Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 466/2020

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Περίληψη

Έννοια πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου κατά το άρθρο 10 ΑΚ. Αγωγή προς εκπλήρωση εταιρικού χρέους κατά μοναδικού μετόχου και νομίμου εκπροσώπου αλλοδαπής κεφαλαιουχικής εταιρίας, εξομοιούμενης νομοθετικά προς τις ημεδαπές προσωπικές [ομόρρυθμες] «εν τοις πράγμασι» εταιρίες, λόγω μη τήρησης των νόμιμων συστατικών προϋποθέσεων του ελληνικού δικαίου, το οποίο εφαρμόζεται λόγω του εντοπισμού της πραγματικής έδρας της στην ημεδαπή. Αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις, κατά το Αγγλικό Δίκαιο, για την οφειλή της εταιρίας προς την ενάγουσα. Δεδικασμένο. Υποκειμενικά όρια της διαιτητικής συμφωνίας. Κρίση περί της συνδρομής των πρόσθετων όρων, που απαιτούνται κατά το ουσιαστικό ελληνικό δίκαιο (άρθρο 10 ΑΚ) για τη θεμελίωση συνευθύνης του εταίρου της οφειλέτριας εταιρίας για τα εταιρικά χρέη. Απορρίπτει έφεση.

 

Αριθμός   466/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 14-06-2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 14-06-2019 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 19-06-2019, στη Γραμματεία …… παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. 417/2019, κατά της με αριθμ. 1616/08-05-2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδικό τμήμα ναυτικών διαφορών), η οποία εκδόθηκε επί της από 11-12-2017, με γενικό αριθμό κατάθεσης ………./11-12-2017 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ………./11-12-2017 αγωγής, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 08-05-2018, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τον ηττηθέντα πρωτοδίκως εναγόμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον εκκαλούντα και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 14-06-2019, ήτοι πριν την παρέλευση δύο (2) ετών από τη δημοσίευση, στις 08-05-2019, της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό πενήντα (150) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά τα άρθρα 19 ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α’ του ν. 2172/1993, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την από 11-12-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../11-12-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …………./11-12-2017 αγωγή, η ενάγουσα ναυτική εταιρεία, που εδρεύει στη Δανία και εκπροσωπείται νόμιμα, ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι δραστηριοποιείται στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές και ναυλώσεις φορτηγών πλοίων, με σκοπό το κέρδος. ότι η εταιρεία, με την επωνυμία «……………» (μη διάδικος) είναι ναυτιλιακή εταιρεία, που έχει ως εταιρικό σκοπό, μεταξύ άλλων, τη ναύλωση εμπορικών πλοίων εν γένει και την άσκηση θαλάσσιας εμπορίας, με καταστατική έδρα τη …. και πραγματική (έδρα) τη …. Αττικής· ότι, δυνάμει της από 4-8-2015 σύμβασης ναύλωσης, κατά χρόνο, που κατήρτισε με την ανωτέρω εταιρεία («. ……»), ως ναυλώτρια, εκναύλωσε, σύμφωνα με τους στερεότυπους όρους του χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές χρονοναυλοσυμφωνητικού «New York Produce Exchange», («Ν.Υ.Ρ.Ε.»), με σχετικές τροποποιήσεις και προσθήκες, για τις οποίες συνετάγη η γνωστή στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική ανακεφαλαίωση όρων σύμβασης χρονοναύλωσης («recap»), στην τελευταία εταιρεία («. ….»), για κατ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα 80 ημερών, έναντι ημερήσιου χρονοναύλου 12.500,00 Δολ.ΗΠΑ, το υπό σημαία HONG KONG φορτηγό πλοίο ξηρού φορτίου «JY», μεταφορικής ικανότητας περίπου 38.462 μ.τ. νεκρού βάρους (deadweight), το οποίο (πλοίο) η ίδια (η ενάγουσα) είχε ναυλώσει από την εταιρεία με την επωνυμία «……………», με το από 6-7-2015 ναυλοσύμφωνο. ότι, η ανωτέρω ναυλώτρια δεν κατέβαλε, στις 25-10-2015, στην ενάγουσα, την τέταρτη ληξιπρόθεσμη 15ήμερη δόση του ναύλου, με αποτέλεσμα, την 26-10-2015, να της αποστείλει ειδοποίηση ότι της παρείχε προθεσμία 72 ωρών, σύμφωνα με τους όρους του ανωτέρω ναυλοσυμφώνου, για την καταβολή των οφειλομένων δόσεων του ναύλου. ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία δεν προέβη εντός της ανωτέρω προθεσμίας των 72 ωρών στην καταβολή των οφειλομένων ως άνω δόσεων του ναύλου, με αποτέλεσμα την απόσυρση του ανωτέρω πλοίου από τη διάθεση της ναυλώτριας την 12:01 της 2ας Νοεμβρίου 2015. ότι η διαφορά, που προέκυψε από την ανωτέρω ναύλωση με την προαναφερόμενη ναυλώτρια («. ….»), παραπέμφθηκε, σύμφωνα με τους όρους του ανωτέρω ναυλοσυμφώνου, σε διαιτητική διαδικασία στο Λονδίνο, επί της οποίας εκδόθηκαν οι από 6-8-2016 και από 20-6-2016 οριστικές διαιτητικές αποφάσεις, με τις οποίες επιδικάσθηκαν σε αυτήν, αντίστοιχα, τα ποσά, των 155.319,43 Δολ.ΗΠΑ και (334.675,99 + 90.000,00 ΔολΗΠΑ=) 424.675,99 Δολ.ΗΠΑ, πλέον τόκων υπερημερίας, καθώς, επίσης, και η από 5-10-2017 οριστική διαιτητική απόφαση, με την οποία καταδικάσθηκε η ανωτέρω ναυλώτρια στην αμοιβή των πληρεξούσιων της δικηγόρων, ύψους 57.593,60 λιρών στερλινών Αγγλίας, πλέον τόκων υπερημερίας, ενώ επιπρόσθετα καταδικάσθηκε με τις ανωτέρω αποφάσεις να καταβάλλει τα έξοδα και τις αμοιβές των διαιτητών, που ορίσθηκαν, αντίστοιχα, σε 3.610, 8.986 και 2.670 (ήτοι συνολικά 15.266,00) λίρες Αγγλίας, πλέον τόκων υπερημερίας· ότι οι τόκοι υπερημερίας, όπως προσδιορίσθηκαν στις ανωτέρω διαιτητικές αποφάσεις και εξειδικεύονται ειδικότερα στην αγωγή, ανέρχονται στο ποσό των 51.654,88 Δολ.ΗΠΑ και 2.533,58 λίρες-στερλίνες Αγγλίας. ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία («… …»), εμφανίζεται τυπικά ως αλλοδαπή εταιρία, με καταστατική έδρα τη …., αλλά στην πραγματικότητα είναι εγκατεστημένη στη …. Αττικής (οδός .., αριθμός ., …….), όπου έχει το κέντρο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και λειτουργεί η διοίκησή της. ότι κατά το ελληνικό δίκαιο -που είναι το εφαρμοστέο ως το δίκαιο της πραγματικής έδρας της- δεν έχει τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας, με συνέπεια να αποτελεί «εν τοις πράγμασι» (de facto) ομόρρυθμη εταιρία. ότι ο εναγόμενος, ο οποίος είναι διαχειριστής και μόνος μέτοχος της ως άνω εταιρίας, ήλεγχε και ελέγχει τις υποθέσεις της, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή και, συνεπώς, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ως ομόρρυθμος εταίρος, με την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να της καταβάλει: α) το ποσό των 631.650,30 Δολ.ΗΠΑ και β) το ποσό των 75.393,18 λιρών-στερλινών Αγγλίας, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, άλλως, το ισάξιο των ανωτέρω ποσών με βάση την ισοτιμία των ανωτέρω νομισμάτων (Ευρώ – Δολ.ΗΠΑ και Ευρώ – Λίρα στερλίνα Αγγλίας), κατά την ημερομηνία εξόφλησης, άλλως το ισάξιο των ανωτέρω ποσών με βάση την ισοτιμία των ανωτέρω νομισμάτων (Ευρώ – ΔολΗΠΑ και Ευρώ – Λίρα στερλίνα Αγγλίας), κατά την ημερομηνία σύνταξης της αγωγής, ήτοι 537.940,98 και 86.139,02 ευρώ, αντίστοιχα. Επικουρικά δε ζήτησε να καταδικασθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει: α) το ποσό 155.319,43 Δολ.ΗΠΑ, άλλως το ισάξιο αυτού σε ευρώ, κατά το χρόνο της πληρωμής, άλλως το ισάξιο σε ευρώ, κατά την ημερομηνία σύνταξης της αγωγής, ήτοι 132.276,80 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, μ’ επιτόκιο 4,5% ετησίως, ανατοκιζόμενο ανά τρίμηνο, από 2 Νοεμβρίου 2015, β) το ποσό των 334.675,99 Δολ.ΗΠΑ, άλλως το ισάξιο αυτού σε ευρώ, κατά το χρόνο της πληρωμής, άλλως το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημερομηνία σύνταξης της αγωγής, ήτοι 285.024,68 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας μ’ επιτόκιο 4,5% ετησίως, ανατοκιζόμενο ανά τρίμηνο, από 2 Νοεμβρίου 2015, γ) το ποσό των 90.000, άλλως το ισάξιο αυτού σε ευρώ, κατά το χρόνο της πληρωμής, άλλως το ισάξιο σε ευρώ, κατά την ημερομηνία σύνταξης της αγωγής, ήτοι 76.647,93 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας με επιτόκιο 4,5% ετησίως, ανατοκιζόμενο ανά τρίμηνο, από 9 Ιανουάριου 2017, γ) το ποσό των 57.593,60 λιρών στερλινών Αγγλίας, άλλως το ισάξιο αυτού σε ευρώ, κατά το χρόνο της πληρωμής, άλλως το ισάξιο σε ευρώ, κατά την ημερομηνία σύνταξης της αγωγής, ήτοι 65.802,45 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, μ’ επιτόκιο 4,5% ετησίως, ανατοκιζόμενο ανά τρίμηνο, από 5 Αυγούστου 2016, μέχρι την εξόφλησή του, για αναλογία 1/3 επί του άνω ποσού, και από 20 Ιουνίου 2017 μέχρι την εξόφλησή του για αναλογία 2/3 επί του άνω ποσού και δ) τα ποσά των 3.610, 8.986 και 2.670 λιρών στερλινών Αγγλίας, άλλως το ισάξιο αυτών σε ευρώ, κατά το χρόνο της πληρωμής, άλλως το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημερομηνία σύνταξης της αγωγής, ήτοι 17.441,87 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας με επιτόκιο 4,5% ετησίως, ανατοκιζόμενα ανά τρίμηνο, αντιστοίχως, από τις ημερομηνίες έκδοσης των τριών διαιτητικών αποφάσεων ήτοι 5-8-2016, 20-6-2017 και 5­10-2017, νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας, μέχρι την πλήρη εξόφληση, και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (ειδικό τμήμα ναυτικών διαφορών), με την εκκαλουμένη με αριθμ. 1616/08-05-2019 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, στις 08-05-2018, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 8, 9, 10, 12 §1, 18 και 22 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51§§2εδ. α’ και 3Β περ. ε’ του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), λόγω του ότι η κατοικία του εναγομένου βρίσκεται στη ………. Αττικής, συνακολούθως δε ότι έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ) και ότι εφαρμοστέο, εν προκειμένω, τυγχάνει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το ελληνικό δίκαιο, δεδομένου ότι πρόκειται για ευθύνη ομορρύθμου εταίρου ομόρρυθμης εταιρίας («εν τοις πράγμασι»), με πραγματική έδρα τη …… Αττικής και ότι, σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο, ελληνικό δίκαιο, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη, έκανε δεκτή την αγωγή και ως κατ’ ουσία βάσιμη, υποχρέωσε δε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα: α) το ποσό των 631.650,30 Δολ.ΗΠΑ και β) το ποσό των 75.393,18 λιρών – στερλινών Αγγλίας, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του Ευρώ με το Δολ.ΗΠΑ και την Αγγλική στερλίνα – λίρα, κατά το χρόνο πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000,00) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι, κατ’ ορθή εκτίμηση, ανάγονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση του εισφερθέντος από τα διάδικα μέρη αποδεικτικού υλικού. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ν’ απορριφθεί η ως άνω αγωγή.

Κατά το άρθρο 10 ΑΚ η έδρα του νομικού προσώπου προσδιορίζει το δίκαιο, που διέπει την ικανότητά του. Το ίδιο αυτό δίκαιο ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις συστάσεως του νομικού προσώπου, την έναρξη και την έκταση της ικανότητας δικαίου, τη λύση του, την επωνυμία, τη διαχείριση, την αντιπροσωπευτική εξουσία και την ευθύνη των οργάνων του. Ως συνδετικό στοιχείο στον κανόνα του άρθρου 10 ΑΚ νοείται η πραγματική έδρα διοικήσεως του νομικού προσώπου και όχι η καταστατική. Η έδρα του, επομένως, βρίσκεται στον τόπο, στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα, που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου και από τον οποίο εκπορεύονται οι εντολές τους, καθώς και εκείνος, στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεως του νομικού προσώπου, όπου δηλαδή ασκείται πραγματικά η διοίκησή του, λαμβάνονται οι βασικές για την λειτουργία του αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική του πολιτική [βλ. σχετ. ΟλΑΠ 461/1978, ΝοΒ 1979/211, ΑΠ 1699/2016, Δημ. Νόμος, ΑΠ 201/2014 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ. 701/2013, ΕΝαυτΔ 2013/100, ΕφΠειρ 269/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 287/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 348/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ. 849/2004, ΕΝαυτΔ 2005/26, βλ. και Λ. Αθανασίου, σημείωμα κάτω από την ΕφΑθ. 3865/1998, ΔΕΕ 1999/729)]. Απόκλιση από τον κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου, πέραν του άρθρου 24 § 3 εδαφ. β΄ της κυρωθείσας με το Ν. 2893/1954 (ΦΕΚ Α 149/10.7.1954) Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας της 3.8.1951 μεταξύ της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, καθώς και των άρθρων 43, 48 και 293 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως, αφού κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 945/1979 (ΦΕΚ Α 170/27.7.1979), μεταγενεστέρως τροποποιήθηκε, που αφορούν εταιρίες συσταθείσες σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα τους, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, εισάγεται με το άρθρο 1 του Ν. 791/1978 (ΦΕΚ Α 109/6.7.1978), σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρίες, που η σύστασή τους έγινε, κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή υπήρξαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων (πλην σκαφών αναψυχής) με ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (ΦΕΚ Α 77/22.4.1975), όπως αυτό ισχύει, αφού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 του Ν. 814/1978 (ΦΕΚ Α 144/13.9.1978) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 75 § 5 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α 101/31.7.1990), αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 4 του Ν. 2234/1994 (ΦΕΚ Α 142/31.8.1994) ή των ΑΝ 89/1967 (ΦΕΚ Α 132/1.8.1967) και  378/1968 (ΦΕΚ Α 82/17.4.1968), όπως και οι εταιρίες χαρτοφυλακίου αυτών, διέπονται ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η (μόνη) έδρα τους, ανεξάρτητα από τον τόπο από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Με τη διάταξη του άρθρου 25 § 7 του Ν. 27/1975, όπως ισχύει κατά τα ανωτέρω, η εφαρμογή των διατάξεων αυτών του άρθρου 1 του Ν. 791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρείες, πλοιοκτήτριες πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, όπως ισχύει. Οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν εξαιρετικό δίκαιο, κατ’ απόκλιση του άρθρου 10 ΑΚ, όπως η έννοιά του προσδιορίσθηκε ανωτέρω, αφού οι παραπάνω διατάξεις ρητά συνδέουν την ικανότητα δικαίου αυτών των εταιριών στην Ελλάδα με το δίκαιο της χώρας της καταστατικής έδρας τους (ΟλΑΠ 2/2003 ΕΕμπΔ 2003/60, ΧρΙΔ 2003/240, ΔΕΕ 2003/525, με σημείωμα Λ. Αθανασίου και Σπ. Αλεξανδρή, ΕΝαυτΔ 2003/35, με σημείωση Α. Μαρκάκη, ΝοΒ 2003/1392, ΕπισκΕμπΔ 2003/117, με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη, Δνη 2003/388, όπου και η σχετική πρόταση του Εισαγγελ. του ΑΠ, ΟλΑΠ 2/1999, ΑρχΝ 1999/351, Δνη 1999/271, ΔΕΕ 1999/605, Δ 2000/210, ΕΕμπΔ 1999/364, ΕπισκΕμπΔ 1999/451, ΕΝαυτΔ 1999/81, ΝοΒ 1999/1113, ΤριμΕφΠειρ 267/2016 αδημ., ΤριμΕφΠειρ Ναυτ 479/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 542/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 546/2010 ΕΝΔ 2010.397, ΕφΠειρ 516/2009 ΕΝΔ 2009.389, ΕφΠειρ 631/2007 ΕΕμπΔ 2007.443, ΕφΠειρ 447/2005 ΕΝΔ 2005.331, βλ. και Χ. Παμπούκη / Ε. Βασιλακάκη, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Γενικές Αρχές, τόμος ΙΑ, 2016, άρθρο 10, αρ. 26 επομ., σελ. 263 επομ.). Ειδικότερα, μία ανώνυμη εταιρία, που συστάθηκε κατά το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας και δεν υπάγεται σε μία από τις παραπάνω εξαιρέσεις και της οποίας η πραγματική έδρα βρίσκεται στην Ελλάδα, θεωρούμενη ως ημεδαπή, είναι άκυρη, αν δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις σύστασης, έγκρισης και δημοσιότητας αυτής, κατά το ελληνικό δίκαιο, οπότε στην περίπτωση αυτή, είναι ζήτημα απόδειξης αν πρόκειται για «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη προσωπική εταιρία μεταξύ των μελών της διoίκησής της και των μετόχων της, εφόσον αυτή λειτούργησε ή λειτουργεί πραγματικά, συναλλασσόμενη και εμφανιζόμενη ως εμπορική εταιρία, ή για αφανή εταιρία ή αστική εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 741 του Α.Κ. με τη σύμβαση της εταιρίας δύο ή περισσότεροι έχουν αμοιβαίως υποχρέωση να επιδιώκουν με κοινές εισφορές κοινό σκοπό και ιδίως οικονομικό (ΑΠ 201/2014 ό.π.). Συνεπώς, εάν διαπιστωθεί ότι η πραγματική έδρα μιας ναυτιλιακής κατά μετοχές εταιρίας, που φέρεται ως αλλοδαπή και δεν υπάγεται στις πιο πάνω εξαιρέσεις, βρίσκεται στην Ελλάδα, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ιδρύσεως (συστάσεως και δημοσιότητας), που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο για τον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, τότε η ανώνυμη αυτή εταιρία είναι άκυρη (βλ. σχετ. ΑΠ 201/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 335/2001, ΔΕΕ 2001/608, ΕΕμπΔ 2001/279, ΕπισκΕΔ 2001/397, με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη) και, αν λειτούργησε, εμφανιζόμενη στις εμπορικές συναλλαγές της με τους τρίτους ως εταιρικό μόρφωμα (βλ. σχετ. ΑΠ 794/2008, ΧρΙΔ 2009/75, Αρμ. 2009/1713, Δνη 2010/739), θεωρείται (κατά μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 182 ΑΚ) ως «εν τοις πράγμασι» προσωπική (ομόρρυθμη) εμπορική εταιρεία (βλ. σχετ. Ηλ. Χαρίση – Στάμου, Οι ναυτιλιακές «Εταιρίες ευκαιρίας» σαν εταιρίες «εν τοις πράγμασι», σε Δνη 1985/1106 επομ.), διεπόμενη από το δίκαιο της πραγματικής έδρας της, δηλαδή το ελληνικό, το οποίο εφαρμόζεται σε όλη του την έκταση (βλ. σχετ. ΕφΠειρ. 549/2006, ΔΕΕ 2006/1027) και ρυθμίζει όχι μόνο την ικανότητα δικαίου της εταιρίας, αλλά το σύνολο των σχέσεών της και, ειδικότερα, τη διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία των οργάνων της, καθώς και την ευθύνη των εταίρων της (ΤριμΕφΠειρ. 269/2016, ΔΕΕ 2016/1536), οι οποίοι ενέχονται αλληλεγγύως, δηλαδή εις ολόκληρον (άρθρο 29 ΕισΝΑΚ) με το νομικό πρόσωπο της εταιρίας (βλ. σχετ. Σπ. Ψυχομάνης, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 2017, αρ. 267, σελ. 80) για τις έναντι τρίτων υποχρεώσεις της από τη συναλλακτική της δραστηριότητα (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 13/1997, Δνη 1997/771, ΕΕμπΔ 1997/518, ΕΕΝ 1997/409, ΝοΒ 1998/41, ΔΕΕ 1997/581), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 § 1 του Ν. 4072/2012, που επανέλαβε με νέα διατύπωση την προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 22 του Ε.Ν.. Η ευθύνη αυτή των εταίρων αποτελεί ενοχή ex lege, αφού πηγή έχει το νόμο, συνιστά αναγκαστικό δίκαιο (βλ. σχετ. ΑΠ 522/2014, ΔΕΕ 2014/590, ΧρΙΔ 2014/619, ΕΕμπΔ 2014/870, ΕφΑΔ 2014/404, ΑΠ 1205/2001, Δνη 2002/137, ΔΕΕ 2001/1001, ΕΕμπΔ 2002/364, ΤριμΕφΘεσ. 1929/2013, ΕπισκΕΔ 2013/982, ΕφΘεσ. 2198/2006, ΕπισκΕΔ 2006/1149, Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Προσωπικές και κεφαλαιουχικές εταιρίες, 2016, § 23, ΙΙ, αρ. 5, σελ. 116, Β. Αντωνόπουλος, Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, 2016, § 25 ΙΙΙ, αρ. 7, σελ. 207), είναι απεριόριστη, προσωπική, άμεση και αλληλέγγυα (βλ. σχετ. ΑΠ 154/2018 Δημ. Νόμος) και για τη θεμελίωσή της προϋποτίθεται: α) ύπαρξη εταιρίας, στην έννοια της οποίας υπάγεται και η de facto ομόρρυθμη εταιρεία, δηλαδή εκείνη για την οποία δεν έχουν μεν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας (του άρθρου 251 του Ν. 4072/2012: καταχώρηση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο [ΓΕΜΗ], αφ’ ης κτάται η νομική της προσωπικότητα), αλλά έχει αναπτύξει δημόσια δράση, εμφανιζόμενη ως εμπορική στις σχέσεις της με τρίτους και εξομοιούμενη για το λόγο αυτό νομοθετικά (άρθρο 251 § 3 εδαφ. β του Ν. 4072/2012) με ομόρρυθμη, β) ύπαρξη εταιρικής ιδιότητας, κατά τη γέννηση της εταιρικής υποχρεώσεως, ώστε, όταν πρόκειται για αλλοδαπή εταιρία, που εξομοιώνεται με την ομόρρυθμη, να εκλαμβάνονται ως εταίροι οι μέτοχοι και τα μέλη της διοικήσεώς της (ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΠειρΝ 2005/304, ΤριμΕφΠειρ. 701/2013, ο.π.) και γ) ύπαρξη εταιρικών υποχρεώσεων, στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δικαιοπρακτικές, αλλά και οι εξωδικαιοπρακτικές υποχρεώσεις της εταιρίας, δηλαδή εκείνες που προέρχονται από αδικοπραξίες των διαχειριστών της, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους ή άλλο, πλην της συμβάσεως, γενεσιουργό λόγο (ΑΠ 261/2001, ΕΕμπΔ 2001/503, ΕΝαυτΔ 2001/202, ΧρΙΔ 2001/451, ΕφΠειρ. 348/2006, ΠειρΝ 2006/475, ΕφΠειρ. 849/2004, ΕΝαυτΔ 2005/26, ΔΕΕ 2005/54, ΕφΠειρ. 999/2003, ΔΕΕ 2005/52, ΕπισκΕΔ 2004/677).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 321 του ΚΠολΔ, δεδικασμένο -το οποίο, κατ’ άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει εκ νέου την ίδια υπόθεση- δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, και κατ’ άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα, που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μια έννομη σχέση, που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνο το δικαίωμα, που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών, που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό), που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση (ΑΠ 1559/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 728/1996 ΑΠ 981/1993, ΑΠ 1019/1993). Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό, που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία, που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (ΑΠ 1559/2017 ό.π., ΑΠ 1137/2006). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ’ αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό (ΑΠ 1559/2017 ό.π., ΑΠ 298/2004). Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 του ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα, που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη αρμόδιο ν’ αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα (ΑΠ 1559/2017 ό.π., ΑΠ 1287/2003, ΑΠ 1425/1999), ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου, από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης (ΑΠ 1559/2017 ό.π., ΑΠ 1401/2004), δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ’ αυτήν έννομη συνέπεια. Έτσι, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από τη δίκη, που προηγήθηκε, έχει, όμως, ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος, που κρίθηκε στη δίκη εκείνη (Ολ ΑΠ 10/2002, ΑΠ 1559/2017 ό.π., ΑΠ 1394/2008), όπως συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό, που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΑΠ Ολ 34/1992, ΑΠ 1559/2017 ό.π., ΑΠ 759/2006). Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος, που διέπει μια έννομη σχέση (ΑΠ 1559/2017 ό.π., ΑΠ 1832/2001, ΑΠ 190/2000) ή των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής (ΑΠ 1559/2017 ό.π., ΑΠ 226/2001), αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης, που αποτελεί τη βάση της αξίωσης. Δεδικασμένο αποτελεί και η, ενδεχομένως, άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνο με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο (ΑΠ 1559/2017 ό.π., ΑΠ 386/2000, ΑΠ 1174/1999, ΑΠ 839/1999, ΑΠ 331/1999). Το δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 του ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 του ΚΠολΔ). Αντίθετα, δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο τα κριθέντα πλεοναστικώς ζητήματα (ΑΠ 1559/2017 ό.π., ΑΠ 1137/2006, ΑΠ 1366/1996). Περαιτέρω – και ειδικότερα επί των ενστάσεων – αν η απόρριψη αγωγής αποτελεί συνέπεια της παραδοχής κάποιας ένστασης του εναγομένου, ή αν η σχετική ένσταση απορριφθεί, δημιουργείται εντεύθεν δεδικασμένο (εξαιρουμένης της περιπτώσεως, που η διάπλαση της έννομης σχέσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με διαπλαστική αγωγή) εκ του παρεμπιπτόντως κριθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού, το οποίο καλύπτει και αυτές, που συναρτώνται με το προδικαστικό ζήτημα, είτε αυτό αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το κατ’ ουσίαν βάσιμο της αγωγής (ΑΠ 1559/2017 ό.π., ΑΠ 1017/2001), που αναγκαία κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Από τις προαναφερθείσες δε διατάξεις των άρθρων 321, 322 παρ. 1 εδ. α΄ και 324 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δεδικασμένο παράγεται και από την οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς το ουσιαστικό ζήτημα, που κρίθηκε μ’ αυτήν, το οποίο, όμως, δεν προσβάλλεται με την έφεση που ασκήθηκε από τον ηττηθέντα πρωτοδίκως διάδικο, εφόσον έτσι καθίσταται τελεσίδικη, ως προς το ζήτημα αυτό, η καταδίκη απόφαση (ΑΠ 1559/2017 ό.π., ΑΠ 455/2014).

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 329 ΚΠολΔ, η απόφαση, που εκδόθηκε μεταξύ νομικού προσώπου και τρίτου και αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις του νομικού προσώπου, αποτελεί δεδικασμένο και απέναντι στα μέλη του, ως προς τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου, ενώ, κατά το άρθρο 919 του ιδίου Κώδικα, η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται: 1] όταν πρόκειται για δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις, υπέρ και κατά των προσώπων έναντι των οποίων ισχύει δεδικασμένο και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του επιδίκου πράγματος κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος της, 2] όταν πρόκειται για όλους τους άλλους εκτελεστούς τίτλους, υπέρ των δικαιούχων και κατά των υποχρέων, που αναφέρονται σ’ αυτούς, υπέρ και κατά των προσώπων, που αναφέρονται στα άρθρα 325 έως 327, καθώς και κατά των προσώπων, που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του πράγματος μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου (ΑΠ 2273/2009 Δημ. Νόμος).  Από την αδιάστικτη διατύπωση του νόμου προκύπτει ότι, η κατ’ άρθρο 329 ΚΠολΔ επέκταση του δεδικασμένου, που παρήχθη στη δίκη μεταξύ ενός νομικού προσώπου και ενός τρίτου, αφορά αδιακρίτως σε όλα τα νομικά πρόσωπα, που έχουν μέλη, περιλαμβάνοντας αυτονόητα και τις προσωπικές εταιρίες, άρα και τις de facto ομόρρυθμες (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η έδρα των νομικών προσώπων κατά τα άρθρα 60 § 1 Καν. 44/2001, 10 ΑΚ και 25 ΚΠολΔ – Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας ενδοκοινοτικής αποφάσεως κατά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρίας με πραγματική έδρα στην Ελλάδα, γνμδ σε ΕΠολΔ 2012/36 επομ. [43], η ίδια, Υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας των αλλοδαπών αποφάσεων κατά εταιριών που στο ελληνικό δίκαιο εξομοιώνονται με ομόρρυθμες, σε ΕφΑΔ 2012/1035 επομ. [1047]). Η δέσμευση αυτή προϋποθέτει είτε ταυτότητα αντικειμένου είτε σχέση προδικαστικότητας και υφίσταται εφόσον, αντιστοίχως, είτε και το μέλος είναι φορέας του ιδίου δικαιώματος ή της αυτής υποχρεώσεως, που κρίθηκε κατά την αντιδικία, είτε το κριθέν δικαίωμα ή η υποχρέωση αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της έννομης σχέσης του μέλους προς τον τρίτο [(ΤριμΕφΠειρ 83/2019 Δημ.Ιστοσελ.Εφ.Πειρ, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 29, αρ. 4, σελ. 570, Κ. Καλαβρός, Ζητήματα δεδικασμένου, διαπλαστικής ενέργειας και τριτανακοπής, σε Δνη 1987/1185 επομ. [1195], Π. Κολοτούρος, Υπερχειλείς εκφάνσεις του δεδικασμένου, σε Δνη 2005/975 επομ. (976)]. Η διεύρυνση αυτή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και η δέσμευση των μελών του νομικού προσώπου από αυτό, έστω και αν δεν μετείχαν στο δικαστικό αγώνα, ισχύει ανεξάρτητα από τη δυνατότητα εκτελέσεως της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης και στα μέλη του, υπό την έννοια ότι το μέλος του νομικού προσώπου στη νέα δίκη αφενός δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου και αφετέρου ότι μπορεί να επικαλείται τα δικαιώματα του νομικού προσώπου, όπως αυτά διαγνώσθηκαν στην τελεσίδικη απόφαση (ΤριμΕφΠειρ 83/2019 ΔημΙστοσελΕφΠειρ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 97, αρ. 24, σελ. 713, Γ. Διαμαντόπουλος, Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας. Έκταση ευθύνης των μελών ομόρρυθμης εταιρίας. Πλήρωση αιρέσεως πίνακα κατατάξεως, γνμδ σε Δ 2007/951 επομ. [953], Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, 1971, άρθρο 329, σελ. 1338). Δεν έχει, όμως, η δέσμευση αυτή την έννοια ότι βαρύνεται το ίδιο το μέλος προσωπικά με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του νομικού προσώπου, που κρίθηκαν, ούτε ότι, αντίστοιχα, καθίσταται αυτό φορέας των δικαιωμάτων του νομικού προσώπου, που επιδικάστηκαν (ΕφΑθ. 6844/1979, ΕΕμπΔ 1980/826, ΕΝαυτΔ 1980/499, Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, αρ. 121, σελ. 314, ο ίδιος, Όρια του δεδικασμένου και αστική ευθύνη των μελών της εκτελεστικής επιτροπής ενώσεως προσώπων, γνμδ, σε του ιδίου, Νομικές Μελέτες IV, 2006, κείμενο 265, σελ. 149 επομ. [151]). Και τούτο διότι η επέκταση της εκτελεστότητας της τελεσίδικης απόφασης και κατά των μελών του νομικού προσώπου, που υπήρξε διάδικος, συναρτάται προς την έκταση της ευθύνης του κάθε μέλους, όπως αυτή προσδιορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, § 38, αρ. 622, σελ. 913 επομ., Χ. Απαλαγάκη, Δεδικασμένο και εκτελεστότητα στα νομικά πρόσωπα και στα μέλη τους, 2001, σελ. 173 επομ., Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Σ. Κουσούλης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 329, αρ. 3, σελ. 662, Γ. Μητσόπουλος, Η ικανότης ως διαδίκων των ενώσεων προσώπων των μη κεκτημένων νομικήν προσωπικότητα, σε Δ 1970/433 επομ., Λ. Σινανιώτης, Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου αποφάσεως εκδοθείσης κατά εμπορικής εταιρείας, ΕΕΝ 1962/260 επομ., Π. Κολοτούρος, Η απαλλοτρίωσις του επιδίκου αντικειμένου, ημίτομος Β, 2009, § 2 ΙΙΙ Γδ, σελ. 267, Στ. Ματθίας, παρατηρήσεις κάτω από την ΕφΑθ. 294/1987, σε Δνη 1987/903 επομ. [906], Π. Αρβανιτάκης, παρατηρήσεις κάτωθι της ΜονΠρΘεσ. 4349/1986, σε Αρμ. 1987/1049 επομ. [1051]). Επομένως, η τελεσίδικη απόφαση εκτελείται και κατά των μελών του νομικού προσώπου, που δεν υπήρξαν διάδικοι στη δίκη, που απέληξε στην έκδοσή της, μόνον όταν η υποχρέωση, που κρίθηκε, συνιστά ταυτόχρονα και υποχρέωση των μελών του. Προϋποθέτει, επομένως, η αναγκαστική εκτέλεση και εναντίον των μελών του νομικού προσώπου ότι θεμελιώνεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο προσωπική ευθύνη τους για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου (ΕφΑθ. 10187/1998, Δνη 1999/1150, Ν. Νίκας, Επέκταση του δεδικασμένου επί προδικαστικού ζητήματος και στο μέλος διαδίκου νομικού προσώπου, γνμδ σε ΕΠολΔ 2008/25 επομ. [26]), ότι δηλαδή ενέχονται βάσει του νόμου να καταβάλουν τις εκάστοτε οφειλές του νομικού προσώπου προς τον τρίτο από την ατομική τους περιουσία (ΕφΠατρ. 114/2005, ΔΕΕ 2006/55). Τέτοια ατομική, απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη θεσπίζει, κατά τα προαναφερθέντα, το άρθρο 249 § 1 του Ν. 4072/2012. για τα μέλη της ομόρρυθμης εταιρίας, που δραστηριοποιήθηκε συναλλακτικά, ανεξαρτήτως μάλιστα εαν της λειτουργίας της προηγήθηκε η καταχώρησή της στο ΓΕΜΗ ή όχι. Απόρροια της ευθύνης αυτής και δικονομικό της αντίκρισμα αποτελεί η ρύθμιση του άρθρου 920 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι με βάση τον εκτελεστό τίτλο κατά της ομόρρυθμης (ή ετερόρρυθμης) εταιρίας μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση και κατά των ομορρύθμων εταίρων και επιτρέπει την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση απαιτήσεων δανειστή της ομόρρυθμης εταιρίας και σε βάρος του ομορρύθμου μέλους, του οποίου η παθητική νομιμοποίηση κατά την εκτελεστική διαδικασία προβλέπεται στο νόμο, ακόμη και αν στον εκτελεστό τίτλο δεν αναφέρεται το όνομα του εταίρου (ΑΠ 634/1980, ΕΕμπΔ 1981/60, ΝοΒ 1980/1986, ΕφΘεσ. 1721/1996, ΕΤρΑξΧρΔ 1996/760, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Γ. Νικολόπουλος], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος ΙΙ, 2000, άρθρο 920, αρ. 1, σελ. 1749, Γ. Νικολόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2012, σελ. 138). Εξ όλων όσων προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι ο συμβατικός δανειστής αλλοδαπής, κατά το καταστατικό της, κεφαλαιουχικής εταιρίας, που, όμως, στην πραγματικότητα εδρεύει στην ημεδαπή και, χωρίς να εμπίπτει στις παραπάνω εξαιρετικές διατάξεις της, δεν έχει τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας της ελληνικής νομοθεσίας για τον αντίστοιχο εταιρικό τύπο, μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησής του με αγωγή, την οποία έχει την ευχέρεια να στρέψει είτε κατά μόνης της εταιρίας είτε κατά μόνων των εταίρων της είτε κατά της εταιρίας και των μελών της από κοινού. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, αν η αγωγή γίνει τελεσιδίκως δεκτή, ο δανειστής μπορεί να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά των μετόχων ή διοικητών της οφειλέτριας, που καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της καταψηφιστικής απόφασης ευθέως, αφού υπήρξαν διάδικοι στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε (άρθρα 325 αρ. 1 και 919 αρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 933 § 4 ΚΠολΔ, να δύνανται αυτοί να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά με ανακοπή στα πλαίσια της εκτέλεσης, που θα επακολουθήσει, ούτε την ιδιότητά τους ως εταίρων της οφειλέτριας, ούτε την πραγματική άσκηση της διοικήσεώς της από την Ελλάδα, αφού τα ζητήματα αυτά θα έχουν κριθεί με δύναμη δεδικασμένου στη διαγνωστική δίκη που προηγήθηκε, της οποίας το αντικείμενο, πέραν του αιτήματος για καταδίκη των εναγομένων στην επίδικη παροχή, περιελάμβανε αναγκαίως, έστω και σιωπηρώς, ως κύριο μάλιστα αίτημα (έτσι ρητώς Δ. Κονδύλης, ο.π., § 14, αρ. 4, σελ. 258), την αναγνώριση της ατομικής υποχρέωσής τους στην εκπλήρωση του εταιρικού χρέους, λόγω ακριβώς της συνδρομής των όρων αυτών, στους οποίους θεμελιώνεται η κατά το [εφαρμοστέο ημεδαπό] ουσιαστικό δίκαιο ευθύνη τους. Αν η αγωγή είχε στραφεί κατά μόνης της εταιρίας το εξ αυτής δεδικασμένο θα δεσμεύει και τα μέλη της (άρθρο 329 ΚΠολΔ) είτε αυτή ενήχθη ως αλλοδαπή κεφαλαιουχική εταιρία είτε ως ημεδαπή de facto προσωπική εταιρία. Εξαιτίας, όμως, της μη συμμετοχής τους στο δικαστικό αγώνα, η ιδιότητα των μετόχων ή διοικητών της εναγομένης ως μελών της οφειλέτριας εταιρίας δεν θα έχει στην περίπτωση αυτή διαγνωσθεί, ενώ και η ενδεχόμενη ουσιαστική παραδοχή της τελεσίδικης απόφασης για τον τόπο της πραγματικής έδρας της δεν ανυψώνεται σε δεδικασμένο, κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 322 § 1 εδαφ. α και 324 ΚΠολΔ, αφού, ως μη αναγκαία για την καταδίκη της εναγομένης κρίση, δεν αποτέλεσε στοιχείο του δικανικού συλλογισμού (ΟλΑΠ 10/2002 Δημ. Νόμος, ΑρχΝ 2002/638, ΕΕΔ 2002/1419, ΝοΒ 2003/652, Δ 2002/1304, ΑΠ 1559/2017 Δημ. Νόμος). Για το λόγο αυτό έχει υποστηριχθεί ότι η συνδρομή των εξαιρετικών και πρόσθετων αυτών όρων της, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ευθύνης των μελών της οφειλέτριας, πρέπει να κριθεί όχι σε δίκη περί την εκτέλεση της προηγηθείσας καταψηφιστικής απόφασης, αλλά σε νέα διαγνωστική δίκη, διεξαγόμενη κατά την τακτική διαδικασία, επειδή αυτή παρέχει πληρέστερα εχέγγυα ορθοκρισίας (Χ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 192). Κατά την κρατούσα, όμως, άποψη, ο δανειστής της αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας, που έχει εξοπλίσει την κατ’ αυτής χρηματική απαίτησή του με εκτελεστό τίτλο, έχει το δικαίωμα να επισπεύσει με βάση τον τίτλο αυτόν αναγκαστική εκτέλεση και σε βάρος των ομόρρυθμων εταίρων της οφειλέτριας, που έχει την πραγματική έδρα της στην Ελλάδα, αλλά δεν τήρησε τις γηγενείς προϋποθέσεις νόμιμης συστάσεως και δημοσιότητας (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 20, αρ. 59, σελ. 452 επομ., Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 28, αρ. 62, σελ. 488, Δ. Κονδύλης, ο.π., § 29, αρ. 4, σελ. 573, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος Α΄, Γενικαί Διατάξεις, ανάτυπο Β΄ έκδοσης, άρθρο 920, σελ. 271 – 272), χωρίς να απαιτείται προηγούμενη δικαστική διερεύνηση της συνδρομής των πρόσθετων προϋποθέσεων της εκτελεστότητας του τίτλου, που εκδόθηκε κατά του νομικού προσώπου και εναντίον των μελών του (Ν. Νίκας, Αναγκαστική εκτέλεση της εκδιδόμενης σε βάρος αστικού συνεταιρισμού διαταγής πληρωμής και στα μέλη του, γνμδ σε ΔΕΕ 2014/748 επομ. [757]). Επειδή δε η αναγκαστική εκτέλεση θα στραφεί εναντίον προσώπων διαφορετικών από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο οφειλέτη, είναι αυτονόητο ότι η επιταγή προς εκτέλεση θα πρέπει τότε να διαλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν την παθητική νομιμοποίηση των καθ’ ων (ΑΠ 1167/1988, ΕΕΝ 1989/557), να διευκρινίζει, δηλαδή, τη σχέση, που συνδέει τους επιτασσόμενους προς τον εκ του τίτλου υπόχρεο. Στην ίδια αυτή περίπτωση, η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 920 ΚΠολΔ, δηλαδή η φύση της οφειλέτριας ως de facto προσωπικής εταιρίας, όπως και η ιδιότητα των φυσικών προσώπων, κατά των οποίων θα επισπευσθεί η εκτέλεση, ως μελών του νομικού της προσώπου, θα κριθεί σε μεταγενέστερο διαδικαστικό στάδιο και, συγκεκριμένα, είτε στη δίκη της εκτέλεσης (ΑΠ 1443/2017), που θα επακολουθήσει, εάν και εφόσον οι καθ’ ων η εκτέλεση προβάλλουν αντιρρήσεις, αμφισβητώντας την παθητική τους νομιμοποίηση με ανακοπή, η οποία θα πλήττει τότε τον εκτελεστό τίτλο για ουσιαστικό ελάττωμά του (Χρ. Μιχαηλίδου, Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, § 5, ΙΙΙ 2, σελ. 163) είτε στη δίκη, που θα ανοιγεί κατόπιν ασκήσεως σχετικής αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής των φερομένων ως εταίρων της οφειλέτριας (Δ. Κονδύλης, ό.π.). Περαιτέρω, η ιστορική βάση της εν λόγω αγωγής πρέπει, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 70 και 216 § 1 ΚΠολΔ, να περιλαμβάνει εκείνα τα περιστατικά, των οποίων, αν αμφισβητηθούν, ο ενάγων φέρει το βάρος αποδείξεως, δηλαδή την ιδιότητα των εναγομένων ως μετόχων ή διαχειριστών της οφειλέτριάς του εταιρίας και τον τόπο της πραγματικής άσκησης της διοικήσεώς της, χωρίς για την πληρότητα του περιεχομένου της να προσαπαιτείται η εξατομίκευση των επιχειρηματικών αποφάσεων της, που λαμβάνονται στην ημεδαπή. Αν, επίσης, η επικαλούμενη στην αγωγή πραγματική έδρα της οφειλέτριας εταιρίας εντοπίζεται στην Αττική, ιδρύεται τοπική αρμοδιότητα των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων του Πειραιώς για την εκδίκαση της υποθέσεως, αφού αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 51 του Ν. 2712/1993, που υπάγει στα δικαστήρια αυτά όλες τις αναφυόμενες εντός της ως άνω γεωγραφικής περιφέρειας ναυτικές διαφορές, για τον καθορισμό των οποίων ο νομοθέτης, αφενός, εισάγει μια γενική ρήτρα, στην οποία περιλαμβάνονται οι διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου και την παροχή εργασίας σ’ αυτό και, αφετέρου, προβαίνει σε περιπτωσιολογική απαρίθμησή τους, συμπεριλαμβάνοντας στις ενδεικτικά αναφερόμενες στην § 3 Β του ως άνω άρθρου ναυτικές διαφορές, μεταξύ άλλων, και εκείνες, που αιτία έχουν συμβάσεις σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου (περ. ε). Τέτοια σύμβαση είναι και η εταιρική, που καταρτίζεται για την εκμετάλλευση εμπορικού πλοίου και από την οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις των εταίρων είτε μεταξύ τους είτε και προς τρίτους, από τη συναλλακτική δράση της εταιρίας, στα πλαίσια της οποίας διενεργούνται πράξεις σχετικές με τη χρήση του πλοίου και το θαλάσσιο εμπόριο. Επομένως, το ζήτημα της ύπαρξης και της έκτασης της ατομικής ευθύνης του μετόχου ή διαχειριστή αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρίας, που χωρίς να έχει τηρήσει τους όρους νόμιμης σύστασής της, κατά το ελληνικό δίκαιο, δραστηριοποιείται στις συναλλακτικές της σχέσεις με σύμβαση ναύλωσης πλοίου, συνιστά ναυτική διαφορά, κατά την έννοια του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, και, αν ο φερόμενος ως τόπος της πραγματικής έδρας της εντοπίζεται εντός της περιφέρειας του Νομού Αττικής, υπάγεται στην αρμοδιότητα των ναυτικών τμημάτων των δικαστηρίων του Πειραιώς, δεδομένου και του ότι για τη δικαστική της εκτίμηση είναι απαραίτητη η εφαρμογή της ειδικής ναυτιλιακής νομοθεσίας, περί της οποίας έγινε λόγος ανωτέρω (βλ. σχετ. Α. Αντάπασης, Ζητήματα αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, γνμδ σε ΕΕμπΔ 2015/233 επομ. [237], Α. Πανταζόπουλος, Η λειτουργική αρμοδιότητα, ΕΠολΔ 2011/572 επομ. [580], Α. Αλαπάντας, Ζητήματα αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά σε ναυτικές υποθέσεις [αστικές και ποινικές] και συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου, Δνη 2015/363 επομ. [366], βλ. και ΤριμΕφΑθ. 4386/2014 [ποινική απόφαση], Αρμ. 2015/107).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 906 ΚΠολΔ, οι αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις κηρύσσονται εκτελεστές, σύμφωνα με το άρθρο 905 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 903. Κατά δε το άρθρο 905 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την επιφύλαξη αυτών, που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, μπορεί να γίνει στην Ελλάδα αναγκαστική εκτέλεση βασισμένη σε αλλοδαπό τίτλο από τότε που θα τον κηρύξει εκτελεστό απόφαση του Μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας, όπου βρίσκεται η κατοικία και, αν δεν έχει κατοικία, η διαμονή του οφειλέτη και, αν δεν έχει ούτε διαμονή, του Mονομελούς πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του κράτους (ΑΠ 1657/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2273/2009 Δημ. Νόμος). Με το άρθρο δε πρώτο του νδ 4220/1961 κυρώθηκε η από 10-6-1958 σύμβαση της Ν. Υόρκης, που αφορά την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, η οποία, κυρωθείσα με το ν.δ. 4220/1961, υπό τους περιορισμούς της αμοιβαιότητας και της εμπορικότητας της διαφοράς (άρθρο δεύτερο του προμνημονευθέντος νομοθετικού  διατάγματος, σε συνδυασμό προς το άρθρο 1 παρ. 3 της εν λόγω διεθνούς  συμβάσεως) και διατηρηθείσα σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ (άρθρο 2 του Εισαγωνικού αυτού Νόμου), έχει δε από 14-10-1962 ισχύ νόμου, αποτελεί από της κυρώσεώς της εσωτερικό δίκαιο και υπερέχει στο πεδίο εφαρμογής της, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, των άρθρων 903, 905 και 906 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 8/1997 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1657/2014 ό.π., ΑΠ  2273/2009 ό.π., ΕφΠειρ 28/2017 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο 1 παράγραφος 1 της σύμβασης της Ν. Υόρκης “η παρούσα σύμβασις εφαρμόζεται επί της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των διαιτητικών αποφάσεων των εκδοθεισών επί του εδάφους Κράτους διαφόρου εκείνου εν τω οποίω επιζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις των αποφάσεων, και προερχομένων εκ διαφορών μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων. Εφαρμόζεται ωσαύτως επί των διαιτητικών αποφάσεων αίτινες δεν θεωρούνται ως ημεδαπαί αποφάσεις εν των Κράτει εν τω οποίω επιζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσίς των” (ΑΠ 2273/2009 ό.π.). Με το άρθρο, επίσης, 2 παρ. 1 και 2 της ως άνω διεθνούς συμβάσεως ορίζεται ότι: «1. ΄Εκαστον των συμβαλλομένων Κρατών αναγνωρίζει την συμφωνίαν δια  της οποίας τα μέρη υποχρεούνται να υποβάλλωσιν εις διαιτησίαν απάσας τας διαφοράς ή ωρισμένας εκ των διαφορών, αίτινες ανεφύησαν ή θα ηδύναντο να αναφυώσι μεταξύ των, αναφορικώς προς συγκεκριμένην έννομον σχέσιν, συμβατικήν ή εξωσυμβατικήν, αναφερομένην εις θέμα επιδεκτικόν ρυθμίσεως δια διαιτησίας. 2. Νοείται δια του όρου «έγγραφος συμφωνία» διαιτητική ρήτρα περιληφθείσα εν συμβάσει, ή συνυποσχετικόν, άτινα υπεγράφησαν υπό των μερών, ή περιέχονται εις ανταλλαγήν επιστολών ή τηλεγραφημάτων». Η προπαρατεθείσα παρ. 2 του άρθρου 2 της διεθνούς συμβάσεως της Ν. Υόρκης, προκειμένου να εξυπηρετήσει την ανάγκη του διεθνούς εμπορίου για  ευχερέστερη και ταχύτερη διεξαγωγή των διεθνών  συναλλαγών, καθιέρωσε ρητώς τη δυνατότητα συνομολογήσεως της συμφωνίας περί διαιτησίας και με ανταλλαγή επιστολών ή τηλεγραφημάτων. Η διάταξη αυτή εισήγαγε αυτοτελή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος έχει ισχύ για τα Κράτη – Μέλη και δεν καταλείπει στο πεδίο εφαρμογής της, περιθώριο προσφυγής του δικάζοντος δικαστή σε άλλο κανόνα ουσιαστικού ή ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, προκειμένου να εξακριβώσει το έγκυρο της συμφωνίας περί διαιτησίας από την άποψη του τύπου της συνομολογήσεώς της. Από τις διατάξεις, που προπαρατέθηκαν, ενόψει και των προεκτεθέντων, αναφορικώς με τη διεθνή σύμβαση της Ν. Υόρκης και ιδίως με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 2  αυτής, συνάγεται ότι υπό το νομικό καθεστώς, που ίσχυε πριν αντικατασταθεί το άρθρο 869 ΚΠολΔ με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 2331/1995, για την έγκυρη κατάρτιση της συμφωνίας περί διαιτησίας απαιτείτο καταρχήν οι υπογραφές και των δύο συμβαλλομένων να τεθούν στο ίδιο (ιδιωτικό) έγγραφο. Εφόσον,  όμως, πρόκειται περί διαφοράς από διεθνή εμπορική συναλλαγή, καταρτισθείσα  μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων, που είχαν κατά το χρόνο της καταρτίσεώς της, το κέντρο της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας σε διαφορετικές χώρες, η συμφωνία περί διαιτησίας, και υπό το ως άνω νομικό  καθεστώς, μπορούσε να καταρτισθεί εγκύρως και με ανταλλαγή  ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων ή τηλετυπημάτων (ΟλΑΠ 8/1997 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1657/2014 ό.π., 2273/2009 ό.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 3 της ως άνω από 10ης Ιουνίου 1958 Διεθνούς Συμβάσεως της Νέας Υόρκης περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, η οποία έχει κυρωθεί δια των άρθρων 1 και 2 παρ. 1 ΝΔ. 4220/1961, υπό τους όρους της αμοιβαιότητος και της εμπορικότητος και έχει υπερνομοθετική ισχύ, δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος και προς την οποία έχει προσχωρήσει το έτος 1975 και το Ηνωμένο Βασίλειο (υπ’ αριθμό Φ.6546/63/ΑΣ 225/Μ. 1701/26 Απριλίου 1993 έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών – Τμήμα Συμβάσεων) (βλ. ΑΠ 1657/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1066/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 460/1990 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 30/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6815/1994 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1466/1983 Δημ. Νόμος), συνάγεται ότι οι διατάξεις της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως έχουν εφαρμογή επί της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, εφ’ όσον οι διαφορές, οι οποίες απετέλεσαν το αντικείμενο της διαιτησίας, προέρχονται εξ εννόμων σχέσεων, οι οποίες θεωρούνται ως εμπορικές κατά το ελληνικό δίκαιο (ΕφΠειρ 30/2012 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 2 και 4 παρ. 1 της προαναφερομένης Διεθνούς Συμβάσεως συνάγεται ότι η συμφωνία περί διαιτησίας γίνεται εγγράφως και το πρωτότυπο έγγραφο της συμφωνίας ή επικυρωμένο αντίγραφο αυτής πρέπει να υποβάλει ενώπιον του δικαστηρίου ο αιτούμενος την αναγνώριση και εκτέλεση της αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως, εάν, όμως, χωρίς να έχει τηρηθεί ο έγγραφος τύπος, τα μέρη μετάσχουν ανεπιφυλάκτως της διαιτητικής διαδικασίας, αίρεται η ακυρότης λόγω της μη τηρήσεως του εγγράφου τύπου και αρκεί η υποβολή των πρακτικών του διαιτητικού δικαστηρίου (Ολ ΑΠ 8/1997 ό.π., ΕφΠειρ 30/2012 ό.π., ΕφΑθ 967/1995 ΕλλΔικ 37. 1400, Κουσούλη, Διαιτησία, 2004, σ. 290, 298). Ο Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου, καθώς και ο συμπληρωματικός αυτού Κανονισμός 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 17-6-2008, όπως και ο Κανονισμός 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης-12-2012, οι οποίοι ρυθμίζουν ζητήματα εκτέλεσης σε αποφάσεις υποθέ­σεων αστικού και Εμπορικού Δικαίου, μεταξύ των χωρών, στις οποίες εκτείνεται το πεδίο ισχύος τους, έχουν ρητά εξαιρέσει από το πεδίο εφαρμογής τους τις διαιτη­τικές αποφάσεις (12 αριθ. 4 Καν. 44/2001 και άρθρο 1 § 2 στ. δ’ Καν. 1215/2012), καθώς και τις συμφωνίες διαιτησίας και επιλογής Δικαστηρίου (άρθρο 1 § 2ε ΚΕΚ § Σ 593/2008). Έτσι, οι διαιτητικές αποφάσεις, ακόμη και για χώρες μέλη της Ε.Ε., διέπονται ως προς την εκτελεστότητά τους από την πολυμερή σύμβαση της Νέας Υόρκης της 10ης-06-1958 (Κουσούλης, Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο 2004, 281 επ., Βερβενιώτης, Διεθνής Εμπορική Διαιτησία, 1990, 25 επ., Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής εκτέλεσης, Η διεθνής αναγκαστική εκτέλεση, 2006, παρ. 77, αριθ. 46). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 903 περ. 6 του Κ.Πολ.Δ “με την επιφύλαξη αυτών, που ορίζουν οι διεθνείς συμβάσεις, αλλοδαπή διαιτητική απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, χωρίς άλλη διαδικασία, αν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις … 6) αν η απόφαση δεν είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη ή προς τα χρηστά ήθη” (Ολ ΑΠ 11/2009 Δημ. Νόμος). Κατά δε το άρθρο 5 παρ. 2 της από 10 Ιουνίου 1958 διεθνούς συμβάσεως της Νέας Υόρκης “περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων”, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ 4220/1961 και αποτελεί έκτοτε εσωτερικό δίκαιο: “η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαιτητικής αποφάσεως θα δύναται ωσαύτως να απορριφθεί, εάν η αρμόδια αρχή της χώρας ένθα ζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαπιστώνει: α) ότι, κατά το δίκαιον της εν λόγω χώρας το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι επιδεκτικόν ρυθμίσεως δια διαιτησίας ή β) ότι η αναγνώρισις και εκτέλεσις της αποφάσεως θα ήτο αντίθετος προς την δημόσιαν τάξιν της εν λόγω χώρας”. Από τη διατύπωση του εδαφίου β` της τελευταίας διάταξης και εκείνης του άρθρου 903 του Κ.Πολ.Δ προκύπτει, ότι αρνητική προϋπόθεση για την αναγνώριση και κήρυξη εκτελεστής στην Ελλάδα αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης είναι η μη αντίθεσή της στην ημεδαπή δημόσια τάξη, η οποία διαλαμβάνεται υπό την αναφερόμενη στο άρθρο 33 του ΑΚ έννοια της (Ολ ΑΠ 11/2009 ό.π., ΟλΑΠ 17/2008, ΑΠ 1066/2007 Δημ. Νόμος), δηλαδή της διεθνούς κατά την ορολογία, που επικράτησε, δημόσιας τάξης. Η αντίθεση αυτή υφίσταται όταν η διαδικασία, που ακολουθήθηκε για την έκδοση της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης, προσκρούει σε θεμελίωση δικονομικά αξιώματα, τα οποία πέρα και ανεξάρτητα από τους συγκεκριμένους ημεδαπούς δικονομικούς κανόνες εκφράζουν το κράτος δικαίου επί του πεδίου της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης, όταν η παράβαση των δικονομικών αυτών αρχών δεν ήταν δυνατό να προβληθεί, με ένδικα μέσα κατά της απόφασης ενώπιον των δικαστηρίων της αλλοδαπής πολιτείας, αλλά και όταν η ανάπτυξη στην ημεδαπή των συνεπειών της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης, το κύρος της οποίας αλυσιτελώς προσβλήθηκε στο δικαστήριο της αλλοδαπής πολιτείας, αντιτίθεται ευθέως στην έννοια της διεθνούς δημόσιας τάξης, δηλαδή προς τους θεμελιώδεις κανόνες και αρχές, που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν το βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα, που αποτρέπει διαταραχή του άνω ρυθμού με την εκτέλεση στη ημεδαπή της αλλοδαπής απόφασης ή και μέσω αυτής στην εφαρμογή στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου που μπορεί να προξενήσουν την ίδια διαταραχή (Ολ ΑΠ 11/2009 ό.π., ΟλΑΠ 6/1990, ΑΠ 579/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 30/2012 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 897, 898, 899, 901, 903 και 906 του Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι, αρμόδια για την καθ` οιονδήποτε τρόπο προσβολή ή αμφισβήτηση του κύρους των διαιτητικών αποφάσεων είναι τα Δικαστήρια της Πολιτείας εκείνης, κατά το διαδικαστικό δίκαιο της οποίας εκδόθηκαν αυτές, και, επομένως, τα Ελληνικά Δικαστήρια στερούνται διεθνούς δικαιοδοσίας στο να αποφανθούν για την ακυρότητα ή ανυπαρξία αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης, δυνάμενα μόνο ν’ αρνηθούν να κηρύξουν αυτές εκτελεστές, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πιο πάνω διεθνούς σύμβασης και της διάταξης του άρθρου 903 του Κ.Πολ.Δ (Ολ ΑΠ 11/2009 ό.π., ΟλΑΠ 899/1985). Η ανεπαρκής, όμως, αιτιολογία της διαιτητικής απόφασης ή ακόμη και η ενδεχόμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αλλοδαπών νομικών κανόνων, ή η εσφαλμένη εκτίμηση της ουσίας από τους διαιτητές, δεν καθιστούν την απόφαση αντίθετη στην ημεδαπή δημόσια τάξη (Ολ ΑΠ 11/2009 ό.π.).

Τέλος, για την κατά κανόνα νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης. Αν, όμως, αποδειχθεί η αναλήθεια του ισχυρισμού αυτού, τότε αυτή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος. Ποιά πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο, που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Συνεπώς, η εκ μέρους του εναγομένου προβαλλόμενη έλλειψης ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής (ΑΠ 1679/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 921/2007, ΑΠ 2102/2007, ΤριμΕφΠειρ 83/2019 ΔημΙστοσελΕφΠειρ).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από τις με αριθμ. … και …/7-3-2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……… ………, κατοίκου Κοπεγχάγης Δανίας και …… ., κατοίκου Κοπεγχάγης Δανίας, αντίστοιχα, ενώπιον του διευθύνοντος το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδας στη Δανία, οι οποίες ελήφθησαν, μ’ επιμέλεια της ενάγουσας, μετά από προηγούμενη νόμιμη κλήτευση του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθ. .. Ζ/26-2-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….) και από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία, ορισμένα αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ου­σιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα, αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλΔνη 2004. 723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004. 70), καθώς και από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθρο 261 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, η οποία είναι ναυτική εταιρεία, μ’ έδρα στη ….., νομίμως εκπροσωπουμένη, δραστηριοποιείται στον τομέα των διεθνών μεταφορών και ναυλώσεων φορτηγών πλοίων με σκοπό το κέρδος. Στα πλαίσια της ανωτέρω δραστηριότητάς της, με το με ημερομηνία 6-7-2015 ναυλοσύμφωνο, τύπου «New York Produce Exchange», ναύλωσε από την εταιρεία με την επωνυμία «…….», το, υπό σημαία Χονγκ-Κονγκ, φορτηγό πλοίο JY. Στη συνέχεια, η ενάγουσα χρονοεκναύλωσε (time charter) το ανωτέρω πλοίο στην εταιρεία «. …..» (μη διάδικο), για χρονικό διάστημα 80 ημερών, έναντι ημερήσιου ναύλου ποσού 12.500 δολαρίων ΗΠΑ, δυνάμει του από 4-8-2015 χρονοναυλοσυμφώνου ίδιου τύπου, με ανακεφαλαίωση των όρων αυτού (recap). Ωστόσο, η ανωτέρω ναύλωση δεν εξελίχθηκε ομαλά, καθώς η ανωτέρω ναυλώτρια («… …») δεν κατέβαλε το συμφωνημένο ναύλο για το τέταρτο δεκαπενθήμερο, που ήταν καταβλητέος την 10-10-2015, και μετά από παροχή δεκαήμερης περίοδος χάριτος την 20-10-2015. Η ανωτέρω ναυλώτρια δεν κατέβαλε, επίσης, ούτε τον επόμενο ναύλο, ο οποίος κατέστη ληξιπρόθεσμος την 25-10-2015. Για το λόγο αυτό η ενάγουσα απέστειλε, μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, έγγραφες ειδοποιήσεις προς την ανωτέρω ναυλώτρια, με τις οποίες απαιτούσε την καταβολή των οφειλομένων. Επειδή δε η ναυλώτρια δεν ανταποκρίθηκε στις ανωτέρω ειδοποιήσεις, η ενάγουσα απέστειλε στη ναυλώτρια, την 26-10-2015, εκ νέου ειδοποίηση, με την οποία, ενεργοποιώντας το σχετικό όρο του ναυλοσυμφώνου, παρέσχε στη ναυλώτρια προθεσμία 72 ωρών, ήτοι μέχρι την 29-10-2015, προκειμένου να εξοφλήσει τους οφειλόμενους ναύλους. Κατόπιν, λόγω του ότι η ναυλώτρια δεν κατέβαλε τους οφειλόμενους ναύλους, η ενάγουσα απέσυρε το ανωτέρω πλοίο από τη διάθεσή της. Μετά ταύτα, η εκναυλώτρια ενάγουσα διατηρεί αξιώσεις κατά της ναυλώτριας («…………»), που απορρέουν από τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση ναύλωσης, συνολικού ποσού 580.364,80 Δολ.ΗΠΑ, οι οποίες αναλύονται ως εξής: α) αξίωση έναντι του υπολοίπου ναύλου από την επίδικη χρονοναύλωση, ποσού 158.028,11 Δολ.ΗΠΑ, β) αξίωση αποζημίωσης για μη εξόφληση καυσίμων, που προμηθεύτηκε η ναυλώτρια, κατά τη διάρκεια της ναύλωσης, ποσού 90.000, Δολ.ΗΠΑ και γ) αποζημίωση, λόγω της πρόωρης και αντισυμβατικής επαναπαράδοσης του ανωτέρω πλοίου, ποσού 332.336,69 Δολ.ΗΠΑ., τις οποίες (αξιώσεις της εκναυλώτριας κατά της ναυλώτριας «. ..»- από την ως άνω σύμβαση ναύλωσης) και το ύψος αυτών δεν αμφισβήτησε ειδικά ο εναγόμενος (261 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα και η ως άνω ναυλώτρια (……), όπως νόμιμα εκπροσωπείτο από τον εναγόμενο, προς επίλυση της ανωτέρω διαφοράς από την επίδικη ναύλωση, προσέφυγαν, σύμφωνα με σχετικό ρήτρα της συμβάσεως, σε διαιτητική διαδικασία στο Λονδίνο και εκδόθηκαν οι ακόλουθες διαιτητικές αποφάσεις των Άγγλων διαιτητών ……. και ………., που διόρισαν οι δύο πλευρές, κατά το εφαρμοστέο αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο -ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη-: α) Η από 5-8-2016 οριστική διαιτητική απόφαση, με την οποία επιδικάσθηκε στην ενάγουσα, το ποσό των δολαρίων ΗΠΑ 155.319,43, πλέον τόκων υπερημερίας, μ’ επιτόκιο 4,5% ετησίως, ανατοκιζόμενο ανά τρίμηνο, από 2 Νοεμβρίου 2015 μέχρι την εξόφλησή του, καθώς και το ποσό των 3.610,00 λιρών Αγγλίας, ως έξοδα της διαιτητικής απόφασης, β) η από 20-6­-2017 οριστική διαιτητική απόφαση, με την οποία επιδικάσθηκε στην ενάγουσα το ποσό των δολαρίων ΗΠΑ 334.675,99, πλέον τόκων υπερημερίας, μ’ επιτόκιο 4,5% ετησίως, ανατοκιζόμενο ανά τρίμηνο, από 2 Νοεμβρίου 2015 μέχρι την εξόφλησή του και το ποσό των δολαρίων ΗΠΑ 90.000, πλέον τόκων υπερημερίας, μ’ επιτόκιο 4,5% ετησίως, ανατοκιζόμενο ανά τρίμηνο, από 9 Ιανουάριου 2017 μέχρι την εξόφλησή του, καθώς και το ποσό των 8.986,00 λιρών Αγγλίας, ως έξοδα της διαιτητικής απόφασης και γ) η από 5-10-2017 οριστική διαιτητική απόφαση, με την οποία καταδικάσθηκε η ναυλώτρια στην αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων της ενάγουσας, ύψους 57.593,60 λιρών στερλινών Αγγλίας, πλέον τόκων υπερημερίας, μ’ επιτόκιο 4,5% ετησίως, ανατοκιζόμενο ανά τρίμηνο, από 5 Αυγούστου 2016 μέχρι την εξόφλησή του για αναλογία 1/3 επί της επιδικασθείσας αμοιβής και από 20 Ιουνίου 2017 μέχρι την εξόφλησή του για αναλογία 2/3 επί της επιδικασθείσας αμοιβής, καθώς και το ποσό των 2.670,00 λιρών Αγγλίας, ως έξοδα της διαιτητικής απόφασης. Εξάλλου, ενόψει και της έλλειψης ειδικής αμφισβήτησης από τον εναγόμενο (261 ΚΠολΔ), ως προς την αιτία και το ύψος των οφειλών αυτών της ναυλώτριας «.. ……»- προς την ενάγουσα από την ως άνω σύμβαση, σύμφωνα με τις ανωτέρω τρεις αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις, οι μέχρι την άσκηση της αγωγής δεδουλευμένοι, ήτοι ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί τόκοι υπερημερίας, για έκαστο κονδύλιο, είναι οι εξής: α) Επί του ποσού των 155.319,43 δολαρίων ΗΠΑ, οι τόκοι υπερημερίας, όπως προσδιορίσθηκαν στη διαιτησία, ανέρχονται στο ποσό των 15.178,65 δολαρίων ΗΠΑ, β) Επί του ποσού των 334.675,99 δολαρίων ΗΠΑ, οι τόκοι υπερημερίας, όπως προσδιορίσθηκαν στη διαιτησία, ανέρχονται στο ποσό των 32.706,41 δολαρίων ΗΠΑ, γ) Επί του ποσού των 90.000 δολαρίων ΗΠΑ οι τόκοι υπερημερίας, όπως προσδιορίσθηκαν στη διαιτησία, ανέρχονται στο ποσό των 3.769,82 δολαρίων ΗΠΑ, δ) Επί του ποσού των 57.593,60 στερλινών λιρών Αγγλίας, οι τόκοι υπερημερίας, όπως προσδιορίσθηκαν στη διαιτησία, ανέρχονται στο ποσό των 1.897,90 λιρών στερλινών Αγγλίας, ε) Επί των ποσών των 3.610, 8.986 και 2.670 στερλινών λιρών Αγγλίας οι τόκοι υπερημερίας, όπως προσδιορίσθηκαν στη διαιτησία, ανέρχονται σε 635,68 λίρες στερλίνες Αγγλίας. Σημειώνεται ότι, πέραν του γεγονότος ότι τα ζητήματα της ύπαρξης και του ύψους των ένδικων οφειλών της οφειλέτριας εταιρίας απέναντι στην ενάγουσα από την ένδικη σύμβαση ναύλωσης, για την οποία (σύμβαση) εφαρμοστέο δίκαιο είναι το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη [άρθρο 25 εδάφ. α’ Α.Κ. -π.ρ.β.λ. και άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης-6-2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I)», σύμφωνα με τον όρο 91 του από 6.7.2015 ναυλοσυμφώνου, με το οποίο η ενάγουσα ναύλωσε το πλοίο JY από την εκναυλώτρια αυτού εταιρεία «…………», ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει, κατά τα συμφωνηθέντα από τα συμβαλλόμενα μέρη, και κατά την ανακεφαλαίωση του ναυλοσυμφώνου αυτού με το από 4.8.2015 ναυλοσύμφωνο, με το οποίο η ενάγουσα εκναύλωσε το εν λόγω πλοίο στη μη διάδικο εταιρεία «.. ..»], καλύπτονται από το δεδικασμένο, που παρήχθη από τις άνω αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις, ως προδικαστικά (ζητήματα) στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, διότι αποτελούν, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αναγκαία προϋπόθεση του ζητήματος της εις ολόκληρον ευθύνης του εναγομένου για τα χρέη της εταιρίας στη μεταγενέστερη παρούσα δίκη, παρήχθη δεδικασμένο (το οποίο, κατά τα ανωτέρω, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης) ως προς τ’ ανωτέρω ζητήματα, επίσης, διότι η υπόθεση δεν μεταβιβάστηκε, ως προς τα κεφάλαια αυτά, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς η εκκαλουμένη δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης ως προς αυτά και τα κριθέντα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως άνω πραγματικά περιστατικά είναι αναγκαία για τη διάγνωση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, της επίδικης έννομης σχέσης (βλ. σχετ. ΑΠ 1559/2017 ό.π.). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία («……….»), έχει συσταθεί ως κεφαλαιουχική (-ανώνυμη- κατά το αλλοδαπό δίκαιο) εταιρεία, με καταστατική έδρα τη Λιβερία, πλην, όμως, στην πραγματικότητα εδρεύει στη ……. Αττικής, όπου ασκείται η διοίκησή της, λαμβάνονται οι βασικές αποφάσεις για τη λειτουργία της, εκπέμπονται οι κύριες διαταγές και εντολές για κάθε όργανο, κατευθύνονται οι επιχειρηματικές δραστηριότητες, και, τέλος, συγκεντρώνονται τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων αυτών και γίνεται η εκτίμησή τους, οπότε εφαρμοστέο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 Α.Κ., τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου. Τούτο δε ενισχύεται, κυρίως, από το γεγονός ότι, όλες οι επικοινωνίες για την κατάρτιση του επίδικου ναυλοσυμφώνου, αλλά και για την εκτέλεση αυτού, έγιναν αποκλειστικά με το γραφείο της εταιρίας στην Ελλάδα, που στεγάζεται στα γραφεία της … εταιρείας, με την επωνυμία «……….», στη ….. Αττικής. Τα τιμολόγια, επίσης, τα οποία εκδόθηκαν για τις παραγγελίες των καυσίμων, στις οποίες είχε προβεί η εν λόγω εταιρεία προς την «………», απεστάλησαν στη .. Ν. Αττικής και ειδικότερα στην οδό …….., στο …….. της … Ν. Αττικής. Στην επαγγελματική δε κάρτα του εναγόμενου, αναφέρονται τα στοιχεία επικοινωνίας αυτού με τηλεφωνικούς αριθμούς, που αντιστοιχούν στην Ελλάδα, καθώς και η διεύθυνση …………., στη …. Ν. Αττικής, όπου βρίσκεται ακίνητο ιδιοκτησίας του (ήτοι κατάστημα του δευτέρου πάνω από το ισόγειο όροφο κτιρίου καταστημάτων – εμπορικού κέντρου, το οποίο φέρει ονομασία «….») και για το οποίο, δυνάμει της με αριθμ. 1164/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ναυτικό τμήμα) -διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων-, κατόπιν αιτήσεως της ενάγουσας, παρασχέθηκε σε αυτήν η άδεια εγγραφής προσημείωσης, προς εξασφάλιση των ένδικων απαιτήσεών της σε βάρος του εναγομένου. ΄Αλλωστε, στο από 6-8-2015 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των μεσολαβησάντων στη ναύλωση ναυλομεσιτών «………..», ουδεμία αναφορά γίνεται στην έδρα της «. …..», ούτε, επίσης, γίνεται αναφορά ότι στην ……. ήταν η πραγματική της έδρα. Ούτε, επίσης, αποδείχθηκε ότι η οφειλέτρια εταιρεία διατηρεί οργανωμένα γραφεία στη Λιβερία, δεδομένου ότι ο εναγόμενος ουδέν περί τούτου έγγραφο προσεκόμισε ανταποδεικτικά. Ο εκκαλών, επιχειρώντας να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του ότι η πραγματική έδρα της εταιρίας ήταν στην …, αλυσιτελώς προβάλλει ότι: α) η ένδικη σύμβαση χρονοναύλωσης υπεγράφη στην Κοπεγχάγη της Δανίας, β) η ένδικη σύμβαση αφορούσε χρονοναύλωση του άνω πλοίου με πλου από την Βραζιλία στην Καζαμπλάνκα του Μαρόκου, γ) η όλη σύμβαση συνομολογήθηκε σε ξένο νόμισμα -δολλάρια ΗΠΑ-, δ) ετέθη ρητός όρος περί επιλύσεως όλων των διαφορών, που τυχόν προκύψουν, από διαιτησία στο Λονδίνο με εφαρμογή του Αγγλικού Δικαίου, ε) οι κατά την λειτουργία της συμβάσεως ανακύψασες διαφορές επιλύθηκαν με τη διαιτησία στο Λονδίνο, στην οποία τα διάδικα μέρη είχαν συμφωνήσει να υποβληθούν, στ) κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της διαιτησίας ουδέποτε η ενάγουσα προέβαλε ισχυρισμό ότι η πραγματική έδρα της άνω και από αυτόν εκπροσωπούμενη εταιρεία ………. είναι στην Ελλάδα, αλλά αντίθετα συνομολόγησε ότι αυτή εδρεύει στην Λιβερία και ζ) όλες οι ενέργειες και πληρωμές προς την ενάγουσα εταιρεία, ύψους 629.971,05 δολαρίων ΗΠΑ, που αφορούσαν την άνω σύμβαση χρονοναύλωσης, εγένοντο από τον εκπρόσωπο της άνω εταιρείας στην Κύπρο. Τ’ ανωτέρω στοιχεία είναι άνευ εννόμου επιρροής για τον επικαλούμενο ως άνω ισχυρισμό του εναγομένου περί της πραγματικής έδρας της οφειλέτριας εταιρίας στη Λιβερία στην ένδικη υπόθεση, καθώς και ως προς τη θεμελίωση της ευθύνης του για τις οφειλές της ως άνω εταιρίας. Ειδικότερα, λόγω της μη συμμετοχής του εναγομένου, ατομικά, στην ως άνω διαιτητική διαδικασία, η αναγνώριση της ιδιότητάς του ως ομορρύθμου εταίρου της εν τοις πράγμασι προσωπικής εταιρίας, η οποία έχει πραγματική έδρα στην ημεδαπή, επειδή στο πρόσωπό του συντρέχουν εξαιρετικοί όροι, που θεμελιώνουν, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ευθύνη του για τα χρέη της εταιρίας, στην οποία μετέχει, δεν έχει στην περίπτωση αυτή διαγνωσθεί, αφού οι κρίσεις των ως άνω αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων δεν επεκτάθηκαν στην ιδιότητα της οφειλέτριας ως αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας ούτε του ήδη εναγομένου ως μέλους της. Εξάλλου, και η ενδεχόμενη ουσιαστική παραδοχή των τελεσίδικων αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων για τον τόπο της πραγματικής έδρας της εταιρίας και την ως άνω ιδιότητα του εναγομένου ως μέλους αυτής, δεν ανυψώνεται σε δεδικασμένο, κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 322 § 1 εδαφ. α΄ και 324 ΚΠολΔ, αφού, ως μη αναγκαία προϋπόθεση του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματος, δεν αποτέλεσε, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στοιχείο του δικανικού συλλογισμού (ΟλΑΠ 10/2002 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1559/2017 Δημ. Νόμος, Φλ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Το έννομο συμφέρον του ενάγοντος, 1995, σελ. 126, Σπ. Ανδρίτσος, σε Π. Κολοτούρου, Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [9], αρ. 27, σελ. 294). Εξάλλου, ακόμη και εάν, ως προς την ευθύνη της οφειλέτριας εταιρείας, από την ένδικη σύμβαση χρονοναυλώσεως, εφαρμοστέο είναι το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.ι του Κανονισμού (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης της 17-06-2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I)», ο οποίος αντικατέστησε τη σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009, εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, ως προς τη διάγνωση της συνδρομής των όρων παραγωγής ατομικής ευθύνης του εναγομένου για τα χρέη της οφειλέτριας εταιρίας, λόγω της ιδιότητάς της ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμης εταιρίας, με πραγματική έδρα αυτής στην Ελλάδα και την ιδιότητα του εναγομένου, ως μοναδικού μέλους και διαχειριστή της, εφαρμοστέο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου. Ο εκκαλών ισχυρίζεται, κατ’ ορθή εκτίμηση, αντιφατικά, ότι δε νομιμοποιείται παθητικά για την άσκηση της ένδικης αγωγής και πρέπει αυτή ν’ απορριφθεί, επικαλούμενος αφενός μεν ότι δεν συνεβλήθη με την ενάγουσα στην ένδικη σύμβαση χρονοναύλωσης και αποτελεί τρίτο πρόσωπο, αφετέρου δε ότι οι μεταξύ των συμβαλλομένων -ενάγουσας και οφειλέτριας εταιρίας- διαφορές από την ένδικη σύμβαση ναυλώσεως, επιλύθηκαν μεταξύ των συμβαλλομένων, με τις άνω αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις, δυνάμει διαιτητικής μεταξύ τους συμφωνίας και κατόπιν προσφυγής τους στη διαιτητική διαδικασία, η οποία διεξήχθη στο Λονδίνο, μ’ εφαρμογή του Αγγλικού δικαίου. Οι ισχυρισμοί αυτοί, είναι απορριπτέοι, προεχόντως, ως αβάσιμοι, διότι στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ευθύνης του εναγομένου για τις εταιρικές οφειλές, κρίνονται, κατ’ εφαρμογή του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, κατά το άρθρο 10 Α.Κ., ex lege, ως ομορρύθμου εταίρου της «εν τοις πράγμασι» εταιρίας και όχι δυνάμει ενδοσυμβατικής ευθύνης μεταξύ αυτού και της ενάγουσας, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει. Εξάλλου, εάν ήθελε υποτεθεί αληθινός ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι, εν προκειμένω, δεν δύναται να εφαρμοστεί το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατ’ άρθρο 10 του Α.Κ. και ότι αποτελεί τρίτο πρόσωπο στην ως άνω σύμβαση χρονοναύλωσης, τότε, ως πρόσωπο μη δεσμευόμενο από τη διαιτητική συμφωνία, που περιέχεται στη σύμβαση χρονοναύλωσης, αφενός μεν δεν θα μπορούσε, ως τρίτος, να υποχρεώσει τα μέρη, τα οποία συνήψαν τη συμφωνία διαιτησίας, ν’ αποδεχθούν τη συμμετοχή του στη διαιτητική δίκη, αφετέρου δε δεν θα μπορούσε, ως τρίτος, να υποχρεωθεί, χωρίς τη θέλησή του, να συμμετάσχει στη διαιτητική δίκη, ουδείς δε εκ των διαδίκων επικαλείται άρση της αυτοτέλειας της περιουσίας της ως άνω εταιρίας έναντι αυτής του εναγομένου. Σημειώνεται ότι, η διαιτησία, ως συμβατικά επιλεγμένη δεσμευτική εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, αντί των κρατικών δικαστηρίων, είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθητέας διαδικασίας και απαιτούμενων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, με την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν παρέχεται από κρατικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της εκλογής τους. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική δικαιοσύνη, υπό την ισχύ του ΚΠολΔ, διαμορφώθηκε ως σχέση δύο παράλληλων δικαιοδοτικών τάξεων, που αποκλείονται αμοιβαία (ΟλΑΠ 14/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1281/2019 Δημ. Νόμος, 1292/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 360/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 358/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 355/2018 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2501/2017 Δημ. Νόμος, ΕΑ 4830/2012 Δημ. Νόμος, Ντ. Ρόβλιας, Κ. Σταφυλοπάτης, ό.π., σελ. 63 επ.). Από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868, 869 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι στη συμφωνία περί διαιτησίας, η οποία διακρίνεται από τη βασική σύμβαση, από την οποία προέκυψε η διαφορά, μπορούν με συμφωνία να υπαχθούν οι αξιώσεις που γεννώνται αμέσως από τη σύμβαση, είτε ανάγονται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και των συμβαλλομένων, είτε στην ερμηνεία των συμβάσεων. Στη διαιτητική συμφωνία υπάγονται, επίσης, αξιώσεις που μπορούν να προκύψουν και για τα δύο μέρη από σχέσεις, πράξεις ή παραλείψεις, σε περίπτωση δε που το δικαστήριο διαπιστώσει κενό ή ασάφεια σχετικά με τις περιεχόμενες στη διαιτητική συμφωνία διαφορές οφείλει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ για να κριθεί, αν η συγκεκριμένη διαφορά έχει υπαχθεί στη διαιτησία (ΑΠ 1281/2019 ό.π., ΑΠ 539/2013, ΑΠ 543/2017). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868 και 870 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η συμφωνία περί διαιτησίας είναι αυτοτελής και διακρίνεται από την κύρια ουσιαστικού χαρακτήρα σύμβαση, στην οποία αναφέρεται, έστω και να ενσωματώνεται στο ίδιο κείμενο, με συνέπεια, αν δεν συνάγεται το αντίθετο, το κύρος αυτής να μην εξαρτάται από το κύρος της κύριας σύμβασης (ΑΠ 1281/2019 ό.π., ΑΠ 1219/2014 ό.π., ΑΠ 2273/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 877/2000), και, επομένως η κρίση για την εγκυρότητα της κυρίας συμβάσεως ανήκει καταρχήν στην εξουσία των διαιτητών. Ανακύπτει, όμως, δικαιοδοσία των πολιτειακών δικαστηρίων, όταν προβάλλονται λόγοι ακυρότητας ή ακυρώσεως της σύμβασης, που πλήττουν και την ίδια τη διαιτητική ρήτρα, αφού η δικαιοδοσία των διαιτητών προϋποθέτει την ισχύ της ρήτρας αυτής από την οποία και μόνον απορρέει. Η εκδοχή αυτή συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 264, 869 εδ.α` και 897 αρ. 1 και των άρθρων 180 και 184 ΑΚ. (ΑΠ 1281/2019 ό.π.). Η διαιτητική δίκη στηρίζεται στη διαιτητική συμφωνία, όχι μόνον κατά τα αντικειμενικά, αλλά και κατά τα υποκειμενικά της όρια (βλ. σχετ. ΑΠ 1679/2018 Δημ. Νόμος). Τα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής συμφω­νίας δεν καθορίζονται στον νόμο. Από τη φύση της ως συναλλάγματος, η συμφωνία διαιτησίας δεν μπο­ρεί παρά να αναπτύσσει σχετική ενέργεια, δεσμεύ­ει μόνον τα πρόσωπα, που την υπέγραψαν, καθώς και τα ταυτιζόμενα ουσιαστικά μ’ αυτά. Τρίτοι δεν δεσμεύονται, κατ’ αρχάς, από τη σχετική συμφωνία ([βλ. σχετ. Γνωμοδότηση Ν. Νίκα, Καθηγητή Α.Π.Θ., Διαιτησία και κάμψη της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της θυγατρικής εταιρίας, Αρμ. 2018 σελ. 1050 (1052), Καργάδος, ΝοΒ 1977.1421, 1428), ακόμη και όταν ευθύνονται εις ολόκληρον (ΑΚ 480 επ) μ’ ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη (Stein/Jonas/Schlosser, Kommentar zur ΖΡΟ, 2002, § 1029 αριθ. 33). Δεδομένου, όμως, ότι η διαιτητική συμφωνία ανα­πτύσσει και δικονομικές ενέργειες (αποκλείει τη φυσική δικαιοδοσία των κρατικών δικαστηρίων), η μέθεξη και των δικονομικών ρυθμίσεων αποτελεί, ενίοτε, αποφασιστικής σημασίας παράγοντα για τη χάραξη των υποκειμενικών ορίων της εμβέλειάς της (βλ. Ν. Νίκα, ό.π., Κουσούλη, Δίκαιο Διαιτησίας, 2006, § 5 αριθ. 42). Επομένως, καταλαμβάνονται από τα όρια αυτά, μεταξύ άλλων, οι τρίτοι, των οποίων οι έννομες θέσεις ταυτίζονται με την έννομη θέση των συμβληθέντων στη διαιτητική συμφωνία, όπως είναι λ.χ. οι ομόρρυθμοι εταίροι ομόρρυθμης εταιρίας, που ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον με την εταιρία για τα εταιρικά χρέη (άρθρα 249 I και 258 III ν. 4072/2012) (βλ. σχετ. Ν. Νίκα, ό.π.). Περαιτέρω, ως γνήσια δικαιοδοτική πράξη, η διαιτητική απόφαση, από την έκδοσή της, παράγει δεδικασμένο υπό τις διαγραφόμενες στο άρθρο 896 ΚΠολΔ, προϋποθέσεις, (εφαρμοζόμενων προς τούτο των διατάξεων των άρθρων 322, 324 έως 330, 332 έως 334 ΚΠολΔ) και εξοπλίζεται με εκτελεστότητα κατ` άρθρο 904 παρ. 2 εδαφ. β` ΚΠολΔ (ΑΠ 1292/2018 ό.π.). Για την τήρηση, όμως, των στοιχειωδών δικαιοδοτικών εγγυήσεων εκ μέρους των διαιτητών και τη συμμόρφωσή τους προς τη βασική αυτή επιταγή, θεματοφύλακας παραμένει το κράτος μέσω των πολιτειακών (τακτικών) δικαστηρίων. Η ενεργός ανάμειξη των τελευταίων εκδηλώνεται με τον έλεγχο της διαιτητικής απόφασης, μέσω κυρίως της αγωγής ακυρώσεως κατ` άρθρο 897 επ. ΚΠολΔ. (ΑΠ 1292/2018 ό.π.). Εξάλλου, κατ’ άρθρο 899 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ενεργητικά νομιμοποιείται στην άσκηση της αγωγής ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης: α) ο διάδικος της διαιτητικής δίκης (που εκ των πραγμάτων έχει συνομολογήσει και τη διαιτητική συμφωνία), του οποίου το έννομο συμφέρον συνίσταται στο ότι βλάπτεται από τη διαιτητική απόφαση (ΑΠ 1679/2018 ό.π., ΑΠ 745/1982, ΕφΑθ 2501/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6050/2014, ΕφΑθ 4830/2012 Δημ. Νόμος) και β) ο τρίτος, που δεν έχει συνομολογήσει τη διαιτητική συμφωνία ή που συνομολόγησε τη διαιτητική συμφωνία, αλλά δεν μετείχε ως διάδικος στη διαιτητική δίκη, σε κάθε περίπτωση, όμως, καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο και τις ενέργειες (διαπλαστική ενέργεια, εκτελεστότητα) της διαιτητικής απόφασης, κατ’ άρθρο 896 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 322, 324 έως 330 και 332 έως 334 του ΚΠολΔ, του οποίου, επίσης, το έννομο συμφέρον συνίσταται στο ότι βλάπτεται από τη διαιτητική απόφαση (ΑΠ 1679/2018 ό.π., ΑΠ 1377/2011, ΑΠ 1601/2009, ΑΠ 298/1979 ΝοΒ 27,1292, ΕφΑθ 2501/2017 ό.π., Κ. Καλαβρός ό.π. σελ. 28-29, Γ.Διαμαντόπουλος, Κρίσιμα ζητήματα δικαίου διαιτησίας στον τόμο «Η πολιτική δίκη σε κρίσιμη καμπή»  σελ. 107). Με το άρθρ. 1 δε του ν. 2735/1999, με τον οποίο υιοθετήθηκε, με μικρές διαφοροποιήσεις, ο Πρότυπος Νόμος που κατάρτισε η Επιτροπή του Ο.Η.Ε. για το Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου (UNCITRAL), τίθενται τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας διαιτησίας ως διεθνούς και ορίζεται ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στη διεθνή εμπορική διαιτησία, εφόσον ο τόπος της βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια, με μόνη επιφύλαξη αυτή των άρθρων 8, 9 και 36 του ίδιου νόμου, που έχουν γενική εφαρμογή, δηλαδή εφαρμόζονται από τα ελληνικά δικαστήρια σε κάθε περίπτωση, που αυτά καλούνται να δικάσουν διαφορά, για την οποία έχει συμφωνηθεί η διαιτητική επίλυσή της, έστω και αν η διαιτησία ορίστηκε να διεξαχθεί εκτός της ελληνικής επικράτειας. Κατά το άρθρ. 8§1 του ως άνω Ν. 2735/1999, “το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκείται αγωγή σε υπόθεση για την οποία υπάρχει συμφωνία διαιτησίας, παραπέμπει την υπόθεση στη διαιτησία μετά από αίτημα ενός από τους διαδίκους, εφόσον αυτό υποβάλλεται κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, εκτός αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη, ανενεργός ή μη επιδεκτική εφαρμογής”. ΄Ομοια είναι και η διάταξη του άρθρ. 2§3 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης “περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων”, που υπογράφτηκε στις 10.6.1958 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 4220/1961, σύμφωνα με την οποία “το δικαστήριο ενός των συμβαλλομένων κρατών, επιλαμβανόμενον αγωγής επί θέματος, ως προς το οποίον τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνία εν τη εννοία του παρόντος άρθρου (δηλαδή περί διαιτησίας), θα παραπέμπει τα μέρη εις διαιτησίαν, τη αιτήσει ενός εξ αυτών, εκτός αν διαπιστώνει ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρος, ανενεργός ή μη δεκτική εφαρμογής”. Αντίστοιχα ορίζουν και οι διατάξεις των άρθρ. 263 περ. β΄ και 264 εδ. α΄ ΚΠολΔ, οι οποίες, ως δικονομικές, εφαρμόζονται σε κάθε διαιτησία με forum την Ελλάδα, δηλαδή ακόμη και όταν η όλη διαιτησία διέπεται από διατάξεις αλλοδαπού δικαίου, κατά την (πρώτη) συζήτηση της υπόθεσης προτείνεται, με ποινή διαφορετικά απαραδέκτου, η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία, στην οποία, ακολούθως, το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση, ενώ αν η διαιτησία συμφωνηθεί αργότερα, ορίζουν οι δικονομικές, επίσης, διατάξεις του άρθρ. 870 ΚΠολΔ ότι η υπαγωγή της υπόθεσης στη διαιτησία πρέπει να προτείνεται κατά τη συζήτηση μετά τη συνομολόγηση της συμφωνίας, διαφορετικά είναι και πάλι απαράδεκτη (ΑΠ 1219/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 45/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1006/1999 Δημ. Νόμος, ΑΠ ΑΠ 2040/84 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 37/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 7195/2007 Δημ. Νόμος). Παρέπεται εξ αυτών ότι η εν λόγω ένσταση, προτεινόμενη από τον εναγόμενο, πριν από κάθε απάντησή του για την ουσία της διαφοράς, πρέπει να είναι ορισμένη και σαφής, χωρίς όρους και αιρέσεις, η προσθήκη των οποίων και δεν συμβιβάζεται άλλωστε με τον προεκτεθέντα χαρακτήρα και περιεχόμενο της (ΕφΠειρ 37/2010 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, πέραν της επίκλησης εκ μέρους του εκκαλούντος με την έφεσή του, ότι ετέθη ρητός όρος περί επιλύσεως όλων των διαφορών, που τυχόν προκύψουν, από διαιτησία στο Λονδίνο με εφαρμογή του Αγγλικού Δικαίου, ότι οι κατά την λειτουργία της συμβάσεως ανακύψασες διαφορές επιλύθηκαν με τη διαιτησία στο Λονδίνο, στην οποία τα διάδικα μέρη είχαν συμφωνήσει να υποβληθούν και ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της διαιτησίας, ουδέποτε η ενάγουσα προέβαλε ισχυρισμό ότι η πραγματική έδρα της άνω και από αυτόν εκπροσωπούμενη εταιρεία ………. είναι στην Ελλάδα, αλλά αντίθετα συνομολόγησε ότι αυτή εδρεύει στην ….., ως στοιχείων θεμελιωτικών του ισχυρισμού του ότι η πραγματική έδρα της εταιρίας ήταν στην Λιβερία, δεν υπάρχει παράπονο για έλλειψη δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής και τη μη παραπομπή της διαφοράς στη διαιτησία, ούτε υπεβλήθη αντίστοιχο αίτημα, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, ορισμένως και ρητώς, περί παραπομπής της υπό κρίση διαφοράς στη διαιτησία (ΑΠ 1006/1999 ό.π.). Η τυχόν δε παραχρήμα απόδειξη της βασιμότητας σχετικής ενστάσεως είναι αδιάφορη, καθώς το απαράδεκτο της προβολής ισχύει ακόμη και στην περίπτωση, που δύναται βραδύτερα ν’ αποδειχθεί, εγγράφως ή δια δικαστικής ομολογίας του αντιδίκου, καθόσον αυτά δεν δύνανται να ληφθούν υπ’ όψιν επί της ενστάσεως αυτής, όπως τούτο καθίσταται φανερό από το σκοπό της θεσπίσεως του εν λόγω απαραδέκτου από το νομοθέτη, ο οποίος απέβλεψε στην εκκαθάριση του δικονομικού τούτου ζητήματος εξ αρχής, χάριν της ταχείας διεκπεραιώσεως της δίκης και όχι μεταγενέστερα όταν ερευνάται η ουσία της υποθέσεως (ΑΠ 905/82 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 37/2010 ό.π.). Συνεπώς, εφόσον διαπιστώθηκε ότι η πραγματική έδρα της ναυτιλιακής κεφαλαιουχικής εταιρίας, που φέρεται ως αλλοδαπή, και δεν υπάγεται, στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εξαιρέσεις, βρίσκεται στην Ελλάδα, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ιδρύσεως (συστάσεως και δημοσιότητας), που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο για το συγκεκριμένο κεφαλαιουχικό εταιρικό τύπο (ανώνυμη), ούτε αυτή έχει εγκατασταθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην Ελλάδα, σύμφωνα με το ειδικό νομικό καθεστώς των αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών, η εταιρία αυτή είναι άκυρη και, εφόσον λειτούργησε, εμφανιζόμενη στις εμπορικές συναλλαγές της με τους τρίτους ως εταιρικό μόρφωμα, θεωρείται (κατά μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 182 ΑΚ) ως «εν τοις πράγμασι» προσωπική (ομόρρυθμη) εμπορική εταιρεία, διεπόμενη από το δίκαιο της πραγματικής έδρας της, δηλαδή το ελληνικό, το οποίο εφαρμόζεται σε όλη του την έκταση και ρυθμίζει όχι μόνο την ικανότητα δικαίου της εταιρίας, αλλά το σύνολο των σχέσεών της και, ειδικότερα, τη διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία των οργάνων της, καθώς και την ευθύνη των εταίρων της, εν προκειμένω του εναγομένου, ο οποίος ενέχεται αλληλεγγύως, δηλαδή εις ολόκληρον (άρθρο 29 ΕισΝΑΚ) με το νομικό πρόσωπο της εταιρίας για τις έναντι τρίτων υποχρεώσεις της από τη συναλλακτική της δραστηριότητα (βλ. και τη διάταξη του άρθρου 249 § 1 του Ν. 4072/2012, που επανέλαβε με νέα διατύπωση την προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 22 του Ε.Ν.). Η ευθύνη αυτή του εναγομένου εταίρου αποτελεί, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ενοχή ex lege, αφού πηγή έχει το νόμο, συνιστά αναγκαστικό δίκαιο και είναι απεριόριστη, προσωπική, άμεση και αλληλέγγυα. Περαιτέρω, η προσωπική και απεριόριστη ευθύνη των ομορρύθμων εταίρων για τα εταιρικά χρέη συνδέεται πάντοτε με την αναγκαστικού δικαίου αρχή της αυτοδιαχείρισης, σύμφωνα με την οποία μόνον οι απεριόριστα ευθυνόμενοι ομόρρυθμοι εταίροι μπορούν να είναι διαχειριστές της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας και όχι τρίτα πρόσωπα. Με σύμβαση εντολής μπορεί να ανατεθεί από τους εταίρους σε τρίτο μη εταίρο η διεξαγωγή και ενέργεια διαχειριστικών πράξεων, χωρίς όμως αυτός να γίνεται διαχειριστής της ομόρρυθμης εταιρείας, κατά την έννοια του νόμου, ούτε όργανο του νομικού προσώπου αυτής (άρθρα 18, 19, 22 του ΕμπΝ και 748 παρ. 1, 749 παρ. 1, 754 παρ. 1, 756, 760 και 724 του ΑΚ, όπως εκείνες περί ομόρρυθμης εταιρίας ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 249-270 του ν. 4072/2012 (Ολ ΑΠ 13/1997 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1896/2014 Δημ. Νόμος). Αντίστοιχα, αναφορικά με τη σύνδεση της εταιρικής ιδιότητας με την εξουσία διαχείρισης, ισχύουν και υπό τις ισχύουσες διατάξεις του Ν. 4072/2012 για την Ομόρρυθμη Εταιρεία (βλ. Νικολάου Κ. Ρόκα, «εμπορικές εταιρίες», εκδ. 2008, παρ.18, αριθμ. 2, συνδ. παρ.10, αριθμ. 9-10). Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος έχει τον αποκλειστικό έλεγχο της εταιρείας αυτής, δηλώνει δε νόμιμος εκπρόσωπος αυτής με τα διαδικαστικά έγγραφα, τα οποία υπέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου, καθώς και του παρόντος Δικαστηρίου. Μετέβη, εξάλλου, στην Κοπεγχάγη σε μια προσπάθεια διευθέτησης της επίδικης διαφοράς και συναντήθηκε με εκπροσώπους της ενάγουσας, έχοντας την αποκλειστική εξουσία για τη λήψη αποφάσεων, που αφορούν τη ναυλώτρια εταιρεία. Συνεπώς, ο εναγόμενος ευθύνεται ατομικά και απεριόριστα με τη ατομική του περιουσία, εις ολόκληρον με την ως άνω εταιρία, θεωρούμενος ως ομόρρυθμος εταίρος αυτής, για τις ανωτέρω επιδικασθείσες με τις προαναφερόμενες διαιτητικές αποφάσεις απαιτήσεις της ενάγουσας σε βάρος της ως άνω εταιρίας, «. …….», που συνιστούν εταιρικές της υποχρεώσεις. Σημειώνεται ότι δεν προκύπτει ότι οι ως άνω αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις κηρύχθηκαν εκτελεστές στην Ελλάδα (βλ. ΑΠ 767/2019 Δημ. Νόμος), ώστε να δύναται η ενάγουσα να επισπεύσει με βάση τους τίτλους αυτούς αναγκαστική εκτέλεση και σε βάρος του εναγομένου, ομορρύθμου εταίρου της οφειλέτριας, που έχει την πραγματική έδρα της στην Ελλάδα, αλλά δεν τήρησε τις γηγενείς προϋποθέσεις νόμιμης συστάσεως και δημοσιότητας, ενώ το δεδικασμένο επί των εν λόγω απαιτήσεων από τις ανωτέρω αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις ισχύει και στην Ελλάδα, χωρίς να απαιτείται η τήρηση οποιασδήποτε διαδικασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της από 10.6.1958 Διεθνούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης, η οποία έχει κυρωθεί με το ν. 4220/1961 και αποτελεί εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας, αλλά και της Αγγλίας (βλ. ΕφΠειρ 28/2017 ό.π.). Ουδείς δε εκ των διαδίκων επικαλείται ότι εκκρεμεί διαδικασία αμφισβητήσεως του κύρους των ως άνω διαιτητικών αποφάσεων (βλ. σχετ. ΑΠ 1679/2018 Δημ. Νόμος). ΄Αλλωστε, δεν προσεβλήθη το δικαίωμα ακροάσεως (που θεμελιώνεται αμέσως μεν στα άρθρα 20 § 1 Σ και 6 § 1 ΕΣΔΑ – η οποία καλύπτει και τη διαιτητική δίκη, βλ. σχετ. ΑΠ 1219/2014 ό.π.), εμμέσως δε και στο άρθρο 110 § 2 ΚΠολΔ) του εναγομένου, λόγω της μη συμμετοχής του στην ως άνω διαιτητική διαδικασία, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας των ως άνω αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων οι προϋποθέσεις της συνευθύνης αυτού, ως μέλους της οφειλέτριας εταιρίας. Για το λόγο αυτό δεν προσβάλλεται ούτε το δικαίωμα ακροάσεως της οφειλέτριας εταιρίας, ως προς το ζήτημα της πραγματικής έδρας της, ούτε σε τούτη τη δίκη, ούτε, αντιστοίχως, και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, σε τυχόν δίκη ανακοπής κατά της επισπευδόμενης κατά των φυσικών προσώπων – μελών της αναγκαστικής εκτέλεσης ή στη δίκη επί της αναγνωριστικής της έλλειψης συνδρομής των όρων του άρθρου 920 ΚΠολΔ ως άνω αγωγής, οι οποίες δεν ασκούνται απαραδέκτως υπό μόνων των φερομένων ως εταίρων της οφειλέτριας, ακόμα δηλαδή και αν στους έχοντες κατ’ αμφότερες τις περιπτώσεις έννομο συμφέρον συναντιλέγοντες ή συνενάγοντες δεν συμπεριληφθεί και αυτή. Αντίθετο συμπέρασμα δε συνάγεται ούτε με βάση το είδος της παθητικής ομοδικίας επί αγωγής για την εκπλήρωση εταιρικού χρέους, όπου, εαν μεν ο εταιρικός δανειστής εναγάγει από κοινού την ομόρρυθμη εταιρία και τα ομόρρυθμα μέλη της ατομικά οι εναγόμενοι ομοδικούν αναγκαστικώς, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 76 § 1 περ. β, 329 και 920 ΚΠολΔ, αφού η ισχύς της αποφάσεως, που θα εκδοθεί για την εταιρία, και το από αυτήν δεδικασμένο επεκτείνεται και στους εταίρους επηρεάζοντας τις έννομες σχέσεις τους (ΑΠ 1240/2011, Δημ. Νόμος, ΑΠ 1103/2010, ΕφΑθ. 7147/2008, Δνη 2009/1099, ΕφΑθ. 9775/2002, ΝοΒ 2003/1237, ΕφΑθ. 2968/1998, Δνη 1999/423, ΕφΑθ. 6995/1995, ΑρχΝ 1996/734, Δνη 1997/925, Σ. Κουσούλης, Η δέσμευση τρίτων από το δεδικασμένο, 2007, § 4 Ι 1, σελ. 102), ενώ, αν επιλέξει να στραφεί κατά μόνου του εταίρου, η παραγόμενη ομοδικία είναι, κατ’ άρθρο 74 στοιχ. 1 περ. α ΚΠολΔ, απλή, αφού μεταξύ των εναγομένων υφίσταται μόνον κοινωνία ενοχικής υποχρεώσεως, εκπληρωτέας εις ολόκληρον (ΕφΑθ. 110/2006, ΔΕΕ 2006/483, ΕφΘεσ. 1189/1990, Αρμ. 1990/451, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, § 26, ΙΙ, αρ. 5, σελ. 176, Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2008, [7], αρ. 9, σελ. 112, Μ. Φρέρης, Η απλή ομοδικία κατά το ελληνικό δίκαιο, σε Δ 1996/65 επομ. [67], Κ. Παναγόπουλος, Ενοχή εις ολόκληρον και ομοδικία, σε Δ 1996/73 επομ. [76]). Στην περίπτωση δε, που ζητείται η αναγνώριση της ιδιότητας του εναγομένου, ως μέλους νομικού προσώπου, που λειτουργεί ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία, προκειμένου να επεκταθεί και σ’ αυτόν το δεδικασμένο προηγούμενης απόφασης, που υποχρεώνει την εταιρία στην πληρωμή του εταιρικού χρέους, ούτε ο νόμος υποχρεώνει τον ενάγοντα στην κοινή με αυτούς εναγωγή και της εταιρίας (άρθρο 76 § 1 περ. γ ΚΠολΔ), με κύρωση το απαράδεκτο της αγωγής, αν αυτή δεν απευθυνθεί και εναντίον της (Ν. Κλαμαρής/Σ. Κουσούλης/Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2016, § 15, σελ. 368), ούτε το δεδικασμένο της απόφασης, που θα εκδοθεί, θα δεσμεύει αυτήν, καθόσον η κατ’ άρθρο 329 ΚΠολΔ επέκτασή του δεν ενεργεί αμφίδρομα, δηλαδή και σε βάρος του νομικού προσώπου (Δ. Κονδύλης, ο.π., § 29, αρ. 4, σελ. 575, Χ. Απαλαγάκη, Δεδικασμένο και εκτελεστότητα στα νομικά πρόσωπα και στα μέλη τους, 2001, σελ. 129, Γ. Μητσόπουλος, Η ομοδικία κατά το παρ’ ημίν δίκαιον, Δ 1979/157 επομ. [182]), ώστε να τίθεται ζήτημα έστω προσεπικλήσεώς του στη δίκη κατ’ άρθρα 86 και 90 ΚΠολΔ. Εξάλλου, δεν προέκυψε ούτε αντίθεση των ως άνω αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, την ισχύ των οποίων δεν αμφισβητεί ο εναγόμενος, προς τη δημοσία τάξη, κατά την έννοια του άρθρου 33 ΑΚ και, ειδικότερα, προς τις κρατούσες θεμελιώδεις πολιτειακές, ηθικές, κοινωνικές, δικαιϊκές ή οικονομικές αντιλήψεις (ΟλΑΠ 14/2015 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 4/2012, ΑΠ 1292/2018 ό.π., ΑΠ 2273/2009 ό.π.) [βλ. άρθρο 5 παρ. 2 β΄ της από 10ης Ιουνίου 1958 Διεθνούς Συμβάσεως της Νέας Υόρκης περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, η οποία έχει κυρωθεί δια των άρθρων 1 και 2 παρ. 1 Ν.Δ. 4220/1961 υπό τους όρους της αμοιβαιότητος και της εμπορικότητος και έχει υπερνομοθετική ισχύ δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος και προς την οποία έχει προσχωρήσει το έτος 1975 και το Ηνωμένο Βασίλειο (υπ` αριθμόν Φ.6546/63/ΑΣ 225/Μ. 1701/26 Απριλίου 1993 έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών – Τμήμα Συμβάσεων)]. Το αντικείμενο δε της διαφοράς, το οποίο επέλυσαν οι ως άνω διαιτητικές αποφάσεις ήταν, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, επιδεκτικό ρυθμίσεως, με διαιτησία, γιατί η σχέση της ναυλώσεως (βλ. άρθρ. 107 επ. ΚΙΝΔ) και οι διαφορές που απέρρεαν από αυτή, ήταν ιδιωτικού δικαίου (βλ. και άρθρ. 867 επ. ΠολΔ) (ΕφΑθ 6815/1994 ό.π.). Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι αφενός μεν οι πρώτος και δεύτερος των λόγων εφέσεως, με τους οποίους ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως δέχθηκε ότι η πραγματική έδρα της εταιρείας «. …..» ήταν η Ελλάδα, και ότι εάν ορθώς εκτιμούσε τις αποδείξεις, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η πραγματική έδρα της ήταν στην Λιβερία και ότι εσφαλμένως δέχθηκε ως εφαρμοστέο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, το ελληνικό δίκαιο για την προσωπική του ευθύνη, αφετέρου δε ο τρίτος λόγος εφέσεως, με τον οποίο επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης αυτού. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, ως προς τη διάγνωση της συνδρομής των όρων παραγωγής ατομικής ευθύνης του εναγομένου για τα χρέη της οφειλέτριας εταιρίας, λόγω της ιδιότητάς της ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμης εταιρίας, με πραγματική έδρα αυτής στην Ελλάδα και την ιδιότητα του εναγομένου, ως μοναδικού μέλους και διαχειριστή της, τα οποία (χρέη) αντιστοιχούν στις τελεσιδίκως κριθείσες απαιτήσεις της ενάγουσας σε βάρος της οφειλέτριας εταιρίας, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε η εκκαλουμένη, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και έκανε δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη την υπό κρίση αγωγή [η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 10 Α.Κ., 249 και 258 του Ν. 4072/2012, ως προς μεν την ευθύνη του εναγομένου, υπό την ιδιότητά του ως ομόρρυθμου εταίρου της εταιρείας «.. …», που εδρεύει, κατά το καταστατικό, στη Λιβερία και στην πραγματικότητα στην Ελλάδα, φέρουσα το νομικό χαρακτήρα της εν τοις πράγμασι Ο.Ε., καθώς, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εφαρμοστέο τυγχάνει το δίκαιο της πραγματικής έδρας της ως άνω μη διαδίκου, εταιρείας, ως προς δε την ένδικη σύμβαση ναύλωσης εφαρμοστέο είναι το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη [άρθρο 25 εδάφ. α’ Α.Κ. -π.ρ.β.λ. και άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης-6-2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I)», σύμφωνα με τον όρο 91 του από 6.7.2015 ναυλοσυμφώνου, με το οποίο η ενάγουσα ναύλωσε το πλοίο JY από την εκναυλώτρια αυτού εταιρεία «…….», ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει, κατά τα συμφωνηθέντα από τα συμβαλλόμενα μέρη, και κατά την ανακεφαλαίωση του ναυλοσυμφώνου αυτού με το από 4.8.2015 ναυλοσύμφωνο, με το οποίο η ενάγουσα εκναύλωσε το εν λόγω πλοίο στη μη διάδικο εταιρεία «……»], υποχρέωσε δε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα: α) το ποσό των 631.650,30 Δολ.ΗΠΑ [ήτοι 155.319,43 ΔολΗΠΑ + (334.675,99 + 90.000,00 ΔολΗΠΑ=) 424.675,99 ΔολΗΠΑ, πλέον τόκων υπερημερίας, ποσού 51.654,88 ΔολΗΠΑ] και β) το ποσό των 75.393,18 λιρών – στερλινών Αγγλίας [ήτοι 57.593,60 λίρες – στερλίνες Αγγλίας + 15.266,00 λίρες Αγγλίας ως έξοδα και αμοιβές διαιτητών (3.610, 8.986 και 2.670 αντίστοιχα), πλέον τόκων υπερημερίας, ποσού 2.533,58 λίρες-στερλίνες Αγγλίας], με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του Ευρώ με το Δολ. ΗΠΑ και την Αγγλική στερλίνα – λίρα, κατά το χρόνο πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελ­λιπή αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει μετά τη συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ’ αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων που περιέχει, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι, για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τ’ αποδεικτικά μέσα. Σημειώνεται ότι προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος).

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 14-06-2019 έφεση, κατά της με αριθμ. 1616/2019 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τ’ άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 14-06-2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 19-06-2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, κατά της με αριθμ. 1616/08-05-2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών), η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ως άνω έφεση κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε ο εκκαλών για την άσκηση της ως άνω έφεσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 09/06/2020 στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30/06/2020, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ