Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 470/2020

Αριθμός  470/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών,   Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 5198/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη τακτική  διαδικασία   με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις  12-2-2019, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση αντιγράφου της  εκκαλουμένης  απόφασης στις  14-1-2019 (βλ. τη με αριθμό …./14-1-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, …………..).  Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ),  αφού έχει καταβληθεί  το με αριθμό   ……………./2019  e-παράβολο, συνολικού ποσού 150 ευρώ, όπως βεβαιώνεται με την έκθεση καταθέσεως του αρμοδίου Γραμματέα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.

ΙΙ. Με την από 19-10-2017 (αρθ. εκθ. καταθ. …………../ 2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η ενάγουσα, και ήδη  εκκαλούσα,  ιστορούσε, ότι είναι ομόρρυθμη εταιρεία, με αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία και  εκμίσθωση οχημάτων,  ότι στις 17-12-2010  πώλησε στην πρώτη εναγομένη, μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης,  νόμιμη εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει η δεύτερη εναγομένη και διευθυντής των  μεταφορών της ο τέταρτος εναγόμενος, έναντι τιμήματος,  ποσού  111.000€  πλέον ΦΠΑ,  το περιγραφόμενο στην αγωγή ανυψωτικό γερανοφόρο όχημα με αριθμό κυκλοφορίας …………, με παρακράτηση της κυριότητας του μέχρι πλήρους εξόφλησης του τιμήματος. Ότι το συμφωνηθέν τίμημα πιστώθηκε και για την αποπληρωμή του εκδόθηκαν σε διαταγή της ενάγουσας οι ειδικότερα αναφερόμενες συναλλαγματικές,  αποδοχής της πρώτης εναγομένης. Ότι την προσήκουσα εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης εκ μέρους  της πρώτης εναγομένης -αγοράστριας εγγυήθηκε εγγράφως η δεύτερη εναγομένη. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης η κατοχή του ως άνω πωλούμενου μηχανήματος παραδόθηκε στην πρώτη εναγομένη, η οποία, ωστόσο, δεν  τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, με συνέπεια τα συμβαλλόμενα μέρη να υπαναχωρήσουν αμοιβαία από την σύμβαση πώλησης. Ότι   κατόπιν φορτικών πιέσεων της τρίτης εναγομένης, κόρης του τέταρτου εναγόμενου, που επιθυμούσε  να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στον χώρο των μεταφορών και αποθήκευσης εμπορευμάτων, στις 27-05-2012 με σύμβαση, που καταρτίστηκε εγγράφως μεταξύ τους, η ενάγουσα πώλησε σε αυτήν το ανωτέρω μηχάνημα, έναντι τιμήματος, ποσού  130.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ,  με παρακράτηση της κυριότητας του  μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος, η οποία, ακολούθως, θα μεταβιβαζόταν σε πρόσωπο που θα υποδείκνυε η τελευταία, επιθυμία πάντως της οποίας ήταν αυτό να μεταβιβασθεί τελικώς στην πρώτη εναγομένη, την υπηρεσία μεταφορών της οποίας διεύθυνε ο πατέρας της, τέταρτος εναγόμενος. Ότι το συμφωνηθέν τίμημα πιστώθηκε και ορίστηκε εξοφλητέο σε 26 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 30-06-2012 έως και 30-07-2014, ενώ προς περαιτέρω εξασφάλιση της ενάγουσας εκδόθηκαν σε διαταγή της 26 συναλλαγματικές αποδοχής της τρίτης εναγομένης, με τριτεγγυητή τον τέταρτο εναγόμενο, ποσού 5.000€ εκάστη, με ημερομηνίες λήξης την τελευταία ημέρα εκάστου μηνός από μήνα Ιούνιο του 2012 έως Ιούλιο του 2014. Ότι για την περίπτωση μη αποπληρωμής έστω και μίας των ανωτέρω συναλλαγματικών συμφωνήθηκε ρητώς, ότι η ενάγουσα θα δικαιούταν να αφαιρέσει το μηχάνημα χωρίς την τήρηση οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας. Ότι την προσήκουσα εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης εκ μέρους  της τρίτης εναγομένης -αγοράστριας εγγυήθηκε εγγράφως ο τέταρτος εναγόμενος, πατέρας της. Ότι  το πωληθέν όχημα  ουδέποτε επεστράφη στην ενάγουσα από τη πρώτη εναγομένη, αλλά  παρέμεινε συναινετικά στην κατοχή των εναγομένων, προκειμένου να κάνουν χρήση αυτού όλοι οι εναγόμενοι, που δραστηριοποιούνταν στην επιχείρηση της. Ότι η τρίτη εναγομένη κατά παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων, δεν εξόφλησε έξι συναλλαγματικές με ημερομηνίες λήξης 30-06-2012, 30-07-2012, 30-08-2012, 30-09-2012, 30-10-2012 και 30-11-2012, συνολικού ποσού 30.000 ευρώ. Ότι ακολούθως η ενάγουσα με αίτηση της ζήτησε και πέτυχε να εκδοθεί σε βάρος της τρίτης και τέταρτου των εναγόμενων η υπ’αριθμ. …../2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αυτοί υποχρεώθηκαν στην καταβολή του  ποσού αυτού. Ότι η διαταγή πληρωμής, με την από 29-01-2013 επιταγή προς πληρωμή, επιδόθηκε σε αυτούς  την 01-02-2013 μαζί με την με ίδια ημερομηνία εξώδικη δήλωση της ενάγουσας, με την οποία αυτή ζητούσε τη λύση της μεταξύ τους  σύμβασης και καλούσε τους εναγομένους εντός 5 εργάσιμων ημερών να της αποδώσουν το ανωτέρω μηχάνημα στην έδρα της και να της καταβάλλουν την προβλεπόμενη, στην από 27-05-2012 σύμβαση, αποζημίωση χρήσης του μηχανήματος. Ότι οι εναγόμενοι δεν συμμορφώθηκαν αλλά αρνήθηκαν να της παραδώσουν το μηχάνημα παρά τις επανειλημμένες προς τούτο οχλήσεις της και ότι τελικά αυτό της παραδόθηκε μόλις στις 09-02-2015 από τον τέταρτο εναγόμενο. Με βάση αυτό το ιστορικό η ενάγουσα, μετά τον παραδεκτό κατ’ άρθρα 223 ΚΠολΔ με τις προτάσεις της περιορισμό των αιτημάτων της από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι: Α] άπαντες οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης από την υπεξαίρεση του περιουσιακού της στοιχείου το ποσό των 99.956 ευρώ,  επιφυλασσόμενη να ζητήσει το επιπλέον ποσό των 44 ευρώ παριστάμενη ως πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο, νομιμοτόκως από την επομένη της παρόδου της ταχθείσας, με την από 01-02-2013 εξώδικη όχληση,   πενθήμερης προθεσμίας, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση και Β] οι τρίτη και τέταρτος των εναγομένων οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, με βάση τη μεταξύ τους  σύμβαση αλλά  και τις  περί αδικοπραξιών διατάξεις, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού: 1) το ποσό των 30.000€,  που ενσωμάτωναν οι συναλλαγματικές, που αυτή εξέδωσε  σε διαταγή της και αποδέχθηκε η τρίτη των εναγομένων με τριτεγγυητή τον τέταρτο εξ αυτών,  ποσού 5.000€ εκάστη, με ημερομηνίες λήξεως 30-06-2012, 30-07-2012, 30-08-2012, 30-09-2012, 30-10-2012, 30-11-2012 και 30-12-2012, νομιμοτόκως από την επομένη που εκάστη συναλλαγματική κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή έως τις 29-01-2013,  άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ειδικά δε, ως προς τη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση και 2) το ποσό των 125.000 ευρώ για αποζημίωση χρήσης του πωληθέντος  μηχανήματος κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2013 έως 09-02-2015 (δηλαδή 5.000 ευρώ για κάθε μήνα χρήσης Χ 25 μήνες),σύμφωνα με τα οριζόμενα σε ειδικό όρο στην από 27-5-2012  σύμβαση, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του,  απέρριψε :α) ως αόριστο το αίτημα της αγωγής για  αναγνώριση της υποχρέωσης των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που της προκάλεσε η εκτιθέμενη στο δικόγραφο αδικοπρακτική σε βάρος της συμπεριφορά τους, β) ως μη νόμιμη την βάση της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της, γ) ως απαράδεκτο λόγω δεδικασμένου το αγωγικό αίτημα περί καταβολής εις ολόκληρον στην ενάγουσα του ποσού των 30.000 ευρώ, με βάση την ενδοσυμβατική ευθύνη των εναγομένων, δ) ως μη νόμιμο το αίτημα για επιδίκαση του ίδιου ως άνω ποσού λόγω αδικοπραξίας προς αποκατάσταση ισόποσης ζημίας της ενάγουσας κατά το χρονικό διάστημα από 30-6-2012 έως 31-12-2012, διότι κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή η υπεξαίρεση του μηχανήματος έλαβε χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο, δηλαδή στις 9-2-2013 και ως εκ τούτου δεν συνέχεται αιτιωδώς με αυτήν, ε) για τον ίδιο λόγο ως μη νόμιμο το αίτημα για  αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας (ως διαφυγόν κέρδος) από τη χρήση του υπεξαιρεθέντος μηχανήματος για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 9-2-2013, ενώ για το χρονικό διάστημα από  9-2-2013 έως  9-5-2015, ελλείψει αιτιώδους συνάφειας της επικαλούμενης ζημίας με την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, διότι για τη στοιχειοθέτηση αυτής (ζημίας), η ενάγουσα  επικαλείται  τον σχετικό δικαιοπρακτικό όρο της  σύμβασης  με την τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, για καταβολή αποζημίωσης χρήσης (ενοχή εκ συμβάσεως), αντί της συνδρομής των προϋποθέσεων του διαφυγόντος κέρδους με βάση την αδικοπραξία των εναγομένων, δηλαδή την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων βάσει των προπαρασκευαστικών ενεργειών της (ενάγουσας) για εκμετάλλευση του μηχανήματος, απώλεια του μετά βεβαιότητας αναμενόμενου να αποκερδηθεί ποσού, και τέλος στ) ως ουσιαστικά αβάσιμο το αγωγικό αίτημα για καταβολή αποζημίωσης χρήσης για το χρονικό διάστημα από 9-1-2013 έως 9-5-2015. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται  η ενάγουσα με την  υπό κρίση έφεση της, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου  και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης,  προκείμενου η αγωγή να γίνει δεκτή.

ΙΙΙ. Κατά τις διατάξεις  των άρθρων 57, 59 και 914 ΑΚ, σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, ο προσβληθείς με πράξη, η οποία συνεπάγεται μειωτική διαταραχή αυτής σε κάποια από τις εκφάνσεις της, δικαιούται να απαιτήσει την αποκατάσταση της προσγενόμενης σε αυτόν ζημίας από την προσβολή και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον συντρέχει υπαιτιότητα του προσβάλοντος [ΟλΑΠ 8/2008 ΕλΔ 49(2008).388]. Δικαίωμα στην προσωπικότητα αυτού, στην έκφανση της πίστεως, της υπολήψεως και των λοιπών άυλων αγαθών, που του αναγνωρίζονται έχει και το νομικό πρόσωπο και, συνεπώς, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητάς του, σε οποιαδήποτε από τις εκφάνσεις αυτές, με κάποια παράνομη πράξη, δικαιούται, με τη συνδρομή και του στοιχείου της υπαιτιότητας του προσβάλοντος, την ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, που έχει προσβληθεί, η οποία συνίσταται στην πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις [Γεωργιάδης σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 932, αριθμ. 13, σελ. 817]. Για την αποκατάσταση αυτής της ηθικής βλάβης, τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να αναφέρουν ότι με την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς τους, προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, γεγονότα, τα οποία και πρέπει να αποδείξουν με κάθε αποδεικτικό μέσο, γιατί η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά με συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση [Απ. Γεωργιάδης σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 932, αρ. 13, σελ. 817, Στ. Πατεράκης, Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εκδ. 1995, σελ. 130 και 292 επ., ΕφΑθ 825/2007 ΕλΔ 48(2007).941, ΕφΑθ 4556/2005 ΕλΔ 48(2007).868]. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη ως αόριστου του αιτήματος της αγωγής της, με το οποίο ζητεί να αναγνωρισθεί, ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν εις ολόκληρον  χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ποσού 99.956 ευρώ. Από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει, ότι η ενάγουσα προς στοιχειοθέτηση του ως άνω αιτήματος της επικαλείται, ότι οι εναγόμενοι ενήργησαν με σκοπό βλάβης της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και ότι από την συμπεριφορά  τους προσβλήθηκε η εμπορική της πίστη, η ταμειακή της δεινότητα καθώς και η φήμη της στην αγορά. Η αγωγή  με το ανωτέρω  περιεχόμενο   είναι καθ’όλα ορισμένη ως προς το αίτημα αυτό και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε αυτή αόριστη έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, του ερευνώμενου λόγου της έφεσης γενομένου δεκτού και ως ουσιαστικά βάσιμου. Κατόπιν τούτου, η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανισθεί κατά το κεφάλαιο αυτό και το Δικαστήριο τούτο να κρατήσει και να δικάσει την αγωγή κατά το ανωτέρω αίτημα της, το οποίο είναι νόμιμο στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, και πρέπει  να κριθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική  του βασιμότητα.   ΙV. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης η ενάγουσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη ως μη νομίμου του αιτήματος της αγωγής της για επιδίκαση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας εκ της χρήσης του υπεξαιρεθέντος μηχανήματος, συνολικού  ποσού 125.000 ευρώ,  για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 9-5-2015. Από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι  η ενάγουσα αιτείται αποζημίωση εκ της χρήσης του μηχανήματος επικαλούμενη σχετικό δικαιοπρακτικό όρο της από 27-5-2012  σύμβασης πώλησης,  που κατήρτισε με την τρίτη εναγομένη,  για την οποία εγγυήθηκε ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος ο τέταρτος εναγόμενος, ενώ περαιτέρω εκθέτει ότι με εξώδικη δήλωση της, που επιδόθηκε στους ως άνω εναγόμενους στις 01-02-2013, ζητούσε τη λύση της εν λόγω σύμβασης και καλούσε τους εναγομένους να της αποδώσουν εντός 5 εργάσιμων ημερών  το ανωτέρω μηχάνημα στην έδρα της.  Με αυτό το περιεχόμενο, όμως, το εν λόγω αίτημα  της αγωγής, κατά το μέρος που ερείδεται στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, τυγχάνει μη νόμιμο, διότι :α)  η επικαλούμενη ζημία της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 8-2-2013  δεν συνέχεται αιτιωδώς με την υπεξαίρεση του πωληθέντος μηχανήματος εκ μέρους των εναγομένων, καθόσον αυτοί μέχρι τις 9-2-2013 βρίσκονταν, σύμφωνα με την αγωγή,  δικαιωματικά στην κατοχή του, και β) όσον αφορά στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα  από 9-2-2013 έως  9-2-2015, η ενάγουσα, αντί  να επικαλεστεί την συνδρομή στη προκειμένη περίπτωση των προϋποθέσεων του διαφυγόντος κέρδους (αποζημίωση εκ της στέρησης της χρήσης του μηχανήματος) (άρθρα 297 και 298 ΑΚ), δηλαδή την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και βάσει των προπαρασκευαστικών ενεργειών αυτής για εκμετάλλευση του υπεξαιρεθέντος περιουσιακού της στοιχείου, απώλεια του μετά βεβαιότητας αναμενόμενου να αποκερδηθεί ποσού, αναφέροντας  συγκεκριμένα περιστατικά, περιστάσεις και μέτρα, που καθιστούσαν πιθανό το επικαλούμενο διαφυγόν κέρδος, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των επιμέρους κονδυλίων που το συνιστούν, επικαλείται  το σχετικό δικαιοπρακτικό όρο της  σύμβασης με την τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, για καταβολή αποζημίωσης χρήσης, στον οποίο και θεμελιώνει ουσιαστικά την απαίτηση της, ανάγοντας έτσι αυτήν σε ενδοσυμβατική αποζημίωση. Ως εκ τούτου, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο   απέρριψε το αίτημα ως μη νόμιμο, και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

V. Από την επανεκτίμηση των υπ’αριθμ. …../25-01-2018 ενόρκων βεβαιώσεων των ……….., αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Νικαίας Αττικής, ……….., κατόπιν νομότυπης κλητεύσεως των εναγομένων (βλ. τις υπ’αριθμ. …………/19-01-2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών), των υπ’αριθμ. ………./01-02-2018 ενόρκων βεβαιώσεων των …………, αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού, ………, κατόπιν νομότυπης κλητεύσεως της ενάγουσας (βλ.την υπ’αριθμ. ………… έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………), τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους και λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, στα οποία περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες (άρθρο 444§1γ’ ΚΠολΔ), η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας,  αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Η ενάγουσα είναι ομόρρυθμη εταιρία, που εδρεύει στο ………. Αττικής και δραστηριοποιείται στον τομέα των υπηρεσιών μεταφοράς και αποθήκευσης αντικειμένων. Στον ίδιο χώρο δραστηριοποιείται και η  πρώτη εναγομένη, μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης,  νόμιμη  εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει η δεύτερη εναγομένη, ενώ ο σύντροφος της τελευταίας, τέταρτος εναγόμενος, κάτοχος του ……….. Πιστοποιητικού  Επαγγελματικής  Ικανότητας,  έχει ορισθεί καταστατικώς ως διευθύνων τις μεταφορικές δραστηριότητες της, κατά τα προβλεπόμενα στο  ΠΔ 346/01 (άρθρα 16 και 19 του καταστατικού της πρώτης εναγόμενης, που  δημοσιεύθηκε στο   υπ’   αριθμ.  13641/30-11-2010 ΦΕΚ ΤΑΕ&ΕΠΕ). Με το από 17-12-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης, η ενάγουσα  πώλησε στην πρώτη εναγομένη ένα ανυψωτικό γερανοφόρο όχημα, κυριότητας της, με αριθμό κυκλοφορίας ……….. κι αριθμό πλαισίου …….., μάρκας HYCO BOSS, τύπου ΗΒ 145, μοντέλο 1992, με κινητήρα πετρελαίου MERCEDES, έναντι τιμήματος, ποσού  000 ευρώ πλέον ΦΠΑ, με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του, για την καταβολή του οποίου εγγυήθηκε, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη,  η δεύτερη εναγόμενη.  Το εν λόγω τίμημα ορίστηκε καταβλητέο σε δόσεις, και προς τούτο η πρώτη εναγόμενη, αγοράστρια, αποδέχθηκε συναλλαγματικές, έκδοσης της πωλήτριας, ενάγουσας, και συγκεκριμένα  μία συναλλαγματική, ποσού 30.000 ευρώ, δέκα συναλλαγματικές, ποσού 7.000 ευρώ και δύο συναλλαγματικές ποσού, 5.500 ευρώ, με ημερομηνία λήξης από την 26η-12-2010 έως την 28η-1-2012. Ακολούθως, σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης, το μηχάνημα παραδόθηκε στη δεύτερη και τον τέταρτο των εναγομένων, που ενεργούσαν για λογαριασμό της  πρώτης εναγόμενης, που  έκτοτε κατέστη νόμιμη κάτοχος  αυτού. Ωστόσο, η πρώτη εναγομένη κατά παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων  δεν προέβη σε εμπρόθεσμη εξόφληση των παραπάνω συναλλαγματικών, με αποτέλεσμα η ενάγουσα με προφορική της δήλωση να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης.  Εν τούτοις, λόγω της στενής συγγενικής σχέσης  του  τέταρτου  εναγομένου  με το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, ……………. (θείος-ανηψιός) και προς διευκόλυνση της  επαγγελματικής  δραστηριότητας  του τελευταίου ως διευθυντή μεταφορών της πρώτης εναγομένης,  αλλά και της θυγατέρας του,  τρίτης εναγόμενης,  η οποία, αν και φοιτήτρια τότε στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς (σχολή Οικονομικών Επιχειρηματικών και Διεθνών Σπουδών, τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων), είχε εκδηλώσει έντονο ενδιαφέρον να ασχοληθεί  και η ίδια επαγγελματικά στον χώρο των υπηρεσιών μεταφορών, συνεργαζόμενη με την πρώτη εναγομένη, οι διάδικοι συμφώνησαν, αφενός να επιστραφούν οι  ανεξόφλητες συναλλαγματικές στη πρώτη εναγομένη  και αφετέρου να μην απομακρυνθεί το μηχάνημα από τις εγκαταστάσεις αυτής, όπου βρισκόταν μέχρι τότε, αλλά να πωληθεί αυτό στην τρίτη εναγόμενη, που εμφανιζόταν ως φερέγγυα αγοράστρια, διαθέτουσα ακίνητη περιουσία. Ακολούθως δε, με το από 27-05-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνετάγη μεταξύ της ενάγουσας και της τρίτης εναγόμενης, η τελευταία αγόρασε το ανωτέρω μηχάνημα,  έναντι τιμήματος ανερχόμενου στο ποσό των 130.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ομοίως με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας μέχρι την πλήρη εξόφληση του, τη προσήκουσα δε εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της αγοράστριας, τρίτης εναγομένης, εγγυήθηκε ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, ο πατέρας της, τέταρτος εναγόμενος. Περαιτέρω, το   τίμημα ορίστηκε  εξοφλητέο σε 26 ισόποσες μηνιαίες δόσεις ποσού 5.000€ εκάστη, και προς τούτο η ενάγουσα εξέδωσε σε διαταγή της δια του νομίμου εκπρόσωπου της, …………, είκοσι έξι (26) συναλλαγματικές, ποσού 5.000€ εκάστη, με ημερομηνίες λήξης την τριακοστή ημέρα εκάστου μηνός από Ιούνιο του 2012 έως και Ιούλιο του 2014, τις οποίες αποδέχθηκε η τρίτη εναγομένη και τριτεγγυήθηκε ο τέταρτος εναγόμενος. Ακόμη, συμφωνήθηκε η κυριότητα  του ανωτέρω μηχανήματος να μεταβιβασθεί, μετά την αποπληρωμή του τιμήματος και καθ’ υπόδειξη της αγοράστριας, τρίτης εναγομένης, είτε στην ίδια, είτε στον τέταρτο εναγόμενο, εγγυητή, είτε σε αμφότερους είτε σε εταιρεία της επιλογής της, και δη στη πρώτη εναγομένη, όπως ρητώς αναφέρεται και στο ως άνω συμφωνητικό,  ενώ περαιτέρω, για την περίπτωση, που αυτή δεν ήταν καθ’οιονδήποτε χρόνο συνεπής στις υποχρεώσεις της  η ενάγουσα  θα δικαιούταν να αναλάβει την κατοχή του μηχανήματος χωρίς να μεσολαβήσουν δικαστικές διαδικασίες (βλ. το από 27-5-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό). Επιπροσθέτως δε, ορίστηκε, ότι σε περίπτωση μη αποπληρωμής οιασδήποτε των ανωτέρω συναλλαγματικών, η τρίτη και τέταρτος των εναγομένων όφειλαν να καταβάλουν για αυτό στην ενάγουσα μηνιαίο μίσθωμα, ποσού 5.000€,  ενώ δεν θα δικαιούνταν να αναζητήσουν τα ποσά, που της είχαν τυχόν καταβάλει μέχρι τότε  σε εκτέλεση της σύμβασης. Συμφωνήθηκε, δηλαδή, για την περίπτωση αυτή, ότι η μεταξύ τους σύμβαση πώλησης θα λύετο αναδρομικά, ως τελούσα υπό τη διαλυτική αίρεση  της καταβολής των δόσεων του τιμήματος, και θα ίσχυε εξ αρχής ως σύμβαση μίσθωσης με έναρξη χρόνου αυτής τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης και οφειλόμενο μίσθωμα, ισόποσο με το ποσό των μηνιαίων δόσεων αποπληρωμής του τιμήματος.  Τέλος,  για τη περίπτωση παραβίασης των όρων της σύμβασης ορίστηκε ότι τόσο η πωλήτρια όσο και η αγοράστρια θα βαρύνονταν με ποινική ρήτρα 30.000€. Κατόπιν τούτου, το μηχάνημα, που εξακολουθούσε να βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης, περιήλθε πλέον, με συμφωνία της ενάγουσας και της μέχρι τότε κατόχου του, πρώτης εναγομένης, στη κατοχή της τρίτης εναγόμενης, που δεν το απομάκρυνε από εκεί αλλά παραχώρησε τη χρήση του στους λοιπούς εναγομένους, εκ των οποίων, όπως αναφέρθηκε, η δεύτερη και τέταρτη δραστηροποιούνταν επαγγελματικά μέσω της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης. Μάλιστα την παράδοση του μηχανήματος σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης  παραδέχεται και ο τέταρτος εναγόμενος στις  προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε τη εκκαλουμένη, ο οποίος ειδικότερα αναφέρει, ότι το μηχάνημα παραδόθηκε στον ίδιο, ο οποίος το εναπόθεσε σε μάντρα στον …. Αττικής, πλησίον της μάντρας της ενάγουσας (σελ. 5 προτάσεων), για να το χρησιμοποιεί για τις επαγγελματικές του ανάγκες, καθόσον διέθετε την απαιτούμενη άδεια χειριστή . Ωστόσο, και αυτή τη φορά η ενάγουσα δεν εισέπραξε το οφειλόμενο σε αυτήν κατά τα ανωτέρω τίμημα, καθόσον οι τρίτη και τέταρτος των εναγομένων κατά παράβαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων  δεν εξόφλησαν, ως όφειλαν, τις ανωτέρω συναλλαγματικές με ημερομηνίες λήξης 30-06-2012, 30-07-2012, 30-08-2012, 30-09-2012, 30-10-2012 και 30-11-2012 συνολικού ποσού 30.000€. Για τον λόγο αυτό,  η ενάγουσα με την από 04-12-2012 αίτηση της ζήτησε και πέτυχε την έκδοση σε βάρος τους της υπ’αριθμ. …./2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αυτοί υποχρεώθηκαν  να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 30.000€, νομιμοτόκως από την επομένη της λήξεως εκάστης των συναλλαγματικών μέχρι την εξόφληση, την οποία αυτή ακολούθως τους επέδωσε  στις 01-02-2013  με την από 29-01-2013 επιταγή προς πληρωμή. Ταυτόχρονα δε, η ενάγουσα θεωρώντας λελυμένη τη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, λόγω πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης περί μη αποπληρωμής των δόσεων του τιμήματος, και υποκατασταθείσα από σύμβαση μίσθωσης, κατά τα ειδικότερα συμφωνηθέντα μεταξύ τους, τους επέδωσε και την από 01-02-2013 εξώδικη δήλωση της, με την οποία   προέβη σε καταγγελία αυτής (σύμβασης μίσθωσης) και τους καλούσε  να της παραδώσουν εντός 5 εργάσιμων ημερών  το  μηχάνημα στην έδρα της  καθώς και να της καταβάλουν για μισθώματα 8 μηνών, ήτοι από Ιούνιο του 2012 έως και Ιανουάριο του 2013, το συνολικό ποσό των 40.000€ (8 μήνες Χ 5.000€) της (βλ. τις υπ’αριθμ. …………./ 01 -02-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………….). Εν τούτοις  οι ως άνω εναγόμενοι σε ουδεμία καταβολή των οφειλομένων προέβησαν ούτε  απέδωσαν το ανωτέρω μηχάνημα, αλλά εξακολούθησαν να κάνουν χρήση αυτού για τις ανάγκες της κοινής επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Ακολούθως δε, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 21-2-2013 ανακοπή τους κατά της διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενοι ψευδώς, ότι  δεν όφειλαν το παραπάνω ποσό, καθώς ουδέποτε κατέστησαν κάτοχοι του ως άνω μηχανήματος, διότι η ενάγουσα, παρά τις συνεχείς οχλήσεις τους, αρνούταν να τους το παραδώσει,  η οποία (ανακοπή) απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 4976/2013 απόφαση  του ως άνω Δικαστηρίου ως αόριστη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 26-2-2013 το μηχάνημα εντοπίστηκε στις εγκαταστάσεις της πρώτης εναγομένης στο …………. Αττικής  και η ενάγουσα ζήτησε τη συνδρομή της Αστυνομίας για να το παραλάβει, δίχως, ωστόσο, αυτό να καταστεί δυνατόν, διότι η δεύτερη εναγομένη  αρνήθηκε την είσοδο τους στο χώρο, ενώ κατέθεσε και υπεύθυνη δήλωση στο ΑΤ …. , στην οποία δήλωνε ψευδώς, ότι κατείχε  νόμιμα το μηχάνημα δυνάμει του από 17-12-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού αγοράς του και ότι είχε εξοφλήσει πλήρως το τίμημα.  Μετά ταύτα, λόγω της επίμονης άρνησης των εναγομένων να επιστρέψουν το μηχάνημα της ενάγουσας, που παρακρατούσαν δίχως νόμιμη αιτία, αυτή στις 20-11-2014 υπέβαλε έγκληση για κακουργηματική απάτη  και υπεξαίρεση αντικείμενου  αξίας μεγαλύτερης των 120.000 ευρώ στην  Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά, δυνάμει της οποία ασκήθηκε σε βάρος τους  ποινική δίωξη για υπεξαίρεση αντικειμένου αξίας μεγαλύτερης των 120.000 ευρώ (άρθρο 375 παρ.2 ΠΚ), και οι εναγόμενοι έχουν ήδη παραπεμφθεί να δικασθούν για την πράξη αυτή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.  Τελικώς  δε, στις 9-2-2015 ο τέταρτος των εναγομένων δέχθηκε να παραδώσει το μηχάνημα στην ενάγουσα, που βρισκόταν σε μάντρα της πρώτης εναγομένης, η οποία και τελικώς το παρέλαβε δια της ……….. (βλ. την από 9-2-2015 υπεύθυνη δήλωση της . ………….). Σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδείχθηκε η εκ μέρους των εναγομένων παράνομη ιδιοποίηση του μηχανήματος της ενάγουσας και ειδικότερα :α) η παρακράτηση του παρά τις επίμονες οχλήσεις και αναζητήσεις της ενάγουσας στις εγκαταστάσεις της πρώτης εναγομένης, όπου η νόμιμη εκπρόσωπος αυτής, δεύτερη εναγόμενη, αρνήθηκε ρητώς να το παραδώσει στην ενάγουσα, παρότι προσκλήθηκε νόμιμα προς τούτο παρουσία και αστυνομικών οργάνων, ισχυριζόμενη ψευδώς νόμιμη κατοχή εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, βασιζόμενη στη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, που όμως δεν υφίστατο κατά τον χρόνο εκείνο,  ερειδομένης της αδικοπρακτικής τους ευθύνης στα άρθρα  71, 914 ΑΚ και 375 ΠΚ, και β) η παρακράτηση αυτού από τη τρίτη και τέταρτο των εναγομένων για το χρονικό διάστημα από 09-02-2013, οπότε επήλθαν τα αποτελέσματα της από 01-02-2013 εξώδικης καταγγελίας της σύμβασης μίσθωσης του μηχανήματος και μέχρι την παράδοση του στις 9-5-2015, οι οποίοι  αγνόησαν τις οχλήσεις της και αρνήθηκαν ψευδώς ότι αυτό τους έχει παραδοθεί, ενώ βρίσκονταν στην κατοχή του και έκαναν χρήση αυτού κατά τα ειδικότερα προηγουμένως αναφερόμενα. Από την αδικοπρακτική δε αυτή συμπεριφορά των εναγομένων, που οδήγησε στην αποστέρηση για σημαντικό χρονικό διάστημα της δυνατότητας εκμετάλλευσης του περιουσιακού στοιχείου της ενάγουσας για ίδιο λογαριασμό,  και την  απώλεια εισοδήματος, που κατά μέσο όρο ανέρχεται σε 10.000 ευρώ μηνιαίως (βλ. σχετικά την ……/2018 ένορκη βεβαίωση)  με αντίστοιχη μείωση της ταμειακής της ευχέρειας, προκλήθηκε σε αυτήν ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας  δικαιούται χρηματική ικανοποίηση ποσού 8.000 ευρώ, το οποίο, μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, κρίνεται εύλογο (αρ. 932 ΑΚ)  δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ.1 του Συντάγματος και 2,9 παρ.2 και 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως.

VΙ. Aπό τις διατάξεις των άρθρων του ΑΚ 904 παρ. 1 εδ. α, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια και 938, που ορίζει, ότι όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ` αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί, προκύπτει, ότι αν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια αδικοπραγήσαντος από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος, τότε, παρά την παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία, υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφεξής στη ρύθμιση των άρθρων 904 επ. ΑΚ. Ειδικότερα, αν μεν η αδικοπραξία έγινε με αμέλεια από τη διάταξη του άρθρο 909 ΑΚ, κατά την οποία υποχρεούται σε απόδοση ο λήπτης της ωφελείας, εφόσον είναι πλουσιότερος κατά το χρόνο επιδόσεως της αγωγής, διότι απόδοση ανύπαρκτου πλουτισμού δεν νοείται, ούτε στο σκοπό του νομοθέτη ανταποκρίνεται, αν δε έγινε με πρόθεση, από τη διάταξη του άρθρου 911 αρ. 2 ΑΚ, με ανάλογη εφαρμογή. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι για να τύχουν εφαρμογής οι προπαρατεθείσες διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού και να αποτελέσουν βάση αγωγής, πρέπει να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η εξ αυτής αγωγή (άρθρο 937 ΑΚ) και να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις, ως άνω, εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Περαιτέρω, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από άποψη ουσιαστικού δικαίου είναι επιβοηθητική, ασκούμενη όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν δύναται να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας. Αν, όμως, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) υπό την αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως από σύμβαση ή αδικοπραξία, τότε για την πληρότητα της επικουρικής αυτής αγωγής, αν μεν η κύρια βάση στηρίζεται στη σύμβαση, πρέπει να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, αν δε η κύρια βάση στηρίζεται στην αδικοπραξία, τότε πρέπει να αναφέρεται μόνο η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία, αφού την παραγραφή της σχετικής αξιώσεως απόκειται στον εναγόμενο να την προτείνει κατ` ένσταση (άρθρο 277 ΑΚ), ώστε μετά την απόσβεση της κύριας αξιώσεως από αδικοπραξία να ενεργοποιηθεί η από το άρθρο 938 ΑΚ επικουρική αγωγική αξίωση για το περιελθόν στον αδικοπραγήσαντα και να δημιουργηθεί η υποχρέωση του δικαστηρίου να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητά της (ΟΛΑΠ 2/2019). Εν προκειμένω, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της υπό κρίση έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της επικουρικής βάσης της αγωγής της με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατά το μέρος που ασκείται κατά δικονομική επικουρικότητα της κύριας εξ αδικοπραξίας βάσης. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί  ως αβάσιμος, διότι κατά τα προαναφερόμενα  η κύρια αξίωση από αδικοπραξία δεν έχει αποσβεσθεί, ώστε να ενεργοποιηθεί η από το άρθρο 938 ΑΚ επικουρική αγωγική αξίωση για το περιελθόν στους αδικοπραγήσαντες εναγομένους και να δημιουργηθεί η υποχρέωση του δικαστηρίου να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητά της.     VII. Περαιτέρω, οι τρίτη και τέταρτος των εναγομένων  επαναφέρουν νομίμως με τις προτάσεις τους την προβληθείσα και πρωτοδίκως ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ),  ισχυριζόμενοι ότι η επικαλούμενη από την ενάγουσα με την αγωγή της υπεξαίρεση σε βάρος της είναι κατασκεύασμα της ιδίας προκειμένου να τους καταδιώξει δικαστικά και να τους προκαλέσει ζημία. Με αυτό το περιεχόμενο η ένσταση τυγχάνει μη νόμιμη και απορριπτέα, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά συνιστούν απλώς άρνηση της αγωγής. Τέλος, το αίτημα των  εφεσιβλήτων   περί αναβολής της δίκης, κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ως άνω ποινική διαδικασία, που εκκρεμεί σε βάρος τους,   πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η αναβολή δεν θα επηρεάσει σε αξιόλογο βαθμό την αποδεικτική διαδικασία, περί της βασιμότητας της εκκρεμούς αγωγής, ενόψει του αποδεικτικού υλικού που έχει ήδη τεθεί ενώπιον του.   VIII. Κατόπιν όλων αυτών, η αγωγή πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, το ποσό των 8.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.  Περαιτέρω,  μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων  κατά το μέρος της ήττας τους (άρθρα 178,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό, ενώ τέλος  το παράβολο που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσης πρέπει να της αποδοθεί η απόδοση του σε αυτούς (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο  και κατά τα λοιπά δέχεται την έφεση και κατ΄ ουσία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του με αριθμό …………./2019 e-ηλεκτρονικού παράβολου, ποσού 150 ευρώ, στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 5198/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το  κεφάλαιο της, που αφορά στο αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2017  αγωγή ως προς το αίτημα αυτό.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόμενων μέρος  των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  χιλίων (1000,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 21η Μαΐου 2020  και δημοσιεύθηκε την 1η Ιουλίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ