Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 497/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης     497/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

  Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

         Ι. Η κρινόμενη από 5.6.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……………/6.6.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../13.6.2018 έφεση του εκκαλούντος, …………, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.2020/2018 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης σ’αυτό δυνάμει της υπ’αριθμ.449/2017 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, που κήρυξε εαυτό καθ’ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του ιδίου Δικαστηρίου και δέχθηκε, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την εναντίον του από 24.6.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./10.7.2015 αγωγή του εφεσιβλήτου, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος, στις 8.5.2018, στην πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο του ενάγοντος, συντασσομένης της υπ’αριθμ. …….΄/8.15.2018 εκθέσεως επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά, …………….., που προσκομίζεται από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 6.6.2018, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Ο ενάγων, …………, στην από 24.6.2015 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Σαλαμίνα, εξέδωσε τρεις τραπεζικές επιταγές της «………….» η πρώτη και η τρίτη και της «………..» η δεύτερη τούτων, όπως λεπτομερώς εκτίθενται τα στοιχεία τους στην αγωγή, σε διαταγή της ομόρρυθμης εταιρείας «……………..», που τις μεταβίβασε σ’αυτόν με οπισθογράφηση, εν γνώσει του, τόσο κατά το χρόνο εκδόσεως όσο και κατά το χρόνο πληρωμής των επιταγών, ότι η εκδότρια εταιρεία δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια παρά της πληρώτριας Τράπεζας, ότι εξαιτίας αυτού του λόγου δεν πληρώθηκαν οι εν λόγω επιταγές κατά την εμπρόθεσμη και νομότυπη εμφάνιση τους απ’αυτόν, ως νόμιμο κομιστή, γεγονός που βεβαιώθηκε επί του σώματος εκάστης επιταγής και ότι από την παράνομη και υπαίτια πράξη του εναγομένου ζημιώθηκε το ποσό των τριών επιταγών ανερχόμενο σε 51.800 ευρώ και υπέστη ηθική βλάβη συνισταμένη στην διατάραξη των οικονομικών συναλλαγών του, για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας δικαιούται το ποσό των 5.000 ευρώ, μετ’αφαίρεση του ποσού των 40 ευρώ, που έχει ζητήσει από το ποινικό Δικαστήριο παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων. Ακολούθως, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το κονδύλι της χρηματικής ικανοποίησης με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα υπ’αριθμ.449/2017 πρακτικά συνεδρίασης του παραπέμποντος Δικαστηρίου και με τις κατατεθείσες πρωτοδίκως προτάσεις του,  ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 51.800 ευρώ, ως αποζημίωση, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της εμφάνισης προς πληρωμή κάθε επιταγής, άλλως από την επίδοση της αγωγής και επιπλέον 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί κατά του εναγομένου, λόγω της αδικοπραξίας, προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικασθεί στη δικαστική του δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, παρεκτός του αιτήματος περί καταβολής τόκων από την επομένη εμφάνισης των επιταγών, την έκανε δεκτή, ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 52.800 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και με απαγγελία προσωπικής κράτησης εναντίον του διαρκείας ενός (1) μηνός, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του ο εναγόμενος για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 79 Ν.5960/1993, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 ΝΔ 1325/1972, 914 επ., 297 και 298 του ΑΚ, προκύπτει ότι εκείνος  που εκδίδει επιταγή εις διαταγήν, εν γνώσει του ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα, είτε κατά το χρόνο εκδόσεως είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, ζημιώνει παράνομα τον κομιστή από τη μη πληρωμή  της επιταγής κατά την εμφάνιση της. Δηλαδή, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 79 Ν.5960/1933, η οποία χαρακτηρίζει την πράξη αυτή του  εκδότη της επιταγής ποινικό αδίκημα, εισάγεται απαγορευτικός κανόνας δικαίου. Αρκεί  για το υποκειμενικό στοιχείο, ο εκδότης να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενο, την έλλειψη των διαθεσίμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, στοιχειοθετείται παράλληλα και η αναγκαία για την αστική ευθύνη από αδικοπραξία παράνομη και υπαίτια πράξη εκείνου, που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, από την οποία (πράξη) προξενείται, κατ’ αιτιώδη συνάφεια, στο νόμιμο κομιστή της επιταγής, η ζημία από τη μη είσπραξη του ποσού, που ενσωματώνει, κατά το χρόνο εμφανίσεως της προς πληρωμή και έτσι γεννιέται η ευθύνη εκείνου για αποζημίωση τούτου με ποσό ίσο με αυτό της επιταγής. Επομένως, ο εκδότης της επιταγής υποχρεούται σε αποζημίωση του κομιστή, αφού η διάταξη  έχει θεσπιστεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής, το οποίο συνίσταται στη μη διάψευση της εμπιστοσύνης του στην επιταγή, ως μέσον πληρωμής, κατά το χρόνο της εμφανίσεως της προς πληρωμή. (ΑΠ 1380/2013 ΔΕΕ 2014, 256, ΑΠ 1565/2013 ΕΕμπΔ 2014, 132, ΑΠ 495/2010 ΝοΒ 2011, 302). Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση (ισόποση με την αξία της επιταγής) από το άρθρο 914 του ΑΚ, η οποία προϋποθέτει το έγκυρο της εκδοθείσας επιταγής (ΑΠ 740/2001 δημ.“Νόμος”), συρρέει με την αξίωση από επιταγή από το άρθρο 40 του Ν.5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να επιλέξει ποια αγωγή θα ασκήσει, με τον περιορισμό ότι η ικανοποίηση της μιας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση και της άλλης. Στοιχεία της αγωγής προς αποζημίωση, είναι η ύπαρξη ζημίας του δικαιούχου, η οποία προκαλείται υπαίτια με την έκδοση της επιταγής, χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα  κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής αυτής και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας του κομιστή και παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη. Σε περίπτωση που ασκείται αγωγή από αδικοπραξία εξαιτίας εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, ο ενάγων μπορεί να ζητήσει αποζημίωση, όχι μόνο για το ποσό της επιταγής, αλλά και για κάθε άλλη ζημία που υπέστη από τη σε βάρος του αδικοπραξία του εκδότη της επιταγής καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης (ΟλΑΠ 30/2003 ΝοΒ 52, 957, ΑΠ 1380/2013 ΔΕΕ 2014, 256, ΑΠ 1676/2008 ΕλΔνη 2011, 453, ΑΠ 12/2007 ΑρχΝ 2007, 713, ΑΠ 281/2003 ΕλΔνη 45, 442, ΑΠ 1442/2003 ΕλΔνη 46, 773, ΕφΠειρ 332/2018). Για την θεμελίωση της αγωγής από αδικοπραξία απαιτείται ο ενάγων να επικαλεσθεί ότι ο εκδότης-εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή αυτή δόλια, δηλαδή ενώ γνώριζε ότι δεν είχε αντίστοιχα με την αξία της διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά τον χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής και ότι η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός προθεσμίας οκτώ ημερών (ΑΠ 687/2010). Δεν είναι στοιχείο της εξ αδικήματος αγωγής, η βεβαίωση της μη πληρωμής της επιταγής με διαμαρτυρικό ή με έγγραφη δήλωση του πληρωτή, γραφόμενη επί του τίτλου, ή με δήλωση γραφείου συμψηφισμού, πράγμα που επιβάλλεται με βάση το άρθρο 40 Ν.5960/1933 για την εξ επιταγής αγωγή (ΑΠ 571/2010, ΑΠ 577/2010, ΕφΑθ 2372/2011 δημ.“Νόμος”) .

Περαιτέρω, από το άρθρο 71 του ΑΚ προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων, που κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 του ΑΚ το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν τη βούληση του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως ευθύνεται και αυτό εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο. Ειδικότερα, στην ανώνυμη εταιρία, όπως και στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης, οι διοικούντες αυτήν δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για τα χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη τους προσωπικά από αδικοπραξία, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία ή ΕΠΕ κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (ΑΚ 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τούτων. Έτσι στην περίπτωση εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από το νόμιμο εκπρόσωπο κεφαλαιουχικής εταιρείας, στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας, η υποχρέωση προς αποζημίωση του κομιστή της επιταγής βαρύνει, τόσο το νόμιμο εκπρόσωπο που υπέγραψε την επιταγή εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρίσματος κατά το χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής, όσο και το ίδιο το νομικό πρόσωπο, αφού όπως προεκτέθηκε, η αστική ευθύνη του νόμιμου αντιπροσώπου, που είναι και ποινικά υπεύθυνος (άρθρο 79 Ν.5960/1933), είναι αυτοτελής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 εδ. β ΑΚ, έναντι εκείνης του νομικού προσώπου. (ΑΠ 1565/2013, ΕφΑθ 3835/2009 ΔΕΕ 2010, 1205, ΕφΠειρ 332/2018, ΕφΠειρ 119/2015, ΕφΘεσ 279/2012 – “Νόμος”).

Εξάλλου, ο κομιστής της επιταγής μπορεί μαζί με την αγωγή από το αδίκημα να σωρεύσει και αίτημα προσωπικής κρατήσεως κατά του εναγομένου εκδότη της επιταγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία δεν καταργήθηκε ούτε περιορίστηκε από το άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα (ΑΠ 60/2001 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 25/2000 ΕλΔνη 41, 712), που  κυρώθηκε με τον Ν.2462/1997 και αποτελεί διάταξη κανόνα υπέρτερης νομικής βαθμίδας, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγει δε διακωλυτικό κανόνα ως προς την απαγγελία προσωπικής κρατήσεως κατά εμπόρου για εμπορικές απαιτήσεις, όταν η μη εξόφληση των συμβατικών υποχρεώσεων του οφείλεται αποκλειστικά σε οικονομική αδυναμία αυτού, χωρίς να επηρεάζει τη δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης για αξιώσεις από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 23/2005). Το εν λόγω αίτημα είναι νόμιμο, καθόσον αφορά στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας ή στο διαχειριστή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, ο οποίος είναι ο εκδότης της επιταγής, διότι η εξαίρεση της παρ. 3 του άρθρου 1047 ΚΠολΔ, αναφέρεται στην απαγόρευση προσωπικής κρατήσεως των εκπροσώπων ΑΕ ή ΕΠΕ για χρέη εμπορικά ή από δικαιοπραξία, που βαρύνουν το νομικό πρόσωπο και όχι για χρέη από αδικοπραξία, που βαρύνουν το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, έστω και αν αυτό τέλεσε την αδικοπραξία στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (ΑΠ 271/2015, ΑΠ 1353/2011, ΑΠ 136/2010, ΑΠ 157/2010, ΑΠ 418/2007 ΝοΒ 55, 1168, ΑΠ 775/2006 ΔΕΕ 2006, 1045, ΑΠ 838/2002 ΧΡΙΔ 2002, 690, ΑΠ 133/2001 ΕλΔνη 2001, 699, ΕφΠειρ 822/2014, ΕφΑΘ 3961/2006 ΔΕΕ 2006, 277, ΕφΑΘ 1609/2002 ΕλΔνη 43, 1468). Οι ανωτέρω διατάξεις δεν αντίκεινται στα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1-4, 7 παρ. 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας με την προσωπική κράτηση του οφειλέτη προβλέπεται με νόμο και δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Διότι ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντ.), πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία, η οποία είναι απαραβίαστη, αλλά, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του Συντάγματος, επιτρέπεται να ορίζονται με νόμο περιορισμοί στο εν λόγω δικαίωμα, που μπορεί να φθάνουν και στη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (ΑΠ 495/2010, ΑΠ 1/2009, ΕφΠειρ 219/2015, ΕφΠειρ 73/2012, ΕφΑθ 2161/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η αποδοχή της προσωπικής κράτησης, όπως σε κάθε αδικοπραξία, είναι δυνητική και εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει ή όχι την προσωπική κράτηση του οφειλέτη, ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως και να καθορίσει τη διάρκεια της, αρκεί να αποδειχθεί η απαίτηση. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου προσδιορίζεται με βάση ορισμένα ουσιαστικά κριτήρια και ιδίως, ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξεως και τις συνέπειες της, το βαθμό του πταίσματος του εναγομένου, τη φερεγγυότητα του, την απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των διαδίκων (φυσικών προσώπων) και γενικά, τις ιδιαίτερες συνθήκες και λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 25/2000 ΕλΔνη 41, 712, ΑΠ 152/2000 ΕλΔνη 41, 712, ΑΠ 343/95 ΕΕΝ 64, 280, ΑΠ 1070/93 ΕλΔνη 35, 1579, ΕφΠειρ 74/2014, Εφθεσ 1311/2008 Αρμ 2009, 1532, ΕφΠειρ 29/2007, ΕφΑΘ 116/2007 ΝοΒ 2007, 1606, ΕφΑθ 6182/2003 ΕλΔνη 45, 859). Eκ των ανωτέρω δεν συνάγεται ότι επί αδικοπρακτικής ευθύνης θα πρέπει να απαλλάσσεται από την προσωπική του κράτηση ο οφειλέτης που από αδυναμία δεν εκπληρώνει τη χρηματική του υποχρέωση (ΑΠ 257/2008, ΑΠ 857/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2897/2010 ΔΕΕ 2011, 78).

IV. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως των διαδίκων, ενώπιον του πρωτοβάθμιου παραπεμπτικού Δικαστηρίου, που περιέχονται στα υπ’αριθμ. 449/2017 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και την υπ’αριθμ……/9.10.2019 ένορκη βεβαίωση της ……….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που συντάχθηκε με την επιμέλεια του εναγομένου-εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης του ενάγοντος – εφεσιβλήτου (υπ’αριθ……΄/4.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), που εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως του μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και η ένορκη βεβαίωση του …………, που λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, με την ιδιότητα του, ως νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..», που σύμφωνα με το καταστατικό της εδρεύει στις Νήσους …., στην πραγματικότητα όμως εδρεύει στην …. και έχει αντικείμενο δραστηριότητας την διαχείριση πλοίων, εξέδωσε, περί τα τέλη του έτους 2010, στην Σαλαμίνα, τρεις μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές με αριθμούς ………., της τράπεζας «…………», ποσού 10.800 ευρώ, ……… της τράπεζας «……….», ποσού 21.000 ευρώ και ……….. της πρώτης ως άνω τράπεζας, ποσού 20.000 ευρώ, με φερόμενες ημεροχρονολογίες 20.3.2011, 15.4.2011 και 15.6.2011 αντίστοιχα, σε διαταγή της ομόρρυθμης εταιρείας «……………», χάριν καταβολής των οφειλών της προς αυτήν από επισκευαστικές εργασίες επί πλοίων διαχείρισης της, με χρέωση των λογαριασμών, που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στις πληρώτριες τράπεζες. Τις επίδικες επιταγές η εις διαταγήν δικαιούχος μεταβίβασε με οπισθογράφηση και παρέδωσε στον ενάγοντα, ο οποίος, ως νόμιμος κομιστής, τις εμφάνισε νομίμως και εμπροθέσμως προς πληρωμή στις 24.3.2011, 15.4.2011 και 20.6.2011 αντιστοίχως, εντούτοις όμως αυτές δεν πληρώθηκαν, ελλείψει αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων βεβαιωμένου τούτου στα σώματα των επιταγών, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες βεβαιώσεις των αρμοδίων υπαλλήλων των ανωτέρω τραπεζών. Από τη μη πληρωμή των επιταγών ο ενάγων υπέστη ισόποση με την αξία των επιταγών περιουσιακή ζημία, ανερχόμενη συνολικά στο ποσό των 51.800 ευρώ. Ο εναγόμενος εξέδωσε τις επίμαχες μεταχρονολογημένες επιταγές μολονότι γνώριζε ότι ήταν αδύνατο να εξασφαλίσει τα αντίστοιχα χρηματικά κεφάλαια για την πληρωμή τους, έστω και κατά τους μεταγενέστερους φερόμενους χρόνους της έκδοσης και της πληρωμής τους, καθόσον η ως άνω διαχειριζόμενη και εκπροσωπούμενη από τον ίδιο εμπορική εταιρία αντιμετώπιζε, κατά τον επίδικο χρόνο της πραγματικής έκδοσης των επιταγών, σοβαρά οικονομικά προβλήματα, με κύρια συνέπεια την έλλειψη ρευστότητας προς εξόφληση των εμπορικών χρεών της, που δεν οφειλόταν σε πρόσκαιρη ταμειακή αδυναμία, αλλά αντίθετα σε γενική και μόνιμη αδυναμία να αντιμετωπίσει τα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά εμπορικά της χρέη, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε κατάσταση πλήρους παύσης πληρωμών, όπως αποδεικνύεται ιδίως από την υπ’αριθμ.3693/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εκουσίας δικαιοδοσίας, που έκρινε ότι συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις περί κήρυξης της σε πτώχευση, πλην όμως, ελλείψει επαρκών περιουσιακών στοιχείων, προς κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας, απέρριψε την σχετική αίτηση, καταχωρώντας όμως την καθ’ης η αίτηση ανωτέρω εταιρεία στα οικεία Μητρώα Πτωχεύσεων των αρμόδιων Δικαστηρίων, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Ενόψει των ανωτέρω, ο αρνητικός ισχυρισμός του εναγομένου περί του δόλου του για την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση του, αφενός στο ότι η εκπροσωπουμένη απ’αυτόν εκδότρια εταιρία μετά την παύση πληρωμών στερούνταν τη δυνατότητα να πληρώσει τις επίδικες επιταγές και άρα θα είχε ποινική ευθύνη, κρίνεται απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον συνεπεία της πτώχευσης, δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 και η υπαιτιότητα στο πρόσωπο του εναγόμενου διαχειριστή, που εξέδωσε τις επίδικες επιταγές εντεύθεν δε και η αστική του ευθύνη προς αποζημίωση. Τούτο, γιατί το αποτέλεσμα της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης, που επήλθε με βάση το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν.3588/2007, που στερεί αυτοδικαίως τον πτωχεύσαντα της διοίκησης (διάθεσης και διαχείρισης) της πτωχευτικής περιουσίας και την επιλεκτική εξόφληση των εταιρικών χρεών, δεν επεκτείνεται και στην περιουσία του νομίμου αντιπροσώπου της πτωχεύσασας εταιρείας, του οποίου η ποινική και αστική ευθύνη από την έκδοση της ακάλυπτης και μη πληρωθείσας επιταγής διατηρείται, χωρίς να επηρεάζεται από την επελθούσα, λόγω της πτώχευσης, μεταβολή στη νομική κατάσταση της εταιρίας και με δεδομένο ότι η πτώχευση εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, όπως εν προκειμένω, δεν επάγεται κατά νόμο αυτόθροη συμπτώχευση και του νομίμου εκπροσώπου της, όπως συμβαίνει στην ομόρρυθμη εταιρία (ΑΠ 271/2015). Αφετέρου δε αλυσιτελώς επιχειρείται η θεμελίωση της έλλειψης του αναγκαίου στοιχείου του δόλου του εναγομένου, στην μη πληρωμή των επιταγών από ανωτέρα βία, που συνίσταται, κατά τους ισχυρισμούς του, στην καταγγελία των δανειακών συμβάσεων της εκδότριας εταιρείας και εντεύθεν την διακοπή χρηματοδότησης της από τα αγγλικά κεφάλαια, εν συνεχεία δε την ανεπιτυχή προσπάθεια εξαγοράς του δανείου από την ελληνική τράπεζα ……, την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό των πλοίων, που διαχειριζόταν, με συνέπεια την οικονομική της κατάρρευση, καθόσον τα δυσμενή αυτά γεγονότα, ως προς την οικονομική της πορεία, δεν αναιρούν τη γνώση του εναγομένου περί της έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων, κατά τους κρίσιμους χρόνους της έκδοσης και πληρωμής των επιταγών, εφόσον δεν διαδραματίστηκαν αίφνης μετά τον χρόνο πραγματικής έκδοσης των επίμαχων επιταγών, όπως ισχυρίζεται για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου, ούτε ήταν απρόβλεπτα, αντίθετα τότε αυτός γνώριζε τη γέννηση τους με την καταγγελία των δανειακών συμβάσεων, που αποτέλεσε την αιτία της οικονομικής δυσπραγίας της εταιρείας του εναγομένου τους τελευταίους μήνες του 2010 και οδήγησε στην γενικευμένη κατάσταση παύσης των πληρωμών της στα τέλη του 2010 και συνεπώς, μπορούσε βάσιμα να προβλεφθεί από τον εναγόμενο το γεγονός της μη πληρωμής των επιταγών, κατά τους χρόνους εμφάνισης τους, λόγω και της επικείμενης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της εκδότριας εταιρείας, συνεπεία των κατασχέσεων που είχαν επιβληθεί στα πλοία της και δεν στοιχειοθετείται ανωτέρα βία, ως αβασίμως υποστηρίζει ο εναγόμενος, οι δε απέλπιδες προσπάθειες του για την εξαγορά του δανείου και την σωτηρία της εταιρείας του, που εμποδίστηκαν από την δυστροπία του αγγλικού πιστωτικού ιδρύματος, συνηγορεί μεν στην μη ύπαρξη δόλιας προαίρεσης εξαπάτησης, εκ μέρους του, του ενάγοντος, όπως και έτερων δανειστών του από την ναυτιλιακή του δραστηριότητα, αλλά δεν αίρει την υπαιτιότητα του στην έκδοση των εν λόγω ακάλυπτων επιταγών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε την κατάφαση των απαιτουμένων για τη θεμελίωση της αποδιδομένης σε βάρος του αδικοπρακτικής ευθύνης προϋποθέσεων, με συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών του, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Περαιτέρω, ενόψει του ύψους της απαίτησης, της βαρύτητας της αδικοπραξίας και των συνεπειών της, του βαθμού υπαιτιότητας του εναγομένου, της εν γένει συμπεριφοράς του και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος του αδικοπραγήσαντος εναγομένου, προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, διάρκειας ενός (1) μηνός. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, ως προς την αναγκαιότητα και την διάρκεια της προσωπικής κράτησης του εναγομένου, χωρίς επαρκή αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ),  ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των διαλαμβανομένων στον δεύτερο λόγο έφεσης ισχυρισμών του εναγομένου-εκκαλούντος περί μη νόμιμης απαγγελίας της, ένεκα μη τέλεσης του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, λόγω μη ύπαρξης δόλου εκ μέρους του για την έκδοση τους, καθώς επίσης αναντιστοιχίας της επιβαλλομένης με την εκκαλουμένη προσωπικής κράτησης, με την αναστολή εκτέλεσης της ποινής του ενός έτους, που του επιβλήθηκε για το ομώνυμο ποινικό αδίκημα, κατ’έφεση, με την υπ’αριθμ.943/2017 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ μέτρου και σκοπού, λόγω αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του από τις επιταγές, ως ουσιαστικά αβασίμων.

V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα για την άσκηση της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στον εκκαλούντα, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.2020/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου κατά την άσκηση της.

Επιβάλλει στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 20 Ιουλίου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ