ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός απόφασης 480/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 6.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……/18.12.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../19.12.2018 έφεση του εκκαλούντος, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.796/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), το οποίο κήρυξε εαυτό κατά τόπο αναρμόδιο και παρέπεμψε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων την εκδίκαση της από 17.12.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./23.12.2015 αγωγή του ήδη εκκαλούντος εναντίον της εναγομένης ναυτιλιακής εταιρείας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα του λόγου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.
Από την υπ’αριθμ……/18-2-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, …………, την οποία προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης έφεσης του, με την πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πληρεξούσια δικηγόρο της εφεσίβλητης, ως αντικλήτου (143§1 ΚΠολΔ), για τη αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο της 21ης-3-2019, κατά την οποία η συζήτηση της έφεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Επομένως, εφόσον κλήση της για εμφάνιση στην παρούσα, μετ’αναβολή, δικάσιμο δεν απαιτείται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 498§2 εδάφ. β΄, 226 παρ. 2 και 4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, ΑΠ 1794/2012, ΑΠ 12/2011, ΤΝΠ Νόμος), η εφεσίβλητη, που δεν εμφανίστηκε, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του πινακίου και δεν έλαβε μέρος κανονικά στη συζήτηση, πρέπει, συνεπώς, να δικαστεί ερήμην, ωστόσο η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν παρούσα (άρθρο 524§4 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ).
ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών, στην από 17.12.2015 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι δυνάμει των από 21.2.2014 και 17.12.2014 διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε έως 3.11.2014 και 20.7.2015 αντίστοιχα, που απολύθηκε, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΒΚ», πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρείας, το οποίο διενεργούσε τους αναλυτικά αναφερόμενους πλόες από το λιμάνι του Πειραιά, όπως αναλυτικά παρατίθενται στους πίνακες, που περιέχονται στο δικόγραφο, περιλαμβανομένων και πλόων άγονης γραμμής, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 14 ώρες κατά μέσο όρο, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων πλόων άγονης γραμμής και δρομολογίων «εξπρές», ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2014 και 2015, μήτε επίδομα ιματισμού, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσόν των είκοσι πέντε χιλιάδων πεντακοσίων δύο και πενήντα λεπτών (25.502,50 €) ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο από την οριστική απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε την ένσταση περί τοπικής αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, που προέβαλε η εναγομένη, βάσει ρητής συμφωνίας παρέκτασης, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο να δικάσει την αγωγή και την παρέπεμψε να δικαστεί ενώπιον του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του ο ενάγων για τον αναφερόμενο λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την εκδίκαση της αγωγής και την εν συνόλω παραδοχή της.
ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ προκύπτει ότι πρωτοβάθμιο τακτικό Δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπο αρμόδιο μπορεί με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 43 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό Δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη, μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 44 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι συμφωνίες, κατά τα άρθρα 42 και 43, δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, η οποία υπερισχύει της γενικής νόμιμης δωσιδικίας του εναγομένου, καθώς και των συντρεχουσών ειδικών δωσιδικιών, εκτός αν από την ίδια τη συμφωνία προκύπτει το αντίθετο, όπως συμβαίνει όταν καθίστανται αρμόδια περισσότερα Δικαστήρια, οπότε είναι δυνατή, κατ` επιλογή του ενάγοντος, η εισαγωγή της υπόθεσης σε οποιοδήποτε απ` αυτά. Από την ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων με την οποία τακτικό Δικαστήριο γίνεται αποκλειστικά αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη, μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Η συμφωνία αυτή είναι δικονομικής φύσεως σύμβαση, εφόσον οι παραπάνω διατάξεις προβλέπουν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται και καθορίζουν τους όρους με την τήρηση των οποίων είναι δυνατή η κατάρτιση της, με την οποία παρεκτείνεται η τοπική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων (ΕφΑθ 106/2018, ΕφΘεσ 14/2015, ΕφΛαρ 19/2015, ΕφΔωδ 154/2015, ΕφΠειρ 315/2014, ΤΝΠ NOMOS, ΕφΠειρ 364/1998 ΕλΔνη 39, 897). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 40 ΚΠολΔ, αν το Δικαστήριο δεν είναι καθ` ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι` αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, ενώ η έρευνα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, επειδή αυτή αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρ. 73 ΚΠολΔ), προηγείται από την έρευνα οποιοσδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ενστάσεως, όπως και από την έρευνα για τη νομιμότητα της αγωγής.
IV. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της πρωτοβάθμιας δίκης, τα προσκομιζόμενα έγγραφα και τις υπ’αριθ………/27.10.2016 και ……./27.10.2016 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της αντιδίκου (υπ’αριθμ……΄/24.10.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χανίων ……….), προκύπτει ότι η εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της, …………, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, πρότεινε την ένσταση ελλείψεως της κατά τόπο αρμοδιότητας τούτου, που αναπτύχθηκε συνοπτικώς προφορικά με αναφορά στις προτάσεις της. Στις κατατεθείσες στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου από 31.10.2016 έγγραφες προτάσεις της, ανέπτυξε την ένσταση αυτή υποστηρίζοντας ότι στηρίζεται στη συμφωνηθείσα μεταξύ των διαδίκων εγγράφως στις από 21.2.2014 και 22.12.2014 επίδικες εργασιακές συμβάσεις, αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων της πόλεως των Χανίων, ως καθ’ύλην αρμόδιων, για κάθε διαφορά, που θα προέκυπτε από την εφαρμογή των εν λόγω συμβάσεων ή εξ αφορμής τους, τις οποίες προσκόμισε, μετ’επικλήσεως, υπογεγραμμένες από τον ενάγοντα, σε αντίγραφα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Από το κείμενο της προσκομιζομένης στο παρόν Δικαστήριο πρώτης, ως άνω, σύμβασης με πανομοιότυπο περιεχόμενο με την δεύτερη, προκύπτει ότι σ’αυτές περιλήφθηκε η ανωτέρω δικονομική σύμβαση, με την οποία ορίστηκαν αποκλειστικά αρμόδια για κάθε μελλοντική εκ των επίμαχων συμβάσεων ναυτικής εργασίας μεταξύ των διαδίκων διαφορά, τα Δικαστήρια των Χανίων, γεγονός που παραδέχεται ο ενάγων, ήδη εκκαλών, αποκλείοντας οποιαδήποτε άλλη συντρέχουσα ή αποκλειστική αρμοδιότητα άλλου Δικαστηρίου. Εφόσον λοιπόν, η συμφωνία των διαδίκων είναι έγγραφη και αφορά μελλοντικές περιουσιακές διαφορές από τις συγκεκριμένες σχέσεις εργασίας, είναι έγκυρη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η παραπάνω δικονομική ρήτρα, όπως εξάλλου και οι υπόλοιποι όροι των ένδικων συμβάσεων, αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και πραγματικής σύμπτωσης της βούλησης αμφοτέρων των μερών και δεν επιβλήθηκε μονομερώς από την εναγομένη και μάλιστα κατά καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής υπεροχής της έναντι του ενάγοντος, ούτε αποτέλεσε προϊόν απειλής ή εκμετάλλευσης της ανάγκης ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου ενάγοντος, που επί σειρά ετών ναυτολογούνταν από την εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία και ο οποίος δεν εξέφρασε την οποιαδήποτε αντίρρηση ή επιφύλαξη, ως προς τον επίμαχο όρο, αλλά αντίθετα τον αποδέχθηκε, αν και θα μπορούσε να εκφράσει τη διαφωνία του και να επιδιώξει και επιτύχει την τροποποίηση ή την απάλειψη του, χωρίς αυτό να επηρεάσει τη συμφωνία τους στους λοιπούς όρους των συμβάσεων και την εν τέλει σύναψη αυτών, ενόψει και της μακρόχρονης συνεργασίας τους και της υιοθέτησης αναφορικά με τους εργασιακούς όρους των οριζομένων στην ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων και στον νόμο για την κύρωση της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, όπως ρητά διαλαμβάνεται σ’αυτές, προς εξασφάλιση των κατοχυρωμένων με τις ανωτέρω Συλλογική και Διεθνή Σύμβαση δικαιωμάτων των εργαζομένων ναυτικών έναντι των εργοδοτών-πλοιοκτητών και επομένως, τούτες δεν αποτελούν συμβάσεις προσχώρησης, ούτε η επίμαχη ρητή συμφωνία παρέκτασης συνιστά γενικό όρο συναλλαγών, αλλά αποτέλεσε αντικείμενο της συμφωνίας των διαδίκων, όπως από τη γραμματική της διατύπωση προκύπτει και δεν δημιουργείται με αυτήν σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του εργαζομένου. Περαιτέρω, η επίμαχη ρήτρα παρέκτασης, δεν συνεπάγεται αυξημένη δικαστική δαπάνη για τον ενάγοντα για παράσταση στο ημεδαπό Δικαστήριο των Χανίων, ούτε απαιτεί την μετάβαση του στο εν λόγω Δικαστήριο για αυτοπρόσωπη εμφάνιση, ούτε συνεπάγεται ιδιαίτερη δυσκολία στην ανεύρεση και μετάβαση μάρτυρα, προς εξέταση ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου αυτού, λαμβανομένου υπόψη ότι ούτε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του Πειραιώς εμφανίστηκε ο ίδιος, αλλά εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, μήτε εξέτασε μάρτυρα, αλλά προσκόμισε ένορκες βεβαιώσεις προς απόδειξη και ανταπόδειξη. Ενόψει τούτων, με τον κρίσιμο όρο περί παρέκτασης, δεν καθίσταται αδύνατη η παροχή σ’αυτόν δικαστικής προστασίας, ούτε δυσχεραίνεται υπέρμετρα η άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων του, με σκοπό την αποδυνάμωση της δικονομικής του θέσης και τον αποκλεισμό του να προσφύγει στην δικαιοσύνη, όπως αβασίμως υποστηρίζει. Συνεπώς, η επίδικη συμφωνία παρέκτασης δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη, ώστε να είναι άκυρη, κατ’εφαρμογή των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, ούτε η επίκληση της από την εναγομένη καθίσταται καταχρηστική, μη αντιβαίνοντας τις θεμελιώδεις αρχές του άρθρου 116 ΚΠολΔ, περί τήρησης των χρηστών ηθών, καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης και αποφυγής παρέλκυσης της, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών του ενάγοντος, που προτάθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με την κρινόμενη έφεση του, ως ουσιαστικά αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατά παραδοχή της ένστασης της κατά τόπο αναρμοδιότητας τούτου, λόγω αποκλειστικής αρμοδιότητας των Δικαστηρίων των Χανίων, συνεπεία ρητής συμφωνίας παρέκτασης, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο κατά τόπο και παρέπεμψε την υπόθεση για εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων, ως αποκλειστικά αρμόδιο, δεν έσφαλε κατά τη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου, ως ουσιαστικά αβασίμου του μοναδικού λόγου της κρινόμενης έφεσης.
V. Κατ’ ακολουθίαν και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, ένεκα της ερημοδικίας της εφεσίβλητης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.796/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Δέχεται τυπικά και
Απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 7 Ιουλίου 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ