Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 485/2020

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός  485/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα T.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρονται, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς συζήτηση και έκδοση απόφασης: Α) η από 10.7.2014, με αριθμ. κατάθ. στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………../11-07-2014 έφεση της ερημοδικασθείσας πρώτης εναγομένης (εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στον Παναμά και εκπροσωπείται νόμιμα), εναντίον της ενάγουσας εταιρίας (με την επωνυμία «………………..», που εδρεύει στο Πέραμα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα), αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε, στις 14-07-2014, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………/2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……../2014, με την από 04-03-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../05-03-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./05-03-2019 κλήση της εκκαλούσας εταιρίας, με την επωνυμία «…………», της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, εναντίον της εφεσίβλητης και Β) η από 11.7.2014, με αριθμ. κατάθ. ……../11-07-2014 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς έφεση του δευτέρου των εναγομένων (……………), εναντίον της ενάγουσας (με την επωνυμία «……………………….», που εδρεύει στο Πέραμα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα), αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε, στις 14-07-2014, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………./2014, με την από 04-04-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………/05-04-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………./05-04-2019 κλήση της εφεσίβλητης εναντίον του εκκαλούντος της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης (…………), με τις οποίες (εφέσεις) προσεβλήθη, κατά τ’ αναφερόμενα σ’ εκάστη έφεση κεφάλαια, η εκκαλουμένη με αριθμ. 1743/4-4-2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδικό τμήμα ναυτικών διαφορών), εκδοθείσας, ερήμην της πρώτης εναγομένης εταιρίας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η οποία έκανε δεκτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, την από 12/07/2011, με Αριθμ. Κατάθ. ………./13-07-2011 αγωγή της ως άνω ενάγουσας εταιρίας (με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στο Πέραμα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα) [εναντίον των: 1) εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει κατά το καταστατικό της στον Παναμά, αλλά στην πραγματικότητα εδρεύει στον Πειραιά, στα γραφεία της διαχειρίστριάς της εταιρείας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στη Μονροβία Λιβερίας και είναι εγκατεστημένη νόμιμα στον Πειραιά και εκπροσωπείται και αυτή νόμιμα, 2) …………., κάτοικου Πειραιά και 3) …………..], μετά την έκδοση της με αριθμ. 771/21-12-2017 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία επετράπη στη δικηγόρο, την εμφανιζόμενη, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη δικάσιμο της 16/03/2017, ως πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρείας, να μετάσχει προσωρινά στη δίκη, προκειμένου να συμπληρώσει την αναφερόμενη στο σκεπτικό της ως άνω μη οριστικής αποφάσεως έλλειψη πληρεξουσιότητας, αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο, που θα οριζόταν με την επιμέλεια οποιουδήποτε από τους διαδίκους και τάχθηκε προθεσμία εκατόν είκοσι (120) ημερών από την κοινοποίηση της μη οριστικής αποφάσεως, για τη συμπλήρωση της έλλειψης της πληρεξουσιότητας της ανωτέρου δικηγόρου, με την προσκόμιση του αναφερόμενου σε αυτήν δικαστικού πληρεξουσίου. ΄Ηδη, από τη μετ’ επικλήσεως προσκομιδή της από 18/04/2019 εξουσιοδότησης (χορήγησης) δικαστικής πληρεξουσιότητας στη Δροσιά Αττικής, η οποία είναι γραμμένη στην ελληνική γλώσσα, κατά το ελληνικό δίκαιο, ήτοι του τόπου όπου χορηγήθηκε και φέρει την από 18/04/2019 θεώρηση του γνησίου της υπογραφής από το Κ.Ε.Π. του Δήμου Διονύσου Αττικής, προκύπτει ότι ο ………….., κάτοικος ….. Αττικής, υπό την ιδιότητά του ως Πρόεδρος και Διευθυντής της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…………», η οποία, όπως αναφέρεται στην ως άνω εξουσιοδότηση «…έχει συσταθεί και λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους της Δημοκρατίας του Παναμά, που εδρεύει στην Πόλη του Παναμά, Επαρχία του Παναμά, στη Δημοκρατία του Παναμά,…, όπως προκύπτει από την από 14-03-2019 Βεβαίωση της Δικηγορικής Εταιρείας του Παναμά «………….», η οποία προσκομίζεται στην αγγλική γλώσσα και σ’ επίσημη μετάφραση στην ελληνική, σε συνδυασμό με το από 28-03-2019 επικυρωμένο και με την επισημείωση (apostille) της από 5 Οκτωβρίου 1961 Σύμβασης της Χάγης αντίγραφο του με αριθμ. ……/27-08-2008 Συμβολαιογραφικού Καταστατικού ΄Ιδρυσης της Εταιρείας, έχοντας την προς τούτο αρμοδιότητα και εξουσία δυνάμει ρητής ρήτρας – όρου (…με αριθμό οκτώ ρήτρας – όρου) του … Καταστατικού της Εταιρείας…», διορίζει πληρεξούσια δικηγόρο του, τόσο κατά την προηγούμενη, όσο και κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συζήτηση, τη Δικηγόρο Αθηνών, . …….. και αναγνωρίζει ως έγκυρες όλες τις πράξεις, που αυτή προηγουμένως ενήργησε (βλ. σχετ. και τη με αριθμ. ………./31-12-2018 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς της με αριθμ. 771/2017 μη οριστικής αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου στον ………….., ως νόμιμο εκπρόσωπο αφενός της εταιρίας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στη Μονρόβια της Λιβερίας και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα και αφετέρου της εταιρείας με την επωνυμία «……………», που εδρεύει κατά το καταστατικό της στην πόλη του Παναμά της Δημοκρατίας του Παναμά, αλλά στην πραγματικότητα εδρεύει στον Πειραιά και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από τη διαχειρίστρια και αντίκλητό της εταιρεία με την επωνυμία «………..»). Σημειώνεται ότι, όπως έγινε δεκτό και με τη με αριθμ. 771/2017 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 ΚΠολΔ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 96 παρ. 1 του ιδίου κώδικα, ο πληρεξούσιος διορίζεται, είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και στο πληρεξούσιο πρέπει να αναγράφονται τα ονόματα των πληρεξουσίων. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 104 ΚΠολΔ, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και εαν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. To δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβασή της. Εάν αυτός, που παρίσταται ως πληρεξούσιος, δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης και να επιτρέψει σε εκείνον που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητα του να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινά. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της έλλειψης (ΕφΠειρ 226/2005 ΠειρΝομ 2005.235, ΕφΘεσ 18/2000 Αρμ 2001.382). Η οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προτού συμπληρωθεί η έλλειψη, ή πριν παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε (ΑΠ 1529/2002 Δημ. Νόμος, ΑΠ 517/2002 Δημ. Νόμος, ΑΠ 292/2002 Δημ. Νόμος). Αν δεν συμπληρώθηκε η έλλειψη μέσα στην προθεσμία, που ορίστηκε, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και καταδικάζει εκείνον που παραστάθηκε χωρίς πληρεξουσιότητα να πληρώσει τα έξοδα, που προκλήθηκαν από την παράσταση του αυτή (ΕφΠειρ 226/2005 ΠειρΝομ 2005.235, ΕφΘεσ 18/2000 Αρμ 2001.382ΕΑ 3972/1991 ΑρχΝ 44. 58, ΕΑ 3409/1984 Λίκη 15. 721). Περαιτέρω, σε περίπτωση αλλοδαπού διαδίκου τέθηκε το ζήτημα του τύπου της δικαστικής πληρεξουσιότητας, ήδη υπό την ισχύ της Πολιτικής Δικονομίας του 1835, αφού, εάν η πληρεξουσιότητα είναι θεσμός του δικονομικού δίκαιου, έχει εφαρμογή επ’ αυτής το δικονομικό δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (lex fori), ενώ εάν είναι θεσμός του ουσιαστικού δικαίου, εφαρμόζεται για αυτήν το δίκαιο που διέπει το περιεχόμενό της (lex loci actus), σύμφωνα με την τότε ισχύουσα διάταξη του άρθρου 386 της Πολιτικής Δικονομίας. Υπό την ισχύ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στον οποίο δεν περιλαμβάνεται αντίστοιχη διάταξη με εκείνη του ως άνω άρθρου της Πολιτικής Δικονομίας, γίνεται δεκτό ότι η δικαστική πληρεξουσιότητα, κατά τον τύπο της, διέπεται διαζευκτικά από το οριζόμενο με το άρθρο 11 ΑΚ δίκαιο, δηλαδή είτε από αυτό που διέπει το περιεχόμενό της, είτε από το δίκαιο του τόπου όπου αυτή επιχειρείται, είτε από το δίκαιο της ιθαγένειας όλων των μερών. Έτσι, η εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων περιορίζεται στα δικαστικά πληρεξούσια που συντάσσονται στην Ελλάδα, είτε παρέχονται από ημεδαπούς, είτε από αλλοδαπούς. Η εφαρμογή του συνόλου της διάταξης του άρθρου 11 ΑΚ και, επομένως, και της lex loci actus, δεν προσκρούει στη φύση της πληρεξουσιότητας ως διαδικαστικής πράξης, διότι ο όρος δικαιοπραξία στην ως άνω διάταξη έχει ευρύτερο περιεχόμενο και καλύπτει και όχι μόνο τις δικαιοπραξίες του ουσιαστικού δικαίου, αλλά και τις δικαιοπρακτικές διαδικαστικές πράξεις, όπως είναι η δικαστική πληρεξουσιότητα (Β. Βαθρακοκοίλης, άρθρο 96 αριθ. 9, Τσετσέκος, Η Πληρεξουσιότητα στο ουσιαστικό και στο δικονομικό δίκαιο, σελ. 262, Μπέης, Εισαγωγή  στη Δικονομική σκέψη, σελ.215, Βρέλλης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, σελ. 104, έκδοση 1988, Παπασιώπη – Πασιά, Προβλήματα εφαρμοστέου δικαίου στον τύπο της δικαστικής πληρεξουσιότητας, Αρμ. 1977.810). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση των ως άνω εφέσεων, κατά τη δικάσιμο της 16/03/2017, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία προέβαλε, πλην άλλων, με την από 27.3.2017 προσθήκη – αντίκρουση και αξιολόγηση των αποδείξεων τη δικονομική ένσταση της έλλειψης πληρεξουσιότητας της δικηγόρου της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……………..». Ενόψει, δε, της ειδικής ρύθμισης της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 104 ΚΠολΔ, επειδή η έλλειψη πληρεξουσιότητας δεν εμπίπτει στις τυπικές παραλείψεις για τις οποίες παρέχεται δυνατότητα συμπλήρωσης και μετά τη συζήτηση, κατά τη διάταξη του άρθρου 227 του ιδίου Κώδικα, καθόσον αντίθετη εκδοχή θα κατέληγε ουσιαστικά στην καταστρατήγηση του άρθρου αυτού, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αφού επετράπη η προσωρινή εκπροσώπηση της εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, που εδρεύει στον Παναμά, από την παρισταμένη δικηγόρο, ………….., ανεβλήθη η συζήτηση της υπόθεσης στο σύνολό της, λόγω του δεσμού της ομοδικίας μεταξύ των εναγομένων – εκκαλούντων, για την ορθότερη κρίση της υποθέσεως και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, σε μεταγενέστερη δικάσιμο, που θα οριζόταν με την επιμέλεια οποιουδήποτε από τους διαδίκους και ετάχθη προθεσμία εκατόν είκοσι (120) ημερών από την κοινοποίηση της ως άνω μη οριστικής αποφάσεως για τη συμπλήρωση της έλλειψης της πληρεξουσιότητας της ανωτέρου δικηγόρου, με την προσκόμιση δικαστικού πληρεξουσίου, που διέπεται διαζευκτικά από το οριζόμενο με το άρθρο 11 ΑΚ δίκαιο, δηλαδή είτε από αυτό, που διέπει το περιεχόμενό του (προσκομιζομένων, όσον αφορά στον τρόπο που παρέχεται η δικαστική πληρεξουσιότητα, και των σχετικών διατάξεων του αλλοδαπού δικαίου, ήτοι παναμαϊκού δικαίου, σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα), είτε από το δίκαιο του τόπου όπου επιχειρείται (ελληνικό δίκαιο), είτε από το δίκαιο της ιθαγένειας όλων των μερών, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της (άρθρα 96 παρ. 1, 98 παρ 1, 104, 105 παρ. 3 ΚΠολΔ). Μετά ταύτα, οι ίδιες ως άνω εφέσεις νομότυπα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 ΚΠολΔ, επαναφέρονται προς συζήτηση με τις ως άνω κλήσεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας – εφεσίβλητης σχετικά με την εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου για τη χορήγηση της ως άνω πληρεξουσιότητας. ΄Εχουν ασκηθεί δε νομότυπα οι ως άνω εφέσεις, εναντίον της ιδίας εκκαλουμένης αποφάσεως, από τους ηττηθέντες πρωτοδίκως εναγομένους, με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και προ πάσης επιδόσεως, αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητείται (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ.1 του ΚΠολΔ) και έχουν καταβληθεί και τα νόμιμα, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, παράβολα, όπως αποδεικνύεται από τα υπ’ αριθμούς …., ……/2014 έντυπα παράβολα του Δημοσίου και τα με αριθμούς …. και ……/2014 έντυπα παράβολα υπέρ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. για την πρώτη έφεση και τα με αριθμούς …… και ………/2014 έντυπα παράβολα του Δημοσίου και τα με αριθμούς …. και …../2014 έντυπα παράβολα υπέρ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. για την δεύτερη, όπως κρίθηκε και με την ως άνω με αριθμ. 771/2017 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και οι οποίες πρέπει, να ενωθούν, και συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ) (βλ. ΑΠ 554/2018 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011: “Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως” (ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 476/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1572/2013 Δημ. Νόμος). Με το ανωτέρω περιεχόμενο, επαναφέρθηκε η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν. 2915/2001, προσαρμοσμένη στο καθεστώς της μιας και μοναδικής συζήτησης και έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας ανακοπής ερημοδικίας. Η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως, ανεξάρτητα από τη διαδικασία με την οποία δίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δηλαδή είτε κατά την τακτική διαδικασία, είτε κατά την ειδική διαδικασία και ανεξάρτητα από το αν η απουσία του εκκαλούντος διαδίκου συνεπάγεται τεκμήριο ομολογίας ή παραιτήσεώς του, ή αν ο διάδικος δικάσθηκε σαν να ήταν παρών, επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αλλά αρκεί η “τυπική” παραδοχή της, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 579/2018 ό.π., ΑΠ 546/2014, ΑΠ 1572/2013 ό.π., ΑΠ 1906/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 27/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 123/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 22/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 67/2002 ΤΝΠΔΣΑθ, EΘ 1531/1999 Αρμ. 1999 σ. 1517, ΕΑ 6074-6082/1998 ΕλλΔικ 1998 σ. 1383. Στ. Ματθία, ΕλλΔικ 36 σ. 11), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 579/2018 ό.π., ΑΠ 495/2017). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Και με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106 ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ. Έτσι, στην περίπτωση που ο διάδικος ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς να είναι ανάγκη να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, κάποιος λόγος της έφεσης. Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών, που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 579/2018 ό.π., πρβλ ΑΠ 6/2017, ΑΠ 343/2013). Η επανάληψη της ρύθμισης αυτής στο άρθρο 528 ΚΠολΔ, θα ήταν άσκοπη και νομοτεχνικά περιττή, αν πράγματι ο νομοθέτης ήθελε να ρυθμίσει κατά τον ίδιο τρόπο την έφεση κατά των ερήμην και κατά των αντιμωλία εκδιδομένων αποφάσεων. Επειδή, όμως, τούτο δεν συμβαίνει, δηλαδή ο νομοθέτης δεν θέλησε να δώσει στο άρθρο 528 λειτουργία διαφορετική από εκείνη που είχε υπό την ισχύ του ν. 2207/1994, η διατύπωσή του παρέμεινε χωρίς καμία ως προς αυτό μεταβολή, υποδεικνύοντας ότι η έφεση, όταν λειτουργεί ως αναιτιολόγητη ανακοπή, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως στο σύνολό της, αλλά στην έκταση που προσδιορίζουν τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ως προς τα μη θιγόμενα με το ένδικο μέσο της έφεσης κεφάλαια, δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η υπόθεση και δεν εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση και παρά την τυχόν γενικότητα της διατυπώσεως του διατακτικού της εφετειακής απόφασης (ΑΠ 579/2018 ό.π., ΑΠ 192/1998) και μόνο κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην αρχή του άρθρου 536 του ΚΠολΔ της “μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος”. “Κεφάλαιο” θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης. Ως εκ τούτου, οι τόκοι, που αποτελούν “παρεπόμενη” σε σχέση με την κύρια απαίτηση αξίωση και δεν είναι επιτρεπτή η επιδίκασή τους, χωρίς σχετική αίτηση, αποτελούν χωριστό “κεφάλαιο” και είναι ζήτημα εκτίμησης του δικογράφου της έφεσης, που υπόκειται, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αν με αυτή προσβάλλεται και το κεφάλαιο των τόκων. Και ναι μεν το κεφάλαιο των τόκων συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο για την κύρια απαίτηση, η έννοια όμως του “αναγκαστικά συνεχόμενου κεφαλαίου” (που προβλέπεται μόνο επί πρόσθετων λόγων έφεσης – άρθρ. 520 παρ. 2 – και αντέφεσης – άρθρ. 523) δεν αφορά, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, και το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης (ΑΠ 579/2018 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρία, άσκησε την από 12/07/2011, με Αριθμ. Κατάθ. …../13-07-2011 αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδικό τμήμα Ναυτικών Διαφορών), εναντίον των: 1) εταιρείας με την επωνυμία «. ……», που εδρεύει, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, κατά το καταστατικό της, στον Παναμά, αλλά στην πραγματικότητα εδρεύει στον Πειραιά, στα γραφεία της διαχειρίστριάς της εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στη Μονροβία Λιβερίας και είναι εγκατεστημένη νόμιμα στον Πειραιά και εκπροσωπείται και αυτή νόμιμα, ήδη εκκαλούσας της υπό στοιχείο Α΄ από 10.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2014 έφεσης, 2) ………., κατοίκου Πειραιά, ήδη εκκαλούντος της από 11.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./2014 έφεσης και 3) …………. (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), με την οποία εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι έχει ως αντικείμενο εργασιών την εκτέλεση ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών επί πλοίων και ότι στα πλαίσια της δραστηριότητας της αυτής συμφώνησε τον Ιανουάριο του έτους 2009, στο Πέραμα Αττικής, με την πρώτη εναγομένη εταιρία, εκπροσωπουμένη νόμιμα από το δεύτερο εναγόμενο, την εκτέλεση εργασιών, επί του Φ/Γ πλοίου, πλοιοκτησίας της με το όνομα «Ν.», με σημαία Παναμά και με αρ. νηολογίου Παναμά ΙΜΟ ………. Ότι, σε εκτέλεση της αναληφθείσας υποχρέωσης, πραγματοποίησε αυτή (ενάγουσα) κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα Ιανουάριου μέχρι τα μέσα Μαϊου 2009, στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας, με δικά της συνεργεία και υλικά, σύμφωνα με τους κανόνες της επισκευαστικής τέχνης, τις λεπτομερώς παρατιθέμενες στην αγωγή, κατά είδος, ποσότητα, μονάδα βάρους και διαστάσεις ελασματουργικές και σωληνουργικές εργασίες. Ότι την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών παρακολουθούσαν ο δεύτερος και ο τρίτος εκ των εναγομένων καθ’ όλη τη διάρκεια και ότι αυτοί ενέκριναν και παρέλαβαν αυτές τυπικά για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, αλλά ουσιαστικά για λογαριασμό τους. Ότι, το συμφωνηθέν εργολαβικό αντάλλαγμα ανήλθε στο ποσό των 620.152 ευρώ, και μετά από έκπτωση, σε 580.000 ευρώ. Ότι, για όλες τις εργασίες εξέδωσε αυτή (ενάγουσα) τα τρία τιμολόγια, που αναφέρονται στην αγωγή, σε καθένα εκ των οποίων αναγράφονται οι εκτελεσθείσες εργασίες και η αντίστοιχη αξία αυτών. Ότι, μολονότι το ποσό έκαστου τιμολογίου συμφωνήθηκε πληρωτέο κατά την ημερομηνία έκδοσής του, η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε τμηματικά, μέχρι την 14.1.2010, το ποσό των 110.000 ευρώ. Ότι, την 28.4.2010 και την 25.6.2010, ο τρίτος εναγόμενος ενεργώντας, σε εκτέλεση συμφωνίας σωρευτικής αναδοχής χρέους, καταρτισθείσα την 23.3.2010, στον Πειραιά, της κατέβαλε σε δύο ισόποσες δόσεις το ποσό των 16.000 ευρώ. Με βάση το πραγματικό αυτό, ζήτησε η ενάγουσα, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, που έλαβε χώρα με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με τις έγγραφες προτάσεις του (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β’ και 297 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων, ευθυνομένων εις ολόκληρον, της μεν πρώτης από την ένδικη σύμβαση εκτέλεσης των εργασιών, των δε δευτέρου και τρίτου των εναγομένων, λόγω σωρευτικής αναδοχής από αυτούς της επίδικης οφειλής της πρώτης των εναγομένων, χωρίς απαλλαγή της τελευταίας, να της καταβάλουν το υπόλοιπο ποσό, ύψους 454.000 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την ημέρα που κατέστη απαιτητό κάθε επί μέρους κονδύλιο, άλλως να αναγνωρισθεί ότι οφείλουν το άνω ποσό εις ολόκληρον, σύμφωνα τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 288 και 281 ΑΚ, επικαλούμενη προς τούτο ότι ο δεύτερος και ο τρίτος εκ των εναγομένων, ενεργώντας με πρόθεση και κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, ασκούσαν τη ναυτιλιακή επιχειρηματική τους δραστηριότητα δια της πρώτης εναγομένης, την οποία χρησιμοποιούσαν ως παρένθετο πρόσωπο, πλήρως ελεγχόμενο από αυτούς, με σκοπό τη ματαίωση της ικανοποίησης των απαιτήσεων των δανειστών τους και να καταδικαστούν αυτοί στα δικαστικά της έξοδα. Κατά τη συζήτηση της αγωγής, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, η πρώτη εναγομένη εταιρία, με την επωνυμία «………….» και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ από 10.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2014 έφεσης δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, με αποτέλεσμα η υπόθεση να συζητηθεί ερήμην αυτής (271 παρ. 1 και 2 εδ. Β ΚΠολΔ) και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. Με την εκκαλούμενη δε με αριθμ. 1743/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδικό τμήμα Ναυτικών Διαφορών) έγινε δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, ως προς την κύρια βάση της, και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης – εκκαλούσας της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης (λόγω της ερημοδικίας της) εις ολόκληρον με το δεύτερο εναγόμενο – εκκαλούντα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης και τον τρίτο εναγόμενο (μη διάδικο στην παρούσα δίκη) (λόγω της ομολογίας του), να καταβάλουν στην ενάγουσα – εφεσίβλητη το ποσό των 454.000 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από τότε που κατέστη απαιτητό και δη από την 17.12.2009 και μέχρι την πλήρη εξόφληση και καταδίκασε αυτούς στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας ύψους έντεκα χιλιάδων οκτακοσίων (11.800) ευρώ. Εναντίον της ως άνω αποφάσεως, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκαν: Α) η από 10.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./2014 έφεση της ερημοδικασθείσας πρωτοδίκως και ηττηθείσας πρώτης εναγομένης εταιρίας και Β) η από 11.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2014 έφεση του ηττηθέντος δευτέρου εναγομένου. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον, ως προς την υπό στοιχείο Α΄ από 10.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2014 έφεση, εφόσον η ερημοδικασθείσα πρωτοδίκως εκκαλούσα εταιρία της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης αρνείται τους αγωγικούς ισχυρισμούς και προβάλλει εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει η υπό στοιχείο Α΄ από 10.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./2014 έφεση να γίνει τυ­πικά και ουσιαστικά δεκτή και η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανισθεί, μέσα στα όρια, που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι ως προς την εκκαλούσα – πρώτη εναγομένη εταιρία (με την επωνυμία «………….») και να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε για την άσκηση της από 10.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………/2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………./2014 έφεσης και εντεύθεν και ως προς τη διάταξη των δικαστικών εξόδων που αναλογεί στην πρώτη εναγόμενη αυτήν και συγκεκριμένα κατά το ποσό των 3.933,33 ευρώ (ήτοι 11.800 ευρώ διά 3) (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 261/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, ως προς το νόμω και ου­σία βάσιμο αυτής, ως προς την εκκαλούσα – πρώτη εναγομένη εταιρία (με την επωνυμία «……………..») (άρθρα 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις εξάλλου, των άρθρων 513, 681 και 683 ΑΚ, οι οποίες ορίζουν αντίστοιχα, με τη σύμβαση της πώλησης ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή του δικαιώματος, που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης και να παραδώσει το πράγμα και ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα, που συμφωνήθηκε, με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή και όταν πρόκειται για σύμβαση κατασκευής έργου, σε περίπτωση αμφιβολίας, αν την ύλη που απαιτείται για το σκοπό αυτό τη χορηγεί ο εργολάβος, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την πώληση, και αν τη χορηγεί ο εργοδότης εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη σύμβαση έργου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η σύμβαση πώλησης διαφέρει από τη σύμβαση έργου στο ότι, στη μεν σύμβαση πώλησης ο πωλητής οφείλει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, συνιστάμενο στη μεταβίβαση της κυριότητας ενός πράγματος, δεν υποχρεούται, όμως, στην κατασκευή του, ακόμη και αν το πράγμα δεν υπάρχει κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης. Αντίθετα, στη σύμβαση έργου, ο εργολάβος είναι υποχρεωμένος να παραγάγει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα (έργο) στο οποίο αποβλέπουν τα μέρη, και όχι απλώς να παράσχει ένα συγκεκριμένο, ήδη έτοιμο, αντικείμενο. Εξάλλου, ο εισαγόμενος με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 683 ΑΚ ερμηνευτικός κανόνας, δεν εφαρμόζεται, όταν οι συμβαλλόμενοι εκφράσθηκαν για την έννοια της σύμβασης σαφώς και δεν προκύπτει περί αυτής καμία αμφιβολία, οπότε δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής της (ΑΠ 957/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1273/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 403/1992), όπως, όταν, παρά τη χορήγηση της ύλης από τον εργολάβο, στην καταρτισθείσα σύμβαση απαντούν τυπικά στοιχεία της σύμβασης έργου, που είναι ασυμβίβαστα με τη σύμβαση πώλησης, όπως τούτο συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία, κατά ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών, η εκτέλεση του έργου θα γίνει από τον εργολάβο και το επιτελείο των τεχνιτών, που διαθέτει στο εργαστήριο του, όταν το κατασκευαστέο πράγμα έχει προσδιορισθεί στη σύμβαση με ατομικά γνωρίσματα ή ιδιαίτερες ιδιότητες, έτσι, ώστε, να προσαρμόζεται αποκλειστικά στις ιδιαίτερες προσωπικές ανάγκες και επιθυμίες του παραγγελέως και συνεπώς σε τυχόν περίπτωση άρνησής του να παραλάβει το πράγμα δεν μπορεί ή δυσχερώς μπορεί να διατεθεί σε άλλον ενδιαφερόμενο (ΑΠ 957/2019 ό.π., ΑΠ 1273/2018 ό.π.). Με τη διάταξη του άρθρου 681 του A.K., καθορίζονται τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως μισθώσεως έργου, τα οποία είναι η συμφωνία των συμβαλλομένων, το έργο και η αμοιβή, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε είδος (ΑΠ 1294/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 554/2018 Δημ. Νόμος). Καταβάλλεται δε η αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 694 του ίδιου κώδικα, κατά την παράδοση του έργου, εκτός αν η παράδοση τούτου συμφωνήθηκε κατά τμήματα, οπότε καταβάλλεται με την παράδοση κάθε τμήματος. Ως παράδοση, νοείται η πλήρης εκπλήρωση της κύριας υποχρεώσεως του εργολάβου με την προσπόριση του έργου στον εργοδότη, δηλαδή την περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσιάσεως του τελευταίου, το οποίο, όμως, πρέπει να είναι το προσήκον, δηλαδή να μην είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που συμφωνήθηκε, γιατί αλλιώς δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος εκπλήρωσε πρώτος τη βαρύνουσα αυτόν υποχρέωση. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 688, 689, 690, και 694 A.K. προκύπτει ότι, ένα έργο θεωρείται περατωμένο ή εκτελεσμένο, έστω και αν έχει ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων ή πραγματικά ελαττώματα, ακόμη και ουσιώδη, που το καθιστούν άχρηστο (ΑΠ 1294/2018 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά την έννοια της άνω διατάξεως, ως έργο νοείται το αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας, συνισταμένης στη δημιουργία μιας νέας κατάστασης σε σχέση με εκείνη που προϋφίσταται, μπορεί δε το έργο να είναι υλικό ή άϋλο, πνευματικής, φυσικής ή ηθικής φύσης, να συνδέεται με ενσώματο αντικείμενο είτε άμεσα (μετατροπή ύλης) είτε έμμεσα, να αποτελεί αυτοτελές προϊόν της ανθρώπινης διάνοιας, να είναι ορατό (ανοικοδόμηση κτιρίου) ή αόρατο (διατύπωση επιστημονικής γνώμης) κλπ. Πρέπει δε το έργο να έχει αγοραία και αυτοτελή αξία για τον εργοδότη ή για κάποιον τρίτο, η δε αξία του πρέπει να είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής από την αξία της εργασίας, που καταβάλλεται για την παραγωγή του. Η διάταξη του άρθρου 681 Α.Κ. δεν διακρίνει μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών έργων και συνεπώς οποιοδήποτε νοητό έργο ρυθμίζεται κατ’ αρχήν από τα άρθρα 681 έως 702 του ΑΚ. (ΑΠ 554/2018 ό.π.). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ` αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Εξάλλου, κατά την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως από δικονομική άποψη, με την έννοια του ορισμένου, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔικ, της αγωγής, ο ενάγων για την καταβολή της αμοιβής εργολάβος οφείλει να επικαλεστεί στο δικόγραφο αυτής τη σύμβαση, το έργο, που συμφωνήθηκε, το είδος και το ύψος της αμοιβής και ότι εκτέλεσε προσηκόντως την υποχρέωση, που τον βαρύνει με την παράδοση του έργου. Η αμοιβή, μπορεί κατά την κατάρτιση της σύμβασης να ορισθεί κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, σε ποσοστά ή και να καταλειφθεί ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της. Εάν συμφωνήθηκε το σύστημα καθορισμού της αμοιβής κατά χρονικές μονάδες, που αναφέρονται στη χρονική έκταση του αποτελέσματος και ειδικότερα στον προσδιορισμό αντί ορισμένου ποσού ανά ώρα μέχρι την ολοκλήρωση του έργου, προκειμένου να εξαχθεί η συνολική αμοιβή του εργολάβου, μετά την εκτέλεση του έργου ή τμήματος αυτού, πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των ωρών που απαιτήθηκαν για την εκτέλεσή του με το συμφωνηθέν ανά ώρα ποσόν. Καταβάλλεται δε η αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 694 του ΑΚ, κατά την παράδοση του έργου, εκτός αν η παράδοση τούτου συμφωνήθηκε κατά τμήματα, που καθένα αποτελεί και αυτοτελές έργο, οπότε καταβάλλεται με την παράδοση κάθε τμήματος ή αυτοτελούς έργου. Επομένως η αγωγή, με την οποία ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του, είναι ορισμένη κατά τις παραπάνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και το άρθρ. 216 ΚΠολΔικ, όταν σ` αυτήν περιγράφεται το έργο που συμφωνήθηκε, προσδιορίζεται το είδος και το ύψος της οφειλόμενης αμοιβής και αναφέρεται ότι το έργο εκτελέσθηκε με τον προσήκοντα τρόπο και παραδόθηκε στον εργοδότη (ΑΠ 162/2018, Δημ. Νόμος, ΑΠ 554/2018 ό.π., ΑΠ 535/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 233/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 882/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 346/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 257/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 314/2009, ΑΠ 1539/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 508/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1336/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 543/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 592/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5536/2013 Δημ. Νόμος). Τέλος, με την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας, η έναντι του έργου, απλού ή σύνθετου, αμοιβή είναι μία, έστω και αν στη σύμβαση εμφανίζεται αυτή ως άθροισμα μερικότερων αμοιβών, που αντιστοιχούν στα μέρη του σύνθετου έργου, συνέπεια δε τούτου είναι ότι αν ο κύριος του έργου καταβάλει στον εργολάβο χρηματικό ποσό προς μερική εξόφληση της εκ της συμβάσεως υποχρεώσεως αυτού, επιφέρει εξόφληση του σχετικού μέρους της αμοιβής και όχι εξόφληση μιας ή περισσότερων από τις προαναφερόμενες μερικότερες αμοιβές και αντίστοιχα, ο εργολάβος διατηρεί απαίτηση για το υπόλοιπο της αμοιβής και όχι απαίτηση για μια ή περισσότερες από τις μερικότερες αμοιβές (ΑΠ 882/2013, ΑΠ 257/2009, ΑΠ 508/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 543/2007, ΕφΑθ 5536/2013 δημοσιευμένες ό.π). Περαιτέρω, μόνον όταν η αμοιβή του εργολάβου καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού, ο καθορισμός αυτής θα γίνει είτε κατά τα άρθρα 371 – 373 Α.Κ. είτε με αντικειμενικά στοιχεία, όπως με τις τυχόν ισχύουσες διατιμήσεις ή την ειθισμένη αμοιβή, αυτή, δηλαδή, η οποία συνηθίζεται υπό τις ίδιες συνθήκες τόπου, χρόνου κλπ. να καταβάλλεται σε εργολάβους της ίδιας κατηγορίας για όμοιες εργασίες (ΑΠ 941/2002 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 372/2014 Δημ. Νόμος). Ο ισχυρισμός για αοριστία της αγωγής προτεινόμενος ή επαναφερόμενος ενώπιον του Εφετείου δεν αρκεί να αναφέρει ότι η αγωγή είναι αόριστη, αλλά πρέπει να αναφέρει τις συγκεκριμένες αοριστίες σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, που είναι απαραίτητα για τη στήριξη του αγωγικού δικαιώματος, εξαιτίας των οποίων δεν παρέχεται η δυνατότητα στον εναγόμενο να αμυνθεί (ΑΠ 508/2008 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ προκύπτει ότι, σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση, που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι, παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού, που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος, παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί ακόμη και σιωπηρώς, είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνωρίσεως χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά αναλήψεώς του, εφ` όσον αυτό πραγματικά υπάρχει, δύναται δε να αφορά και σε μελλοντικό χρέος, ως τοιούτου νοουμένου, τόσο εκείνου του χρέους, που ο νομικός λόγος παραγωγής του υπάρχει κατά την κατάρτιση της συμβάσεως αναδοχής, αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμη (περιορισμένη μελλοντική απαίτηση), όσο και εκείνου του οποίου, ούτε ο λόγος παραγωγής, ούτε η απαίτηση υπάρχει κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, και στις δύο περιπτώσεις, το μελλοντικό χρέος είναι οριστό, μπορεί δηλαδή να προσδιορισθεί, κατά το χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση έναντι του οφειλέτη. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται, έναντι του δανειστή, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (ΑΚ 481), δικαιουμένου του δανειστή να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μία μόνο φορά, κατ` επιλογή του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη, με βάση τη σύμβαση αναδοχής, είτε από τον οφειλέτη με βάση τη μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη σχέση (ΑΠ 726/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 230/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1333/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 178/2004 Δημ. Νόμος). Το χρέος του νέου οφειλέτη στην γέννηση του εξαρτάται από το χρέος του αρχικού οφειλέτη, όμως, στην παραπέρα εξέλιξη του γίνεται ανεξάρτητο. Οι ενοχές των δύο παραπάνω συνοφειλετών είναι αυτοτελείς ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξη τους και κάθε μία υπόκειται σε γεγονότα υποκειμενικά, δηλαδή εκείνα, που ενεργούν μόνο σε βάρος του συνοφειλέτη, στο πρόσωπο του οποίου επήλθαν (άρθρο 486 Α.Κ.), και σε γεγονότα αντικειμενικά, δηλαδή εκείνα που ενεργούν προς όφελος όλων των συνοφειλετών, αν και επήλθαν στο πρόσωπο ενός μόνο από αυτούς (άρθρα 484-485 Α.Κ.). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, όποιος αναδέχθηκε σωρευτικά το αλλότριο χρέος (ο αποκτών το χρέος), έχει όλες τις ενστάσεις, που είχαν γεννηθεί και μπορούσαν να προταθούν από τον παλαιό οφειλέτη (μεταβιβάσαντα το χρέος) εναντίον του δανειστή, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης (άρθρο 473 §1 Α.Κ.), όχι, όμως, και τις ενστάσεις από τις μεταξύ αυτού και του μεταβιβάσαντος σχέσεις (άρθρο 474 Α.Κ.). Για τις μετά τη μεταβίβαση (αναδοχή) γεννηθείσες ενστάσεις ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 484-486 Α.Κ. περί παθητικής εις ολοκληρον ενοχής. Έτσι, ο αποκτών δικαιούται να επικαλεστεί την ήδη συμπληρωθείσα στο πρόσωπο του μεταβιβάσαντος, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, παραγραφή, η οποία παραμένει ομοειδής και ίδιας χρονικής διάρκειας και επιπλέον όσες ενστάσεις ενεργούν αντικειμενικά (π.χ. καταβολή, δόση ή υπόσχεση καταβολής, ανανέωση, συμψηφισμός, δημόσια κατάθεση). Αντίθετα, δεν μπορεί να επικαλεστεί κατά του δανειστή την παραγραφή, που συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του μεταβιβάσαντος μετά τη μεταβίβαση (αναδοχή), ενώ σε κάθε περίπτωση αν το χρέος έχει ήδη παραγραφεί κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, τότε αυτό έχει παραγραφεί και για τον αποκτώντα (ΑΠ 1695/1998 ΕλλΔνη 40.630, ΑΠ 1450/1990 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 545/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1842/2011 Δημ. Νόμος, Απ. Γεωργιάδης, ό.π, § 39, σελ. 383 και § 43μ σελ. 436 επ, Αστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό δίκαιο, γεν. μέρος II, Γ έκδοση, σελ. 226 και 234, Κρητικός σε Α.Κ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 447, αριθ. 11). Περαιτέρω, η σωρευτική αναδοχή χρέους διαφέρει από την εγγύηση, η οποία, μεταξύ άλλων, υπόκειται σε τύπο (άρθρ. 849 Α.Κ.) και έχει σαν σκοπό την παροχή ασφάλειας στο δανειστή και την ενίσχυση της πίστης του οφειλέτη. Αντίθετα, αν ο τρίτος έχει δικό του και άμεσο συμφέρον στην εκπλήρωση της παλιάς οφειλής, πράγμα που έγινε αντιληπτό από το δανειστή, τότε πρόκειται για σωρευτική αναδοχή (Γεωργιάδης- Σταθόπουλος ο.π. άρθρ. 477, αριθ. 13, Απ. Γεωργιάδης ό.π., σελ. 443, ΑΠ 1333/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 178/2004 ό.π.).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 34 Α.Κ., ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρου 61 Α.Κ. να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά την διάταξη του άρθρου 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως, νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από τον νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία από αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στον χώρο και συνεχή στον χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως, προπάντων, είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ΄ αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι, συνεπώς, το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρου 70 Α.Κ., σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοικήσεως του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο, ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρου 83 §2 κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 Α.Κ., δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς υπάρξεως του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5§1 και 12§§ 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από τον νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στον νόμο. Πρέπει, όμως, να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της καταχρήσεως δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 2/2013 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 5/1996 Δημ. Νόμος ΤριμΕφΠειρ 621/2018 ΔημΙστΕφΠειρ), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε., βλ. άρθρο 1§3 κ. ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3  ν. 3604/2007, 41§2 ν. 959/1979, 43α ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2  π. δ. 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά, επίσης, καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση, μέσω αυτής, επιχειρηματικής δραστηριότητας από ένα ή περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορροφήσεως των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού τον σκοπό ακριβώς αυτό προορίστηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Συνεπώς, δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες, που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερομένους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας, για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γιαυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά, κατά την παραπάνω έννοια, ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική από αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχειρήσεως, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί, σε τελική ανάλυση, τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσεως. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά την λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή καταχρήσεως του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί την νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει τον νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ΄ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας καταχρήσεως είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού,  εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδοτήσεως, ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της συγχύσεως των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία εις βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς, καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή, κατ΄ άλλη έκφραση, η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή τον βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στην συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ΄ αυτούς παραλλαγμένης καταστάσεως. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για την συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον (άρθρο 481 Α.Κ.) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 Α.Κ.) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς τον βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλειστεί η ευθύνη της εταιρείας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον από αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρεία ή τον βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι΄ αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεστούν την μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρεία στον βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως από τον μέτοχο αυτό ή εταίρο στην εταιρεία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς την συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερόμενου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό εντάσσεται και αξιολογείται και η συνηθισμένη στη ναυτιλία επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρείες στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχειρίσεώς τους σε άλλη εταιρεία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για τον σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ΄ αυτό τον τρόπο τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στην διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στον επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμεταλλεύσεως του πλοίου για λογαριασμό του. Αντιθέτως, ο επιχειρηματίας θα είναι και εφοπλιστής κατά την έννοια του άρθρου 105  Κ.Ι.Ν.Δ., αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρείες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί, συνεπώς, στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε, εκτός από την απολαβή των κερδών, πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΟλΑΠ 2/2013 Δημ. Νόμος, βλ. και παρατηρήσεις Σ. Μανουσάκη Πειρ.Νομ. 2013.56. Κλ. Ρούσσου ΕφΑΔ 2013.317, σημ. Ν. Ελευθεριάδη ΔΕΕ 2013.324 και εισαγωγικό σημ. Παμπούκη ΕπισκΕμπΔ 2013.574, ΑΠ 537/2016 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 621/2018 ΔημΙστΕφΠειρ). Για την κατά κανόνα νομιμοποίηση δε προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης. Αν, όμως, αποδειχθεί η αναλήθεια του ισχυρισμού αυτού, τότε αυτή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος. Ποιά πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο, που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Συνεπώς, η εκ μέρους του εναγομένου προβαλλόμενη έλλειψης ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής (ΑΠ 1679/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 921/2007, ΑΠ 2102/2007, ΤριμΕφΠειρ 83/2019 ΔημΙστοσελΕφΠειρ).

Τέλος, κατά το άρθρο 25 του ΑΚ, οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και αν δεν ορίστηκε τέτοιο εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Η παρεχόμενη στα μέρη εξουσία από το άρθρο 25 του ΑΚ να ορίζουν το δίκαιο που θα ρυθμίζει τις ενοχές από σύμβαση, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πνεύμα της Συμβάσεως της Ρώμης του έτους 1980, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που κυρώθηκε με το ν. 1792/1988 και αποτελεί από 14.1.1991 εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας με την ισχύ που δίνει σ` αυτό το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος και με την οποία ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, δεδομένου ότι ο Κανονισμός (ΕΚ) με αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I), εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – πλην της Δανίας – σε συμβάσεις που συνάπτονται από την 17-12-2009 (άρθρο 28). Κατ` άρθρο 1 παρ. 3 της ως άνω Σύμβασης που επικρατεί του άρθρου 25 ΑΚ, “Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης”, ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου “τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν οποτεδήποτε την υπαγωγή της σύμβασης, τους σε δίκαιο άλλο από εκείνα που, σύμφωνα είτε με προηγούμενη επιλογή κατά το παρόν άρθρο, είτε με άλλες διατάξεις της παρούσας σύμβασης τη διείπε προηγουμένως. Κάθε σχετική με τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου τροποποίηση μετά τη σύναψη της σύμβασης δεν θίγει το κατά το άρθρο 9 τυπικό κύρος της, ούτε τα δικαιώματα των τρίτων”. Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς συνάγεται, ότι αναγνωρίζεται ο μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου σε μια ενοχική δικαιοπραξία δικαίου, ακόμη και “εν επιδικία”, ρητά ή σιωπηρά. Ρητά, αν οι συμβαλλόμενοι ορίσουν ενώπιον του δικαστηρίου το δίκαιο που θέλουν να διέπει τη συγκεκριμένη σύμβαση που έχουν καταρτίσει, σιωπηρά δε αναφερόμενοι στις διατάξεις ενός δικαίου, έτσι ώστε να συνάγεται ευκρινώς η βούληση τους στο να θεωρηθεί το δίκαιο αυτό εφαρμοστέο στη σύμβαση τους (ΑΠ 1383/2008 ΕΝΔ 2009.57, ΕφΠειρ 36/2012 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, με βάση την εφαρμογή του συνδετικού κανόνα του άρθρου 4 σημ. 1 εδ. α` της ανωτέρω Σύμβασης και του άρθρου 25 εδ. β` ΑΚ εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σχέση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, οι οποίες συνεκτιμώνται, ανάλογα με τη στενότητα ή χαλαρότητα της έννομης σχέσης (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλΔ 1988.101, ΕφΠειρ 36/2012 ό.π.), τέτοιες δε ειδικές συνθήκες εν προκειμένω αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκόμενων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών και ιδίως η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας, διότι η εν λόγω σύμβαση αποτελεί και τη βάση και αφετηρία όλων των μετέπειτα σχέσεων του εφοπλιστή (ναυλωτή) προς τους τρίτους (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375, ΕφΠειρ 36/2012 ό.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, με το ως άνω περιεχόμενο η υπό κρίση αγωγή, για το αναγνωριστικό αίτημα της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, ενόψει του χρόνου ασκήσεώς της πριν την ισχύ του Ν. 3994/2011, παραδεκτώς εισήχθη προς συζήτηση, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει την υπό κρίση διαφορά, που φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας, αφενός μεν λόγω της κατοικίας του δευτέρου των εναγόμενων και της πραγματικής εγκατάστασης της πρώτης εναγομένης στον Πειραιά, αφετέρου δε λόγω του τόπου εκπλήρωσης της παροχής στον Πειραιά (άρθρα 2, 3, 5 περ. 1α, 59 παρ. 1 και 60 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, 3, 18 παρ. 1, 22, 25 παρ. 2 και 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 2 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) (βλ. σχετ. ΕφΠειρ Ναυτ 42/2017 Δημ. Νόμος). Εφαρμοστέο δε δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, αφενός μεν ως προς την κύρια βάση της αγωγής, που ερείδεται στη μεν συμβατική ευθύνη της πρώτης των εναγομένων, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 και 5 εδ. β’ της Σύμβασης της Ρώμης του 1980, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που κυρώθηκε και ισχύει στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988 [δεδομένου ότι ο Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) εφαρμόζεται από 17.12.2009], στη δε συμβατική ευθύνη του δευτέρου των εναγομένων, με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 25 εδ. β` Α.Κ. και 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου, «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I), ο οποίος εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – πλην της Δανίας – σε συμβάσεις που συνάπτονται από την 17-12-2009 (άρθρο 28), και με βάση το άρθρο 2, έχει οικουμενική εφαρμογή, κατά την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει και στην εφαρμογή του Δικαίου ενός κράτους, που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως το δίκαιο της χώρας, με την οποία η σύμβαση συνδέεται στενότερα, λόγω της έδρας της ενάγουσας, του τόπου κατάρτισης και εκτέλεσης των συμβάσεων (Ελλάδα), σε κάθε δε περίπτωση λόγω μετασυμβατικού καθορισμού του ελληνικού δικαίου, καθώς αμφότεροι οι διάδικοι επικαλούνται ως εφαρμοστέες τις διατάξεις του (ΕφΠειρ 269/2008, ΔΕΕ 2008. 292), αφετέρου δε ως προς την επικουρική βάση της αγωγής, που ερείδεται στην αδικοπρακτική ευθύνη του δεύτερου των εναγομένων, λόγω του ότι στην ημεδαπή επήλθε η ζημία, με τη ματαίωση της ικανοποίησης της επίδικης απαίτησης [άρθρα 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 31, 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 (Ρώμη II) για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές, ο οποίος λόγω του οικουμενικού χαρακτήρα του τυγχάνει εφαρμογής και σε μη συμβαλλόμενα κράτη (άρθρο 3)]. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη – απορριπτομένης της ένστασης αοριστίας των εκκαλούντων, διότι, όπως προκύπτει, από την επιτρεπτή επισκόπηση του δικογράφου της, περιέχει, όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται για να είναι ορισμένη, σύμφωνα με τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, σ’ αυτή αναφέρονται, αρκούντως, οι επίδικες συμβάσεις, το έργο, που συμφωνήθηκε, το είδος και το ύψος της αμοιβής και ότι η ενάγουσα εκτέλεσε προσηκόντως την υποχρέωση, που την βαρύνει με την παράδοση του έργου, όπως και όλα τα στοιχεία για τη θεμελίωση της παθητικής νομιμοποίησης των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, αλλά και της ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, δεν απαιτούνται δε λοιπά στοιχεία, ως θεμελιωτικά γεγονότα αφενός μεν της αγωγής της εργολάβου κατά της εργοδότριας, με την έννοια της πληρότητας της ιστορικής βάσεως αυτής, αφετέρου δε της αξίωσής της εκ της επικαλούμενης σωρευτικής αναδοχής χρέους, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών λόγων εφέσεων, με τους οποίους οι εκκαλούντες αιτιώνται ότι εσφαλμένα κρίθηκε η αγωγή ορισμένη ως προς αυτούς, αντί ν’ απορριφθεί ως αόριστη. Στηρίζεται δε η υπό κρίση αγωγή, κατά την κύρια βάση της στις διατάξεις των άρθρων 681 επ., 694 ΑΚ, διότι, η επίδικη σύμβαση αφορούσε στην εκτέλεση έργου επί ήδη υφισταμένου πλοίου και υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η σύμβαση, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, είχε σαφώς το χαρακτήρα της συμβάσεως έργου, λαμβανομένου υπόψη, επί πλέον, ότι σε αυτήν απαντώνται χαρακτηριστικά στοιχεία της εν λόγω συμβάσεως, που δεν συμβιβάζονται με τη σύμβαση πωλήσεως, όπως η συμφωνία για την εκτέλεσή της με προσωπική εργασία τεχνιτών, που ο εργολάβος διαθέτει, το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν σε ελασματουργικές και σωληνουργικές εργασίες, ως κύρια παροχή, έτσι ώστε να προσαρμοσθούν ειδικά στις συγκεκριμένες ανάγκες και επιθυμίες της εργοδότριας – πρώτης εναγομένης και σε περίπτωση αρνήσεως εκ μέρους της να παραλάβει αυτές, η ενάγουσα να μην μπορεί να τις διαθέσει σε άλλο ενδιαφερόμενο (βλ. ΑΠ 957/2019 ό.π.), η δε προμήθεια των υλικών αποτελεί το μέσο για την πραγμάτωση αυτής της παροχής (βλ. ΑΠ 1273/2018 ό.π.), οπότε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας δεν τυγχάνει εφαρμογής ο ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 683 ΑΚ, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού των εκκαλούντων, καθώς, επίσης, (στηρίζεται) και στις διατάξεις των άρθρων 477, 481 επ., 341, 345, 346 ΑΚ, κατά δε την επικουρική της βάση, στις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 200, 297, 298, 481 επ., 919, 926 εδ. α’ ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, με την υπό στοιχείο Β΄ από 11.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. 2233/2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. 785/2014 έφεση του ηττηθέντος δευτέρου εναγομένου, ο τελευταίος παραπονείται για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι, κατ’ ορθή εκτίμηση, ανάγονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση του εισφερθέντος από τα διάδικα μέρη αποδεικτικού υλικού, ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ν’ απορριφθεί ως προς αυτόν η ως άνω αγωγή.

Από τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, την απόφαση δε αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιό της μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή, όσον και ως προς την ένσταση και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο ενάγων με τις προτάσεις του στο Εφετείο κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ.. Στην αντίστροφη περίπτωση, αν δηλαδή η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος). Επίσης, κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔικ., για την επαναφορά ισχυρισμών, που προβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση, στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους, με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζητήσεως, που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση, με τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη, αλλά απαιτείται και σύντομη περίληψη των ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων, που τους περιέχουν (ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1346/2012, ΑΠ 446/2011, ΑΠ 1154/2002, πρβλ. Ολομ. ΑΠ, 23/2008, 14/2005, 9/2000). Απαιτείται, δηλαδή, η αναφορά αυτή να είναι σαφής και ορισμένη σε τρόπο, ώστε να προκύπτει από αυτή ο εκ νέου επικαλούμενος ισχυρισμός, ο οποίος είχε προβληθεί κατά την προηγούμενη συζήτηση και επαναλαμβάνεται κατά τη νέα, με την αναφορά στις προτάσεις της προηγούμενης συζητήσεως (ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 446/2011). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. β` ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται (και) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις, που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν (ΟλΑΠ 2/2008). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ.1, 346, 453 παρ.1 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες, που προσκόμισε ο διάδικος, χωρίς να τις επικαλεσθεί με τις προτάσεις του, κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα του επικαλούμενου αποδεικτικού μέσου. Η δε σχετική επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είτε με αναφορά αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες γίνεται ειδική, σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, κατά αναλογική εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ, που αφορά μεν τον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, πλην, όμως, εφαρμόζεται και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, όπως γίνεται παγίως δεκτό στη νομολογία για την ταυτότητα του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 14/2005, ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 374/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 305/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1193/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1646/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1674/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1261/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 794/2017, AΠ 363/2017). Απαιτείται δηλονότι, όχι μόνον η προσκομιδή, αλλά και η επίκληση του μη ληφθέντος υπόψη αποδεικτικού μέσου ή η μη επίκληση του ληφθέντος υπ’ όψη (ΑΠ 1674/2018 ό.π., ΑΠ 1261/2018 ό.π., ΑΠ 926/2007, ΑΠ 679/2005). Ειδικότερα, για την επίκληση του αποδεικτικού μέσου, δεν είναι απαραίτητη η χρήση πανηγυρικών όρων, αλλά αρκεί να προκύπτει σαφώς η βούληση του διαδίκου για την εκτίμηση του συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου από το δικαστήριο (ΑΠ 305/2019 ό.π.). Δεν είναι, συνεπώς, νόμιμη η κατ’ έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεων, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, ή με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιες δίκης (ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 14/2005, ΑΠ 23/2008, ΑΠ 1674/2018 ό.π., ΑΠ 1261/2018 ό.π. ΑΠ 1193/2018 ό.π.). Το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως εάν έγινε νόμιμη επίκληση των προσκομιζομένων από το διάδικο αποδεικτικών μέσων στις προτάσεις του (ΑΠ 1646/2018 ό.π., ΑΠ 1261/2018 ό.π.). Οι αποδείξεις, που παρά το νόμο ελήφθησαν υπ` όψη από το δικαστήριο της ουσίας, πρέπει να είναι κρίσιμες για την απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού των διαδίκων, αφού μόνο ένας τέτοιος ισχυρισμός καθίσταται αντικείμενο αποδείξεως (ΟλΑΠ 42/2002, ΟλΑΠ 911/2002, ΑΠ 1261/2018 ό.π., ΑΠ 511/2016). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (Ολ ΑΠ 8/2016, Ολ ΑΠ 42/2002, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1105/2015, ΑΠ 1523/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 767/2011, ΑΠ 1690/2010, ΑΠ 1901/2009, ΑΠ 2178/2009).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με τη με αριθμ. 771/2017 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τη με αριθμ. ……../15-10-2012 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα, η οποία ελήφθη νομότυπα, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………, μ’ επιμέλεια του δευτέρου εναγομένου, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθμ. ……./2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………….), τις με αριθμ. ……………. ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες ελήφθησαν νομότυπα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μ’ επιμέλεια της ενάγουσας (μόνον ως προς την ερημοδικασθείσα πρωτοδίκως και κλητευθείσα πρώτη εναγομένη η τρίτη εξ αυτών- (βλ. σχετ. με αριθμ.  ………………/10-10-2012 και ………/21-12-2015 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …………….), από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που προσκομίζουν νόμιμα μ’ επίκληση οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία, ορισμένα αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα, αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλΔνη 2004. 723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004. 70), από τις φωτογραφίες, που προσκομίζονται νόμιμα μ’ επίκληση, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται, καθώς και από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθρο 261 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει εταιρία, με αντικείμενο την εκτέλεση ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών επί πλοίων. H πρώτη εναγομένη εταιρία, με φερόμενη καταστατική έδρα στον Παναμά, αλλά πραγματική στον Πειραιά, στα γραφεία της κατωτέρω αναφερομένης διαχειρίστριάς της εταιρίας, επί της οδού ……………., όπου λαμβάνονταν κατά τον επίδικο χρόνο σύναψης και εκτέλεσης της ένδικης συμβάσεως οι κρίσιμες αποφάσεις για τη λειτουργία και τη δραστηριότητά της, ετύγχανε, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (έτους 2009), πλοιοκτήτρια του φορτηγού πλοίου «Ν.», σημαίας και νηολογίου Παναμά, κ.ο.χ. 4113 και κ.κ.χ. 2.209. Μέτοχοι της πρώτης εναγομένης εταιρίας ετύγχαναν: α) σε ποσοστό 51% του εταιρικού της κεφαλαίου, η εταιρία με την επωνυμία «……….», με μοναδικό μέτοχο το δεύτερο εναγόμενο και β) σε ποσοστό 49% του εταιρικού της κεφαλαίου η εταιρία με την επωνυμία «……..», με μετόχους τον τρίτο εναγόμενο, ……….. (μη διάδικο στην παρούσα δίκη) και τον υιό του ……………, κατά ποσοστό 50% έκαστος. Μέλη του Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης είναι οι ………. (δεύτερος εναγόμενος), ………… (τρίτος εναγόμενος και μη διάδικος στην παρούσα δίκη) και …………. (μη διάδικος), όλοι κάτοικοι Πειραιά Ν. Αττικής, επί της οδού .. αρ. ……., κατά το από 28-03-2019 επικυρωμένο και με την επισημείωση (apostille) της από 5 Οκτωβρίου 1961 Σύμβασης της Χάγης αντίγραφο του με αριθμ. ………./27-08-2008 Συμβολαιογραφικού Καταστατικού ΄Ιδρυσης της Εταιρείας. Διαχειρίστρια της πρώτης εναγομένης, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ήταν η εταιρία με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στη Μονρόβια της Λιβερίας και ήταν, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, νόμιμα εγκατεστημένη στον Πειραιά, επί της οδού …. αρ. ….. στον Πειραιά και νόμιμα εκπροσωπούμενη, ο δε δεύτερος εναγόμενος ετύγχανε νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας εταιρίας, όπως, επίσης, και πρόεδρος / Διευθυντής του ΔΣ και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης εταιρίας, σύμφωνα με σχετικό όρο του καταστατικού. Η ως άνω εταιρία «………» εγκρίθηκε με τη με αριθμ. 1241.3278/23592/18-11-1998 κοινή Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 332/ΤΑΠΣ/1-12-1998), σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/68 και Ν. 27/75, 814/78, 2234/94, 3752/09, πλην, όμως, η ως άνω απόφαση ανακλήθηκε με τη με αριθμ. 3122.1/3278/22/23592/10-2-2012 όμοια (ΦΕΚ 246/Β/10-2-2012) (βλ. σχετ. με αριθμ. πρωτ. 3122.1/1378/26/05-10-2012 βεβαίωση της Δ/νσης Ναυτιλιακής Πολιτικής και Ανάπτυξης του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου). Σημειώνεται ότι στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων. Ειδικότερα, έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου, και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο – εκτός του πλοιοκτήτη – έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων, της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους και εν γένει της διεκπεραίωσης όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με το πλοίο. Έτσι, έχουν δημιουργηθεί Εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία τρίτων. Στην περίπτωση αυτή, η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Α.Κ. για την εντολή. Ο διαχειριστής που συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 Α.Κ.), ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής, με την ως άνω ιδιότητά του (Βλ. ΑΠ 689/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ Ναυτ 42/2017 Δημ. Νόμος, ΕΠ 269/2016 Δημ. Νόμος, ΕΠ 548/2015 Δημ. Νόμος), ενώ, αυτός (πλοιοκτήτης) ενέχεται απέναντι των δανειστών, για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις σχετικές δικαιοπραξίες. Εφόσον, λοιπόν, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται αυτός (διαχειριστής) υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Όμως, ο τελευταίος έχει προσωπική ευθύνη, όταν δεν δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (βλ. ΑΠ 689/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ Ναυτ 42/2017 ό.π., ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012 269, ΕφΠειρ 5/2012 ΠειρΝομ 2012 168, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012 39, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004 931). Περαιτέρω, το ζήτημα αν ο αντιπρόσωπος δεσμεύει έναντι τρίτων τον αντιπροσωπευόμενο, το οποίο εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I), κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ζ`, ρυθμίζεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία, για την οποία χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με την γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (πρβλ. ΑΠ 777/2015 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, ως προς το επιμέρους ζήτημα της αντιπροσώπευσης της πρώτης των εναγομένων, κατά την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως έργου από τη διαχειρίστρια του πλοίου Εταιρία και, ειδικότερα, ως προς το εάν η ως άνω διαχειρίστρια Εταιρία δέσμευε έναντι της ενάγουσας την αντιπροσωπευόμενη Εταιρία, εφαρμοστέο Δίκαιο είναι, επίσης, το Ελληνικό, ως το Δίκαιο της χώρας, στην οποία η αντιπρόσωπος κατήρτισε τη δικαιοπραξία. Στα πλαίσια των ως άνω δραστηριοτήτων τους η ενάγουσα εταιρία, νόμιμα εκπροσωπούμενη, κατόπιν συμφωνίας, που συνήψε τον Ιανουάριο του έτους 2009, στο Πέραμα Αττικής, με την πρώτη εναγομένη – εκπροσωπούμενη από το δεύτερο των εναγομένων, ανέλαβε την εκτέλεση ελασματουργικών και σωληνουργικών εργασιών επί του πλοίου Ν. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής η ενάγουσα πραγματοποίησε, κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2009 έως Μάιο 2009, τις συμφωνηθείσες εργασίες επί του πλοίου, με δικά της υλικά και συνεργεία, οι οποίες εκτελέστηκαν στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας – όπου ναυλοχούσε το πλοίο. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα πραγματοποίησε τις κάτωθι εργασίες: 1) ελασματουργικές εργασίες, βάρους σε κιλά ελάσματος 76.189,2, με τιμή μονάδας 3,85, και κόστος 293.328 ευρώ, 2) ελασματουργικές εργασίες (διαμορφωμένα ελάσματα), βάρους σε κιλά 14.321,5, με τιμή μονάδας 3,85, και κόστος 66.165 ευρώ, 3) ελασματουργικές εργασίες (επιθέματα), βάρους σε κιλά 7.239,3, με τιμή μονάδας 3,85, και κόστος 27.871,3 ευρώ, 4) εργασίες δεξαμενισμού, κόστους 5.000 ευρώ, 5) εργασίες στα καπόνια/επωτίδες, κόστους 35.000 ευρώ, 6) εργασίες στο κύριο κατάστρωμα, κόστους 130.050 ευρώ, 7) εργασίες τοποθέτησης κιγκλιδωμάτων, κόστους 3.896 ευρώ, 8) εργασίες τοποθέτησης ικριωμάτων, 6.000 M3, προς 5 ευρώ/Μ3, κόστους 30.000 ευρώ, 9) σωληνουργικές εργασίες, κόστους 25.000 ευρώ και 10) εργασίες αποθήκης ιστού No 1,2 (Πύργος), βάρους σε κιλά 5.542,3, με τιμή μονάδας 3,85, και κόστος 3.840,8 ευρώ, ήτοι εργασίες συνολικής αξίας 620.152 ευρώ και όπως ειδικότερα αναφέρονται στην υπό κρίση αγωγή. Κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών (ενάγουσας – πρώτης εναγομένης, νομίμως εκπροσωπουμένης), το συμφωνηθέν εργολαβικό αντάλλαγμα ανήλθε στο ποσό των 620.152 ευρώ, και μετά από έκπτωση, για τις πραγματοποιηθείσες εργασίες, ανήλθε στο συνολικό ποσό των 580.000 ευρώ, η δε ενάγουσα εξέδωσε τα υπ’ αριθμ. ………….. τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, ποσού 80.000 ευρώ, 300.000 ευρώ και 200.000 ευρώ αντίστοιχα (που ενσωματώνονται στο δικόγραφο της αγωγής) (βλ. σχετ. και από 27/01/2010 ηλεκτρονικό μήνυμα της διαχειρίστριας εταιρίας της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα σχετικά με την έκδοση των τιμολογίων και πιστωτικών αυτών). Η πρώτη εναγομένη παρέλαβε ανεπιφύλακτα το έργο και συμφώνησε να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τιμολογίων κατά το χρόνο έκδοσης εκάστου εξ αυτών. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σύμβαση, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης των εναγομένων, είχε σαφώς το χαρακτήρα της συμβάσεως έργου, λαμβανομένου υπόψη επί πλέον, ότι σε αυτήν απαντώνται χαρακτηριστικά στοιχεία της εν λόγω συμβάσεως, που δεν συμβιβάζονται με τη σύμβαση πωλήσεως, όπως η συμφωνία για την εκτέλεσή της με προσωπική εργασία τεχνιτών, που ο εργολάβος διαθέτει, το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν ελασματουργικές και σωληνουργικές εργασίες, ως κύρια παροχή, έτσι ώστε να προσαρμοσθούν ειδικά στις συγκεκριμένες ανάγκες και επιθυμίες της εργοδότριας – πρώτης εναγομένης και σε περίπτωση αρνήσεως εκ μέρους της να παραλάβει αυτές, η ενάγουσα να μην μπορεί να τις διαθέσει σε άλλο ενδιαφερόμενο (βλ. ΑΠ 957/2019 ό.π.), η δε προμήθεια των υλικών αποτελεί το μέσο για την πραγμάτωση αυτής της παροχής (βλ. ΑΠ 1273/2018 ό.π.). Η διάταξη του άρθρου 683 Α.Κ., δεν δύναται να εφαρμοσθεί, εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, καθώς αναφέρεται μόνο στην κατασκευή υλικού έργου. Τέτοιο δε έργο αποτελεί το οικοδομικό έργο, το οποίο συνίσταται στην ανάθεση στον εργολάβο να εκτελέσει με υλικά του ίδιου ή του εργοδότη νέο οικοδόμημα ή να ανακαινίσει και διαμορφώσει ήδη υφιστάμενο, χρησιμοποιώντας υλικά και εργασία προς τούτο, ώστε το νέο οικοδόμημα που θα προκύψει να αποτελεί διαφορετικό έργο του ήδη προϋφισταμένου οικοδομήματος με διαφορετική αξία αυτού που προϋπήρχε (περίπτωση που δεν συντρέχει, εν προκειμένω), οπότε ο εργολάβος, που αναλαμβάνει την εκτέλεση ενός τέτοιου υλικού έργου (οικοδομικού), διέπεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, καθώς και εκείνες που συνδέονται άρρηκτα με την εκτέλεση του οικοδομικού έργου (άρθρα 688, 689, 690 Α.Κ.), ή και τις γενικές διατάξεις των άρθρων 383 και 385 Α.Κ. περί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις προς τούτο (βλ. ΑΠ 554/2018 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι προς μερική εξόφληση του επίδικου τιμήματος η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα τμηματικά έως την 14η Ιανουάριου 2010 το συνολικό ποσό των 110.000 ευρώ, παρέμεινε δε ανεξόφλητο υπόλοιπο ποσού 470.000 ευρώ. Επειδή δε η πρώτη των εναγομένων, ως εργοδότης καθυστερούσε, λόγω οικονομικών δυσχερειών, να εξοφλήσει το υπόλοιπο του ως άνω τιμήματος, έλαβε χώρα συνάντηση του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων με τους νόμιμους εκπρόσωπους της ενάγουσας, ……… και . ………, την 23η.03.2010, στον Πειραιά, στα γραφεία της πρώτης εναγομένης επί της οδού … αριθμ. ….. Κατά τη συνάντηση αυτή οι νόμιμοι εκπρόσωποι της ενάγουσας διαμαρτυρήθηκαν για την καθυστέρηση εξόφλησης του τιμήματος των εργασιών και αφού αναγνωρίστηκε από την πρώτη εναγομένη, όπως εκπροσωπείτο νόμιμα, η ένδικη αξίωση της ενάγουσας από την ως άνω σύμβαση έργου, έγιναν, παράλληλα, προσπάθειες από τα παριστάμενα μέρη για τη διευθέτηση του ζητήματος της πληρωμής. Στα πλαίσια αυτά, κατά την ως άνω συνάντηση, στις 23/03/2010, στον Πειραιά, ο δεύτερος των εναγομένων, κατόπιν προφορικής συμφωνίας με τους νομίμους εκπροσώπους της ενάγουσας, αναδέχθηκε σωρευτικά, κατ’ άρθρο 477 ΑΚ, την επίδικη οφειλή της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα από την ως άνω σύμβαση έργου, συνολικού ποσού, κατά τον ως άνω χρόνο, 470.000 ευρώ, υποσχόμενος προς την ενάγουσα την εκ μέρους του εξόφληση του χρέους της πρώτης εναγομένης και με την ατομική του περιουσία, χωρίς την απαλλαγή της τελευταίας. Με τη δήλωση δε αυτή του δευτέρου των εναγομένων περί σωρευτικής αναδοχής του χρέους της πρώτης εναγομένης, έπεισε τους νομίμους εκπροσώπους της ενάγουσας να μην προβούν στη λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος της πρώτης εναγόμενης και δη στη συντηρητική κατάσχεση του επιδίκου πλοίου και συνεχίστηκε η συνεργασία των μερών. Τα όσα δε διαλαμβάνουν οι δύο πρώτοι των εναγομένων περί του ότι το τίμημα για τις πραγματοποιηθείσες εργασίες ανήλθε εν τέλει στο ποσό των 300.000 – 320.000 ευρώ δεν προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, κρίνονται δε μη πειστικά, ενόψει του ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε διαφωνία των εκκαλούντων εναγομένων ως προς το συνολικό ύψος της αμοιβής της ενάγουσας για τις εκτελεσθείσες εργασίες, προ της ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι οι δύο πρώτοι των εναγομένων δεν αρνούνται την εκτέλεση των παραπάνω και αναφερομένων στην υπό κρίση αγωγή εργασιών, σ’ εκτέλεση της ένδικης σύμβασης έργου, παρά μόνον επικαλούνται υπερτιμολογήσεις αυτών, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζουν σε ποιες ειδικότερες επιμέρους εργασίες έλαβαν χώρα υπερτιμολογήσεις και το πραγματικό κόστος εκάστης εξ αυτών, ουδεμία δε τεχνική έκθεση προσκομίζουν και επικαλούνται. Τα παραπάνω προκύπτουν ιδίως από την κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάστηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία είναι σαφής και πειστική, καθώς είχε παρευρεθεί σε σχετικές συζητήσεις των διαδίκων, την 23/03/2010, οι οποίες οδήγησαν στην κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης σωρευτικής αναδοχής χρέους και δεν αναιρείται από τα λοιπά προσκομιζόμενα νόμιμα μ’ επίκληση αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, από την επισκόπηση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης οριστικής απόφασης, προκύπτει ότι με αυτήν έγινε δεκτό ότι ο τρίτος εναγόμενος, με τις προτάσεις, που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνομολόγησε ρητώς το περιεχόμενο της ως άνω αγωγής σε βάρος του και ότι, κατά την εκκαλουμένη, ως προς αυτόν, η εν λόγω ομολογία αποτέλεσε, κατ’ άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, πλήρη απόδειξη των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και στηρίζουν το αγωγικό αίτημα σε βάρος του τελευταίου και, καθ’ όσον κατά της αγωγής δεν υπήρχε ένσταση, που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφο της επιτρέπεται η ομολογία, έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά την κύρια βάση της καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά του τρίτου των εναγομένων, ακολούθως αναγνωρίστηκε ότι ο τρίτος των εναγομένων όφειλε να καταβάλει στην ενάγουσα, εις ολόκληρον με την πρώτη και το δεύτερο των εναγομένων, το συνολικό ποσό των 454.000 ευρώ, βάσει της σωρευτικής αναδοχής χρέους, που συνήψε την 23η.03.2010 με την ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο από την 17.12.2009 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Αντιθέτως, ο δεύτερος εναγόμενος, αρνήθηκε αιτιολογημένα την αγωγή και ειδικότερα αρνήθηκε ότι, κατά την ως άνω συνάντηση, έλαβε χώρα η ως άνω δήλωση και η επίδικη σωρευτική αναδοχή χρέους. Αποδεικτικό μέσο με αυξημένη αποδεικτική δύναμη είναι και η δικαστική ομολογία, δηλαδή η αποδοχή από το διάδικο στη δίκη ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση, αμφισβητούμενων και επιβλαβών για τον ίδιο πραγματικών περιστατικών, τα οποία στηρίζουν ισχυρισμό του αντιδίκου του, που συνιστά την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης και ως προς τον οποίο ο τελευταίος έχει το δικονομικό βάρος της επίκλησης και απόδειξης (ΑΠ 1416/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 702/2014). Η δικαστική ομολογία αποτελεί, κατά το άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, λαμβάνεται δε υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Επί απλής ομοδικίας, όμως, που συντρέχει και στην περίπτωση της παθητικής εις ολόκληρης ενοχής (481 Α.Κ.), λόγω της σωρευτικής αναδοχής χρέους (477 Α.Κ.), κατά την οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74 και 75 παρ. 1 του ΚΠολΔ, οι πράξεις και οι παραλείψεις κάθε ομοδίκου, δεν βλάπτουν ούτε ωφελούν τους άλλους, η ομολογία του ενός, ήτοι εν προκειμένω του τρίτου των εναγομένων, δεν επηρεάζει τη θέση των λοιπών (ΑΠ 1416/2018 ό.π.), λόγω της, κατά τα ανωτέρω, υπάρξεως μεταξύ των συνοφειλετών απλής ομοδικίας, καθώς η διάταξη του άρθρου 77 του ΚΠολΔ, την οποία εσφαλμένα εφάρμοσε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις του άρθρου 76 ΚΠολΔ, ήτοι της αναγκαίας ομοδικίας. Εξάλλου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκτίμησε αυτήν, απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να προσδώσει σε αυτήν αυξημένη αποδεικτική δύναμη, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος σε σχέση με την επίδικη σύμβαση, η οποία συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και του δευτέρου των εναγομένων (βλ. σχετ. Ολομ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 230/2014 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 289 αρ. 3 και 291 του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958) συνάγεται ότι σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται, μεταξύ άλλων, οι αξιώσεις, που προέρχονται από τη χορήγηση υλικών ή τροφίμων και από την εκτέλεση εργασιών για τη ναυπήγηση, επισκευή, εξοπλισμό ή εφοδιασμό του πλοίου, η δε παραγραφή των αξιώσεων αυτών αρχίζει μόλις λήξει το έτος, κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, δηλ. από 1ης Ιανουαρίου του επομένου έτους (ΑΠ 1567/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 691/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 592/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 36/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 572/2010 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 251 και 253 του ΑΚ, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, στις περιπτώσεις, όμως, των αξιώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 250 η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η πιο πάνω, από το άρθρο 251 οριζόμενη, αφετηρία αυτής (ΑΠ 1567/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2017 Δημ. Νόμος). Το άρθρο δε 261 ΑΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ.1 Ν. 4139/2013 (ΦΕΚ τ.Α` 74/20-03-2013), ορίζει: “1. Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης. 2. Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου, εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει τη συζήτηση. 3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα ακόλουθα: Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 δεν διαφέρει από την προϊσχύουσα ρύθμιση, παρά μόνον στην αντικατάσταση του όρου “έγερση” από το σύγχρονο όρο “άσκηση” της αγωγής. Οι συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εξακολουθούν να εντοπίζονται στο χρονικό σημείο της έγκυρης επιδόσεως της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής. Η σοβαρότερη διαφοροποίηση από την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο προβλέπει ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Ο όρος “τελεσίδικη απόφαση” εννοεί την επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία, όπως π.χ. οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρελεύσεως των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραιτήσεως από το δικαίωμα ασκήσεώς τους, αποδοχής της αποφάσεως, αποδοχής της αγωγής κλπ. Εκτός από την τελεσιδικία της αποφάσεως, προβλέπεται περαιτέρω ότι η παραγραφή αρχίζει και πάλι, όταν η δίκη περατωθεί με άλλο τρόπο, ήτοι λόγω καταργήσεως της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό (ΚΠολΔ 293), καθώς και η παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής (ΚΠολΔ 294-297), εφαρμοζομένου επί παραιτήσεως από το δικόγραφο του άρθρου 263 ΑΚ. Από το συνδυασμό του νέου άρθρου 261 και του άρθρου 270 ΑΚ, που παραμένει αμετάβλητο, συνάγεται σαφώς ότι η νέα παραγραφή αρχίζει την επομένη της τελεσιδικίας της αποφάσεως ή της περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Η τρίτη παράγραφος του (νέου) άρθρου 261 ΑΚ ορίζει ότι η νέα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση (ΑΠ 1567/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2017 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 260 Α.Κ., η παραγραφή αυτή των ανωτέρω αξιώσεων, διακόπτεται με την αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο με οποιοδήποτε τρόπο (ΑΠ 1445/2002 ΕΝΔ 2002.435, ΑΠ 402/1994 ΕΝΔ 1996.6, ΕφΠειρ 691/2013 ό.π., ΕφΠειρ 592/2013 ό.π., ΕφΠειρ 36/2012 ό.π., ΕφΠειρ 872/2003 ΕΝΔ 2003.441, ΕφΠειρ 806/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996-1997 σελ. 617 επ., ΕφΠειρ 267/1999 ΕΝΔ 1999.86 επ., ΕφΠειρ 255/1999 ΕΝΔ 1999.280 επ.). ΄Οπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 260 Α.Κ., με την οποία προβλέπεται ως λόγος διακοπής της παραγραφής η με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο, αρκεί για το αποτέλεσμα αυτό οποιαδήποτε ενέργεια και συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στον δανειστή, από την οποία να προκύπτει ότι ο πρώτος, ευρισκόμενος σε πλήρη επίγνωση της αξίωσης του τελευταίου, θεωρεί αυτήν ότι υπάρχει, ώστε να μην είναι αναγκαία η έγερση της σχετικής αγωγής (ΑΠ 1666/2010 ΕπισκΕμπΔ 2011.419, ΕφΠειρ 691/2013 ό.π., ΕφΠειρ 592/2013 ό.π., ΕφΠειρ 36/2012 ό.π., ΕφΑθ 1842/2011 Δημ. Νόμος). Με την έννοια αυτή, δεν εξετάζεται αν η ενέργεια ή η συμπεριφορά του οφειλέτη έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, ούτε αν συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της αξίωσης ή σύμβαση αναγνώρισης χρέους κατά την έννοια της Α.Κ. 873 ή γίνεται με σκοπό αναλήψεως υποχρεώσεως ή να έγινε αποδεκτή από το δανειστή (ΑΠ 1018/2011 ΝοΒ 2011.1520, ΑΠ 1230/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 592/2013 ό.π.). Η έχουσα τα ανωτέρω στοιχεία συμπεριφορά πρέπει να επιδεικνύεται πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής έναντι του δανειστή και όχι έναντι τρίτου προσώπου (ΑΠ 232/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 382/02, ΕλλΔνη 44.496, ΕφΠειρ 691/2013 ό.π., ΕφΠειρ 592/2013 ό.π., ΕΑ 1842/2011 ό.π., ΕφΑθ 6221/2005 Νόμος). Στο άρθρο δε 270 παρ. 2 ΑΚ. ορίζεται ότι για τις αξιώσεις ειδικότερα του άρθρου 250 Α.Κ. η νέα παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ και του Α.Κ., οι τελευταίες από τις οποίες (του Α.Κ.) έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά, συνάγεται σαφώς, ότι για τις αξιώσεις, που αναφέρονται στο άρθρο 289 ΚΙΝΔ και συμπίπτουν ως προς το περιεχόμενο τους με εκείνες του άρθρου 250 Α.Κ., σε περίπτωση διακοπής της παραπάνω ετήσιας παραγραφής αυτών, η νέα παραγραφή αρχίζει, όχι αμέσως από το πέρας του λόγου της διακοπής, αλλά από τη λήξη του έτους, κατά το οποίο έλαβε χώρα αυτός (ο λόγος της διακοπής), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 Α.Κ., η οποία εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση συμπληρωματικά, λόγω του υφιστάμενου ως προς το θέμα αυτό κενού του ΚΙΝΔ, στον οποίο δεν προβλέπεται αντίστοιχη διάταξη, που να αναφέρεται στην έναρξη της νέας προθεσμίας μετά τη διακοπή της προαναφερόμενης παραγραφής (ΟλΑΠ 15/1992 ΕλΔ 1992.765, ΑΠ 684/1998 ΕλΔ 1999.138, ΑΠ 402/1994 ΕλΔ1995.373, ΕφΠειρ 691/2013 ό.π., ΕφΠειρ 592/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 36/2012 ό.π., ΕφΠειρ 572/2010 Δημ. Νόμος, ΕΠ 655/2010 ΕΝΔ 2010.392, ΕΠ 458/2009 ΕΝΔ 2009.452). Εξάλλου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εφαρμόζει κατ` αρχήν το Νόμο, που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, ώστε να μη θεμελιώνεται λόγος εφέσεως εξαιτίας ευνοϊκής υπέρ του εκκαλούντος νομοθετικής μεταβολής. Εξαίρεση εισάγεται, όταν ο νόμος περιέχει ρητή διάταξη ότι αυτός εφαρμόζεται στις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου δίκες, αν συγχρόνως δεν παραβιάζονται συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα (ΑΠ 1567/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2017 Δημ. Νόμος). Η άσκηση δε της αγωγής κατά το άρθρο 215 § 1 ΚΠολΔ γίνεται με κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο, ενώ σκοπός της ασκήσεώς της είναι η διακοπή της παραγραφής της αξιώσεως, εάν αυτή έχει αρχίσει, οπότε, αν η άσκηση αυτή (κατάθεση και επίδοση) συντελεσθεί πριν από την έναρξή της στις σύντομες παραγραφές, δηλ. πριν από την 1η Ιανουαρίου του επομένου της ως άνω αφετηρίας έτους, το αποτέλεσμα αυτό (η διακοπή) θα επέλθει λογικά όταν κατά το Νόμο θα αρχίζει η παραγραφή, ήτοι την 1η Ιανουαρίου του συγκεκριμένου έτους, αφού αυτό ακριβώς επιδιώκει ο ενάγων με την άσκηση της αγωγής. Δεν είναι δε νοητό να συμβαίνει το αντίθετο, δηλ. να μη διακόπτεται η παραγραφή, ή ακριβέστερα να μην αρχίζει αυτή, και να ματαιώνεται κατ` αυτόν τον τρόπο η ικανοποίηση της αξιώσεως του ενάγοντος, ο οποίος μερίμνησε ώστε να ασκήσει εγκαίρως τη σχετική αγωγή (ΑΠ 1567/2018 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, ο δεύτερος εναγόμενος προέβαλε με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης την ένσταση παραγραφής της αξίωσης της ενάγουσας σε βάρος της πρώτης εναγομένης, επικαλούμενος ότι έχει παρέλθει η ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 ΚΙΝΔ από το εκτελεσθέν έργο έως την έγερση της αγωγής. Η ένσταση αυτή τυγχάνει απορριπτέα πρωτίστως, ως απαράδεκτη, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης του δεύτερου εναγόμενου, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, διότι, μόνη νομιμοποιούμενη ενεργητικά να την προβάλει είναι η πρώτη εναγόμενη, καθώς, λόγω της αυτοτέλειας της ενοχής των δύο εις ολόκληρον συνοφειλετών (ΑΚ 481), ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της, καθεμία υπόκειται σε γεγονότα υποκειμενικά και αντικειμενικά, όπως στην περίπτωση της παθητικής ενοχής εις ολόκληρον, αντιτάσσονται μόνο όσα γεγονότα ενεργούν αντικειμενικά (άρθρα 483 – 485 Α.Κ.) και όχι εκείνα που ενεργούν υποκειμενικά (άρθρο 486 Α.Κ.), για τον ένα συνοφειλέτη, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν τα γεγονότα αυτά, όπως είναι η παραγραφή και η διακοπή αυτής, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση – όπως εν προκειμένω – και, συνεπώς, δεν ενεργούν υπέρ των λοιπών (βλ. σχετ. ΑΠ 1571/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1695/1998 ό.π., ΕφΠειρ 545/2015 ό.π., ΕφΑθ 1842/2011 ό.π.). ΄Αλλωστε και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν τον προβαλλόμενο από το δεύτερο των εναγομένων ως άνω ισχυρισμό, η ως άνω ενιαύσια παραγραφή δεν είχε συμπληρωθεί, κατά το χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασης σωρευτικής αναδοχής χρέους, στις 23/03/2010, οπότε αναγνωρίστηκε από αυτόν, υπό την ως άνω ιδιότητά του, ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης των εναγομένων, η ένδικη οφειλή προς την ενάγουσα από την ως άνω σύμβαση έργου και αναδέχθηκε σωρευτικά, κατ’ άρθρο 477 ΑΚ, την επίδικη οφειλή της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα από την ως άνω σύμβαση έργου, συνολικού ποσού, κατά τον ως άνω χρόνο, 470.000 ευρώ, υποσχόμενος προς την ενάγουσα την εκ μέρους του εξόφληση του χρέους της πρώτης εναγομένης, με την ατομική του περιουσία, χωρίς την απαλλαγή της τελευταίας, ούτε, επίσης, συμπληρώθηκε στο πρόσωπό του η παραγραφή, η οποία παραμένει ομοειδής και ίδιας χρονικής διάρκειας, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. …/15-7-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………., σε συνδυασμό με την από 15.07.2011 απόδειξη παραλαβής εγγράφου και την από 18.07.2011  βεβαίωση υπαλλήλου των ΕΛΤΑ Πειραιώς), επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμ. 1743/4-4-2014 οριστική απόφαση, αρχής γενομένης από 01/01/2011). Σε κάθε περίπτωση, αν το επίδικο χρέος είχε ήδη παραγραφεί, κατά τον επικαλούμενο από τους εκκαλούντες χρόνο, ήτοι προ της ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, τότε δεν θα γινόταν προβολή του σχετικού ισχυρισμού από μεν την πρώτη των εναγομένων το πρώτον με την άσκηση της υπό κρίση υπό στοιχείο Α΄ έφεσής της, λόγω της ερημοδικίας αυτής στον πρώτο βαθμό, από δε το δεύτερο των εναγομένων το πρώτον με τις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήτοι στις 10/12/2013, καθώς δεν προκύπτει ότι προέβαλαν, καθ’ όλο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, τον ισχυρισμό περί άρνησης καταβολής της επίδικης οφειλής λόγω παραγραφής της. Συνεπώς, η εκκαλουμένη δεν έσφαλε, αλλά ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά το νόμο και απέρριψε την ως άνω ένσταση παραγραφής και ο σχετικός λόγος της έφεσης του δευτέρου των εναγομένων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ως προς την πρώτη των εναγομένων, όμως, παραδεκτώς προτείνεται με την υπό στοιχείο Α΄ έφεσή της η ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 ΚΙΝΔ από το εκτελεσθέν έργο έως την έγερση της αγωγής. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 289 αρ. 3 και 291 του ΚΙΝΔ, 260 και 261 ΑΚ, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013, της οποίας συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, δεδομένου ότι ρητά η παρ. 3 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι η παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε, έχει εφαρμογή και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση (βλ. σχετ. ΑΠ 1567/2018 ό.π.), πλην, όμως, είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, διότι αποδείχθηκε ότι, κατά την ως άνω συνάντηση της 23/03/2010, αναγνωρίστηκε από την πρώτη εναγομένη, όπως εκπροσωπείτο νόμιμα, η ένδικη αξίωση της ενάγουσας από την ως άνω σύμβαση έργου και το ως άνω ποσό της οφειλής και ο δεύτερος των εναγομένων, κατόπιν προφορικής συμφωνίας με τους νομίμους εκπροσώπους της ενάγουσας, αναδέχθηκε σωρευτικά, κατ’ άρθρο 477 ΑΚ, την επίδικη οφειλή της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα από την ως άνω σύμβαση έργου, συνολικού ποσού, κατά τον ως άνω χρόνο, 470.000 ευρώ, υποσχόμενος προς την ενάγουσα την εκ μέρους του εξόφληση του χρέους της πρώτης εναγομένης και με την ατομική του περιουσία, χωρίς την απαλλαγή της τελευταίας. Η παραγραφή της ανωτέρω αξίωσης της ενάγουσας σε βάρος της πρώτης των εναγομένων, η οποία άρχισε μόλις έληξε το έτος στο οποίο συνέπεσε η αφετηρία αυτής, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 291 εδ. α του ΚΙΝΔ, ήτοι την 1η-01-2010, δεν συμπληρώθηκε στις 31-12-2010, εφόσον έλαβε χώρα το διακοπτικό γεγονός, το οποίο, κατ` αντένσταση, παραδεκτώς προέβαλε η ενάγουσα, ήτοι αρχικά με την αναγνώριση της ένδικης αξίωσης (άρθρο 260 Α.Κ.), στις 23/03/2010, οπότε άρχισε νέα ενιαύσια παραγραφή, την 01/01/2011, και εν συνεχεία διεκόπη εκ νέου με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (άρθρο 261 Α.Κ.), στις 15/07/2011, ήτοι προ της συμπληρώσεώς της την 31/12/2011 και η οποία εισέτι δεν συμπληρώθηκε εφόσον δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση (βλ. και άρθρο 270 παρ. 2 Α.Κ., η οποία, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση συμπληρωματικά, λόγω του υφιστάμενου ως προς το θέμα αυτό κενού του ΚΙΝΔ, στον οποίο δεν προβλέπεται αντίστοιχη διάταξη, που να αναφέρεται στην έναρξη της νέας προθεσμίας μετά τη διακοπή της προαναφερόμενης παραγραφής) και η υπόθεση είναι εκκρεμής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 1567/2018 ό.π., ΕφΠειρ 592/2013) (βλ. σχετ. τη με αριθμ. ………../15-7-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………, σε συνδυασμό με την από 15.07.2011 απόδειξη παραλαβής εγγράφου και την από 18.07.2011  βεβαίωση υπαλλήλου των ΕΛΤΑ Πειραιώς, σε συνδυασμό με την εκκαλουμένη με αριθμ. 1743/4-4-2014 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 10/12/2013). Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η προβαλλόμενη παραδεκτά αντένσταση της ενάγουσας περί διακοπής παραγραφής και μη συμπλήρωσης αυτής, κατά τ’ άρθρα 260 και 261 Α.Κ., απορριπτομένης ως κατ’ ουσίαν αβασίμου της ενστάσεως παραγραφής (στις 31/12/2010), που νομότυπα προεβλήθη από την πρώτη των εναγομένων με την υπό κρίση έφεσή της. Περαιτέρω, ο τρίτος εναγόμενος (μη διάδικος), όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη, μετά την εν λόγω συμφωνία και σε εκτέλεση αυτής, κατέβαλε στην ενάγουσα την 28.04.2010 το ποσό των 8.000 ευρώ και την 25.06.2010 το ποσό των 8.000 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 16.000 ευρώ, γεγονότα, που αφενός μεν ενεργούν αντικειμενικά στην παθητική εις ολόκληρον ενοχή (βλ. σχετ. ΑΠ 208/2012 Δημ. Νόμος), αφετέρου δε αποδυναμώνουν τον ισχυρισμό του δεύτερου εναγομένου περί συμπαιγνίας του τελευταίου με την ενάγουσα. Στην προκειμένη περίπτωση, εξάλλου, ο δεύτερος των εναγομένων (αλλά και ο τρίτος εξ αυτών -μη διάδικος στην παρούσα δίκη-), ως βασικός μέτοχος της πρώτης εναγομένης, είχε συμφέρον στην εκπλήρωση της παλιάς οφειλής, προκειμένου να μην κατασχεθεί το πλοίο και να συνεχίσει τους πλόες, αποκομίζοντας κέρδη από τους ναύλους, πράγμα που έγινε αντιληπτό από την ενάγουσα, και ως εκ τούτου είχε λόγο να προβεί στη σύναψη της επίδικης σωρευτική αναδοχή χρέους, προκειμένου να αποτρέψει την ενάγουσα από το να υλοποιήσει την πρόθεσή της περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων (βλ. σχετ. Γεωργιάδης- Σταθόπουλος ο.π. άρθρ. 477, αριθ. 13, Απ. Γεωργιάδης ό.π., σελ. 443, ΕφΠειρ 178/2004 ό.π.). Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τα έγγραφα της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, που απέστειλε ο τρίτος εναγόμενος στο δεύτερο εναγόμενο, που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει ο τελευταίος, δεδομένου ότι τα όσα αναφέρονται σε αυτά περί εξόφλησης του μεγαλύτερου μέρους της επίδικης ως άνω οφειλής ποσού 454.000 ευρώ, δεν επιρρωνύονται από τα λοιπά έγγραφα, που προσκομίζονται και συγκεκριμένα από αποδείξεις καταβολής των σχετικών ποσών. Συνεπώς, από το σαφές περιεχόμενο της επίδικης συμφωνίας, η οποία, λόγω του σαφούς περιεχομένου της, δεν έχει ανάγκη ερμηνείας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, προκύπτει αναμφίβολα η θέληση του δευτέρου των εναγομένων ν’ αναλάβει την εξόφληση του χρέους της πρώτης εναγομένης εταιρίας προς την ενάγουσα, χωρίς να σημαίνει ότι η τελευταία απαλλασσόταν από τη δική της υποχρέωση, αναφορικά με το χρέος αυτό. Σημειώνεται, άλλωστε, ότι επιτρέπεται, εν προκειμένω, το εμμάρτυρο μέσο, αν και η αξία του αντικειμένου των εν λόγω συμβάσεων έργου και σωρευτικής αναδοχής χρέους υπερβαίνει το ποσό, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 393 ΚΠολΔ, λόγω των προαναφερόμενων ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες έλαβαν αυτές χώρα και δεδομένου ότι αφορούν σε εμπορική συναλλαγή (άρθρο 394 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠολΔ). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 393 § 1 και 394 § 1 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 38 του Ν. 3994/2011, ΦΕΚ Α 165/25.7.2011, συμβάσεις και συλλογικές πράξεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, ενώ εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες: α) αν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης, που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη, β) αν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο, γ) αν αποδεικνύεται ότι το έγγραφο που είχε συνταχθεί χάθηκε τυχαία, και δ) αν από τη φύση της δικαιοπραξίας ή τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε και ιδίως όταν πρόκειται για εμπορικές συναλλαγές, δικαιολογείται η απόδειξη με μάρτυρες (ΑΠ 428/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1370/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1722/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 230/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1233/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 394/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1333/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1453/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 78/2017 Δημ. Νόμος). Ηθική αδυναμία για την απόκτηση απο­δεικτικού εγγράφου υπάρχει αν κατά το χρόνο που καταρτίστηκε η σύμβαση λόγω σχέσεων φιλίας, συγγένειας, εταιρικής ή συναδελφικής συνεργασίας, υπηρεσιακής ή οικονομικής εξάρτησης κλπ., η απαίτηση λήψεως αποδεικτικού εγγράφου στη συ­γκεκριμένη περίπτωση θα παρίστατο ως αδικαιολόγητη σύμφωνα με τις κρατούσες συναλλακτικές αντιλήψεις (ΑΠ 1402/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 78/2017 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 346 ΚΠολΔ, τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει προσκομίσει ένας διάδικος λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και για την απόδειξη ή ανταπόδειξη των ισχυρισμών άλλου διαδίκου, καθιστάμενα έτσι κοινά μέσα αποδείξεως (ΑΠ 1616/2018 Δημ. Νόμος). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί της συνδρομής ή μη στη συγκεκριμένη περίπτωση μιας από τις ως άνω εξαιρέσεις, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικού ζητήματος, δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (Ολ ΑΠ 487/1982, ΑΠ 1616/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1333/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1453/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1644/2005, 1453/1995, 791/1972). Στην προκειμένη περίπτωση, τα εκτιθέμενα στην αγωγή της εφεσίβλητης για την κρινομένη σύμβαση έργου και τη σύμβαση σωρευτικής αναδοχής έργου και οι παραδοχές για τα αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά συνθέτουν είδος δικαιοπραξιών και περιστάσεις συνάψεώς τους, τα οποία, εν όψει και του ότι η συναλλαγή ήταν σαφώς εμπορική για την εφεσίβλητη εργολάβο, δικαιολογούν, κατά το άρθρο 394 παρ. 1 περ. δ` ΚΠολΔ, τη χρήση του αποδεικτικού μέσου των μαρτύρων για την απόδειξη των συμβάσεων αυτών, καίτοι το αντικείμενό τους, από την άποψη της συμφωνηθείσης υπέρ της ενάγουσας παροχής, υπερέβαινε το ποσόν των 20.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο αλλά και το παρόν δικαστήριο, το οποίο δέχθηκαν την απόδειξη αφενός μεν της ως άνω συμβάσεως έργου, αφετέρου δε της σωρευτικής αναδοχής χρέους, με μάρτυρες, τις καταθέσεις των οποίων εκτίμησε ελεύθερα, καίτοι η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερέβαινε στην συγκεκριμένη περίπτωση το ποσόν των 20.000 ευρώ, δεν λαμβάνει υπόψη μη επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα και τ’ αντίθετα υποστηριζόμενα με σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατόπιν των ανωτέρω, από τ’ ανωτέρω αποδεικτικά μέσα προκύπτει με βεβαιότητα, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι, πράγματι, καταρτίστηκε η επικαλούμενη με την αγωγή σύμβαση έργου, μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης των εναγομένων, καθώς και η επικαλούμενη με την αγωγή σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, μεταξύ ενάγουσας και του δευτέρου των εναγομένων, αφορώσα το ανωτέρω χρέος της πρώτης των εναγομένων προς την ενάγουσα, απορριπτομένων ως κατ’ ουσίαν αβασίμων των περί του αντιθέτων ισχυρισμών των δύο πρώτων των εναγομένων, οι οποίοι προβάλλονται με σχετικούς λόγους έφεσης. Ενόψει των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ευθύνονται η μεν πρώτη εναγομένη με βάση την ως άνω σύμβαση έργου, ο δε δεύτερος εναγόμενος, με βάση τη σωρευτική αναδοχή χρέους, εις ολόκληρον, για την καταβολή του ποσού των 454.000 ευρώ, το οποίο δεν έχουν καταβάλει μέχρι σήμερα, παρελκομένης συνακόλουθα της εξέτασης της βασιμότητας της επικουρικής βάσης της αγωγής. Επομένως, η αγωγή, καθ’ ο μέρος στρέφεται σε βάρος της πρώτης των εναγομένων, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η πρώτη των εναγομένων οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, εις ολόκληρον με τους λοιπούς εναγόμενους, το ποσό των τετρακοσίων πενήντα τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (454.000 ευρώ), με το νόμιμό τόκο από τότε που κατέστη απαιτητό και δη από την 17.12.2009 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και να καταδικαστεί η πρώτη των εναγομένων στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της [άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ,, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Επίσης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, καθ’ ο μέρος η αγωγή στρέφεται σε βάρος του δευτέρου των εναγομένων και μεταβιβάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έκανε δεκτή αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη, με βάση τη σωρευτική αναδοχή χρέους, αναγνώρισε δε ότι ο δεύτερος εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, εις ολόκληρον με τους λοιπούς εναγόμενους, το ποσό των 454.000 ευρώ, με το νόμιμό τόκο από τότε που κατέστη απαιτητό και δη από την 17.12.2009 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και μ’ εσφαλμένη αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης, ως προς το δεύτερο των εναγομένων, με τις παρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 11.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2014 έφεση, κατά της με αριθμ. 1743/4-4-2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης της από 11.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2014 έφεσης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος της έφεσης αυτής, λόγω της ήττας του, κατά τ’ άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 10.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2014 έφεση και Β) την από 11.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2014 έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.

Α) ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 10.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2014 έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 1743/4-4-2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, ως προς τις διατάξεις της, που αφορούν στην εκκαλούσα – πρώτη εναγομένη εταιρία (με την επωνυμία «……………»), καθώς και ως προς τη διάταξη των δικαστικών εξόδων, που αναλογεί στην ως άνω πρώτη εναγόμενη και συγκεκριμένα κατά το ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τριών ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (3.933,33 ευρώ).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε για την άσκηση της από 10.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………./2014 έφεσης.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη (εταιρία με την επωνυμία «………..»), οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, εις ολόκληρον με τους λοιπούς εναγομένους της από 12/07/2011, με Αριθμ. Κατάθ. ………/13-07-2011 αγωγής, το ποσό των τετρακοσίων πενήντα τεσσάρων χιλιάδων (454.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 17.12.2009 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εναγομένη εταιρία (με την επωνυμία «………..»), στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων (14.000) ευρώ.

Β) ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 11.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………/2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………./2014 έφεση κατά της με αριθμ. 1743/4-4-2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών), η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 11.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………/2014 έφεση κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε ο εκκαλών της από 11.7.2014 έφεσης για την άσκηση της έφεσης αυτής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον εκκαλούντα της από 11.7.2014, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2014 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……../2014 έφεσης τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας, του παρόντος βαθμού Δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων (14.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 09/06/2020 στον Πειραιά.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 09/07/2020, στον Πειραιά, μετά την αφυπηρέτηση της ως άνω Προέδρου Εφετών, Δήμητρας Τσουτσάνη, με άλλη σύνθεση, αποτελούμενη από τη Μαρία Κωττάκη, Προεδρεύουσα Εφέτη, τη Μαρία Δανιήλ και την Ευγενία Τσιώρα, Εφέτες, με την παρουσία της Γραμματέως της έδρας, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ