ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 498/2020
ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) η κρινόμενη από 18-7-2019 και με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. ……/19-7-2019 έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθ. 1278/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 23-9-2015 και με Γ.Α.Κ. …. και Α.Κ. …../29-9-2015 αγωγής της κατά της εφεσίβλητης και απέρριψε αυτήν (αγωγή). Η ανωτέρω έφεση ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 498, 500, 511, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην ενάγουσα – εκκαλούσα, με επιμέλεια της εναγομένης – εφεσίβλητης, στις 20-6-2019, όπως προκύπτει από τη με ίδια ημερομηνία σημείωση επί επικυρωμένου αντιγράφου της του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………. που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, ενώ η έφεση της τελευταίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19-7-2019, όπως προκύπτει από τη με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./19-7-2019 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του γραμματέα του ως άνω Δικαστηρίου (άρθρο 500 Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), αφού καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο άσκησης έφεσης, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3γ’ του Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015.
Με την ανωτέρω αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, όπως παραδεκτά διευκρινίστηκε με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της ενάγουσας (άρθρο 224 εδάφ. β’ Κ.Πολ.Δ.), η τελευταία εκθέτει ότι εδρεύει στον Πειραιά και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, μεταξύ άλλων, στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων, ενώ η εναγόμενη εδρεύει στα νησιά Μάρσαλ και είναι πλοιοκτήτρια του πλοίου «BS», με αριθμό ΙΜΟ ….., κ.ο.χ. 81384, κ.κ.χ. 158143, ΔΔΣ …… Ότι σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης που καταρτίσθηκε στις 9-10-2014 μεταξύ της ίδιας ως πωλήτριας και της εδρεύουσας στη Μάλτα μη διαδίκου εταιρίας «………….», η οποία έχει τα χαρακτηριστικά μεσίτη ναυτιλιακών καυσίμων και ενεργούσε ως σιωπηρά εξουσιοδοτημένη αντιπρόσωπος της εναγομένης ως αγοράστριας, παρέδωσε στις 11-10-2014 στο άνω πλοίο της τελευταίας, το οποίο ναυλοχούσε στο λιμένα του Πειραιά, τα αναφερόμενα κατά ποσότητα, τύπο και ποιότητα ναυτιλιακά καύσιμα, αντί του αναφερομένου συμφωνημένου τιμήματος, το οποίο συμφωνήθηκε καταβλητέο εντός 21 ημερών από την παράδοση των καυσίμων. Ότι την ιδιότητα της «……………….» ως αντιπροσώπου της εναγομένης αγοράστριας τη συνήγαγε η ίδια (ενάγουσα) από τις εκτιθέμενες περιστάσεις «ως μόνη δυνατή εκδοχή των πραγμάτων», δεδομένου ότι η εταιρία αυτή, η οποία δεν της δήλωσε ρητά την ιδιότητα με την οποία ενεργούσε, στερούνταν άδειας προμήθειας ναυτιλιακών καυσίμων, δεν είχε δικαίωμα αγοράς, μεταπώλησης και παράδοσης αυτών transit σε πλοία εντός της ελληνικής επικράτειας, με αποτέλεσμα να μη δύναται να συμβληθεί στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό, ενώ παρήγγειλε την παράδοση των άνω ναυτιλιακών καυσίμων στο άνω πλοίο της εναγομένης και υπέδειξε τον τόπο ναυλοχίας του, όπου τα καύσιμα αυτά παραλήφθηκαν από τον πλοίαρχό του, ο οποίος υπέγραψε το σχετικό με αριθ. ……./12-120-2014 δελτίο αποστολής, ενεργώντας «για λογαριασμό της εναγομένης πλοιοκτήτριας αυτού. Ότι η ίδια είναι η φυσική προμηθεύτρια του άνω πλοίου με τα άνω ναυτιλιακά καύσιμα, τα οποία αγόρασε από την εταιρία «………….», η οποία εξέδωσε σχετικά στο όνομά της (ενάγουσας) το ενσωματωμένο στην αγωγή υπ’ αριθ. …../12-10-2014 δελτίο αποστολής που υπογράφεται ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο του άνω πλοίου και φέρει τη σφραγίδα του. Ότι για την παράδοση των άνω καυσίμων στο πλοίο της εναγομένης – η οποία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις υποδείξεις της ναυτικής πράκτορος του πλοίου της και αμέσου αντιπροσώπου της εταιρίας «……………..» που επίσης ενεργούσε κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εναγομένης – η ίδια (ενάγουσα) εξέδωσε ακολούθως, στο όνομα της εμφανιζόμενης ως αντισυμβαλλομένης της εταιρίας «……………….» και / ή του καπετάνιου του πλοίου και / ή της πλοιοκτήτριας αυτού και / ή της ναυλώτριας αυτού και / ή των διαχειριστών αυτού, το με αριθ. …………/22-10-2014 τιμολόγιο, ποσού 83.077,17 δολ. Η.Π.Α, με αναγραφόμενο συμφωνημένο τόκο υπερημερίας ποσού 2% μηνιαίως, το οποίο (τιμολόγιο), παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της προς την εναγόμενη και την άνω αντιπρόσωπό της εταιρία «……………….» για την πληρωμή του, εξακολουθεί να παραμένει ανεξόφλητο. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, επικαλούμενη ευθύνη της εναγομένης από τη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, άλλως εκ του νόμου πραγματοπαγή ευθύνη της ως κυρίας του πλοίου, δια και μέχρις της αξίας αυτού, άλλως ευθύνη της κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού κατέστη αυτή (εναγόμενη) αδικαιολόγητα πλουσιότερη κατά το ποσό της αξίας των καυσίμων που παρέλαβε το πλοίο της χωρίς να της καταβάλει το ανάλογο αντάλλαγμα, ζήτησε – μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται και στις κατατεθείσες σ’ αυτό έγγραφες προτάσεις της (άρθρα 223, 224, 295 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) – να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να της καταβάλει το ισάξιο σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία που θα ισχύει κατά το χρόνο πληρωμής, του άνω τιμήματος των 83.077,17 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον του συμβατικά συμφωνηθέντος τόκου που προβλέπει ο όρος 7 των Γενικών Όρων Πωλήσεώς της, ανερχομένου σε 2 % μηνιαίως, άλλως και όλως επικουρικά, πλέον του νομίμου τόκου υπερημερίας υπολογιζομένης της τοκοφορίας και στις δύο περιπτώσεις από την επομένη που κατέστη ληξιπρόθεσμο το άνω υπ’ αριθ. …………./22-10-2014 τιμολόγιό της, ήτοι από τις 12-11-2014 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επιπλέον, ζήτησε να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθ. 1278/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση έγινε δεκτό: α) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, τόσο κατά την κύρια βάση της αγωγής από σύμβαση πώλησης όσο και κατά τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 4 Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ. και 51 παρ. 3Β περ. ι’ Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, ενώ στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής από ευθύνη της εναγομένης ως κυρίας του άνω πλοίου, λόγω της έδρας της εναγομένης στην αλλοδαπή και δη στα νησιά Μάρσαλ, β) ότι εφαρμοστέο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο: 1) ως προς την ευθύνη της εναγομένης από την ένδικη σύμβαση πώλησης, ως εκ της έδρας της ενάγουσας πωλήτριας εταιρίας στον Πειραιά [άρθρα 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 1α και 19 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I)], καθώς και λόγω σιωπηρού μετασυμβατικού καθορισμού του, αφού στο δίκαιο αυτό η ενάγουσα θεμελιώνει ρητά τις αξιώσεις της, χωρίς να αντιλέγει προς τούτο η εναγόμενη (Εφ.Πειρ. 269/2008, Εφ.Πειρ. 27/2001), 2) ως προς την αντιπροσώπευση της εναγομένης κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η εταιρία «……………….» φέρεται να επιχείρησε ως αντιπρόσωπος της εναγομένης τη δικαιοπραξία για την οποία της δόθηκε η πληρεξουσιότητα, κατά γενικά αποδεκτή αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και 3) ως προς την ευθύνη της εναγομένης κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3, 10 παρ. 1 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη ΙΙ), καθώς η άνω εξωσυμβατική ενοχή εμφανίζει στενό σύνδεσμο με την υφιστάμενη μεταξύ των μερών σχέση που απορρέει από τη διεπόμενη – κατά τα ανωτέρω – από το ελληνικό δίκαιο σύμβαση πώλησης καυσίμων και γ) ότι με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, που κρίθηκε εφαρμοστέο εν προκειμένω, του οποίου τις διατάξεις επικαλούνται οι διάδικοι προς θεμελίωση των ισχυρισμών τους, η αγωγή, ως προς την κύρια βάση της από τη σύμβαση πώλησης, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 216, 291, 292, 293, 294, 341 εδάφ. α’, 345 εδ. α΄, 361, 513 ΑΚ, 1 Ν. 740/1977 και 70 Κ.Πολ.Δ, πλην α) του αιτήματος περί επιδίκασης τόκων επί του κεφαλαίου της απαίτησης της ενάγουσας, υπολογιζομένων με συμφωνηθέν επιτόκιο υπερημερίας 2% μηνιαίως, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο κατά το επιπλέον του ανωτάτου θεμιτού επιτοκίου υπερημερίας ποσοστό, κατά το οποίο και η σχετική δικαιοπραξία κρίθηκε άκυρη (Εφ.Αθ. 6029/1999, ΕλλΔνη 1999, 1625, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ.Νομ.Α.Κ, υπ’ άρθρο 294, αριθ. 1) και β) της επικουρικής βάσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη, λόγω μη επίκλησης από την ενάγουσα ότι η ένδικη σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων ήταν άκυρη. Στη συνέχεια η αγωγή, κατά την απομένουσα προς εξέταση βάση της από τη σύμβαση πώλησης απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσία, διότι κρίθηκε ότι «δεν προέκυψε ότι κατά τη σύναψη της επικαλούμενης στο αγωγικό δικόγραφο σύμβασης πώλησης μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας «……………….» η τελευταία ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης εταιρίας, ούτε συνάγεται κατ’ αντικειμενική κρίση από τις περιστάσεις που υφίσταντο κατά την κατάρτιση της εν λόγω δικαιοπραξίας ότι η δήλωση βούλησης της «……………….» έγινε στο όνομα της εναγομένης, ενώ επίσης δεν προέκυψε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο έγκριση ή αποδοχή των όρων της άνω σύμβασης εκ μέρους της εναγομένης». Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η ενάγουσα, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή της, ζητώντας για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο της έφεσης και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν ως βάσιμη κατ’ ουσία.
Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον παρίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την Ελληνική πολιτεία με κάποιο στοιχείο που θεμελιώνει δωσιδικία και δη αρμοδιότητα κάποιου Ελληνικού Δικαστηρίου (Α.Π. 8/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 4 του Κ.Πολ.Δ, το Δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση αν δεν έχει δικαιοδοσία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 42 του Κ.Πολ.Δ, «1. Πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Η συμφωνία πρέπει να είναι ρητή, όταν πρόκειται για διαφορές για τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα. 2. Θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία, αν ο εναγόμενος παρίσταται στο ακροατήριο στη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα την ένσταση αναρμοδιότητας». Η συμφωνία παρέκτασης είναι καταρχήν άτυπη, μπορεί δε να είναι και σιωπηρή. Η σιωπηρή συμφωνία μπορεί να συναχθεί από την όλη συμπεριφορά του προσώπου και το σύνολο των πραγματικών περιστατικών. Τεκμαίρεται πάντως, και μάλιστα αμαχήτως, ότι υπάρχει, όταν ο εναγόμενος παρίσταται (όχι όταν ερημοδικεί) στη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα (άρθρο 42 παρ.2 και 263 στοιχ. α’ του Κ.Πολ.Δ, πριν από την κατ’ ουσίαν απάντηση στην αγωγή, ένσταση αναρμοδιότητας (βλ. σχετ. σε Νικολάου Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Β’ έκδοση, 2016, παρ.18, I, υπ’αριθ.5, σ.134). Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 1 και 26 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1215/2012 του Συμβουλίου «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», που ισχύει από 1-1-2015 και εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση λόγω του χρόνου άσκησης της αγωγής (29-9-2015), της έδρας της ενάγουσας σε κράτος μέλος και της επίκλησης απ’ αυτήν ρήτρας καθορισμού δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους (Πειραιά), ορίζεται «Άρθρο 25 1. Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ της βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις ή γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα…….. Άρθρο 26 1. Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο 3 δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24». Εκ τούτων προκύπτει ότι ο κανόνας αρμοδιότητας που θεσπίζει η αμέσως ανωτέρω διάταξη δεν έχει εφαρμογή όταν ο εναγόμενος, όχι μόνο αμφισβητεί την αρμοδιότητα, αλλά προβάλλει και ισχυρισμούς επί της ουσίας της διαφοράς, υπό τον όρο ότι η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας, εφόσον δεν προηγηθεί οιασδήποτε πράξης άμυνας επί της ουσίας, δεν έπεται χρονικά της ενέργειας με την οποία λογίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου (Δ.Ε.Κ. 24.6.1981, Elefanten Schoh, εκδοθείσα υπό την ισχύ του άρθρου 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών, Α.Π. 1542/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η ερμηνευτική δυσχέρεια της πιο πάνω διάταξης, η οποία είναι αντίστοιχη με αυτήν του άρθρου 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών, αφορά το αν ο εναγόμενος, πέραν από την ένσταση της έλλειψης της διεθνούς δικαιοδοσίας, επικαλείται και άλλους λόγους απόρριψης της αγωγής, είτε ως απαράδεκτης είτε ως μη νόμιμης είτε ως αβάσιμης στην ουσία (Κ.Δ. Κεραμεύς – Γ.Δ. Κρεμλής – Χ.Ν. Τάγαρης: Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, όπως ισχύει στην Ελλάδα, Αθήνα, Σάκκουλας 1989 σελ.171-172). Έχει δε κριθεί παγίως πλέον πως το άρθρο 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι επιτρέπεται στον εναγόμενο, όχι μόνο να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα, αλλά να προβάλλει, ταυτόχρονα, επικουρικά, ισχυρισμούς άμυνας για την ουσία, χωρίς να χάνει απ’ αυτό το λόγο το δικαίωμα προβολής των λοιπών ενστάσεων για την ουσία της υπόθεσης, υπό τον όρο ότι ο ισχυρισμός της έλλειψης δικαιοδοσίας προηγείται εκείνων για την ουσία [Δ.Ε.Κ. 24.6/1989 (Elefanten Schuh/Jacqmain 150/1980, Δ.Ε.Κ. 22.10.81 (Rohr/Ossberger), 27/81, Δ.Ε.Κ. 31.3.1982 (C.H.W/GJ.H) 25/81, Δ.Ε.Κ. 14.7.1983 (Gerling/ Amminstratione del Tesoro dello strato) 201/82, Δ.Ε.Κ. 7.3.1985 (Spitzlen Isomev 48/54), Α.Π. 1697/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Όταν δηλαδή ο εθνικός δικαστής θεωρεί ότι ο εναγόμενος οργανώνει την άμυνά του μόνον ως προς το βάσιμο της υπόθεσης, εφαρμόζεται το άρθρο 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών. Το Δ.Ε.Κ. θεωρεί ότι προβάλλεται καθυστερημένα η ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας όταν προταθεί μετά από οποιαδήποτε πράξη άμυνας επί της ουσίας. Εάν η αντίρρηση για τη διεθνή δικαιοδοσία έπεται χρονικά της ενέργειας με την οποία ο εναγόμενος λαμβάνει θέση για την ουσία της υπόθεσης, και η οποία λογίζεται, κατά το κρίσιμο εν προκειμένω εθνικό δικονομικό δίκαιο, ως η πρώτη πράξη επί της ουσίας άμυνάς του, τότε η άρνηση της διεθνούς δικαιοδοσίας είναι απαράδεκτη και πρέπει να θεωρηθεί ότι θεμελιώθηκε η διεθνής δικαιοδοσία του αναρμόδιου κατά τα άλλα δικαστηρίου (βλ. σχετ. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο, 2000, σ.σ. 225 και 226). Η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του εναγομένου ως αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου αποτελεί ζήτημα που πρέπει καταρχήν να ερμηνεύεται αυτόνομα, αρκεί να διαπιστώνεται προσπάθεια άμυνας του εναγομένου που αποβλέπει σε απόρριψη της αγωγής για κάθε άλλο λόγο, πλην της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας. Η αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας ενός αναρμόδιου δικαστηρίου δε χρειάζεται να γίνει ρητά ή με κάποια ειδική ενέργεια του εναγομένου. Μπορεί να συνάγεται από τη γενικότερη συμπεριφορά του. Κρίσιμο στοιχείο εδώ είναι το επίπεδο στο οποίο κινείται η επιχειρηματολογία του. Με άλλα λόγια το άρθρο 42 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και το άρθρο 24 του ανωτέρω Κανονισμού δεν εφαρμόζονται, όταν ο ενάγων και το επιληφθέν δικαστήριο είναι σε θέση να αντιληφθούν από την πρώτη πράξη άμυνας του εναγομένου, ότι η άμυνα αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της αρμοδιότητας. Εάν αντίθετα προηγηθεί η προσπάθεια κατ’ ουσίαν αντίκρουσης της αγωγής, η μεταγενέστερη αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας δεν αποτρέπει τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας του αναρμόδιου δικαστηρίου (Εφ.Πειρ. 61/2020, Εφ.Πειρ. 437/2018, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιά http://www.efeteio-peir.gr.)
Στην κρινόμενη περίπτωση η εναγόμενη, προ της συζήτησης της σε βάρος της ασκηθείσας αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του ανωτέρω Δικαστηρίου, καθώς και με τις προτάσεις της σ’ αυτό, προέβαλε και μάλιστα κυρίως και όχι επικουρικά, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης, ενστάσεις και αίτημα που προϋποθέτουν αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήτοι ενστάσεις απαραδέκτου της συζήτησης, αοριστίας της αγωγής, έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, παραγραφής της ένδικης απαίτησης, εξόφλησής της, καθώς και αίτημα επίδειξης εγγράφων κατ’ άρθρο 450 Κ.Πολ.Δ. Ειδικά δε σε σχέση με την επικαλούμενη επικουρικά εκ του νόμου πραγματοπαγή ευθύνη της ως κυρίας του πλοίου για το τίμημα των ενδίκων καυσίμων η εναγόμενη αντέταξε κυρίως την εφαρμογή του δικαίου της σημαίας του πλοίου (Μπαχαμών), το οποίο δεν αναγνωρίζει τέτοια ευθύνη της και επικουρικά καταχρηστική άσκηση του σχετικού δικαιώματος της ενάγουσας, επειδή η τελευταία κατά το παρελθόν (6-8-2014) αποδέχθηκε σε αντίστοιχη περίπτωση ότι αντισυμβαλλόμενή της ήταν η εταιρία «……………» και ότι η εταιρία αυτή όφειλε να της πληρώσει το τίμημα των καυσίμων. Με την υποβολή των ανωτέρω (μη επικουρικών) ενστάσεων και αιτήματος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, η εναγόμενη σιωπηρά αποδέχθηκε την κατά τόπον αρμοδιότητα, και, κατ’ επέκταση, τη διεθνή δικαιοδοσία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς εκδίκαση (καθ’ όλες τις βάσεις της) της ένδικης αγωγής, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας στην αλλοδαπή της εναγομένης εταιρίας. Ειδικότερα, σαφώς συνάγεται από τις συγκεκριμένες ενέργειες της εναγομένης ότι η διεθνής δικαιοδοσία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπόθεσης στο σύνολό της δεν αμφισβητήθηκε αλλά, αντίθετα, σιωπηρά συνομολογήθηκε από την εναγόμενη, η εκ μέρους της οποίας υποβολή κυρίως των άνω ενστάσεων και αιτήματος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ουσιαστικά ισοδυναμεί με σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας του. Η άποψη αυτή ενισχύεται εκ του ότι η εναγόμενη, προς απόκρουση της αγωγής, ανέπτυξε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, επιπροσθέτως, το πρώτον και αμυντικούς ισχυρισμούς επί της ουσίας της υπόθεσης, επιχειρηματολογώντας επί των λόγων για τους οποίους ισχυρίζεται ότι δεν οφείλει το τίμημα της αγοράς των καυσίμων που αναλώθηκαν για τις ανάγκες του πλοίου της, συμπεριφορά η οποία επίσης αξιολογείται ως σιωπηρή αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου, εφόσον, τοιουτοτρόπως, διαπιστώνεται προσπάθεια άμυνάς της που αποβλέπει σε απόρριψη της σε βάρος της ασκηθείσας αγωγής για άλλο λόγο, πλην της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, την οποία μάλιστα δεν επικαλέστηκε προς απόκρουση της αγωγής. Κατ’ ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε, μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο, την αγωγή ως απαράδεκτη ως προς την πρώτη επικουρική βάση της περί εκ του νόμου πραγματοπαγούς ευθύνης της εναγομένης ως κυρίας του πλοίου λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του προς εκδίκασή της εξαιτίας της έδρας της εναγομένης στην αλλοδαπή και δη στα νησιά Μάρσαλ, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, καθώς έπρεπε να δεχθεί ότι με τη συμπεριφορά της ανωτέρω διαδίκου που έλαβε χώρα ενόψει της συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δη με την υποβολή απ’ αυτήν των προαναφερθέντων (μη επικουρικών) ενστάσεων και αιτήματος και με την υποβολή και αμυντικών επί της ουσίας της υπόθεσης ισχυρισμών προς απόκρουση της αγωγής, συνάγεται εκ μέρους της σιωπηρή αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του ανωτέρω δικαστηρίου να επιληφθεί της αγωγής ως προς όλες τις βάσεις της, περιλαμβανομένης της αναφερθείσας αμέσως ανωτέρω. Επομένως, βάσιμα, καταρχήν, παραπονείται η ενάγουσα για την απόρριψη της αγωγής της ως απαράδεκτης ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας ως προς την πρώτη επικουρική βάση της με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, ο οποίος, σημειωτέον, αφορά κεφάλαιο της εκκαλουμένης που εξετάζεται και αυτεπάγγελτα. Πλην όμως η εκκαλούμενη απόφαση δεν μπορεί να εξαφανιστεί κατά το ανωτέρω κεφάλαιό της, διότι η αγωγή, ερευνούμενη κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη κατά το κεφάλαιό της αυτό κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως παρακάτω παράγραφο, και η εκκαλουμένη δεν επιδέχεται αντικατάσταση αιτιολογιών κατά το μέρος της που απέρριψε την αγωγή κατά το άνω κεφάλαιό της ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας αντί ως μη νόμιμη, λόγω διαφορετικής έκτασης του δεδικασμένου, αλλά και διότι δεν πρέπει να καταστεί χειρότερη η θέση της εκκαλούσας με την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως προς την άνω επικουρική βάση της που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού το νόμω αβάσιμο είναι δυσμενέστερο του απαραδέκτου και δεν εξαφανίζεται η απόφαση λόγω κατ’ ουσίαν έρευνας (Α.Π. 940/2018, Α.Π. 2144/2013, δημοσ. areiospagos.gr, Εφ.Πειρ. 139/2020, Εφ.Πειρ. 701/2019, δημοσ. efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 4489/2011, Επ.Εμπ.Δ. 2012, 216, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, αριθ. 2440, σ. 612). Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός (τέταρτος) λόγος της έφεσης, διότι το Δικαστήριο δεν δύναται ούτε να εξαφανίσει την απόφαση ως προς το ανωτέρω κεφάλαιό της, κατά το οποίο η αγωγή κρίνεται μη νόμιμη κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως παρακάτω παράγραφο, ούτε να αντικαταστήσει την αιτιολογία με την ορθή κατά τα παραπάνω.
Με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, εφαρμοστέο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και ειδικότερα: Α) ως προς την ευθύνη της εναγομένης από την ένδικη σύμβαση πώλησης, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η ενάγουσα – πωλήτρια έχει τη συνήθη διαμονή της (άρθρα 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 1 α’ και 19 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I), που εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως η ένδικη σύμβαση πώλησης, Β) Ως προς το ζήτημα της αντιπροσώπευσης της εναγομένης εταιρίας κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης και της εξ αυτής δέσμευσής της έναντι της ενάγουσας, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του Α.Κ, δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα αποκλείεται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω Κανονισμού 593/2008 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄). Σύμφωνα δε με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του Α.Κ, τα θέματα της δέσμευσης του αντιπροσωπευόμενου και της έκτασης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος ως αντιπρόσωπος αυτού ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (Α.Π. 1187/2000, ΕλλΔνη 2001, 1317, 1350, Α.Π. 777/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου εν προκειμένω εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, ως το δίκαιο της πολιτείας στην οποία επιχείρησε ο κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή αντιπρόσωπος της εναγομένης την ένδικη δικαιοπραξία για την οποία του δόθηκε κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς η πληρεξουσιότητα. Γ) ως προς την ευθύνη της εναγομένης κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 10 παρ. 1 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη ΙΙ), καθόσον η άνω εξωσυμβατική ενοχή εμφανίζει στενό σύνδεσμο με την υφιστάμενη μεταξύ των μερών σχέση που απορρέει από τη διεπόμενη – κατά τα ανωτέρω – από το ελληνικό δίκαιο σύμβαση πώλησης καυσίμων, που καταρτίστηκε και εκπληρώθηκε στην Ελλάδα μεταξύ πωλήτριας που εδρεύει στην Ελλάδα και αγοράστριας αλλοδαπής πλοιοκτήτριας εταιρίας πλοίου που διαχειρίζεται από την Ελλάδα. Περαιτέρω όμως, ενόψει του ότι, κατά το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, η άνω αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ Α.Κ.) είναι επιβοηθητικής φύσης και ασκείται μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, στην προκειμένη περίπτωση, η σχετική επικουρική βάση της αγωγής (από αδικαιολόγητο πλουτισμό) είναι απορριπτέα ως αόριστη, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη, γιατί η ενάγουσα δεν επικαλείται, για την πληρότητα της βάσης αυτής, ακυρότητα της ένδικης σύμβασης πώλησης, στην οποία (σύμβαση πώλησης) επιχειρεί θεμελίωση η κύρια βάση της αγωγής της (Ολ.Α.Π. 2/2019, Ολ.Α.Π. 23/2003, Α.Π. 766/2014, Α.Π. 390/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου ως αβάσιμου του πέμπτου λόγου της έφεσής της με τον οποίο ισχυρίζεται τα αντίθετα. Δ) Ως προς την εξωσυμβατική ευθύνη της εναγομένης ως κυρίας του πλοίου και με υπεγγυότητα αυτού μέχρι την αξία του για οφειλές συνδεόμενες με την οικονομική εκμετάλλευσή του, δηλαδή εκ του εφοπλισμού, την οποία η ενάγουσα επιχειρεί να θεμελιώσει με την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδάφ β’ Α.Κ. και του άρθρου 4 παρ. 4 του ανωτέρω 593/2008 Κανονισμού, ως το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα η ενοχή, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών (π.ρ.β.λ. σχετ. Γ. Μαριδάκη, Ιδ. Διεθνές Δίκαιο, παρ. 35, σ. 50, Εφ.Αθ. 10142/1981, Νο.Β. 30, 679, Εφ.Αθ. 14059/1988, Νο.Β. 38, 458, Εφ.Πειρ. 366/1998, Ε.Ν.Δ. 26,420). Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν όχι μόνο η σημαία του πλοίου αλλά και η έδρα των εμπλεκόμενων μερών και ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών (που, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η Ελλάδα) όπως επίσης και η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας (Α.Π. 384/2005, Ε.Εμπ.Δ. 2005, 375, Εφ.Πειρ. 262/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω όμως, σύμφωνα με το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, η ανωτέρω επικουρική βάση της αγωγής είναι μη νόμιμη, διότι η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η εναγομένη είναι πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου και όχι κυρία του, που έχει παραχωρήσει την οικονομική του εκμετάλλευση σε άλλον (εφοπλιστή), προκειμένου δε να θεμελιωθεί η κατ’ άρθρο 106 εδ. β΄ Κ.Ι.Ν.Δ. ευθύνη του κυρίου του πλοίου εκ του εφοπλισμού δια του πλοίου και έως την αξία του, πρέπει να υφίσταται εφοπλισμός, όμως, στην ένδικη αγωγή δεν αναφέρονται περιστατικά εφοπλισμού του πλοίου, αλλά η εναγομένη ενάγεται ως πλοιοκτήτρια αυτού (για τη διάκριση μεταξύ των ανωτέρω εννοιών βλ. Α.Π. 1988/2014, Α.Π. 776/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 11/2009, Ε.Ν.Δ. 2009, 1, Α.Π. 5/2009, Δ.Ε.Ε. 2009, 800, Α.Π. 954/2004, Ε.Ν.Δ. 32, 342). Ωστόσο, το Δικαστήριο τούτο δεν δύναται να εξαφανίσει την εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιό της με το οποίο απέρριψε την άνω επικουρική βάση της αγωγής ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας, ούτε να αντικαταστήσει την αιτιολογία με την ορθή, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως παραπάνω παράγραφο.
Από τις διατάξεις των άρθρ. 65, 67, 68, 70, 211, 216, 229, 232 και 713 του Α.Κ. συνάγεται ότι, για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία, πρέπει αυτή να καταρτίστηκε είτε από το όργανο που το διοικεί και ενήργησε μέσα στα όρια της εξουσίας του, όπως αυτή προσδιορίζεται από τη συστατική πράξη ή το καταστατικό του νομικού προσώπου, είτε από άλλο ή άλλα πρόσωπα, στα οποία, κατά πρόβλεψη της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του νομικού προσώπου, παρασχέθηκε σχετική εξουσία από το όργανο που το διοικεί (Α.Π. 1172/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια αυτή η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου και η διαχείριση της περιουσίας του έχει μεν οργανικό χαρακτήρα, εφόσον ασκείται από τα καταστατικά όργανα διοίκησης αυτού ή από υποκατάστατα πρόσωπα, τα οποία εκφράζουν και αυτά πρωτογενώς τη βούληση του νομικού προσώπου, ως όργανα της διοίκησής του, αντλώντας την εξουσία τους από το νόμο και το καταστατικό του ή αναλόγως τη συστατική του πράξη, όμως δεν εμποδίζονται τα όργανα διοίκησης του νομικού προσώπου, καταστατικά ή υποκατάστατα, να αναθέσουν με απόφασή τους, που μπορεί να συνάγεται και ερμηνευτικώς, κατά τα άρθρα 173 και 200 του Α.Κ, την εκτέλεση συγκεκριμένων πράξεων σε άλλα πρόσωπα, για να ενεργήσουν στο όνομα ή για λογαριασμό του νομικού προσώπου ως άμεσοι αντιπρόσωποί του ή ανάλογα ως εντολοδόχοι του (έμμεσοι αντιπρόσωποι). Μάλιστα τα πρόσωπα αυτά θεωρούνται ότι ενεργούν ως άμεσοι αντιπρόσωποι του νομικού προσώπου κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας, όταν η εξωτερίκευση της δράσης τους, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από το κοινό, παρέχει την εντύπωση, σύμφωνα με τα κριτήρια που διαμορφώνονται στις συναλλαγές ως προς το είδος της δραστηριότητας του νομικού προσώπου, ότι με απόφαση των διοικητικών οργάνων του ή των υποκατάστατων οργάνων της διοίκησής της ή έστω με την ανοχή τους ανατέθηκε στα ως άνω πρόσωπα ο κύκλος των ενεργειών, που περιλαμβάνει και τη δικαιοπραξία στην οποία συνέπραξαν (π.ρ.β.λ.. Α.Π. 1324/2014, Α.Π. 1363/2011, Α.Π. 470/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ, καθόσον, τόσο ο πληρεξούσιος όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρίας, αλλά ενεργούν ως αντιπρόσωποι πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο. Η οργανική εκπροσώπηση βέβαια της εταιρίας, κατά το άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 2190/1920 γενικά ή για την ενέργεια συγκεκριμένου είδους πράξεων καθ’ υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου αυτής, διαφέρει από την αντιπροσώπευσή της κατά το άρθρο 211 Α.Κ. (κατόπιν πληρεξουσιότητας ή εντολής) για την ενέργεια συγκεκριμένης πράξεως ή είδους πράξεων, αφού, κατά την οργανική εκπροσώπηση, η βούληση της εταιρίας εκφράζεται πρωτογενώς (Α.Π. 1363/2011, Α.Π. 470/2006, 1659/2005, Α.Π. 148/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 221 και 224 του ΑΚ προκύπτει, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μολονότι δεν υπάρχει πληρεξουσιότητα, εν τούτοις κρίνεται άξια προστασίας η εμπιστοσύνη του τρίτου στην ύπαρξή της. Με βάση τις διατάξεις αυτές και την αρχή της εμπιστοσύνης, διαπλάστηκε η έννοια της «φαινομένης πληρεξουσιότητας». Πρόκειται για την περίπτωση που ο αντιπροσωπευόμενος δεν παρέσχε πληρεξουσιότητα ή την είχε παράσχει μεν κατά το παρελθόν, στην συνέχεια όμως την ανακάλεσε και ούτε ανέχθηκε, ούτε γνώριζε τη συμπεριφορά του φερομένου «αντιπροσώπου» του, αλλά θα μπορούσε να τη γνωρίζει και να την είχε εμποδίσει, αν επιδείκνυε την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, ενώ, από την άλλη πλευρά, ο συναλλαχθείς τρίτος δικαιούται, με βάση την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, να πιστέψει ευλόγως ότι στον εμφανιζόμενο, ως αντιπρόσωπο, έχει παρασχεθεί πληρεξουσιότητα. Γι’ αυτό, όμως, απαιτείται διαρκής επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά του φερομένου «αντιπροσώπου» και καλή πίστη στο πρόσωπο του τρίτου που συναλλάχθηκε. Ο τελευταίος δεν προστατεύεται αν γνώριζε την έλλειψη της πληρεξουσιότητας ή την αγνοούσε από αμέλειά του. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, καταλογίζεται στον «αντιπροσωπευόμενο» ότι με τη συμπεριφορά του δημιούργησε στους τρίτους την εύλογη πεποίθηση για την ύπαρξη πληρεξουσιότητας και αν πρόκειται για σύμβαση, αυτή θεωρείται καταρτισμένη διά μέσου του «κατά φαινόμενο πληρεξουσίου». Ο τρίτος που συναλλάχθηκε έχει στην περίπτωση αυτή κατά του αντιπροσωπευομένου τις αξιώσεις που πηγάζουν από τέτοια σύμβαση (Α.Π. 6833/2015, Α.Π. 274/2013, Α.Π. 1659/2005, Α.Π. 939/2004, Α.Π. 1187/2000, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η ένδικη αγωγή, ως προς την απομένουσα προς εξέταση, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, κύρια βάση της από σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 211, 216, 291 (σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 740/1977, εφόσον πρόκειται για διεθνή συναλλαγή που αφορά την εκμετάλλευση πλοίου, έτσι ώστε να τυγχάνει νόμιμη η συνομολόγησή της σε αλλοδαπό νόμισμα), 292, 293, 294, 341 εδ. α’, 345 εδ. α΄, 361 , 513 επ. ΑΚ και 84 εδ. α΄ Κ.Ι.Ν.Δ, πλην του αιτήματος περί επιδικάσεως τόκων υπερημερίας με μηνιαίο επιτόκιο 2% (ήτοι 24% ετησίως), το οποίο είναι μη νόμιμο και απορριπτέο κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό ορίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ. κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2842/2000) και το οποίο ανερχόταν συγκεκριμένα από 10-9-2014 έως 15-3-2016 σε ποσοστό 7,3% ετησίως και από 16-3-2016 και εντεύθεν σε ποσοστό 7,25% ετησίως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 293, 294 του Α.Κ. και 109 του Εισ.Ν.Α.Κ, κατά τις οποίες κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον, η δε περί ανώτατου θεμιτού ορίου τόκου ως άνω διάταξη είναι δημοσίας τάξεως και κάθε αντικείμενη προς αυτή συμφωνία είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (Α.Π. 272/1994, Νο.Β. 1995, 57, Εφ.Πειρ. 276/2019, δημοσ. http://www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 6029/1999, ΕλλΔνη 1999, 1625, Εφ.Θεσ. 1762/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, υπ’ άρθρο 294, αριθ. 1), απορριπτόμενων ως αβάσιμων των αντίθετων υποστηριζόμενων από την ενάγουσα με τον έκτο λόγο της έφεσής της. Ακολούθως, η αγωγή, κατά την ανωτέρω κύρια βάση της και κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, αφού σημειωθεί ότι δεν απαιτείται για το αντικείμενό της η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, μετά τον προαναφερθέντα περιορισμό σε αναγνωριστικό του αρχικού καταψηφιστικού της αιτήματος.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, των υπ’ αριθ. …………../11-6-2018 ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων της εναγομένης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. ……../5-6-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …….), καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και ορισμένα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, άσχετα αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα: Η ενάγουσα εταιρία «………….» εδρεύει στον Πειραιά και δραστηριοποιείται στην εμπορία ναυτιλιακών καυσίμων για ποντοπόρα πλοία. Η εναγομένη εταιρία «…………..» εδρεύει στα νησιά Marshall και τη διαχείριση αυτής κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο ασκούσε η εταιρία «……….», που έχει πραγματική έδρα στη Γλυφάδα Αττικής, όπου ασκείται η διοίκησή της. Η ως άνω εναγόμενη εταιρία είναι κυρία του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου «. BS», με αριθμό ΙΜΟ …., κ.ο.χ. 81384, κ.κ.χ. 158143, ΔΔΣ …., το οποίο, δια της άνω διαχειρίστριάς της εταιρίας, χρονοναύλωσε για τα έτη 2014 και 2015 στην εταιρία «………….» με έδρα τη Γλυφάδα Αττικής, δυνάμει του από 7-9-2009 συμφώνου χρονοναύλωσης, ως αυτό τροποποιήθηκε στις 29-1-2013 με το πρόσθεμα ναυλοσυμφώνου αριθ. 1. Σύμφωνα με τους όρους του άνω ναυλοσυμφώνου, τον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου διόριζε και μισθοδοτούσε η ανωτέρω κυρία του πλοίου, η οποία ασκούσε και τη ναυτική διαχείρησή του, επομένως είχε την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας αυτού και όχι μόνο της κυρίας (Α.Π. 777/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μεταξύ των μερών συμφωνήθηκε επίσης, δυνάμει του ανωτέρω ναυλοσυμφώνου, ότι κατά τη διάρκεια της χρονοναύλωσης, υπόχρεη του ανεφοδιασμού του πλοίου με καύσιμα και της πληρωμής αυτών ήταν η χρονοναυλώτρια (όρος 6β), ο όρος όμως αυτός πρόδηλο είναι ότι αφορά στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων και όχι στις συναλλαγές τους με τρίτους. Στις 9-10-2014, μεταξύ αφενός της μη διαδίκου αλλοδαπής εταιρίας «……………», που ήταν έμπορος ναυτιλιακών καυσίμων στη διεθνή αγορά, και της ενάγουσας αφετέρου, συμφωνήθηκε η πρώτη να αγοράσει από τη δεύτερη 100 μετρικούς τόνους ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Marine Gasoil 0,1%, για τον ανεφοδιασμό του προαναφερόμενου πλοίου BS, παραδοτέων από την ενάγουσα στο άνω πλοίο στις 11-10-2014, όσο αυτό θα βρισκόταν στη ράδα Πειραιά, με αντίστοιχο τίμημα και προμηθευτή την εταιρία ……. Η ειδικότερη συμφωνία για την κατάρτιση της ανωτέρω πώλησης, το καταβλητέο τίμημα και οι λοιποί όροι αυτής αποτυπώθηκαν στις από 9-10-2014 επιστολές, αφενός της «…………», που φέρει τον τίτλο «Επιβεβαίωση Εντολής Αγοράς» (PURCHASE ORDER CONFIRMATION) και αφετέρου της ενάγουσας, που φέρει τον τίτλο «Επιβεβαίωση Πώλησης Καυσίμων» (BUNKER SALE CONFIRMATION). Οι ανωτέρω συμβαλλόμενοι συμφώνησαν μεταξύ άλλων ότι η πληρωμή θα γινόταν εντός 21 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης με πρωτότυπο τιμολόγιο, ότι η παράδοση των καυσίμων στο πλοίο θα γινόταν στις 11-10-2014 στον Πειραιά, ότι η πώληση αυτή θα διεπόταν από τους ισχύοντες και ήδη γνωστούς στην αγοράστρια γενικούς όρους και προϋποθέσεις πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων που έχει θέσει η πωλήτρια – ενάγουσα, η οποία, με την ίδια ως άνω επιστολή, καλούσε την αντισυμβαλλομένη της να την ενημερώσει σε περίπτωση που αγνοούσε τους ανωτέρω όρους και την ενημέρωνε για τα στοιχεία του τοπικού πράκτορα του πλοίου. Ειδικότερα, το τίμημα της πώλησης συμφωνήθηκε σε 792,00 δολάρια Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο καυσίμου τύπου Marine Gasoil 0,1 %. Ο πράκτορας του πλοίου, ομόρρυθμη εταιρία «…………..», στις 9-10-2014, συμπλήρωσε την αντίστοιχη αίτηση πετρέλευσης του πλοίου, καθώς και την αντίστοιχη δήλωση εφοδιασμού αυτού, προκειμένου να τηρηθούν οι τελωνειακές διατυπώσεις, οι αιτήσεις δε αυτές υποβλήθηκαν από την ενάγουσα στην Τελωνειακή Αρχή και στην «………….», η οποία ήταν, όπως προαναφέρθηκε, ο προμηθευτής των καυσίμων προς την ενάγουσα. Σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων, η ενάγουσα στις 12-10-2014 παρέδωσε 103,603 μετρικούς τόνους ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Marine Gasoil 0,1 % στο ανωτέρω πλοίο, όσο αυτό βρισκόταν στον Πειραιά, δια του ναυλωμένου από αυτή δεξαμενοπλοίου της «M». Τόσο η ενάγουσα όσο και η «………» είναι εγκεκριμένοι προμηθευτές ναυτικών καυσίμων και διαθέτουν σχετική άδεια εμπορίας από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές. Τα ως άνω καύσιμα αγόρασε η ενάγουσα, όπως προαναφέρεται, από την «………….», η οποία εξέδωσε στο όνομα της ενάγουσας το υπ’ αριθ. ……/12-10-2014 δελτίο αποστολής, το οποίο, κατά την παραλαβή των πωληθέντων καυσίμων από το άνω πλοίο, υπέγραψε ο Α’ Μηχανικός αυτού, θέτοντας την υπογραφή του υπό τη σφραγίδα του πλοίου. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι το εν λόγω δελτίο αποστολής υπεγράφη από τον A’ Μηχανικό και όχι από τον Πλοίαρχο του πλοίου στηρίζεται προεχόντως στην απλή αντιπαραβολή της υπογραφής αμφοτέρων στην από 19-9-2014 ατομική σύμβαση εργασίας που συνήψε ο Α’ Μηχανικός με την προαναφερόμενη διαχειρίστρια εταιρία της πλοιοκτήτριας και την από 9-8-2014 ατομική σύμβαση εργασίας που συνήψε ο Πλοίαρχος με την ίδια, από την οποία (αντιπαραβολή) καθίσταται πρόδηλο ότι η υπογραφή στα ένδικα δελτία αποστολής είναι όμοια με αυτή του Α’ Μηχανικού και καμία ομοιότητα δεν φέρει με αυτή του Πλοιάρχου. Η κρίση αυτή ενισχύεται από τις περιεχόμενες στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεις αμφοτέρων των εξετασθέντων μαρτύρων, καθόσον ο μάρτυρας απόδειξης δεν επιβεβαίωσε τον ανωτέρω αγωγικό ισχυρισμό (… δεν ξέρω αν ήταν ο καπετάνιος ή ο μηχανικός του πλοίου που υπογράφει στο δελτίο αποστολής που παραδόθηκε στο πλοίο, αλλά συνηθίζεται να παραλαμβάνει τα καύσιμα ο πρώτος μηχανικός, ο οποίος είναι ο άρχων της μηχανής), ο δε μάρτυρας ανταπόδειξης κατέθεσε ότι κατά τη συνήθη πρακτική τα δελτία αποστολής καυσίμων στα πλοία υπογράφει ο Α’ Μηχανικός. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι για την πληρωμή των παραδοθέντων καυσίμων η ενάγουσα εξέδωσε το υπ’ αριθ. ………/22-10-2014 τιμολόγιο, με πελάτες την «……….» καθώς και «τον Πλοίαρχο και / ή τους Πλοιοκτήτες και / ή τους ναυλωτές και / ή τους διαχειριστές του πλοίου «BS». Η οφειλή ανήλθε στα 83.077,17 δολάρια Η.Π.Α. για τους 103,603 μετρικούς τόνους ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Marine Gasoil 0,1 %, άλλως 65.736,01 ευρώ, με βάση την ισοτιμία κατά την ημέρα έκδοσης του άνω τιμολογίου. Το τιμολόγιο αυτό ήταν πληρωτέο στις 11-11-2014, αλλά η κατονομαζόμενη σε αυτό οφειλέτρια και αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας στην ένδικη σύμβαση πωλήσεως-αγοράστρια εταιρία «………….» δεν το πλήρωσε. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι το παρόν Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρο 336 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία γνωρίζει και από προηγούμενες δικαστικές ενέργειές του: Η προαναφερόμενη εταιρία «……….» ήταν μέλος του ομίλου εταιριών της δανέζικης εταιρείας «……….», η οποία υπήρξε ο μεγαλύτερος διεθνής έμπορος ναυτιλιακών καυσίμων μέχρι την πτώχευσή της το Νοέμβριο του 2014. Στον όμιλο αυτό ανήκε πλήθος εταιριών, που έδρα είχαν σε διάφορες χώρες και ανελάμβαναν την υποχρέωση να εφοδιάζουν, σε εκτέλεση συμβάσεων πώλησης, πλοία με καύσιμα, τα οποία είχαν προηγουμένως αγοράσει από άλλους, κατά τόπους προμηθευτές ναυτιλιακών καυσίμων, που είχαν θέση βοηθού εκπληρώσεως. Η εμπορική αυτή συνεργασία συνίστατο κάθε φορά στην αγορά εκ μέρους μίας από τις εταιρίες του εν λόγω ομίλου από τους κατά τόπους προμηθευτές – πωλητές (όπως εν προκειμένω από την ενάγουσα) ορισμένης ποσότητας καυσίμων, αντί συμφωνημένου τιμήματος, καταβλητέου εντός συγκεκριμένης προθεσμίας από την παράδοσή τους. Τα καύσιμα, στα οποία εκάστη σύμβαση αφορούσε, ήταν πάντοτε παραδοτέα από την εκάστοτε πωλήτρια (τοπική προμηθεύτρια) σε συγκεκριμένη ημερομηνία, σε συγκεκριμένο λιμένα, και σε συγκεκριμένο πλοίο, και στο μεσοδιάστημα μεταπωλούντο από την εκάστοτε αντισυμβαλλομένη της εταιρία του ανωτέρω ομίλου – αγοράστρια αυτών στον πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, ναυλωτή, ή στον καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενο το πλοίο για τον ανεφοδιασμό του οποίου προορίζονταν τα αγορασθέντα καύσιμα. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι στην προκειμένη περίπτωση, η εδρεύουσα στη Γλυφάδα Αττικής εταιρία με την επωνυμία «………..», χρονοναυλώτρια του ανωτέρω πλοίου κατά το χρόνο της ένδικης πώλησης, συμφώνησε, την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 9-10-2014, με την ανωτέρω εταιρία «…………..», που ανήκει στον ίδιο ως άνω διεθνή όμιλο εταιριών, να αγοράσει απ’ αυτή, για τις ανάγκες ανεφοδιασμού του ως άνω πλοίου, 80 μετρικούς τόνους μετρικούς τόνους ναυτιλιακού καυσίμου τύπου Marine Gasoil 0,1 %, αντί 500,00 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, με προμηθευτή την «………..» (βλ. την από 9-10-2014 επιβεβαίωση της υπ’ αριθ. 16-35498 εντολής πώλησης καυσίμων μεταξύ των ανωτέρω μη διαδίκων εταιριών – «Sales Order Confirmation – ……….). Μεταξύ άλλων συμφωνήθηκε τα καύσιμα να παραδοθούν από την «..» στο άνω πλοίο (BS), στον Πειραιά, στις 11-10-2014 και η καταβολή του τιμήματος να γίνει εντός 30 ημερών από την παράδοση με την προσκόμιση του σχετικού τιμολογίου και γνωστοποιήθηκε από τη χρονοναυλώτρια στην πωλήτρια ότι πράκτορας του πλοίου ήταν η προαναφερόμενη εταιρία «……..». Στην ως άνω παραγγελία (εντολή πώλησης – «sales order») κατονομάζεται μόνο η ως άνω χρονοναυλώτρια, όπως επίσης και στο υπ’ αριθ………… από 12-10-2014 τιμολόγιο, αξίας 82.053,58 δολ. Η.Π.Α, που εξέδωσε για την ανωτέρω πώληση η πωλήτρια …………….. Στο τιμολόγιο αυτό φαίνεται ότι, σε εκτέλεση της ανωτέρω 16-35498 παραγγελίας (εντολής πώλησης – «sales order»), πωλήθηκαν τελικά και παραδόθηκαν στις 12-10-2014 στο πλοίο «BS», 103,603 μετρικοί τόνοι καυσίμου τύπου Marine Gasoil 0,1 %, συνολικού τιμήματος 82.553,58 δολαρίων Η.Π.Α, καταβλητέου στις 13-11-2014. Δηλαδή οι πωληθείσες ποσότητες καυσίμων της ανωτέρω πώλησης συμπίπτουν με τις ένδικες, όπως συμπίπτουν και τα λοιπά επιμέρους στοιχεία της πώλησης, όπως το πλοίο που εφοδιάσθηκε με τα ανωτέρω καύσιμα, η ημερομηνία εφοδιασμού και ο προμηθευτής (…………). Το γεγονός αυτό οδηγεί κατά λογική ακολουθία στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να ανεφοδιασθεί το ανωτέρω πλοίο με καύσιμα κατά την παραμονή του στις 12-10-2014 στον Πειραιά, η χρονοναυλώτρια αυτού, που, όπως προαναφέρεται, ήταν υπόχρεη για την αγορά και την πληρωμή των καυσίμων, απευθύνθηκε στην «……………….». Αυτή, προκειμένου να εκτελεστεί η παραγγελία, απευθύνθηκε στην ενάγουσα «…….», η οποία αγόρασε τα καύσιμα από την «………..», που εξέδωσε και το αντίστοιχο δελτίο αποστολής που προαναφέρεται. Στη συνέχεια, η «………» πώλησε τα καύσιμα αυτά στην «……………….», η οποία με τη σειρά της τα πώλησε στη χρονοναυλώτρια του πλοίου «………..». Η διαφορά του τιμήματος μεταξύ των δύο πωλήσεων (82.553,38 δολ. Η.Π.Α. – 83.077,17 δολάρια Η.Π.Α.), προφανώς αποτελούσε το κίνητρο για να προτιμούν οι διαχειριστές ή ναυλωτές των πλοίων να «αγοράζουν» τα καύσιμα από τον ενδιάμεσο έμπορο (…………) και όχι απευθείας από τον τοπικό προμηθευτή. Επαναλαμβάνεται στο σημείο αυτό ότι στον όρο 2 του ως άνω ναυλοσυμφώνου αναφέρεται ρητά ότι κατά τη διάρκεια της ναύλωσης οι ναυλωτές θα παρέχουν και θα πληρώνουν για όλα τα καύσιμα, εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά και ότι στον όρο 62 αναφέρεται ρητά ότι η αναπλήρωση καυσίμων θα ρυθμίζεται και θα πληρώνεται από τους ναυλωτές. Για το λόγο αυτό η ναυλώτρια του πλοίου της εναγομένης ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για την πετρέλευση του πλοίου, αυτή διόρισε την εταιρία «…………..» ως πράκτορα του πλοίου στον Πειραιά, όπως προκύπτει από τα από 10-10-2014 και 11-10-2014 ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστειλε στη διαχειρίστρια του πλοίου και ήταν υπόχρεη να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα στην «…………». Κατ’ ακολουθίαν, επομένως, όλων των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα, στο πλαίσιο ξεχωριστής σύμβασης που συνήψε με την «…………..», πώλησε τα καύσιμα στην τελευταία και αυτή, δυνάμει αυτοτελούς σύμβασης, τα μεταπώλησε. Ειδικότερα, καταρτίστηκαν τρεις αυτοτελείς μεταξύ τους συμβάσεις πώλησης καυσίμων για το ένδικο πλοίο, που όμως αφορούσαν την ίδια ποσότητα καυσίμων, και ειδικότερα, την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 9-10-2014, καταρτίστηκαν δύο συμβάσεις, η μια μεταξύ της «……» ως πωλήτριας και της ναυλώτριας του πλοίου «………..» ως αγοράστριας και η άλλη μεταξύ της ενάγουσας ως πωλήτριας και της «………..» ως αγοράστριας και η τρίτη καταρτίστηκε στις 12-10-2014 μεταξύ της ενάγουσας ως αγοράστριας και της «………….» ως πωλήτριας. Σημειωτέον ότι η κατάρτιση των άνω διαδοχικών συμβάσεων είναι καθόλα επιτρεπτή, σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 6 ν. 3054/2002, στο οποίο ορίζεται ότι «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων, είτε απευθείας με το διαχειριζόμενο το πλοίο, είτε με άλλο πρόσωπο που συνδέεται συμβατικά με αυτόν, υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης αποκλειστικά των κατόχων άδειας εμπορίας, οι οποίοι θα εκδίδουν τα παραστατικά πώλησης προς τον διαχειριζόμενο το πλοίο ή τον συνδεόμενο συμβατικά με αυτόν». Κατά τη διεθνώς ακολουθούμενη πρακτική οι πλοιοκτήτριες ή οι διαχειρίστριες των πλοίων, για να εφοδιάσουν τα πλοία των πρώτων με καύσιμα, συνάπτουν συμβάσεις αγοραπωλησίας με εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών, οι οποίες ονομάζονται «bunker traders» και είναι μεταπωλητές ενώ μόνο αυτή που βρίσκεται στην κορυφή της αλυσίδας συνδέεται συμβατικά με σχέση πώλησης με την πλοιοκτήτρια και σε κάποιες περιπτώσεις κάποιος μεταπωλητής παραδίδει τα καύσιμα ως βοηθός εκπλήρωσης (physical supplier) και για λογαριασμό της εταιρίας που συμβάλλεται με την πλοιοκτήτρια ως τελική μεταπωλήτρια. Αποδεικνύεται επομένως ότι δεν υπάρχει συμβατικός δεσμός της ενάγουσας με την εναγομένη από την ένδικη σύμβαση πώλησης, καθώς και ότι η εναγομένη ουδέποτε αντιπροσωπεύτηκε ή αποδέχθηκε ή ενέκρινε τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων που καταρτίστηκε κατά τα ανωτέρω μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας με την επωνυμία «………………». Ειδικότερα, δεν υπάρχει καμία απόδειξη περί του ότι η τελευταία, κατά την κατάρτιση της ένδικης πώλησης, ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης πλοιοκτήτριας, μόνη δε η έκδοση του προαναφερθέντος τιμολογίου πώλησης της ενάγουσας, με αναφορά σε αυτό ως υπόχρεων και των κυρίων ή πλοιοκτητών του πλοίου (owners), χωρίς να κατονομάζονται αυτοί, μονομερώς και χωρίς γνώση της εναγομένης, δεν αποτελεί απόδειξη περί του αντιθέτου και δεν δεσμεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την τελευταία. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρία «……………..», ναυτική πράκτορας του ένδικου πλοίου, υπέβαλε τη σχετική με τον ως άνω εφοδιασμό του πλοίου αίτηση πετρέλευσης, καθόσον η ενέργεια αυτή του ναυτικού πράκτορα έλαβε χώρα στα πλαίσια των αναγκαίων διατυπώσεων σχετικά με την προσέγγιση του πλοίου στον Πειραιά και τον εφοδιασμό του με καύσιμα και προκειμένου να τηρηθούν οι τελωνειακές διατυπώσεις, όχι δε προς το σκοπό κατάρτισης δικαιοπραξίας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το ένδικο ως άνω δελτίο αποστολής, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, εξέδωσε η «……………» και όχι η ενάγουσα, τα υπέγραψε ο πλοίαρχος του πλοίου και όχι ο πρώτος μηχανικός, επιχειρώντας να θεμελιώσει με τον ισχυρισμό αυτό αντιπροσώπευση της εναγομένης πλοιοκτήτριας από τον πλοίαρχο στην κατάρτιση σύμβασης για την υποχρέωση καταβολής του τιμήματος των πωληθέντων καυσίμων από την πλοιοκτήτρια. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, γιατί, όπως προαναφέρεται, το δελτίο αποστολής υπεγράφη από τον Α’ μηχανικό και όχι από τον Πλοίαρχο, ο δε Α’ μηχανικός έχει αρμοδιότητα να υπογράφει το δελτίο αποστολής μόνο όσον αφορά στην υλική πράξη της παραλαβής των καυσίμων και τη διαπίστωση της συμφωνηθείσας ποσότητας και ποιότητας αυτών που παραλαμβάνονται, χωρίς να έχει την εξουσιοδότηση να αναλαμβάνει για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας την ανάληψη συμβατικής υποχρέωσης. Η υπογραφή του άνω δελτίου αποστολής από τον Α’ Μηχανικό δεν έχει ως έννομη συνέπεια την ανάληψη από την εναγομένη πλοιοκτήτρια αυτοτελούς συμβατικής υποχρέωσης έναντι της ενάγουσας για την πληρωμή του τιμήματος των πωληθέντων και παραδοθέντων ναυτιλιακών καυσίμων. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδεικνύεται ότι ο Α’ μηχανικός ενήργησε κατά την ανωτέρω υπογραφή ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας, ούτε ως εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο για την ανάληψη υποχρέωσης καταβολής του ένδικου τιμήματος, αντίθετα αποδεικνύεται ότι ενήργησε μόνο στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του για την παραλαβή των καυσίμων. Περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται βάσιμος ο αγωγικός ισχυρισμός ότι κατά το χρόνο που έγινε η παραγγελία των καυσίμων και πριν αυτά παραδοθούν, η ενάγουσα είχε καταστήσει γνωστούς στην εναγόμενη τους γενικούς όρους των πωλήσεών της, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ρητή μνεία ότι η εναγόμενη είναι συνυπόχρεη για την καταβολή του οφειλομένου τιμήματος. Ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας δεν αποδεικνύεται ούτε από την κατάθεση του μάρτυρός της, ο οποίος δεν κατέθεσε κάτι σχετικό στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Σε κάθε περίπτωση, η σύμβαση που συνήψε η ενάγουσα με την «……………….» δεν αφορά και κυρίως δεν δεσμεύει την εναγομένη χωρίς δική της διαπραγμάτευση ως προς τους όρους της διακριτής αυτής σύμβασης, στην οποία η εναγομένη δεν υπήρξε αντισυμβαλλόμενη. Επίσης, δεν αποδεικνύεται ότι οι διάδικοι μεταξύ τους ή η αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας «……………….» με την εναγομένη είχαν προβεί μεταξύ τους σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, συνεννόηση ή συμφωνία ή εκπροσώπηση της μιας από την άλλη, ώστε η εναγομένη να γνωρίζει τους όρους πώλησης και εν γένει συναλλαγών της ενάγουσας, ούτε είχε οιονδήποτε λόγο να τους γνωρίζει, ούτε και ετέθησαν σε γνώση της πριν την παραλαβή των καυσίμων. Ακολούθως, δεν αποδείχθηκε ότι η αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας στην ένδικη σύμβαση πώλησης, δηλαδή η «……………….», κατά την κατάρτιση αυτής ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, ώστε να επέρχονται τα αποτελέσματα της σύμβασης αμέσως υπέρ και κατά αυτής (εναγομένης). Τέτοια σχέση δεν αποδεικνύεται από κανένα στοιχείο, μόνη δε η έκδοση του τιμολογίου πώλησης της ενάγουσας με την γενική και αόριστη αναφορά μεταξύ των υπόχρεων, των πλοιοκτητών (χωρίς αυτοί να κατονομάζονται), μονομερώς και χωρίς γνώση της εναγομένης, δεν αρκεί και δεν την δεσμεύει. Ειδικότερα, ουδόλως δημιουργεί συμβατικό δεσμό και εξ αυτού συμβατική ευθύνη της εναγομένης μόνη η έκδοση και αποστολή του τιμολογίου πώλησης της ενάγουσας, χωρίς να απευθύνεται σε αυτήν (την εναγομένη) και χωρίς γνώση αυτής, απορριπτομένων των αντιθέτων ισχυρισμών της ενάγουσας, ως αβασίμων. Τέλος, ουδόλως απεδείχθη ότι η «………..» ή η «…..» ενήργησαν ως αντιπρόσωποι της πλοιοκτήτριας, ούτε ότι η «……..» ενήργησε ως μεσίτης ναυτιλιακών καυσίμων κι όχι ως πωλήτρια, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο έφεσης, επικαλούμενη για να στηρίξει τον ισχυρισμό της αυτόν ότι η «……………….» δεν είχε άδεια εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων. Ο ισχυρισμός της αυτός όσον αφορά την «……….» τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος και αντίθετος στα άρθρα 6 παρ. 9 και 4 παρ 1, 16 και 17 Ν. 3054/2002, καθώς αποδείχθηκε ότι η ως άνω εταιρία νόμιμα πώλησε καύσιμα με βοηθό εκπλήρωσης την ενάγουσα που είναι εφοδιασμένη με τη σχετική άδεια, ενώ σε κάθε περίπτωση ακόμη κι αν η «.. ……..» είχε πωλήσει καύσιμα στην αγοράστρια κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, τυχόν ακυρότητα της σύμβασης πώλησης μεταξύ αυτής και της πλοιοκτήτριας δεν θα καθιστούσε την ενάγουσα αντισυμβαλλόμενη της πλοιοκτήτριας εναγομένης. Όσον αφορά δε στην άνω πράκτορα, η εταιρία αυτή καμία συμμετοχή δεν είχε στην κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, παρά μόνο διεκπεραίωσε τις διατυπώσεις που απαιτούνταν για να καταστεί δυνατή η παραλαβή των καυσίμων και δήλωσε ρητά στην αίτηση πετρέλευσης ότι ενεργεί για λογαριασμό της ναυλώτριας, η αίτηση δε αυτή αφορούσε αποκλειστικά στις διατυπώσεις της πετρέλευσης και δεν είχε πληρεξουσιότητα ή εντολή η άνω πράκτορας να συνάψει για λογαριασμό της εναγομένης οποιαδήποτε σύμβαση μεταξύ αυτής και της ενάγουσας. Επομένως, στο μέτρο που η αγωγή εδράζεται στις διατάξεις περί αντιπροσώπευσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Ακόμη όμως κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η «……………….» ήταν μεσίτης καυσίμων, στην προκειμένη περίπτωση δεν ενήργησε ως μεσίτης, αφού οι ενέργειές της δεν περιορίστηκαν στο να υποδείξει στην ενάγουσα ή στην εναγομένη ευκαιρία για σύναψη σύμβασης (εν προκειμένω αγοραπωλησίας καυσίμων), όπως συμβαίνει στη σύμβαση μεσιτείας (άρθρο 703 Α.Κ.), αλλά αγόρασε η ίδια από την ενάγουσα τα ένδικα καύσιμα με σκοπό μεταπώλησης. Σε καμία δε περίπτωση ο μεσίτης δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος του ενδιαφερόμενου να καταρτίσει σύμβαση, ούτε συμβάλλεται για λογαριασμό του, παρά μόνο εάν έχει ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα, οπότε εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις περί πληρεξουσιότητας και αντιπροσώπευσης και όχι αυτές της μεσιτείας. Κατόπιν όλων αυτών η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία με παρόμοιες αιτιολογίες απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την κύρια βάση της αγωγής από σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσής της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα.
Κατά το άρθρο 193 Κ.Πολ.Δ, δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, ρύθμιση που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (Α.Π. 617/2008, Α.Π. 777/2007, Α.Π. 781/2006, Α.Π. 54/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τα άρθρα 176, 189, 190 παρ. 3 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή του, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 1ια’, 68 παρ. 1 και 58 παρ. 5 του Ν. 4194/2013 (Φ.Ε.Κ. Α’ 208/27-9-2013), που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση ως εκ του χρόνου παροχής των ενδίκων δικηγορικών υπηρεσιών (Α.Π. 1128/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) 63 παρ. 1α’ «η αμοιβή για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής όπως παρακάτω: α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ..», 68 παρ. 1 «η αμοιβή του δικηγόρου του εναγομένου για σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα» και 58 παρ. 5 «Οι αμοιβές μπορούν να αυξηθούν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, των ειδικότερων περιστάσεων και κάθε είδους δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών. Αντίθετα, σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής κριθεί ως υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από τον δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, ο δικαστής ή το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει την νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή, είτε κατά την εκτίμηση του είτε λόγω περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά συμμόρφωση του δικηγόρου προς έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου του». Εξάλλου, κατά το άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ, σε περίπτωση που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, μπορεί το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων, να προβεί σε συμψηφισμό των εξόδων. Στην περίπτωση αυτή ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή της ουσίας και η σχετική κρίση του δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (Α.Π. 773/2009, Α.Π. 98/2009, Α.Π. 1533/2008, Α.Π. 433/2007, Α.Π. 171/2007, Εφ.Πειρ. 479/2015, Εφ.Αθ. 174/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (Α.Π. 859/2002, ΕλλΔνη 44, 1260, Εφ.Θεσ. 1484/2017, Επ.Εμπ.Δ. 18, 644).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έβδομο και τελευταίο λόγο της υπό κρίση έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης περί επιβολής των δικαστικών εξόδων, ποσού 1.700,00 ευρώ, της εναγομένης σε βάρος της, ισχυριζόμενη ότι συνέτρεχε περίπτωση συμψηφισμού αυτών, κατ’ άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ, άλλως ότι τα επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα είναι υπέρογκα. Ο λόγος αυτός παραδεκτά μεν προβάλλεται, κατ’ άρθρο 193 Κ.Πολ.Δ, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, πλην όμως κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία, διότι δεν συνέτρεχε εν προκειμένω λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, κατά το άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ, δεδομένου ότι οι ως άνω κανόνες δικαίου που εφαρμόστηκαν για την απόρριψη της αγωγής δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη δυσχέρεια και η νομολογιακή εφαρμογή τους δεν εμφανίζει ταλάντευση ή αντιφατικότητα, ενώ το αντικείμενο της αγωγής, σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1, 63 παρ. 1ια και 58 παρ. 5 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της εναγομένης που νίκησε στο ποσό των 1.700,00 ευρώ, λαμβανομένης υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο τούτο, κατ’ άρθρο 58 παρ. 5 εδάφ. α’ του Ν. 4194/2013, της επιστημονικής εργασίας του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγομένης (προτάσεις 305 σελίδων, προσθήκη 13 σελίδων), της αξίας και του είδους της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, της σπουδαιότητας της διαφοράς και των ειδικότερων περιστάσεων και επιμέρους δικαστικών ή εξωδίκων ενεργειών, η καταψήφιση δε στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, καθόσον είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (άρθρο 176 Κ.Πολ.Δ.), όπως προαναφέρθηκε. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ, πρέπει να διαταχθεί, λόγω της ήττας της εκκαλούσας και σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αυτή προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την από 18-7-2019 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …../19-7-2019 έφεση κατά της με αριθ. 1278/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα ναυτικό – τακτική διαδικασία).
Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ. Και
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα, με κωδικό ………….., e – παραβόλου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Ιουλίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ