηκε, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και οι μαρτυρικές καταθέσεις των διασωθέντων ναυτικών ………., τέταρτου μηχανικού, ………., ναύκληρου, …….., ηλεκτρολόγου, ………, λιπαντή, ………., δόκιμου αξιωματικού καταστρώματος, ………. και . ….., δόκιμων ναυτών, από τις οποίες προέκυπτε ότι το πλοίο βρισκόταν σε άριστη κατάσταση από κατασκευαστικής πλευράς και δεν είχε αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους σ’ αυτό και οι οποίες είχαν ληφθεί κατ’ εκείνο το χρονικό σημείο με την παρουσία και του …….., μέλους της πρώτης εναγόμενης δικηγορικής εταιρίας με την επωνυμία ……….., με έδρα στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου,  στην οποία είχε ανατεθεί από τότε η εκπροσώπηση των συμφερόντων των ασφαλιστών CMI και LMI. Ότι οι ασφαλιστές αυτοί με την από 25.7.2006 επιστολή της  πρώτης εναγομένης, που απευθύνθηκε στους πληρεξουσίους δικηγόρους της πλοιοκτήτριας (της δικηγορικής εταιρίας …………..), δήλωσαν ότι δεν αποδέχονται την υποβληθείσα απαίτηση, επικαλούμενοι μεν, προσχηματικά, ότι δεν τους είχαν παρασχεθεί από την ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια επαρκείς προς τούτο πληροφορίες, με πραγματικό σκοπό όμως, την αποφυγή καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, προς ευόδωση του οποίου απεργάστηκαν εγκληματικό σχέδιο παραπλάνησης των αρμόδιων δικαστηρίων και κατασυκοφάντησης της πλοιοκτήτριας, της διαχειρίστριας και των εκπροσώπων τους, το οποίο πραγματοποίησαν δια των εκπροσώπων και υπαλλήλων (προστηθέντων) τους σε συνεργασία και συνεννόηση με τρίτους ανεξάρτητους συμβούλους και συγγενείς εκλιπόντων Ελλήνων αξιωματικών του πλοίου στην Ελλάδα και στη Μανίλα των Φιλιππίνων κατά τα έτη 2006 – 2007 και του οποίου τα επιμέρους στοιχεία, συνοπτικά, συνίσταντο, αφενός στην κατασκευή ψευδών εν γνώσει των ανωτέρω προσώπων αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως αναληθών μαρτυρικών καταθέσεων του εκ των διασωθέντων φιλιππίνιας ιθαγενείας ναύκληρου …………. και, αφετέρου, στη συστηματική συκοφάντηση όλων των εναγόντων δια της διαδόσεως στην ασφαλιστική αγορά, σε ασφαλειομεσίτες και σε κρατικές και δικαστικές αρχές όλων των εν λόγω ψευδών γεγονότων κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στα δικόγραφα των αγωγών και πιο κάτω στην παρούσα. Ότι συνεπεία της αρνήσεως αυτής η πρώτη ενάγουσα ……….. ήγειρε στις 15.8.2006 στο Λονδίνο ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας (High Court of Justice – Queen’s Bench Division), η δικαιοδοσία και η αρμοδιότητα του οποίου είχαν συμφωνηθεί με τις από 24.5.2006 ασφαλιστικές συμβάσεις, αγωγή που έλαβε αριθμό φακέλου 815/2006 και στράφηκε κατά των συνασφαλιστών PMI και LMI με αίτημα την καταβολή ποσοστού 75% της ασφαλιστικής αποζημίωσης για την ολική απώλεια του πλοίου AT, κατά την αναλογία της συμμετοχής εκάστου των εκεί εναγομένων στην ασφαλιστική του κάλυψη, ανερχόμενου συνολικά σε είκοσι τέσσερα εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (24.000.000 $). Ότι τη δικαστική εκπροσώπησή τους οι συνασφαλιστές ανέθεσαν στην πρώτη εναγόμενη δικηγορική εταιρία και το χειρισμό της ανέλαβαν οι συνεταίροι αυτής ………. και ……….., δικηγόροι (solicitors), δεύτερος και τρίτη των εναγομένων εκάστης από τις ένδικες αγωγές, ενώ τη σύνταξη των δικογράφων για λογαριασμό της ανέλαβε ο ………….., ομοίως δικηγόρος (Σύμβουλος της Βασίλισσας: Queen’s Councel – QC και τέταρτος των εναγομένων, ως προς τον οποίον όμως οι ενάγοντες παραιτήθηκαν από το δικόγραφο και το δικαίωμα εκάστης αγωγής ήδη πριν από τη συζήτησή της στον πρώτο βαθμό). Ότι η πλοιοκτήτρια άσκησε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου και έτερη αγωγή, που έλαβε αριθμό φακέλου ……/2006, την οποία έστρεψε κατά των ασφαλιστών LMI με αίτημα καταβολής ποσού οκτώ εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (8.000.000 $), που αντιστοιχούσε στην ασφαλιστική αποζημίωση για την αυξημένη αξία του πλοίου AT, την πληρωμή της οποίας είχαν οι εκεί εναγόμενοι ομοίως αρνηθεί, ενώ κατά της συνασφαλίστριας εταιρίας ………………. δεν ζητήθηκε ένδικη προστασία, επειδή αυτή στις 8.1.2007 δεσμεύθηκε συμβατικά προς την πλοιοκτήτρια ότι θα κατέβαλε το ποσοστό κατά το οποίο συμμετείχε στην ασφαλιστική κάλυψη του βυθισθέντος πλοίου σε περίπτωση παραδοχής της υπ’ αριθμό φακέλου ……./2006 αγωγής από το ως άνω αγγλικό Δικαστήριο. Ότι, αντιθέτως, κατά του αλληλασφαλιστικού συνδέσμου με την επωνυμία ……………(ΗΗ), που στις 30.10.2006 αρνήθηκε ομοίως την καταβολή της αναλογούσας σ’ αυτόν ασφαλιστικής αποζημίωσης, η πλοιοκτήτρια εταιρία ……………… προσέφυγε με αίτημα καταβολής τεσσάρων εκατομμυρίων οκτακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (4.800.000 $) σε διαδικασία διαιτησίας στο Λονδίνο, δυνάμει ρήτρας περιληφθείσας στην από 13.3.2006 ασφαλιστική σύμβαση, στα πλαίσια της οποίας ο εν λόγω συνασφαλιστής εκπροσωπήθηκε από την πρώτη εναγόμενη δικηγορική εταιρία του Λονδίνου για λογαριασμό της οποίας την υπόθεση χειρίστηκαν ομοίως οι εναγόμενοι ………… και …………….. Ότι κατά τη διάρκεια της επιδικίας της με αριθμό φακέλου ……./2006 αγωγής οι εκεί εναγόμενοι ασφαλιστές υπέβαλαν σωρεία δικογράφων (προτάσεων άμυνας με ημερομηνίες 18.10.2006, 20 και 26.7.2007, 2.8.2007 και 14.12.2007), με τα οποία προέβαλαν τους ακόλουθους ψευδείς ισχυρισμούς εν γνώσει της αναλήθειάς τους: α] ότι το πλοίο AT είχε ελαττώματα που το καθιστούσαν αναξιόπλοο και τα οποία προκάλεσαν την βύθισή του, β] ότι οι εκπρόσωποι της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας εταιρίας γνώριζαν τα ελαττώματα αυτά και τα αγνόησαν και γ] ότι η διαχειρίστρια του πλοίου (εταιρία ΟΜΕ) είχε αναπτύξει παράνομη πρακτική, σύμφωνα με την οποία δεν ανακοίνωνε στο Νηογνώμονα του πλοίου και στις αρχές του κράτους της σημαίας του τα ελαττώματα και τις ζημίες αυτού, ώστε να γίνουν οι κατάλληλες επιθεωρήσεις από τον Νηογνώμονα και να αποκατασταθούν τα ελαττώματά του. Ότι τους παραπάνω αναληθείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς τους οι ασφαλιστές βάσισαν αποκλειστικά σε τρεις [3] ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις του διασωθέντος ναύκληρου του πλοίου …………., που δόθηκαν στις 9.2.2007, 13.2.2007 και 25.7.2007 ενώπιον του Προξένου των Φιλιππίνων στην Αθήνα, τις οποίες προσκόμισαν στο αγγλικό Δικαστήριο με σκοπό να το παραπλανήσουν, ώστε να εκδώσει ευνοϊκή γι’ αυτούς απόφαση, αν και τελούσαν σε γνώση του ότι ήσαν ψευδείς και κατασκευασμένες και δόθηκαν μετά από φορτικές πιέσεις των ιδίων και των δικηγόρων τους και αφού είχε μεσολαβήσει, με τη συνεργασία, αφενός, του …………, εντολοδόχου του όγδοου των αρχικώς εναγομένων …………., διακανονιστή αβαριών και διευθυντή της εταιρίας νομικών και τεχνικών συμβούλων επιδίωξης απαιτήσεων με την επωνυμία πρώην μεν ……… και ήδη ………… με έδρα στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου, έβδομης των αρχικώς εναγομένων και, αφετέρου, του μέλους του δικηγορικού γραφείου της πρώτης εναγόμενης στο Πειραιά ……….. (πέμπτης των αρχικώς εναγομένων) ……….., δικηγόρου και κατοίκου Πειραιώς, έκτης των αρχικώς εναγομένων αλλά και συγγενών του εκλιπόντος στο ναυάγιο Υποπλοίαρχου …………, παράνομη καταβολή στον ως άνω μάρτυρα το μήνα Σεπτέμβριο του  έτους 2006 και το μήνα Ιούλιο του έτους 2007 οικονομικού ανταλλάγματος ανερχομένου σε είκοσι οκτώ χιλιάδες εκατό δολάρια ΗΠΑ (28.100 $) και δεκατέσσερις χιλιάδες οκτακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ (14.864 €) συνολικά. Ότι όλες οι παραπάνω πληροφορίες, περί τελέσεως εκ μέρους των ασφαλιστών του βυθισθέντος πλοίου και περί συμμετοχής σ’ αυτά των προστηθέντων τους, ήδη εναγομένων, των εγκλημάτων της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και της απάτης στο δικαστήριο, περιήλθαν σε γνώση των ήδη εναγόντων κατά τη διαδικασία της υποχρεωτικής παροχής πληροφοριών και στοιχείων από τον ένα διάδικο στον άλλο, που προβλέπει η αγγλική πολιτική δικονομία, στα πλαίσια της οποίας οι εκεί εναγόμενοι παραδέχθηκαν ότι απέσπασαν τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις του διασωθέντος ναύκληρου αντί αμοιβής. Ότι των βεβαιώσεων αυτών οι ίδιοι τότε διάδικοι έκαναν χρήση ενώπιον του High Court of Justice, μολονότι η πλοιοκτήτρια του AT τους είχε δια των δικογράφων της επισημάνει την αναλήθεια του περιεχομένου τους και είχε επιφυλαχθεί για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων της. Ότι, υπό το βάρος των αποκαλύψεων αυτών και ένεκα της δυσχερούς θέσης στην οποία συνεπεία τους περιήλθαν οι ασφαλιστές, η αντιδικία στην Αγγλία τερματίστηκε με συμβιβασμό, δυνάμει του οποίου η πλοιοκτήτρια …………………… έλαβε το σύνολο της ασφαλιστικής αποζημίωσης (ύψους τριάντα δύο εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ [32.000.000 $]), σε εκτέλεση τριών [3] συμφωνητικών που κατάρτισε, το πρώτο στις 13.12.2007 με τους ασφαλιστές LMI, το δεύτερο στις 7.1.2008 με τους ασφαλιστές CMI και το τρίτο στις 30.1.2008 με τον αλληλασφαλιστικό σύνδεσμο HH, που τερμάτισε τη διαιτητική διαδικασία στο Λονδίνο, ενώ και η συνασφαλίστρια εταιρία ……………… προέβη σε καταβολή της δικής της αναλογίας στις 12.2.2008. Ότι τα συμφωνητικά του συμβιβασμού της πλοιοκτήτριας με τους ασφαλιστές CMI και LMI επικυρώθηκαν από το αγγλικό Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η με αριθμό φακέλου ………/2006 αγωγή με αποφάσεις του που εκδόθηκαν στις 14.12.2007 και στις 7.1.2008. Μετά την παράθεση των περιστατικών της διαδικαστικής αυτής εξέλιξης στην Αγγλία, με τις ένδικες αγωγές ασκήθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αξιώσεις αποζημιώσεως περιουσιακής ζημίας και αποκαταστάσεως ηθικής βλάβης που προκλήθηκε στους ενάγοντες από την εκτιθέμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων στα πλαίσια της αντιδικίας τους ενώπιον του ως άνω αγγλικού Δικαστηρίου ως προς την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης για την απώλεια συνεπεία ναυαγίου του πλοίου AT, η οποία (συμπεριφορά) αποσκοπούσε στην αποφυγή καταβολής της αποζημιώσεως αυτής εκ μέρους των στην αλλοδαπή εναχθέντων συνασφαλιστών και εκδηλώθηκε με πράξεις των ήδη εναγομένων, νομικών παραστατών των υποχρέων στην πληρωμή της αποζημιώσεως και τεχνικών συμβούλων τους, συνιστάμενες στην προβολή εν γνώσει αναληθών και δυσφημιστικών ισχυρισμών και στην κατασκευή και προσκομιδή στο αγγλικό Δικαστήριο ψευδών αποδεικτικών μέσων. Ειδικότερα, αποκαταστατικές της περιουσιακής τους ζημίας αξιώσεις προέβαλαν α] στα πλαίσια της Α αγωγής 1] η πλοιοκτήτρια του βυθισθέντος πλοίου …………., που ζήτησε την αποκατάσταση αποθετικής ζημίας της συνισταμένης στην απώλεια εσόδων που θα αποκόμιζε αφενός από την εκμετάλλευση τριών [3] φορτηγών πλοίων και, συγκεκριμένα, των πλοίων D, ΕS και E, κατά τα χρονικά διαστήματα από 3.11.2006 έως 10.4.2008, από 27.9.2006 έως 28.4.2008 και από 13.9.2006 έως 19.5.2008, αντιστοίχως, τα οποία, όπως είχε γνωστοποιήσει στους ασφαλιστές, επρόκειτο να αγοράσει με το προϊόν της ασφαλιστικής αποζημίωσης, αν αυτή καταβαλλόταν εγκαίρως και πάντως εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την υποβολή της ασφαλιστικής της απαιτήσεως, όπως τα έσοδα αυτά προσδιορίζονται αναλυτικά στο δικόγραφο της αγωγής αυτής ανά πλοίο, ταξίδι, χρονική διάρκεια και ημερήσιο ναύλο και προκύπτουν από την αφαίρεση των κατά περίπτωση εξόδων (προμήθεια ναυλομεσίτη, κόστος ασφαλίστρων, τροφοεφοδίων  και ανταλλακτικών, αμοιβή διαχειρίστριας εταιρίας, μισθοδοσία πληρωμάτων κλπ) και αφετέρου από τη μεταπώλησή τους κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο του έτους 2008, την ευκαιρία της οποίας απώλεσε και, επικουρικώς, για την περίπτωση της μη μεταπωλήσεως των πλοίων και της εξακολούθησης της εκμεταλλεύσεώς τους από την ίδια έως τις 3.12.2010, 30.11.2010 και 6.10.2010 αντίστοιχα, των εσόδων που θα αποκόμιζε από αυτήν, τα οποία προσδιορίζει με τον ίδιο αναλυτικό τρόπο και ανέρχονται σε εκατόν σαράντα έξι εκατομμύρια εκατόν ογδόντα μία χιλιάδες οκτακόσια εβδομήντα πέντε δολάρια ΗΠΑ (146.181.875 $) και εκατόν σαράντα επτά εκατομμύρια εξακόσιες δεκατρείς χιλιάδες σαράντα τρία δολάρια ΗΠΑ και εβδομήντα πέντε σεντς (147.613.043,75 $) κατά την κύρια και την επικουρική βάση του αιτήματός της αντίστοιχα και 2] οι συνασφαλισμένες πέντε [5] πλοιοκτήτριες εταιρίες, που ζήτησαν την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστησαν επειδή i] επιβαρύνθηκαν με την καταβολή κατά το ασφαλιστικό έτος 2007 – 2008 ασφαλίστρων αυξημένων έναντι του παρελθόντος, συνεπεία της δυσφημήσεώς τους, συνολικού ύψους αντιστοίχως πεντακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα οκτώ δολαρίων ΗΠΑ (555.948 $) για την εταιρία με την επωνυμία …………., πλοιοκτήτρια του πλοίου GT, διακοσίων τριάντα έξι χιλιάδων τετρακοσίων δεκαοκτώ δολαρίων ΗΠΑ (236.418 $) για την εταιρία με την επωνυμία ………., πλοιοκτήτρια του πλοίου VJ, ενενήντα επτά χιλιάδων εκατόν εννέα δολαρίων ΗΠΑ (97.109 $) για την εταιρία με την επωνυμία …………, πλοιοκτήτρια του πλοίου Z., διακοσίων δεκαέξι χιλιάδων ογδόντα δύο δολαρίων ΗΠΑ (216.082 $) για την εταιρία με την επωνυμία ………., πλοιοκτήτρια του πλοίου TC και διακοσίων ενενήντα χιλιάδων επτακοσίων είκοσι πέντε δολαρίων ΗΠΑ (290.725 $) για την εταιρία με την επωνυμία ………., πλοιοκτήτρια του πλοίου PM και ii) υποβλήθηκαν σε δαπάνες για τη διενέργεια έκτακτης επιθεώρησης του πλοίου καθεμιάς, που κατέστη αναγκαία για την ανανέωση της ασφαλίσεώς του για το ασφαλιστικό έτος 2007 – 2008, οι οποίες ανήλθαν σε δέκα χιλιάδες εκατό δολάρια ΗΠΑ (10.100 $), επτά χιλιάδες τριακόσια ογδόντα δολάρια ΗΠΑ (7.380 $), επτά χιλιάδες τριακόσια σαράντα δολάρια ΗΠΑ (7.340 $), οκτώ χιλιάδες εξήντα δολάρια ΗΠΑ (8.060 $) και ένδεκα χιλιάδες τριακόσια δολάρια ΗΠΑ (11.300 $) για κάθε ενάγουσα αντίστοιχα και β] στα πλαίσια της Β αγωγής 1] η πλοιοκτήτρια του βυθισθέντος πλοίου …………, που ζήτησε την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστη επειδή δαπάνησε τα χρηματικά ποσά των εκατόν είκοσι επτά χιλιάδων εκατόν εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (127.166,74 €) και των εκατόν σαράντα μιας χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι πέντε δολαρίων ΗΠΑ και ογδόντα οκτώ σεντς (141.425,88 $), που κατέβαλε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας για την έκδοση από αυτή και τη διατήρηση σε ισχύ εγγυητικής επιστολής, δυνάμει της οποίας το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα εγγυήθηκε για τις υποχρεώσεις της έναντι της κυρίας του φορτίου και του ασφαλιστή του φορτίου του πλοίου αυτού κατά το χρόνο του ναυαγίου του, στην πληρωμή των οποίων υποχρεώθηκε λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων καθόσον, αν αυτή έλλειπε, οι ανάγκες της θα είχαν καλυφθεί ανέξοδα από τους ασφαλιστές ευθύνης του πλοίου και 2] η διαχειρίστρια του AT εταιρία ΟΜΕ, που υπέστη θετική ζημία επειδή κατέβαλε το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων σαράντα ευρώ (2.040 €) για την κάλυψη των εξόδων επιθεωρήσεως του τρόπου και των διαδικασιών λειτουργίας της, στην οποία υποχρεώθηκε από τους ασφαλιστές σκάφους και μηχανής των υπό τη διαχείρισή της πλοίων, μετά την ιστορούμενη δυσφήμησή της [και] από τους εναγομένους της Β αγωγής. Εξάλλου, ηθική βλάβη υποστήριξε ότι υπέστη κάθε ενάγων της Α αγωγής επειδή από τη δυσφημιστική συμπεριφορά των αντιδίκων του προσβλήθηκε, των μεν νομικών προσώπων η επαγγελματική τιμή και η μελλοντική συναλλακτική πίστη του, των δε φυσικών προσώπων η ατομική υπόληψη και για την ικανοποίηση της βλάβης αυτής ζητήθηκε το χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000 €) από καθέναν ενάγοντα, πλην του όγδοου, του ένατου και του δέκατου, που απαίτησαν προς τούτο έξι εκατομμύρια ευρώ (6.000.000 €), τέσσερα εκατομμύρια ευρώ (4.000.000 €) και πέντε εκατομμύρια ευρώ (5.000.000 €) αντίστοιχα. Κάθε απαίτηση στράφηκε καθ’ όλων των εναγομένων ως εις ολόκληρον ευθυνομένων για την ικανοποίησή της νομιμοτόκως από την επίδοση εκάστης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ των απαιτήσεων σε αλλοδαπό νόμισμα (δολάρια ΗΠΑ) η καταβολή ζητήθηκε σε ευρώ κατά την ισοτιμία των δύο [2] νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής άλλως κατ’ εκείνον της επελεύσεως εκάστης αντίστοιχης ζημίας. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά ζήτησαν οι ενάγοντες αμφοτέρων των αγωγών, όπως το αρχικώς καταψηφιστικό αίτημά τους περιορίστηκε στη συνέχεια παραδεκτώς, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεώς του αλλά και με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις τους, σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρα 223, 295 § 1 εδαφ. α και 297 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν σε καθέναν από αυτούς συνολικά τα ακόλουθα χρηματικά ποσά: α) στην εταιρία ……….. το ποσό του ενός εκατομμυρίου εκατόν είκοσι επτά χιλιάδων εκατόν εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (1.000.000 € + 127.166,74 € = 1.127.166,74 €), και το ισάξιο σε ευρώ κυρίως μεν εκατόν σαράντα έξι εκατομμυρίων τριακοσίων είκοσι τριών χιλιάδων τριακοσίων δολαρίων ΗΠΑ και ογδόντα οκτώ σεντς (146.181.875 $ + 141.425,88 $ = 146.323.300,88 $) και επικουρικώς εκατόν σαράντα επτά εκατομμυρίων επτακοσίων πενήντα τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα εννέα δολαρίων ΗΠΑ και εξήντα τριών σεντς (147.613.043,75 $ + 141.425,88 $ = 147.754.469,63 $), β) στην εταιρία ………….. το ποσό του ενός εκατομμυρίου δέκα χιλιάδων εκατό ευρώ (1.000.000 € + 10.100 € = 1.010.100 €) και το ισάξιο σε ευρώ πεντακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ (555.984 $), γ) στην εταιρία …………….., το ποσό του ενός εκατομμυρίου επτά χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ευρώ (1.000.000 € + 7.380 € = 1.007.380 €) και το ισάξιο σε ευρώ διακοσίων τριάντα έξι χιλιάδων τετρακοσίων δεκαοκτώ δολαρίων ΗΠΑ (236.418 $), δ) στην εταιρία ……………… το ποσό του ενός εκατομμυρίου επτά χιλιάδων τριακοσίων σαράντα ευρώ (1.000.000 € + 7.340 € = 1.007.340 €) και το ισάξιο σε ευρώ ενενήντα επτά χιλιάδων εκατόν εννέα δολαρίων ΗΠΑ (97.109 $), ε) στην εταιρία …………., το ποσό του ενός εκατομμυρίου οκτώ χιλιάδων εξήντα ευρώ (1.000.000 € + 8.060 € = 1.008.060 €) και το ισάξιο σε ευρώ διακοσίων δεκαέξι χιλιάδων ογδόντα δύο δολαρίων ΗΠΑ (216.082 $), στ) στην εταιρία …………… το ποσό του ενός εκατομμυρίου ένδεκα χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (1.000.000 € + 11.300 € = 1.011.300 €) και το ισάξιο σε ευρώ διακοσίων ενενήντα χιλιάδων επτακοσίων είκοσι πέντε δολαρίων ΗΠΑ (290.725 $), ζ) στην εταιρία …………… το ποσό του ενός εκατομμυρίου δύο χιλιάδων σαράντα ευρώ (1.000.000 € + 2.040 € = 1.002.040 €), η) στον …………. το ποσό των έξι εκατομμυρίων ευρώ (6.000.000 €), θ) στον …….. το ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ (4.000.000 €), ι) στον ………….. το ποσό των πέντε εκατομμυρίων ευρώ (5.000.000 €), ια) στον . …. το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000 €), ιβ) στον ……… το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000 €), ιγ) στον ……….. το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000 €) και ιδ) στη …………. το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000 €).

Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι εναγόμενοι συνομολόγησαν τις ιδιότητες με τις οποίες κάθε διάδικος μετέχει στην αντιδικία, όπως και τη σύναψη και την εξέλιξη των ασφαλιστικών συμβάσεων που αποτελούν το ιστορικό υπόβαθρό της, αρνήθηκαν όμως τα παραγωγικά της ευθύνης τους γεγονότα, όπως αυτά είχαν εκτεθεί στις αγωγές και ορισμένοι από αυτούς αμφισβήτησαν ρητά τη διεθνή δικαιοδοσία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενοι ότι οι ένδικες αξιώσεις υπάγονται στη δικαιοδοσία του High Court of Justice στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου δυνάμει ειδικής συμφωνίας παρεκτάσεώς της που περιελήφθη για όλους μεν τους διαδίκους στα συμφωνητικά συμβιβασμού που τερμάτισαν τις δίκες για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης στην Αγγλία, για δε τις διάδικες εταιρίες και στις ασφαλιστικές συμβάσεις και ότι για το ζήτημα αυτό υφίσταται δεδικασμένο από αποφάσεις των αγγλικών Δικαστηρίων, την αναγνώριση του οποίου ζήτησαν παρεμπιπτόντως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι άπαντες οι εναγόμενοι αμφοτέρων των αγωγών είχαν προβάλει προ παντός άλλου ισχυρισμού τους (δηλαδή παραδεκτώς) την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, την οποία ακολούθως δέχθηκε ως βάσιμη και για το λόγο αυτό απέρριψε ως απαράδεκτη τη Β αγωγή στο σύνολό της και την Α αγωγή κατά το μέρος της που ασκήθηκε από τις εταιρίες ……….. και OME και στράφηκε εναντίον όλων των εναγομένων. Η εκκαλουμένη άντλησε δεδικασμένο από την από 26.9.2014 και με αριθμό [2014] EWHC 3068 (Comm) απόφαση του Δικαστή του Ανώτερου Δικαστηρίου του Λονδίνου ……. στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις με αριθμούς φακέλου …/2006 και ……../2011, με την οποία επιδικάστηκε σε βάρος των ως άνω εταιριών και υπέρ των ασφαλιστών του πλοίου AT και των προστηθέντων τους αποζημίωση για παραβίαση της ρήτρας παρεκτάσεως που είχε περιληφθεί στα συμφωνητικά συμβιβασμού και στις ασφαλιστικές συμβάσεις και πραγματοποιήθηκε με την έγερση των ενδίκων αγωγών, το οποίο (δεδικασμένο) αναγνώρισε εν μέρει ως προς μόνες τις διατάξεις της αλλοδαπής απόφασης που αφορούσαν στην αναγνώριση ευθύνης για παράβαση της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας του αγγλικού Δικαστηρίου, απορρίπτοντας ταυτόχρονα κάθε ισχυρισμό των εναγόντων περί της συνδρομής κωλυμάτων κατά τον ΚανΒρΙ που εμπόδιζαν την αναγνώριση αυτή. Ακολούθως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία ως προς τους λοιπούς ενάγοντες της Α αγωγής και το σύνολο των δι’ αυτής εναγομένων, που δεν υπήρξαν διάδικοι στην αγγλική δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση του Δικαστή ….. ούτε τα υποκειμενικά όρια του από αυτήν παραγόμενου δεδικασμένου μπορούσαν να διευρυνθούν τόσο όσο να τους καταλάβουν και, στη συνέχεια, θεώρησε την αγωγή αυτή παραδεκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 37 § 1 ΚΠολΔ και νόμιμη κατά τις περί αδικοπρακτικής ευθύνης διατάξεις του ελληνικού δικαίου, το οποίο έκρινε εφαρμοστέο (άρθρα 57, 59, 71, 299, 281, 288, 346, 914, 919, 922, 932 ΑΚ και 45, 46, 47, 363 ΠΚ), μόνον όμως κατά το μέρος της που είχε ασκηθεί από τους …….. υπό την ιδιότητά τους ως νομίμων εκπροσώπων της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας του πλοίου AT εναντίον όλων των εναγομένων, δεδομένου ότι ως προς μεν τις αξιώσεις που ηγέρθησαν από τις συνασφαλισμένες εταιρίες …………. και τους νομίμους εκπροσώπους τους κατά των εναγομένων διαπίστωσε έλλειψη νομιμοποιήσεως τόσον ενεργητικής όσον και παθητικής, με αποτέλεσμα να απορρίψει ως απαράδεκτη την αγωγή κατά το μέρος της που ασκήθηκε από τις εταιρίες αυτές και τα μέλη των διοικήσεών τους. Εν τέλει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διαπίστωσε τη βασιμότητα των αποκαταστατικών της ηθικής τους βλάβης αξιώσεων μόνον του ………. και του …………. και για το λόγο αυτό με την εκκαλούμενη απόφασή του αναγνώρισε την υποχρέωση των ήδη εκκαλούντων της Β έφεσης να καταβάλουν εις ολόκληρον για την αιτία αυτή στον πρώτο από αυτούς το χρηματικό ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) και στο δεύτερο το χρηματικό ποσό των εβδομήντα χιλιάδων ευρώ (70.000 €), απορρίπτοντας την Α αγωγή κατά τα λοιπά ως αβάσιμη.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες με τις ένδικες εφέσεις τους και, με την επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων,  υποβάλλει ο καθένας τους αίτημα καθολικής εξαφανίσεώς της, με σκοπό την αναδίκαση των αγωγών και τη συνολική παραδοχή ή απόρριψή τους αντιστοίχως.

ΙΙΙ. Επί διαφορών ιδιωτικού δικαίου, αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, που εισάγονται προς εκδίκαση σε ελληνικό δικαστήριο μετά την 1η.3.2002 και εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας, επαφής δηλαδή με περισσότερες έννομες τάξεις, όπως συμβαίνει συνήθως όταν τα υποκείμενα της αντιδικίας έχουν διαφορετική κατοικία ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, εδρεύουν σε διαφορετικές χώρες, η διεθνής δικαιοδοσία του forum ρυθμίζεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 της 22ας.12.2000 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 12/16.1.2001), που ονομάζεται και Κανονισμός Βρυξέλλες Ι («ΚανΒρΙ») επειδή αποτελεί συνέχεια της προϊσχύσασας από 27.9.1968 Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών [που είχε κυρωθεί με το Ν. 1814/1988], όπως αυτή τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε στην συνέχεια με μεταγενέστερες Συμβάσεις [που κυρώθηκαν με το Ν. 2004/1992], εξακολουθεί δε να ισχύει και μετά την αντικατάστασή του από τον Κανονισμό 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης.12.2012 («ΚανΒρΙα») «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 351/20.12.2012), το χρονικό πεδίο εφαρμογής του οποίου, κατά το άρθρο 66 § 1 αυτού, καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκούνται κατά και μετά την 10η.1.2015 (ΔΕΕ 6.6.2019, C – 361/18, ……. κατά ……….., curia.europa.eu [ψηφιακή συλλογή], σκέψη 9, Α. Άνθιμος, Τροποποιήσεις στο κεφάλαιο για την αναγνώριση και εκτέλεση, σε Αρμ. 2013/2079 επομ.). Για όσες υποθέσεις υπάγονται ακόμα ratione temporis σ’ αυτόν, ο Κανονισμός 44/2001, ως πράξη του παράγωγου [τότε κοινοτικού και πλέον] ενωσιακού δικαίου με γενική ισχύ, αναπτύσσει πλήρη δεσμευτικότητα και κατά το άρθρο 189 ΣΕΚ παράγει άμεσες έννομες συνέπειες στα δικαιϊκά συστήματα των κρατών μελών, έχοντας αυξημένη τυπική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1521/2013, ΧρΙΔ 2014/284 = ΕΠολΔ 2014/715), θέτει δε κανόνες, που ο εθνικός δικαστής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς τον οποίο αποτελεί ημεδαπό και όχι αλλοδαπό δίκαιο, οφείλει να εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως με την έναρξη της δίκης αλλά και σε κάθε στάση της, κατά παραμερισμό των αντίστοιχων εθνικών δικονομικών κανόνων (ΕφΠειρ. 25/2003, ΔΕΕ 2003/634 = ΧρΙΔ 2004/250 = Αρμ. 2003/1153, Β. Κιάντος, Ιδιωτικό Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου, 2005, σελ. 1109), πολύ περισσότερο όταν αυτοί θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου (ΔΕΚ 15.5.1990, C – 365/88, ……… κατά ……., Συλλογή 1990.I.1845, σκέψη 20). Ερμηνευτικά βοηθήματα για την εφαρμογή της Σύμβασης των Βρυξελλών αποτέλεσαν αρχικώς οι αιτιολογικές εκθέσεις που συντάχθηκαν πριν τη θέσπισή της (έκθεση Jenard: EE C 59/1 – 65, 66 – 70 της 5ης.3.1979) και πριν από τις διαδοχικές προσχωρήσεις νέων μελών στα κράτη που αρχικώς συμβλήθηκαν (έκθεση Schlosser, για την προσχώρηση της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου το έτος 1978: ΕΕ C 59/71 – 151 της 5ης.3.1979, έκθεση Ευρυγένη – Κεραμέως, για την προσχώρηση της Ελλάδας το έτος 1988: ΕΕ C 298/1 – 27 της 24ης.11.1986 και έκθεση Almeida Cruz/Desantes Real για την προσχώρηση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας το έτος 1986: ΕΕ C 189/35 – 55 της 28ης.7.1990) και στη συνέχεια, μετά την αντικατάσταση της Συμβάσεως από τους Κανονισμούς 44/2001 και 1215/2012 οι αιτιολογικές σκέψεις που περιλαμβάνονται στα προοίμιά τους, χωρίς, όμως, να έχουν δεσμευτική [κανονιστική] ισχύ. Πάντως, για την αυθεντική ερμηνεία της Συμβάσεως των Βρυξελών αρμοδιότητα τα συμβαλλόμενα κράτη προσένειμαν με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου του Λουξεμβούργου της 3ης.6.1971 στο [τότε] Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) και ήδη, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στα τέλη του έτους 2009, Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), που τη διατηρεί και όσον αφορά τους διάδοχους της Σύμβασης των Βρυξελλών Κανονισμούς (Κ. Κεραμέας, Ο κοινοτικός κανονισμός 44/2001 για την εκτέλεση και το ελληνικό δίκαιο της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών αποφάσεων, σε Αρμ. 2003/1069 επομ., ο ίδιος, Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων και η εφαρμογή της στην Ελλάδα, ΝοΒ 1990/1281 = ΕΕΕυρΔ 1990/579 = Νομικές Μελέτες ΙΙ, σελ. 629). Η κύρια ερμηνευτική μέθοδος που ανέπτυξε το Δικαστήριο, που εδρεύει στο Λουξεμβούργο, είναι η αρχή της αυτόνομης ερμηνείας των κανόνων της διεθνούς δικαιοδοσίας, το βασικό χαρακτηριστικό της οποίας συνίσταται στο ότι οι όροι που απαντούν στις σχετικές διατάξεις και οι οποίοι ενδέχεται να έχουν διαφορετικό περιεχόμενο στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, συγκροτούνται ως προς το εννοιολογικό τους περιεχόμενο αυτοτελώς, με αναγωγή κυρίως στο σύστημα και στην τελολογία αρχικώς της Συμβάσεως και στη συνέχεια των Κανονισμών, που αποσκοπούν στη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικονομικού χώρου, ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά τους (ΔΕΚ 19.1.1993, C – 89/91, ……….. κατά …………………., Συλλογή 1993.Ι.186, σκέψη 13, βλ. και Χ. Παμπούκη – Χ. Μεϊδάνη, σε Χ. Παμπούκη, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, 2009, αρ. 2891, σελ. 1323). Η αυτόνομη ερμηνεία των διατάξεων εκάστου Κανονισμού είναι μάλιστα δυνατό να καταλήξει ακόμα και σε παραμερισμό των εθνικών δικονομικών κανόνων, αν η εφαρμογή τους οδηγεί σε ανεπιεική για το σύστημά του αποτελέσματα (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, γενική εισαγωγή, αρ. 68 επομ., σελ. 30 επομ.). Για τη διασφάλιση της συνέχειας και της συνοχής της ερμηνευτικής προσέγγισης των διατάξεων του ΚανΒρΙ σε σχέση με εκείνες της Σύμβασης των Βρυξελλών, για την ανάγκη της οποίας γίνεται ρητή αναφορά στην 19η αιτιολογική σκέψη του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως επισημάνει ότι η μέχρι την εισαγωγή του διαμορφωθείσα νομολογία του ισχύει και για τις διατάξεις του Κανονισμού, εφόσον οι διατάξεις των δύο αυτών νομοθετημάτων, ακόμα και αν δεν έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο, μπορούν εντούτοις να χαρακτηριστούν ως αντίστοιχες ή ισοδύναμες (ΔΕΕ 23.10.2014, C – 302/13, flyLAL -…… κατά ………. κλπ, στην ψηφιακή συλλογή που ανευρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση curia.europa.eu, σκέψη 25, ΔΕΕ 18.72013, C – 147/12, ÖFAB, ……… κατά ……….., ψηφιακή συλλογή = ΕΠολΔ 2014139, με παρατηρήσεις Ε. Βασιλακάκη, σκέψη 28, ΔΕΚ 23.4.2009, C – 533/07, ……… κατά …….., Συλλογή 2009.Ι.3327, σκέψεις 48 επομ. = Αρμ. 2010/142, με παρατ. Ε. Βασιλακάκη) και το ίδιο ισχύει και ως προς τις διατάξεις του ΚανΒρΙα σε σχέση προς τις συναφείς προγενέστερες (αιτιολογική σκέψη 34 του Κανονισμού 1215/2012, βλ. και ΔΕΕ 20.12.2017, C – 649/16, ……… κατά ………. κλπ, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 23). Πάντως, ο Κανονισμός 44/2001, αν και ρυθμίζει θεμελιώδη ζητήματα του αστικού δικονομικού δικαίου των κρατών μελών, εντούτοις δεν επιδιώκει τη γενικότερη ενοποίηση των εθνικών δικονομικών δικαίων (ΔΕΚ 5.2.2004, C – 18/02, ……….. κατά ……………, Συλλογή 2004.Ι.1417, σκέψη 23, ΔΕΚ 6.6.2002, ………. κατά …………., Συλλογή 2002, σ. Ι-4995, σκέψη 43) αλλά μόνο την εναρμόνισή τους για πρακτικούς λόγους και, συγκεκριμένα, προκειμένου να εξομαλυνθεί η πολλαπλότητα και η διαφορετικότητα των ρυθμίσεων των εννόμων τάξεων που απαντούν στον ευρωπαϊκό χώρο (Β. Χριστιανός, Ευρωπαϊκή Κοινότητα και δικονομική εναρμόνιση, σε ΝοΒ 2006/1667 επομ.). Πρωταρχικός στόχος του ΚανΒρΙ, όπως πανηγυρικά διακηρύσσεται στις με αριθμούς 2 και 6 αιτιολογικές του σκέψεις, είναι η επίτευξη της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, μελών της τότε Κοινότητας και ήδη Ένωσης, ως τμήμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των αγαθών, δια της απλουστεύσεως των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεσή τους στο έδαφος άλλου κράτους από εκείνο τα δικαστήρια του οποίου τις εξέδωσαν (ΑΠ 1028/2009, ΕΠολΔ 2010/51). Προϋπόθεση αυτής είναι η κατανομή της διεθνούς δικαιοδοσίας στη βάση ομοιόμορφων κανόνων με υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας, των οποίων η ορθή εφαρμογή θα εξασφαλιστεί με την επίδειξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης (αιτιολογική σκέψη 16) στα δικαιϊκά συστήματα των κρατών μελών και στα δικαστικά τους όργανα (ΔΕΕ 4.5.2010, C – 588/08, …….. κατά …….., Συλλογή 2010.Ι.4107, σκέψη 49, Χ. Παπαδημητρίου, Η δικαστική προστασία στο κοινοτικό δίκαιο, σε ΕφΑΔ 2010/168 επομ.). Για το λόγο αυτό στο Κεφάλαιο ΙΙ του Κανονισμού προτάσσεται η κατάστρωση της διεθνούς δικαιοδοσίας, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η αναγνώριση και η εκτέλεση των αποφάσεων, που ως αντικείμενο των ρυθμίσεών του έπεται νομοτεχνικά. Κατά το άρθρο 32 ως αποφάσεις δυνάμενες να αναγνωριστούν νοούνται όλες, όχι κατ’ ανάγκη μόνον τελεσίδικες, οι αποφάσεις με ενωσιακή ιθαγένεια (ΤριμΕφΘεσ. 1927/2012, Αρμ. 2013/1503, με παρατ. Α. Άνθιμου = ΕΠολΔ 2014/93, με παρατ. Π. Γιαννόπουλου, ΕφΛαρ. 157/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΔΣΑ Ισοκράτης), εκείνες δηλαδή που προέρχονται από δικαιοδοτικό όργανο κράτους μέλους, που περιβάλλεται με θεσμοθετημένα εχέγγυα ανεξαρτησίας και εκδίδονται στα πλαίσια έννομα ρυθμισμένης διαδικασίας (πρβλ ΑΠ 496/1994, ΝοΒ 1995/552), ανεξάρτητα από την ονομασία τους και το είδος της διαδικασίας κατά την οποία εκδόθηκαν, αρκεί να εμπίπτουν στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του ΚανΒρΙ, να αφορούν δηλαδή σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (ΔΕΚ 14.10.2004, C – 39/02,  ………… κατά …………., Συλλογή 2004.Ι.9657, σκέψη 46, ΔΕΚ 2.6.1994, C – 414/92, Solo Kleinmotoren, Συλλογή 1994.Ι.2237, σκέψη 17) και να έχουν εκδοθεί στο πλαίσια κατ’ αντιμωλία, ή έστω δυνατότητας κατ’ αντιμωλία, συζητήσεως της υπόθεσης (ΔΕΕ 15.3.2012, C – 292/10, .. κατά ………….., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 59, ΔΕΕ 17.11.2011, C – 327/10, ……….. κατά …………, Συλλογή 2011. I.11543, σκέψη 52, ΔΕΚ 21.5.1980, C – 125/79, ………. κατά …………., Συλλογή 1980.1553, σκέψη 13). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής «απόφαση» αποτελεί πρωταρχικά εκείνη που αποφαίνεται για την ουσία της υπόθεσης, η οποία χαρακτηρίζεται από την άσκηση εξουσίας εκτίμησης των πραγμάτων εκ μέρους του δικαιοδοτικού οργάνου που την εξέδωσε (Κ. Βουλγαράκης, Η διαιτησία υπό το φως της ευρωπαϊκής επιρροής στο δικονομικό δίκαιο, 2018, σελ. 81), όμως σε αναγνώριση υπόκεινται και οι αποφάσεις που κρίνουν επί δικονομικού ζητήματος και, για παράδειγμα, απορρίπτουν την αγωγή για έλλειψη κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (Ε. Σαχπεκίδου, ο.π., άρθρο 2, αρ. 2 – 6, σελ. 78 – 81, Κ. Κεραμέας, σε Κ. Κεραμέως/Γ. Κρεμλή/Χ. Ταγαρά, Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων όπως ισχύει στην Ελλάδα – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 1989, άρθρο 25, αρ. 3, σελ. 206, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, 2005, § 96, αρ. 19, σελ. 744). Στο πλάτος της έννοιας «απόφαση» περιλαμβάνονται και οι διαταγές που εκδίδει αγγλικό δικαστήριο, υπό τη μορφή των orders ή των injunctions. Οι πρώτες (orders of the Court), με τις οποίες επιλύονται προκαταρκτικά ή παρεπόμενα ζητήματα που ανάγονται στη διαδικασία προς έκδοση ή προς εκτέλεση της τελειωτικής απόφασης, εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια των δικαστικών αποφάσεων (decisions) και διακρίνονται από τις αποφάσεις υπό στενή έννοια (judgements), οι οποίες επιλύουν τελειωτικά τη διαφορά που έχει εισαχθεί στο δικαστήριο (Κ. Κεραμέας, Εκτέλεση στην Ελλάδα αγγλικών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων, Δύο γνωμοδοτήσεις, σε Δνη 1985/382 επομ.). Όταν αντιμετωπίζουν ζητήματα της διαδικασίας ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων οι orders αποτελούν ρυθμιστικά δικονομικά μέτρα, ενώ όταν εκδίδονται στο πλαίσιο εκτελέσεως της βασικής δικαστικής απόφασης αφενός διαγιγνώσκουν την ευθύνη του εναγομένου προς καταβολή του επιδικασθέντος ποσού και αφετέρου επιτάσσουν την εκτέλεσή της με απειλή χρήσεως βίας και κρατικού καταναγκασμού, καθώς απειλούν τον οφειλέτη με πρόστιμα και ποινικές κυρώσεις για την περίπτωση που δεν θα συμμορφωθεί προς το περιεχόμενό της (Ν. Νίκας, Ζητήματα από την εκτέλεση αγγλικής διαταγής [order] στην Ελλάδα κατά τον Κανονισμό 44/2001 [Βρυξέλλες Ι], ΕΠολΔ 2013/753 επομ.). Αντιθέτως, οι injunctions αποτελούν μέτρα προσωρινής δικαστικής προστασίας [Α. – Μ. Ιωαννίδη, Η αγγλική διαταγή freezing order, σε ΕΠολΔ 2012/285 επομ., Μ. Πρωίου, Ζητήματα ευρωπαϊκού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου απορρέοντα από αγγλικά μέτρα προσωρινής δικαστικής προστασίας (freezing injunction, anti-suit injunction, receivership order), σε ΕφΑΔ 2009/1175 επομ., Χ. Τριανταφυλλίδης, Τα ασφαλιστικά μέτρα υπό τον Κανονισμό (ΕΚ) 1215/2012, σε Αρμ. 2015/1829 επομ., ο ίδιος, Τα ασφαλιστικά μέτρα στις διεθνείς ιδιωτικές μεταφορές, 2008, σελ. 41 – 65] και αποσκοπούν να υποχρεώσουν τον καθ’ ου διάδικο είτε σε ενέργεια ορισμένης πράξης (mandatory injunctions) είτε σε παράλειψή της (prohibitory injunctions). Υπό την έννοια αυτή, των ασφαλιστικών μέτρων, γίνονται οι injunctions αντιληπτές και από το ΔΕΕ, που τις θεωρεί αποφάσεις (ΔΕΚ 2.4.2009, C – 394/07, ……… κατά . ………, Συλλογή 2009.Ι.2563, σκέψεις 23 και 42), ανεξαρτήτως αν ορισμένες από αυτές (τις λεγόμενες αντιαγωγικές διαταγές – anti-suit injunctions) τις αποκρούει ως μη συμβατές με τον ΚανΒρΙ, όπως και πιο κάτω αναλυτικότερα θα εκτεθεί. Πάντως δεκτικές αναγνωρίσεως υπό τους όρους του ΚανΒρΙ είναι οι αποφάσεις των αγγλικών δικαστηρίων (judgements και orders), με τις οποίες κρίνεται το ζήτημα της συμβατικής ευθύνης προς αποζημίωση λόγω άσκησης αγωγής κατά παράβαση ρήτρας αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας ενώπιον δικαστηρίου άλλου από το prorogatum αγγλικό και είτε επιδικάζεται αποζημίωση εν στενή έννοια (equitable damages) βάσει του δικαίου της επιείκειας, συνιστάμενη κυρίως στα δικαστικά έξοδα ενώπιον της αλλοδαπής δικαιοδοσίας είτε διατάσσεται ειδική εκτέλεση (specific performance), για εκπλήρωση της σύμβασης με την οποία είχε αναληφθεί η υποχρέωση προς παράλειψη εναγωγής σε άλλο forum, με τη μορφή της παραιτήσεως από το αγωγικό δικόγραφο στο forum αυτό (περί τούτων βλ. Κ. Βουλγαράκη, Προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης προς αποζημίωση λόγω άσκησης αγωγής ενώπιον κρατικού δικαστηρίου κατά παράβαση διαιτητικής συμφωνίας, Διαιτησία 2019/ 1 επομ. [6 – 11], Dicey, Morris and Collins on The Conflicts of Laws, v. 1, 2018, rule 39, § 12 – 164, σελ. 639). Οι αποφάσεις αυτές παράγουν εμμέσως σαφή αντιαγωγικά αποτελέσματα, αφού εμφανίζονται ως η άλλη όψη της αντιαγωγικής διαταγής (anti-suit injunction), με την οποία το αγγλικό δικαστήριο διατάσσει συγκεκριμένο πρόσωπο να απόσχει από δίκη σε τρίτο κράτος, είναι, όμως, για λόγους στους οποίους θα γίνει αναφορά στη συνέχεια, ανεκτές κατά το ενωσιακό δίκαιο και η αναγνώρισή τους είναι, υπό την επιφύλαξη της δημόσιας τάξης στο κράτος υποδοχής, καταρχήν δυνατή. Ως αναγνώριση της απόφασης δικαστηρίου ενός κράτους μέλους σε άλλο νοείται η επέκταση της ισχύος των συνεπειών της στην επικράτεια του κράτους αναγνωρίσεως, η οποία επέρχεται αυτοδικαίως (ipso jure), δηλαδή χωρίς την παρεμβολή δικαστικής διαδικασίας (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η έδρα των νομικών προσώπων κατά τα άρθρα 60 § 1 Καν. 44/2001, 10 ΑΚ και 25 ΚΠολΔ – Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας ενδοκοινοτικής αποφάσεως κατά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρίας με πραγματική έδρα στην Ελλάδα, γνμδ σε ΕΠολΔ 2012/36 επομ. [43]) και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, μπορεί να λάβει χώρα είτε κυρίως (άρθρο 33 σημ. 2) είτε παρεμπιπτόντως (άρθρο 33 σημ. 3 του ΚανΒρΙ). Κύρια (δικονομική) έννομη συνέπεια της ενδοκοινοτικής απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της αναγνωρίσεώς της κατά τον εν λόγω Κανονισμό είναι το δεδικασμένο που εκλύεται από αυτήν. Ως προς την έννοιά του, που δεν είναι πάντως κρίσιμη για την εφαρμογή του ΚανΒρΙ, αφού για την αναγνώριση ενδοκοινοτικής απόφασης δεν απαιτείται τέτοιος βαθμός δικονομικής ωριμότητας, το ΔΕΚ έχει κρίνει αφενός ότι η ανάγκη διασφάλισης τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλει να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, μετά την εξάντληση των προβλεπόμενων στα εθνικά δίκαια ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκησή τους (ΔΕΕ 29.3.2011, C – 352/09, ………… κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Συλλογή 2011.I.2359, σκέψη 123, ΔΕΚ 16.3.2006, C ‑ 234/04, …….. κατά …………., Συλλογή 2006.I.2585, σκέψη 20) και, αφετέρου, ότι «το δεδικασμένο καλύπτει μόνον τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία επιλύθηκαν πράγματι ή κατ’ αναγκαία συναγωγή με την επίμαχη δικαστική απόφαση», καθώς και ότι «το δεδικασμένο δεν καλύπτει μόνον το διατακτικό της αποφάσεως αυτής αλλά εκτείνεται και στο σκεπτικό της που αποτελεί την απαραίτητη βάση του διατακτικού της με το οποίο είναι, ως εκ τούτου, αδιαχώριστο» (ΔΕΕ 19.4.2012, C – 221/10 P., ………… κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 87, ΔΕΚ 1.6.2006, C ‑ 442/03 P. και C ‑ 471/03 P., ……… κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006.I.4845, σκέψη 44). Το δεδικασμένο της ενδοκοινοτικής απόφασης αναγνωρίζεται στα αντικειμενικά και στα υποκειμενικά όρια που διαγράφονται καταρχήν από τις δικονομικές ρυθμίσεις του κράτους εκδόσεώς της (Ν. Νίκας, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 36, αρ. 1 – 5, σελ. 524 επομ., ο ίδιος, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 12, αρ. 1, σημ. 1, σελ. 263, § 13, αρ. 66, σημ. 183, σελ. 305 και § 20, αρ. 83 επομ., σελ. 459 επομ., Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙΙ, Η Διεθνής Αναγκαστική Εκτέλεση, 2006, § 77, αρ. 16, σελ. 281, Γ. Κρεμλής, σε Κ. Κεραμέως/Γ. Κρεμλή/Χ. Ταγαρά, Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων όπως ισχύει στην Ελλάδα –  Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 1989, άρθρο 26, αρ. 1, σελ. 210, ο ίδιος, Η αναγνώριση αλλοδαπών αποφάσεων, σε ΕΕΕυρΔ 1990/733 επομ., Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, ανατύπωση β΄ έκδοσης [1985], άρθρο 904, § 37, σελ. 100, Κ. Βουλγαράκης, Προς μια ευρωπαϊκή αυτόνομη ερμηνεία της έννοιας του δεδικασμένου; Σε ΕΠολΔ 2013/775 επομ. [778]), ο ίδιος, Τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου των αποφάσεων που κρίνουν επί διεθνούς δικαιοδοσίας σύμφωνα με τον κανονισμό 1215/2012, σε ΕΠολΔ 2020/18 επομ. [19]), όπως, άλλωστε, υπό την ισχύ της Σύμβασης των Βρυξελλών, έχει δεχθεί και το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου (ΔΕΚ 4.2.1988, C – 145/86, ……….. κατά …………., Συλλογή 1986.645, σκέψεις 10 – 11), το οποίο με αναφορά στη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη (αιτιολογική έκθεση Jenard, υπό το άρθρο 26, έτσι και οι εκθέσεις Schlosser, § 190 και Ευρυγένη/Κεραμέως, § 75, τις σχετικές περικοπές των οποίων βλ. και σε Ν. Νίκα, Οι Συμβάσεις Βρυξελλών και Λουγκάνο, 1998, σελ. 240, 348 και 403 αντίστοιχα), έκρινε ότι «η αναγνώριση πρέπει να έχει ως συνέ­πεια να προσδίδει στις αποφάσεις το κύρος και την αποτελεσματικότητα που απο­λαύουν στο κράτος εκδόσεώς τους». Πρόκειται για τη νομολογιακή εφαρμογή της [κρατούσας και στην Ελλάδα: ΑΠ 1882/2014, ΕΠολΔ 2015/60, με παρατηρήσεις Ι. Μαντζουράνη] θεωρίας της επεκτάσεως των ενεργειών της ενδοκοινοτικής απόφασης, την ισχύ της οποίας το Δικαστήριο επιβεβαίωσε και σε μεταγενέστερες αποφάσεις του (ΔΕΕ 4.10.2018, Società Immobiliare Al Bosco Srl, C – 379/17, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 40, ΔΕΚ 29.4.1999, …….. κατά ………….., C – 267/97, Συλλογή 1999.Ι.2543, σκέψη 23), σχετικοποιώντας, πάντως, τα όριά της στο επίπεδο της εκτελεστότητας, για τα οποία έθεσε διπλό περιορισμό (Β. Μαραζοπούλου, Υπερεδαφική εκτέλεση κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2015, σελ. 63) με την παραδοχή ότι «Εντούτοις δεν υπάρχει λόγος να προσδίδονται σε δικαστικές αποφάσεις, κατά την εκτέλεσή τους, ιδιότητες που στερούνται στο κράτος μέλος προελεύσεως ή αποτελέσματα τα οποία δεν θα παρήγε ομοειδής απόφαση που θα εκδιδόταν απευθείας στο κράτος μέλος εκτελέσεως» (ΔΕΕ 13.10.2011, ……… κατά ……….., C – 139/10, Συλλογή 2011.Ι.9511, σκέψη 38 και ΔΕΚ 28.4.2009, ……….. κατά ………. και …….., C – 420/07, Συλλογή 2009.Ι.3571, σκέψη 66 = ΕΠολΔ 2009/407, για την απόφαση αυτή βλ. και Ε. Σαχπεκίδου, Υποθέσεις ακινήτων Ελληνοκυπρίων στη Βόρεια Κύπρο ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε ΕΠολΔ 2009/288 επομ.). Το δεύτερο σκέλος του περιορισμού αυτού, σύμφωνα με το οποίο οι έννομες συνέπειες που προσδίδει στην εκτελεστότητα το δίκαιο του κράτους έκδοσης της προς εκτέλεση αποφάσεως δε μπορεί να είναι περισσότερες από εκείνες που το δίκαιο του κράτους της εκτελέσεως ανέχεται  και, αν είναι, περιστέλλονται κατά την εκτέλεση εντός των εδαφικών ορίων της κυριαρχίας του, αποκτά καίρια έννομη σημασία στο ζήτημα των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας, τα οποία, υπό το αυτόνομο ελληνικό δίκαιο, ταυτίζονται με αυτά του δεδικασμένου (άρθρα 325 επομ. και 909 ΚΠολΔ). Έτσι, στο ζήτημα αυτό, φαίνεται να συμπίπτουν οι αξιολογήσεις του ενωσιακού (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας των αλλοδαπών αποφάσεων κατά εταιριών που στο ελληνικό δίκαιο εξομοιώνονται με ομόρρυθμες, σε ΕφΑΔ 2012/1035 επομ. [1042]) και του ημεδαπού δικονομικού δικαίου, στα πλαίσια του οποίου γίνεται δεκτό ότι για τον καθορισμό των υποκειμενικών ορίων δεδικασμένου και εκτελεστότητας εφαρμόζεται και το ελληνικό δίκαιο (ως το δίκαιο του τόπου της αναγνωρίσεως ή της εκτελέσεως), το οποίο δεν επιτρέπει την εκτέλεση αποφάσεως εναντίον προσώπου που δε συμμετείχε στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η εκτελεστέα απόφαση (ΑΠ 1038/1973, ΝοΒ 1974/639, Γ. Μητσόπουλος/Ε. Ποδηματά, Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου διαιτητικής αποφάσεως, γνμδ σε ΝοΒ 2007/1267 επομ. [1273], Γ. Ράμμος, Τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου αλλοδαπής αποφάσεως εν ημεδαπή, Εράνιον προς Γεώργιον Σ. Μαριδάκην, 1963, σελ. 463 επομ.), επειδή στα πλαίσια της ημεδαπής έννομης τάξης δέσμευση από το δεδικασμένο είναι ανεκτή μόνον εις βάρος όσων είχαν πραγματική δυνατότητα, ιδίως υπό την ισχύ του συζητητικού συστήματος, να αναπτύξουν τις απόψεις τους ενώπιον του δικαστηρίου και να επηρεάσουν έτσι τη διαμόρφωση του περιεχομένου της απόφασης (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 25, σελ. 490, Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 328, Δ. Τσικρικάς, Η αναγνώριση αλλοδαπών διαδικασιών αναγκαστικής εκτελέσεως επί πλοίου, σε ΕφΑΔ 2015/19 επομ. [22], Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Σ. Κουσούλης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 323, αρ. 3, σελ. 646, Ν. Νίκας, Επέκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου στο φορέα του δικαιώματος από δίκες που διεξήγαγε ο μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος, σε Δ 1983/386 επομ. [387]). Όσον αφορά το ευρωπαϊκό δίκαιο, η θέση ότι τα καθ’ υποκείμενα όρια του δεδικασμένου της αναγνωριζόμενης απόφασης περιορίζονται στα πρόσωπα που έλαβαν πραγματικά μέρος στη δίκη επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, επιβεβαιώνεται και από τα γενόμενα δεκτά ως προς τα αντίστοιχα όρια της εκκρεμοδικίας, που αποτελεί θεσμό όμαιμο του δεδικασμένου και αναφέρεται σε μια κατάσταση που προηγείται της παραγωγής του δεδικασμένου, το οποίο και τη διαδέχεται. Πράγματι, κατά την αυτόνομη ερμηνεία των όρων «μεταξύ των ιδίων διαδίκων», που τίθεται στη νομοτυπική μορφή της διατάξεως του άρθρου 29 του ΚανΒρΙ, το ΔΕΚ (6.12.1994, C – 406/92, The owners of the cargo lately laden on board the ship “T” κατά the owners of the ship “MR”, Συλλογή  1994.I.5439, σκέψεις 30 – 36) έκρινε ότι απαιτείται ταυτότητα των διαδίκων στις δίκες που εξελίσσονται παράλληλα, ότι η ταυτότητα αυτή δεν αναιρείται από την εναλλαγή (αντιστροφή) της δικονομικής τους θέσης, αρκεί να αντιδικούν σε όλες τις παράλληλες διαδικασίες και το αντικείμενο της δίκης να παραμένει το ίδιο και ότι, αν υπάρχει διαφορά στον αριθμό των υποκειμένων, η εκκρεμοδικία περιορίζεται στα ταυτιζόμενα πρόσωπα (Ν. Νίκας, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 29, αρ. 16 – 18, σελ. 463 επομ., Ε. Σαχπεκίδου, Προβλήματα σύνθετων και συγγενών δικών στη Σύμβαση Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, ΕΕΕυρΔ 1990/683 – 732 [711], Χ. Ταγαράς, σε Κ. Κεραμέως/Γ. Κρεμλή/Χ. Ταγαρά, Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων όπως ισχύει στην Ελλάδα – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 1989, άρθρο 21, αρ. 8, σελ. 187). Διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της εκκρεμοδικίας και πέραν των μετεχόντων στη δίκη έγινε δεκτή με μεταγενέστερη απόφαση του ΔΕΚ, που προσέδωσε στους όρους «ίδιοι διάδικοι» την έννοια της ταυτότητας συμφερόντων, εφόσον αυτά είναι «σε τέτοιο βαθμό όμοια ώστε απόφαση κατά του ενός να αποτελεί δεδικασμένο έναντι του άλλου» (ΔΕΚ 19.5.1998, C – 351/96, ……. κατά ………., Συλλογή 1998.Ι.3075, σκέψη 19 = ΕΕμπΔ 1998/692 = ΕΕΕυρΔ 1999/645 = Δ 2000/85, με παρατηρήσεις Π. Γιαννόπουλου). Κατά το ΔΕΚ (ο.π., σκέψη 23) η κρίση για το ενιαίο και το αδιαχώριστο των συμφερόντων ανήκει στο εθνικό δικαστήριο και διαπιστώνεται με αναγωγή στα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου, καταφάσκεται δε μόνον όταν λόγω της ομοιότητας αυτής δεν τέθηκε σε κίνδυνο η αξίωση για παροχή έννομης προστασίας του ενδιαφερομένου διαδίκου στον οποίο θα επεκταθούν οι δικονομικές συνέπειες της αποφάσεως (I. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, § 8, αρ. 16, σελ. 227, Κ. Μακρίδου, Η νομολογία του ΔΕΚ στα ζητήματα της εκκρεμοδικίας και της συνάφειας, σε LIBER ΑΜΙCΟRUM Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, 2000, σελ. 250), επειδή τα συμφέροντα του αμέτοχου στη δίκη έτυχαν πάντως υπερασπίσεως από τον μετασχόντα φορέα τους. Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι τόσο κατά το ενωσιακό όσο και κατά το ημεδαπό δικονομικό δίκαιο το δεδικασμένο της προς αναγνώριση ενδοκοινοτικής αποφάσεως ενεργεί υποκειμενικά εντός ορίων που διαμορφώνονται με αναγωγή στην τυπική έννοια του διαδίκου και στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Επομένως, όταν οι καθ’ υποκείμενα έννομες συνέπειες μιας ενδοκοινοτικής απόφασης οριοθετούνται από το δίκαιο της εκδόσεώς της κατά τρόπον ώστε να θίγεται το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως των προσώπων που δεν συμμετείχαν στη δίκη επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, δηλαδή με εξαιρετική ευρύτητα, ξένη προς τις θεμελιώδεις αρχές της δικονομικής έννομης τάξης του κράτους αναγνωρίσεως, η δημόσια τάξη του κράτους αυτού δύναται να θέσει φραγμούς και να αποκλείσει εν όλω ή εν μέρει τις έννομες αυτές συνέπειες (Δ. Τσικρικάς, ο.π., Ν. Νίκας, Ζητήματα από την εκτέλεση αγγλικής διαταγής [order] στην Ελλάδα κατά τον Κανονισμό 44/2001 [Βρυξέλλες Ι], ΕΠολΔ 2013/753 επομ.). Όταν μάλιστα το ζήτημα των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου από ενδοκοινοτική απόφαση τίθεται παρεμπιπτόντως, στα πλαίσια κύριας δίκης που εκκρεμεί σε άλλο κράτος μέλος, ο ΚανΒρΙ (άρθρο 33 σημ. 3) προσνέμει διεθνή δικαιοδοσία για την παρεμπίπτουσα αυτή κρίση στο δικαστήριο της κύριας δίκης (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Αρνητική αναγνωριστική αγωγή και αίτηση κηρύξεως εκτελεστότητας αγγλικών αποφάσεων κατά τον Καν. 44/2001 – Ζητήματα εκκρεμοδικίας και ορίων ουσιαστικού ελέγχου των ενδοκοινοτικών αποφάσεων, γνμδ σε ΕΠολΔ 2011/176 επομ. [173]. Το ίδιο δικαστήριο κέκτηται διεθνή δικαιοδοσία και όταν για την απόκρουση της αγωγής που τίθεται στην κρίση του προβάλλεται ένσταση δεδικασμένου προερχομένου από ενδοκοινοτική απόφαση που έκρινε την ίδια έννομη σχέση είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, όπως και στη συνέχεια θα αναφερθεί. Εξάλλου, κατά τον ΚανΒρΙ, για την επίτευξη των σκοπών της ασφάλειας δικαίου και της αποφυγής του πολλαπλασιασμού των δικών, που αποτελούν το τελολογικό υπόβαθρο των επιλογών του κοινοτικού νομοθέτη, η ρύθμιση της διεθνούς δικαιοδοσίας εντός του κοινοτικού χώρου κλιμακώνεται έτσι ώστε να προτάσσονται οι αποκλειστικές δικαιοδοτικές βάσεις του άρθρου 22, που υπερισχύουν της γενικής και των ειδικών δικαιοδοτικών βάσεων των άρθρων 2 και 5 αυτού αντίστοιχα, η εφαρμογή των οποίων υποχωρεί και έναντι της ιδιωτικής αυτονομίας (άρθρα 23 και 24), που δύναται να καταργήσει τις κανονιστικές προβλέψεις του. Με την κατανομή της διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενωσιακό χώρο ο Κανονισμός προνοεί για την αποτροπή του κινδύνου έκδοσης αποφάσεων που δε θα μπορούν να αναγνωριστούν ή να εκτελεστούν και τέτοιος κίνδυνος, επί αγωγών που κρίνονται σε περισσότερα fora, ελλοχεύει προεχόντως στην περίπτωση που αυτές είναι είτε ταυτόσημες είτε συναφείς κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 27 και 28 αυτού αντιστοίχως. Ο σκοπός εξουδετέρωσης του ενδεχομένου εκδόσεως στον ενωσιακό χώρο ασυμβίβαστων αποφάσεων, κατά την έννοια του άρθρου 34 σημ. 3 και 4, δηλαδή αποφάσεων με αλληλοαναιρούμενες ενέργειες, αποτέλεσε το κριτήριο που αξιοποίησε τελολογικά το ΔΕΚ για τον ερμηνευτικό καθορισμό της ταυτότητας του αντικειμένου και της αιτίας των παράλληλων αγωγών κατά το άρθρο 27 σημ. 1 (ΔΕΚ 9.10.1997, C – 163/95, ……… κατά ……………, Συλλογή 1997.I.5451, σκέψη 13, Ε. Ποδηματά, Τελολογική σύλληψη της έννοιας της ταυτότητας του αντικειμένου και της αιτίας κατά το αρθρ. 21 παρ. 1 ΣΒρυξ [ήδη αρθρ. 27 παρ. 1 Κανονισμού 44/2001] και η σημασία της για το εσωτερικό μας δίκαιο, σε Αναμνηστικό Τόμο Στυλιανού Ν. Κουσούλη, 2012, σελ. 453 – 458). Έτσι κατά το Δικαστήριο η έννοια της εκκρεμοδικίας οριοθετείται με αυτόνομα κριτήρια και κατά τρόπο ιδιαιτέρως ευρύ με αναγωγή στα περιστατικά της ευρύτερης βιοτικής σχέσης που συνθέτουν τον πυρήνα της αντιδικίας (Ι. Δεληκωστόπουλος, ο.π., § 8, αρ. 24, σελ. 238, Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, § 32, αρ. 56 – 59, σελ. 60 επομ.) και γίνεται δεκτό (ΔΕΚ 8.12.1987, C – 144/86, …….. κατά …………, Συλλογή 1987.4861, σκέψη 15, ΔΕΚ 6.12.1994, C – 406/92, The “T.”, ο.π., σκέψεις 39 και 41) ότι ο όρος «αιτία» αναφέρεται στην ιστορική και νομική βάση της αγωγής, ενώ ο όρος «αντικείμενο» στο δικονομικό σκοπό που εκφράζεται με το αίτημά της (βλ. σχετ. και Χ. Ταγαρά, ο.π., άρθρο 21, αρ. 3, σελ. 185, Ι. Τιμαγένη, Το αντικείμενο της δίκης κατά τη νομολογία του ΔΕΚ, Δ 2005/955 επομ. [962], Γ. Πανόπουλο, Η Σύμβαση Βρυξελλών και οι Κανονισμοί Βρυξέλλες Ι & Ια, 2017, σελ. 133 – 138). Εξάλλου, επειδή κατά τον ΚανΒρΙ κατά­σταση εκκρεμοδικίας υφίσταται από τη στιγμή που δύο δικαστήρια διαφορετικών συμβαλλο­μένων κρατών επιλαμβάνονται των αγωγών, δηλαδή πριν προβάλουν τα επιχειρήματά τους οι εναγόμενοι, για τη διαπίστωση της ταυτότητας των δικών κρίσιμες είναι οι αξιώσεις που προβάλλονται από καθέναν ενάγοντα και όχι οι αμυντικοί ισχυρισμοί (και οι ενστάσεις) εκάστου εναγομένου (ΔΕΕ 9.11.2010, C – 296/10, …… κατά ………., Συλλογή 2010.I.11163, σκέψη 68, ΔΕΚ 8.5.2003, C – 111/01, ………. κατά ….. ….., Συλλογή 2003.I.4207, σκέψεις 26 – 27 = Αρμ. 2003/835 = ΧρΙΔ 2003/533, ………….., European Commentaries on Private International Law ECPIL, V. 1, Brussels Ibis Regulation, 2016, άρθρο 29, αρ. 14, σελ. 729). Κατά το πνεύμα της νομολογίας του ΔΕΚ, η εκκρεμοδικία καταφάσκεται και όταν το αντικείμενο (αίτημα) της δεύτερης αγωγής, που επιδιώκει αφενός την αναγνώριση έλλειψης ευθύνης του ενάγοντος, συνεπεία υπαγωγής των κατ’ αυτού αξιώσεων σε συμβιβασμό που προηγήθηκε και αφετέρου την επιδίκαση αποζημιώσεως για παράβαση της συμφωνίας συμβιβασμού και της περιεχόμενης σ’ αυτήν ρήτρα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, που επήλθαν εξαιτίας εναγωγής του σε forum διαφορετικό από το παρεκταθέν, μπορεί να θεωρηθεί ως μέσο άμυνας κατά της πρώτης αυτής αγωγής, με την οποία ζητείται η αποκατάσταση (υλικών και ηθικών) ζημιών που παρήχθησαν από τη συμπεριφορά του εναγομένου, που φέρεται ότι τελεί σε άμεση συνάφεια με την εξέλιξη προηγούμενης αντιδικίας των διαδίκων που κατέληξε στο συμβιβασμό (ΔΕΚ 8.12.1987, C – 144/86, ………., ο.π., σκέψη 16, Ν. Νίκας, Εκκρεμοδικία και συνάφεια κατά τον κανονισμό 44/2001 [Βρυξέλλες Ι], σε Γενέθλιον Απόστολου Σ. Γεωργιάδη, 2006, σελ. 1345 – 1361 [1351]). Εξάλλου, για τη διαπίστωση της κατ’ άρθρο 28 του ΚανΒρΙ συνάφειας, που προσδιορίζεται νομοθετικά (στο σημ. 3 αυτού) ως η σύνδεση δύο αγωγών που είναι τόσο στενή «ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξεταστούν και να εκδικαστούν ταυτόχρονα προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά» και ερμηνεύεται με επίσης αυτόνομα κριτήρια και ευρύτερα από την αντίστοιχη έννοια του άρθρου 31 ΚΠολΔ, αρκεί ότι το ίδιο βιοτικό συμβάν θα απασχολήσει ως κεντρικό ζήτημα αμφότερα τα δικαστήρια και ότι το αποτέλεσμα της πρώτης δίκης θα μπορεί να αξιολογηθεί στο πλαίσιο της δεύτερης, χωρίς να προσαπαιτείται εδώ η ταυτότητα των διαδίκων (Ν. Νίκας, Ζητήματα παρεκτάσεως, εκκρεμοδικίας και συνάφειας κατά τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ι, σε ΕΠολΔ 2014/465 επομ. [476]), αφού στην περίπτωση των συναφών αγωγών ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων μπορεί να εντοπίζεται ακόμα και στις αιτιολογίες τους ή στις πραγματικές τους διαπιστώσεις σχετικά με τα ίδια ή παρόμοια πραγματικά περιστατικά και τη νομική τους θεμελίωση (Φ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Η δωσιδικία της συνάφειας κατά τον ΚΠολΔ και η συνάφεια κατά τον Κανονισμό 44/2001, 2008, σελ. 130 – 131). Περαιτέρω, επί εκκρεμοδικίας τη σύγκρουση των διεθνών δικαιοδοσιών ρυθμίζει κατά τον ΚανΒρΙ (άρθρο 27) η αρχή της προτεραιότητας του χρονικώς πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, την κρίση του οποίου οφείλει να αναμείνει το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους που επιλαμβάνεται εκ των υστέρων (ΔΕΚ 27.6.1991, C – 351/89, ………. κατά ……….., Συλλογή 1991.Ι.3317, σκέψη 26, έτσι κατ’ αποτέλεσμα και ΔΕΕ 25.10.2012, C – 133/11, ………… κατά ……….., ΕΠολΔ 2013/281 επομ., με παρατ. Ι. Δεληκωστόπουλου), ακόμα και αν η δική του δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, θεμελιούμενη σε συμβατική ρήτρα παρεκτάσεώς της υπέρ του (ΔΕΚ 9.12.2003, C – 116/02, ……….. κατά ………., Συλλογή 2003.Ι.4693, σκέψη 54 = Δ 2005/812, με παρατηρήσεις Χ. Μεϊδάνη). Τούτο σημαίνει ότι ακόμα και το συμβατικά επιλεγέν από τους διαδίκους ήδη πριν την έναρξη της αντιδικίας τους δικαστήριο, εφόσον επιλαμβάνεται δεύτερο, οφείλει να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία έως ότου το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο είτε διαπιστώσει την έλλειψη της διεθνούς δικαιοδοσίας του είτε τη δεχθεί, οπότε θα είναι το αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση και της δεύτερης αγωγής που έχει το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία (Ι. Τιμαγένης, ο.π., σελ. 966). Ήδη, με το άρθρο 31 σημ. 2 του ΚανΒρΙα ο κανόνας της χρονικής προτεραιότητας έχει αντιστραφεί υπέρ του δικαστηρίου στο οποίο δυνάμει συμφωνίας παρεκτάσεως παρέχεται αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία (Ι. Δεληκωστόπουλος, ο.π., § 8, αρ. 38, σελ. 258, Αθ. Καστανίδης, Ζητήματα ευρωπαϊκής εκκρεμοδικίας μετά τον Κανονισμό [ΕΕ] 1215/2012, σε Αρμ. 2015/1275 επομ., Απ. Άνθιμος, Αλλοδαπές δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις – Αναγνώριση και κήρυξη εκτελεστότητας στην Ελλάδα, 2014, αρ. 56 – 63, σελ. 45 – 50, Π. Αρβανιτάκης, Τροποποιήσεις του Κανονισμού [ΕΕ] 1215/2012 στις διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας, σε Αρμ. 2013/2063 επομ.). Πάντως, υπό τον Καν 44/2001, κανένα δικαστήριο δε δύναται να υπερασπιστεί την σύμφωνη με τις θεσπισμένες δικαιοδοτικές βάσεις ή την κατά παρέκταση ιδρυόμενη δικαιοδοσία του, ακόμα και αν αυτή είναι προφανής, αν προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι να αγνοηθεί η δικαιοδοσία δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους στο οποίο κάποιος διάδικος, έστω και κακόπιστα ενεργών, έσπευσε πάντως να ασκήσει πρώτος αγωγή (Κ. Μακρίδου, Οι νέες ρυθμίσεις της εκκρεμοδικίας στον Κανονισμό 1215/2012, σε Αρμ. 2013/2070 επομ., Αθ. Καΐσης, Ζητήματα από την παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τα άρθρα 25, 29 και 31 σημ. 2 του Κανονισμού 1215/2012, σε ΕφΑΔΠολΔ 2017/98 επομ.). Και τούτο διότι, κατά το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου (ΔΕΚ 27.4.2004, C – 159/02, ……….. κατά ……….., Συλλογή 2004.I.3565, σκέψεις 24 – 26, ΔΕΚ 10.2.2009, C – 185/07, ……….κατά ………, ΕφΑΔ 2009/353 = ΕΠολΔ 2009/257, σκέψη 29), εφόσον, στα πλαίσια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που αποτελεί τη βάση του συστήματος που ο ΚανΒρΙ καθιερώνει, όλα τα δικαστήρια των κρατών μελών αφενός δικαιούνται να ερμηνεύουν ισόκυρα και αφετέρου οφείλουν να εφαρμόζουν (ορθά και αποτελεσματικά) τους ομοιόμορφους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, καθένα τους είναι (το ίδιο αλλά και μόνον αυτό) κατάλληλο να αποφανθεί περί της υπάρξεως ή μη της δικής του δικαιοδοσίας και ως προς την κρίση του αυτή, πριν αλλά και μετά την εκφορά της, δεν επιτρέπεται έλεγχος από κανένα δικαστήριο άλλου κράτους μέλους. Αυτή η αποκλειστική εξουσία (αρμοδιότητα) του εθνικού δικαστηρίου δεν έχει μόνο θετικό περιεχόμενο αλλά και αρνητικό. Με άλλα λόγια η κρίση του δικαστηρίου που καταφάσκει τη διεθνή του δικαιοδοσία και εκδικάζει την αγωγή που ασκήθηκε ενώπιόν του δεσμεύει κάθε άλλο δικαστήριο, κατά τον ίδιο τρόπο που αυτό δεσμεύεται και από την κρίση του πρώτου περί της ελλείψεως της διεθνούς δικαιοδοσίας του (Δ. Τσικρικάς, Διαδικαστικές Πράξεις – Ζητήματα κύρους και εννόμων συνεπειών υπό το πρίσμα του εσωτερικού και του δικονομικού διεθνούς δικαίου, 2017, σελ. 210, Γ. Παπαχρήστου, παρατ. κάτω από την ΔΕΚ C – 185/07, σε ΕΕΕυρΔ 2009/244 επομ.). Τα ανωτέρω γίνονται δεκτά στα πλαίσια τόσο της ευρωπαϊκής όσο και της ημεδαπής έννομης τάξης. Πράγματι, σε ενωσιακό επίπεδο ο Καν 44/2001 καλύπτει με δύναμη ισοσθενή του δεδικασμένου κάθε κρίση περί της συνδρομής διεθνούς δικαιοδοσίας του εθνικού δικαστηρίου που αποφάσισε επί της ουσίας κάποιας διαφοράς εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του, εφόσον η κρίση του αυτή βασίστηκε στην εφαρμογή των ομοιόμορφων κανόνων του. Πρόκειται για δέσμευση που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 27 σημ. 2 και 28 σημ. 2 του Κανονισμού αυτού, που με σκοπό την αποφυγή συγκρούσεων δικαιοδοσίας ορίζουν αναφερόμενες σε εκκρεμείς και συναφείς δίκες αντιστοίχως ότι «Όταν διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου δικαστηρίου» και ότι «Όταν οι [συναφείς] αγωγές … εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί δύναται επίσης, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το πρώτο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και για τις δύο αγωγές και ότι το δίκαιό του επιτρέπει την ένωση συναφών υποθέσεων». Παράλληλα, το ΔΕΕ (15.11.2012, C – 456/11, ……….. κατά ………….., ψηφιακή συλλογή, σκέψεις 29 και 41) εξομοίωσε την καταφατική της διεθνούς δικαιοδοσίας κρίση με την αποφατική, και μάλιστα, για την ειδική περίπτωση της αρνήσεως αυτής ενόψει συμφωνίας αποκλειστικής παρέκτασης, επέκτεινε τη δέσμευση του δεδικασμένου της απορριπτικής απόφασης και στο προδικαστικό ζήτημα του κύρους της σχετικής συμβατικής ρήτρας, ακόμα και αν η σχετική κρίση δεν διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης αλλά στις αιτιολογίες της που αποτελούν το αναγκαίο υπόβαθρό του (Κ. Βουλγαράκης, Τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου των αποφάσεων που κρίνουν επί διεθνούς δικαιοδοσίας σύμφωνα με τον κανονισμό 1215/2012, σε ΕΠολΔ 2020/18 επομ., ο ίδιος, Προς μια ευρωπαϊκή αυτόνομη ερμηνεία της έννοιας του δεδικασμένου;, σε ΕΠολΔ 2013/775 επομ., Χ. Μεϊδάνης, σε Π. Κατσιρούμπα, Ενστάσεις στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 33, σελ. 65), προκειμένου να εναρμονίσει, υπό την έννοια ενός «ευρωπαϊκού» πλέον δεδικασμένου (Ι. Δεληκωστόπουλος, Το δεδικασμένο υπό την επίδραση του ευρωπαϊκού δικαίου, σε ΕΠολΔ 2010/657 επομ.), τις παραλλάσσουσες ρυθμίσεις των εθνικών δικαίων, ορισμένα από τα οποία, όπως λ.χ. το γερμανικό, δεν αναγνωρίζουν την ισχύ του δεδικασμένου επί προδικαστικού ζητήματος, όταν αυτό στηρίζει το διατακτικό απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη για έλλειψη της διεθνούς δικαιοδοσίας ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, σε αντίθεση λ.χ. προς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, κατά το οποίο με ρητή διάταξη (του άρθρου 322 § 1 εδαφ. β ΚΠολΔ) το ουσιαστικό δεδικασμένο της απορριπτικής για το λόγο αυτό απόφασης καλύπτει (όχι βέβαια το μη κριθέν ουσιαστικό ζήτημα αλλά) το δικονομικό αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 497/2004, Δνη 2006/502 = ΕΔΠ 2006/311, ΑΠ 652/2003, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1176/1992, Δνη 1994/381, ΑΠ 648/1991, ΝοΒ 1991/763, ΕφΑθ. 10641/1995, Δνη 1999/157), με αποτέλεσμα αγωγή επαναφερόμενη στο στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας δικαστήριο να απορρίπτεται εκ νέου ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου για την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, χωρίς να ερευνάται η ορθότητα της προηγούμενης απορριπτικής απόφασης (ΑΠ 1673/2011, ΑΠ 1696/2005, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 369/2004, ΝοΒ 2005/481 = Δνη 2005/1419). Αντιθέτως, υπό το αυτόνομο ημεδαπό δικονομικό δίκαιο, επί αποφάσεων που εκδίδονται επί της ουσίας της υποθέσεως δεν παράγεται αυτοτελές δεδικασμένο επί του δικονομικού αντικειμένου της δίκης, αφού οι διαδικαστικές της προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και η δικαιοδοσία, δεν αποτελούν ιδιαίτερο αντικείμενο της δίκης και εξετάζονται πάντοτε σε σχέση με το ουσιαστικό αντικείμενο της διαφοράς. Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά με την ΟλΑΠ 4/1996 (Δνη 1996/1041 = ΕΕΝ 1996/23 = ΝοΒ 1997/199), που έκρινε ότι το κατά το άρθρο 322 ΚΠολΔ δεδικασμένο περί του δικονομικού ζητήματος δεν μπορεί να αποχωριστεί από το δεδικασμένο επί του συγκεκριμένου ουσιαστικού ζητήματος και δεν αναπτύσσει θετική ή αρνητική λειτουργία σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων υπό την αυτή ιδιότητα, που έχει όμως διαφορετικό ουσιαστικό αντικείμενο. Η κρίση αυτή του Ακυρωτικού δεν έχει την έννοια ότι οι αποφάσεις επί της ουσίας της διαφοράς δεν παράγουν δεδικασμένο ως προς το δικονομικό αντικείμενο της δίκης αλλά ότι το δεδικασμένο αυτό συνυπάρχει με το δεδικασμένο επί του κριθέντος ουσιαστικού ζητήματος και δεν επιβιώνει αν η απόφαση που το παρήγαγε ανατραπεί. Αν όμως αυτό δε συμβεί, το δεδικασμένο του άρθρου 322 § 1 εδαφ. β εξακολουθεί υφιστάμενο, πλην όμως στερείται πρακτικής σημασίας, δεδομένου ότι αν το κριθέν δικαίωμα επανεισαχθεί σε δίκη μεταξύ των ιδίων διαδίκων, η νέα αγωγή θα απορριφθεί ως απαράδεκτη, επειδή θα προσκρούσει στο δεδικασμένο για το ουσιαστικό ζήτημα (Ν. Κλαμαρής/Δ. Τσικρικάς, Διεθνές Αστικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο, 2014, σελ. 133). Αυτοτελή πρακτική αξία αποκτά το δεδικασμένο επί του δικονομικού ζητήματος όταν καλύπτει και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη μιας έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου, που αποτέλεσε προδικαστικό ζήτημα για την κατάφαση κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης της πρώτης δίκης, όπως συμβαίνει όταν στα πλαίσια της δίκης εκείνης κρίθηκε η ύπαρξη και το κύρος ρήτρας περί υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία ή περί παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας ή της τοπικής αρμοδιότητας. Η παρεμπίπτουσα αυτή κρίση με τη συνδρομή των λοιπών όρων του άρθρου 331 ΚΠολΔ περιβάλλεται [και στο ημεδαπό δίκαιο] την ισχύ του δεδικασμένου ως αναγόμενη σε έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, λειτουργεί δε αυτοτελώς σε κάθε νέα δίκη,  κατά την οποία το κύρος της ρήτρας τίθεται ως προδικαστικό ζήτημα του κύριου ουσιαστικού ή του δικονομικού ζητήματος (ΑΠ 1425/1999, Δνη 2000/693 = ΕΕΝ 2001/249, ΑΠ 1940/1988, ΑρχΝ 1990 = ΝοΒ 1989/1039, ΤριμΕφΠειρ. 747/2012, ΕΝαυτΔ 2013/120, ΕφΑθ. 3135/2006, Δνη 2008/611, ΜονΕφΠειρ. 1/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 18, αρ. 3, σελ. 348). Από όσα προαναφέρθηκαν έπεται ότι, εφόσον ενωσιακό δικαστήριο κατέφασκε την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία του βάσει ρήτρας παρεκτάσεως αυτής και στη συνέχεια εξέδωσε απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς, η κρίση του ως προς την ύπαρξη και το κύρος της ρήτρας, που τέθηκε ως προδικαστικό ζήτημα, παράγει, ακόμα και αν είναι εσφαλμένη, δεδικασμένο, το οποίο δεσμεύει καταρχήν κάθε άλλο επιλαμβανόμενο ενδοκοινοτικό δικαστήριο και, με την επιφύλαξη του άρθρου 34 του ΚανΒρΙ, αναγνωρίζεται από αυτό και παρεμπιπτόντως, όταν ενώπιόν του ο εναγόμενος προβάλει ένσταση ελλείψεως της διεθνούς δικαιοδοσίας του επικαλούμενος τη ρήτρα παρεκτάσεως που έχει ήδη κριθεί ως υπαρκτή και έγκυρη, προσνέμουσα διεθνή δικαιοδοσία στο πρώτο δικαστήριο και επανατίθεται ως προδικαστικό του δικονομικού αντικειμένου της δεύτερης δίκης ζήτημα. Όμως, η υποκειμενική ενέργεια του δεδικασμένου αυτού δεν μπορεί να εκταθεί σε όρια ευρύτερα από αυτά που αναγνωρίζει στις γηγενείς αποφάσεις η δικονομική έννομη τάξη του κράτους της υποδοχής του.

ΙV. Ως προς το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που επαναφέρεται και στη δευτεροβάθμια δίκη, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και, συγκεκριμένα, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζονται, από τις επικαλούμενες γνωμοδοτήσεις Ελλήνων Καθηγητών Νομικών Σχολών και Άγγλων νομικών και, συγκεκριμένα, τις από 15.12.2014 και 12.2.2019 του Δ. Τσικρικά, την από 11.7.2012 του Ε. Βασιλακάκη, την από 16.11.2011 του Φ. Δωρή, την από 20.12.2014 των Κ. Μπέη και Ν. Κουράκη, την από 21.1.2015 των Σ. Σταματόπουλου/Π. Γιαννόπουλου, την από 10.12.2014 του Stephen Cogley QC, την από 19.12.2014 του Simon Rainey QC, την από 25.2.2014 της Adrienne Page QC, την από 14.2.2014 του Luke Parsons QC, την από 4.12.2014 του Thomas Stephen Grover και την από 18.2.2016 του Paul Steven Griffiths, σε συνδυασμό προς τις προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις, που παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους και πριν ακόμα την είσοδο στην ουσία της υποθέσεως, σύμφωνα με το ημεδαπό δικονομικό δίκαιο (άρθρο 73 ΚΠολΔ), που εφαρμόζεται ως η lex fori, αφού στο διαδικαστικό αυτό στάδιο ερευνάται το παραδεκτό εκάστης αγωγής και τα οποία για τον ίδιο λόγο εκτιμώνται ελεύθερα χωρίς τήρηση των δικονομικών κανόνων απόδειξης (ΟλΑΠ 3/1997, Δνη 1997/539 = ΕΕΝ 1997/393 = ΝοΒ 1998/23, ΑΠ 149/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 559, αρ. 456, σελ. 346), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Κατά το έτος 2006 στην πλοιοκτησία της εδρεύουσας στο Majuro των Νήσων Μάρσαλ (Marshall Islands) εταιρίας με την επωνυμία ……………., πρώτης ενάγουσας αμφοτέρων των αγωγών, ανήκε το υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων ποντοπόρο φορτηγό (Φ/Γ) πλοίο AT, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ………., που είχε ναυπηγηθεί το έτος 1989 και η ολική χωρητικότητά του ανερχόταν σε πενήντα δύο χιλιάδες οκτακόσιους ενενήντα έξι (52.896) κόρους. Στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας αυτής κατά τον ίδιο χρόνο μετείχαν με τις ιδιότητες του προέδρου, του αντιπροέδρου και του γραμματέα αυτού οι …………., όγδοος, ένατος και δέκατος, αντίστοιχα, ενάγων εκάστης αγωγής. Για την κάλυψη της αξίας του κύτους του πλοίου αυτού και των μηχανών του, που συμφωνήθηκε στο χρηματικό ποσό των τριάντα δύο εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (32.000.000 $), έναντι του κινδύνου απώλειάς τους, η πλοιοκτήτρια κατάρτισε τρεις [3] ασφαλιστικές συμβάσεις με περισσότερους ασφαλιστές, στις οποίες μετείχαν και οι κοινών με αυτή ιδιωτικών συμφερόντων και εδρεύουσες ομοίως στις Νήσους Μάρσαλ εταιρίες με τις επωνυμίες α] ……….., πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου GT, β] …………, πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου VJ, γ] ………., πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου Z, δ] ……… ………, πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου TC και ε] ………., πλοιοκτήτρια του υπό την ίδια σημαία πλοίου PM, στη διοίκηση των οποίων μετείχε ο ………., με την ιδιότητα του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου των τεσσάρων [4] πρώτων από αυτές, ο ………., με την ιδιότητα του αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου των τριών [3] πρώτων από αυτές, ο …………, με την ιδιότητα του γραμματέα του διοικητικού συμβουλίου των ιδίων τριών [3] εταιριών, ο ………, ενδέκατος ενάγων στις αγωγές, με την ιδιότητα του αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της ………. και του γραμματέα του διοικητικού συμβουλίου της …….., ο ………, δωδέκατος ενάγων, με την ιδιότητα του γραμματέα του διοικητικού συμβουλίου της ………. και του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της . …….., ο ……….., δέκατος τρίτος ενάγων, με την ιδιότητα του αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της τελευταίας αυτής εταιρίας, καθώς και η εδρεύουσα κατά το καταστατικό της στη Μονρόβια της Λιβερίας και εγκατεστημένη στην Ελλάδα εταιρία με την επωνυμία . ……….., στην οποία είχε ανατεθεί η διαχείριση όλων των παραπάνω πλοίων και στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας μετείχαν ο ……., ως πρόεδρός του, η ……., δέκατη τέταρτη ενάγουσα αμφοτέρων των αγωγών, ως αντιπρόεδρος και ο ……….., ως γραμματέας του, ο οποίος επιπλέον ήταν και ο νόμιμος εκπρόσωπός της. Επρόκειτο, επομένως, για συμβάσεις από κοινού ασφάλισης με ασφαλισμένες τις έξι [6] πλοιοκτήτριες εταιρίες, τη διαχειρίστριά τους (ΟΜΕ) και τις θυγατρικές τους εταιρίες ή τις με οποιονδήποτε τρόπο συνδεόμενες με αυτές και για την κατάρτισή τους η ……….. συμβλήθηκε α] στις 13.3.2006 με τον αλληλασφαλιστικό σύνδεσμο με την επωνυμία «……….» (ΗΗ), που ανέλαβε την ασφαλιστική κάλυψη του πλοίου AT έναντι των κινδύνων που αναφέρθηκαν στη σύμβαση, για την οποία εκδόθηκε το με αριθμό ………..3 πιστοποιητικό ασφαλίσεως και το με αριθμό ……../13.3.2006 πρόσθεμα αυτού και στην οποία ενσωματώθηκαν οι στερεότυποι όροι ασφαλίσεως σκάφους και επιπροσθέτων κινδύνων του Ινστιτούτου των Lloyd’s (Institute Time Clauses Hulls 1983 και Institute Additional Perils Clauses 1983), για χρονικό διάστημα δώδεκα [12] μηνών από την 13η.3.2006, έως του ποσού των τεσσάρων εκατομμυρίων οκτακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (4.800.000 $), που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 15% επί της συνολικής ασφαλιστικής αξίας του πλοίου (32.000.000 $), β] στις 24.5.2006 με τις εταιρίες της ασφαλιστικής αγοράς των Lloyd’s [LMI] …………, που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s2987 για το οικονομικό έτος 2006, …….., που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου Lloyd’s 0033 για το ίδιο οικονομικό έτος και με τον ……….., που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου Lloyd’s 2003 για το αυτό οικονομικό έτος, που ασφάλισαν από κοινού το πλοίο AT έναντι των κινδύνων που αναφέρθηκαν στην καταρτισθείσα σύμβαση ασφαλίσεως του τύπου των Lloyd’s, για την οποία εκδόθηκε το υπό στοιχεία ……….. με ημερομηνία 30.3.2006 σημείωμα ασφαλίσεως και στην οποία ενσωματώθηκαν οι ίδιοι στερεότυποι γενικοί όροι ασφαλίσεως, για χρονικό διάστημα δώδεκα [12] μηνών από την έκδοση του ασφαλιστηρίου σημειώματος, έως του ποσού των δεκαέξι εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (16.000.000 $), που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 50% επί της συνολικής ασφαλιστικής αξίας του πλοίου και γ] στις 24.5.2006 με τις ασφαλιστικές εταιρίες της εταιρικής ασφαλιστικής αγοράς [CMI] ……….., που ασφάλισαν από κοινού το πλοίο AT έναντι των κινδύνων που αναφέρθηκαν στην καταρτισθείσα σύμβαση ασφαλίσεως του τύπου των Lloyd’s, για την οποία εκδόθηκε το υπό στοιχεία ………. με ημερομηνία 30.3.2006 σημείωμα ασφαλίσεως και στην οποία ενσωματώθηκαν οι ίδιοι στερεότυποι γενικοί όροι ασφαλίσεως, για χρονικό διάστημα δώδεκα [12] μηνών από την έκδοση του ασφαλιστηρίου σημειώματος, έως του ποσού των οκτώ εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (8.000.000 $), που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 25% επί της συνολικής ασφαλιστικής αξίας του πλοίου. Κάθε ασφαλιστής μετείχε στη συνασφάλιση του πλοίου AT με την ακόλουθη ποσοστιαία αναλογία: Η εταιρία . μετείχε κατά ποσοστό 12,7272%, δηλαδή έως του ποσού των επτά εκατομμυρίων διακοσίων εβδομήντα δύο χιλιάδων επτακοσίων τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ (7.272.704 $), η εταιρία ………………. μετείχε κατά ποσοστό 9,0909%, δηλαδή έως του ποσού των δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων εννέα χιλιάδων ογδόντα οκτώ δολαρίων ΗΠΑ (2.909.088 $), η εταιρία …………. μετείχε κατά ποσοστό 13,6354%, δηλαδή έως του ποσού των τεσσάρων εκατομμυρίων τριακοσίων εξήντα τριών χιλιάδων εξακοσίων σαράντα οκτώ δολαρίων ΗΠΑ (4.363.648 $), η εταιρία ……………. μετείχε κατά ποσοστό 4,5455%, δηλαδή έως του ποσού του ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων πενήντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα δολαρίων ΗΠΑ (1.454.560 $), η εταιρεία ……………. μετείχε κατά ποσοστό 9,0909%, δηλαδή έως του ποσού των δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων εννέα χιλιάδων ογδόντα οκτώ δολαρίων ΗΠΑ (2.909.088 $), ο …………, ενεργών ατομικά και για λογαριασμό των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006, μετείχε κατά ποσοστό 9,0909%, δηλαδή έως του ποσού των δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων εννέα χιλιάδων ογδόντα οκτώ δολαρίων ΗΠΑ (2.909.088 $), η εταιρία ………………….. μετείχε κατά ποσοστό 6,8183%, δηλαδή έως του ποσού των δύο εκατομμυρίων εκατόν ογδόντα μιας χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ (2.181.824 $) και ο ως άνω αλληλασφαλιστικός οργανισμός [ΗΗ] μετείχε κατά το ποσοστό που προαναφέρθηκε [15%, δηλαδή έως του ποσού των τεσσάρων εκατομμυρίων οκτακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (4.800.000 $)]. Το υπόλοιπο 10% της καλύψεως της ασφαλιστικής αξίας του πλοίου AT (ύψους τριών εκατομμυρίων διακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ [3.200.000 $]) ανέλαβε με παρόμοια σύμβαση (από κοινού ασφάλισης με τις ίδιες όπως παραπάνω συνασφαλισμένες εταιρίες), που κατάρτισε με την πλοιοκτήτριά του στις 24.5.2006, η εταιρία ……………, για την οποία εκδόθηκε το υπό στοιχεία …………….. συμφωνητικό ναυτικής ασφαλίσεως. Στο ασφαλιστήριο ΗΗ προβλέφθηκε ως εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο και η υπαγωγή κάθε διαφοράς που θα ανέκυπτε από αυτό σε διαιτησία στο Λονδίνο, ενώ στα ασφαλιστήρια CMI και LMI περιελήφθησαν ρήτρες εφαρμοστέου δικαίου και παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας, δυνάμει των οποίων οι διαφορές από τις ασφαλιστικές συμβάσεις θα επιλύονταν κατά το αγγλικό δίκαιο από τα δικαστήρια της Αγγλίας. Με κάθε σύμβαση σκοπήθηκε η ασφαλιστική κάλυψη του κινδύνου απώλειας ή ζημίας του κύτους του ασφαλισμένου πλοίου και των μηχανών του, που θα προερχόταν από θαλασσίους κινδύνους, από οποιοδήποτε κρυμμένο ελάττωμα στις μηχανές ή το σκάφος και από οποιοδήποτε ατύχημα ή από αμέλεια, ανικανότητα ή εσφαλμένη εκτίμηση οποιουδήποτε προσώπου. Επιπροσθέτως, για την κάλυψη της αυξημένης αξίας (increased value) του πλοίου AT η πλοιοκτήτριά του ………. μετείχε μαζί με τις λοιπές ως άνω, κοινών συμφερόντων, πλοιοκτήτριες και τη συνασφαλισμένη διαχειρίστρια εταιρία ΟΜΕ σε σύμβαση από κοινού ασφάλισης που καταρτίστηκε από αυτές με επτά [7] από τα συνδικάτα των Lloyd’s και συγκεκριμένα τα συνδικάτα ……………… στις 20.3.2006, για την οποία εκδόθηκε το υπό στοιχεία …. από 20.3.2006 σημείωμα ασφαλίσεως (cover note) και με την οποία οι συνασφαλιστές αυτοί ασφάλισαν έναντι του κινδύνου ολικής (πραγματικής ή τεκμαρτής) απώλειάς του και σύμφωνα με τους στερεότυπους όρους του Ινστιτούτου των Lloyd’s για την ασφάλιση αυξημένης αξίας (ITC – Hulls disbursements and increased value 1983), την αυξημένη αξία του εν λόγω πλοίου, η οποία συμφωνήθηκε στο ποσό των οκτώ εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (8.000.000 $), για το χρονικό διάστημα από 13.3.2006 έως 13.3.2007. Εντός της ασφαλιστικής περιόδου και, συγκεκριμένα, στις 3.5.2006, κατά τη διάρκεια πλου από τη Βραζιλία στην Κίνα και ενώ μετέφερε φορτίο σιδηρομεταλλεύματος το ασφαλισμένο πλοίο AT βυθίστηκε στη θαλάσσια περιοχή που βρίσκεται στα ανοιχτά του λιμένος Port Elizabeth της Νότιας Αφρικής και σε απόσταση τριακοσίων [300] περίπου ναυτικών μιλίων από αυτόν, με αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους στο ναυάγιο είκοσι έξι [26] από τα συνολικώς τριάντα τρία [33] μέλη του πληρώματος, μεταξύ των οποίων και όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί. Η πλοιοκτήτρια ……… θεώρησε ότι επήλθε ασφαλισμένος κίνδυνος και ζήτησε από τους ασφαλιστές την εκπλήρωση της ασφαλιστικής συμβάσεως κατά το ποσό της αναλογίας εκάστου στην ασφαλιστική κάλυψη της απώλειας του βυθισθέντος πλοίου. Ωστόσο οι ασφαλιστές αμφισβήτησαν τις αιτίες του ναυαγίου και αρνήθηκαν την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Για το λόγο αυτό η πλοιοκτήτρια, κατ’ εφαρμογή των συμφωνηθέντων με τις ασφαλιστικές συμβάσεις, προσέφυγε κατά μεν των ασφαλιστών CMI και LMI ενώπιον του Ανωτέρου Δικαστηρίου της Αγγλίας (High Court of Justice – Queen’s Bench Division) στο Λονδίνο και κατά του αλληλασφαλιστικού οργανισμού ΗΗ σε διαιτησία ομοίως στο Λονδίνο. Ειδικότερα, ενώπιον του Ανωτέρου Δικαστηρίου άσκησε στις 15.8.2006 αγωγή, που έλαβε αριθμό φακέλου …../2006, με την οποία ισχυρίστηκε ότι η βύθιση του πλοίου  AT οφειλόταν στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες υπό τις οποίες έπλεε κατά τον χρόνο του συμβάντος και αιτήθηκε την καταβολή συνολικού ποσού είκοσι τεσσάρων εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (24.000.000 $), που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 75% της συνολικής ασφαλιστικής αποζημίωσης, ενώ ενώπιον των Διαιτητών έθεσε αίτημα καταβολής τεσσάρων εκατομμυρίων οκτακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (4.800.000 $), που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 15% της ασφαλιστικής καλύψεως του πλοίου που βυθίστηκε. Κατά της συνασφαλίστριας εταιρίας ………. δεν ζήτησε δικαστική προστασία, επειδή αυτή ανέλαβε με σύμβαση που καταρτίστηκε στις 8.1.2007 την υποχρέωση να καταβάλει στην ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια την αναλογία της σε περίπτωση που θα κατέβαλαν τη δική τους οι ασφαλιστές CMI και LMI. Αντιθέτως, λόγω της άρνησης των ως άνω επτά [7] συνδικάτων των Lloyd’s να καταβάλουν την ασφαλιστική αποζημίωση για την αυξημένη αξία του πλοίου AT, η πλοιοκτήτρια άσκησε και εναντίον τους αγωγή ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου στο Λονδίνο, με αίτημα την καταβολή χρηματικού ποσού οκτώ εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (8.000.000 $). Η αγωγή αυτή έλαβε αριθμό φακέλου ……../2006. Την υπεράσπιση των συμφερόντων τους ενώπιον των ανωτέρω δικαιοδοτικών Αρχών οι ασφαλιστές CMI, LMI και HH ανέθεσαν στη δικηγορική εταιρία ………….. (πρώην …………..), με έδρα στο Λονδίνο, εναγόμενη αμφοτέρων των αγωγών και το δικαστικό και διαιτητικό χειρισμό της υπόθεσης ανέλαβαν οι εταίροι αυτής …………… και ……………, δεύτερος και τρίτη των εναγομένων. Η (τότε και τώρα) ενάγουσα πλοιοκτήτρια προσέλαβε τη δικηγορική εταιρία του Λονδίνου ……….., που ανέθεσε το χειρισμό της υπόθεσης στο δικηγόρο ……….. Μετά την έναρξη της αντιδικίας στην Αγγλία η δικηγορική εταιρία ………. με επιστολή της στις 26.9.2006, που απηύθυνε στους πληρεξουσίους δικηγόρους της πλοιοκτήτριας, γνωστοποίησε την απόφαση των εντολέων της ασφαλιστών να ακυρώσουν την ασφάλιση του πλοίου AT, επειδή διαπίστωσαν ότι κατά τη σύναψη των ασφαλιστικών συμβάσεων υπήρξε ουσιώδης μη αποκάλυψη (material non – disclosure) και εσφαλμένες δηλώσεις (misrepresentation) εκ μέρους της ασφαλισμένης και της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας ΟΜΕ, η οποία ακολουθούσε επιχειρηματική πρακτική να μην ανακοινώνει στο Νηογνώμονα του πλοίου Loyd’s Register of Shipping (LRS) και στις Αρχές του Κράτους της σημαίας του (και έτσι να τους παραπλανά) τα ελαττώματα και τις ζημίες του πλοίου, όπως όφειλε, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι κατάλληλες επιθεωρήσεις του και να αποκατασταθούν τα ελαττώματα. Στην επιστολή αυτή διευκρινίστηκε ότι το συμπέρασμα αυτό είχε προκύψει από τη μελέτη των εγγράφων που η ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια είχε επισυνάψει στην από 30.5.2006 αίτησή της, με την οποία ζητούσε από τους ασφαλιστές την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Σημειώνεται ότι στα έγγραφα αυτά περιελήφθησαν και οι μαρτυρικές καταθέσεις των διασωθέντων ναυτικών του πλοίου AT ……., τέταρτου μηχανικού, ……….., ναύκληρου, ………., ηλεκτρολόγου, ……….., λιπαντή, ……….., δόκιμου αξιωματικού καταστρώματος, ………… και ……………, δόκιμων ναυτών, που είχαν συλλεγεί κατά τη διερεύνηση του ναυαγίου από την υπηρεσία ναυτικής ασφάλειας τόσο του παράκτιου κράτους όσο και του κράτους της σημαίας του πλοίου που βυθίστηκε, αμέσως μετά το ναυάγιο και από τις οποίες προέκυπτε ότι το πλοίο βρισκόταν σε άριστη κατάσταση από κατασκευαστικής πλευράς και δεν είχε αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας σ’ αυτό των μαρτύρων. Οι ίδιοι ισχυρισμοί περιελήφθησαν στο από 18.10.2006 δικόγραφο προτάσεων άμυνας, που οι ασφαλιστές υπέβαλαν στο αγγλικό Δικαστήριο, όπου προέβαλαν ισχυρισμούς από τα άρθρα 17 – 20 και 39 s. 5 του αγγλικού Νόμου περί θαλάσσιας ασφαλίσεως της 21ης Δεκεμβρίου 1906 [Marine Insurance Act: ΜΙΑ 1906], δηλαδή της συμβατικώς επιλεγείσας ως εφαρμοστέας νομοθεσίας και, ειδικότερα, υποστήριξαν ότι η βύθιση του πλοίου AT προκλήθηκε από ελαττώματα που το καθιστούσαν αναξιόπλοο, ότι τα ελαττώματα αυτά ήταν σε γνώση των   …………….. και   …………….., των οποίων η γνώση αποτελεί για τους σκοπούς της ΜΙΑ 1906 γνώση της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας και ότι η διαχειρίστρια του πλοίου εταιρία ΟΜΕ είχε καθιερώσει την πιο πάνω «επαγγελματική» πλην παράνομη πρακτική συνιστάμενη, αφενός, στο να μη γνωστοποιεί στον LRS γνωστά σ’ αυτήν ζητήματα που είχε υποχρέωση να αναφέρει και, αφετέρου, στο να εκτελεί εργασίες στο πλοίο μη ανταποκρινόμενες στους κανονισμούς του Νηογνώμονα. Στις από 18.10.2006 προτάσεις άμυνας δεν έγινε καμία αναφορά σε οποιαδήποτε μαρτυρική κατάθεση του διασωθέντος Φιλιππινέζου ναύκληρου ……….. Είχε προηγηθεί η αποστολή στους πληρεξουσίους δικηγόρους των ασφαλιστών της από 6.10.2006 επιστολής της δικηγορικής εταιρίας …………, με την οποία οι συνασφαλισμένες εταιρίες ……….. και OME διατύπωναν επιφύλαξη, για την περίπτωση μη αποδοχής της απαίτησης της πρώτης, να αξιώσουν επιπλέον από αυτούς τη ζημία που προκλήθηκε, αφενός, στη ………. από την άρνηση των ασφαλιστών να ασφαλίσουν τα πλοία ES και D  που προγραμμάτιζε να προσθέσει στο στόλο των υπό τη διαχείριση της ΟΜΕ πλοίων και, αφετέρου, στις συνασφαλισμένες εταιρίες ………., λόγω της προβλεπόμενης δυσχέρειας που σε περίπτωση ακύρωσης της υφιστάμενης ασφαλιστικής τους καλύψεως θα αντιμετώπιζαν στην σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων για τα πλοία τους GT, VJ, Z, TC και PM αντίστοιχα, ενώ με νέα επιστολή των πληρεξουσίων δικηγόρων της, που απεστάλη στις 26.10.2006 στην πρώτη εναγόμενη δικηγορική εταιρία, η πλοιοκτήτρια του πλοίου AT ισχυρίστηκε ότι εξαιτίας της καθυστέρησης στην πληρωμή της ασφαλιστικής αποζημίωσης είχε απωλέσει την ευκαιρία αφενός να αγοράσει το θέρος του 2006 ένα [1] πλοίο σε αντικατάσταση του βυθισθέντος αντί τιμήματος μικρότερου της διαφιλονικούμενης αποζημιώσεως, η αξία του οποίου είχε πλέον (το μήνα Οκτώβριο του ιδίου έτους) υπερβεί τα ογδόντα εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (80.000.000 $) και αφετέρου να το εκμεταλλευτεί επιχειρηματικά αποκομίζοντας ναύλους συνολικού ύψους ανώτερου των εβδομήντα επτά εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (77.000.000 $), τους οποίους ομοίως απώλεσε. Στις 15.6.2007 αντηλλάγησαν μεταξύ των αντιδίκων οι μαρτυρικές καταθέσεις που καθένας τους επρόκειτο να χρησιμοποιήσει στη δίκη ενώπιον του αγγλικού Δικαστηρίου και μεταξύ αυτών, που παραδόθηκαν στους δικηγόρους της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας, περιλαμβάνονταν δύο [2] μαρτυρικές καταθέσεις του ως άνω διασωθέντος ναύκληρου ……….. με ημερομηνίες η πρώτη, που είχε έκταση είκοσι επτά [27] σελίδων, 9.2.2007 και η δεύτερη, που ήταν δισέλιδη, 13.2.2007, οι οποίες είχαν αμφότερες υπογραφεί ενώπιον του Προξένου των Φιλιππίνων στην Αθήνα. Στις καταθέσεις αυτές γινόταν αναφορά σε ελαττωματική κατάσταση των διπύθμενων δεξαμενών του πλοίου AT, που επέτρεπαν την εισροή υδάτων και στο γεγονός της μη γνωστοποιήσεώς της αρμοδίως και το περιεχόμενό τους ήταν ευθέως αντίθετο προς όσα ο ίδιος διασωθείς ναυτικός είχε καταθέσει αμέσως μετά το ναυάγιο. Οι αναφορές του αυτές συμπεριλήφθηκαν ως ισχυρισμοί για πρώτη φορά στο από 25.7.2007 δικόγραφο προτάσεων των ασφαλιστών με το οποίο τροποποιήθηκε η αρχική τους άμυνα κατά της από 15.8.2006 αγωγής της πλοιοκτήτριας, όπως η τροποποίηση αυτή είχε επιτραπεί από το Δικαστή του Ανώτερου Δικαστηρίου του Λονδίνου Cooke με Διαταγή του που εκδόθηκε στις 2.8.2007 κατ’ αποδοχή του από 25.7.2007 αιτήματος των τότε εναγομένων ασφαλιστών. Ύστερα από την ανταλλαγή των μαρτυρικών καταθέσεων και στα πλαίσια της προδικασίας της δίκης στην Αγγλία η εκεί ενάγουσα, που είχε ήδη προσκομίσει στο Δικαστήριο την από 9.1.2007 ένορκη βεβαίωση του …………….., στην οποία δήλωνε ότι οι ασφαλιστές του πλοίου είχαν ήδη από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006 αποπειραθεί να τον προσεγγίσουν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και μέσω κάποιου …………., υπέβαλε την από 27.7.2007 αίτηση παροχής περαιτέρω πληροφοριών (Request for Further Information: RFI), με σκοπό να λάβει γνώση λεπτομερώς των περιστατικών που σχετίζονταν με τη διαδικασία της λήψης τους και τους οικονομικούς διακανονισμούς που τη συνόδευσαν. Σε απάντηση της αιτήσεως αυτής, όπως και της μεταγενέστερης από 24.10.2007 όμοιας, η δικηγορική εταιρία ……….. απέστειλε στους πληρεξουσίους δικηγόρους της πλοιοκτήτριας ……… αρχικώς το από 12.10.2007 μήνυμα τηλεομοιοτυπίας και στη συνέχεια το από 19.11.2007 έγγραφό της, που υπεγράφησαν αμφότερα από το δεύτερο εναγόμενο …….., με τα οποία τους γνωστοποιούσε ότι στον μάρτυρα ……….. είχαν καταβληθεί είκοσι οκτώ χιλιάδες εκατό δολάρια ΗΠΑ (28.100 $) και δεκατέσσερις χιλιάδες οκτακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ (14.864 €). Τα ποσά αυτά από μεν τους ήδη ενάγοντες κρίθηκαν υπέρογκα και θεωρήθηκαν ως το οικονομικό αντάλλαγμα «για την παροχή των ψευδών καταθέσεων του μάρτυρα», ενώ για τους ήδη εναγομένους συνιστούν την εύλογη και δίκαιη αμοιβή του και ανταποκρίνονται στις προβλέψεις της ρήτρας SCOPIC, που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις επιθαλάσσιας αρωγής και ρυθμίζει το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης για την κάλυψη των εξόδων της μαρτυρίας και εν προκειμένω μεταβάσεώς, διαμονής και διατροφής του μάρτυρα ….. στην Ελλάδα, όπου κατέθεσε. Στο από 12.10.2007 τηλεομοιοτύπημα αναφέρθηκε και μία πληρωμή διακοσίων πενήντα δολαρίων ΗΠΑ (250 $), που καταβλήθηκαν στο μάρτυρα από τον …….. , που ενεργούσε για λογαριασμό της εταιρίας με την επωνυμία ……….. με έδρα στη Μανίλα των Φιλιππίνων και αποτελούσε το ήμισυ της αμοιβής που έλαβε ο ………. για το χρόνο που θα αφιέρωνε στον ……, που διερευνούσε το συμβάν της βυθίσεως του πλοίου AT για λογαριασμό των ασφαλιστών του φορτίου σιδηρομεταλλεύματος που μετέφερε κατά τον τελευταίο του πλου (……….) και διευκρινίστηκε ότι η ………….. επωμίστηκε το μερίδιο της πληρωμής του προκειμένου να πληροφορηθεί αν ο μάρτυρας αυτός ήταν πρόθυμος να εξεταστεί και από τους εντολείς της, δηλαδή τους ασφαλιστές του πλοίου που βυθίστηκε. Ακολούθως, στις 7.12.2007 η ……….. υπέβαλε στο Ανώτερο Δικαστήριο της Αγγλίας, όπου ήδη εκκρεμούσε η με αριθμό φακέλου …/2006 από 15.8.2006 αγωγή της κατά των ασφαλιστών CMI και LMI αίτημα να της επιτραπεί να τροποποιήσει το αγωγικό δικόγραφο με την προσθήκη σ’ αυτό της αξιώσεώς της να αποζημιωθεί για ζημία που υπέστη από τη μη έγκαιρη καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης και συνίστατο αφενός στην ήδη τότε επελθούσα αύξηση (έναντι του χρόνου που θα έπρεπε η αποζημίωση να καταβληθεί) του κόστους αγοράς ενός [1] νέου πλοίου και αφετέρου στην απώλεια των ναύλων που θα εξασφάλιζε δια της εκμεταλλεύσεως του πλοίου αυτού. Η αίτησή της συζητήθηκε στις 14.12.2007 και απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστή του High Court of Justice στο Λονδίνο ….., ο οποίος έκρινε ότι δεν ήταν νόμιμη, διότι σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο οι ασφαλιστές δεν παραβιάζουν την ασφαλιστική σύμβαση σε περίπτωση μη έγκαιρης καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης και δεν υπέχουν υποχρέωση αποκαταστάσεως ζημιών πέραν του μέτρου αυτής, δεδομένου ότι κατά τον αγγλικό νόμο, στον οποίο συμφώνησαν οι διάδικοι να υποβληθούν, ο τόκος της καθυστερούμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης συνιστά επαρκή αποκατάσταση του ασφαλισμένου από την υπερημερία του ασφαλιστή, ακόμα και αν αυτός παρακρατεί με πρόθεση τα ποσά που γνωρίζει ότι οφείλονται δυνάμει του ασφαλιστηρίου. Την ίδια εκείνη ημέρα (14.12.2007) στο Δικαστή ………. του Ανώτερου Δικαστηρίου του Λονδίνου γνωστοποιήθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων ……. και ασφαλιστών LMI είχε επέλθει συμβιβασμός, για τον οποίο είχε καταρτιστεί το από 13.12.2007 συμφωνητικό το οποίο μνημόνευε ότι μεταξύ των ασφαλισμένων εταιριών [ΟΜΕ και ……..] ως διαχειριστών ή/και πλοιοκτητών ή/και συνδεδεμένων ή/και θυγατρικών εταιριών τους ως προς τα αντιστοιχούντα σε καθεμία δικαιώματα και συμφέροντα επί του πλοίου AT αφενός και των ασφαλιστών ……… είχαν συμφωνηθεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «… 3. Η ασφαλισμένη και ενάγουσα συμφωνεί να αποδεχθεί το σε ευρώ ισόποσο των οκτώ εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ [8.000.000 $] σε πλήρη και οριστικό συμβιβασμό πάσης και οποιασδήποτε αξιώσεως την οποία ενδέχεται να διαθέτει δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………… ασφαλιστηρίου κατά των ασφαλιστών σε σχέση προς την απώλεια του AT άνευ όμως επιδράσεως σε οποιοδήποτε συναφές ασφαλιστήριο. 4. Η ασφαλισμένη και ενάγουσα συμφωνεί να αποζημιώσει τους ασφαλιστές έναντι οποιασδήποτε αξίωσης που θα μπορούσε να ασκηθεί κατ’ αυτών από οποιαδήποτε συνδεδεμένη προς την ασφαλισμένη και ενάγουσα εταιρία ή οργανισμό ή από οποιονδήποτε ενυπόθηκο δανειστή σε σχέση προς την απώλεια του AT ή επί τη βάσει του ασφαλιστηρίου ………….., άνευ όμως επιδράσεως σε οποιοδήποτε συναφές ασφαλιστήριο … 5. Η παρούσα σύμβαση υπάγεται στο αγγλικό δίκαιο και στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτέρου Δικαστηρίου [High Court] του Λονδίνου». Το συμφωνητικό του συμβιβασμού αυτού επικυρώθηκε με την από 20.12.2007 Διαταγή του Δικαστή … που εκδόθηκε υπό τον τύπο της διαταγής Tomlin (Tomlin Order), θεσμού της αγγλικής πολιτικής δικονομίας για την αναστολή της δίκης υπό όρους προσυμφωνημένους μεταξύ των διαδίκων, κατά τρόπο που να επιτρέπει σε καθέναν τους την επάνοδο στη δικαστική διαδικασία, χωρίς ανάγκη εγέρσεως νέας αγωγής, με αίτημα πλέον μόνο την εκτέλεση των όρων της διαταγής, που ταυτίζονται με τους όρους της συμβιβαστικής συμφωνίας. Ο συμβιβασμός εκπληρώθηκε με την καταβολή στην ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια του ποσού που συμφωνήθηκε στις 31.12.2007. Σε αντίστοιχες συμφωνίες συμβιβασμού κατέληξαν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και οι λοιποί εναγόμενοι ασφαλιστές. Ειδικότερα, στις 7.1.2008 καταρτίστηκε μεταξύ αφενός των ασφαλισμένων …………., ως πλοιοκτήτριας, …………., ως διαχειρίστριας και των συνδεδεμένων με αυτές ή/και των θυγατρικών τους εταιριών και αφετέρου των ασφαλιστών MCI [……………] σύμβαση συμβιβασμού με τους ακόλουθους, μεταξύ άλλων, όρους: «…2. Η ασφαλισμένη και ενάγουσα συμφωνεί να αποδεχθεί το σε ευρώ ισόποσο των δεκαέξι εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (16.000.000 $) σε πλήρη και οριστικό συμβιβασμό πάσης και οποιασδήποτε αξιώσεως που ενδέχεται να διαθέτει δυνάμει του ασφαλιστηρίου κατά των ασφαλιστών σε σχέση προς την απώλεια του AT, περιλαμβανομένης κάθε αξίωσης για τόκους και έξοδα (περιλαμβανομένων όλων των διαταγών των σχετικών με δαπάνες που έχουν μέχρι στιγμής εκδοθεί στη δίκη), άνευ όμως επιδράσεως σε οποιοδήποτε άλλο ασφαλιστήριο στο οποίο κάθε ασφαλιστής ενδεχομένως συμμετέχει. 3. Η ασφαλισμένη και ενάγουσα συμφωνεί να αποζημιώσει κάθε ασφαλιστή έναντι οποιασδήποτε αξίωσης που θα μπορούσε να ασκηθεί κατ’ αυτού από οποιαδήποτε συνδεδεμένη προς την ασφαλισμένη και ενάγουσα εταιρία ή οργανισμό ή από οποιονδήποτε ενυπόθηκο δανειστή σε σχέση προς την απώλεια του AT ή επί τη βάσει του ασφαλιστηρίου, άνευ όμως επιδράσεως σε οποιοδήποτε άλλο ασφαλιστήριο ενδέχεται να συμμετέχει…6. Η παρούσα σύμβαση υπόκειται στο αγγλικό δίκαιο και στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανώτερου Δικαστηρίου (High Court) του Λονδίνου». Και η συμφωνία αυτή επικυρώθηκε με Διαταγή τύπου ….., εκδοθείσα από το Ανώτερο Δικαστήριο του Λονδίνου στις 7.1.2008, εκπληρώθηκε δε με την καταβολή στην …………. του συμφωνηθέντος ποσού τμηματικά στις 5.2.2008, στις 12.2.2008 και στις 20.2.2008. Με τις ως άνω συμβιβαστικές συμφωνίες, που συνυπέγραψε και η διαχειρίστρια του απωλεσθέντος πλοίου εταιρία ΟΜΕ, τερματίστηκε στο σύνολό της η δίκη που άρχισε στην Αγγλία με την άσκηση της από 15.8.2006 και με αριθμό φακέλου …../2006 αγωγής της πλοιοκτήτριας κατά των ασφαλιστών CMI και LMI, αφού η δικαστική διαδικασία περατώθηκε κατ’ εφαρμογή των Tomlin Orders που διέταξαν την αναστολή της «…εκτός μόνον προς το σκοπό της υλοποιήσεως των συμφωνηθέντων μεταξύ της ενάγουσας και των εναγομένων όρων». Με τον ίδιο τρόπο τερματίστηκε η δίκη και επί της με αριθμό φακέλου ……./2006 αγωγής, αφού στις 18.1.2008 τα συνδικάτα των Lloyd’s που είχαν ασφαλίσει την αυξημένη αξία του πλοίου AT συμφώνησαν να καταβάλουν και μέχρι τις 9.2.2008 κατέβαλαν πράγματι το σύνολο της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Τέλος, στις 30.1.2008 συνήφθη συμφωνία συμβιβασμού και με τον αλληλασφαλιστικό οργανισμό …………… Στο συμφωνητικό αυτό συμβλήθηκαν η πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια του ασφαλισμένου πλοίου και οι συνδεδεμένες με αυτές ή/και θυγατρικές τους εταιρίες και το πλήρες περιεχόμενό του έχει ως εξής: «Οι Ασφαλιστές συμφωνούν να καταβάλουν στους Πλοιοκτήτες εντός 21 ημερών από την παρούσα συμφωνία, εκτός και αν εμποδισθούν από Διαταγή οποιουδήποτε Δικαστηρίου, οπότε στην περίπτωση αυτή εντός 14 ημερών από την άρση ή την τροποποίηση της ως άνω Διαταγής προκειμένου να επιτραπεί η πληρωμή, το ποσόν των 4,8 εκατ. Δολ. ΗΠΑ (Δολ. ΗΠΑ τέσσερα εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες) που αποτελεί το 100% της οφειλόμενης αναλογίας τους από το ασφαλισθέν ποσόν που ανέρχεται σε 15% των 32 εκατ. δολ. ΗΠΑ (Δολ. ΗΠΑ τριάντα δύο εκατομμύρια) χωρίς τόκο ή έξοδα, με τραπεζική επιταγή για το ανωτέρω ποσόν, πληρωτέα στη ……………. Σε περίπτωση που η πληρωμή δεν γίνει εντός 21 ημερών από την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας και υπό την προϋπόθεση ότι η πληρωμή δεν θα καθυστερήσει λόγω Διαταγής οποιουδήποτε Δικαστηρίου, οι Ασφαλιστές συμφωνούν ότι το ποσόν των 4,8 δολ. ΗΠΑ που είναι πληρωτέο βάσει της παρούσας, θα υπόκειται σε τόκο 4% ετησίως. 2. Οι πλοιοκτήτες και ο Ασφαλισμένος συμφωνούν να δεχθούν 4,8 εκατ. δολ. ΗΠΑ (Δολ. ΗΠΑ τέσσερα εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες) σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση οποιασδήποτε και όλων των απαιτήσεων που μπορεί να έχουν βάσει της ασφαλιστικής σύμβασης σε σχέση με την απώλεια του «AT» κατά των Ασφαλιστών και/ή των προστηθέντων και/ή αντιπροσώπων τους, συμπεριλαμβανομένων όλων των απαιτήσεων για τόκο και έξοδα αλλά χωρίς επίπτωση σε άλλες ασφαλιστικές συμβάσεις στις οποίες μπορεί να εμπλέκονται οι Ασφαλιστές. 3. Ο Ασφαλισμένος συμφωνεί να αποζημιώσει τους Ασφαλιστές για οποιαδήποτε απαίτηση θα μπορούσε να εισαχθεί εναντίον τους και/ή κατά προστηθέντων τους και/ή κατά εκπροσώπων τους και/ή κατά των διαχειριστών τους από οποιαδήποτε από τις συνδεδεμένες εταιρίες του Ασφαλισμένου και/ή από οργανισμούς και/ή από τους διαχειριστές του και/ή από τους προστηθέντες του και/ή από υπαλλήλους του και/ή από τους αντιπροσώπους του και/ή από οποιονδήποτε ενυπόθηκο δανειστή, σχετικά με την απώλεια του «ΑT» ή βάσει του Ασφαλιστηρίου αλλά χωρίς επίπτωση σε άλλη ασφαλιστική σύμβαση, στην οποία μπορεί να εμπλέκεται. 4. Κατόπιν υπογραφής της συμφωνίας και λαμβάνοντας υπόψιν τις περιεχόμενες στο παρόν υποσχέσεις, οι Ασφαλιστές θα υποβάλουν αίτηση για αναστολή της Διαιτησίας κατά της …………., η δε Διαιτησία θα ανασταλεί για όλους τους σκοπούς εκτός από το σκοπό εκπλήρωσης των όρων που συμφωνούνται με την παρούσα και η αναστολή θα έχει αποτελέσματα από την ημερομηνία της παρούσας. 5. Κατόπιν της εμπρόθεσμης και ολοκληρωμένης πληρωμής από τους Ασφαλιστές του ποσού που ορίζεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω, οι Ασφαλιστές συμφωνούν να διακόψουν τη διαδικασία της Διαιτησίας χωρίς διαταγή ως προς τα έξοδα. 6. Η παρούσα συμφωνία διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο και υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτέρου Δικαστηρίου του Λονδίνου». Όλες οι παραπάνω συμβιβαστικές συμφωνίες προσυπογράφηκαν εκτός από την ενάγουσα πλοιοκτήτρια και από τη διαχειρίστρια του απωλεσθέντος πλοίου εταιρία ΟΜΕ. Από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν της διαμορφώσεως των συγκεκριμένων όρων των συμφωνητικών συμβιβασμού, καθίσταται, όμως, σαφές, πρώτον, ότι η ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια δεν έλαβε για τόκους της απαιτήσεώς της και για έξοδα της δικαστικής διαδικασίας στην Αγγλία ένα ποσό που, όπως οι εδώ εναγόμενοι υποστηρίζουν χωρίς ο ισχυρισμός τους αυτός να αμφισβητείται, υπερβαίνει συνολικά τα έξι εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (6.000.000 $), δεύτερον, ότι οι απαιτήσεις της ιδίας για αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη πέραν του μέτρου της ασφαλιστικής αποζημίωσης (απώλεια ευκαιρίας αντικαταστάσεως του βυθισθέντος πλοίων με άλλα και ναύλων από την εμπορική εκμετάλλευσή τους) ήταν ήδη γνωστές στους αντιδίκους της πριν την κατάρτιση των συμβιβασμών, αφού είχαν ανεπιτυχώς εγερθεί ενώπιον του αγγλικού Δικαστηρίου, τρίτον, ότι ομοίως γνωστές ήταν και οι απαιτήσεις της από την κατασκευή των φερόμενων ως ψευδών ενόρκων βεβαιώσεων του …….., αφού συνομολογείται (σελ. 59 και 102 της Α αγωγής) ότι με επιστολή που οι πληρεξούσιοι δικηγόροι …………….. της πλοιοκτήτριας είχαν αποστείλει την 1η.10.2007 στους πληρεξούσιους δικηγόρους των ασφαλιστών (…………) είχε επισημανθεί ότι οι καταθέσεις του είναι αναληθείς και πεποιημένες και ότι με τα δικόγραφά της η πλοιοκτήτρια είχε επιφυλαχθεί των νομίμων δικαιωμάτων της για τη χρήση τους, τέταρτον, ότι η ρήτρα αποζημιώσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 3 του από 7.1.2008 συμφωνητικού (συμβιβασμός CMI), στο άρθρο 4 του από 13.12.2007 συμφωνητικού (συμβιβασμός LMI) και στο άρθρο 3 του από 30.1.2008 συμφωνητικού (συμβιβασμός ΗΗ), προϋποθέτει ότι τρίτα πρόσωπα, πέραν των στους συμβιβασμούς συμβαλλομένων, είναι δυνατό να εγείρουν κατά των ασφαλιστών αξιώσεις σχετιζόμενες με την απώλεια του πλοίου ΑT και, πέμπτον, ότι δια της ρήτρας αυτής παρέχεται στους ασφαλιστές το δικαίωμα, αν οι αξιώσεις των τρίτων ευδοκιμήσουν, να ανακτήσουν από την πλοιοκτήτρια ο,τιδήποτε αυτοί υποχρεωθούν να καταβάλουν προς ικανοποίηση των τρίτων, ακόμα δε και των αντιπροσώπων, υπαλλήλων ή προστηθέντων τους, εάν αυτοί υποχρεωθούν σε αποζημίωση της πλοιοκτήτριας και των συνδεδεμένων με αυτήν επιχειρήσεων, με δεδομένο μάλιστα ότι εκ μέρους των ασφαλισμένων δεν προβάλλεται ισχυρισμός ότι οι εν γένει προστηθέντες των ασφαλιστών ενήργησαν εκτός ή καθ’ υπέρβαση των οδηγιών που είχαν λάβει από τους εντολείς τους αυτούς. Σημειωτέον ότι, μολονότι με τα συμφωνητικά συμβιβασμού γίνεται επιλογή του δίκαιου και της δικαιοδοσίας για τη δικαστική κρίση επί των αξιώσεων των ασφαλιστών προς ανάκτηση όσων ενδεχομένως κληθούν να καταβάλουν σε τρίτους, συνδεδεμένους με τους ασφαλισμένους, εντούτοις, με αυτά δεν καθορίζονται ευθέως, χωρίς δηλαδή ανάγκη παρεμβολής ερμηνευτικής διεργασίας, ούτε τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά όρια των συμφωνιών συμβιβασμού ούτε η, από την άποψη τουλάχιστον του ελληνικού και του ενωσιακού δικαίου, δικαιοδοσία για τη δικαστική κρίση επί των αξιώσεων των τρίτων κατά των ασφαλιστών, όπως, άλλωστε, αποδεικνύει η παρούσα αντιδικία στην Ελλάδα και στην Αγγλία. Η αντιδικία αυτή ξεκίνησε τρία [3] περίπου έτη μετά τον τερματισμό της δικαστικής και της διαιτητικής διαδικασίας στο Λονδίνο, όταν οι εδώ ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περισσότερες [δεκατρείς (13) τον αριθμό] αγωγές και, συγκεκριμένα, τις με αριθμούς εκθέσεως καταθέσεως 1] …./2011 από 20.4.2011 κατά της αρχιασφαλίστριας της ομάδας ασφαλιστών CMI ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία …….. (πρώην ……….) και των φυσικών προσώπων ………., υπευθύνων ασφαλίσεων αυτής, ….. ., διευθυντή του τμήματος ασφαλιστικών απαιτήσεων αυτής, ……, ασφαλιστή της και …………, διευθυντή ασφαλίσεων πλοίων αυτής, 2] ……./2011 από 21.4.2011 κατά της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία …………, ασφαλίστριας της ομάδας ασφαλιστών CMI, 3] ……../2011 από 20.4.2011 κατά της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία …………, ασφαλίστριας της ομάδας ασφαλιστών CMI και των φυσικών προσώπων …….. και ………., υπευθύνων ασφαλίσεων της ……….., αντιπροσώπου και αντικλήτου της ……..και της ……………, 4] …./2011 από 21.4.2011 κατά της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία ………., ασφαλίστριας της ομάδας ασφαλιστών CMI και του φυσικού προσώπου ………., υπευθύνου ασφαλίσεων αυτής, 5] ……../2011 από 20.4.2011 κατά της ασφαλιστικής εταιρίας …….., ασφαλίστριας της ομάδας ασφαλιστών LMI και των φυσικών προσώπων …………, ασφαλιστή αυτής, ………., διευθύντριας του τμήματος ασφαλιστικών απαιτήσεων αυτής και ………….., υπευθύνου ασφαλίσεων αυτής, 6] ………/2011 από 21.4.2011 κατά της ασφαλιστικής εταιρίας ………., ασφαλίστριας της ομάδας ασφαλιστών LMI και του φυσικού προσώπου ………., υπευθύνου ασφαλίσεων αυτής, 7] …../2011 από 20.4.2011 κατά των φυσικών προσώπων ………., ασφαλιστή ασφαλίσεων πλοίων της ομάδας ασφαλιστών LMI και . . …, διευθυντή ασφαλίσεων της εταιρίας ………., αντιπροσώπου του συνδικάτου των Lloyd’s 2003, 8] του αλληλασφαλιστικού οργανισμού …………. (ασφαλιστή ΗΗ) και του φυσικού προσώπου ………., μέλους του διοικητικού του συμβουλίου και διευθυντή της διαχειρίστριας και αντιπροσώπου του στην Ελλάδα ……….. και 9] ………/2011 από 20.4.2011 ένδικη Α αγωγή, ως προς το περιεχόμενο και τα αιτήματα της οποίας είναι πανομοιότυπες και οι λοιπές ως άνω αγωγές. Ταυτόσημο περιεχόμενο προς αυτό της ένδικης από 12.1.2012 Β αγωγής [10] έχουν και άλλες τρεις [3] αγωγές που σε συμπλήρωση των προηγούμενων ισχυρισμών τους άσκησαν οι εδώ ενάγοντες ενώπιον του ιδίου ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και, συγκεκριμένα: 11] η από 19.1.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/2012 αγωγή κατά των …………., 12] η από 12.1.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/2012 αγωγή κατά των ……………… και 13] η από 19.1.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./2012 αγωγή κατά του ………… Μετά την έγερση της πρώτης ομάδας από τις αγωγές αυτές το έτος 2011 στον Πειραιά οι ασφαλιστές CMI και LMI προσέφυγαν στις 25.7.2011 και στις 3.8.2011 αντίστοιχα στο Ανώτερο Δικαστήριο του Λονδίνου, στο πλαίσιο της αρχικής από 15.8.2006 και με αριθμό φακέλου ……./2006 αγωγής της ……………., η επί της οποίας διαδικασία είχε ανασταλεί με τις δύο [2] προαναφερθείσες ……….. και ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι η άσκηση των αγωγών στην Ελλάδα συνιστούσε παραβίαση των όρων εκάστου των από 13.12.2007 και 7.1.2008 αντίστοιχων συμβιβασμών και να επιδικαστεί αποζημίωση υπέρ αυτών και σε βάρος της …………. για παραβίαση των όρων 4 και 3 αντιστοίχως των συμφωνητικών συμβιβασμού. Οι ανωτέρω ασφαλιστές ζήτησαν επίσης και έλαβαν την άδεια από το αγγλικό Δικαστήριο να προσεπικαλέσουν και να προσθέσουν ως καθ’ ης στις ως άνω αιτήσεις τους και την εταιρία ΟΜΕ, κατά τις οποίας ήγειραν αντίστοιχες αναγνωριστικές και καταψηφιστικές αξιώσεις για την παράβαση των όρων των συμβιβασμών που είχαν επικυρωθεί δικαστικά και στους οποίους και η ΟΜΕ είχε συμβληθεί. Εξάλλου, κατ’ αποδοχή αιτήσεώς τους το High Court of Justice του Λονδίνου, επέτρεψε στους εκκαλούντες της Β έφεσης (στο εξής διάδικοι HD) να μετάσχουν ως συνεναγόμενοι στην αρχική με αριθμό φακέλου …………./2006 αγωγή και να ζητήσουν ανάλογη προς εκείνη των ασφαλιστών προστασία έναντι των εναγόντων στις ελληνικές αγωγές. Η εκδίκαση, όμως, των απαιτήσεων των διαδίκων HD ανεστάλη με απόφαση του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου …………….., που εκδόθηκε στις 2.2.2012, μέχρι την αμετάκλητη κρίση επί των αιτήσεων των κυρίων διαδίκων (ασφαλιστών CMI και LMI) και εν τέλει οι απαιτήσεις αυτές κρίθηκαν μεταγενέστερα με την από 26.9.2014 απόφαση και τις συναφείς διαταγές του πρωτοβάθμιου Δικαστή …………….., περί των οποίων θα γίνει λόγος πιο κάτω. Στο μεταξύ οι ασφαλιστές LMI άσκησαν ενώπιον του ιδίου αγγλικού Δικαστηρίου, αφενός, κατά των εταιριών …………….. και OME νέα, επικουρική, αγωγή, που έλαβε αριθμό φακέλου ………/2011, με αιτήματα ανάλογα προς εκείνα που είχαν υποβάλει στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας που αναβίωσε και, αφετέρου, κατά των συνασφαλισμένων πλοιοκτητριών εταιρών ………………….. (στο εξής «οι συνασφαλισμένες πλοιοκτήτριες») άλλη αγωγή, που έλαβε αριθμό φακέλου ………./2011, με αίτημα αποζημιώσεως για παράβαση της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων που είχε περιληφθεί στα ασφαλιστήρια συμβόλαια, ενώ νέα αγωγή (με αριθμό φακέλου ……../2011) άσκησαν στο ίδιο Δικαστήριο και οι ασφαλιστές CMI κατά των εταιριών …………….. και OME και κατά των συνασφαλισμένων πλοιοκτητριών και το ίδιο έπραξε και ο αλληλασφαλιστικός οργανισμός ΗΗ, ο οποίος δεν υπήρξε διάδικος στα πλαίσια της αρχικής διαδικασίας, αφού δεν είχε εναχθεί με την με αριθμό φακέλου …../2006 αγωγή και ο οποίος ζήτησε παρόμοια με των λοιπών ασφαλιστών δικαστική προστασία με αγωγή του που έλαβε αριθμό φακέλου …../2011. Ειδικότερα, οι ασφαλιστές CMI ζήτησαν από το αγγλικό Δικαστήριο, αφενός, να αναγνωριστεί ότι οι εναντίον τους ελληνικές αγωγές αφορούσαν αξιώσεις που είχαν συμβιβαστεί ήδη από το έτος 2008, ότι ασκήθηκαν κατά παράβαση του όρου περί απαλλαγής τους που είχε περιληφθεί στο από 7.1.2008 συμφωνητικό συμβιβασμού και ότι η έγερσή τους παραβιάζει τις ρήτρες αποκλειστικής δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων που είχε περιληφθεί στις ασφαλιστικές συμβάσεις και στο συμφωνητικό συμβιβασμού και, αφετέρου, να καταδικαστούν το μεν η …………, η OME και οι συνασφαλισμένες πλοιοκτήτριες σε καταβολή αποζημιώσεως για παράβαση του περί απαλλαγής τους ως άνω όρου και των ρητρών αποκλειστικής δικαιοδοσίας, το δε η ……. και η OME σε αποζημίωση για τις αξιώσεις που ηγέρθησαν στον Πειραιά από αυτές και από τις συνασφαλισμένες πλοιοκτήτριες σύμφωνα με το άρθρο 3 του από 7.1.2008 συμβιβασμού. Αντιστοίχως, οι ασφαλιστές LMI ζήτησαν την αναγνώριση του ότι η έγερση των ελληνικών αγωγών συνιστά παραβίαση των όρων του από 13.12.2007 συμβιβασμού και ότι οι με αυτές ασκηθείσες αξιώσεις έχουν διευθετηθεί με αυτόν, την καταδίκη των …….., OME και συνασφαλισμένων πλοιοκτητριών σε αποζημίωση λόγω της παραβίασης των όρων του συμβιβασμού και την αναγνώριση του ότι δικαιούνται να αποζημιωθούν για την παράβαση του όρου 4 της ιδίας συμβιβαστικής συμφωνίας. Τα παραπάνω δικόγραφα συνεκδικάστηκαν ενώπιον του Δικαστή …………….. του Ανωτέρου Δικαστηρίου του Λονδίνου με τη συνοπτική διαδικασία του αγγλικού δικονομικού δικαίου (χωρίς δηλαδή να τεθούν θέματα αποδείξεως από το Δικαστήριο και χωρίς να εξεταστούν μάρτυρες επί της ουσίας) στις 28 και στις 29.11.2012, οπότε οι καθ’ ων …………….. και OME ζήτησαν την απόρριψη των αγωγών υποστηρίζοντας ότι: α] το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς είναι αποκλειστικά αρμόδιο να εκδικάσει τις ελληνικές αγωγές, διότι με αυτές ασκούνται αξιώσεις από αδικοπρακτική συμπεριφορά και ποινικά αδικήματα των ασφαλιστών CMI, LMI και HH και των λοιπών εναγομένων/προστηθέντων τους, που κατά το σημαντικότερο μέρος τους έλαβαν χώρα στην Ελλάδα, όπου επήλθε και η ζημία των εναγόντων και ότι για το λόγο αυτό δεν ενέπιπταν ratione materiae στις συμβάσεις συμβιβασμού, αφού αυτές αποσκοπούσαν στη διευθέτηση των απαιτήσεων που απέρρεαν από την ασφαλιστική σύμβαση (προς καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης) και όχι των αδικοπρακτικών αξιώσεων σε βάρος των ασφαλιστών, β] ότι δικαίωμα αποζημιώσεως δεν έχουν οι ασφαλιστές επειδή οι αξιώσεις που ασκήθηκαν με τις ελληνικές αγωγές απορρέουν από εγκλήματα που τελέστηκαν με δόλο και κατά το ελληνικό δίκαιο δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμβιβασμού και γ] ότι η αποδοχή των αιτημάτων των αγγλικών αγωγών θα συνιστούσε πράξη αντίθετη προς το ευρωπαϊκό δίκαιο, επειδή θα προκαταλάμβανε την απόφαση του ελληνικού Δικαστηρίου να αποφανθεί τόσο επί της δικαιοδοσίας του όσο και επί της ουσίας της διαφοράς. Παράλληλα οι τότε καθ’ ων επικαλέστηκαν τη διάταξη του άρθρου 28 του ΚανΒρΙ και ζήτησαν την αναστολή της δίκης στην Αγγλία επειδή οι αγγλικές και οι ελληνικές αγωγές ήσαν συναφείς και το ελληνικό Δικαστήριο είχε επιληφθεί πρώτο. Ο Δικαστής …………….. έκρινε ότι για τους σκοπούς του άρθρου 28 το High Court of Justice του Λονδίνου ήταν το πρώτο που επιλήφθηκε της διαφοράς στα πλαίσια της αρχικής αγωγής με αριθμό φακέλου ………./2006 και, συνεπώς, είχε διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει τις ενώπιόν του αγωγές και, μετά ταύτα, με την από 19.12.2011 απόφασή του, σε συνέχεια της οποίας εκδόθηκαν οι από 2.2.2012 και 19.3.2012 συναφείς διαταγές του, δέχθηκε όλα τα αιτήματα των ασφαλιστών και, συγκεκριμένα, έκρινε ότι οι ελληνικές αγωγές αφενός ηγέρθησαν κατά παράβαση των όρων των συμφωνητικών συμβιβασμού, αφού οι αξιώσεις που ασκήθηκαν με αυτές είχαν συνεπεία αυτού αποσβεστεί και αφετέρου συνιστούσαν παραβίαση εκ μέρους μεν της …………….. και της OME των ρητρών αποκλειστικής δικαιοδοσίας που είχαν περιληφθεί στα συμφωνητικά συμβιβασμού και εκ μέρους αυτών και των συνασφαλισμένων πλοιοκτητριών των παρόμοιων ρητρών των ασφαλιστικών συμβάσεων. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές καταδίκασε τους καθ’ ων να αποζημιώσουν τους ασφαλιστές για τα έξοδα που θα πραγματοποιούσαν εξαιτίας των δικαστικών διαδικασιών στην Ελλάδα και για τα ποσά που ενδεχομένων επιδικάζονταν σε βάρος τους από το ελληνικό Δικαστήριο και αποφάσισε να λάβει χώρα specific performance (ειδική εκτέλεση) με τη σύσταση ενός κεφαλαίου εγγυοδοσίας (ταμείου), τηρούμενο στο Ανώτερο Δικαστήριο του Λονδίνου, στο οποίο έπρεπε να καταβληθούν χρήματα από τις καθ’ ων έναντι των υφισταμένων και μελλοντικών ζημιών των ασφαλιστών. Τέλος, ο Δικαστής …………….. παρείχε στους καθ’ ων, σύμφωνα με τους κανόνες της αγγλικής πολιτικής δικονομίας, άδεια για την άσκηση εφέσεως κατά της αποφάσεώς του υπό τον όρο, μεταξύ άλλων, της αναβολής της πρώτης συζήτησης των ελληνικών αγωγών, για τον οποίο οι μεν ήδη ενάγοντες ισχυρίζονται ότι τους επιβλήθηκε, οι δε αντίδικοί τους ότι συμφωνήθηκε από κοινού κατά τη δίκη στην Αγγλία κατά πρόταση μάλιστα του εκεί δικαστικού παραστάτη των …………….. και ……….., εκδοχή που επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά της αγγλικής δίκης. Η …………….., η OME και οι συνασφαλισμένες πλοιοκτήτριες άσκησαν πράγματι έφεση κατά της αποφάσεως του Δικαστή …………….. ενώπιον του Εφετείου της Αγγλίας (Court of Appeal) στο Λονδίνο προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, για πρώτη φορά στο δεύτερο δικαιοδοτικό βαθμό, τον ισχυρισμό ότι οι αγγλικές και οι ελληνικές (δεν ήταν απλώς συναφείς αλλά) είχαν το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 27 του ΚανΒρΙ και για το λόγο αυτό τα αγγλικά Δικαστήριο όφειλαν να αναστείλουν αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία ενώπιόν τους μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το Εφετείο δεν εξέτασε τους λοιπούς λόγους της έφεσης, επειδή ερεύνησε και δέχθηκε μόνο τον παραπάνω και με την από 21.12.2012 απόφασή του έκρινε ότι τα αγγλικά Δικαστήρια όφειλαν να αναστείλουν αυτεπαγγέλτως την εκδίκαση των αγγλικών αγωγών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 27 του ΚανΒρΙ και, μετά ταύτα, απάλλαξε τις εκκαλούσες από την υποχρέωση που είχαν αναλάβει να αναβάλουν τη συζήτηση των ελληνικών αγωγών. Ο Εφέτης ….. του Court of Appeal έθεσε ως βάση του συλλογισμού του τη διαπίστωση ότι βάση της δικαστικής διεκδίκησης στην Ελλάδα αποτελεί η ύπαρξη μη συμβατικών αξιώσεων, των οποίων διώκεται η ικανοποίηση, ενώ βάση της δικαστικής διένεξης στην Αγγλία είναι η διευθέτηση και αυτών των μη συμβατικών αξιώσεων με τα συμφωνητικά συμβιβασμού και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πυρήνας των ελληνικών και των αγγλικών αγωγών συνίστατο στο ζήτημα της ύπαρξης ή της έλλειψης αδικοπρακτικής ευθύνης των ασφαλιστών ως προς τις αξιώσεις που ασκήθηκαν στην Ελλάδα και ότι η επιζητούμενη στην Αγγλία αναγνώριση της έλλειψης ευθύνης των ασφαλιστών για το λόγο ότι οι αξιώσεις που ασκήθηκαν στον Πειραιά είχαν ήδη συμβιβαστεί είχε την ίδια νομική βάση στην οποία εδράζονταν και οι αμυντικοί ισχυρισμοί των ασφαλιστών κατά των αγωγών αυτών στην Ελλάδα. Έκρινε μάλιστα ότι ταυτότητα ζητημάτων κατά την έννοια του άρθρου 27 ανέκυπτε όχι μόνο σε σχέση προς το αίτημα να αναγνωριστεί ότι οι ασφαλιστές είχαν απαλλαγεί από κάθε ευθύνη τους βάσει των συμφωνητικών συμβιβασμού αλλά και ως προς τα αιτήματα αποζημιώσεως για παράβαση της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας που είχε περιληφθεί τόσο στις ασφαλιστικές όσο και στις συμβιβαστικές συμφωνίες. Κατ’ ουσίαν το αγγλικό Εφετείο έκρινε ότι το ελληνικό Δικαστήριο έπρεπε ως πρώτο επιληφθέν να διαπιστώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του, αφού ερευνήσει κυριαρχικά το αντικειμενικό εύρος εκάστου συμβιβασμού, αφού η υπαγωγή ή μη σ’ αυτό και των «μη συμβατικών αξιώσεων» αποτελούσε προδικαστικό ζήτημα για την κατάφαση εκ μέρους των αγγλικών Δικαστηρίων της δικής τους διεθνούς δικαιοδοσίας, επί του οποίου δεν μπορούσαν ακόμη τότε να επιληφθούν αφού η έγερση των ελληνικών αγωγών είχε προηγηθεί. Η υπόθεση, κατόπιν αντιθέτων αναιρέσεων των εκεί αντιδίκων, κατέληξε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας (House of Lords), το οποίο επέτρεψε τη συμμετοχή στην αναιρετική δίκη και των διαδίκων HD, παρόλο που αυτοί δεν ήσαν διάδικοι στο Εφετείο και με την από 6.11.2013 απόφασή του απέρριψε την προσφυγή των …………….., OME και συνασφαλισμένων πλοιοκτητριών και δέχθηκε την προσφυγή των ασφαλιστών, με τις οποίες ως μόνα ζητήματα είχαν τεθεί η εσφαλμένη ή μη εφαρμογή από το Εφετείο του άρθρου 27, η διαπίστωση της ύπαρξης μεταξύ των αγγλικών και των ελληνικών αγωγών εκκρεμοδικίας ή απλής συνάφειας και ο καθορισμός του πρώτου επιληφθέντος από τα περισσότερα Δικαστήρια ενώπιον των οποίων ασκήθηκαν οι αγωγές αυτές. Το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 27 θα μπορούσε να τεθεί μόνον όσον αφορά τα αιτήματα των ασφαλιστών CMI και LMI να αναγνωριστεί ότι «οι αξιώσεις που εγέρθηκαν με τις αγωγές στην Ελλάδα εμπίπτουν στους όρους απαλλαγής του συμφωνητικού συμβιβασμού CMI» και ότι «το συμφωνητικό συμβιβασμού LMI συμβιβάζει οποιαδήποτε απαίτηση της …………….. εναντίον τους αναφορικά με την απώλεια του AT και καλύπτει τις αξιώσεις που προβάλλει η …………….. με τις αγωγές στην Ελλάδα» αντίστοιχα, προκειμένου να αποτραπεί η επιδίωξη των αναγνωριστικών αυτών αξιώσεων στην Αγγλία, καθόσον ενδεχόμενη παραδοχή τους εκεί θα καθιστούσε, κατά μία γνώμη, αβάσιμες τις ελληνικές αγωγές, που ως προς το σημείο αυτό ταυτίζονται ως προς την αιτία και το αίτημά τους με τις αγγλικές. Για το λόγο αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι αν δε μεσολαβούσε παραίτηση των ασφαλιστών CMI και LMI από τα ως άνω αναγνωριστικά αιτήματά τους θα έπρεπε να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ λόγω των αντιθέτων απόψεων των μελών του ως προς την ταυτότητα αιτίας και αντικειμένου των αγγλικών και των ελληνικών αγωγών στο πιο πάνω σημείο, το οποίο με την ευκαιρία αυτή θα συμπληρωνόταν με ερωτήματα σχετικά με το ποιο δικαστήριο ήταν, ενόψει της αναστολής που είχε χωρήσει με τις ……… Orders, το πρώτο επιληφθέν σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 27 και με το παραδεκτό της προβολής του σχετικού ισχυρισμού για πρώτη φορά στο εφετείο. Κατά τα λοιπά το House of Lords έκρινε ότι οι ελληνικές αξιώσεις, όπως είχαν διευκρινιστεί, ήταν αδικοπρακτικής φύσεως ενώ οι αγγλικές ήταν συμβατικές, απορρέουσες από την παράβαση των όρων των συμβιβασμών, καθώς και ότι οι αποφάσεις εκατέρωθεν θα μπορούσαν να τελεσιδικήσουν χωρίς να παράγεται νομικά και λογικά αντιφατικό αποτέλεσμα, μολονότι με εμπορικούς και οικονομικούς όρους η επιτυχής έκβαση της μιας θα εξουδετέρωνε τα ευνοϊκά αποτελέσματα που θα είχε η αίσια κατάληξη της άλλης, καθόσον, από τη μια πλευρά, οι αγγλικές αξιώσεις προϋπέθεταν ότι οι ελληνικές αγωγές θα μπορούσαν να εκδικαστούν και να γίνουν δεκτές (και έναντι του κινδύνου αυτού προβλέφθηκε κάλυψη των ασφαλιστών με τα συμφωνητικά συμβιβασμού) και, από την άλλη, οι ελληνικές αξιώσεις δεν αμφισβητούσαν το συμβιβασμό, υπό την έννοια ότι περί αυτού οι ενάγοντες στην Ελλάδα δεν έκαναν μνεία στις αγωγές τους. Στο σημείο αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε σφάλμα στην απόφαση του Εφετείου, που είχε δεχθεί ταυτότητα των εκατέρωθεν αγωγών με βάση όχι τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν στις ελληνικές αγωγές και τους νομικούς κανόνες που στήριξαν τα αιτήματα των ασφαλισμένων αλλά και τους αναμενόμενους να προβληθούν στην Ελλάδα αμυντικούς ισχυρισμούς των εναγόμενων ασφαλιστών. Επιπλέον, υπό το πρίσμα του άρθρου 28 του ΚανΒρΙ το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας έκρινε ότι δεν πρέπει να ανασταλεί η διαδικασία στην Αγγλία όσον αφορά τα λοιπά αιτήματα των ασφαλιστών επειδή το φυσικό δικαστήριο ως προς αυτά είναι το αγγλικό, που είναι σε πολύ καλύτερη θέση να τα κρίνει από ό,τι το ελληνικό, δεδομένου ότι η διαδικασία στην Αγγλία βρίσκεται σε πιο προχωρημένο στάδιο και τα ζητήματα που εγείρονται άπτονται του δικαίου των συμβάσεων και διέπονται από το αγγλικό δίκαιο. Μετά ταύτα, έγινε δεκτή η αναίρεση των ασφαλιστών και απορρίφθηκε η αναίρεση των αντιδίκων τους, ενώ προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ τελικά δεν υποβλήθηκαν, διότι οι ασφαλιστές CMI παραιτήθηκαν αμέσως από το αναγνωριστικό αίτημά τους που προαναφέρθηκε και στην εμμονή των ασφαλιστών LMI στο παρόμοιο δικό τους το Ανώτατο Δικαστήριο απάντησε ότι θα το εξέταζε μετά τη νέα απόφαση του Εφετείου. Τελικώς οι ασφαλιστές LMI παραιτήθηκαν από το αναγνωριστικό αίτημά τους, όμως αυτό συνέβη μετά την έκδοση της μετ’ αναίρεση εφετειακής απόφασης, που απέφυγε είτε να αποφανθεί ευθέως επ’ αυτού είτε να παραπέμψει το ίδιο στο ΔΕΕ το ζήτημα. Ο Εφέτης …………, που είχε εισηγηθεί και την αναιρεσιβληθείσα, εισηγήθηκε και τη δεύτερη εφετειακή απόφαση, που εκδόθηκε στις 18.7.2014. Με αυτήν κρίθηκε ότι α] οι δίκες στην Ελλάδα εμπίπτουν στους όρους περί συμβιβασμού και αποζημίωσης των συμφωνητικών συμβιβασμού και, εμμέσως, ότι οι ελληνικές αξιώσεις έχουν συμβιβαστεί, β] οι αξιώσεις που προβλήθηκαν με τις ελληνικές αγωγές εμπίπτουν στις ρήτρες αποκλειστικής δικαιοδοσίας των συμφωνητικών συμβιβασμού και τα παραβιάζουν, αφού «οι ελληνικές αξιώσεις θα έπρεπε να είχαν προβληθεί στην Αγγλία», γ] οι ίδιες αξιώσεις στο βαθμό που προβάλλονται από τις συνασφαλισμένες πλοιοκτήτριες εμπίπτουν ομοίως στις ρήτρες αποκλειστικής δικαιοδοσίας των ασφαλιστικών συμβάσεων, δ] η δικαστική επιδίωξη στην Αγγλία των αξιώσεων των ασφαλιστών προς αποζημίωση δεν παραβιάζουν το ευρωπαϊκό δίκαιο, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν το παραβίασαν, καθ’ ομολογία των ασφαλισμένων, ούτε οι συμβατικές ρήτρες προς ανάληψη της υποχρέωσης προς αποζημίωση και ε] τα λοιπά αναγνωριστικά αιτήματα των ασφαλιστών CMI και LMI, πλην εκείνων περί τα οποία έγινε συζήτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, δεν ήσαν αντίθετα στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο του Λονδίνου δεν διαπίστωσε σφάλμα στην κρίση της εκκληθείσας αποφάσεως του Δικαστή …………….. που είχε επιδικάσει αποζημίωση σε βάρος της …………… και της εταιρίας OME για παράβαση των όρων περί αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων των συμφωνητικών συμβιβασμού CMI και LMI (§ 19 της αποφάσεώς του) και για τους λόγους αυτούς απέρριψε την έφεση των …………….. και OME και επικύρωσε την απόφαση και τις διαταγές του Δικαστή ……………… Όπως δεν αμφισβητείται τόσο η εφετειακή όσο και η πρωτόδικη αποφάσεις έχουν ήδη καταστεί αμετάκλητες. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε ερήμην των εκκαλούντων που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά «επέλεξαν» (όπως στο κείμενό της αναφέρεται) να επικαλεστούν τις προτάσεις που είχαν υποβάλει στην πριν την έκδοση της αναιρεσιβληθείσας αποφάσεως του Εφετείου συζήτηση της υπόθεσης και να αναφερθούν στους εκτενείς ισχυρισμούς που είχαν τότε εκθέσει, καθώς και να θέσουν ορισμένα νέα ζητήματα «δι’ αλληλογραφίας», τα οποία και κρίθηκαν με την απόφαση. Ομοίως ερήμην των ………… και OME διεξήχθη από τις 10 έως τις 12.9.2014 η συζήτηση ενώπιον του Δικαστή του High Court of Justice του Λονδίνου …………….., αφενός των υποθέσεις με αριθμούς φακέλων …./2006, …/2011, …./2011, …./2011 και …./2011, τις οποίες επανέφεραν με τις από 14.2.2014 και 21.3.2014 αντίστοιχες κλήσεις τους οι διάδικοι CMI και LMI και αφετέρου των αιτήσεων των διαδίκων HD, η πρόοδος των οποίων είχε ανασταλεί με την από 2.2.2012 απόφαση του Δικαστή …………….., μέχρι την αμετάκλητη κρίση επί των αιτήσεων των κυρίων διαδίκων (ασφαλιστών CMI και LMI) και οι οποίες επαναφέρθηκαν με κλήση αυτών στις 11.3.2014. Μαζί τους συνεκδικάστηκε και η από 21.3.2014 κλήση των διαδίκων CTa, με την οποία ζητήθηκε η συμμετοχή τους ως διαδίκων στις αγωγές με αριθμούς φακέλων …/2006 και …./2011, η αναγνώριση της επεκτάσεως και σ’ αυτούς των υποκειμενικών ορίων των συμφωνητικών συμβιβασμού, η καταδίκη των …………….. και OME σε αποζημίωσή τους λόγω δαπανών στις οποίες είχαν υποβληθεί εξαιτίας της εναγωγής τους στην Ελλάδα και η έκδοση διαταγής περί αυτούσιας αποκατάστασης (specific performance) δια της υποχρεώσεως της …………….. να αναγνωρίσει ότι οι συμβάσεις του συμβιβασμού παρακωλύουν της άσκηση κάθε αξιώσεώς της και κατ’ αυτών. Για την ερημοδικία των εκεί εναγομένων, την οποία αυτοί δικαιολόγησαν επικαλούμενοι πενία, ο Δικαστής …………….. θεώρησε ότι πρόκειται «στην πραγματικότητα για ζήτημα τακτικής» κρίνοντας τον ισχυρισμό τους ως προδήλως αντιφατικό σε σχέση προς όσα περί της ύπαρξης σημαντικής περιουσίας τους είχαν με τις από 23.2.2014 προτάσεις τους και την από 28.2.2014 προσθήκη σ’ αυτές υποστηρίξει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικειμένης συζητήσεως των ελληνικών αγωγών, που τελικά αναβλήθηκε, προς αντίκρουση ενστάσεως των με αυτές εναγομένων από το άρθρο 169 ΚΠολΔ. Η απόφαση του Δικαστή …………….. εκδόθηκε στις 26.9.2014 και με αυτή έγινε καταρχάς δεκτό, πρώτον, ότι ο ισχυρισμός πως ο …………. είχε αποπειραθεί να δωροδοκήσει τους επιζώντες ναυτικούς του πλοίου AΤ, συμπεριλαμβανομένου και του ……, είχε προβληθεί στα πλαίσια της αρχικής αντιδικίας στην Αγγλία και είχε επιστηθεί η προσοχή των τότε εναγόμενων ασφαλιστών, που τον προέβαλαν, ως προς την αναλήθειά του, δεύτερον, ότι «η ουσία των αξιώσεων στην Ελλάδα είναι ότι προβλήθηκαν ισχυρισμοί πως όλοι οι εναγόμενοι είχαν αποκτήσει ψευδή αποδεικτικά στοιχεία από τον κο . … προκειμένου να αποφύγουν να καταβάλουν αποζημίωση δυνάμει των συμβάσεων ασφάλισης και να διασπείρουν δυσφημιστικές διαδόσεις κατά των εναγόντων στην αγορά ασφαλίσεων» (§ 12 της από 26.9.2014 αποφάσεως) και, τρίτον, ότι οι αξιώσεις που ασκήθηκαν στην Ελλάδα θα έπρεπε να είχαν προβληθεί στην Αγγλία (§ 33 της ιδίας αποφάσεως). Με βάση τις παραδοχές αυτές ο Πρωτοδίκης …………….. έκρινε περαιτέρω: α] ότι ενόψει του ότι ο όρος 2 του από 30.1.2008 συμφωνητικού συμβιβασμού ΗΗ αναφέρεται ρητά στους προστηθέντες και αντιπροσώπους αυτών, «οι απαιτήσεις στην Ελλάδα κατά οποιουδήποτε από τους κο Τσακίρη ή τους διαδίκους της HD ή τους διαδίκους της CTa, οι οποίοι ενέχονται ως προστηθέντες ή αντιπρόσωποι της ……….., έχουν συμβιβαστεί και η συνεχιζόμενη επιδίωξη αυτών των απαιτήσεων συνιστά παραβίαση της σύμβασης συμβιβασμού της ………..» (§ 39). β] Ότι με βάση το εφαρμοστέο, κατά την επιλογή των συμβληθέντων στα συμφωνητικά συμβιβασμού, αγγλικό δίκαιο, η ορθή ερμηνεία του όρου «ασφαλιστές» σ’ αυτά οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός περιλαμβάνει και τους προστηθέντες και εντολοδόχους των ασφαλιστών CMI και LMI, δηλαδή τους διαδίκους HD και CTa, με αποτέλεσμα οι ελληνικές αξιώσεις να εμπίπτουν εντός των αντικειμενικών ορίων εκάστου συμβιβασμού (§§ 51 έως και 62). Στην κρίση αυτή κατέληξε, κυρίως μεν, ενόψει, αφενός, της γραμματικής ερμηνείας των όρων 2 και 3 των συμφωνητικών CMI και LMI αντιστοίχως, που προπαρατέθηκαν, με βάση την οποία και σύμφωνα με τα νομολογιακά προηγούμενα, που εφάρμοσε, η ρήτρα «πλήρης και ολοκληρωτικός συμβιβασμός όλων και οποιωνδήποτε απαιτήσεων» έχει την έννοια της «γενικής αναγνώρισης εξόφλησης και άφεσης χρέους» και, αφετέρου, της κοινής επιχειρηματικής λογικής, η οποία υποδεικνύει το άτοπο του ενδεχομένου οι συμβληθέντες στο συμβιβασμό ασφαλιστές να αποδέχθηκαν να παραμένουν εκτεθειμένοι σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 100% της ασφαλιστικής αποζημίωσης, που κατέβαλαν, όπως θα συνέβαινε αν οι ελληνικές αγωγές ευδοκιμούσαν, παρέχοντας το δικαίωμα στους με αυτές εναχθέντες προστηθέντες και αντιπροσώπους των ασφαλιστών να ζητήσουν από αυτούς αποζημίωση, την οποία οι ασφαλιστές θα μπορούσαν στη συνέχεια να αξιώσουν από τις εταιρίες …………….. και OME, δυνάμει των ρητρών αποζημίωσης των όρων 3 και 4 των συμβάσεων συμβιβασμού CMI και LMI αντίστοιχα, με αβέβαιο όμως αποτέλεσμα, εξαρτώμενο από την οικονομική κατάσταση των υποχρέων κατά το χρόνο της επιδικάσεως εκείνης (§ 51) και, κατά την επικουρική αιτιολογία που παρέθεσε, επειδή κατά το ίδιο εφαρμοστέο, αγγλικό, δίκαιο, ο προηγηθείς συμβιβασμός, ως γεγονός που ενεργεί αντικειμενικά, έχει ήδη απαλλάξει όλους τους από κοινού, όπως εκτέθηκε στην Ελλάδα, ευθυνόμενους αδικοπραγήσαντες (joint tortfeasors), εφόσον σε καμία συμβιβαστική συμφωνία δεν διατυπώθηκε αντίθετη επιφύλαξη ως προς κάποιον από αυτούς (§ 62). Ειδικά για τους διαδίκους CTa έγινε δεκτό ότι περιλαμβάνονται στους προστηθέντες ή αντιπροσώπους των ασφαλιστών ενόψει της εναγωγής τους στην Ελλάδα ως τέτοιων, μολονότι οι ίδιοι, αμυνόμενοι κατά των ελληνικών αγωγών, είχαν υποστηρίξει ότι ενεργούσαν για λογαριασμό των ασφαλιστών του φορτίου (……….) και όχι του κύτους και της μηχανής του AT (§§ 63 και 64). γ] Ότι η έγερση των ελληνικών αγωγών κατά των φυσικών προσώπων των διαδίκων CMI και LMI και των διαδίκων HD και CTa παραβιάζει τις συμβάσεις συμβιβασμού (§ 66), δ] ότι το δικαίωμα των διαδίκων HD να εφαρμοστούν και υπέρ τους οι όροι των συμφωνητικών συμβιβασμού, προς το σκοπό της απαλλαγής τους από την ευθύνη προς αποζημίωση των …………….. και OME και της δικής τους αποζημίωσης για παράβαση των όρων αυτών, είχε νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του άρθρου 1 s. 1 – 3 και 5 του Νόμου του 1999 περί των δικαιωμάτων τρίτων προσώπων επί συμβατικών ενοχών [Contracts (Rights of Third Parties) Act 1999: C[RTP]A 1999], δεδομένου ότι καθένας από τους συναφθέντες συμβιβασμός παρείχε στους διαδίκους HD ωφέλεια (την απαλλαγή τους από κάθε ευθύνη), χωρίς να αποδεικνύεται από τις εταιρίες …………….. και  OME, που κρίθηκε ότι υπείχαν το σχετικό βάρος αποδείξεως, ότι τα συμβληθέντα στις συμβάσεις συμβιβασμού μέρη θέλησαν το αντίθετο (§§ 84 – 87), καθώς και ότι ε] όλοι οι ενώπιόν του αιτούντες είχαν δικαίωμα να λάβουν αποζημίωση (§§ 87 – 88 και 94 – 95) για παράβαση των όρων του συμβιβασμού και του αγγλικού νόμου του 1999. Σε συνέχεια της ως άνω αποφάσεώς του και σε εκτέλεση αυτής ο Δικαστής …………….. εξέδωσε τις από 26.9.2014 δύο [2] διαταγές του (Orders), που αφορούσαν τις με αριθμούς φακέλου ……../2006 και ……../2011 αγωγές αντιστοίχως, με τις οποίες διέταξε την πρόσθεση των διαδίκων HD ως εναγόντων στη με αριθμό φακέλου ………/2011 αγωγή της ΗΗ κατά των εταιριών …………….. και OME και την απαλλαγή των ιδίων διαδίκων από την ευθύνη τους σύμφωνα με τις ελληνικές αγωγές και έκρινε ότι η έναρξη και η συνέχιση των ελληνικών αγωγών ως προς τους διαδίκους HD και CTa συνιστούσε παραβίαση των όρων 2 των συμφωνητικών συμβιβασμού CMI και HH και 3 του συμφωνητικού συμβιβασμού LMI, που προέβλεπαν πλήρη και ολοσχερή διευθέτηση των μεταξύ των αντιδίκων διαφορών (breach of the release clauses) και ότι η ίδια συμπεριφορά συνιστούσε και παραβίαση των όρων 6 και 5 των συμφωνητικών συμβιβασμού CMI/HH και LMI αντιστοίχως περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας του High Court of Justice του Λονδίνου (breach of the exclusive jurisdiction clauses). Επιπροσθέτως, επιδίκασε (προσωρινή) αποζημίωση (indemnification) λόγω των ως άνω συμβατικών παραβάσεων, καταβλητέα στους διαδίκους HD και CTa μέχρι την 17η.10.2014, ύψους διακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων (225.000) και διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) λιρών Αγγλίας αντίστοιχα και διέταξε ειδική εκτέλεση του όρου 3 του συμφωνητικού συμβιβασμού LMI, ώστε οι …………….. και OME να παράσχουν έγγραφη δήλωση περί απαλλαγής των διαδίκων HD από οποιαδήποτε ευθύνη τους σε σχέση προς τις αξιώσεις που προβλήθηκαν με τις ελληνικές αγωγές και, σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς τους, η δήλωση αυτή να υπογραφεί για λογαριασμό τους από τον Αρχιγραμματέα του High Court του Λονδίνου …….. Ως προς δε τη δικαστική δαπάνη της ενώπιόν του διαδικασίας ο Δικαστής …………….. επιδίκασε υπέρ των διαδίκων HD το χρηματικό ποσό των εκατόν σαράντα πέντε χιλιάδων (145.000) λιρών Αγγλίας και υπέρ των διαδίκων CTa το χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) λιρών Αγγλίας. Προς αιτιολόγηση της συμβατότητας των διαταγών του αυτών με το ενωσιακό δίκαιο ο Άγγλος Δικαστής είχε ήδη με την απόφασή του ( §§ 74 – 79) επισημάνει ότι με αυτές «δεν τίθεται ζήτημα παρεμβολής στην αρμοδιότητα του ελληνικού Δικαστηρίου», καθώς αυτές «δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας καθορισμός από το Αγγλικό Δικαστήριο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δυνάμει των συμβάσεων συμβιβασμού, που διέπονται από το αγγλικό δίκαιο … και ένας καθορισμός από το Αγγλικό Δικαστήριο της προσήκουσας προστασίας σχετικά με μια αθέτηση από τη …………….. και την ΟΜΕ των υποχρεώσεών τους βάσει συμβάσεων διεπόμενων από το Αγγλικό δίκαιο», χωρίς «…να έχουν σκοπό να σφετεριστούν την αρμοδιότητα του ελληνικού Δικαστηρίου αλλά αντίθετα να βοηθήσουν το ελληνικό Δικαστήριο» (§ 75). Όπως δεν αμφισβητείται οι από 26.9.2014 απόφαση και οι σε εκτέλεση αυτής εκδοθείσες διαταγές του Δικαστή …………….. έχουν καταστεί ήδη αμετάκλητες, καθώς έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία προσβολής στους με έφεση.

  1. V. Με βάση αυτά που αποδείχθηκαν προκύπτει ότι με την από 18.7.2014 απόφασή του το αγγλικό Court of Appeal και την από 26.9.2014 όμοια, καθώς και με τις συναφείς orders του Πρωτοδίκη …………….. το High Court of Justice έκριναν ότι με την έγερση των ελληνικών αγωγών, μεταξύ των οποίων και οι ένδικες, παραβιάστηκαν τόσο η ρήτρα απαλλαγής (release clause) όσο και η ρήτρα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων (exclusive jurisdiction clause), που είχαν περιληφθεί στα τρία [3] συμφωνητικά συμβιβασμού (Settlement Agreements), που προαναφέρθηκαν και τούτο διότι οι αξιώσεις που προσβλήθηκαν με τις αγωγές αυτές ενέπιπταν στο αντικειμενικό πεδίο εκάστης συμβιβαστικής συμφωνίας, αφού επρόκειτο για απαιτήσεις ήδη προβληθείσες κατά την αρχική αντιδικία στην Αγγλία, που κατέληξε σε συμβιβασμό. Στην κρίση τους αυτή μάλιστα οδηγήθηκαν παρά το γεγονός ότι το House of Lords είχε επισημάνει ότι η αποδοχή του αναγνωριστικού αιτήματος που είχαν υποβάλει οι ασφαλιστές CMI και LMI, να διαπιστωθεί δηλαδή η έλλειψη ευθύνης τους για την ικανοποίηση των ελληνικών αξιώσεων, θα καθιστούσε αβάσιμες τις αγωγές στην Ελλάδα, που είχαν προηγηθεί και αφορούσαν στην ευθύνη των ασφαλιστών, σε ζήτημα δηλαδή το οποίο είχε ήδη καταστεί αντικείμενο επιδικίας στην Ελλάδα και για το λόγο αυτό δεν έπρεπε να κριθούν από τα αγγλικά δικαστήρια. Επομένως, η κρίση των ως άνω αγγλικών αποφάσεων περί παραβιάσεως εκ μέρους των εναγόντων στην Ελλάδα της ρήτρας απαλλαγής των συμφωνητικών συμβιβασμού φαίνεται να παραβιάζει το άρθρο 27 του ΚανΒρΙ. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, οι λοιπές κρίσεις των ως άνω αποφάσεων επί του ζητήματος της παραβιάσεως εκ μέρους των ιδίων διαδίκων της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας που είχε συναφθεί υπέρ των αγγλικών δικαστηρίων με τα ίδια συμφωνητικά συμβιβασμού και περί της επιδικάσεως αποζημιώσεως με συμβατική αιτία (παράβαση του C[RTP]A 1999) στους διαδίκους HD και CTa, προϋποθέτουν ότι η ρήτρα αυτή είχε πράγματι συναφθεί και δη εγκύρως και ότι στο αντικειμενικό της πεδίο καταλάμβανε και τις αξιώσεις για τις οποίες ασκήθηκαν οι ελληνικές αγωγές. Η υπαγωγή των ενδίκων αδικοπρακτικών αξιώσεων σε καθένα συναφθέντα συμβιβασμό και, ειδικότερα, η κρίση ότι αυτός καταλάμβανε και τις «μη συμβατικές αξιώσεις» των εδώ εναγόντων αποτελούσε προδικαστικό ζήτημα και η επίλυσή του ήταν αναγκαία για την κατάφαση εκ μέρους των αγγλικών Δικαστηρίων της δικής τους διεθνούς δικαιοδοσίας, η άσκηση της οποίας κατέληξε στην επιδίκαση της αποζημιώσεως. Δεν είχαν δε υποχρέωση αλλά μόνον ευχέρεια τα Δικαστήρια αυτά να αναστείλουν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 28 του ΚανΒρΙ την ενώπιόν τους δίκη, αφού, όπως αμετακλήτως κρίθηκε στην Αγγλία, σε αντίθεση προς την παραβίαση της περί απαλλαγής ρήτρας των συμφωνητικών συμβιβασμού, η παραβίαση της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας δεν παρήγε αξιώσεις αδικοπρακτικές υπέρ των ασφαλιστών και των προστηθέντων τους αλλά συμβατικές (τέτοιες άλλωστε αποζημιώθηκαν) και από την άποψη αυτή η αγγλική αντιδικία παρουσίαζε απλή συνάφεια και όχι ταυτότητα αντικειμένου προς την ελληνική. Το κύρος της ίδιας ρήτρας παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των αγγλικών δικαστηρίων συνιστά προδικαστικό ζήτημα του δικονομικού αντικειμένου και της παρούσας δίκης, αφού αποτελεί έννομη σχέση αφορώσα τη διεθνή δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συναρτώμενη με μια διαδικαστική προϋπόθεση, η δε συνδρομή της ελέγχεται στα πλαίσια της σχετικής ένστασης των διαδίκων HD. Περί αυτού όμως έχουν ήδη αποφανθεί τα αγγλικά Δικαστήρια. Για όσους λόγους προαναφέρθηκαν οι σχετικές κρίσεις τους παράγουν δέσμευση ισοσθενή του δεδικασμένου κατά το ενωσιακό και δεδικασμένο κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, ανεξαρτήτως της κατ’ αυτό εμβέλειας των υποκειμενικών ορίων του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, έστω και με εν μέρει διάφορες αιτιολογίες, που συμπληρώνονται από αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε που δέχθηκε δέσμευση δεδικασμένου από την ως άνω προδικαστική κρίση των αγγλικών Δικαστηρίων και για το λόγο αυτό είναι νομικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της ένδικης Α έφεσης και οι συναφείς αναφορές στο δικόγραφο των προσθέτων αυτής λόγων, με τις οποίες οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, αποδίδοντας ειδικότερα στην εκκαλουμένη τη μομφή ότι αναγνώρισε δεδικασμένο επί δικονομικής προϋποθέσεως της αλλοδαπής δίκης και προσέδωσε στην αλλοδαπή δικαιοδοτική κρίση αποτελέσματα που ο ημεδαπός νομοθέτης δεν αναγνωρίζει ούτε στις ελληνικές αποφάσεις.
  2. VI. Με το συναφή τρίτο λόγο της ένδικης Α έφεσης και τα αντίστοιχα τμήματα του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αυτής οι εκκαλούντες αιτιώνται την εκκαλουμένη επειδή, κατά τον έλεγχο της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έλαβε υπόψη της γεγονότα μεταγενέστερα της καταθέσεως των αγωγών που συνεκδίκασε και, συγκεκριμένα, τις μεταγενεστέρως εκδοθείσες αγγλικές αποφάσεις και της αποδίδουν παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 221 § 1 εδαφ. β ΚΠολΔ, κατ’ εφαρμογή της οποίας η δικαιοδοσία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς είχε θεμελιωθεί ήδη με την κατάθεση των αγωγών αυτών και δε μπορούσε, όπως υποστηρίζουν, να ανατραπεί από τις εν λόγω αλλοδαπές αποφάσεις, ακόμα και αν αυτές παρήγαγαν δεδικασμένο αυτοτελώς ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων.

Οι εφεσίβλητοι αμφισβητούν το αποδιδόμενο σφάλμα και υποστηρίζουν ότι η παραβίαση των περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας διατάξεων των άρθρων 27 και 28 του ΚανΒρΙ δεν κωλύει την αναγνώριση της ενδοκοινοτικής απόφασης που τις παραβίασε. Όμως, ο ισχυρισμός τους είναι αλυσιτελής, καθόσον οι προς θεμελίωσή του επικαλούμενες διατάξεις των άρθρων 35 σημ. 1 και 3 και 36 του Καν. 44/2001 αναφέρονται στην παραβίαση της εκκρεμοδικίας από το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως της προς αναγνώριση αποφάσεως, που επιλήφθηκε δεύτερο, ενώ στην υπόθεση που κρίνεται το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς είναι το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως και, με βάση το χρόνο καταθέσεως των αγωγών, των οποίων επακολούθησε επίδοση πριν την έναρξη της εκκρεμοδικίας στην Αγγλία, το χρονικώς πρώτο που επιλήφθηκε.

Η ορθή απάντηση δόθηκε σιωπηρά από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε κατ’ αποτέλεσμα ότι η διάταξη του ημεδαπού δικονομικού δικαίου (άρθρο 221 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ) δεν αφαιρεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να κρίνει ακόμα και ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας συνεπεία αντίθετου δεδικασμένου. Πράγματι, το άρθρο 221 αποκρυσταλλώνει τη διεθνή δικαιοδοσία εφόσον κατά το χρόνο καταθέσεως της αγωγής αυτή υπάρχει (πρβλ ΕφΑθ. 2793/1977, Αρμ. 1978/161) και δεν έχει την έννοια ότι το καθιερούμενο αμετάβλητο της δικαιοδοσίας (perpetuatio fori) ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης αποστερεί από το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η αγωγή την εξουσία να κρίνει άλλως, να αποφανθεί δηλαδή σε κάθε στάση της δίκης ότι δεν είχε εξαρχής διεθνή δικαιοδοσία ή ότι το ζήτημα αυτό έχει ήδη επιλυθεί με δύναμη δεδικασμένου με προηγούμενη απόφαση του ιδίου ή άλλου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) δικαστηρίου που αποφάνθηκε περί αυτής στα πλαίσια κρίσεως είτε κυρίως είτε επί προδικαστικού ζητήματος του δικονομικού αντικειμένου της δικής του αποφάσεως. Η αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή το κατ’ άρθρο 221 ΚΠολΔ αμετάβλητο της διεθνούς δικαιοδοσίας υποχρεώνει το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η αγωγή να κρίνει τη διαφορά εκδίδοντας απόφαση κατ’ ουσία θα οδηγούσε στο άτοπο η διεθνής δικαιοδοσία να θεμελιώνεται με πράξη του διαδίκου και όχι με νομοθετική επιλογή, ενδεχόμενο το οποίο, με την επιφύλαξη των περί συμβατικής παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεών του, δεν είναι ανεκτό ούτε από τον ΚανΒρΙ. Επομένως, ο ερευνώμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος.

VII. Σε συνέχεια των ρυθμίσεων της Σύμβασης των Βρυξελλών στο άρθρο 33 σημ. 1 και 2 του Καν. 44/2001 ορίζεται ότι «Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κάθε ενδιαφερόμενος που επικαλείται ως κύριο ζήτημα την αναγνώριση μπορεί να ζητήσει, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στα τμήματα 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου, να διαπιστωθεί ότι η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί». Με τις διατάξεις αυτές ο ευρωπαϊκός νομοθέτης θεσμοθετεί το σύστημα της αυτόματης αναγνώρισης των ενδοκοινοτικών αποφάσεων, κατά το οποίο η απόφαση που εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναπτύσσει εντός των ορίων αυτής τα αποτελέσματά της αυτοδικαίως σαν να είχε εκδοθεί σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να παρεμβάλλεται καμία δικαστική διαδικασία στο κράτος υποδοχής. Η παρέμβαση της δικαστικής αρχής του κράτους αυτού είναι αναγκαία μόνον όταν αμφισβητείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της αναγνώρισης (ΕφΘεσ. 1112/1996, Αρμ. 1998/98, Π. Γέσιου – Φαλτσή, Ανεφάρμοστο του Καν. 44/2001 της ΕΕ για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων επί αιτήσεων μη αναγνωρίσεως – Προϋποθέσεις του παραδεκτού κύριας παρεμβάσεως, γνμδ σε Δνη 2004/363 επομ. [365], Λ. Πίψου, Τροποποιήσεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών, που αφορούν στην αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, από τον Κανονισμό 44/2001, σε Αρμ. 2001/1683 επομ. [1685 – 1686]), όταν δηλαδή ο αντίδικος του ενδιαφερόμενου επικαλείται ότι υπάρχουν λόγοι που οδηγούν σε ματαίωση της αναγνώρισης. Το εύρος του ελέγχου της αλλοδαπής απόφασης από τον ημεδαπό δικαστή οριοθετείται στη διάταξη του άρθρου 36, που ορίζοντας ότι «Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως» επιτελεί λειτουργία σύστοιχη προς αυτή του δεδικασμένου και έχει την έννοια ότι κατά τον έλεγχό της η αλλοδαπή απόφαση εκλαμβάνεται ως ορθή νομικά και τα διαλαμβανόμενα σ’ αυτήν πραγματικά περιστατικά ως αληθή και αποδεδειγμένα, ακόμα και αν προκύπτει ότι αυτά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα (Δ. Σιώπη, Η μη αναθεώρηση της αλλοδαπής απόφασης επί της ουσίας κατά το ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο, σε ΕΠολΔ 2017/245 επομ., Σπ. Γκιάφης, Προϋποθέσεις αναγνωρίσεως δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών της ΕΟΚ, 1990, σελ. 198, Γ. Κρεμλής, ο.π., άρθρο 29, αρ. 1, σελ. 232 επομ.). Οι λόγοι που κωλύουν την αναγνώριση προβλέπονται περιοριστικά στο άρθρο 34 του ΚανΒρΙ που προβλέπει ότι «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται: 1. αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως· 2. αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει· 3. αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως· 4. αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος αναγνωρίσεως». Ενόψει του ότι με τους λόγους αυτούς εισάγεται εξαιρετικό δίκαιο επιβάλλεται η στενή ερμηνεία τους, αφού συνιστούν εμπόδια στην πραγμάτωση ενός από τους θεμελιώδεις σκοπούς του Κανονισμού για την απρόσκοπτη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων στον ενιαίο ενωσιακό χώρο (ΔΕΕ 26.9.2013, C – 157/12, ……….κατά ………, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 28). Η αντίθεση στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως αναφέρεται μεν πρώτη στον εξαντλητικό κατάλογο του άρθρου 34, πρέπει όμως να εφαρμόζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις (ΔΕΕ 16.7.2015, C – 681/13, ……… κατά ………, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 41) και, επειδή έχει επικουρικό χαρακτήρα, επιστρατεύεται μόνον όταν δεν υπάρχει έδαφος εφαρμογής κάποιου από τα λοιπά κωλύματα αναγνώρισης (ΕφΘεσ. 1257/2011, ΕΠολΔ 2011/766, με παρατηρήσεις Ι. Δεληκωστόπουλου). Για να ενεργοποιηθεί ο φραγμός στην είσοδο των εννόμων συνεπειών της αλλοδαπής απόφασης στο κράτος υποδοχής, ως δημόσια τάξη αυτού νοείται το σύνολο των θεμελιωδών δικαιικών κανόνων και αρχών της ηθικής, πολιτειακής και οικονομικής έννομης τάξης του, που καθορίζουν και διαμορφώνουν τις έννομες σχέσεις στο ουσιαστικό και στο δικονομικό πεδίο. Το περιεχόμενο της δημόσιας τάξης προσδιορίζεται από το κράτος αναγνώρισης και στην Ελλάδα η επιφύλαξή της αφυπνίζεται όταν ανακύπτει κίνδυνος διαταραχής του βιοτικού ρυθμού της, που προσδιορίζεται με βάση τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στη Χώρα (άρθρο 33 ΑΚ, ΟλΑΠ 11/2009, ΑρχΝ 2009/678, ΟλΑΠ 17/2008, Δ 2008/1029 = Δνη 2008/977 = ΑρχΝ 2010/164, ΟλΑΠ 17/1999, ο.π., ΟλΑΠ 6/1990, ΑρχΝ 1990/520 = Δνη 1990/552 = Δ 1990/1005, ΕΕμπΔ 1990/76 = ΕΕΝ 1990/422 = ΝοΒ 1990/1321, βλ. και Ι. Δεληκωστόπουλου, Περί δημοσίας τάξεως, ΕΠολΔ 2014/701 επομ.). Η αντίθεση των συνεπειών της αλλοδαπής απόφασης μπορεί να εντοπιστεί είτε σε σχέση προς τις αξιολογήσεις του ουσιαστικού δικαίου είτε προς τις αρχές που διέπουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης (Κ. Κόμνιος, Η δημόσια τάξη και ο θεσμός της τιμωρητικής αποζημίωσης υπό το πρίσμα της ΟλΑΠ 17/1999, σε Αρμ. 2001/450 επομ. [451], Απ. Άνθιμος, Η δικονομική δημόσια τάξη κατά τη σύμβαση των Βρυξελλών της 27.9.1968, σε Δ 1995/1099 – 1123 [1104]). Η ημεδαπή δημόσια τάξη συγκαθορίζεται από τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΣΔΑ (Ν. Κλαμαρής/Δ. Τσικρικάς, Διεθνές Αστικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο, 2014, σελ. 27) αλλά και από το ενωσιακό δίκαιο, οι θεμελιώδεις κανόνες του οποίου αποτελούν περιεχόμενο και της αυτόνομης έννομης τάξης καθενός των κρατών μελών (Αθ. Καΐσης, Εκφάνσεις της δημόσιας τάξης στην αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων, 2003, σελ. 60). Όμως, κατά την έννοια του άρθρου 34 σημ. 1 του ΚανΒρΙ, για την επέμβαση της δημόσιας τάξης η εν λόγω αντίθεση θα πρέπει να είναι ανυπόφορη για την έννομη τάξη του κράτους υποδοχής και η προσβολή των θεμελιωδών αντιλήψεών του κατάφωρη (ΔΕΕ 25.5.2016, C – 559/14, ……… κατά ………., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 46, ΔΕΕ 6.9.2012, C – 619/10, ……. κατά ……………, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 51, Απ. Άνθιμος, Δημόσια τάξη και Σύμβαση των Βρυξελλών, σε Αρμ. 2000/1301 επομ. [1303]), όπως θα συμβαίνει όταν τα αποτελέσματα της εφαρμογής (ΑΠ 88/1991, ΝοΒ 1992/545 = ΕΕΝ 1992/66) της αλλοδαπής απόφασης πρόκειται να επιδράσουν διαβρωτικά στα θεμέλια της έννομης τάξης του κράτους αναγνωρίσεως και δεν μπορούν να γίνουν ανεκτά από αυτήν. Όπως το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου έχει επανειλημμένα υπενθυμίσει (ΔΕΚ 11.5.2000, C – 38/98, ……….. κατά ……….., Συλλογή 2000.Ι.2973, σκέψη 30, ΔΕΚ 28.3.2000, C – 7/98, ……… κατά ………, Συλλογή, 2000.Ι.1935, σκέψη 37), η προϋπόθεση αυτή τίθεται προκειμένου να τηρηθεί η απαγόρευση της επί της ουσίας αναθεωρήσεως της αλλοδαπής απόφασης, η οποία θα ήταν δεδομένη αν η απλή αντίθεση του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε με την αλλοδαπή απόφαση προς τις αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεις του εθνικού δικαίου του κράτους υποδοχής της αρκούσε για την άρνηση της αναγνώρισης (Δ. Τσικρικάς, Ζητήματα από την κήρυξη ως εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων που επιδικάζουν διατροφή, σε Τιμητικό Τόμο Μνήμης Καθηγητού Ηλία Κρίσπη, 2015, σελ. 823 επομ. [829]). Τα όρια μεταξύ του επιτρεπτού ελέγχου της εφαρμογής της επιφύλαξης της δημόσιας τάξης και της ανεπίτρεπτης επανεξέτασης της ορθότητας από νομική και ουσιαστική άποψη της προς αναγνώριση αποφάσεως χαράσσονται τελικά από το ΔΕΕ (Ι. Δεληκωστόπουλος, Η δημόσια τάξη ως λόγος μη εκτελεστότητας απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου, σε Αναμνηστικό τόμο Στυλιανού Ν. Κουσούλη, 2012, σελ. 103 επομ. [107]), που έχει αποφανθεί ότι δεν είναι μεν αρμόδιο να προσδιορίσει το περιεχόμενο της εθνικής διάστασης της έννοιας της δημόσιας τάξης, στα καθήκοντά του όμως ανάγεται ο έλεγχος των ορίων «εντός των οποίων ο εθνικός δικαστής κράτους μέλους μπορεί αν ανατρέξει στην έννοια αυτή προκειμένου να μην αναγνωρίσει απόφαση δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους» (ΔΕΕ 23.10.2014, C – 302/13, …………., ο.π., σκέψη 47). Εξάλλου, η δημόσια τάξη, έννοια αόριστη και αντικειμενική, συγκεκριμενοποιούμενη και εξατομικευόμενη in concreto από το δικαστή, με βάση όχι τις προσωπικές του αλλά τις αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου που συγκροτεί το forum, είναι εξ ορισμού ρευστή και μεταβλητή, υπό την έννοια ότι, αφενός, προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες με την πάροδο του χρόνου θεμελιακές αντιλήψεις (Χ. Τσούκα, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ια, Γενικές Αρχές, άρθρο 33, αρ. 15, σελ. 639 επομ.), των οποίων η τροποποίηση εκφράζεται συνήθως με την αλλαγή του περιεχομένου των κανόνων του θετικού δικαίου (ΕφΑθ. 2382/2011, ΔΕΕ 2012/63) και, αφετέρου, εφαρμόζεται όπως ισχύει κατά το χρόνο της αναγνωρίσεως και όχι της εκδόσεως της αλλοδαπής απόφασης (Ν. Νίκας, ο.π., άρθρο 45, αρ. 10, σελ. 577). Πάντως, ο έλεγχος με βάση τη δημόσια τάξη δε μπορεί να επεκταθεί στο ζήτημα της ύπαρξης ή μη διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που εξέδωσε την προς αναγνώριση απόφαση, καθώς στο άρθρο 35 του ΚανΒρΙ ορίζεται ότι «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται, επίσης, αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις των τμημάτων 3, 4 και 6 του κεφαλαίου ΙΙ, καθώς και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 72 (σημ. 1). Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του (σημ. 2). Με την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34 σημείο 1 (σημ. 3)». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εκτός των περιπτώσεων που πρόκειται να προστατευθούν συμφέροντα ευπαθών κοινωνικών ομάδων (ασφαλισμένων, καταναλωτών, εργαζομένων) ή να περιφρουρηθούν οι βάσεις αποκλειστικής δικαιοδοσίας, που έχουν θεσπιστεί για την προστασία δημοσίων συμφερόντων, ο έλεγχος της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους προελεύσεως της απόφασης είναι απολύτως αδύνατος (ΑΠ 36/2003, ΧρΙΔ 2003/450 = Δνη 2004/431, Χ. Μεϊδάνης, Η δημόσια τάξη στο Κοινοτικό Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2004, αρ. 480 – 488, σελ. 313 – 316, Κ. Μπέης/Ν. Κουράκης, Απαράδεκτο και αβάσιμο αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής αναφορικά με την ισχύ διαταγής βρετανικού δικαστηρίου κατά τον ΚανΕΚ/44, γνμδ, σε Δ 2003/934 επομ. [943]) και αποκλείεται, έστω και υπό το πρίσμα του έσχατου μέσου αποτροπής της επεκτάσεως των συνεπειών της, δηλαδή της δημόσιας τάξης του κράτους υποδοχής (ΕφΑθ. 2667/1994, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ακόμα και αν το αλλοδαπό δικαστήριο παραβίασε τους διεθνείς κανόνες δικαιοδοσίας ή την υφιστάμενη στο κράτος αναγνώρισης εκκρεμοδικία (Ν. Νίκας, Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη, 1991, σελ. 83), επειδή για την επανόρθωση αυτών των παραπτωμάτων, κατά τον ΚανΒρΙ, επιτρέπεται μόνον η προσφυγή στα ένδικα μέσα της αλλοδαπής δικονομικής έννομης τάξης (ΕφΑθ. 1356/2007, Δνη 2008/1498). Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του ΔΕΕ, που έκρινε πρόσφατα (ΔΕΕ 16.1.2019, C – 386/17, ……….. κατά ……….., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 56), ότι σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο της υποθέσεως εκδίδει, κατά παραβίαση των περί εκκρεμοδικίας κανόνων του άρθρου 27, απόφαση που καθίσταται αμετάκλητη, δεν επιτρέπεται στα δικαστήρια του κράτους μέλους, στο οποίο υπάγεται το δικαστήριο που είχε επιληφθεί πρώτο της υποθέσεως, να απορρίψουν για τον λόγο αυτό και μόνον αίτημα αναγνωρίσεως της αποφάσεως αυτής ούτε με την επίκληση της πρόδηλης αντίθεσής της στη δημόσια τάξη του (Ν. Νίκας, ο.π., άρθρο 45, αρ. 24 και 78, σελ. 585 και 615 αντίστοιχα, βλ. και Ι. Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, § 10, αρ. 29, σελ. 366). Από όσα μόλις εκτέθηκαν, σε συνδυασμό προς εκείνα που έχουν ήδη ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙ της παρούσας σημειωθεί, έπεται ότι για την εκπλήρωση του θεμελιώδους σκοπού της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων εντός του ενωσιακού χώρου, ο ΚανΒρΙ διακρίνει μεταξύ δύο διαδικαστικών σταδίων. Το πρώτο αφορά το χρονικό διάστημα από την κάταρξη της δίκης μέχρι την έκδοση απόφασης δυνάμενης να κυκλοφορήσει, δηλαδή ακόμα και οριστικής, μη περιβληθείσας ακόμη την πανοπλία του δεδικασμένου και το δεύτερο αφορά το στάδιο μετά από αυτήν. Κατά το πρώτο στάδιο ο πρωταρχικός και κύριος κίνδυνος που ελλοχεύει και απειλεί να καταστήσει ανενεργό τον ως άνω σκοπό, δια της εκδόσεως αδιάλλακτων μεταξύ τους αποφάσεων, που δε μπορούν να αναγνωριστούν η μία στο κράτος έκδοσης της άλλης, είναι η εκκρεμοδικία ή η ύπαρξη συναφών αγωγών που εκκρεμούν σε δικαστήρια περισσότερων κρατών μελών. Ο κίνδυνος αυτός αντιμετωπίζεται αρχικά με τις ρυθμίσεις των άρθρων 27 και 28, με τις οποίες καθιερώνεται η αρχή της χρονικής προτεραιότητας και του σεβασμού της δικαιοδοσίας του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου και σε τελευταίο επίπεδο δια της καταφυγής στην ενοποιητική των εθνικών δικονομικών κανόνων λειτουργία του ΔΕΕ, που τίθεται σε κίνηση με την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος. Οι ρυθμίσεις αυτές εδράζονται στις αρχές της ισότητας μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης καθενός από αυτά προς το δικαιϊκό σύστημα των υπολοίπων. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το ενωσιακό δίκαιο δεν ανέχεται εθνικά αντιαγωγικά μέτρα, δικαιοδοτικές δηλαδή κρίσεις που αποπειρώνται να στερήσουν από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους τη δυνατότητα να αποφανθεί το ίδιο για τη διεθνή δικαιοδοσία του, μάλιστα, έστω και αν τα μέτρα αυτά λαμβάνονται από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία δυνάμει είτε συμβατικής ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας είτε ρήτρας διαιτησίας. Τέτοια μέτρα συνιστούν οι λεγόμενες anti-suit injunctions του αγγλοσαξωνικού δικαίου, περί των οποίων θα γίνει λόγος εκτενέστερα πιο κάτω και οι οποίες αντιμετωπίζονται με εχθρότητα από το ΔΕΕ, επειδή ακριβώς διακινδυνεύουν την εύρυθμη λειτουργία του ενωσιακού συστήματος κατανομής της διεθνούς δικαιοδοσίας. Αντιθέτως, κατά το δεύτερο στάδιο, μετά την έκδοση ενδοκοινοτικής απόφασης επί της ουσίας, ακόμα και από δικαστήριο κράτους μέλους στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας και εφόσον η έλλειψη αυτή δεν οφείλεται στην ύπαρξη αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας άλλου δικαστηρίου κατ’ άρθρο 22, ο ΚανΒρΙ απαιτεί το σεβασμό της εκδοθείσας αποφάσεως, θεωρώντας ότι δεν συντρέχει πλέον λόγος ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας, ακριβώς επειδή κατά το πρώτο στάδιο εφαρμόστηκαν οι ενιαίοι κανόνες που θεσπίστηκαν για να αποκλείσουν την ισχύ αποκλινουσών εθνικών ρυθμίσεων, έστω και αν στην εφαρμογή τους εμφιλοχώρησε σφάλμα, αφού το δικαστήριο που την εξέδωσε τεκμαίρεται ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία (Δ. Τσικρικάς, Η ελευθερία του ενάγοντα προς επιλογή forum («άγρα δικαστηρίου»), σε Δνη 2006/664 επομ. [672], Απ. Άνθιμος, Πρώτη προδικαστική παραπομπή στο ΔΕυρΚ σχετικά με την ερμηνεία της δημόσιας τάξης του άρθρου 27 σημείο 1 ΣυμΒρ, σε Αρμ. 1999/610 επομ. [611]). Για το λόγο αυτό και επιτάσσει την αναγνώρισή της (ουσιαστικά την αναγνώριση του απορρέοντος από αυτή δεδικασμένου) σε κάθε άλλο κράτος μέλος και μάλιστα κατά τρόπο απόλυτο, υπό μόνη την επιφύλαξη της δημόσιας τάξης του κράτους υποδοχής της, που αποτελεί την οπισθοφυλακή στην ομογενοποίηση των συνεπειών των ρυθμίσεων των εθνικών δικαίων εντός της Ένωσης. Όμως, η διαφύλαξη της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων εκάστου κράτους μέλους εξέρχεται των ορίων της δημόσιας τάξης του, διότι κατ’ ουσίαν αποτελεί μέρος της εθνικής κυριαρχίας που έχει εκχωρηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι λόγω της υπεροχής του ΚανΒρΙ έναντι των εθνικών δικονομικών ρυθμίσεων δεν καταλείπεται πλέον σε κανένα κράτος μέλος η ευχέρεια αυτόνομης νομοθετικής παραγωγής στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας (Ε. Βασιλακάκης, σε Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2012, σελ. 450). Τούτο σημαίνει ότι στον τομέα αυτόν τη δημόσια τάξη κάθε κράτους μέλους καθορίζει ο ενωσιακός νομοθέτης που αποδοκιμάζει κάθε εθνική ιδιαιτερότητα και τις αντιλήψεις του οποίου κάθε δικαστήριο κράτους μέλους οφείλει να σέβεται. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται, βέβαια, και η επιταγή να γίνει αποδεκτή (να αναγνωριστεί) ακόμα και η απόφαση δικαστηρίου που δε συμμορφώθηκε προς τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις για την κατανομή της διεθνούς δικαιοδοσίας, που δικαιολογείται ενόψει της αναγωγής της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε υπέρτερο σκοπό στα πλαίσια της ευρωπαϊκής δικονομικής ενοποίησης (περί της οποίας βλ. Δ. Τσικρικά, Ζητήματα από την ευρωπαϊκή δικονομική ενοποίηση, ΕΠολΔ 2008/618 επομ.). Επομένως, στο κράτος υποδοχής δεν είναι επιτρεπτή η αναδίκαση υπόθεσης επί της οποίας έχει εκδοθεί απόφαση στο κράτος προελεύσεως, έστω και αν το δικαστήριο που την εξέδωσε καταστρατήγησε την εκκρεμοδικία που παρήχθη από την έγερση της αγωγής στο κράτος υποδοχής σε πρότερο χρόνο. Το δικαστήριο του κράτους αυτού είναι υποχρεωμένο να αναγνωρίσει τις συνέπειες της αλλοδαπής απόφασης, εντός βέβαια των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου της, όπως αυτά χαράσσονται από τη δική του έννομη τάξη και δε μπορεί να επικαλεστεί τη δικονομική δημόσια τάξη του προβάλλοντας ως λόγο άρνησης της αναγνώρισής της την έμμεση παραβίαση της δικής του δικαιοδοσίας συνεπεία της μη τήρησης του ειδικού μηχανισμού άρσης των συγκρούσεων που ο ΚανΒρΙ καθιερώνει στα άρθρα 27 και 28. Παρέπεται ότι η αρχιτεκτονική του Κανονισμού αποσκοπεί στον αποκλεισμό της συνύπαρξης δύο αποφάσεων που αναπτύσσουν έννομες συνέπειες που αναιρούν η μία την άλλη και διασπούν τη συνοχή της ενωσιακής έννομης τάξης, ενώ ο κίνδυνος που επιχειρεί να αποτρέψει έγκειται κατά μεν το πρώτο στάδιο στην άσκηση της δεύτερης δικαιοδοσίας πριν την πρώτη (του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου) και στο δεύτερο στάδιο (μετά την έκδοση απόφασης) στην άσκηση και της δεύτερης δικαιοδοσίας μετά την πρώτη. Μεταξύ των παραγόντων που επιτείνουν τον κίνδυνο περιλαμβάνονται στο μεν πρώτο στάδιο η anti-suit injunction του αγγλοσαξωνικού δικαίου και στο δεύτερο το ενδεχόμενο το δικαστήριο που επιλαμβάνεται μετά την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς να αρνηθεί να την αναγνωρίσει, επικαλούμενο την καταστρατήγηση της δικαιοδοσίας του και να αναδικάσει την υπόθεση. Ο δεύτερος κίνδυνος εξουδετερώνεται με τις προβλέψεις του άρθρου 34 σημ. 3 του ΚανΒρΙ, τον δε πρώτο απομάκρυνε το ΔΕΕ που εξοβέλισε από το σύστημά του τις αντιαγωγικές διαταγές. Οι τελευταίες αποτελούν μόρφωμα του common law και, μολονότι έχουν με αυτόν κοινή την καταγωγή, βρίσκονται στον αντίποδα του θεσμού του forum non convenience (περί του οποίου βλ. Ελ. Μουσταΐρα, Forum non convenience – Η επιείκεια στο πλαίσιο της νομιμότητας, 1995, Χ. Μεϊδάνη, Forum non convenience και Κανονισμός 44/2001, σε ΕΕΕυρΔ 2005/301 – 313), κατά τον οποίο είναι δυνατή η αποποίηση εκ μέρους ενός δικαστηρίου της διεθνούς δικαιοδοσίας του επειδή αυτό θεωρεί άλλο ως «περισσότερο κατάλληλο» (ο θεσμός αυτός αποδοκιμάστηκε από το ΔΕΚ με την απόφασή του της 14ης.12.2004, C – 281/02, ……….. κατά …………., Συλλογή 2005.I.1383). Παρόμοιο μέσο μονομερούς καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας ενός δικαστηρίου αποτελεί και η αντιαγωγική διαταγή, που εκδίδεται κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως, με την οποία όμως, αντιθέτως, επιχειρείται να απαγορευθεί στον καθ’ ου η αίτηση η έναρξη ή η συνέχιση ενός δικαστικού αγώνα ενώπιον αλλοδαπού δικαστηρίου (για τις anti-suit injunctions βλ. ΤριμΕφΠειρ. 31/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 110/2004, Δ 2005/831 με παρατηρήσεις Χ. Μεϊδάνη = ΠειρΝ 2004/92 = ΕΕΕυρΔ 2005/195, Δ. Τσικρικά, Ζητήματα από την αναγνώριση αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων στον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο, σε ΕΠολΔ 2019/281 επομ., Σπ. Ανδρίτσου, Anti-suit injunction σε εκτέλεση διαιτητικής ρήτρας: Σημεία επαφής διεθνούς εμπορικής διαιτησίας και Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 υπό το πρίσμα της απόφασης ΔΕΚ 10.2.2009, Allianz, C – 185/07, σε ΕφΑΔ 2019/507 επομ., Ε. Παραθύρα, Το ένδικο βοήθημα της αντιαγωγικής διαταγής, σε ΕφΑΔ 2013/207 επομ., Χ. Μεϊδάνη, Anti-suit injunction στην Αγγλία και Κανονισμός 44/2001 – Σύγκρουση (και σύγκριση) δύο νομικών παραδόσεων, σε ΔΕΕ 2005/152 επομ., Χρ. Μιχαηλίδου, Ζητήματα συμβατότητας της αγγλοσαξωνικής αντιαγωγικής διαταγής (anti-suit injunction) με τον ΕΚ 44/2001, σε ΕφΑΔ 2009/356 επομ., Ι. Δεληκωστόπουλου, Ασύμμετρη δικαστική προστασία: αντι-αγωγική διαταγή και ποινική αποζημίωση, σε ΕΠολΔ 2014/20 επομ., Απ. Άνθιμου, σημείωμα σε ΕΠολΔ 2009/261 επομ., Π. Γιαννόπουλο, Anti-suit injunctions και κοινοτική έννομη τάξη, σε ΕΕΕυρΔ 2005/73 επομ., Ν. Δαβράδο, σε Κοινοδίκιον 2001, σελ. 76 επομ., Ελ. Μουσταΐρα, Εκτέλεση και ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, σε Δ 1998/481 επομ., Αθ. Καΐση, Εκφάνσεις της δημόσιας τάξης στην αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων, 2003, σελ. 91 επομ., Χ. Παμπούκη, Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση & εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές διαφορές, 2014, σελ. 132, σημ. 670, P. Gottwald, Όρια της ενέργειας στο εξωτερικό μέτρων που λαμβάνονται από πολιτικά δικαστήρια, σε Δ 1990/97 επομ., Α. Δημολίτσα, Παρατηρήσεις επί της πρόσφατης νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων για τη διεθνή διαιτησία, σε ΔΕΕ 2006/81 επομ. [84], N. Andrews on Civil Processes, Court Proceedings, Arbitration & Mediation, 2019, αρ. 34.33 επομ., σελ. 967 επομ.). Κατά το αγγλικό δικονομικό δίκαιο οι εν λόγω διαταγές εκδίδονται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες έχει προηγηθεί ή επίκειται η άσκηση αγωγής σε αλλοδαπό δικαστήριο κατά παράβαση είτε συμφωνίας παρεκτάσεως, η οποία ιδρύει τη διεθνή δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων είτε συμφωνίας περί της διαιτητικής επιλύσεως της διαφοράς, καθώς και όταν ο ενάγων ενεργεί καταχρηστικά απευθυνόμενος σε αλλοδαπό δικαστήριο και επιβαρύνει με τον τρόπο αυτόν υπερβολικά τον εναγόμενο. Οι διαταγές αυτές δεν περιλαμβάνουν κρίση στην ουσία της υποθέσεως αλλά απαγορεύουν την εκδίκαση μιας υπόθεσης από συγκεκριμένα [αλλοδαπά σε σχέση προς το αγγλικό forum] δικαστήρια και για το λόγο αυτό εντάσσονται κατά κανόνα στα ρυθμιστικά ασφαλιστικά μέτρα, τα οποία υποχρεώνουν τον καθ’ ου η αίτηση σε παράλειψη ορισμένης συμπεριφοράς (prohibitive injunctions) και εκτελούνται με την απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής ή προσωπικής κρατήσεως, καθώς και με την επιβολή κατασχέσεως των περιουσιακών στοιχείων του. Οι ποινές αυτές απειλούνται και, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του καθ’ ου, επιβάλλονται επειδή η συμπεριφορά του θεωρείται ως προσβολή του δικαστηρίου (contempt of court) που εξέδωσε τη διαταγή. Πρόδηλο καθίσταται έτσι ότι η αποτελεσματικότητα του αντιαγωγικού αυτού μέτρου εξαρτάται αφενός από την ύπαρξη περιουσίας του καθ’ ου στην Αγγλία και αφετέρου από την αναγνώριση της ισχύος του στο έδαφος της επικράτειας του αλλοδαπού δικαστηρίου, όπου αναμένεται η άσκηση ή εκκρεμεί η συζήτηση της αγωγής της οποίας απαγορεύεται η πρόοδος. Οι αντιαγωγικές διαφορές εκπορεύονται από έννομη τάξη που αγνοεί το θεσμό της εκκρεμοδικίας και προτάσσει την προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων σε περιπτωσιολογική βάση, Για το λόγο αυτό, ιδίως όταν οι αντιαγωγικές διαταγές εκδίδονται για να αποτρέψουν την παραβίαση ρήτρας παρεκτάσεως της δικαιοδοσίας που τα καθιστά αποκλειστικά αρμόδια, τα αγγλικά δικαστήρια προστατεύουν το δικαίωμα της «μη εναγωγής στην αλλοδαπή» [right not to be sued abroad] και το αντικείμενο της διαφοράς που έχει υπαχθεί με συμφωνία στη δικαιοδοσία τους, αποβλέποντας στο υποκείμενο της αντιδικίας που δεν παραβίασε τα συμφωνηθέντα και λαμβάνοντας απαγορευτικά μέτρα in personam με βάση κριτήρια ελαστικά, που δεν απορρέουν από ευκρινείς κανόνες. Τα μέτρα αυτά αποβλέπουν βέβαια στη διαφύλαξη της αποτελεσματικότητας των εννόμων συνεπειών μιας ρήτρας παρεκτάσεως που έχει καταρτιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις της ευρωπαϊκής δικονομικής έννομης τάξης. Όμως, δεν προσαρμόζονται με τα κριτήρια της κατανομής της διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρμόζει ο ενωσιακός νομοθέτης, ο οποίος, λόγω της καταγωγής των ρυθμίσεών του από τη νομική παράδοση των ηπειρωτικών ευρωπαϊκών δικονομικών συστημάτων, επιχειρεί να επιτύχει την ασφάλεια δικαίου μέσω της προβλεψιμότητας και για το λόγο αυτό επιλέγει δικαιοδοτικούς συνδέσμους αντικειμενικούς (in rem) και αφηρημένους, θεωρώντας το ζήτημα ως αντικείμενο του δημόσιου δικαίου και επιβάλλοντας αυστηρούς και ομοιόμορφους κανόνες, όπως αυτοί των άρθρων 27 και 28 του ΚανΒρΙ. Σ’ αυτούς ακριβώς τους κανόνες προσκρούει η έκδοση της αντιαγωγικής διαταγής, που λειτουργεί ως ρυθμιστικό μέτρο υπερεδαφικής εμβέλειας με στόχο τον αποκλεισμό της δικαιοδοσίας άλλων δικαστηρίων. Αυτό ήταν και το επιχείρημα που επικαλέστηκε το ΔΕΚ για να δικαιολογήσει την ασυμβατότητα της αντιαγωγικής διαταγής προς τον ΚανΒρΙ. Ειδικότερα, το ΔΕΚ (C-152/02, ………., ο.π) έκρινε ότι η χρησιμοποίηση ενός τέτοιου μέτρου εξουδετερώνει την πρακτική αποτελεσματικότητα των ειδικών μηχανισμών που προβλέπονται από αυτόν για την άρση της σύγκρουσης των δικαιοδοσιών στην περίπτωση της εκκρεμοδικίας και της συνάφειας, που εδράζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών προς τα δικαιϊκά τους συστήματα και τα δικαιοδοτικά τους όργανα και δε μπορούν να στηριχθούν στη μονομερή οικειοποίηση του ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας εκ μέρους ενός δικαστηρίου ούτε σε απαγορεύσεις κατά της άσκησης της δικαιοδοσίας άλλου δικαστηρίου και σε απειλές κυρώσεων. Το Δικαστήριο διέγνωσε ακόμα ότι η αντιαγωγική διαταγή θα μπορούσε να προκαλέσει τη δημιουργία συγκρούσεων για την επίλυση των οποίων ο Καν. 44/2001 δεν διαθέτει μέσα θεραπείας. Τέτοια σύγκρουση θα μπορούσε να ανακύψει στην περίπτωση της, παρά την έκδοση της anti-suit injunction, λήψης αποφάσεως από άλλο δικαστήριο που την αντιπαρήλθε. Το Δικαστήριο επανέλαβε την αποδοκιμασία της anti-suit injunction και στο πεδίο της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, παρά την εξαίρεσή της από το πεδίο εφαρμογής του Καν. 44/2001, με την απόφασή του της 10ης.2.2009, επί της υπόθεσης ……. (C – 185/07, ο.π.), με την οποία επιβεβαίωσε τη νομολογία του και στους λόγους ασυμβατότητας της αντιαγωγικής διαταγής προς το ενωσιακό σύστημα προσέθεσε και την παραβίαση του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, επιχείρημα, βέβαια, σχετικής αξίας, δεδομένου ότι ο καθ’ ου αυτή στρέφεται διάδικος διατηρεί πάντοτε τη δυνατότητα να προσφύγει στο παρεκτεινόμενο πολιτειακό ή στο συμφωνηθέν διαιτητικό δικαστήριο και να επιδιώξει την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά τους όρους των ρητρών παρεκτάσεως και διαιτησίας, που ο ίδιος αποδέχθηκε. Στις anti-suit injunction που εκδίδονται για την προστασία ρήτρας παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων το αντιαγωγικό αποτέλεσμα συνίσταται στον εξαναγκασμό του διαδίκου που προσέφυγε σε αλλοδαπή δικαιοδοσία να προβεί σε κατάργηση της δίκης που προκάλεσε. Παρόμοιο αποτέλεσμα παράγει εμμέσως και η κρίση του αγγλικού δικαστηρίου που επιδικάζει αποζημίωση για την παράβαση της ρήτρας αυτής, σε βάρος του διαδίκου που υποσχέθηκε στον αντίδικό του οι διαφορές τους να επιλυθούν σε αγγλικό forum. Η διαφορά των δύο αποφάσεων έγκειται στο ότι με τη δεύτερη το αγγλικό δικαστήριο ασκεί τη δικαιοδοσία του και επιλαμβάνεται στην ουσία της υποθέσεως, ενώ με την πρώτη απλώς απαγορεύει την άσκηση της αλλοδαπής δικαιοδοσίας, προκειμένου να επιβάλλει τη συμφωνία των μερών και όχι τη δική του αντίληψη περί διεθνούς δικαιοδοσίας κατ’ εφαρμογή του ΚανΒρΙ. Από την άποψη αυτή η μία απόφαση (η πρώτη) απλώς αμφισβητεί την αλλοδαπή δικαιοδοσία, αφού περιέχει μόνο αρνητική αυτής κρίση και όχι απόφανση επί της ουσίας, ενώ η άλλη καταρχάς καταφάσκει ιδία δικαιοδοσία κατά τους ορισμούς του ΚανΒρΙ, τους οποίους εφαρμόζει, έστω και εσφαλμένα και στη συνέχεια την ασκεί. Με την απόφαση αυτή αναγκαίως αποφάσκεται η αλλοδαπή δικαιοδοσία, όμως, τούτο δε συνιστά νόσφισή της αλλά κρίση σύμφωνη με τον ΚανΒρΙ, αφού κάθε παραδοχή περί της ύπαρξης και του κύρους μιας ρήτρας παρεκτάσεως του άρθρου 23 αυτού, έστω και εσφαλμένη, έστω και κατά καταστρατήγηση της διεθνούς δικαιοδοσίας εκφερθείσα, επιτελεί αυτονόητα και καταργητική της διεθνούς δικαιοδοσίας του forum derogatum λειτουργία. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η επιδίκαση αποζημιώσεως για παράβαση της ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας, μολονότι έχει σαφή αντιαγωγικά χαρακτηριστικά, ιδίως αν προέρχεται από δικαστήριο που μολονότι επιλήφθηκε της υποθέσεως δεύτερο, εντούτοις δεν ανέστειλε την εκδίκασή της, κατά παράβαση των άρθρων 27 και 28 του ΚανΒρΙ, είναι ανεκτή από την ευρωπαϊκή δικονομική τάξη. Άλλωστε, μετά την αντιστροφή του κανόνα της προτεραιότητας του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου υπέρ του παρεκταθέντος, έστω και αν αυτό επιλαμβάνεται μεταγενέστερα, που επήλθε με το άρθρο 31 σημ. 2 του ΚανΒρΙα, περί του οποίου έγινε ήδη αναφορά παραπάνω (υπό στοιχ. ΙΙΙ), δύσκολα θα μπορούσε πλέον να γίνει λόγος για παραβίαση της δικονομικής δημόσιας τάξης του πρώτου επιληφθέντος αλλά μη από τα μέρη επιλεγέντος δικαστηρίου, ακόμα και αν δεν υπήρχε η διάταξη του άρθρου 35 σημ. 3 του Καν. 44/2001 (και ήδη 45 σημ. 3 του Καν. 1215/2012), αφού μετά την τροποποίηση αυτή πρέπει να γίνει δεκτό ότι επήλθε αντίστοιχη μεταβολή των θεμελιωδών αντιλήψεων της ενωσιακής δικονομίας που συγκαθορίζουν και τις αντίστοιχες εθνικές. Σε κάθε περίπτωση, αν την αγγλική απόφαση που επιδικάζει αποζημίωση για παράβαση της ρήτρας αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας συνοδεύσει και διαταγή (υπό μορφή order ή injunction) περί υποχρεωτικής παραιτήσεως του οφειλέτη της αποζημιώσεως από την προσφυγή του στην αλλοδαπή δικαιοδοσία, το μέτρο αυτό θα είναι άσκοπο και περιττό, ενόψει του ανεπίτρεπτου του ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας του αγγλικού δικαστηρίου κατά το άρθρο 35 σημ. 3 του ΚανΒρΙ και, από την άποψη αυτή, η λήψη του ούτε ενδυναμώνει την αγγλική απόφαση ούτε μπορεί να παρεμποδίσει την αναγνώρισή της έξω από την επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου (Ι. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, § 8, αρ. 34, σελ. 252).

VIII. Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της Α έφεσής τους και τις συναφείς περικοπές του δικογράφου των προσθέτων αυτής λόγων οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως, επικουρικό, όπως εκτιμάται, της κύριας θέσης τους, δηλαδή προταθέντα για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι οι αγγλικές αποφάσεις και διαταγές παρήγαγαν όντως δεδικασμένο, ισχυρισμό τους ότι την αναγνώριση του δεδικασμένου αυτού στην Ελλάδα εμποδίζει πάντως η συνδρομή κωλύματος συνισταμένου στην αντίθεση της αλληλουχίας των αποφάσεων αυτών στην ημεδαπή δικονομική δημόσια τάξη και αποδίδουν εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 34 σημ. 1 του Καν. 44/2001 και 33 ΑΚ στην εκκαλουμένη, που έκρινε ότι τέτοιο εμπόδιο δεν υφίσταται και προχώρησε στην αναγνώρισή τους. Συγκεκριμένα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες ότι το σύνολο και η αλληλουχία των αποφάσεων και διαταγών των Δικαστών …………….., … και …………….. έχουν αντιαγωγικά χαρακτηριστικά, καθόσον, ειδικότερα, πρώτον, απέβλεψαν στην αποτροπή της εισαγωγής προς συζήτηση των ελληνικών αγωγών στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και, δεύτερον, κατέτειναν, ιδίως δια της διαταγής περί ειδικής εκτελέσεως, στον εξαναγκασμό των εναγόντων να διακόψουν τη διεξαγωγή της δίκης στην Ελλάδα ως προς τις αξιώσεις τους που ασκήθηκαν με το σύνολο των δεκατριών [13] αγωγών τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δύο [2] ένδικες. Επί τη βάσει αυτών εντοπίζουν το σφάλμα της εκκαλουμένης στο γεγονός ότι παρέβλεψε αφενός μεν ότι δια της αλληλουχίας των αποφάσεων αυτών προσβλήθηκε το δικαίωμά τους να λάβουν την αιτηθείσα δικαστική προστασία από το φυσικό τους δικαστή και έτσι παραβιάστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 20 § 1 και 8 του Συντάγματος και αφετέρου ότι εν προκειμένω δεν υπήρξε «μια απλή παράβαση των διατάξεων των άρθρων 27 και 28 του Κανονισμού 44/2001 αλλά μια συντονισμένη και βάναυση επί τριετία προσπάθεια των αγγλικών δικαστηρίων να νοσφισθούν κυριολεκτικά τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί της ένδικης διαφοράς».

Ανεξαρτήτως του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αναγνώρισε δεδικασμένο από την απόφαση του Πρωτοδίκη ….., ο οποίος πριν τη δεύτερη απόφαση του αγγλικού Εφετείου επιδίκασε αποζημίωση σε βάρος των εταιριών ………. και OME και υπέρ των ασφαλιστών του πλοίου AT για περιφρόνηση του αγγλικού Δικαστηρίου εκ μέρους των πρώτων που εκδηλώθηκε με την κατάθεση από αυτές προτάσεων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επικειμένης συζητήσεως των ενδίκων αγωγών, που τελικά αναβλήθηκε, με αποτέλεσμα ο ερευνώμενος λόγος να παρίσταται κατά τούτο αλυσιτελής, με βάση όλα όσα ανωτέρω υπό στοιχ. VII της παρούσας αναφέρθηκαν, ο ίδιος λόγος είναι νομικά αβάσιμος και για την αιτία αυτή απορριπτέος. Τούτο δε καθόσον, ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο άντλησε δεδικασμένο, ενόψει του οποίου κήρυξε την έλλειψη της διεθνούς δικαιοδοσίας του, όχι από την αλληλουχία των πρωτόδικων αγγλικών αποφάσεων και διαταγών των Δικαστών …………….. και …………….. αλλά από μόνη την απόφαση του δεύτερου, που πρέπει να συνδυαστεί προς τη μετ’ αναίρεση εφετειακή κρίση, με τις οποίες το Court of Appeal και το High Court of Justice του Λονδίνου άσκησαν διεθνή δικαιοδοσία και αποφάνθηκαν επί της ουσίας των αγγλικών αποζημιωτικών απαιτήσεων τις οποίες και επιδίκασαν υπέρ των ασφαλιστών και των ήδη εναγομένων αμφοτέρων των ενδίκων αγωγών. Η σχετική κρίση της εκκαλουμένης είναι, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, ορθή, δεδομένου ότι για την αναγνώριση αυτή δεν ασκούσε έννομη επιρροή η εκ μέρους των αγγλικών Δικαστηρίων παραβίαση (πιθανότατα) του άρθρου 27 και/ή (ενδεχομένως) του άρθρου 28 του ΚανΒρΙ. Ούτε το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης των εναγόντων προσβλήθηκε, αφού η αντιδικία στην Αγγλία διήλθε όλους τους δικαιοδοτικούς βαθμούς, ενώ παράλληλα, τουλάχιστον οι εταιρίες …………….. και OME, που κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου ότι δεσμεύονται από τη ρήτρα δικαιοδοσίας των συμφωνητικών συμβιβασμού, έτυχαν ακροάσεως από τα αγγλικά δικαστήρια που δεν αμφισβητείται ότι συμφωνήθηκαν ως αρμόδια για να κρίνουν, κατά το αγγλικό μάλιστα δίκαιο, το κύρος και τα όρια του πεδίου εφαρμογής της ρήτρας αυτής. Για την πληρότητα, όμως, της αιτιολογίας της παρούσας θα επιχειρηθεί απάντηση και στα επιχειρήματα που προς ανάπτυξη του ερευνώμενου λόγου εκτέθηκαν στην από 21.1.2015, κατ’ ανάθεση των εκκαλούντων της Α έφεσης εκπονηθείσα και από αυτούς επικαλούμενη και προσκομιζόμενη, γνωμοδότηση των Καθηγητών Νομικής Σχολής Στέλιου Σταματόπουλου και Παναγιώτη Γιαννόπουλου, μέρος της οποίας, υπό τον τίτλο «Ζητήματα ανάπτυξης στην Ελληνική έννομη τάξη απόφασης αγγλικού δικαστηρίου που επιδικάζει αποζημίωση σε περίπτωση συνέχισης δίκης ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου», έχει δημοσιευθεί στον εγχώριο νομικό τύπο (ΕΠολΔ 2015/145 επομ.). Οι γνωμοδοτούντες υποστηρίζουν, ειδικότερα, ότι αντίθεση στην ημεδαπή δικονομική δημόσια τάξη ανακύπτει εν προκειμένω ενόψει των αγγλικών κρίσεων αφενός περί του ότι οι αξιώσεις που ασκήθηκαν με τις ελληνικές αγωγές καταλαμβάνονται α] από τις ρήτρες παρεκτάσεως των ασφαλιστηρίων συμβάσεων και των συμβιβαστικών συμφωνιών, επειδή με τον τρόπο αυτό επήλθε νόσφιση της δικαιοδοσίας του ελληνικού δικαστηρίου, αφού το αγγλικό δικαστήριο δεν αποφάνθηκε περί της ιδίας αυτού δικαιοδοσίας αλλά περί της ελληνικής τοιαύτης και β] από τις συμβάσεις συμβιβασμού, επειδή το ζήτημα αυτό (της απαλλαγής δηλαδή των εδώ εναγομένων από την αδικοπρακτική ευθύνη τους) εξετάστηκε στην Αγγλία «προκαταβολικά και πριν τη διεξαγωγή της ελληνικής δίκης». Οι απόψεις αυτές παραβλέπουν τις σαφείς ρυθμίσεις του άρθρου 35 του ΚανΒρΙ που αποκλείουν τον έλεγχο στην Ελλάδα της διεθνούς δικαιοδοσίας του αλλοδαπού δικαστηρίου που εξέδωσε απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 32 του Κανονισμού, όπως συνέβη εν προκειμένω και παραγνωρίζουν το γεγονός ότι με τις αγγλικές αποφάσεις αφενός ασκήθηκε πράγματι η διεθνής δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων, αφού εκδόθηκε επί της ουσίας απόφαση και αφετέρου ότι με τον τρόπο αυτό παρακάμφθηκε μεν η ημεδαπή δικαιοδοσία, όπως, όμως, ακριβώς συμβαίνει με κάθε απόφαση που κρίνει έγκυρη μια ρήτρα παρεκτάσεως με την οποία η ιδιωτική βούληση απομακρύνει μια υπόθεση από το forum που θα ήταν άλλως αρμόδιο για την εκδίκασή της. Υπενθυμίζεται εδώ ότι εν προκειμένω οι Άγγλοι ασφαλιστές δεν επεδίωξαν μόνον την, δια μιας τυπικής anti-suit injunction, απαγόρευση διεξαγωγής της δίκης στην Ελλάδα αλλά, εκκινώντας από την παραδοχή ότι οι αξιώσεις που ασκήθηκαν με τις ελληνικές αγωγές είχαν καταστεί ήδη αντικείμενο συμβιβασμού στην Αγγλία, δεν ανέμεναν την έγερση εκεί των αγωγών που ασκήθηκαν στην Ελλάδα αλλά, επιπλέον, πέτυχαν και την έκδοση αγγλικής αποφάσεως περί του ότι οι αξιώσεις αυτές είναι αβάσιμες, ως ήδη συμβιβασμένες, το δε αίτημά τους να διαταχθεί ειδική εκτέλεση για την παραίτηση των εδώ εναγόντων από τις ένδικες αγωγές τους ήταν ούτως ή άλλως περιττό, όπως και η έκδοση των διαταγών που το δέχθηκαν. Εξάλλου, επιχειρήματα αυτού του τύπου, εκτός του ότι αντιτίθενται στη νομολογία του ΔΕΕ, αντιπαρέρχονται επίσης το γεγονός ότι η άρνηση αναγνωρίσεως του δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης επειδή παραμέρισε την ημεδαπή εκκρεμοδικία άγει κατ’ αποτέλεσμα σε ανεπίτρεπτη κατ’ άρθρο 36 του ΚανΒρΙ αναθεώρηση της απόφασης αυτής, αφού η κρίση ότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 27 και 28 αυτού δεν αποτελεί άλλο παρά επίκληση ενός νομικού σφάλματός της δια της μη εφαρμογής ενός κανόνα του δικονομικού δικαίου που το ημεδαπό δικαστήριο θα εφάρμοζε αν βρισκόταν στη θέση του αλλοδαπού. Επιπλέον, οι γνωμοδοτούντες υποστηρίζουν ότι εν προκειμένω η άρνηση της αναγνώρισης των αγγλικών αποφάσεων και η άσκηση της ημεδαπής διεθνούς δικαιοδοσίας επιβάλλεται από την ελληνική δημόσια τάξη, που δεν ανέχεται φαινόμενα αρνησιδικίας και τέτοιο θα ανακύψει στην περίπτωση κατά την οποία οι μεν αγγλικές διαταγές δεν αναπτύξουν τα αποτελέσματά τους στην Ελλάδα συνεπεία της αντιθέσεώς τους στη δημόσια τάξη, το δε ελληνικό δικαστήριο θα κωλύεται να επανακρίνει τη διαφορά επειδή επιλαμβάνεται δεύτερο. Προς ενίσχυση της απόψεως αυτής γίνεται μάλιστα επίκληση γενικότερου ερμηνευτικού κανόνα, που κατά τους γνωμοδοτούντες θα μπορούσε να συναχθεί από την απόφαση της 3ης.4.2014 του ΔΕΕ στην υπόθεση C – 438/12 (………. κατά …………, δημοσιευμένη στην ψηφιακή συλλογή) και θα υπαγόρευε ότι το δεύτερο επιλαμβανόμενο ενδοκοινοτικό δικαστήριο δικαιούται, πέραν της παραβίασης εκ μέρους του πρώτου επιληφθέντος της αποκλειστικής κατ’ άρθρο 22 του ΚανΒρΙ διεθνούς δικαιοδοσίας, να λάβει υπόψη του και άλλα κωλύματα αναγνώρισης της αποφάσεώς του, «άρα κατ’ επέκταση» και τη συνδρομή του κωλύματος της αντίθεσης στη δημόσια τάξη του. Επ’ αυτών πρέπει να σημειωθεί καταρχάς μεν ότι περίπτωση αρνησιδικίας δεν ανακύπτει όταν η υπόθεση έχει κριθεί τουλάχιστον κατά τη μία από τις εμπλεκόμενες έννομες τάξεις, όπως εν προκειμένω και, περαιτέρω, ότι με την επικαλούμενη απόφασή του το ΔΕΕ δέχθηκε μόνον ότι το δεύτερο επιλαμβανόμενο δικαστήριο εκδίδει απόφαση και δεν αναστέλλει την εκδίκαση της υπόθεσης, αν το πρώτο επιληφθέν δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία επειδή αυτή είναι αποκλειστική υπέρ του δεύτερου κατά το άρθρο 22 του ΚανΒρΙ με αποτέλεσμα να ανακύπτει βεβαιότητα ότι η απόφαση του πρώτου δικαστηρίου δε θα αναγνωριστεί στο κράτος του δεύτερου. Όμως, η επέκταση του πορίσματος αυτού και σε άλλες περιπτώσεις αφενός θα ήταν ευθέως αντίθετη στον περιοριστικό και εξαιρετικό χαρακτήρα των κωλυμάτων αναγνώρισης, που δεν επιτρέπει την ερμηνευτική τους διαστολή ώστε να καταλάβουν και μη ρητώς ρυθμισμένες περιπτώσεις, αφού θα οδηγούσε σε περιορισμό του υπέρτερου σκοπού που θάλπει ο ΚανΒρΙ, δηλαδή της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων στον ενιαίο ενωσιακό χώρο και, αφετέρου, αν ήταν επιτρεπτή, θα είχε ως αποτέλεσμα να καταφάσκεται η διεθνής δικαιοδοσία του δεύτερου δικαστηρίου αν αυτό είναι το forum prorogatum, ακριβώς επειδή η απόφασή του πρόκειται να αναγνωριστεί στα άλλα κράτη μέλη και μεταξύ αυτών και στο forum derogatum. Τέτοιο αποτέλεσμα όμως υπό την ισχύ του ΚανΒρΙ δε γινόταν δεκτό και μόνον μετά την εισαγωγή του άρθρου 31 σημ. 2 του νεότερου ΚανΒρΙα αποτελεί ήδη τεθειμένο δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση, αληθής κίνδυνος, όχι βέβαια αρνησιδικίας αλλά, αναδίκασης της υπόθεσης θα ανέκυπτε μόνον αν η αλλοδαπή απόφαση που καταστρατήγησε την ημεδαπή εκκρεμοδικία δεν αναγνωριζόταν στο κράτος υποδοχής για κάποιο ελάττωμα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 34, άλλο όμως πλην της ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που την εξέδωσε (περί του οποίου εδώ δεν πρόκειται) αλλά και τότε, υπό συνθήκες όπως οι κρινόμενες, θα ήταν περιορισμένος, αφού το αρνούμενο την αναγνώριση της αλλοδαπής απόφασης [στο σύνολό της και όχι μόνο κατά το μέρος της που καταφάθηκε η διεθνής του δικαιοδοσία] ημεδαπό δικαστήριο θα επανέκρινε τη ρήτρα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας με βάση τη lex fori (ΔΕΕ 24.10.2018, C-595/17, ………. κατά ……, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 21, ΔΕΕ 21.5.2015, C – 352/13, ……… κατά . ….. κλπ, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 67, ΔΕΕ 7.7.2016, C-222/15, …… κατά ………., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 28, ΑΠ 1542/2014, ΧρΙΔ 2015/205, ΤριμΕφΑθ. 5973/2013, ΔΕΕ 2014/711 = ΝοΒ 2014/583, ΕφΑθ. 2688/1995, Δ 1996/396 = ΕΝαυτΔ 1996/96, Ε. Σαχπεκίδου, Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τα άρθρα 25 και 26 του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, σε ΕΠολΔ 2018/457 – 475 [464]), της οποίας εν προκειμένω οι αξιολογήσεις, τουλάχιστον ως προς το αντικειμενικό εύρος των ορίων της, συμπίπτουν με αυτές των αγγλικών Δικαστηρίων, αφού και εδώ όπως και στην Αγγλία γίνεται παγίως δεκτό (ΑΠ 468/2016, ΑΠ 246/2016, ΑΠ 948/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1697/2013, ΧρΙΔ 2014/371, ΑΠ 755/2993, ΕΕΝ 1994/529, ΤριμΕφΑθ. 4609/2012, ΝοΒ 2014/581, ΜονΕφΘεσ. 1484/2017, ΕπισκΕΔ 2018/644, ΜονΕφΠειρ. 174/2016, ΠειρΝ 2018/70, βλ. και Ε. Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και από αδικοπραξία, 2004, σελ. 195 – 196) ότι η συμφωνία παρεκτάσεως για διαφορές από συγκεκριμένη σύμβαση καλύπτει, αν δεν συνάγεται με σαφήνεια το αντίθετο, και τις αδικοπρακτικές αξιώσεις που είναι συναφείς με τη σύμβαση αυτή, που αποτελεί το αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρό τους, εκτός αν η παρανομία δεν ήταν προβλέψιμη και τούτο προς το σκοπό αποφυγής αποκλινουσών δικαιοδοτικών κρίσεων σε περίπτωση χωριστής εκδίκασής τους.

ΙΧ. Ειπώθηκε ήδη ανωτέρω υπό στοιχ. VII ότι στην έννοια της αντίθεσης προς τη δημόσια τάξη, που εμποδίζει την αναγνώριση της αλλοδαπής απόφασης κατά τα άρθρα 34 και 45 του ΚανΒρΙ, εμπίπτει και η παραβίαση από αυτήν βασικών δικονομικών αρχών, οι οποίες αντλούνται από το ευρωπαϊκό αστικό δικονομικό δίκαιο, τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και τα διεθνή κείμενα για την προστασία των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων (Ν. Νίκας, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 45, αρ. 13 – 14, σελ. 579 επομ.) και συνιστούν στοιχειώδεις εγγυήσεις μιας δικαιοκρατούμενης δικαστικής διαδικασίας, μεταξύ των οποίων καταλέγονται προεχόντως οι δικονομικές αρχές της δικαστικής ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του δικαστή, της εκατέρωθεν ακροάσεως, της ισότητας των όπλων των διαδίκων και εν γένει της χρηστής διεξαγωγής της δίκης (Αθ. Καΐσης, ο.α.α., σελ. 70 – 99, Απ. Άνθιμος, Η δικονομική δημόσια τάξη κατά το γερμανικό δίκαιο ως λόγος άρνησης αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών αποφάσεων, σε Δ 1996/823 επομ. [827 επομ.]). Επομένως, για να υπάρξει προσβολή της ημεδαπής δικονομικής δημόσιας τάξης θα πρέπει οι συνέπειες της προς αναγνώριση αλλοδαπής αποφάσεως να αντιστρατεύονται στη συγκεκριμένη περίπτωση και μάλιστα προδήλως τις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές που κρατούν στην Ελλάδα. Υπό την έννοια αυτή, απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που καταδικάζει τον ηττημένο εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, δεν προσκρούει καταρχήν στην εγχώρια δημόσια τάξη και μπορεί να αναγνωριστεί στην Ελλάδα, αφού και το ημεδαπό δίκαιο προβαίνει σε αντίστοιχες ρυθμίσεις στα άρθρα 173 επομ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013). Άλλωστε, όπως έχει κριθεί (ΤριμΕφΑνΚρητ. 139/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΚερκ. 130/2012, Αρμ. 2013/767 με παρατηρήσεις Απ. Άνθιμου = ΝοΒ 2013/719 = ΕΠολΔ 2013 με σημείωμα Π. Γιαννόπουλου, βλ. και Μ. Σταθόπουλο, Ποινική αποζημίωση, αποκαταστατικός σκοπός και δημόσια τάξη, σε Δνη 2010/609 επομ. [623], Σπ. Γκιάφη, Προϋποθέσεις αναγνωρίσεως δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών της ΕΟΚ, 1990, σελ. 144), ακόμα και αν προσέκρουε, η αντίθεση θα εντοπιζόταν μόνον στο κεφάλαιο της αλλοδαπής απόφασης το σχετικό με την επιβολή της δικαστικής δαπάνης και δε θα εκτεινόταν στο σύνολό της, διότι τούτο θα οδηγούσε κατ’ αποτέλεσμα στην ανατροπή των συνεπειών της απόφασης και θα εκμηδένιζε de facto ακόμα και την ουσιαστικού δικαίου αξίωση του ενάγοντος που έγινε δεκτή. Αντίθεση προς τη δημόσια τάξη και, συγκεκριμένα, προσβολή του από τα άρθρα 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της ΕΣΔΑ αναγνωριζόμενου δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, του οποίου την άσκηση δυσχέραινε ουσιωδώς, είχε κριθεί από τα εγχώρια δικαστήρια της ουσίας (ΤριμΕφΠειρ. 30/2012, ΕΝαυτΔ 2013/126 = Αρμ. 2013/771, ΕφΛαρ. 484/2011, Αρμ. 2013/765, ΕφΚερκ. 193/2007, ΝοΒ 2009/557, ΕφΑθ. 6115/2005, ΕπιΔικΙΑ 2006/88) ότι συνιστούσε η καταδίκη του εναγομένου στην καταβολή υπέρμετρης δικαστικής δαπάνης και ειδικότερα δικαστικών εξόδων που ελεγχόμενα ως προς το ύψος τους υπό το πρίσμα της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας υπερέβαιναν την αξία του αντικειμένου της δίκης τελώντας ως προς αυτό σε προφανή δυσαναλογία, η δε κρίση τους αυτή είχε διέλθει επιτυχώς τον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1829/2006, ΝοΒ 2007/674 = ΧρΙΔ 2007/635 = Δνη 2007/162, βλ. και ΑΠ 1066/2007, ΕΠολΔ 2008/68, πρβλ για το παρεμφερές ζήτημα της αναγνώρισης αλλοδαπής απόφασης που επιδικάζει ποινική αποζημίωση [punitive damages] ΟλΑΠ 17/1999, ΔΕΕ 2000/181 με σημειώματα Ι. Καράκωστα και Χρ. Μιχαηλίδου = ΝοΒ 2000/461 = Δνη 1999/1288 = ΕΔΚΑ 1999/785 = ΕΕΝ 2000/20). Όμως, η σχετική νομολογία δείχνει πλέον να μεταβάλλεται. Αξιοποιώντας τις ορθές επισημάνσεις της θεωρίας (Π. Γιαννόπουλος, Αντίθεση αλλοδαπής αποφάσεως στην ελληνική δημόσια τάξη λόγω επιδικάσεως υπέρμετρης δικαστικής δαπάνης, σε Αρμ. 2006/1832 επομ., Χ. Μεϊδάνης, Η επιβολή υπέρμετρων δικαστικών εξόδων από αλλοδαπή απόφαση. Ζητήματα εκτελεστότητας στην Ελλάδα υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας και του δικαιώματος ελεύθερης πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, σε ΧρΙΔ 2007/833 επομ.), το Ακυρωτικό (ΑΠ 579/2019, ΧρΙΔ 2019/693 = ΕφΑΔΠολΔ 2019/1341) δέχεται ήδη ότι όταν το ενωσιακό δικαστήριο επιδικάζει πραγματική δικαστική δαπάνη και όχι υποκρυπτόμενη τιμωρητική αποζημίωση, η απόφασή του τυγχάνει πάντοτε αναγνωριστέα, χωρίς να ελέγχεται το ύψος της, έστω και αν είναι υπερβολικό, αφού ο έλεγχος αυτός θα συνιστούσε απολύτως απαγορευμένη από το ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο (άρθρα 34 και 45 του ΚανΒρΙ και ήδη 45 και 46 του ΚανΒρΙα) αναδίκαση της υπόθεσης. Εκκινώντας δε ακολούθως από την παραδοχή ότι το ενδεχόμενο να μην αποδοθεί τελικώς στο νικητή διάδικο η δικαστική του δαπάνη λειτουργεί, ιδίως στις περιπτώσεις που η διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα έχει υψηλό κόστος, τόσο αποτρεπτικά όσο και η πρόβλεψη ιδιαίτερα υψηλών δικαστικών εξόδων ως προς την ευχέρεια προσβάσεώς του στη δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα να σχετικοποιείται το επιχείρημα από τα άρθρα 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της ΕΣΔΑ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι συνεπέστερη – τόσο προς την αναγκαιότητα εννοιολογικής πληρώσεως της εννοίας της δημοσίας τάξεως με κριτήρια ευρωπαϊκά, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001, όσο και προς τη λειτουργία της εκκαθαρίσεως της δικαστικής δαπάνης στο πλαίσιο του ελληνικού δικονομικού δικαίου – παρίσταται η ερμηνευτική εκδοχή ότι η ρύθμιση της δικαστικής δαπάνης δεν εκφράζει πρωταρχικής σημασίας αντιλήψεις του νομοθέτη και, συνεπώς, δεν εντάσσεται στη δημόσια τάξη, με αποτέλεσμα να μην ευρίσκει νόμιμο έρεισμα ο έλεγχος της αλλοδαπής απόφασης κατά την περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διάταξή της.

Εν προκειμένω με το πρώτο υποσκέλος του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου του κυρίου δικογράφου και τα αντίστοιχα τμήματα των προσθέτων λόγων τους οι εκκαλούντες της Α έφεσης υποστηρίζουν ότι η επιδίκαση από το αγγλικό Δικαστήριο των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, που ως προς τους διαδίκους HD ανήλθε στο χρηματικό ποσό των διακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (225.000 €) και ως προς τους διαδίκους CTa σε εκατό χιλιάδες ευρώ (100.000 €) αντίκειται προφανώς και προδήλως στην ημεδαπή δημόσια τάξη, διότι συνιστά προσβολή του κύρους και της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Δικαιοσύνης και αντιβαίνει στον πυρήνα της ημεδαπής αλλά και της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης και με τον ισχυρισμό αυτό μέμφονται κατ’ ουσίαν την εκκαλουμένη για παράβαση του άρθρου 34 σημ. 1 του ΚανΒρΙ.

Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι προεχόντως αλυσιτελής και απαράδεκτος, δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ρητά διευκρίνισε ότι δεν αναγνωρίζει την απόφαση και τις διαταγές του Δικαστή …………….. στο σύνολό τους αλλά μόνο κατά τις διατάξεις τους που αφορούν στη ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας του αγγλικού Δικαστηρίου, όπως είχε δικαίωμα (επιχείρημα και από το άρθρο 48 του ΚανΒρΙ, περί εν μέρει κηρύξεως ως εκτελεστής της αλλοδαπής απόφασης, η τελολογία του οποίου επιβάλει τη μερική αναγνώριση του δεδικασμένου κατά κεφάλαια της αποφάσεως όταν αυτά αντιστοιχούν σε διαφορετικές αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα έπασχε διττώς και ως προς τη νομική του βασιμότητα, δεδομένου ότι ενωσιακή απόφαση δεν ελέγχεται από τη σκοπιά της ημεδαπής δημόσιας τάξης κατά την περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διάταξή της αλλά και αν ελεγχόταν η αναγνώρισή της δε θα ματαιωνόταν, αφού οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται ούτε ότι η επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη δεν είναι πραγματική αλλά υποκρύπτει τιμωρητική της συμπεριφοράς τους διάθεση του αγγλικού Δικαστηρίου ούτε ότι είναι υπερβολική σε σχέση με το αντικείμενο της αντιδικίας στην Ελλάδα. Ο δε πρόσθετος ισχυρισμός τους ότι τα ελληνικά δικαστήρια είναι τα μόνα αρμόδια να αποφασίζουν για το ύψος των δικαστικών εξόδων στις δίκες που εκκρεμούν ενώπιόν τους (βλ. σχετ. Κ. Μπέη/Ν. Κουράκη/Ε. Μπέη/Ε. Κουράκη, Η ελληνική δημόσια τάξη ως λόγος αποκλεισμού της εκτελεστότητας αλλοδαπής απόφασης, γνμδ σε Δ 2004/280 επομ. [291 – 293]) στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το αγγλικό Δικαστήριο προέβη σε κατανομή της δικαστικής δαπάνης των ελληνικών δικών, όπως θα την πραγματοποιούσε το ελληνικό Δικαστήριο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 επομ. ΚΠολΔ, ενώ στην πραγματικότητα προέβη σε επιδίκαση αποζημιώσεως της ζημίας που προκλήθηκε στους εφεσίβλητους από την υποβολή τους σε δαπάνες [και] στην Ελλάδα προς αντίκρουση των ελληνικών αγωγών, που ασκήθηκαν κατά παράβαση των ρητών παρεκτάσεως που είχαν περιληφθεί στις ασφαλιστήριες συμβάσεις και στα συμφωνητικά συμβιβασμού.

Ομοίως απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος τυγχάνει και ο ισχυρισμός των εκκαλούντων της Α έφεσης που διατυπώνεται με το δεύτερο υποσκέλος του δεύτερου λόγου του κυρίου δικογράφου τους και τα αντίστοιχα τμήματα των προσθέτων αυτής λόγων, με τον οποίο επικαλούνται το ασυμβίβαστο κατά την έννοια του άρθρου 34 σημ. 3 του ΚανΒρΙ μεταξύ, αφενός, των αποφάσεων που εκδόθηκαν στην Αγγλία και επέβαλαν σε βάρος τους τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων και την δικαστική δαπάνη των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στην Ελλάδα και, αφετέρου, της εκκαλουμένης, που προέβη σε συμψηφισμό κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ της συνολικής δαπάνης και τους απάλλαξε από κάθε σχετική υποχρέωση. Ανεξαρτήτως της λογικής ασυνέπειας του ισχυρισμού αυτού, που επιχειρεί να ανατρέψει την εκκαλουμένη, στην ισχύ ακριβώς της οποίας εδράζεται το επιχείρημά του αλλά και της αλυσιτέλειας της προβολής του, ενόψει του ότι, όπως ήδη εκτέθηκε, πρωτοδίκως δεν έλαβε χώρα αναγνώριση των σχετικών με την επιβολή των δικαστικών εξόδων διατάξεων της απόφασης και των διαταγών του Δικαστή …………….., ο ερευνώμενος λόγος πάσχει ως προς τη βασιμότητά του από νομική άποψη, δεδομένου ότι, κατά την έννοια του άρθρου 34 σημ. 3 του Καν 44/2001, πρώτον, ασυμβίβαστο παράγεται μεταξύ των εννόμων συνεπειών δύο αποφάσεων όταν αυτές είναι αδιάλλακτες μεταξύ τους, επειδή αποκλείονται αμοιβαία (ΔΕΚ 4.2.1988, C – 145/86, ………, ο.π, σκέψη 22) και ως έννομες συνέπειες θεωρούνται εκείνες που δημιουργούνται σε σχέση με το ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, δηλαδή το δικαίωμα που αποτέλεσε το αντικείμενο της δίκης και προκύπτουν από την υπαγωγή των βιοτικών περιστατικών στο πραγματικό ορισμένου κανόνα δικαίου που κρίθηκε εφαρμοστέος (ΑΠ 1321/2004, Δνη 2005/1435 = Αρμ. 2005/1620, Ι. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, § 10, αρ. 47, σελ. 392), με αποτέλεσμα να μην καταφάσκεται ασυμβίβαστο όταν η φύση των συνεπειών των δύο αποφάσεων διαφέρει (Χ. Μεϊδάνης, Ερμηνευτικές κατευθύνσεις του άρθρου 34 σημείο 3 του Κανονισμού 44/2001, σε Αρμ. 2006/1688 επομ. [1689]), όπως συμβαίνει γενικά όταν η μία από αυτές επιδικάζει αποζημίωση προς εκπλήρωση αξίωσης από το ουσιαστικό δίκαιο και η άλλη προβαίνει σε κατανομή της δικαστικής δαπάνης που δεν επιτελεί κατά κύριο λόγο αποκαταστατική λειτουργία και όπως συμβαίνει και στην ερευνώμενη περίπτωση, κατά την οποία, όπως προαναφέρθηκε, το μεν αγγλικό Δικαστήριο προέβη σε επιδίκαση αποζημιώσεως της ζημίας που προκλήθηκε στους εφεσίβλητους από την υποβολή τους σε δαπάνες [και] στην Ελλάδα προς αντίκρουση των ελληνικών αγωγών, που ασκήθηκαν κατά παράβαση των ρητών παρεκτάσεως, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο κατένειμε μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική τους δαπάνη, στη βάση δικονομικών παραμέτρων, όπως η δυσχέρεια στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που κρίθηκαν εφαρμοστέοι, χωρίς αναφορά στα ουσιαστικά δικαιώματα και, δεύτερον, ότι ναι μεν για την παραγωγή ασυμβιβάστου δεν έχει καταρχήν σημασία ο βαθμός δικονομικής ωριμότητας εκάστης ή ο δικαιοδοτικός βαθμός από τον οποίο εκδόθηκε ή ενώπιον του οποίου ελέγχθηκε η ημεδαπή ή η αλλοδαπή απόφαση (Κ. Κεραμέας, Ασυμβίβαστες ημεδαπές και αλλοδαπές αποφάσεις και ενδιάμεση αλλοίωση της παροχής, σε Αφιέρωμα στην Πελαγία Γέσιου – Φαλτσή, τόμος Ι, 2007, σελ. 449 – 462 [459], Χ. Ταγαράς, ο.π., άρθρο 27, σημείο 3, αρ. 18, σελ. 224 – 225, Στ. Γαβαλάς, Κωλύματα αναγνώρισης αλλοδαπών αποφάσεων κατά το άρθρο 27 της Σύμβασης των Βρυξελλών, σε LIBER ΑΜΙCΟRUM Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, 2000, σελ. 328), όμως, ημεδαπές αποφάσεις που δεν έχουν αναπτύξει ενέργεια δεδικασμένου δεν μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο για την αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης που έχει εξοπλιστεί με δεδικασμένο (Ν. Νίκας, ο.π., άρθρο 45, αρ. 65, σελ. 608), αφού άλλως θα προσδίδονταν στις ημεδαπές οριστικές αποφάσεις συνέπειες τελεσιδικίας, πλασματικές όμως και όχι πραγματικές (Αν. Βαλτούδης, Η έννοια των ασυμβίβαστων δικαστικών αποφάσεων των άρθρων 34 αρ. 3 και 45 εδ. α΄ Κανονισμού 44/2001, σε ΕΠολΔ 2014/289 επομ. [291]), όπως συμβαίνει στην περίπτωση που κρίνεται, στα πλαίσια της οποίας δεν είναι δυνατή η σύγκριση του διατακτικού της εκκαλούμενης οριστικής απόφασης, που ήδη άλλωστε επανακρίνεται και της αγγλικής, αμετάκλητης, όπως δεν αμφισβητείται, όμοιας.

Χ. Συνοψίζοντας, το αγγλικό δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη, το κύρος και το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής των ρητρών παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας, που περιελήφθησαν στα συμφωνητικά συμβιβασμού, που τερμάτισαν την αγγλική αντιδικία, δεσμεύει τα ελληνικά Δικαστήρια και καθιστά απαράδεκτες τις ένδικες αγωγές κατά το μέρος τους που ασκήθηκαν από τις εταιρίες ……….. και OME κατά των διαδίκων HD και εκκαλούντων της Β έφεσης, που υπήρξαν διάδικοι στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδίκη ……………… Δεδικασμένο ως προς την ανυπαρξία διεθνούς δικαιοδοσίας των ιδίων Δικαστηρίων για τις αυτές αγωγές παράγεται και ως προς τις λοιπές ενάγουσες, συνασφαλισμένες, εταιρίες ενόψει της μετ’ αναίρεση απόφασης του αγγλικού Εφετείου, που επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδίκη ………. δεχόμενο και αυτό ότι οι πλοιοκτήτριες αυτές ενήγαγαν στην Ελλάδα «κατά παραβίαση των διατάξεων δικαιοδοσίας», που είχαν περιληφθεί στις ασφαλιστήριες συμβάσεις τους, αφού κατά τη δίκη που απέληξε στην έκδοση της εφετειακής αποφάσεως στις πλευρές της αντιδικίας μετείχαν ως διάδικοι, από τη μία [και] οι συνασφαλισμένες και από την άλλη [και] οι εντολοδόχοι και προστηθέντες των ασφαλιστών (διάδικοι HD και CTa). Το γεγονός αυτό παρέβλεψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που άντλησε εν προκειμένω δεδικασμένο μόνο από την απόφαση του Δικαστή ………., χωρίς όμως η εκκαλούμενη απόφασή του, κατά το μέρος της που αφορά τους διαδίκους HD, να παρίσταται εξαφανιστέα για μόνο το λόγο αυτό, αφού δε μεταβάλλεται η εμβέλεια του παραγόμενου από αυτήν δεδικασμένου. Πράγματι, οι ένδικες αγωγές που ως προς τις συνασφαλισμένες πλοιοκτήτριες απορρίφθηκαν πρωτοδίκως ελλείψει νομιμοποιήσεως (ενεργητικής αλλά και παθητικής), νομίμως απορρίπτονται με την παρούσα ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας και πάλι ως απαράδεκτες με απλή αντικατάσταση των αιτιολογιών της πρωτοβάθμιας κρίσης (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Δεν ισχύει, όμως, η ίδια δέσμευση από το δεδικασμένο και για τους διαδίκους CTa, δεδομένου ότι μεταξύ της πρωτόδικης και της παρούσας, δευτεροβάθμιας, κρίσης παρεμβλήθηκε η έκδοση της υπ’ αριθμ. 371/1.7.2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου (υπό μονομελή σύνθεση), που ως γεγονός γνωστό από προηγούμενη ενέργειά του λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 2 ΚΠολΔ), με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή των εταιριών …………….. και OME και ακυρώθηκε ως προς αυτές η με αριθμό 3461/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που είχε δεχθεί αίτηση των διαδίκων CTa περί κηρύξεως εκτελεστών στην Ελλάδα της από 26.9.2014 αποφάσεως και των συναφών διαταγών του Δικαστή …………….., επειδή διαπιστώθηκε ότι οι περιεχόμενες σ’ αυτές «οιονεί» αντιαγωγικές διαταγές, που αφορούσαν τις ως άνω (πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια του πλοίου   AT) εταιρίες ήταν αντίθετες προς την ημεδαπή δημόσια τάξη, στον πυρήνα της οποίας περιλαμβάνονται οι προσβληθείσες, ως κρίθηκε, διατάξεις των άρθρων 6 § 1 της ΕΣΔΑ και 8 και 20 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος. Το αποτέλεσμα της αποφάσεως αυτής είναι ότι για την ελληνική έννομη τάξη δεν υφίσταται πλέον το αγγλικό δεδικασμένο μεταξύ των εταιριών …………….. και OME και των διαδίκων CTa, υπό την έννοια ότι δεν αναπτύσσει στην ημεδαπή την αρνητική λειτουργία του και, κατά συνέπεια, δεν εμποδίζει την περαιτέρω έρευνα του παραδεκτού των ενδίκων αγωγών κατά το μέρος τους που ασκήθηκαν από τις ως άνω εταιρίες κατά των εναγομένων διαδίκων CTa. Ως προς τους ιδίους διαδίκους η ύπαρξη ή μη διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων δεν ερευνάται ούτε ενόψει της ρήτρας παρεκτάσεως που περιελήφθη στα συμφωνητικά συμβιβασμού (περί εφαρμογής της παρόμοιας ρήτρας των ασφαλιστηρίων συμβάσεων δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού οι συγκεκριμένοι εναγόμενοι δεν συμβλήθηκαν για την κατάρτιση των συμβάσεων αυτών), παρά τα αντιθέτως γενόμενα δεκτά στην Αγγλία, δεδομένου ότι οι διάδικοι CTa, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρωτοδίκως υποβληθεισών προτάσεών τους, δεν προέβαλαν πριν από κάθε άλλον επί της ουσίας ισχυρισμό τους την ένσταση της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα την καθίδρυση της δικαιοδοσίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δυνάμει σιωπηρής παρεκτάσεως κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΚανΒρΙ (ΔΕΕ 27.2.2014, C – 1/13, …….. κατά ……., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 37, ΔΕΕ 20.5.2010, C – 111/09, ……… κατά ……….., ψηφιακή συλλογή = ΕφΑΔ 2010/600, σκέψη 21, ΔΕΚ 24.6.1981, C – 150/80, ……… κατά …….. 1981.1671, σκέψεις 11 – 17, ΔΕΚ 14.7.1983, C – 201/82, ………… κατά ……….., Συλλογή 1983.2503, σκέψη 21, ΔΕΚ 31.3.1982, C – 25/81, …….. κατά ……….., Συλλογή 1982.1189, σκέψη 13, ΔΕΚ 24.6.1981, C – 150/80, ΔΕΚ 22.10.1981, C – 27/81, ………… κατά …….., Συλλογή 1981.2431, σκέψεις 7 – 8, ΑΠ 1542/2014, ο.π., ΑΠ 1697/2013, ο.π., ΕφΠειρ. 546/2006, ΔΕΕ 2007/338 = Αρμ. 2008/437, ΕφΠειρ. 369/2010, ΕΝαυτΔ 2011/32, με σημ. Α. Μαρκάκη, ΕφΑθ. 4467/2010, ΔΕΕ 2011/218 = ΕΠολΔ 2011/358 = ΕΕμπΔ 2011/829, Ε. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, 2000, σελ. 225), αντίθετα από ό,τι έκρινε η εκκαλουμένη, η οποία παρίσταται κατά τούτο σφαλερή. Πράγματι, οι διάδικοι CTa προέβαλαν πρωτοδίκως τον, κύριο, ισχυρισμό ότι δεν αναμίχθηκαν στην ένδικη υπόθεση ως προστηθέντες των ασφαλιστών του πλοίου αλλά ενήργησαν ως προστηθέντες των ασφαλιστών του φορτίου που μετέφερε κατά τον μοιραίο πλου και προς τον ισχυρισμό τους αυτό θα ήταν λογικά και νομικά ασυνεπές να υποστηρίξουν ταυτόχρονα και ότι καταλαμβάνονται από τη ρήτρα παρεκτάσεως που περιελήφθη στα συμφωνητικά συμβιβασμού, στα οποία συμβλήθηκαν οι ασφαλιστές του (κύτους και της μηχανής του) πλοίου AT. Αντιθέτως, οι διάδικοι αυτοί με τις από 23.12.2014 συμπληρωματικές προτάσεις που υπέβαλαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υποστήριξαν ότι η κατά το αγγλικό δίκαιο (υποκειμενική) ενέργεια των αποφάσεων που εκδόθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να επεκταθεί και στα φυσικά πρόσωπα των εναγόντων των ελληνικών αγωγών (διοικητές και εκπροσώπους των πλοιοκτητριών και της διαχειρίστριας των πλοίων τους εταιριών), επειδή τα πρόσωπα αυτά υπάγονται στην έννοια των «οικείων» [privies], οι οποίοι κατά το αλλοδαπό δίκαιο εντάσσονται στα όρια των καταλαμβανόμενων από το δεδικασμένο τρίτων και ισχυρίστηκαν ότι οι ίδιοι έχουν απαλλαγεί από κάθε ευθύνη έναντι των ως άνω εναγόντων, επειδή οι προσωπικές αξιώσεις αυτών, που παρήχθησαν από τη βλάβη που προκλήθηκε σε βάρος των εταιριών που εκπροσωπούν, έχουν και αυτές αποκατασταθεί μετά από το συμβιβασμό των απαιτήσεων εκάστης εταιρίας με τους ασφαλιστές της, για τους λόγους που ειδικότερα εκτέθηκαν στις §§ 50, 51 και 58ii της υπέρ αυτών από 10.12.2014 γνωμοδότησης του …………..

ΧΙ. Το ίδιο επιχείρημα προβάλλουν με τη Β έφεση οι εναγόμενοι HD, που πλήττουν την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου επικαλούμενοι ειδικότερα με το μεν δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αυτής ότι τα υποκειμενικά όρια των ρητρών παρεκτάσεως στους συμβιβασμούς καταλαμβάνουν και τα φυσικά πρόσωπα των εναγόντων, όπως έχει γίνει δεκτό με ισχύ δεδικασμένου στις αγγλικές δίκες και με το δεύτερο λόγο της ότι παραβιάστηκε το αγγλικό δεδικασμένο με τον επανέλεγχο εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των αξιώσεών τους. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ευσταθούν. Το παρόν Δικαστήριο δεν δικαιούται βέβαια να ελέγξει την ορθότητα της επικρατούσας, κατά την ως άνω γνωμοδότηση, στην Αγγλία αντιλήψεως περί των ορίων του δεδικασμένου καθ’ υποκείμενα και της επεκτάσεώς του στους privies των διαδίκων και αν ακόμα υποτεθεί ότι αυτή εφαρμόστηκε με τις αγγλικές αποφάσεις, διότι αυτό θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη αναθεώρησή τους. Έχει, όμως, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, την εξουσία να κρίνει αν οι δικονομικές συνέπειες της αλλοδαπής απόφασης μπορούν να επεκταθούν στην Ελλάδα τόσο ώστε να καταλάβουν και πρόσωπα που δεν έλαβαν μέρος στη δίκη και ο έλεγχος αυτός γίνεται με αναγωγή στα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου και στο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας τους. Ενόψει δε, αφενός μεν, του ότι κατά το ημεδαπό δίκαιο το δεδικασμένο για τους αποσβεστικούς λόγους της ενοχής (όπως ο συμβιβασμός) ενεργεί υποκειμενικά (Δ. Κονδύλης, ο.π. § 29, σελ. 580, σημ. 62) και, αφετέρου, του ότι τα φυσικά πρόσωπα των εδώ εναγόντων δεν υπήρξαν διάδικοι στις αγγλικές δίκες, η ελληνική δημόσια τάξη δεν μπορεί να ανεχθεί την κατάληψή τους από το δεδικασμένο που παρήχθη σ’ αυτές. Η συνέπεια της άρνησης  αναγνωρίσεως του δεδικασμένου αυτού είναι ότι η ρήτρα παρεκτάσεως στα συμφωνητικά συμβιβασμού, στη σύναψη των οποίων δε μετείχαν οι διοικητές των εταιριών που συμβλήθηκαν με τους ασφαλιστές, μπορεί να κριθεί ξανά ως προς τα υποκειμενικά της όρια που αμφισβητούνται. Και ναι μεν στα πλαίσια του αυτόνομου ελληνικού δικαίου έχει γίνει δεκτό ότι ο αμέτοχος στη σύναψη της ρήτρας παρεκτάσεως τρίτος μπορεί να την επικαλεστεί είτε όταν διευρύνονται τα περιθώρια της επιλογής του, όταν δηλαδή έχει την ιδιότητα του ενάγοντος (Χ. Απαλαγάκη, Γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου. Δέσμευση του τρίτου από τη ρήτρα παρεκτάσεως που περιλήφθηκε στη σύμβαση, σε Δνη 1993/266 επομ. [272]) είτε όταν, εναγόμενος, υποστηρίζει ότι η ευθύνη του απορρέει από συμπεριφορά δική του μεν, εντασσόμενη όμως στη σφαίρα δράσης και στον κύκλο των συναλλαγών εκείνου που συνομολόγησε τη ρήτρα (ΤριμΕφΑθ. 5973/2013, ο.π.) και τούτο προκειμένου να αποτραπεί ο κατακερματισμός της υπόθεσης και ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων, όμως, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι δεν είναι επιτρεπτό να επικαλεστεί τρίτος ρήτρα παρέκτασης την οποία δε συνήψε ο ίδιος ούτε συνήφθη από άλλους υπέρ αυτού ακόμα και αν ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν που τη συνομολόγησε (ΔΕΕ 28.6.2017, C – 436/16, …… και ….. κατά ……. και ………., ψηφιακή συλλογή = Δνη 2017/1575, με σχόλιο Αθ. Πανταζόπουλου, σκέψεις 35 – 36, που εκδόθηκε σε συνέχεια προδικαστικού ερωτήματος που υποβλήθηκε από το Ελληνικό Ακυρωτικό, βλ. και την απόφαση 1166/2019 του ΑΠ, που εκδόθηκε ακολούθως). Η αντίληψη που καθορίζει τη στάση του ΔΕΕ έγκειται στο ότι επί ανυπαρξίας δήλωσης βουλήσεως του τρίτου στο έγγραφο της ρήτρας τίθεται πλέον ζήτημα υποστατού της συμφωνίας αυτού και όχι απλής τήρησης ή μη του τύπου του άρθρου 23 του ΚανΒρΙ (ΔΕΕ 7.2.2013, C – 543/10, …….. κατά ……… ……., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 29, Ι. Δεληκωστόπουλος, Κύρος ρήτρας παρέκτασης υπέρ τρίτου σε αξίωση από αδικοπραξία, σε ΕΠολΔ 2012/163 επομ. [166]). Επομένως, εν προκειμένω, τις ρήτρες παρεκτάσεως που περιελήφθησαν στα συμφωνητικά συμβιβασμού δεν μπορούν να τις επικαλεστούν οι (μη ενάγοντες) διάδικοι HD ούτε υπέρ τους ούτε, πολύ περισσότερο, σε βάρος των φυσικών προσώπων των εναγόντων, αφού κανείς τους δεν μετείχε στον ενοχικό δεσμό. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως δεν έσφαλε και οι ερευνώμενοι λόγοι της Β έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως νομικά αβάσιμοι.

ΧΙΙ. Μετά τις παραδοχές αυτές, προς έλεγχο απομένουν οι περιουσιακές αξιώσεις των εταιριών ……………. και OME κατά των εναγομένων CTa, καθώς και οι αποκαταστατικές της ηθικής βλάβης αυτών και των φυσικών προσώπων – εναγόντων αμφοτέρων των ενδίκων αγωγών κατά του συνόλου των εναγομένων, εφόσον για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, την έρευνα της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων δεν εμποδίζει ούτε το δεδικασμένο των αγγλικών αποφάσεων ούτε η συμβατική παρέκτασή της. Προς το σκοπό αυτό, σε συνέχεια των όσων ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙ της παρούσας αναφέρθηκαν πρέπει να σημειωθεί και ότι στις υπό κρίση αγωγές περιλαμβάνονται, ως προς την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων και οι ακόλουθοι ειδικότεροι ισχυρισμοί:  Ότι τους ανωτέρω ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς τους οι εναγόμενοι στην Αγγλία για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης στην πλοιοκτήτρια του πλοίου AT ασφαλιστές του βάσισαν αποκλειστικά σε τρεις [3] ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις του διασωθέντος στο ναυάγιο ναύκληρου ……….., που δόθηκαν στις 9.2.2007, στις 13.2.2007 και στις 25.7.2007 ενώπιον του Προξένου των Φιλιππίνων στην Αθήνα, τις οποίες προσκόμισαν στο High Court of Justice με σκοπό να το παραπλανήσουν, ώστε να εκδώσει ευνοϊκή για αυτούς απόφαση, ενώ γνώριζαν ότι ήσαν  ψευδείς και κατασκευασμένες, καθώς και ότι δόθηκαν μετά από φορτικές πιέσεις των ιδίων και των δικηγόρων τους, αφού προηγήθηκε παράνομη καταβολή στον ως άνω μάρτυρα τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006 και τον μήνα Ιούλιο του έτους 2007 οικονομικού ανταλλάγματος ποσών είκοσι οκτώ χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (28.100 $) και δεκατεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ (14.864 €), τελώντας τις παράνομες πράξεις της συκοφαντικής δυσφημίσεως, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και της απάτης στο δικαστήριο, στις οποίες μετείχαν όλοι οι εναγόμενοι είτε ως αυτουργοί είτε ως συνεργοί. Ότι, επιπλέον, τον μήνα Ιούνιο του έτους 2006, ………, εναγόμενος στην Ελλάδα σε άλλη αγωγή, εκπρόσωπος της εταιρείας ………., διαβεβαίωσε ψευδώς τους εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας ότι οι ασφαλιστές επρόκειτο να καταβάλουν την ασφαλιστική αποζημίωση για την απώλεια του πλοίου. Ότι, στις  3.7.2006, μετά από αίτηση της διαχειρίστριας εταιρείας ΟΜΕ, οι ασφαλιστές δέχθηκαν να προσθέσουν στον στόλο των συνασφαλισμένων πλοίων και την θαλαμηγό DV, αποδεχόμενοι, με τον τρόπο αυτό, την εγκυρότητα της συμβάσεως ασφαλίσεως αλλά και την ύπαρξη της απαιτήσεως στο ασφάλισμα, ομοίως δε οι ασφαλιστές, στις 13.8.2006, στις 13.11.2006, στις 24.1.2007 και στις 5.3.2007, αποδέχθηκαν την καταβολή των ασφαλίστρων της από κοινού ασφαλίσεως των πλοίων, αποδεχόμενοι με τον τρόπο αυτό την εγκυρότητα της ασφαλιστικής συμβάσεως αλλά και την ύπαρξη της απαιτήσεως της πλοιοκτήτριας στην ασφαλιστική αποζημίωση. Ότι, στις 31.7.2006, εκπρόσωπος της εταιρείας ………. ανέφερε στον ………..της εταιρείας ασφαλειομεσιτών ………., αντιπροσώπου της  ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», ενυπόθηκης δανείστριας του πλοίου που βυθίστηκε, ότι δεν θα πραγματοποιηθεί η  πληρωμή της αποζημιώσεως, επειδή το πλοίο είχε ρήγματα που ανακαλύφθηκαν στον τελευταίο λιμένα φορτώσεως και είχαν προκαλέσει διαρροή ύδατος στο πλοίο, γεγονός το οποίο ήταν ψευδές και ο ίδιος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας αυτής. Ότι οι ασφαλιστές είχαν διαδώσει τον μήνα Αύγουστο του έτους 2006 στον ………., υπεύθυνο ασφαλίσεων της εταιρείας ……., που μετείχε στην ασφάλιση αυξημένης αξίας του πλοίου, ότι αυτό είχε υποστεί πλημμύρα σε ένα λιμάνι όπου είχε καταπλεύσει πριν το ναυάγιο και ότι δεν έγιναν από την πλοιοκτήτρια και τη διαχειρίστριά του οι απαιτούμενες επισκευές. Ότι, στις 7.9.2006, στις Φιλιππίνες, ο ………….., ενεργώντας με εντολή των ασφαλιστών του πλοίου, μετά από προσυνεννόηση και εκτελώντας εντολές τους, πρόσφερε χρήματα στον ναύκληρο …… για να μεταβάλει τις αρχικές από 9 και 11.5.2006 καταθέσεις του και να καταθέσει ψευδώς ότι το πλοίο βυθίστηκε λόγω των ελαττωμάτων του, γεγονός που κατήγγειλε άμεσα ο ίδιος ο ναύκληρος στους τοπικούς πράκτορες ευρέσεως εργασίας καθώς και  ότι το αυτό ο …………. είχε πράξει τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006 και με τους διασωθέντες ναυτικούς .., .., …………….. και ….., οι οποίοι ομοίως αρνήθηκαν να λάβουν χρήματα και προέβησαν σε καταγγελία του γεγονότος αυτού. Ότι, ενώ, στις 5.9.2006, οι ασφαλιστές αποδέχθηκαν μέσω της αρχιασφαλίστριας εταιρίας ….. να ασφαλίσουν το φορτηγό πλοίο χύδην φορτίου E., το οποίο επρόκειτο να αγοράσει η πλοιοκτήτρια σε αντικατάσταση του βυθισθέντος πλοίου, εντούτοις στις 14.9.2006, αρνήθηκαν να το πράξουν αποσύροντας την σχετική προσφορά τους. Ότι, στις 26.9.2006, οι ασφαλιστές, μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, ισχυρίστηκαν με επιστολή, που κατατέθηκε και στο αγγλικό Δικαστήριο, προς τους δικηγόρους της «…………….. .» ότι δήθεν η πλοιοκτήτρια και  η διαχειρίστρια του πλοίου είχαν καθιερώσει αθέμιτη και παράνομη «επιχειρηματική» πρακτική να παραπλανούν τον νηογνώμονα, τις λιμενικές αρχές και το κράτος της σημαίας του πλοίου και να αποκρύπτουν ελαττώματα και θέματα ασφάλειας του πλοίου, εν γνώσει του ψεύδους των ως άνω συκοφαντικών ισχυρισμών τους. Ότι τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006 ο ……., προστηθείς των ασφαλιστών, μετά από προσυνεννόηση με αυτούς και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, προσέφερε χρήματα στο διασωθέντα ναυτικό ……….., δόκιμο ναύτη, για να χορηγήσει ψευδή ένορκη βεβαίωση, πλην όμως αυτός αρνήθηκε και τα γεγονότα αυτά βεβαίωσε στην ένορκη βεβαίωσή  του, με ημερομηνία 5.5.2007, ενώπιον του συμβολαιογράφου των Φιλιππίνων  ……… Ότι τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006 ο ………., μετά από προσυνεννόηση με τους ασφαλιστές, προσέφερε χρήματα για λογαριασμό τους στον διασωθέντα ναυτικό ………, για να χορηγήσει ένορκη βεβαίωση υπέρ των ασφαλιστών, μεταβάλλοντας τις αρχικές καταθέσεις του, που είχε δώσει ενώπιον των κρατικών αρχών της Νότιας Αφρικής, του Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων και των δικηγόρων των ασφαλιστών στις 9 και 11.5.2006, πλην όμως αυτός αρνήθηκε να δώσει ψευδή ένορκη κατάθεση υπέρ των ασφαλιστών και κατήγγειλε την παράνομη πράξη τους, με επιστολή του προς την εταιρία ευρέσεως ναυτικής εργασίας …………, στις 27.9.2006, το γεγονός δε αυτό βεβαιώνεται στην ένορκη βεβαίωσή του, με ημερομηνία 5.5.2007, που δόθηκε ενώπιον του ιδίου φιλιππίνιου συμβολαιογράφου. Ότι τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006, ο …….. πρόσφερε χρήματα στον διασωθέντα ναυτόπαιδα …………….., για να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση υπέρ των ασφαλιστών, μεταβάλλοντας την αρχική κατάθεσή του που είχε δώσει ενώπιον των κρατικών αρχών και των δικηγόρων των ασφαλιστών στις 9 και 11.5.2006, το γεγονός δε αυτό κατήγγειλε με επιστολή του προς την ….. ο εν λόγω διασωθείς, στις 19.9.2006 και αναφέρεται στην από 9.1.2007 ένορκη βεβαίωσή του. Ότι τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006, ο …….. πρόσφερε χρήματα στον διασωθέντα λιπαντή …………, για να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση υπέρ των ασφαλιστών, μεταβάλλοντας και αυτός την αρχική κατάθεσή του, το γεγονός δε αυτό κατήγγειλε ο ίδιος με επιστολή του στις 19.9.2006 προς την ……., προς τους εκπροσώπους της οποίας στις 18.9.2006 η ………., αντιπρόσωπος της δικηγορικής εταιρίας που είχε αναλάβει τη δικαστική εκπροσώπηση των ασφαλιστών, είχε αναφέρει ότι οι εφαρμοστές που ήσαν ναυτολογημένοι στο πλοίο AT εκτελούσαν παρανόμως στις 2.5.2006 εργασίες συγκολλήσεων των λαμαρινών του πλοίου, οι οποίες είχαν προκαλέσει τη βύθισή του. Ότι οι εναγόμενοι ασφαλιστές παρέδωσαν το δικόγραφο των από 18.10.2006 προτάσεών τους στις …… και ……….., σύζυγο και θυγατέρα του απολεσθέντος υποπλοιάρχου ……….., προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν κατόπιν προσυνεννοήσεως με τους ασφαλιστές και τους πληρεξουσίους  δικηγόρους τους, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, με σκοπό να εξαπατήσουν τις εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές, για να αποδεχθούν τις ψευδείς κατηγορίες της από 31.7.2006 μηνύσεως των ……………., συγγενών θανόντων στο ναυάγιο ναυτικών, κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας. Ότι, στις 7.5.2007, η…………….., μετά από συνεννόηση με τους ασφαλιστές και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, ζήτησε από τον διασωθέντα ναυτικό …………….. να μεταβεί στην Ελλάδα και να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση, ενώ ο ναύκληρος …… επικοινωνώντας με τον τελευταίο του ζήτησε να ταξιδέψουν μαζί στην Ελλάδα διαβεβαιώνοντάς τον ότι οι ασφαλιστές θα του κατέβαλαν πλουσιοπάροχη αμοιβή για να καταθέσει ψευδώς υπέρ τους περί της ύπαρξης ρηγμάτων στο πλοίο και συγκεκριμένα στα κύτη του φορτίου, με συνέπεια να υπάρξει εισροή ύδατος και να βυθισθεί το πλοίο. Ότι, επίσης, η  …………….., στις 27.4.2007, στις 28.4.2007, στις 4.5.2007 και στις 23.5.2007, ζήτησε από το ναυτικό …. να μεταβεί στην Ελλάδα στις 4.6.2007 και να καταθέσει, υποσχόμενη ότι οι ασφαλιστές θα του κατέβαλαν μεγάλη αμοιβή. Ότι  στις 20.7.2007 και στις 26.7.2007 οι ασφαλιστές κατέθεσαν προτάσεις ενώπιον του αγγλικού Δικαστηρίου, με τις οποίες προσκόμισαν και επικαλέστηκαν τις ένορκες βεβαιώσεις του ναύκληρου ……. στην Αθήνα, επιπλέον δε, παρέδωσαν τις ίδιες ένορκες βεβαιώσεις και στις οικογένειες ετέρων θανόντων ναυτικών, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν σε αγωγές κατά της πλοιοκτήτριας που ήγειραν στην Ελλάδα και να παραπλανήσουν τα ελληνικά δικαστήρια, ώστε να εκδοθεί ευνοϊκή γι’ αυτούς απόφαση. Περαιτέρω, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν για μεν τις ιδιότητες των εναγομένων CTa ότι ο …….. υπήρξε διευθυντής της ………., εταιρίας νομικών και τεχνικών συμβούλων επιδίωξης απαιτήσεων, που χειρίστηκε κατ’ εντολή των ασφαλιστών την ασφαλιστική απαίτηση της πλοιοκτήτριας και το φυσικό πρόσωπο που έδωσε την εντολή στο …………. να χρηματίσει τον ψευδομάρτυρα …, για δε τις ιδιότητες των Ελλήνων εναγομένων  ότι η εξ αυτών ……… αποτελεί το εγκατεστημένο στον Πειραιά παράρτημα της αγγλικής δικηγορικής εταιρίας ………. και ότι η ………. τυγχάνει μέλος αυτής, καθώς και ότι αμφότεροι χειρίστηκαν κατ’ εντολή των ασφαλιστών την ασφαλιστική απαίτηση της πλοιοκτήτριας, ενώ για την ειδικότερη δράση τους ανέφεραν ότι το ως άνω «παράρτημα προσέγγισε τον …………….. απ’ ευθείας για λογαριασμό των ασφαλιστών», αφού τον είχαν ήδη προσεγγίσει οι συγγενείς του θανόντος Υποπλοιάρχου …………….. σε συνεννόηση με τους ασφαλιστές (σελ. 88 της από 20.4.2011 αγωγής), ότι «εκπρόσωπος της εναγόμενης δικηγορικής εταιρίας …………….. . στον Πειραιά, δικηγόρων των ασφαλιστών συναντήθηκε με τον …………….. στις 16.3.2007 και του προσέφερε 750,00 δολ. ΗΠΑ ανά ημέρα για το χρόνο της επί πλέον παραμονής του στην Ελλάδα» (σελ. 90 της ιδίας αγωγής), καθώς και ότι, αφενός, το μήνα Ιούνιο του έτους 2007 «η εναγόμενη …………….. ., δικηγόροι των ασφαλιστών στον Πειραιά, στις 26.6.2007 κατέβαλαν στην Ελλάδα για λογαριασμό του …… στους συγγενείς του … …………….. πρόσθετο ποσόν ύψους 1.200 δολ. ΗΠΑ για την κάλυψη διαφόρων εξόδων ενός ακόμη ταξιδιού του …. στην Ελλάδα», ενώ η ίδια εταιρία «κατέβαλε σε δήθεν πράκτορες επιπλέον ποσόν ύψους 5.000 € για λογαριασμό του ….. προκειμένου να του χορηγηθεί βίζα για ένα ακόμη ταξίδι στην Ελλάδα και 2.039 € για τα εισιτήρια του ταξιδιού του» και, αφετέρου, το μήνα Ιούλιο του ιδίου εκείνου έτους (2007) «ο …………….. συναντήθηκε στον Πειραιά με εκπροσώπους της πέμπτης εναγομένης, δικηγόρων των ασφαλιστών οι οποίοι του προσέφεραν 750 δολ. ΗΠΑ ανά ημέρα για το χρόνο παραμονής του στην Ελλάδα» (σελ. 91 της αυτής αγωγής).

ΧΙΙΙ. Στο άρθρο 6 σημ. 1 του Καν. 44/2001, που συνιστά παρέκκλιση από την αρχή της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του εναγομένου και για το λόγο αυτό πρέπει να ερμηνεύεται έτσι ώστε να μην τίθεται σε αμφιβολία η ύπαρξη της αρχής αυτής (ΔΕΚ 27.10.1998, C – 51/97, ……. κ.λπ. κατά ……… και του πλοιάρχου και κυβερνήτη του πλοίου “Al.” ….., Συλλογή 1998.I.6511, σκέψεις 46 – 47, ΔΕΕ 3.7.1997, C – 269/95, …… κατά …………, Συλλογή 1997.Ι.3767, σκέψη 13), ορίζεται ότι πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος «αν υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από την χωριστή εκδίκασή τους». Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής πρέπει ο ένας από τους παθητικώς ομοδικούντες να ενάγεται στον τόπο της κατοικίας ή της έδρας του που βρίσκεται σε κράτος μέλος και η εναγωγή των λοιπών δεν είναι παραδεκτή αν η διεθνής δικαιοδοσία του forum δε θεμελιωθεί για τον πρώτο στη γενική δικαιοδοτική βάση της κατοικίας του (άρθρο 2 σημ. 1) αλλά σε άλλη ειδική δικαιοδοτική βάση, όπως λ.χ. αυτή του τόπου της αδικοπραξίας (Ν. Κλαμαρής, Η δωσιδικία της προσωπικής ταυτότητας του δικαίου [Ομοδικίας] κατά το ελληνικό [άρθρο 37 § 1 ΚΠολΔ] και κατά το ευρωπαϊκό [άρθρο 6 § 1 Καν. 44/2001 (ΕΕ)] δικονομικό δίκαιο, σε ΝοΒ 2013/1753 επομ. [1757], Π. Αρβανιτάκης, Διεθνής Δικαιοδοσία στις σύνθετες δίκες κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, σε LIBER ΑΜΙCΟRUM Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, 2000, σελ. 123). Πρόσθετη, ρητή, προϋπόθεση για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής αποτελεί η συνάφεια των αγωγών του ενάγοντος κατά των περισσότερων εναγομένων, διότι μόνον τότε υπάρχει συμφέρον για την από κοινού κρίση τους, που απορρέει από την ανάγκη να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες αν οι υποθέσεις κρίνονταν χωριστά (ΔΕΚ 11.10.2007, C- 98/06, ……. κατά ……….., Συλλογή 2007.I.8319 = Αρμ. 2008/1120 = Δνη 2010/1460, σκέψη 39, Χρ. Μιχαηλίδου, παρατηρήσεις σε ΕφΑΔ 2012/800). Κατά το ΔΕΕ η κρίση περί της συνδρομής της προϋποθέσεως αυτής είναι κατ’ ανάγκη περιπτωσιολογική και για το λόγο αυτό επαφίεται στα εθνικά δικαστήρια (ΔΕΚ 27.9.1988, C – 189/87, ………. κατά …….., ., Συλλογή 1988.5565, σκέψη 12). Συνάφεια, πάντως, κρίθηκε ότι δεν υπάρχει όταν δεν μπορεί να συναχθεί ότι πρόκειται για την ίδια πραγματική κατάσταση, όπως συμβαίνει όταν είναι διαφορετικοί τόσο οι εναγόμενοι όσο και οι πράξεις προσβολής του δικαιώματος του ενάγοντος, που τους προσάπτεται ότι διέπραξαν σε διαφορετικά συμβαλλόμενα κράτη, αφού τότε τυχόν αποκλίσεις μεταξύ των αποφάσεων που θα εκδίδονταν από τα σχετικά δικαστήρια δεν θα εντάσσονταν στο πλαίσιο της ίδιας πραγματικής καταστάσεως (ΔΕΚ 13.7.2006, C – 539/03, ……. κατά …………., Συλλογή 2006.I.6535, σκέψεις 27 – 28). Και ναι μεν για την εφαρμογή του άρθρου 6 σημ. 1 του Κανονισμού το ΔΕΕ θεωρεί ότι δεν ασκούν καταρχήν επιρροή ούτε η διαφορά μεταξύ των νομικών βάσεων της εναγωγής εκάστου συνεναγόμενου (ΔΕΚ 11.10.2007, C- 98/06, ………., ο.π., σκέψη 38) ούτε οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες περί του παραδεκτού της υποκειμενικά σωρευόμενης αγωγής κατ’ εκείνου του ομοδίκου η κατοικία του οποίου αποτέλεσε in concreto τον κρίσιμο δικαιοδοτικό σύνδεσμο (ΔΕΚ 13.7.2006, C – 103/05, …….. κατά …………, Συλλογή 2006.I.6827 = Αρμ. 2007/141, με παρατηρήσεις Π. Αρβανιτάκη, σκέψη 31), υπέμνησε, όμως, ταυτόχρονα (σκέψη 32), ότι «ο κανόνας της ειδικής δωσιδικίας του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην παρέχει σε ενάγοντα τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή κατά πλειόνων εναγομένων με μοναδικό σκοπό να αποκλείσει για ένα από τους εναγομένους αυτούς τη δωσιδικία του κράτους όπου αυτός κατοικεί» και τη νομολογία του αυτή επιβεβαίωσε και μεταγενεστέρως (ΔΕΕ 12.7.2012, C – 616/10, ……… κατά …….. κλπ, ψηφιακή συλλογή = ΕφΑΔ 2012/795, σκέψη 22, ΔΕΕ 1.12.2011, C – 145/10, ………. κατά ……… ., Δνη  2012/882, σκέψη 78). Το ότι ο ενάγων δεν πρέπει να έχει δυνατότητα άσκησης αγωγής κατά περισσοτέρων εναγομένων εφόσον ενεργεί με αποκλειστικό ή πρωτεύοντα σκοπό να εναγάγει έναν από αυτούς ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους από αυτό της κατοικίας ή της έδρας του, επειδή τότε, δια της δημιουργίας ενός τεχνητού δεσμού μεταξύ των εναγομένων, υποκρύπτεται κατάχρηση του άρθρου 6 σημ. 1 του ΚανΒρΙ, γίνεται δεκτό και από την ελληνική νομολογία (ΑΠ 1527/2013, ΧρΙΔ 2014/281) και νομική θεωρία (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 8, αρ. 36, σελ. 225, Ι. Δεληκωστόπουλος, παρατηρήσεις σε ΕΠολΔ 2016/103 επομ. [105], Κ. Κεραμέας, σε Κ. Κεραμέως/Γ. Κρεμλή/Χ. Ταγαρά, Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων όπως ισχύει στην Ελλάδα – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 1989, άρθρο 6, αρ. 3, σελ. 86, ο ίδιος, στο Συμπλήρωμα 1989 – 1996, 1996, του κύριου αυτού συλλογικού έργου, υπό το άρθρο 6, σελ. 50).

XIV. Εν προκειμένω, όλοι οι εναγόμενοι HD και CTa με κατοικία ή έδρα στην Αγγλία δωσιδικούν στην Ελλάδα κατά το άρθρο 6 σημ. 1 του ΚανΒρΙ, επειδή δηλαδή ομοδικούν με τη δικηγορική εταιρία …………….. . και το μέλος αυτής …….., που έχουν έδρα και κατοικία αντίστοιχα στον Πειραιά. Άλλως θα έπρεπε να εναχθούν στον τόπο της κατοικίας/έδρας τους. Ενόψει του περιοριστικού χαρακτήρα του πεδίου εφαρμογής της διάταξης αυτής, η εναγωγή τους θα πρέπει αφενός να δικαιολογείται με βάση τη συνάφεια της ευθύνης τους προς την ευθύνη των Ελλήνων εναγομένων, ώστε να μην ενδείκνυται η χωριστή εκδίκαση των αγωγών και αφετέρου να μην είναι προσχηματική, υποκρύπτουσα δηλαδή πρόθεση απομακρύνσεώς τους από το δικαστήριο του κράτους όπου βρίσκεται ο τόπος της κατοικίας ή της έδρας τους. Όμως, όπως ανωτέρω υπό στοιχ. ΧΙΙ της παρούσας αναφέρεται, στους διαδίκους CTa αποδίδεται η δράση του …………, η οποία τοποθετείται σε διαφορετικό χρονικό και τοπικό πλαίσιο έναντι της δράσης της ……………. και φέρεται ότι εκδηλώθηκε υπό σαφώς διαφορετικές περιστάσεις, με αποτέλεσμα να μην εμφανίζει βιοτική ενότητα με αυτήν. Αυτή η έλλειψη συνεπάγεται και έλλειψη συνάφειας κατά την έννοια του άρθρου 6 σημ. 1 του ΚανΒρΙ, αφού επιτρέπει τη (λογικά και νομικά) διαφορετική αξιολόγηση των συμπεριφορών, που μπορεί να συνδεθούν μόνο ως (διακριτά) τμήματα μιας εξακολουθητικής και συνεχιζόμενης σε πολλούς τόπους και χρόνους άδικης πράξης των ασφαλιστών και των άγγλων δικηγόρων τους (διαδίκων HD), στην εκτέλεση των οποίων (τμημάτων) φέρονται να μετέχουν αφενός οι διάδικοι CTa, δια του …….., που λάμβανε εντολές από τον . ……………..) και αφετέρου η …………….. ., δια της …………. (αφού άλλο φυσικό πρόσωπο που να ενεργεί για λογαριασμό της δεν κατονομάζεται), χωρίς, όμως, οποιαδήποτε συνεννόηση μεταξύ τους, καθόσον περί αυτής δε γίνεται στα ένδικα δικόγραφα ο παραμικρός λόγος, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται οι μεν (διάδικοι CTa) ως αγνοούντες τη δράση των δε (Ελλήνων διαδίκων HD), που άλλωστε, υπό τα εκτιθέμενα, έπεται και χρονικώς. Ακόμα και αν δεν αποβλέψει κανείς στον, αναπάντητο, αμυντικό ισχυρισμό των διαδίκων CTa, ότι δηλαδή δεν ενεργούσαν ως προστηθέντες των άγγλων διαδίκων HD και, εντεύθεν, των ασφαλιστών του πλοίου AT αλλά των ασφαλιστών του φορτίου που μετέφερε κατά το τελευταίο ταξίδι του (δηλαδή της εταιρίας …………..), το περιεχόμενο των αγωγών δεν επιτρέπει την κατάφαση συνάφειας υπό την έννοια του εφαρμοζόμενου Κανονισμού, αφού είναι νοητή η απόκλιση της κρίσης περισσότερων δικαστηρίων κρατών μελών περί της ευθύνης των μεν και του ανευθύνου των δε (και αντιστρόφως), χωρίς η απόκλιση αυτή να εντάσσεται στο πλαίσιο της ιδίας πραγματικής και νομικής καταστάσεως (ΔΕΕ 21.5.2015, C – 352/13, …………., ο.π., σκέψεις 21 – 24), όπως αυτή που οριοθετείται στις αγωγές, ελλείψει της απαιτούμενης υποκειμενικής συνδέσεως του νόμιμου λόγου ευθύνης εκάστης κατηγορίας εναγομένων. Επομένως, οι διάδικοι CTa απαραδέκτως ενάγονται και, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει τις κατ’ αυτών αγωγές. Κρίνοντας δε αντιθέτως και απορρίπτοντας αυτές κατ’ ουσίαν, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατ’ αυτεπάγγελτο δευτεροβάθμιο έλεγχο, που είναι εν προκειμένω επιτρεπτός, δεδομένου ότι η εντοπιζόμενη πλημμέλεια της εκκαλουμένης αφορά σε ζήτημα που και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όφειλε να ερευνήσει εξ επαγγέλματος και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ζητούν οι εκκαλούντες της Α έφεσης. Βέβαια, εξαιτίας της μεταβολής της εκτάσεως του δεδικασμένου επιβάλλεται εδώ η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της. Εξάλλου, οι ένδικες αγωγές, κατά το μέρος τους που στρέφονται κατά των άγγλων διαδίκων HD, είναι ομοίως απαράδεκτες και απορριπτέες, επειδή η εναγωγή της …….. και δι’ αυτής και της ……… είναι προσχηματική, αφού αποσκοπεί στην απόσπαση των πρώτων από το δικαστήριο της νόμιμης, κατά τον ΚανΒρΙ, δωσιδικίας τους. Ειδικότερα, στην ….. ., που τυγχάνει αυτοτελές νομικό πρόσωπο (και όχι παράρτημα της ……… του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως, σε κάθε περίπτωση αντιφατικά, εκτίθεται στις αγωγές), δεν αποδίδεται δράση φυσικού προσώπου άλλου από της ……, στην οποία πάλι αποδίδεται μόνον ότι συναντήθηκε με το μάρτυρα . …………….. στην Ελλάδα και του κατέβαλε χρήματα, χωρίς να γίνεται ταυτόχρονα επίκληση ουδενός περιστατικού από το οποίο να δύναται να συναχθεί, έστω και υπαινικτικώς, ότι τελούσε σε γνώση του ότι όσα έπραττε ήσαν άδικα, ότι δηλαδή γνώριζε ότι ο μάρτυρας επρόκειτο να ψευδορκήσει και ότι τα χρήματα που του κατέβαλε (για λογαριασμό και κατ’ εντολή των ασφαλιστών και των Άγγλων δικηγόρων τους, όπως εκτίθεται στις αγωγές) αποτελούσαν το αντάλλαγμα της ψευδορκίας του. Επομένως, οι ένδικες αγωγές, κατά το μέρος τους που στράφηκαν κατά των ……… και …………. ήταν απαράδεκτες λόγω της αοριστίας που παράγεται από την ελλειπτική αναφορά περιστατικών που να θεμελιώνουν τον επικαλούμενο νόμιμο λόγο της (αδικοπρακτικής) ευθύνης τους, ενώ στρεφόμενες κατά των Άγγλων διαδίκων HD ήταν απορριπτέες ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αντίθετα και δέχθηκε κατ’ ουσίαν την από 21.4.2011 αγωγή, επιδικάζοντας χρηματική ικανοποίηση στους …….. και ……….. σε βάρος των (Ελλήνων και Άγγλων) διαδίκων HD, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 6 σημ. 1 του ΚανΒρΙ και για το λόγο αυτό πρέπει να εξαφανιστεί κατά παραδοχή της βασιμότητας του συναφούς πρώτου λόγου της Β έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του. Να σημειωθεί μάλιστα ότι ως προς το ζήτημα του ορισμένου της εναγωγής των Ελλήνων διαδίκων HD, που είχε τεθεί και πρωτοδίκως, η εκκαλουμένη εμφανίζεται ενδοιαστική, όπως προκύπτει από την παραδοχή της (στην όψη του 42ου φύλλου της) ότι «από το περιεχόμενο της αγωγής δύναται να συναχθεί η συμμετοχή των ανωτέρω προσώπων στην επικαλούμενη στην αγωγή κοινή αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων». Να σημειωθεί ακόμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την ευθύνη προς χρηματική ικανοποίηση του εκ των νικητών εναγόντων . …………….. συνήγαγε προεχόντως από το (εκτεθέν στις αγωγές) γεγονός (που έκρινε και ως αποδεδειγμένο) ότι γι’ αυτόν ειπώθηκε ότι κατά την προανακριτική διαδικασία που διεξήχθη αμέσως μετά το ναυάγιο του πλοίου AT στη Νότια Αφρική κατηύθυνε τις απαντήσεις του διασωθέντος ναύκληρου, υποδεικνύοντάς του να αναφέρει ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση. Εφόσον, όμως, αυτή ήταν η αλήθεια, κατά τη γνώμη των εναγόντων, δεν γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο η αναφορά της συγκεκριμένης παρότρυνσης θεωρήθηκε ως δυσφημιστική για τον . ……………… Να σημειωθεί, τέλος, και ότι στο ίδιο συμπέρασμα, περί απαραδέκτου της εναγωγής του συνόλου των εναγομένων, ως προς τις αξιώσεις χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης των εναγόντων, θα κατέληγε το Δικαστήριο και αν απέβλεπε, όπως πράττει επικουρικώς, στη νομολογία του ΔΔΕ, που δέχεται ότι επί αδικημάτων πολλαπλής τοπικής συνδέσεως, όπως εν προκειμένω, που οι δυσφημιστικές διαδόσεις φέρονται ότι τελέστηκαν στην Αγγλία, στις Φιλιππίνες και στην Ελλάδα, ένα εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί για μια αντιδικία μόνον για τη ζημία (ή τη ηθική βλάβη) που προκαλείται στον παθόντα – ενάγοντα εντός της επικράτειας του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα του (ΔΕΕ 22.1.2015, C – 441/13, ……κατά …………, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 36, ΔΕΕ 3.4.2014, C – 387/12, ……….. κατά ………., ψηφιακή συλλογή, σκέψη 40, ΔΕΕ 3.10.2013, C – 170/12, ……. κατά ………, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 45, ΔΕΚ 7.3.1995, C – 68/93, ……….. κατά …….., Συλλογή 1995.Ι.0450, Ι. Δεληκωστόπουλος,  ο.α.π., § 4, αρ. 10, σελ. 116, ο ίδιος, Δωσιδικία της αδικοπραξίας στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη: η προβληματική κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 1215/2012, σε ΕΠολΔ 2014/442 – 464), με αποτέλεσμα, αν η ζημία αυτή δεν επιμερίζεται, η αγωγή να πάσχει αοριστία τόσο ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος, όσο και ως προς το αποκαταστατικό της ζημίας του αυτής αίτημά της.

  1. XV. Μετά ταύτα και επειδή παρέλκει πλέον η έρευνα των λοιπών λόγων των εφέσεων, πρέπει, αφού απορριφθεί η Α από αυτές και οι πρόσθετοι σ’ αυτήν λόγοι, να γίνει εν μέρει δεκτή η Β έφεση και να εξαφανιστεί στο σύνολό της (για την ενότητα της δικαστικής κρίσεως) η εκκαλούμενη απόφαση και, στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και αναδικαστούν οι αγωγές, να απορριφθούν αυτές ως απαράδεκτες λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων για την εκδίκασή τους. Εξάλλου, το παράβολο που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες της από 27.9.2016 έφεσης πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, ενώ το παράβολο που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες της από 11.11.2016 έφεσης πρέπει να τους αποδοθεί (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει γι’ αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων της Α έφεσης – εναγόντων και εφεσιβλήτων της Β έφεσης, λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176, 183, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 467/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Συνεκδικάζει τις από 27.9.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../28.9.2016 [Α έφεση], από 11.11.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/11.11.2016 [Β έφεση] αντίθετες εφέσεις και το από 17.4.2018 δικόγραφο προσθέτων στην πρώτη από αυτές λόγων, που κατατέθηκε με αριθμό εκθέσεως ……../19.4.2018.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και τους πρόσθετους στην πρώτη αυτών λόγους.

Απορρίπτει την Α έφεση και τους προσθέτους αυτής λόγους.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Δέχεται εν μέρει την Β έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στους εκκαλούντες.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 899/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και συνεκδικάζει τις από 20.4.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./21.4.2011 αγωγή και από 12.1.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../13.1.2012 αγωγές.

Απορρίπτει αυτές ως απαράδεκτες.

Επιβάλει σε βάρος των εναγόντων τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (250.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 30 Ιουνίου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30 Ιουνίου 2020, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Εφέτη, Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη και Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτες, και με Γραμματέα την Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ