Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 484/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 484/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 11.11.2019 (με Γ.Α.Κ. ……./2019 και Ε.Α.Κ. ……./2019) κλήση του εκκαλούντος νόμιμα φέρεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προς συζήτηση, η από 30.11.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2019 και με Ε.Α.Κ. …../2019 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) έφεσή του κατά της 5618/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών), μετά την έκδοση της 622/2019 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου που κήρυξε ερήμην των εφεσίβλητων, απαράδεκτη τη συζήτηση του παραπάνω ένδικου μέσου, επειδή δεν προέκυπτε νόμιμη επίδοση του εφετηρίου στην κύρια διεύθυνση κατοικίας της τρίτης εφεσίβλητης για την ίδια και για λογαριασμό των υπόλοιπων εφεσίβλητων. Από την υπ’ αριθ. ……….’/13.11.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……………… αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της προαναφερόμενης κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας προκειμένου να συζητηθεί η ένδικη έφεση, επιδόθηκε με επιμέλεια του εκκαλούντος, με θυροκόλληση παρουσία μάρτυρα στην κατοικία της τρίτης εφεσίβλητης, ………,στην οδό …………. του Δήμου Ψυχικού (Π. Ψυχικό), καθώς δεν βρέθηκε η ίδια, ούτε σύνοικος, συγγενής ή υπηρέτης, αφενός μεν ατομικά για την ίδια, αφετέρου δε ως νόμιμης εκπροσώπου της δεύτερης εφεσίβλητης εταιρίας με την επωνυμία “………………” που εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στις Νήσους Μάρσαλ και διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα βάσει του Α.Ν. 89/67 στον Πειραιά (………..) νομίμως εκπροσωπούμενης, αφενός μεν για τον εαυτό της, αφετέρου ως αντιπροσώπου στην Ελλάδα, διαχειρίστρια και αντικλήτου της πρώτης εφεσίβλητης εταιρίας με την επωνυμία “……………”, η οποία εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στη Μονρόβια Λιβερίας, νομίμως εκπροσωπούμενης, ακολούθως δε την ίδια ημέρα αντίγραφο της εν λόγω κλήσης παραδόθηκε στον Αξιωματικό Υπηρεσίας του Α.Τ. Φιλοθέης- Ψυχικού, Υπαρχιφύλακα . ……. λόγω απουσίας του Προϊσταμένου του Τμήματος και την επομένη ο ως άνω δικ. επιμελητής παρέδωσε στην υπάλληλο των ΕΛ.ΤΑ. Πειραιά (Κεντρικό Κατάστημα) …………., συστημένο γράμμα με έγγραφη ειδοποίηση κατ’ άρθρο 128 παρ.4γ ΚΠολΔ απευθυνόμενο προς την ανωτέρω ………….. Εντούτοις, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην ανωτέρω ορισθείσα δικάσιμο, οι εφεσίβλητοι δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ωστόσο, η διαδικασία θα προχωρήσει κατ’ άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ σαν να ήταν κι αυτοί παρόντες, δεδομένου ότι ο εκκαλών προσκομίζει κατά την αμέσως παραπάνω διάταξη, αντίγραφα της αγωγής του και των προτάσεων των αντιδίκων του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά απ’ τον πρώτο βαθμό. Περαιτέρω, η ένδικη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 14.1.2019 νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 18.12.2017, χωρίς να προκύπτει από κάποιο έγγραφο της δικογραφίας ότι έγινε επίδοση αυτής, η δε έφεση ασκήθηκε πριν παρέλθουν δύο έτη από την παραπάνω δημοσίευση της απόφασης. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.6 του ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς Δικαστήριο, εφαρμοζόμενης της ειδικής διαδικασίας των περιουσιακών-εργατικών διαφορών, όπως και στον πρώτο βαθμό κατ’ άρθρο 591 παρ.7 του ΚΠολΔ, χωρίς ν’ απαιτείται η κατάθεση παραβόλου για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου, καθώς εισάγεται προς κρίση ναυτεργατική διαφορά.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο νυν εκκαλών άσκησε την από 10.10.2016 (με Γ.Α.Κ. …../2016 και Ε.Α.Κ. ……../2016) αγωγή του κατά των νυν εφεσίβλητων, με την οποία υποστήριζε ότι δυνάμει έγγραφης σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου (6 μηνών + 1) που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, την 9.12.2015, μεταξύ αυτού και της δεύτερης εναγόμενης-νυν δεύτερης εφεσίβλητης, ενεργούσας ως αντιπροσώπου, διαχειρίστριας και αντικλήτου της πρώτης εναγόμενης-νυν πρώτης εφεσίβλητης αλλοδαπής εταιρίας που εδρεύει στη Μονρόβια Λιβερίας, ναυτολογήθηκε ως πλοίαρχος την 11.12.2015 στο υπό σημαία Παναμά Φ/Γ πλοίο “A”, με αριθμό νηολογίου Παναμά .-….., πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης-πρώτης εφεσίβλητης. Ότι βάσει της ανωτέρω συμβάσεως απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο αντί συμφωνηθεισών αποδοχών 10.000 ευρώ μηνιαίως, συμπεριλαμβανομένης σε αυτές «κλειστής» αμοιβής του για την εκτέλεση υπερωριών, οι οποίες (αποδοχές) ωστόσο υπολείπονταν των νόμιμων και δη των προβλεπόμενων από την από 10.11.2010 Συλλογική Σύμβαση Πλοιάρχων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.1/01/2011 (ΦΕΚ Β’ 123/9.2.2011) Απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, η ισχύς της οποίας είχε παραταθεί λόγω μη υπογραφής νέας ΣΣΝΕ. Ότι την 16.3.2016, ο ίδιος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του λόγω βαρέων παραπτωμάτων των εναγόμενων, συνιστάμενων στην καθυστερημένη και άτακτη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του, στις σοβαρές ελλείψεις στην τροφοδοσία του πλοίου, στην παράβαση κανόνων ασφαλείας και ναυσιπλοΐας από τη μη λειτουργία συσκευών και μηχανημάτων που έθεταν το πλοίο υπό τον κίνδυνο της ακυβερνησίας, αλλά και στην απρεπή και προσβλητική συμπεριφορά της τρίτης εναγόμενης- ήδη τρίτης εφεσίβλητης, νομίμου (φυσικής) εκπροσώπου της πρώτης σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή και ότι αυτός εντέλει απολύθηκε στη Σιγκαπούρη, στις 14.4.2016, όταν και παρέδωσε την πλοιαρχία σε άλλον πλοίαρχο. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον εκάστη, υπό τις παραπάνω ιδιότητές τους, να του καταβάλουν το ποσό των 20.725,81 ευρώ, για αποζημίωση απόλυσης και διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, το οποίο προσδιόριζε συνολικά για τις ως άνω αιτίες, ισχυριζόμενος ότι δεν γνώριζε την ανάλυση των χρηματικών ποσών που του καταβλήθηκαν από τις εναγόμενες κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο ως άνω πλοίο, μάλιστα δε αιτούμενος να του επιδικασθεί το ως άνω χρηματικό ποσό νομιμότοκα από την 14.4.2016, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Ειδικότερα, αναφορικά με το αίτημα επιδίκασηςδιαφοράς δεδουλευμένων αποδοχών, τις οποίες ο ενάγων διεκδίκησε κατ’ εφαρμογή της από 10.11.2010 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πλοιάρχων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDWκαι άνω, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.1/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ 123Β’/9-2-2011), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι δεδομένης της λήξης της ισχύος της ως άνω ΣΣΕ, οι κανονιστικοί όροι αυτής εξακολουθούν να ισχύουν, υπό την έννοια της μετενέργειας, μόνον για τις υφιστάμενες κατά τη λήξη της ΣΣΕ συμβάσεις και έως ότου συναφθεί στο ίδιο πεδίο ισχύος νέα ΣΣΕ ή ατομική συμφωνία που να τους τροποποιεί ή να καταργεί, πλην όμως ότι εν προκειμένω, ο ενάγων κατάρτισε μετά τη λήξη ισχύος της ως άνω ΣΣΝΕ, ατομική σύμβαση εργασίας κι ότι, έτσι, μη νομίμως ζητεί υπέρτερες του συμβατικού του μισθού αποδοχές. Περαιτέρω, το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης απολύσεως απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη ως μη νόμιμο, με το σκεπτικό ότι κατ’ άρθρο 38 του ΚΙΝΔ ο πλοιοκτήτης μπορεί κατά πάντα χρόνο να καταγγείλει τη σύμβαση ναυτολόγησης του πλοιάρχου χωρίς να υποχρεούται να πληρώσει αποζημίωση, εκτός αν αναφορικά με την αποζημίωση υπάρχει αντίθετη συμφωνία, επιπλέον δε κατ’ άρθρο 5 παρ.3 της ΣΣΝΕ Πλοιάρχων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω, στον πλοίαρχο καταβάλλεται αποζημίωση, όπως και στους άλλους ναυτικούς, στις περιπτώσεις που ρητά μνημονεύονται στη διάταξη αυτή (πωλήσεως του πλοίου, αλλαγής σημαίας, παροπλισμού του πλοίου, κατασχέσεως του πλοίου και πωλήσεως αυτού για διάλυση) χωρίς να περιλαμβάνεται σε αυτές και η περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από τον ίδιο κατ’ άρθρο 74 του ΚΙΝΔ, ακόμη δε ότι στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων δεν επικαλείται ειδική συμφωνία με τις εναγόμενες που να του παρέχει τέτοιο δικαίωμα. Με την υπό κρίση έφεση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών παραπονείται για μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, με σκοπό να γίνει στο σύνολό της δεκτή ως νόμω και ουσία βάσιμη η από 10.10.2016, υπ’ αριθ. κατ. ……./2016 αγωγή του, καταδικαζόμενων των εφεσίβλητων-εναγόμενων στα δικαστικά του έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Πριν το Δικαστήριο προχωρήσει στην εξέταση των λόγων της ένδικης έφεσης σημειώνεται ότι στην κρινόμενη διαφορά, που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο δίκαιο (lex causae) είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, καθόσον δεν έχει γίνει εν προκειμένω επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη και, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.2, 3 και 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (ΡΩΜΗ Ι), ο οποίος τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ως εκ του χρόνου κατάρτισης της ένδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας (μετά την 17.12.2009, κατ’ άρθρο 28 του ως άνω Κανονισμού), η Ελλάδα είναι η χώρα με την οποία, από το σύνολο των περιστάσεων, προκύπτει ότι συνδέεται στενότερα η ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας, αφού στην Ελλάδα διατηρεί επαγγελματική εγκατάσταση η διαχειρίστρια του πλοίουκι αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας δεύτερη εναγόμενη και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, στην Ελλάδα κατοικεί η τρίτη εναγόμενη και ήδη τρίτη εφεσίβλητη, νόμιμη εκπρόσωπος της δεύτερης, Έλληνας είναιο ενάγων και ήδη εκκαλών πλοίαρχος και στην Ελλάδα καταρτίσθηκεη εν λόγω σύμβαση ναυτικής εργασίας.

Περαιτέρω, το άρθρο 216 του ΚΠολΔ ορίζει ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει,ανάμεσα σε άλλα απαραίτητα στοιχεία, ακριβή περιγραφή του αντικειμένουτης διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου και ανεπίδεκτου δικαστικής εκτίμησης και πρέπει για το λόγο αυτό, όταν προβάλλεται  αξίωση  πληρωμής οφειλόμενου χρηματικού ποσού, να καθορίζεται  το ποσό αυτό. Διαφορετικά, το δικαστήριοβρίσκεται σε  αδυναμία  να  εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη, σαφή και επιδεκτική εκτέλεσης (ΑΠ 364/1988, ΕΕΝ 1989, σελ. 205, ΝοΒ 1989, σελ. 252), μη θεραπευόμενης της αοριστίας αυτής με τις προτάσεις ή με την παραπομπή σ` άλλα έγγραφα, πολύ δε περισσότερο από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 173/1981 ΑρχΝ ΛΒ`, σελ. 258, ΑΠ 915/1980, ΝοΒ 29, σελ. 296, ΕφΑθ 3018/1998 στην ΤΝΠ Νόμος).Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί από μόνο του, χωρίς να υποβληθεί ειδικό παράπονο με την έφεση, να εξετάσει αν η αγωγή είναι παραδεκτή και στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι είναι απαράδεκτη να την απορρίψει, αρκεί η απόρριψη να γίνει με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 ΚΠολΔικ) και την αρχή της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, (άρθρο 536 ΚΠολΔικ). Αν δε η αγωγή απορρίφθηκε πρωτόδικα ως μη νόμιμη και κατά της απόφασης παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αν κρίνει ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη, εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή, αφού απλή αντικατάσταση αιτιολογίας δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο οδηγεί σε διάφορο κατ’ αποτέλεσμα δεδικασμένο (ΑΠ 963/1999, ΑΠ 455/1990, ΑΠ 389/1994, στις οποίες παραπέμπει ηΜονΕφΑθ 61/2018 στην ΤΝΠ Νόμος), η δε απόφαση που απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα σε σχέση με την απόφαση που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη (ΕφΔωδ 37/2003 στην ΤΝΠ Νόμος, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, 2η έκδοση, 2018, άρθρο 522, σελ. 820, παρ.8).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την ανάγνωση του περιεχομένου της από 10.10.2016 αγωγής προκύπτει ότι αυτή πάσχει από αοριστία και ως εκ τούτου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 216 παρ.1 στοιχ.γ’ και 118 στοιχ.4 ΚΠολΔ, καθώς ο ενάγων αφού αθροίζει τα ποσά που ο ίδιος θεωρεί ότι έπρεπε να λάβει ως μισθούς βάσει της προαναφερόμενης ΣΣΝΕ Πλοιάρχων σε συνδυασμό με τα συμφωνηθείσες στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του αποδοχές για το διάστημα που διήρκεσε η ναυτολόγησή του (4 μήνες + 3 ημέρες) ύψους 48.648,12 ευρώ και το ποσό που ο ίδιος θεωρεί ότι έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση απολύσεως ύψους 17.798,29 ευρώ, ακολούθως αφαιρεί από το άθροισμα των 66.446,41 ευρώ διάφορα επιμέρους ποσά που υποστηρίζει ότι έλαβε έναντι του παραπάνω συνολικού ποσού, ήτοι 3.000 ευρώ την 11.12.2015 ως προκαταβολή + 5.000 ευρώ την 8.2.2016 + 4.000 ευρώ την 1.3.2016 + 2.690 ευρώ (ή 3.000 δολάρια) την 10.3.2016 + 6.500 ευρώ την 24.3.2016 + 7.621,29 ευρώ την 31.3.2016 + 16.909,31 ευρώ και συνολικά 45.720,60 ευρώ, χωρίς να γνωρίζει, όπως αναφέρει, την ανάλυση των ως άνω καταβληθέντων σε αυτόν ποσών, διότι ουδέποτε πληρώθηκε στην ώρα του και ουδέποτε εξοφλήθηκε και ότι η ανάλυση των ποσών που αναγράφονται στους μισθοδοτικούς του λογαριασμούς που του χορήγησαν οι εναγόμενες, καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα και ότι γι’ αυτό δεν τους αποδέχθηκε, ακολούθως δε ζητεί να του επιδικασθεί η διαφορά των 20.725,81 ευρώ. Έτσι, όμως, δεν προκύπτει από το αγωγικό δικόγραφο ποιο ακριβώς ποσό ζητάει ο ενάγων για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών και ποιο ποσό για αποζημίωση απολύσεως, καθώς τα ποσά που αφαιρεί ως καταβληθέντα δεν διευκρινίζει από ποια απαίτηση τα αφαιρεί, με αποτέλεσμα σε περίπτωση που για παράδειγμα το Δικαστήριο αχθεί σε κρίση ότι ο ενάγων δεν δικαιούται διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών κατά το νόμο, αλλά μόνο αποζημίωση απολύσεως, να μην καθίσταται σαφές αν ο ενάγων θεωρεί ότι έχει λάβει μέρος της αποζημίωσης αυτής και ποιο ποσό θεωρεί ότι του οφείλεται και ζητεί εντέλει να του επιδικασθεί από την αιτία αυτή. Κατόπιν τούτου, η ως άνω αγωγή έπρεπε να απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και όχι ως μη νόμιμη. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η εκκαλούμενη απόφαση που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη να εξαφανιστεί, να κρατηθεί και εκδικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ν` απορριφθεί η αγωγή για το λόγο της αοριστίας και χωρίς ειδικό παράπονο του εκκαλούντος, που παραπονείται για την απόρριψη αυτής ως νόμω αβάσιμης. Τέλος, λόγω της ερημοδικίας των εφεσίβλητων-εναγόμενων και ελλείψει σχετικού τους αιτήματος, δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος-ενάγοντος για κανέναν από τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Ωστόσο, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας κατ’ άρθρο 505 παρ.2 ΚΠολΔ, ποσού 250 ευρώ για κάθε ερημοδικασθείσα εφεσίβλητη σε περίπτωση που θελήσει να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των εφεσίβλητων.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για κάθε μία από τις εφεσίβλητες σε περίπτωση που θελήσουν να ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 30.11.2018 έφεση.

Εξαφανίζει την 5618/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών).

Κρατεί και δικάζει την από 10.10.2016 (με Γ.Α.Κ. …../2016 και Ε.Α.Κ. ……../2016) αγωγή.

Απορρίπτει αυτή.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 9.7.2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ