Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 472/2020

   ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Aριθμος απόφασης      472/2020

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 KΠολΔ, αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε, ενώ ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εξαφάνιση της ερήμην απόφασης επέρχεται με μόνη την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης έφεσης από τον πρωτοδίκως δικασθέντα ερήμην, ανεξάρτητα αν οι λόγοι αυτής είναι και βάσιμοι κατ` ουσία. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 2 εδ. α KΠολΔ, η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στη περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, στα πλαίσια της προφορικής συζήτησης που ισχύει πλέον σε όλη την έκταση των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, η έφεση λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργημένης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και επιφέρει, χωρίς έρευνα των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο, που μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Μετά δε την εξαφάνιση της απόφασης, χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως είχε δικαίωμα να προτείνει, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 KΠολΔ , ενώ παράλληλα, για λόγους οικονομίας της δίκης, εξετάζονται και οι μάρτυρες κατά την ίδια συζήτηση  (ΑΠ 394/2011, ΧρΙΔ 2012/55-ΑΠ 884/2007, ΧρΙΔ 2008, 52-ΑΠ 1015/2005, ΕλλΔνη 2005/1100-ΕφΑθ 933/2011, ΕΔικΠολ 2011/143-ΕφΑθ 2142/2011 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη 27.10.2017 με αριθμό κατάθεσης ………../2017 έφεση των εναγομένων, που ηττήθηκαν, κατά της υπ΄αρ. 1257/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην αυτών, επί της από 23.7.2013 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2013 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, και την αποδοχή αυτής, ενόψει της ισχύος κατά το χρόνο συζητήσεως στον πρώτο βαθμό της αγωγής (1-3-2017), του δυσμενούς, συνεπεία της ερημοδικίας των παραπάνω διαδίκων, τεκμηρίου της ομολογίας της ιστορικής αγωγικής βάσεως, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στους εναγόμενους και ήδη εφεσίβλητους με επιμέλεια του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου, την 5-10-2017, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς …/2017 και …/2017 εκθέσεις επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ………… και η ως άνω έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του KΠολΔ  προθεσμίας των 30 ημερών, ήτοι την 2-11-2017(άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ ) Επομένως, και εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 4 του KΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, το δε εδάφιο β΄ προστέθηκε με το άρθρο 93 παρ. 1 του Ν. 4139/2013, από τους εκκαλούντες ενιαίο παράβολο, (βλ. το υπ΄αρ. ……… e-παράβολο και την απόδειξη πληρωμής αυτού της Τράπεζας Eurobank), η έφεση είναι τυπικά δεκτή και, ενόψει του ότι οι ανωτέρω εναγόμενoι με την ένδικη έφεσή τους προβάλλουν αιτιάσεις και επί της ουσίας της αγωγής, αρνητικές της βασιμότητάς της, πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, να γίνει δεκτή και στην ουσία και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της. Στη συνέχεια πρέπει να κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί, κατά την τακτική διαδικασία, η ένδικη αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα. Τέλος, λόγω του ότι η έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε, για το παραδεκτό της εφέσεως στους εκκαλούντες.

Κατά τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ,  αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Η πλάνη αυτή δύναται να αφορά ακόμη και στο περιεχόμενο της δηλώσεως, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή με τις έννομες συνέπειες της δηλώσεως. Επομένως, πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτουμένης για τον προσδιορισμό της βουλήσεως του δηλούντος πραγματική κατάσταση, προς την πλάνη δε υπό την ανωτέρω έννοια εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσεως (άγνοια) της πραγματικής κατάστασεως, όταν δεν είναι συνειδητή εκ μέρους του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι εν γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη πραγματική κατάσταση, διότι αν έχει πλήρη επίγνωση της αγνοίας του δεν πλανάται (ΑΠ 1655/2012). Πλάνη υπάρχει και όταν ο δικαιοπρακτών εννοούσε τη δήλωσή του με νόημα διαφορετικό εκείνου που πράγματι έχει από το νόμο, ή αγνοούσε τις έννομες συνέπειες της δηλώσεώς του. Έτσι, αν κάποιος υπογράφει έγγραφο νομίζοντας εσφαλμένως ότι περιλαμβάνει ορισμένο περιεχόμενο με ορισμένες συνέπειες, ενώ τούτο περιλαμβάνει περιεχόμενο διαφορετικό, βρίσκεται σε πλάνη, η οποία είναι ουσιώδης αν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία ώστε το πρόσωπο που πλανήθηκε δεν θα την επιχειρούσε αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση (ΑΠ 80/2007).

Με την από  23.7.2013 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2013 αγωγή του ο αρχικός ενάγων …………, ισχυρίζεται ότι οι εναγόμενοι, ανηψιός του και η σύζυγος αυτού, στον Κορυδαλλό Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο έως και τον Οκτώβριο του έτους 2012 του παρέστησαν ψευδώς οτι έτρεφαν συναισθήματα αγάπης και συμπόνιας απέναντί του και οτι είχαν τη βούληση και τη δυνατότητα να του προσφέρουν καθημερινή φροντίδα, την οποία είχε ανάγκη ο ενάγων λόγω της προχωρημένης ηλικίας του και της επιβαρυμένης υγείας του και να επιμελούνται των υποθέσεών του. Προκειμένου να πείσουν τον ενάγοντα για τις προθέσεις τους, ο πρώτος εναγόμενος άρχισε να διανυκτερεύει στην οικία του ενάγοντος και η σύζυγός του δεύτερη εναγομένη να επιμελείται της διατροφής και της καθαριότητας της οικίας του, ζητώντας του παράλληλα να προβεί σε περιουσιακές διαθέσεις προς αυτούς εν ζωή. Οτι, περαιτέρω, ο πρώτος εναγόμενος παρέλειψε, αν και όφειλε, καθώς είχε τις απαιτούμενες γνώσεις να ενημερώσει τον ενάγοντα οτι ο τηρούμενος προθεσμιακός λογαριασμός μπορεί να καταγγελθεί οποτεδήποτε, ενισχύοντας την εσφαλμένη πεποίθηση που είχε ο ενάγων και ήταν γνωστή στον πρώτο εναγόμενο, οτι ο προθεσμιακός λογαριασμός δεν μπορεί να καταγγελθεί πριν τη λήξη του. Οτι με τους τρόπους αυτούς έπεισε τον ενάγοντα να μεταβεί μαζί με την δεύτερη εναγομένη στο κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στον Κορυδαλλό την 24.10.2012, ημέρα που έληγαν οι προθεσμιακοί λογαριασμοί που τηρούσε εκεί, να προβεί σε ανάληψη όλων των καταθέσεών του τόσο από τους λογαριασμούς αυτούς όσο και απο τον λογαριασμό του ταμιευτηρίου του και να δημιουργήσει έναν νέο προθεσμιακό λογαριασμό με συνδικαιούχο την δεύτερη εναγομένη, με συνολικό ποσό κατάθεσης 145.000 ευρώ και με ημερομηνία λήξης της περιόδου τοκοφορίας την 21.10.2013. Οτι μετά το ανοιγμα του κοινού αυτού προθεσμιακού λογαρισμού, οι εναγόμενοι έπαψαν να ενδιαφέρονται για τον ενάγοντα, ενώ η δεύτερη εναγομένη, παρέχοντας άμεση συνδρομή στον πρώτο εναγόμενο  την 27.5.2013, ως συνδικαιούχος του λογαριασμού κατήγγειλε τη σύμβαση τραπεζικής κατάθεσης προβαίνοντας σε ανάληψη ολόκληρου του ως άνω ποσού, το οποίο ιδιοποιήθηκαν οι εναγόμενοι. Οτι περαιτέρω, εάν ο ενάγων γνώριζε οτι οι διαβεβαιώσεις των εναγομένων περί της φροντίδας που θα του παρείχαν ήταν ψευδείς και οτι ο προθεσμιακός λογαριασμός δύναται να καταγγελθεί οποτεδήποτε δεν θα προεβαινε στο άνοιγμα του κοινού λογαριασμού με την δεύτερη εναγομένη και οτι η ενέργειά του αυτή ήταν αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του πρώτου εναγομένου τον οποίο συνέδραμε και η δεύτερη εναγομένη, η απάτη δε αυτή του επέφερε ζημία ποσού 147.500 ευρώ. Οτι επικουρικά εφόσον ήθελε θεωρηθεί οτι ο ενάγων με την θέση της εναγομένης ως συνδικαιούχου του λογαρασμού, προέβη σε δωρεά προς αυτήν του κατατεθέντος ποσού, τότε αυτή είναι άκυρη λόγω πλάνης του, ως προς τη δυνατότητα της συνδικαιούχου να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση προθεσμιακής κατάθεσης και να προβεί σε πρόωρη ανάληψη του κατατεθέντος ποσού. Οτι η πλάνη του αυτή ήταν ουσιώδης καθώς εάν γνώριζε αυτή τη νόμιμη δυνατότητα της εναγομένης δεν θα την έθετε ως συνδικαιούχο και οτι συνεπεία της πλάνης του αυτής η εναγομένη κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη κατά το κατατεθέν ποσό. Ετι, δε επικουρικότερα εφόσον η ως άνω πράξη του ήθελε κριθεί ως δωρεά προβαίνει με την αγωγή σε ανάκληση αυτής, επειδή οι εναγόμενοι δεν εξετέλεσαν την υποχρέωση φροντίδας, διατροφής και μέριμνας του ιδίου και των υποθέσεών του, αλλά αντίθετα τον εγκατέλειψαν, ζητώντας την επιστροφή του ποσού των 147.500 ευρώ κατά το οποίο οι εναγόμενοι κατέστησαν αδικαιολογήτως πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας του. Ζητεί δε με την αγωγή του να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλλουν έκαστος εις ολόκληρον το ποσό των 147.500 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας του και το ποσό των 10.000 ευρώ ως αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική τους συμπεριφορά, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης σε αυτούς της κρινόμενης αγωγής. Επικουρικά δε ζητεί να ακυρωθεί η δικαιοπραξία της δωρεάς στην οποία προέβη υπερ της  εναγομένης άλλως να ανακληθεί αυτή και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να του καταβάλλει νομιμότοκα το ποσό των 147.500 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής σε αυτή επειδή έχει καταστεί αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του κατά το ποσό αυτό.  Τέλος, ζήτησε να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή, η οποία αρμοδίως καθ΄ύλην και κατά τόπον ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, για να δικαστεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ.β, 914, 932, 140, 141, 496, 505,509,904 επ.ΑΚ και 176 του KΠολΔ.                                                                                           Κατά τη διάταξη του άρθρου 250 του KΠολΔ, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το Δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία. Με την ανωτέρω διάταξη, χωρίς να θεσμοθετείται υποχρέωση, παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο και στην κατ΄ έφεση δίκη (ΑΠ 678/1998 ΕΕργΔ 47.297, ΑΠ 680/1994 ΕλλΔνη 36.1104), να αναβάλει με απόφασή του τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση διαδίκου, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη, η οποία επηρεάζει, κατά οποιοδήποτε τρόπο, τη διάγνωση της αστικής διαφοράς (ΑΠ 1479/1984 ΕλλΔνη 26λ646, ΑΠ 892/1976 ΝοΒ 25.344). Έτσι για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται η ύπαρξη εκκρεμούς ποινικής αγωγής, η οποία επηρεάζει τη διάγνωση της αστικής δικαιολογητικής σχέσεως, με την έννοια ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν την υπόσταση της μιας πράξεως, που τελέσθηκε, ασκούν ουσιώδη επιρροή, όσον αφορά τα θεμελιωτικά της αστικής δικαιολογητικής σχέσεως περιστατικά (ΑΠ 533/2000 ΕλλΔνη 2000.1370, ΑΠ 262/2000 ΕλλΔνη 2000.1, ΕφΛαρ 40/2003, ΕφΑθ 9234/2000 ΕΕμπΔ 2001.516). Εκκρεμής δε θεωρείται η ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και διατάχθηκε προανάκριση ή κύρια ανάκριση, ανεξαρτήτως της εισαγωγής ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά το χρόνο της έκδοσης της αναβλητικής απόφασης. Έτσι, εναπόκειται στην κρίση του πολιτικού Δικαστηρίου να εξετάσει, αν με την αναβολή της πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία, θα διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία περί της βασιμότητας της εκκρεμούς αγωγής (ΕφΘεσ 52/2009 Αρμ 2009.718, ΕφΑθ 3177/2006 ΕλλΔνη 2007.1508, ΕφΑθ 3221/2006 ΕλλΔνη 2009.274).                                                                                 Παραιτέρω, στην κρινόμενη περίπτωση από την απο 3.1.2014 ληξιαρχική πράξη θανάτου που συνέταξε η ληξίαρχος ΔΕ Ζάρακα Μονεμβασιάς στις 13.1.2014 απεβίωσε στον Κορυδαλλό Αττικής, ο αρχικός ενάγων ……….., ο οποίος κληρονομήθηκε, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αριθμό …/2013 δημόσια διαθήκη του ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που δημοσιεύθηκε από το Ειρηνοδικείο Αθηνών με το με αριθμό …./28.2.2014 πρακτικό του και καταχωρήθηκε στον τόμο … με αριθμό …, από τον ……… (εφεσίβλητο), κατά του οποίου νόμιμα συνεχίζεται η δίκη. Επιπλέον από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκος έγγραφα, προκύπτει ότι υπάρχει εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της επίδικης αστικής διαφοράς. Συγκεκριμένα, ο αρχικός ενάγων άσκησε κατά των εναγομένων την από 25.7.2013 μήνυσή του, που έλαβε αριθμό ΑΒΜ-……., με περιεχόμενο ταυτόσημο με τα αναφερόμενα στην κύρια βάση της αγωγής του. Με βάση τη μήνυση αυτή ασκήθηκε σε βάρος των εναγομένων ποινική δίωξη, ενώ με το με αριθμό 791/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, οι εναγόμενοι παραπέμφθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, να δικαστούν για την πράξη της απάτης με όφελος που υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ, ο εναγόμενος και για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη με όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, η εναγομένη, ήτοι για απάτη κακουργηματικής μορφής. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η άνω εκκρεμής ποινική δίκη επηρεάζει σαφώς τη διάγνωση της προκείμενης διαφοράς, αφού σ’ αυτήν θα διερευνηθεί η αποδιδόμενη και με την ένδικη αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων. Επομένως πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, αλλά και κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος των εναγομένων, κατ’ εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 250  KΠολΔ, να διαταχθεί η αναβολή της συζήτησης της αγωγής έως ότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ`ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε με την άσκηση της έφεσης στους εκκαλούντες

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 1257/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 23-7-2013 και με αριθμό κατάθεσης ……/2013 αγωγή.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ένδικης αγωγής μέχρι αμετακλήτου περατώσεως της αναφερόμενης στο σκεπτικό ποινικής δίκης με κατηγορουμένους τους εκκαλούντες-εναγομένους.

 ΚΡΙΘΗΚΕ,  αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά την 2η Ιουλίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών Δικηγόρους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ