ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
491/2020
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’αριθμ……../15.7.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή . ….., που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης έφεσης κατά της υπ’αριθμ. 1708/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς παράσταση κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, ως τον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση προς εκδίκαση, για λογαριασμό της εδρεύουσας στην Τεχεράνη του Ιράν εφεσίβλητης εταιρίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 122 παρ.1, 123, 134 παρ.1 και 2, 136 παρ.1, και 498 παρ.2 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, τοιουτοτρόπως θεωρηθείσας εν προκειμένω ως συντελεσθείσας της πλασματικής κλήτευσης της εδρεύουσας στην αλλοδαπή σε γνωστή διεύθυνση ανωτέρω διαδίκου, που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 134 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, διά της πραγματικής επίδοσης του εφετηρίου στον εισαγγελέα του παρόντος Δικαστηρίου, προς αποστολή χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον υπουργό των εξωτερικών, ο οποίος υποχρεούται να το διαβιβάσει στην αποδέκτρια της επίδοσης, όπως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 136 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, εφόσον πρόκειται περί νομικού προσώπου, που εδρεύει στο Ιράν, ήτοι σε κράτος, που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπερ συνεπάγεται ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής στο ζήτημα της επίδοσης του δικογράφου της κρινόμενης έφεσης στην εφεσίβλητη ο υπ’αριθμ. 1393/2007 Κανονισμός (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου του 2007 «περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων) και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) υπ’αριθμ.1348/2000 του Συμβουλίου», και, επιπροσθέτως, το Ιράν δεν έχει συμβληθεί ή προσχωρήσει στη Σύμβαση της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που έχει κυρωθεί στην Ελλάδα με το ν.1334/1983, τεθείσα σε ισχύ από 18.9.1983 (ΦΕΚ Α΄108/17.8.1983), και απαιτεί πραγματική επίδοση των δικογράφων μεταξύ των αρχικά συμβληθέντων ή στη συνέχεια προσχωρησάντων κρατών με έναν από τους σ’αυτήν προβλεπόμενους τρόπους, ούτε έχει καταρτισθεί μεταξύ του Ιράν και της Ελλάδας διμερής σύμβαση, η οποία να ρυθμίζει τα θέματα των επιδόσεων με διαφορετικό τρόπο, με αποτέλεσμα εν προκειμένω η επίδοση του δικογράφου της έφεσης στην εφεσίβλητη στο εξωτερικό, όπου εδρεύει, να διέπεται από τις σχετικές διατάξεις του ελληνικού δικαίου, και δη του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ωστόσο η ανωτέρω διάδικος κατά τη συζήτηση της έφεσης στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ήταν απούσα, καθώς δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ο νόμιμος εκπρόσωπός της μετά πληρεξουσίου δικηγόρου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη έφεση του εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 1708/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, εδρεύουσας στην Τεχεράνη του Ιράν εταιρίας, και με την οποία απορρίφθηκε στο σύνολό της η από 12.7.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………../13.7.2018 αγωγή του ανωτέρω εκκαλούντος, διώκουσα την αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγομένης, κατόπιν παραδεκτής τροπής στον πρώτο βαθμό του αγωγικού αιτήματος στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να του καταβάλει το ποσό των 24.737.636 ευρώ, ως το σε ευρώ ισόποσο των 29.163.200 δολαρίων Η.Π.Α. με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της σύνταξης του δικογράφου, που φέρεται να συνιστά οφειλόμενο υπόλοιπο αμοιβής του για την από πλευράς του διαχείριση οκτώ δεξαμενοπλοίων της, καθώς και πραγματοποιηθεισών από τον ίδιο με δικά του χρήματα κατά την άσκηση της διαχειριστικής του δραστηριότητας δαπανών, που αφορούν στα εν λόγω πλοία και βαρύνουν την πλοιοκτήτρια, ελλείψει, όπως έγινε δεκτό, διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς εκδίκαση της διαφοράς, η οποία παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας λόγω της έδρας του εναγομένου νομικού προσώπου στο εξωτερικό, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 3.7.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./3.7.2019), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλείται ο εκκαλών που παρέστη, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα απ’αυτόν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 13.5.2019 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 3.7.2019, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ίδιου νόμου), αλλά και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 13.5.2019, όπως προεκτέθηκε, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως το καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκασή της, ενόψει και της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων με την από 12.7.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../13.7.2018) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενος: α) Ότι δυνάμει δύο (2) συμβάσεων, που κατήρτισε με την εναγόμενη, εταιρία εδρεύουσα στην Τεχεράνη του Ιράν, στην Αθήνα το μήνα Μάιο και το μήνα Αύγουστο του έτους 2012 ανέλαβε την υποχρέωση, αφενός μεν να αγοράσει στην πραγματικότητα για λογαριασμό της αντισυμβαλλομένης του, πλην όμως τύποις στο όνομα συσταθησομένων εταιριών, συμφερόντων της, δεξαμενόπλοια μεταφοράς πετρελαίου, και δη πέντε (5) και τρία (3) πλοία, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα με την πρώτη και με τη δεύτερη κατά σειράν των συμβάσεων αυτών αντίστοιχα, αφετέρου δε να ασκεί τη διαχείριση των εν λόγω πλοίων, μέσω αλλοδαπών εταιριών, δικών του συμφερόντων, που θα συνίσταντο με ενέργειές του ειδικά προς τούτο, αντί συνομολογηθείσης πάγιας αμοιβής, η οποία ορίσθηκε στο ποσό των 330.000 δολαρίων Η.Π.Α. μηνιαίως για κάθε πλοίο, πλέον των διενεργηθησομένων από τον ίδιο στο πλαίσιο της διαχείρισης εκάστου πλοίου δαπανών, που συμφωνήθηκαν καταβλητέες εντός πέντε (5) ημερών από την περιέλευση στην εναγόμενη των σχετικών τιμολογίων, καθώς και του ποσού των 2 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο του μεταφερομένου με τα πλοία αυτά πετρελαίου, τούτου υπολογιζομένου με βάση τις κάθε φορά αναγραφόμενες στις εκδοθησόμενες δι’εκάστη μεταφορά φορτωτικές ποσότητες καυσίμου, που ορίσθηκε ότι θα έπρεπε να του καταβληθεί εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση του αντίστοιχου παραστατικού εκάστης συναλλαγής, β) ότι σε εκτέλεση των ως άνω συμβάσεων προέβη στην αγορά, για λογαριασμό της εναγομένης, των αναφερομένων στο δικόγραφο οκτώ (8) πλοίων, όπως το όνομα, η ημερομηνία αγοράς, ο αριθμός ΙΜΟ, η επωνυμία της πλοιοκτήτριας εταιρίας, η εθνικότητά της, και η σημαία (το νηολόγιο) εκάστου πλοίου αναλυτικά παρατίθενται στον περιληφθέντα στο αγωγικό δικόγραφο πίνακα, και ανέλαβε τη διαχείρισή τους, την οποία ουσιαστικά έκτοτε και μέχρι τις 31.12.2013 άσκησε ο ίδιος προσωπικά κατά τον προσήκοντα τρόπο, τύποις όμως διαδοχικά οι αλλοδαπές εταιρίες, αποκλειστικά δικών του συμφερόντων, τις οποίες συνέστησε για το σκοπό αυτό, με βάση τα συμφωνηθέντα με την εναγόμενη, με την επωνυμία “………….”, “………..” και “…………”, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα, καθώς και γ) ότι το σύνολο της απαίτησής του σε βάρος της εναγομένης, αντισυμβαλλομένης του στις επίμαχες συμβάσεις και στην πραγματικότητα πλοιοκτήτριας των πλοίων αυτών, που ανάγεται στο χρονικό διάστημα από 1.2.2013 έως 31.12.2013, και αφορά, τόσο στη συμφωνηθείσα μηνιαία αμοιβή του για τη διαχείριση των εν λόγω πλοίων των μηνών Φεβρουαρίου έως και Αυγούστου του έτους 2013, όσο και στα ποσά, που υποχρεώθηκε να καταβάλει εξ ιδίων για τη διαχείρισή τους κατά το διάστημα αυτό και βαρύνουν την εναγόμενη κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, όπως κάθε επιμέρους δαπάνη κατά αιτία και ποσό εξειδικεύεται στην αγωγή, αλλά και στο ποσό, που δικαιούται να αξιώσει με βάση τις επίσης αναφερόμενες στο δικόγραφο ποσότητες πετρελαίου, που μεταφέρθηκαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με δύο (2) εκ των πλοίων αυτών, ανήλθε στο συνολικό ποσό των 74.924.200 δολαρίων Η.Π.Α., εκ του οποίου, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού των 45.761.000 δολαρίων Η.Π.Α., που εισέπραξε ο ίδιος σε μερική εξόφληση κατά το ισόποσο της ως άνω απαίτησής του, και συνιστά το τίμημα της πώλησης, με δική του επιμέλεια, αλλά για λογαριασμό της εναγομένης, των επίσης μνημονευομένων στην αγωγή τριών (3) εκ των πλοίων της σε τρίτους, προκειμένου να επακολουθήσει διάλυσή τους, κατ’εφαρμογήν σχετικής συμφωνίας τους, η οποία καταρτίσθηκε εγγράφως στις 21.7.2013, με αντικείμενο το διακανονισμό των μεταξύ τους οικονομικών εκκρεμοτήτων από τις συγκεκριμένες συμβάσεις διαχείρισης, και με το διαλαμβανόμενο στο δικόγραφο περιεχόμενο, και την οποία ο ίδιος από πλευράς του τήρησε απολύτως, έχοντας εκπληρώσει στο ακέραιο τις εξ αυτής υποχρεώσεις του, εξακολουθεί να του οφείλεται το υπόλοιπο, και δη το ποσό των 29.163.200 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο η εναγόμενη, παρότι δεν αμφισβητεί ότι το οφείλει, αρνείται να του το αποδώσει, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του, για το οποίο και εκδόθηκε το υπ’αριθμ. ……./23.1.2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρίας “…………..”, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αγωγικού αιτήματος στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό, ενόψει της συζήτησης της υπόθεσης, προτάσεις του, όπερ επίσης δηλώθηκε και στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προφορικά από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το σε ευρώ ισόποσο των 29.163.200 δολαρίων Η.Π.Α., που του οφείλεται ως υπόλοιπο συμφωνηθείσης αμοιβής του και πραγματοποιηθεισών από τον ίδιο δαπανών διαχείρισης των πλοίων της, με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο σύνταξης του δικογράφου της αγωγής (9.7.2018), ήτοι το ποσό των 24.737,636 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 24.1.2014, επομένη της παράδοσης προς αυτήν του ως άνω τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε ερήμην της εναγομένης, η οποία δεν παρέστη και ήταν δικονομικά απούσα, η υπ’αριθμ.1.708/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία το τελευταίο, αφού ήλεγξε το νομότυπο και εμπρόθεσμο της κλήτευσης της απολειπομένης διαδίκου/εταιρίας, η οποία εδρεύει σε γνωστή διεύθυνση στην αλλοδαπή, και δη στο Ιράν, ήτοι σε κράτος, που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ως προς την οποία έγινε δεκτό ότι κλητεύθηκε πλασματικά να παραστεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο στην ορισθείσα δικάσιμο, διά της πραγματικής επίδοσης για λογαριασμό της του αγωγικού δικογράφου στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 122 παρ.1, 123, 134 παρ.1 και 2, 136 παρ.1, 215 παρ.2 του ΚΠολΔ, μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω του υπ’αριθμ. 1393/2007 Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή κάποιας άλλης πολυμερούς ή διμερούς σύμβασης, που έχει κυρώσει η Ελλάδα, ακολούθως απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του, καθώς έκρινε πως, εφόσον με αυτήν εισάγεται προς δικαστική επίλυση διαφορά από ιδιωτικού δικαίου έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας της εναγομένης στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να ανακύπτει ζήτημα διεθνούς δικαιοδοσίας του να επιληφθεί της υπόθεσης, και, επιπροσθέτως, η ανωτέρω διάδικος δεν παρέστη κατά τη συζήτηση της αγωγής, όπερ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 του ΚΠολΔ, συνεπάγεται ότι η διεθνή του δικαιοδοσία ερευνάται αυτεπάγγελτα, δεν αποδείχθηκε εκ των ενώπιόν του προσκομισθέντων από τον ενάγοντα εγγράφων ότι θεμελιώνεται τοπική αρμοδιότητά του, και συνακόλουθα διεθνής δικαιοδοσία του επί της αγωγής, με βάση κάποια εκ των διατάξεων του ελληνικού δικαίου, οι οποίες δέχθηκε ότι τυγχάνουν εφαρμοστέες εν προκειμένω για τη ρύθμιση της διεθνούς δικαιοδοσίας του, και όχι με βάση αυτές του Κανονισμού υπ’αριθμ.1215/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ως προς τον οποίο δέχθηκε ότι η κρινόμενη περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του, εφόσον η εναγόμενη δεν εδρεύει σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρα 4 παρ.1 και 6 παρ.1 του εν λόγω Κανονισμού). Πλέον ειδικότερα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι τέτοια αρμοδιότητα, και κατ’επέκταση και διεθνή δικαιοδοσία του επί της αγωγής, δε μπορεί να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 33 του ΚΠολΔ, που καθιερώνει τη δωσιδικία της δικαιοπραξίας, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι οι επίμαχες συμβάσεις, εκ των οποίων φέρεται να απορρέει η αγωγική αξίωση, καταρτίσθηκαν στην Αθήνα, ούτε (αποδείχθηκε) ότι τόπος εκπλήρωσης της ένδικης χρηματικής αξίωσης του ενάγοντος ορίσθηκε η Αθήνα, πολλώ δε μάλλον που και ο ίδιος αυτός δεν επικαλέσθηκε ο,τιδήποτε σχετικό, αλλά ούτε στην επικαλούμενη από τον ανωτέρω διάταξη του άρθρου 40 του ΚΠολΔ, που προβλέπει τη δωσιδικία της περιουσίας, διότι «δεν εκτίθεται οποιοδήποτε στοιχείο σχετικά με την ύπαρξη περιουσίας της εναγομένης στην ημεδαπή», όπως επί λέξει αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση. Σε βάρος της ανωτέρω απόφασης ο ενάγων, ως πρωτοδίκως εν όλω ηττηθείς διάδικος, άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την κρινόμενη έφεσή του, προβάλλοντας στο δικόγραφό της αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται στον έναν και μοναδικό λόγο της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε σχέση με την (επί της ουσίας στην πραγματικότητα παρά την αναφορά στην απόφαση σε απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης) κρίση του περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του να επιληφθεί της υπόθεσης, και ζητώντας την παραδοχή του ασκηθέντος ένδικου μέσου και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, να γίνει ακολούθως αυτή δεκτή καθ’ολοκληρίαν ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη.
Στο άρθρο 4 παρ.1 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’αριθμ. 1215/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ.1 του ιδίου, εφαρμόζεται επί αγωγών, που κατατίθενται μετά την 10η.1.2015 ως προς όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην της Δανίας, ορίζεται ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους», ενώ στο άρθρο 6 παρ.1 του ιδίου Κανονισμού προβλέπεται ότι: «1. Aν ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παρ.1, του άρθρου 21 παρ.2 και των άρθρων 24 και 22. 2. Κατά του εναγομένου αυτού, κάθε πρόσωπο, που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του, μπορεί να επικαλεσθεί στο κράτος μέλος αυτό, όπως και οι ημεδαποί, τους εκεί ισχύοντες κανόνες δικαιοδοσίας, και ιδίως εκείνους, που κοινοποιήθηκαν από το κράτος μέλος στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 76 παρ.1 στοιχ.α΄». Τέλος, κατά το άρθρο 63 παρ.1 του ανωτέρω Κανονισμού: «1.Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού εταιρία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο, στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση, ή γ) την κύρια εγκατάστασή της». Εξ όσων προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι όταν ενάγεται αλλοδαπό νομικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει την καταστατική του έδρα, την κεντρική του διοίκηση, ή την κύρια εγκατάστασή του σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ανωτέρω Κανονισμός καταρχήν δε τυγχάνει εφαρμογής, και εφαρμόζεται από το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο επί της διεθνούς δικαιοδοσίας του το ισχύον εθνικό δικονομικό του δίκαιο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ.1 του ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων υπάγονται έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί να υπάρχει κατά τόπο αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, ανεξάρτητα αν αυτή στηρίζεται σε γενική (αρθρ. 22 – 26 του ΚΠολΔ) ή ειδική βάση (αρθρ. 27 – 40 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω από το άρθρο 4 περ.2 του ΚΠολΔ, τα δικαστήρια στις περιπτώσεις του άρθρου 3 ερευνούν την έλλειψη δικαιοδοσίας αυτεπαγγέλτως, αν ο εναγόμενος διάδικος δεν παρίσταται στη συζήτηση, ή αν πρόκειται για διαφορές για ακίνητα που βρίσκονται στο εξωτερικό (ΕφΛαρ 540/2013 Δικογραφία 2014.670). Κατά τη διάταξη του άρθρου 33 του ΚΠολΔ, οι διαφορές που, εκτός άλλων, αφορούν στα δικαιώματα, που πηγάζουν από σύμβαση μπορούν να εισαχθούν και στο Δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία, ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Τόπος εκπλήρωσης της παροχής, προς θεμελίωση της τοπικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, είναι, κατά σειρά: (α) Εκείνος που προκύπτει ρητά ή σιωπηρά από τη σύμβαση, αλλιώς (β) σε περίπτωση σιωπής της σύμβασης, εκείνος που συνάγεται από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης, αλλιώς (γ) εκείνος που καθορίζεται από τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 320 – 322 του ΑΚ, δηλαδή εκείνος που έχει την κατοικία του ο δανειστής κατά το χρόνο της καταβολής ή την επαγγελματική του εγκατάσταση, αν η απαίτηση προέρχεται από την άσκηση του επαγγέλματος του δανειστή, διότι πρόκειται για κομίσιμο (χρηματικό) χρέος (ΕφΑθ 579/2000 ΕλλΔνη 41.809), που είναι καταβλητέο στην κατοικία του δανειστή (ΑΠ 786/2000 ΕλλΔνη 42.155). Ειδικότερα, ως τόπος κατάρτισης της σύμβασης θεωρείται ο τόπος στον οποίο περιήλθε στον προτείνοντα η αποδοχή της πρότασης (ΕφΑθ 2447/2006 ΕλλΔνη 2006.1406 και 1507, ΕφΑθ 5134/2003 ΕλλΔνη 2004.194, ΕφΛαρ 287/2002 ΕπισκΕΔ 2003.458), με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 193 του ΑΚ, δηλαδή όταν από το περιεχόμενο της πρότασης ή από τα συναλλακτικά ήθη ή από τις ειδικές περιστάσεις συνάγεται ότι δεν είναι ανάγκη να περιέλθει η αποδοχή σ’αυτόν που έκανε την πρόταση (ΑΠ 405/1995 ΕΕΝ 1996. 334, ΑΠ 948/1992 ΕλλΔνη 2004.1040, ΑΠ 783/1989 ΝοΒ 38.1165, ΑΠ 1901/1988 ΝοΒ 37.731, ΑΠ 1597/1988 ΕλλΔνη 1990.106, ΑΠ 720/1986 ΝοΒ 35.734). Ως τόπος εκπλήρωσης της παροχής νοείται ο κατά το ουσιαστικό δίκαιο τόπος εκπλήρωσης, δηλαδή ο τόπος εκτέλεσης της παροχής του εναγομένου, δηλαδή αυτός που προκύπτει από τη δικαιοπραξία, ρητά η σιωπηρά, αλλιώς αυτός που καθορίζεται από τις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 320-322 του ΑΚ, εξετάζεται δε αυτός όχι σε σχέση με όλη τη σύμβαση αλλά με την επίδικη παροχή, και στην περίπτωση που αυτή είναι χρηματική, τόπος εκπλήρωσης της παροχής είναι, κατά το άρθρο 321 εδαφ.α΄του ΑΚ, ο τόπος στον οποίο ο δανειστής έχει την κατοικία του κατά τον χρόνο της καταβολής (ΕφΘεσ1687/2011 ΕμπΔ2012.389 ΕφΘεσ 2668/2008 Αρμ 2010.1189), ή την έδρα του, αν είναι νομικό πρόσωπο, κατά το χρόνο της καταβολής, εφόσον η απαίτηση προέρχεται από την άσκηση του επαγγέλματος του δανειστή (ΑΠ 786/2000 ΕλλΔνη 2001.155, ΕφΠειρ 112/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2/2010 ΕλλΔνη 2010.514, ΕφΑθ 2371/2006 ΕλλΔνη 2007.1123 & 1133, ΕφΛαρ 126/2005 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 579/2000 ΕλλΔνη 2000.809). Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του ΚΠολΔ καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διεθνών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική πολιτεία με στοιχείο θεμελιωτικό αρμοδιότητας ελληνικού δικαστηρίου κατά τις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών διατάξεις (ΑΠ 803/2000 ΕλλΔνη 41.1599, ΑΠ 108/1988 ΕλλΔνη 29. 1392, ΕφΑθ 6073/2001 ΕλλΔνη 44. 209). Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (ΑΠ 803/2000 ό.π). Εξάλλου, η Σύμβαση της Ρώμης της 19ης Ιουνίου 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία είχε κυρωθεί στην Ελλάδα με το νόμο 1792/1988 και ίσχυε από 1.4.1991 (άρθρο δεύτερο του νόμου), έχει πλέον αντικατασταθεί από το με αριθμό 593/2008 Κανονισμό τoυ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), και, συνεπώς, οι διατάξεις του ισχύουν άμεσα, όπως προεκτέθηκε, και άνευ άλλου τινός στην ημεδαπή ως εσωτερικό δίκαιο. Με τον άνω Κανονισμό θεσπίζονται ομοιόμορφοι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, με κοινή εφαρμογή, τόσο σε συμβαλλόμενο, όσο και σε μη συμβαλλόμενο κράτος, οι οποίοι, για τις περιπτώσεις φυσικά εκείνες των συμβατικών ενοχών που αυτή καλύπτει και αναφέρονται στο Κεφάλαιο Ι, στο άρθρο 1 παρ. 1, ήτοι «σε περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση νόμων» (conflicts of laws rules) (δηλαδή περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της Κοινοτικής Σύμβασης όχι μόνο οι διεθνείς συμβατικές ενοχές, αλλά και εκείνες που αναφέρονται σε συγκρούσεις νόμων), υποκαθιστούν εξ ολοκλήρου τα επιμέρους εθνικά δίκαια. Το άρθρο δηλαδή 25 του ΑΚ παραμερίζεται οριστικά στις περιπτώσεις συμβατικών ενοχών που αυτός ο Κανονισμός καλύπτει (Μεταλληνό σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ τ. Ι. 58 επ.). Έτσι, είναι προφανές ότι, ανεξαρτήτως του τρόπου θεμελίωσης της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, ως προς το ζήτημα των κανόνων δικαίου που πρέπει να εφαρμοστούν προκειμένου να εξευρεθεί ποιο είναι το εφαρμοστέο κάθε φορά ουσιαστικό δίκαιο επί της συγκεκριμένης συμβατικής ενοχής που φέρεται ενώπιον του δικαστηρίου, η απάντηση είναι ότι θα πρέπει να εφαρμοσθεί ο ως άνω Κανονισμός. Τούτο δε, δεδομένου ότι πρόκειται πλέον για εσωτερικό δίκαιο, εφαρμόζεται, όχι μόνο για ενοχικές σχέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητας εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και για οποιαδήποτε άλλη συμβατική ενοχή με στοιχεία αλλοδαπότητας που φέρεται προς επίλυση ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, εφόσον τα τελευταία θεμελιώνουν τη διεθνή δικαιοδοσία τους, με την επιφύλαξη τυχόν άλλων Διεθνών Συμβάσεων της Χώρας. Ο δε ως άνω με αριθμό 593/2008 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), τυγχάνει εφαρμογής για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009 (άρθρα 28 και 29 του παραπάνω Κανονισμού). Στο Κεφάλαιο ΙΙ, το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι «η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη», καθιερώνει την αρχή της αυτονομίας των συμβαλλομένων, οι οποίοι επιλέγουν το δίκαιο που θα διέπει τη μεταξύ τους σύμβαση. Η επιλογή αυτή μπορεί να εκφράζεται ρητά ή σιωπηρά, δηλαδή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 291, 292 του ΑΚ και 6 παρ.1 του ν. 5422/1932, συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νομίμως οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε ευρώ (από την 1η.1.2002, κατ’ άρθρο 1 του ν. 2842/2000) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή (βλ. ΑΠ 678/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1614/2006 ΝοΒ 2007.848, ΕφΠειρ 548/2015, 35/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝαυτΔ 2012.302, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝ 2011.194), όχι δε και κατά το χρόνο της λήξης, ή κάποιον άλλο χρόνο (ΑΠ 698/2006, ΑΠ 1349/1997, Εφ Πειρ 287/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).
Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την παραδεκτά προσκομιζόμενη το πρώτον (άρθρο 529 παρ.1 του ΚΠολΔ) ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου στο πλαίσιο της έκκλητης δίκης, κατάθεση του, εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος μάρτυρα …………., Δικηγόρου, η οποία δόθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, αλλοδαπής εταιρίας να παραστεί κατά τη λήψη της, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …./11.10.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ……… προς τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, και περιέχεται στην υπ’αριθμ. ………/23.10.2019 ένορκη βεβαίωση του ανωτέρω προσώπου ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., β) όλα τα έγγραφα, που ο εκκαλών/ενάγων επικαλείται και προσκομίζει, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Οι δύο (2) επίμαχες συμβάσεις (των μηνών Μαΐου και Αυγούστου του έτους 2012), με τις οποίες ο ενάγων, Έλλην υπήκοος, ανέλαβε έναντι της εναγομένης, εταιρίας εδρεύουσας στην Τεχεράνη του Ιράν, την υποχρέωση να αγοράσει, για λογαριασμό της, πλην όμως στο όνομα εταιριών, συμφερόντων της, που θα συνίσταντο ειδικά προς το σκοπό αυτό από τον ίδιο, οκτώ (8) υπερδεξαμενόπλοια μεταφοράς πετρελαίου, και ακολούθως να ασκεί την εμπορική και τεχνική διαχείριση των ως άνω πλοίων, αντί ορισθείσας μηνιαίας αμοιβής, πλέον των ποσών των εξόδων, που θα απαιτείτο να καταβάλει εξ ιδίων στο πλαίσιο της διαχείρισής τους, εκ των οποίων (συμβάσεων) απορρέει η χρηματική αξίωσή του, που κατάγεται προς κρίση με την ένδικη αγωγή, και αφορά σε οφειλόμενα, τόσο αμοιβή του όσο και ποσά, που υποχρεώθηκε να δαπανήσει εξαιτίας της άσκησης της διαχείρισης των εν λόγω πλοίων, ανάγεται δε στο σύνολό της στο χρονικό διάστημα από 1.2.2013 έως 31.12.2013, καταρτίσθηκαν προφορικά στην Αθήνα, όπου επίσης ο ενάγων, που ουσιαστικά διαχειρίσθηκε τα πλοία αυτά προσωπικά, αν και τύποις διαδοχικά αλλοδαπές εταιρίες, ειδικά συσταθείσες προς τούτο, πλην όμως αποκλειστικά δικών του συμφερόντων, κατοικεί (επί της οδού Στησιχόρου στον αριθμό 3), και διατηρεί και την επαγγελματική του εγκατάσταση (επί της …………., όπου λειτουργούν γραφεία και εργάζεται πολυπληθές προσωπικό), και όπου, επιπροσθέτως, έδρευαν στην πραγματικότητα οι τυπικά διαχειρίστριες εταιρίες, οι οποίες ήταν αυτές που συνήψαν έγγραφες συμβάσεις με τις ομοίως ειδικά συσταθείσες πλοιοκτήτριες εταιρίες, συμφερόντων της εναγομένης (μία σύμβαση ανά πλοίο), και ελαμβάνοντο όλες οι αποφάσεις επί των θεμάτων της διαχείρισης των πλοίων, όπως σαφώς κατατέθηκε από τον ενόρκως εξετασθέντα ενώπιον Συμβολαιογράφου μάρτυρα του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος …………, Δικηγόρο του, και νομικό του παραστάτη επί ναυτιλιακών θεμάτων στην προσκομισθείσα το πρώτον στην έκκλητη δίκη ένορκη βεβαίωσή του, και δεν αναιρείται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, εξ όσων προσκομίσθηκαν από τον ανωτέρω διάδικο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Επομένως, υφίσταται εν προκειμένω διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων προς εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς, που φέρει το χαρακτήρα της ιδιωτικής διεθνούς τοιαύτης, λόγω της έδρας της εναγομένης στην αλλοδαπή, εφόσον αυτή (η ένδικη διαφορά) συνδέεται με την ελληνική πολιτεία με στοιχείο θεμελιωτικό κατά τόπον αρμοδιότητας ελληνικού δικαστηρίου, με βάση τη διάταξη του άρθρου 33 του ΚΠολΔ, του ελληνικού δικονομικού δικαίου εφαρμοζομένου εν προκειμένω επί του ζητήματος, και όχι του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’αριθμ.1215/2002, αφού η εναγόμενη δεν εδρεύει σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς αποδείχθηκε ότι στην Ελλάδα ήταν ο τόπος προφορικής (άτυπης) κατάρτισης των συμβάσεων διαχείρισης των πλοίων της εναγομένης, στις οποίες στηρίζεται η χρηματική αξίωση του ενάγοντος, που ασκείται με την αγωγή, και δη στην Αθήνα, αλλά, επιπροσθέτως, και ο τόπος εκπλήρωσης της της εκ των συμβάσεων αυτών απορρέουσας επίδικης (χρηματικής) παροχής της εναγομένης προς καταβολή των οφειλομένων ποσών, διότι, ομοίως, στην Αθήνα κατοικεί ο ενάγων, όπου επίσης, αναπτύσσει την επαγγελματική του δραστηριότητα, εφόσον πρόκειται για κομίσιμο (χρηματικό) χρέος, που προβλέπεται καταβλητέο στην κατοικία του δανειστή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 321 εδαφ.α΄του ΑΚ, και δεν αποδείχθηκε ότι ορίσθηκε κάτι άλλο ρητά στις επίμαχες συμβάσεις, ούτε κάτι διαφορετικό προκύπτει σιωπηρά εξ αυτών, ή δύναται να συναχθεί εκ των περιστάσεων, και ιδίως από τη φύση της μεταξύ των διαδίκων ενοχικής σχέσης, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατόπιν αυτεπάγγελτου ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας του να επιληφθεί της αγωγής, λόγω της φύσης της με αυτήν καταγομένης προς κρίση διαφοράς ως απορρέουσας από ιδιωτικού δικαίου έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας εκ της έδρας του εναγομένου νομικού προσώπου στην αλλοδαπή, και της απουσίας του τελευταίου κατά τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό, διά της επισκόπισης των προσκομισθέντων από τον ενάγοντα εγγράφων, απέρριψε την αγωγή λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του προς εκδίκασή της, και δη ελλείψει σύνδεσής της με στοιχείο θεμελιωτικό αρμοδιότητας ελληνικού δικαστηρίου, διότι έκρινε ότι η διεθνή δικαιοδοσία του δε μπορεί να θεμελιωθεί στην ειδική δωσιδικία του άρθρου 33 του ΚΠολΔ, αφού, όπως δέχθηκε, δεν αποδείχθηκε ο περιλαμβανόμενος στην αγωγή ισχυρισμός ότι η Αθήνα ήταν ο τόπος κατάρτισης των επίμαχων συμβάσεων, ή, σε κάθε περίπτωση, ο τόπος εκπλήρωσης της ένδικης χρηματικής αξίωσης της εναγομένης, ούτε, όμως, και στη διάταξη του άρθρου 40 του ΚΠολΔ, που προβλέπει τη δωσιδικία της περιουσίας, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, κατά παραδοχήν ως βασίμου του μοναδικού λόγου της κρινόμενης έφεσης, όπως αξιολογούνται από το παρόν Δικαστήριο στο σύνολό τους οι προβαλλόμενες με το εφετήριο αιτιάσεις του εκκαλούντος/ενάγοντος. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και, αφού εξαφανισθεί στο σύνολό της η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, επί της νομικής βασιμότητας της οποίας ειδικότερα λεκτέα τα κάτωθι: Με την εν λόγω αγωγή ζητείται, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματός της στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 24.737.636 ευρώ, που αποτελεί το σε ευρώ ισόποσο των 29.163.200 δολαρίων Η.Π.Α, το οποίο, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, του οφείλεται και δικαιούται να το αξιώσει, ως αμοιβή του για τη διαχείριση των πλοίων της εναγομένης, καθώς και ως δαπάνες, που πραγματοποίησε στο πλαίσιο της διαχείρισής τους, υπολογιζόμενο με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της σύνταξης του δικογράφου της αγωγής (9.7.2018), όπως έχει ήδη εκτεθεί. Ενόψει όμως των προαναφερθεισών νομικών σκέψεων, καθώς και της επίκλησης στην αγωγή συνομολόγησης στην Ελλάδα μεταξύ των διαδίκων έγκυρης από σύμβαση χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα καταβλητέας ομοίως στην Ελλάδα, όπου κατοικεί και δραστηριοποιείται επαγγελματικά ο ενάγων, όπως έγινε ήδη δεκτό για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων να επιληφθούν της υπόθεσης, έπρεπε να ζητηθεί η καταβολή του ισαξίου σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α., με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος κατά το χρόνο της πληρωμής, και όχι με την επίσημη ισοτιμία του σε ευρώ κατά τον προγενέστερο χρόνο σύνταξης της αγωγής, όπως μη νομίμως αξιώνει εν προκειμένω ο ενάγων. Σημειώνεται ότι δυνατότητα του παρόντος Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, και το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας κατά το χρόνο της πληρωμής της οφειλής, υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ’άρθρο 223 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ – θα υπήρχε, μόνο αν ήταν δεδομένο ότι κατά τον χρόνο της πραγματικής πληρωμής η έναντι του ευρώ αξία του αλλοδαπού νομίσματος θα είναι μικρότερη από εκείνη που ίσχυε κατά το χρόνο της σύνταξης της αγωγής, το οποίο όμως είναι αβέβαιο (βλ. ΑΠ 1381/1997 ΕλλΔνη 39.325, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝομ 2011.194). Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι, παρά το ότι επί της επίδικης διαφοράς, που στηρίζεται στις μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσες συμβάσεις, εφαρμοστέο τυγχάνει το αγγλικό δίκαιο, το οποίο επιλέχθηκε από τα διάδικα μέρη να διέπει τις επίμαχες συμβατικές ενοχές (ρητή μνεία σχετικώς γίνεται σε κάθε μία έγγραφη σύμβαση, που υπογράφηκε από τις πλοιοκτήτριες εταιρίες συμφερόντων της εναγομένης και τις εταιρίες, συμφερόντων του ενάγοντος, για τη διαχείριση εκάστου πλοίου, ουσιαστικά όμως από τους διαδίκους, που ήταν στην πραγματικότητα οι συμβαλλόμενοι), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του Κεφαλαίου ΙΙ του αριθμό 593/2008 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), που εφαρμόζεται επί των συμβάσεων, οι οποίες συνάπτονται μετά τις 17.12.2009 (άρθρα 28 και 29 του ιδίου Κανονισμού), και, συνεπώς (εφαρμόζεται) και στην κρινόμενη περίπτωση, εφόσον πρόκειται περί συμβατικής ενοχής με στοιχεία αλλοδαπότητας, που φέρεται προς επίλυση ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, ως προς προς το ζήτημα των κανόνων δικαίου που πρέπει να εφαρμοστούν, προκειμένου να εξευρεθεί ποιο είναι το εφαρμοστέο επ’αυτής ουσιαστικό δίκαιο, δεδομένου ότι πρόκειται πλέον για εσωτερικό δίκαιο, εντούτοις, και ανεξαρτήτως της συμφωνίας των διαδίκων περί υπαγωγής των μεταξύ τους συμβάσεων στο αγγλικό δίκαιο, οι διατάξεις των άρθρων 291, 292 του ΑΚ και 6 παρ.1 του ν. 5422/1932, εκ των οποίων συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νομίμως οφειλή σε ξένο νόμισμα, όπως εν προκειμένω, ο δανειστής, ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε ευρώ (από την 1η.1.2002, κατ’ άρθρο 1 του ν. 2842/2000) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, και όχι σε κάποιον άλλο χρόνο, τυγχάνουν σε κάθε περίπτωση εφαρμοστέες, διότι, επί παραδοχής της αγωγής από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας, θα αναγνωριζόταν από το παρόν ελληνικό δικαστήριο, που, όπως κρίθηκε, έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης, η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα στην Ελλάδα το ποσό, το οποίο θα γινόταν δεκτό ότι του οφείλεται, όχι, όμως, στο αλλοδαπό νόμισμα (σε δολάρια Η.Π.Α.), στο οποίο εγκύρως συνομολογήθηκε η οφειλή, αλλά σε ημεδαπό νόμισμα, ήτοι σε ευρώ, εφόσον πρόκειται περί ποσού πληρωτέου στην Ελλάδα, και, επομένως, θα ανέκυπτε ζήτημα υπολογισμού σε ευρώ του οφειλομένου σε δολάρια Η.Π.Α. ποσού, για τον οποίο (ως άνω υπολογισμό) λαμβάνεται πάντοτε υπόψη η επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της καταβολής, ως, επομένως, έδει και να ζητηθεί με την αγωγή, αφού επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να τη ζητήσει από 1.1.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της εξόφλησης. Ενόψει τούτων, η αγωγή απορριπτέα τυγχάνει στο σύνολό της ως μη νόμιμη, καθώς κατά τις διατάξεις των άρθρων 536 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και την εκδίκαση της υπόθεσης κατ’ουσίαν, μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα και χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του (αντίθετη) έφεση ή αντέφεση, εκ των οποίων (διατάξεων) προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” και ότι ως προς τα “κεφάλαια” αυτά μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης, και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην αρχή του άρθρου 536 του ΚΠολΔ της «μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος» (ΑΠ 1396/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Λόγω της παραδοχής της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της στον εκκαλούντα, όπως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 Γ εδαφ.προτελευταίο του ΚΠολΔ. Διάταξη περί επιβολής της δικαστικής δαπάνης της εναγομένης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος του ενάγοντος, που, παρά την παραδοχή της έφεσής του και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ηττήθηκε στην ουσία της υπόθεσης, δε θα περιληφθεί στην παρούσα απόφαση ελλείψει υποβολής από την ανωτέρω του απαιτουμένου περί αυτού αιτήματος (άρθρο 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), λόγω της ερημοδικίας της σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το παράβολο ερημοδικίας, το οποίο οφείλει να προκαταβάλει η εφεσίβλητη/εναγόμενη στην περίπτωση που ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής οριζόμενα, λαμβανομένου υπόψη ότι η συνδρομή ή μη εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από την ανωτέρω διάδικο δεν αποτελεί αντικείμενο διευρεύνησης για το παρόν Δικαστήριο, αλλά θα κριθεί από το δικαστήριο που θα κληθεί να αποφανθεί επί της τυχόν ασκηθείσας ανακοπής κατά την έρευνα του παραδεκτού της (ΟλΑΠ 15/2001 ΝοΒ 2002.678).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.
ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την εφεσίβλητη κατά της παρούσας απόφασης, το ύψος του οποίου ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 2.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../3.7.2019 και ……./11.7.2019) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1708/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος απ’αυτόν παραβόλου του ένδικου μέσου.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 12.7.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………../13.7.2018) αγωγής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 9 Ιουνίου 2020.Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣΚαι αντ΄ αυτής, λόγω συνταξιοδοτήσεωςκαι αναχωρήσεώς της,η αρχαιότερη της σύνθεσηςΕφέτη, Μαρία Κωττάκη.
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την 15η Ιουλίου 2020, με άλλη σύνθεση, λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών, Δήμητρας Τσουτσάνη, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Μαρία Κωττάκη, Προεδρεύουσα Εφέτη, Μαρία Δανιήλ και Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτες, και με Γραμματέα την Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ