Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 523/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

523/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι εφέσεις: α) Η από 3.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/20.12.2018 και ………../20.12.2018) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης της από 22.6.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. ………/24.6.2016) αγωγής και εν όλω ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας της από 3.8.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./9.8.2016) αγωγής αντίστοιχα εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, και β) η από 11.2.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../11.2.2019 και ………./11.2.2019) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της εκ των ανωτέρω από 22.6.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/24.6.2016) αγωγής, αμφότερες στρεφόμενες κατά της υπ’αριθμ. 4069/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, έγινε εν μέρει δεκτή η από 22.6.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. ……../24.6.2016) αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και απορρίφθηκε στο σύνολό της η έτερη από 3.8.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/9.8.2016) αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, η εξ αυτών υπό στοιχείο α΄έφεση επίσης απευθυνόμενη ρητά κατά της υπ’αριθμ.3409/2017, αρχικά εκδοθείσας επί των εν λόγω αγωγών, μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αυτές, διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από τον ορισθέντα με την ίδια απόφαση πραγματογνώμονα, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 3.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./20.12.2018 και ………./ 20.12.2018) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εταιρίας περιορισμένης ευθύνης/εναγομένης της, ασκηθείσας ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από 22.6.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. ………/24.6.2016) αγωγής του εφεσιβλήτου, με την οποία ζητήθηκε από τον ανωτέρω ενάγοντα ν’αναγνωρισθεί ότι το συμφωνηθέν μεταξύ του ιδίου και της ως άνω εκκαλούσας τίμημα της πώλησης προς αυτόν του περιγραφομένου στο δικόγραφο σκάφους αναψυχής, πλοιοκτησίας της, έχει μειωθεί κατά το εκεί αναγραφόμενο ποσό, ούτως ώστε ν’ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του πράγματος κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, κατόπιν της  άσκησης από πλευράς του με την αγωγή του δικαιώματος μείωσης του τιμήματος της εν λόγω πώλησης, εξαιτίας των επικαλουμένων πραγματικών ελαττωμάτων και της έλλειψης των επίσης διαλαμβανομένων στην αγωγή συνομολογημένων ιδιοτήτων, που ενεφάνισε το πωληθέν, ν’αναγνωρισθεί ότι δεν οφείλει πλέον να της καταβάλει το μη εισέτι καταβληθέν, αλλά πιστωθέν μέρος του τιμήματος του σκάφους, αλλά και να υποχρεωθεί αυτή να του επιστρέψει το ήδη καταβληθέν από πλευράς του μέρος του τιμήματος, που υπερβαίνει το μειωμένο τίμημα, καθώς και αποζημίωση για την αποκατάσταση της περαιτέρω θετικής και αποθετικής ζημίας, που φέρεται ότι του προκάλεσε η παραβίαση από την αντίδικό του της συμβατικής της υποχρέωσης να του παραδώσει το πωληθέν πράγμα απαλλαγμένο από πραγματικά ελαττώματα και με τις συμφωνημένες ιδιότητες, και εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας της ωσαύτως ασκηθείσας ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου από 3.8.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../9.8.2016) αγωγής αντίστοιχα, με την οποία η ανωτέρω ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος της αγωγής αυτής και ενάγων της πρώτης αγωγής αντίστοιχα να της καταβάλει ολόκληρο το υπόλοιπο ποσό του πιστωθέντος και συμφωνηθέντος να καταβληθεί σε ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις τιμήματος της από πλευράς της πώλησης προς αυτόν του εν λόγω σκάφους, άλλως μόνον το ποσό των κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής καταστασών ληξιπροθέσμων δόσεων, καθώς και αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας, που ισχυρίσθηκε ότι υπέστη από την υπαίτια μη εκπλήρωση από τον αντίδικό της των απορρεουσών από την επίσης καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση διαχείρισης απ’αυτήν του πωληθέντος σκάφους υποχρεώσεών του, στρεφόμενη κατά της εκδοθείσας επί των ως άνω αγωγών, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, υπ’αριθμ. 4069/2018 οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία, αφενός μεν έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η από 22.6.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. …………/24.6.2016) αγωγή, αφετέρου δε απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν ως ουσιαστικά αβάσιμη η έτερη από 3.8.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./9.8.2016) αγωγή, καθώς και της αρχικά εκδοθείσας επί των αγωγών αυτών υπ’αριθμ.3409/2017 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αυτές, ομοίως αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, και κρίθηκαν ως ορισμένες και νόμιμες, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, μετά τη διεξαγωγή της οποίας αμφότερες επαναφέρθηκαν προς συζήτηση με την από 14.11.2017  (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/15.11.2017) κλήση του ενάγοντος της πρώτης και εναγομένου της δεύτερης αγωγής αντίστοιχα, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 20.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./20.12.2018), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης οριστικής απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της ως άνω εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 3.9.2018 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 20.12.2018, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ίδιου νόμου), αλλά και η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 3.9.2018, όπως προεκτέθηκε, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία βάλλει κατά των αναφερομένων στο εφετήριο κεφαλαίων των εκκαλουμένων αποφάσεων που τη βλάπτουν, και αφορούν τόσο στη μερική παραδοχή της σε βάρος της ασκηθείσας αγωγής του αντιδίκου της ως κατ’ουσίαν βάσιμης, όσο και στην καθολική απόρριψη της δικής της αγωγής από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου προς εκδίκασή της, ενόψει και της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πρωτόδικες αποφάσεις.Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 11.2.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./11.2.2019 και ……/11.2.2019) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της ανωτέρω από 22.6.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../24.6.2016) αγωγής, ασκηθείσης σε βάρος της εφεσίβλητης, που απευθύνεται κατά της υπ’αριθμ. 4069/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία μεν έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η εν λόγω αγωγή, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 11.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./11.2.2019), προ πάσης επίδοσης της προσβαλλόμενης πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, όπως έχει ήδη αναφερθεί κατά τη διερεύνηση του παραδεκτού της έτερης έφεσης, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 3.9.2018 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 11.2.2019, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ίδιου νόμου), αλλά και η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 3.9.2018, όπως προεκτέθηκε, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία βάλλει κατά του αναφερομένου στο εφετήριο κεφαλαίου της εκκαλουμένης απόφασης, που τον βλάπτει, λόγω απόρριψης ως κατ’ουσίαν αβασίμου του αντίστοιχου αγωγικού κονδυλίου, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου προς εκδίκασή της, ενόψει και της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του λόγου της (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση.

Ο ………. με την από 22.6.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./24.6.2016) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενος ότι συνήψε εγγράφως με την εναγόμενη/εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “………..”, στις 23.4.2015 σύμβαση πώλησης του ειδικότερα περιγραφομένου στο δικόγραφο νεότευκτου σκάφους αναψυχής, πλοιοκτησίας της, αντί συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος 224.135 ευρώ, το οποίο συνέπιπτε με την αγοραία αξία του εν λόγω σκάφους κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης, και εκ του οποίου ποσό 140.135 ευρώ καταβλήθηκε απ’αυτόν προ της υπογραφής του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 84.000 ευρώ πιστώθηκε και συμφωνήθηκε καταβλητέο σε 8 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, σε εκτέλεση των συνομολογηθέντων με το επίσης μεταξύ τους υπογραφέν από 20.11.2014 προσύμφωνο, ότι παρέλαβε το σκάφος στις 28.5.2015, όταν και του επιδείχθηκε μόνον η χρήση των κινητήρων του, των οποίων την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκε, παρουσία του, και έλεγχος της καλής λειτουργίας τους σε δοκιμαστικό πλου, και η εναγόμενη τον διαβεβαίωσε περί της εν γένει άριστης κατάστασης όλων των συστημάτων, εξαρτημάτων και μηχανισμών του πωληθέντος, ότι στη συνέχεια, κατόπιν χρήσης του εν λόγω σκάφους, που αγοράσθηκε ως επαγγελματικό, για 50 περίπου ώρες εντός χρονικού διαστήματος 2 μηνών από την παραλαβή του, διαπίστωσε ότι ελλείπουν οι ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή συνομολογημένες ιδιότητες αυτού, στην ύπαρξη των οποίων απέδωσε ιδιαίτερη σημασία, προκειμένου να προβεί στην αγορά του, και η εναγόμενη εγγυήθηκε περί τούτων, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψή τους, καθώς και ότι παρουσιάζει τα επίσης αναλυτικά εκτιθέμενα στο δικόγραφο πραγματικά ελαττώματα, την ύπαρξη των οποίων η πωλήτρια γνώριζε κατά την κατάρτιση της σύμβασης, άλλως υπαιτίως αγνοούσε, μεταξύ των οποίων κατασκευαστικό ελάττωμα στο δεξιό σύστημα πρόωσης, που είχε ως αποτέλεσμα την εισροή σημαντικής ποσότητας θαλασσίων υδάτων στο χώρο του μηχανοστασίου, και κατέστησε αυτό μη αξιόπλοο και, συνακόλουθα, εκ των πραγμάτων παντελώς ακατάλληλο προς χρήση κατά τη φύση και τον προορισμό του και εκμετάλλευση, ότι οι ανωτέρω εντοπισθείσες ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων και πραγματικά ελαττώματα, την ύπαρξη των οποίων η εναγόμενη κατηγορηματικά αρνείται, απομειώνουν την εμπορική αξία του πωληθέντος κατά ποσοστό 40%, ήτοι κατά το ποσό των 84.654 ευρώ, διαμορφώνοντας αυτήν στο ποσό των 134.481 ευρώ, το οποίο και θα έπρεπε να συνομολογηθεί ως τίμημα της αγοράς του με βάση την κατάστασή του ως ελαττωματικού και ελλιπούς πράγματος, όπερ συνεπάγεται ότι έχει ήδη καταβάλει στην εναγόμενη ποσό 5.654 ευρώ επιπλέον της πραγματικής εμπορικής του αξίας κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης, καθώς και ότι έχει υποστεί και περιουσιακή ζημία, θετική και αποθετική (διαφυγόντα κέρδη), που είναι απότοκος της ελαττωματικότητας του πωληθέντος και των ελλειπουσών συμφωνημένων ιδιοτήτων του, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται, επιπροσθέτως, πέραν των λοιπών αξιώσεών του σε βάρος της αντιδίκου του, ισόποσης αποζημίωσης, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στο δικόγραφο, ζήτησε, λόγω των πραγματικών ελαττωμάτων και της έλλειψης των συνομολογημένων ιδιοτήτων, που παρουσίασε το σκάφος μετά την παράδοσή του στον ίδιο, ασκώντας με την αγωγή προβλεπόμενο στο νόμο για την περίπτωση αυτή δικαίωμα: 1) Ν’αναγνωρισθεί ότι το τίμημα της πώλησης του ανωτέρω πράγματος πρέπει να μειωθεί κατά το ποσό των 84.654 ευρώ και να ανέλθει στο ποσό των 134.481 ευρώ, 2) ν’αναγνωρισθεί ότι δεν οφείλει να καταβάλει στην εναγόμενη το πιστωθέν και μη εισέτι καταβληθέν μέρος του τιμήματος των 84.000 ευρώ, 3) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του επιστρέψει το ήδη καταβληθέν για την αγορά του σκάφους ποσό των 5.654 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει το τίμημα της πώλησης, όπως αυτό διαμορφώνεται κατόπιν της προαναφερθείσας μείωσής του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και 4) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει α) το ποσό των 3.421 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας, που υπέστη λόγω της από πλευράς της παράβασης της συμβατικής της υποχρέωσης να του παραδώσει το σκάφος απαλλαγμένο από πραγματικά ελαττώματα και με τις συμφωνημένες ιδιότητες, και αφορά σε δαπάνες για τη διάγνωση/έλεγχο και διόρθωση/επισκευή ορισμένων εκ των ελλείψεων και των ελαττωμάτων αυτών, στις οποίες υποβλήθηκε, και β) το συνολικό ποσό των 22.400 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας, που του προκάλεσε η στέρηση της χρήσης του σκάφους του, και συνίσταται στα κέρδη, τα οποία θα απεκόμιζε με βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εκναύλωσή του για τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα, συνολικής διάρκειας 28 ημερών, αντί ημερησίου ναύλου ανερχομένου στο ποσό των 800 ευρώ, πλην όμως απώλεσε, καθώς το σκάφος κρίθηκε ως μη αξιόπλοο στις 3.11.2015, κατόπιν επιθεώρησής του από τον Ελληνικό Νηογνώμονα, λόγω της διαπιστωθείσης εισροής θαλάσσιων υδάτων στο μηχανοστάσιο και μέχρι την επίλυση του προβλήματος, όπως έκαστο των επιμέρους αγωγικών κονδυλίων της αποζημίωσης αναλυτικά παρατίθεται στο δικόγραφο, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη. Στη συνέχεια η εναγόμενη της αγωγής αυτής εταιρία περιορισμένης ευθύνης άσκησε σε βάρος του ενάγοντος της πρώτης αγωγής ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την από 3.8.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./9.8.2016) αγωγή της, με την οποία, αφού και αυτή με τη σειρά της επικαλέσθηκε την ήδη αναφερθείσα στην προηγούμενη αγωγή σύμβαση πώλησης του συγκεκριμένου σκάφους αναψυχής, την οποία συνήψε στις 23.4.2015 εγγράφως με τον εναγόμενο, και με την οποία ανέλαβε την υποχρέωση να του μεταβιβάσει κατά κυριότητα και να του παραδώσει το εν λόγω πλοίο, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί απ’αυτόν ως επαγγελματικό, αντί τιμήματος 224.135 ευρώ, μέρος του οποίου ποσού 84.000 ευρώ πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί σε 8 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, της πρώτης εξ αυτών καταβλητέας 6 μήνες από την άφιξη του σκάφους στη Μαρίνα του Αλίμου, όπου θα παραλαμβανόταν, ενώ το υπόλοιπο ορίσθηκε να εξοφληθεί προ της υπογραφής του οριστικού συμβολαίου, όπερ και πράγματι εγένετο, της συμφωνίας τους αρχικά περιληφθείσης σε μεταξύ τους υπογραφέν στις 20.11.2014 προσύμφωνο, οι επιμέρους όροι του οποίου ουσιαστικά επαναλήφθηκαν στο οριστικό συμβόλαιο, καθώς και ότι προς εξασφάλιση της απαίτησής της επί του πιστωθέντος μέρους του τιμήματος συμφωνήθηκε η εγγραφή υπέρ της διαλυτικής αίρεσης της πώλησης κατά τη διαδικασία νηολόγησης του σκάφους στο οικείο λιμεναρχείο, ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι στις 21.11.2014 καταρτίσθηκε μεταξύ τους, επίσης εγγράφως, σύμβαση διαχείρισης – συνεκμετάλλευσης ναυλώσεων θαλασσίου σκάφους, με την οποία ανέλαβε τη διαχείριση του πωληθέντος σκάφους, και την υποχρέωση να ανευρίσκει και εξασφαλίζει ναυλώσεις γι’αυτό, με βάση τον ετήσιο τιμοκατάλογο εβδομαδιαίων ναύλων ανά ορισμένη μηνιαία χρονική περίοδο, που επισυνάφθηκε στο περιληφθέν στο αγωγικό δικόγραφο συμφωνητικό ως παράρτημα και αποτέλεσε τμήμα του, της έναρξης ισχύος της σύμβασης αυτής συμφωνηθείσας τον Απρίλιο του έτους 2015 και της λήξης της μετά το πέρας τουλάχιστον τεσσάρων (4) ετών, και σε κάθε περίπτωση όχι πριν από το τέλος του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2018, ήτοι ορίσθηκε ισχύουσα για 4 πλήρεις εποχιακές περιόδους, αντί αμοιβής/προμηθείας, η οποία συμφωνήθηκε σε ποσοστό 30% επί της καθαρής τιμής εκάστου ναύλου, κατόπιν της αφαίρεσης του ποσού των φόρων, για ολόκληρο το χρονικό διάστημα ισχύος της σύμβασης, ενώ το υπόλοιπο ποσό του ναύλου (συμφωνήθηκε ότι) θα παρακρατείτο από την ίδια, και δεν θα αποδίδετο στον εναγόμενο/πλοιοκτήτη,σε εξόφληση τοιουτοτρόπως του πιστωθέντος μέρους του τιμήματος της πώλησης. Ότι από τη σύναψη του προαναφερθέντος συμφωνητικού προσδοκούσε μετά βεβαιότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, με βάση τη μακροχρόνια εμπειρία της στον τομέα των ναυλώσεων σκαφών, και τις ναυλώσεις που είχε ήδη συνάψει, να εκναυλώνεται το εν λόγω σκάφος για τουλάχιστον 5-6 μήνες ετησίως, ήτοι από τα μέσα του μηνός Απριλίου μέχρι τα τέλη του μηνός Οκτωβρίου κάθε έτους, άλλως για περίοδο 20-24 εβδομάδων, αντί μέσου εβδομαδιαίου ναύλου για την ως άνω περίοδο, που αναμενόταν να ανέλθει στο ποσό των 4.700 ευρώ,  σύμφωνα με τις ναυλώσεις που, ενόψει της σύμβασης με τον εναγόμενο, είχε συνάψει με ενδιαφερόμενους πελάτες, αλλά και από τον επισυναφθέντα στην ως άνω σύμβαση τιμοκατάλογο, με αποτέλεσμα ευλόγως να προσδοκά να εισπράξει ως μέση προμήθεια από κάθε εβδομαδιαίο ναύλο το ποσό των 1.410 ευρώ, και ετησίως, για περίοδο ναύλωσης 22 εβδομάδων, το ποσό των 31.020 ευρώ, ενώ για διάστημα 4 ετών, όσο δηλαδή θα διαρκούσε η σύμβαση, το ποσό των 124.080 ευρώ. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης πώλησης το σκάφος αφίχθη στη Μαρίνα του Αλίμου στις 16.5.2015 και στις 28.5.2015 έλαβε χώρα η, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, επίδειξη της λειτουργίας του στον εναγόμενο ο οποίος, εν συνεχεία, το παρέλαβε ανεπιφύλακτα. Ότι, ακολούθως, με βάση τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση διαχείρισης, συνήφθησαν, με τη διαμεσολάβησή της, 3 ναυλώσεις του πωληθέντος σκάφους, αντί συμφωνηθέντος ποσού εβδομαδιαίου ναύλου ύψους 5.000 ευρώ, 4.850 ευρώ και 4.900 ευρώ, αντίστοιχα, εκ των οποίων η αναλογούσα αμοιβή της, την οποία προσδοκούσε να εισπράξει όταν θα εκτελούντο οι συμβάσεις αυτές, ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 4.425 ευρώ. Ότι, ο εναγόμενος, αντισυμβατικά ενεργώντας, στις 20.6.2015 αναχώρησε απροειδοποίητα με το σκάφος από τη Μαρίνα του Αλίμου, αποστερώντας την από τη χρήση του, και, επιπροσθέτως, καταλείποντας ανεξόφλητους λογαριασμούς δαπανών, η αποπληρωμή των οποίων, σύμφωνα με όρο του ως άνω συμφωνητικού διαχείρισης, βάρυνε τον ίδιο, συνολικού ποσού 1.986 ευρώ, και τις οποίες υποχρεώθηκε αυτή να καταβάλει, κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα. Ότι, λόγω του ανωτέρω γεγονότος, αναγκάσθηκε να ακυρώσει τις ήδη συναφθείσες ναυλώσεις, και αδυνατούσε εκ των πραγμάτων να συνάψει άλλες, καθώς το σκάφος δε βρισκόταν πλέον διαθέσιμο στην κατοχή της, ως έδει με βάση τους όρους της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης διαχείρισης. Ότι, περαιτέρω, ο εναγόμενος, στις 14.9.2015, μετά από ταξίδι αναψυχής με το σκάφος 3 και πλέον μηνών, επικαλέσθηκε την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων και την έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων του, πλην όμως αβάσιμα, καθώς στις 28.5.2015, οπότε του επιδείχθηκε σε δοκιμαστικό πλου, εξέτασε η ίδια ενδελεχώς και βεβαιώθηκε για την άριστη λειτουργία του, ενώ αυτός, μέχρι και τις 20.6.2015, ημερομηνία αναχώρησης του σκάφους από τη Μαρίνα του Αλίμου, ουδεμία επιφύλαξη εξέφρασε για την εν γένει κατάστασή του, ούτε κατά την τρίμηνη απουσία του από 20.6.2015 έως 14.9.2015, παρότι το χρησιμοποιούσε ανελλιπώς. Ότι εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο εναγόμενος δεν είχε εξαρχής την πρόθεση να καταβάλει το υπολειπόμενο και πιστωθέν μέρος του τιμήματος, ποσού 84.000 ευρώ, προφασιζόμενος ανύπαρκτα γεγονότα και βλάβες του σκάφους, το οποίο μάλιστα σκόπευε να χρησιμοποιήσει ως ιδιωτικό, χωρίς να καταβάλει τον αναλογούντα φόρο προστιθέμενης αξίας, ψευδώς επικαλούμενος κατά την αγορά του επαγγελματική χρήση του. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει: 1) Tο ποσό των 84.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στο πιστωθέν μέρος του τιμήματος αγοραπωλησίας του εν λόγω σκάφους, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 386 του ΑΚ, πλέον τόκων κατά τις κάτωθι αναφερόμενες διακρίσεις: α) Ποσό 10.500 ευρώ από το συνολικά αιτούμενο νομιμοτόκως από 16.11.2014, β) ποσό 10.500 ευρώ νομιμοτόκως από 16.5.2016 και γ) ποσό 63.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, άλλως το ποσό των 21.000 ευρώ, που αναλογεί στο ποσό των δύο πρώτων δόσεων, οι οποίες είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής, νομιμοτόκως ως ανωτέρω, 2) το ποσό των 124.080 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας, που υπέστη από την αντισυμβατική συμπεριφορά του, ειδικότερα συνισταμένης (της ζημίας της αυτής) στα κέρδη, που προσδοκούσε με βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να αποκομίσει από την εκμετάλλευση του πωληθέντος σκάφους για όσο χρόνο θα διαρκούσε η σύμβαση, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, και απώλεσε, άλλως επικουρικώς το ποσό των 4.425 ευρώ, που αντιστοιχεί στην ναυλομεσιτική αμοιβή, που θα εδικαιούτο από την εκτέλεση των ήδη συναφθεισών ναυλώσεων, αμφότερα τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και 3) το ποσό των 1.986,60 ευρώ, που αντιστοιχεί στα έξοδα ελλιμενισμού, επιθεώρησης και εξοπλισμού του σκάφους, τα οποία η ίδια κατέβαλε, πλην όμως όφειλε, βάσει των όρων της σύμβασης διαχείρισης, να έχει εξοφλήσει ο αντίδικός της, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της προκληθείσης ισόποσης θετικής περιουσιακής ζημίας της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί αυτός στη δικαστική της δαπάνη. Επί των ανωτέρω αγωγών, εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ. 3409/2017 μη οριστική απόφαση, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αυτές, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και κρίθηκαν ως ορισμένες και νόμιμες, απορριφθεισών ως αβασίμων των περί αοριστίας της πρώτης κατά σειράν αγωγής προβληθεισών αιτιάσεων της εναγομένης, που ειδικότερα αφορούσαν στο ασκούμενο με την εν λόγω αγωγή δικαίωμα του ενάγοντος/αγοραστή μείωσης του τιμήματος της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης του αναφερομένου στο δικόγραφό της σκάφους εξαιτίας των επικαλουμένων πραγματικών ελαττωμάτων και έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων του πωληθέντος, στη συνέχεια διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο αμφοτέρων των αγωγών, προκειμένου να διενεργηθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη από τον ορισθέντα με την ίδια απόφαση πραγματογνώμονα, Ναυπηγό – Μηχανολόγο Μηχανικό, ο οποίος κλήθηκε να γνωμοδοτήσει αιτιολογημένα με έγγραφη έκθεσή του επί των διαλαμβανομένων στο διατακτικό της θεμάτων της επιστήμης του, που άπτονται των πραγματικών ελαττωμάτων και των ελλειπουσών συνομολογημένων ιδιοτήτων του σκάφους. Συγκεκριμένα, με την ανωτέρω απόφαση, ο ανωτέρω πραγματογνώμονας κλήθηκε, αφού θα ελάμβανε γνώση όλων των έγγραφων στοιχείων της δικογραφίας χρησίμων για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, και κάθε άλλης χρήσιμης διευκρίνισης ή πληροφορίας από τους διαδίκους αφενός, και αφετέρου θα είχε επισκοπήσει το επίδικο σκάφος, να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεση, εάν από το επίδικο σκάφος, σε συνάρτηση με το από 20.11.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό αγοραπωλησίας του και τα συνοδεύοντα τούτο έγγραφα (εγχειρίδιο λειτουργίας, παραγγελία εξοπλισμού, ελλείπουν οι συνομολογημένες, κατά την αγωγή ιδιότητες, που επίσης παρατίθενται στο διατακτικό, καθώς και εάν παρουσιάζει τα ομοίως εκεί αναφερόμενα πραγματικά ελαττώματα. Επιπροσθέτως κλήθηκε να απαντήσει, σε περίπτωση θετικής απάντησης επί του συνόλου ή μέρους των ανωτέρω, εάν αυτές οι ελλείψεις και ελαττώματα υπήρχαν κατά την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή στις 28.5.2015, ακόμη και σε λανθάνουσα κατάσταση, και έκαναν την εμφάνισή τους αργότερα, ενόψει της, μετά την παράδοση του σκάφους, χρήσης του από τον αγοραστή για 60 περίπου ώρες, της έκδοσης για το σκάφος του με αριθμό ………/18.9.2015 πρωτοκόλλου γενικής επιθεώρησης, το οποίο εκδόθηκε κατόπιν της διενέργειας αυτοψίας σ’αυτό από επιθεωρητή του Ελληνικού Νηογνώμονα, που έλαβε χώρα στις 11.9.2015  και της επακολουθήσασας άρσης της ισχύος του, καθώς και εάν οι εν λόγω ελλείψεις και ελαττώματα είχαν αρνητική επίπτωση στην αξία ή τη χρησιμότητα του σκάφους και σε ποιο βαθμό, με αναφορά στην αξία του χωρίς τις εν λόγω ελλείψεις και ελαττώματα, συγκριτικά με την αξία αυτού με τις εν λόγω ελλείψεις και ελαττώματα, και τέλος ν’αποφανθεί επί οποιουδήποτε άλλου στοιχείου, το οποίο θα μπορούσε να έχει επιρροή στη διάγνωση της διαφοράς. Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και την κατάθεση από το διορισθέντα πραγματογνώμονα ………. της έγγραφης γνωμοδότησής του, η υπόθεση επί αμφοτέρων των αγωγών επαναφέρθηκε προς συζήτηση στο ακροατήριο με την από 14.11.2017  (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./15.11.2017) κλήση του ενάγοντος της πρώτης και εναγομένου της δεύτερης των αγωγών αυτών αντίστοιχα, εκδοθείσης σχετικώς, στη συνέχεια, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, της υπ’αριθμ.4069/2018 οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η πρώτη αγωγή και απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν ως ουσιαστικά αβάσιμη η δεύτερη αγωγή. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι το πωληθέν στον ενάγοντα της πρώτης κατά χρονολογική σειρά άσκησης αγωγής και εναγόμενο της μεταγενεστέρως ασκηθείσας αγωγής αντίστοιχα σκάφος παρουσίαζε τα επικαλούμενα στην πρώτη αγωγή πραγματικά ελαττώματα και ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων (πλην μίας εξ αυτών, που αφορούσε στη λειτουργία του μηχανισμού του χειριστηρίου – joystick – του σκάφους, ως προς την οποία έκρινε ότι δε διαπιστώθηκε), τα οποία διαπιστώθηκαν από τον αγοραστή εντός χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών από την παράδοση του σκάφους σ’αυτόν, με αποτέλεσμα να τεκμαίρεται ότι υπήρχαν και κατά την παράδοση του σκάφους, κατ’εφαρμογήν του προβλεπομένου στη διάταξη του άρθρου 537 παρ.2 του ΑΚ τεκμηρίου, την εν προκειμένω εφαρμογή του οποίου έγινε δεκτό ότι η εναγόμενη της αγωγής αυτής δεν επέτυχε να ανατρέψει, που επιδρούν αρνητικά στην αξία και τη χρησιμότητά του, ακολούθως δέχθηκε ότι θεμελιώνεται ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης της πρώτης αγωγής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης και πωλήτριας του σκάφους λόγω παράβασης της υποχρέωσής της να παραδώσει το πωληθέν απαλλαγμένο από πραγματικά ελαττώματα και με τις συμφωνημένες ιδιότητες, και, εξαιτίας τούτου, δικαίωμα του ενάγοντος/αγοραστή για μείωση του τιμήματος της πώλησης, καθώς και ότι η κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης αγοραία (τρέχουσα εμπορική) αξία του σκάφους με τα εν λόγω πραγματικά ελαττώματα και τις ελλείπουσες συμφωνημένες ιδιότητες ανερχόταν στο ποσό των 130.000 ευρώ, ενώ χωρίς τα ελαττώματα και με τις συνομολογημένες ιδιότητες στο ποσό των 224.135 ευρώ, όσο και το συμφωνηθέν τίμημα, με αποτέλεσμα το εν λόγω τίμημα να πρέπει να μειωθεί κατά το ποσό των 94.135 ευρώ, όπως αυτό προκύπτει κατόπιν εφαρμογής του αναφερόμενου στο αιτιολογικό της μαθηματικού τύπου, αλλά σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα και το άρθρο 106 του ΚΠολΔ κατά το ποσό των 89.634 ευρώ. Περαιτέρω δέχθηκε ότι, δεδομένης της μείωσης του τιμήματος της επίμαχης πώλησης από το ποσό των 224.135 ευρώ στο ποσό των 134.481 ευρώ, πρέπει ν’αναγνωρισθεί ότι ο ενάγων της αγωγής αυτής δεν υποχρεούται να καταβάλει στην πωλήτρια το μη εισέτι καταβληθέν και πιστωθέν μέρος του τιμήματος των 84.000 ευρώ, καθώς και ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του επιστρέψει το ποσό των 5.654 ευρώ, το οποίο της έχει καταβάλει και υπερβαίνει το ποσό του τιμήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατόπιν της επελθούσας μείωσής του, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι ο ενάγων της πρώτης αγωγής, λόγω της έλλειψης των συνομολογημένων ιδιοτήτων του πωληθέντος σκάφους και των διαπιστωθέντων πραγματικών ελαττωμάτων, ως προς την ύπαρξη των οποίων η πωλήτρια/εναγόμενη δεν απέδειξε την έλλειψη υπαιτιότητάς της κατά το χρόνο μετάστασης του κινδύνου στον αγοραστή, δικαιούται, σωρευτικά με το δικαίωμα μείωσης του τιμήματος της πώλησης του σκάφους, αποζημίωσης, για την αποκατάσταση της περιουσιακής θετικής ζημίας, που υπέστη, και δεν καλύπτεται από την άσκηση του ως άνω δικαιώματος, αλλά συνάπτεται άμεσα με την ύπαρξη των ελαττωμάτων και την έλλειψη των συμφωνημένων ιδιοτήτων, το συνολικό ύψος της οποίας προσδιόρισε στο συνολικό ποσό των 3.191 ευρώ, το οποίο και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, όπως τα επιμέρους κονδύλια του συνολικά επιδικασθέντος ως άνω χρηματικού ποσού εξειδικεύθηκαν σ’αυτήν (την απόφαση), ενώ το αίτημα περί επιδίκασης στον ενάγοντα ποσού 22.400 ευρώ ως διαφυγόντα κέρδη, που ανέμενε να αποκομίσει από την εκμετάλλευση του σκάφους κατά το χρονικό διάστημα από 3.11.2015 έως 15.6.2016, απορρίφθηκε ως αναπόδεικτο, και, συνακόλουθα, ως προς αυτό η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Όσον αφορά τη δεύτερη κατά σειράν αγωγή της εναγομένης της πρώτης αγωγής σε βάρος του ενάγοντος της αγωγής αυτής, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την ίδια ανωτέρω οριστική απόφασή του, κατόπιν παραδοχής ως κατ’ουσίαν βάσιμης της προβληθείσας ένστασης του εναγομένου/αγοραστή του σκάφους περί μείωσης του τιμήματος της πώλησης αυτού λόγω πραγματικών ελαττωμάτων και έλλειψης συνομολογημένων ιδιοτήτων του, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμα τα αιτήματα, που αφορούν στην επιδίκαση στην ενάγουσα της αγωγής αυτής/πωλήτρια ολοκλήρου του μη εισέτι καταβληθέντος και πιστωθέντος μέρους του τιμήματος των 84.000 ευρώ, άλλως επικουρικώς του ποσού των δύο πρώτων δόσεων αυτού, ανερχομένου σε 21.000 ευρώ, που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες κατά το χρόνο σύνταξης του δικογράφου της αγωγής, ενώ αναφορικά με τις λοιπές ασκηθείσες αξιώσεις της ενάγουσας (δαπάνες ελλιμενισμού, επιθεώρησης και εξοπλισμού του σκάφους, συνολικού ποσού 1.986,60 ευρώ, και διαφυγόντα κέρδη, συνιστάμενα στη ναυλομεσιτική της αμοιβή – προμήθεια  – από την εκναύλωσή του για όσο χρονικό διάστημα θα διαρκούσε η κάτωθι αναφερόμενη σύμβαση διαχείρισης, συνολικού ποσού 124.080 ευρώ, άλλως επικουρικώς στην προμήθεια, που θα εισέπραττε  από την εκτέλεση ήδη συμφωνηθεισών ναυλώσεων, ποσού 4.425 ευρώ), που ζητούνται λόγω της επικαλούμενης παράβασης από τον εναγόμενο των υποχρεώσεών του, οι οποίες φέρονται να απορρέουν από τη μεταξύ των διαδίκων εγγράφως καταρτισθείσα από 21.11.2014 σύμβαση διαχείρισης – συνεκμετάλλευσης του ανωτέρω σκάφους, η αγωγή αυτή επίσης απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι έγινε δεκτό ότι η ανωτέρω σύμβαση λύθηκε συναινετικά, με νόμιμη αντίθετη συμφωνία των διαδίκων, στα μέσα του μηνός Ιουνίου του έτους 2015, συναγόμενη από τις ανταλλαγείσες μεταξύ τους ηλεκτρονικές επιστολές, που ειδικότερα μνημονεύονται στο αιτιολογικό της. Επί της υπόθεσης ασκήθηκαν οι κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις: 1) Η από 3.12.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../20.12.2018 και ……./20.12.2018) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης της πρώτης αγωγής και εν όλω ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας της δεύτερης αγωγής αντίστοιχα προαναφερθείσας εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, η οποία απευθύνεται κατά αμφοτέρων των εκδοθεισών επί των αγωγών αυτών αποφάσεων (μη οριστικής και οριστικής), και με την οποία πλήττονται τα κεφάλαια των ανωτέρω αποφάσεων, που τη βλάπτουν, και αφορούν στη μερική παραδοχή της σε βάρος της ασκηθείσας από τον εφεσίβλητο πρώτης αγωγής ως ουσιαστικά βάσιμης και στην καθ’ολοκληρίαν απόρριψη της δικής της αγωγής ως κατ’ουσίαν αβάσιμης. Ειδικότερα, η ανωτέρω εκκαλούσα ζητά, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που περιέχεται στην επίσης εκκληθείσα μη οριστική απόφαση, επί του ορισμένου της πρώτης αγωγής ως προς το με αυτήν ασκούμενο δικαίωμα του ενάγοντος μείωσης του τιμήματος της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης σκάφους αναψυχής εξαιτίας πραγματικών ελαττωμάτων και έλλειψης συνομολογηθεισών ιδιοτήτων του πωληθέντος και στην απόρριψη του περί του αντιθέτου προβληθέντος ισχυρισμού της, αφετέρου δε σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με τις παραδοχές του επί της ουσίας της υπόθεσης ως προς αμφότερες τις αγωγές, να γίνει δεκτή η έφεσή της και κατ’ουσίαν, και, αφού εξαφανισθούν οι εκκληθείσες αποφάσεις κατά τα πληττόμενα κεφάλαια, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή του αντιδίκου της στο σύνολό της και να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν η δική της αγωγή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας. 2) Η από 11.2.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./11.2.2019 και ……./11.2.2019) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της πρώτης αγωγής κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής του αυτής ανωτέρω οριστικής απόφασης, με την οποία ο εκκαλών πλήττει το κεφάλαιο της προσβαλλομένης απόφασης, που αφορά στην απόρριψη του αγωγικού κονδυλίου των διαφυγόντων κερδών, για τον ειδικότερα αναφερόμενο στο εφετήριο λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την επί της ουσίας κρίση του επί του συγκεκριμένου κονδυλίου, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής του και κατ’ουσίαν, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η ως άνω πρωτόδικη απόφαση κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής επ’αυτού η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της ως ουσιαστικά βάσιμη.

Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535, 540, 547 και 559 του ΑΚ, όπως αυτές ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 3043/2002 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου κατάρτισης της ένδικης σύμβασης πώλησης, προκύπτει ότι επί πώλησης κινητού πράγματος, το οποίο κατά το χρόνο της παράδοσής του από τον πωλητή στον αγοραστή δεν έχει τις συμφωνηθείσες ιδιότητες ή έχει πραγματικά ελαττώματα, παρέχεται στον αγοραστή το δικαίωμα να ζητήσει τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, να μειώσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Ειδικότερα, η άσκηση του δικαιώματος μείωσης του τιμήματος αντικείμενο και αίτημα έχει τη μείωση αυτού κατά τη διαφορά της αξίας του πράγματος με και χωρίς το ελάττωμα ή τις συνομολογηθεισες ιδιότητες, οπότε η σύμβαση ανατρέπεται στο βαθμό, που μειώνεται η υποχρέωση του αγοραστή ως προς το τίμημα, η άσκηση δε του δικαιώματος αυτού γίνεται είτε με δήλωση του αγοραστή, η οποία από την περιέλευση στον πωλητή επιφέρει τη διαμόρφωση του μειωμένου τιμήματος, είτε με σχετική αγωγή, είτε κατ’ένσταση, προβαλλόμενη και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής των άρθρων 554 επ. του ΑΚ (ΑΠ 754/2005). Για να είναι ορισμένη και επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης, είτε η αγωγή, είτε η ένσταση με την οποία ασκείται το σχετικό δικαίωμα, πρέπει, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 534, 535 και 540 του ΑΚ, να αναφέρονται σ’αυτήν οι συγκεκριμένες ιδιότητες που συνομολογήθηκε να έχουν τα πωληθέντα πράγματα, οι οποίες λείπουν, παρά την τοιαύτη συνομολόγησή τους μεταξύ των συμβαλλομένων κατά τη σύναψη της σύμβασης, και/ή τα πραγματικά ελαττώματα, και ότι συνεπεία τούτων παρίσταται μειωμένη η αξία του πράγματος, καθώς και το ποσό της μείωσης. Συνεπώς, για το ορισμένο της αγωγής ή της ένστασης για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 540 ΑΚ, η οποία παρέχει το δικαίωμα στον αγοραστή να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 513, 534, 535 και 537 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να εκτίθενται σαφώς στην αγωγή ή την προβαλλόμενη δια των προτάσεων ένσταση 1) έγκυρη σύμβαση πώλησης, 2) ύπαρξη ελαττώματος ή έλλειψη συνομολογηθείσης ιδιότητας, 3) ευθύνη του πωλητή, ανεξαρτήτως πταίσματος αυτού, για τις ελλείψεις ή τα ελαττώματα αυτά, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή και 4) η συνεπεία της έλλειψης της ιδιότητας ή του ελαττώματος μειωμένη αξία του πράγματος και ο προσδιορισμός της τελευταίας, η οποία μπορεί να εξαχθεί και με βάση την αρχικώς συμφωνηθείσα τιμή, την αξία του ελλιπούς πράγματος και την αξία του ίδιου πράγματος υγιούς (βλ. σχετ. ΑΠ 860/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Για τον καθορισμό της μείωσης, δηλαδή, την εξεύρεση του ποσού που θα εκπέσει από το αρχικό τίμημα, όταν το τελευταίο συμπίπτει με την αγοραστική αξία του πράγματος, η τιμή μειώνεται κατά τη διαφορά της αξίας μεταξύ ελαττωματικού και μη ελαττωματικού πράγματος. Στην περίπτωση που το συμφωνημένο τίμημα διαφοροποιείται από την αγοραστική αξία του πράγματος, η μείωση της αξίας υπολογίζεται με βάση την αναλογία που υπάρχει, κατά το χρόνο μετάστασης του κινδύνου, μεταξύ της αγοραίας τιμής ελαττωματικού και μη πράγματος, το αντίστοιχο δε προς αυτήν ποσοστό αφαιρείται από το συμφωνηθέν τίμημα (ΑΠ 1468/1998 ΕλλΔνη 1999.635, ΑΠ 127/1991 ΝοΒ 1992.865, ΕφΘεσ 2955/1997 Αρμ.1998.297, ΕφΘεσ 1167/1997 Αρμ.1999.661). Συνεπώς, εκτός από τους όρους που αναφέρονται στην ύπαρξη του ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας του πράγματος, αναγκαία για τη θεμελίωση του σχετικού ισχυρισμού είναι και τα ανωτέρω στοιχεία προσδιορισμού της μείωσης του τιμήματος (ΑΠ 1468/1998 ΕλλΔνη 1999.635, ΑΠ 127/1991 ΝοΒ 1992. 865, ΕφΘεσ 781/1999 Αρμ. 1999.800, ΕφΘεσ 77/1998 ΔΕΕ 1998.498). Ειδικότερα ως προς το ορισμένο της αγωγής, της ανταγωγής ή της σχετικής ένστασης, μέσω της οποίας ζητείται η μείωση του τιμήματος ένεκα της ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων ή ελλείψεων συνομολογημένων ιδιοτήτων στο πωληθέν πράγμα, πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή, την ανταγωγή ή την ένσταση η σύμβαση πώλησης, η ύπαρξη, το είδος και η φύση του συγκεκριμένου πραγματικού ελαττώματος, το οποίο παραβλάπτει τη λειτουργία του πωληθέντος, ή η έλλειψη της οικείας συνομολογηθείσας ιδιότητας, η συνδρομή του ελαττώματος ή της έλλειψης κατά το χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου του πράγματος και η ευθύνη του πωλητή, ανεξαρτήτως πταίσματός του για τα πραγματικά ελαττώματα και την έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, δηλαδή στο χρόνο καταρχήν της παράδοσης του πράγματος στον αγοραστή, να εκτίθενται εκεί η αναλογία μεταξύ της αγοραίας αξίας που διέθετε το πράγμα χωρίς το ελάττωμα ή την έλλειψη και εκείνης που είχε με το ελάττωμα ή την έλλειψη, κατά το χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των άρθρων 522 επ. του ΑΚ, έστω κι αν η αγοραία αξία του πράγματος άνευ του ελαττώματος ή της έλλειψης συμπίπτει με το συμφωνηθέν τίμημα, και η μειωμένη αξία του πράγματος συνεπεία του ελαττώματος ή της έλλειψης, καθώς και να περιλαμβάνονται, αφενός το διαπλαστικό αίτημα να μειωθεί αντιστοίχως το τίμημα της πώλησης ή το αγωγικό αίτημα να αναγνωρισθεί η ήδη επελθούσα εξωδίκως μείωση αυτού και αφετέρου, ενδεχομένως, το σωρευτικό αναγνωριστικό ή καταψηφιστικό αγωγικό ή συμψηφιστικό αίτημα ως προς την απόδοση ή το συμψηφισμό αντιστοίχως του ποσού της προειρημένης μείωσης, επί τη βάσει των προπαρατεθέντων, υπέρ του αγοραστή που το κατέβαλε [βλ. σχετ. ΟλΑΠ 29/1990 ΕΕΝ 1990.445, ΑΠ 796/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1381/2013 ΔΕΕ 2014.260, ΑΠ 575/2013  ΝοΒ 2013. 2433, ΑΠ 1544/2008 ΝοΒ 2009.434, ΜΕφΠειρ 392/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤρΕφΘεσ 1655/2014 ΕλλΔνη 2015.1453, ΜονΕφΔωδ 133/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1626/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3473/2009 ΕΕμπΔ 2009.800, ΕφΠατρ 673/2008 ΑχΝομ 2009.128). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη της από 22.6.2016 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ……/24.6.2016) αγωγής προέβαλε στον πρώτο βαθμό τον ισχυρισμό ότι η ανωτέρω αγωγή πάσχει αοριστίας όσον αφορά το ασκούμενο με αυτήν δικαίωμα του ενάγοντος μείωσης του τιμήματος της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης σκάφους αναψυχής λόγω πραγματικών ελαττωμάτων και έλλειψης συνομολογημένων ιδιοτήτων του πωληθέντος, ούτως ώστε να ανταποκρίνεται στην πραγματική αγοραία αξία του πράγματος κατά το χρόνο της παράδοσής του στον αγοραστή, τον οποίο, κατόπιν της απόρριψής του με την συνεκκληθείσα υπ’αριθμ.3409/2017 μη οριστική απόφαση, επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της. Ειδικότερα ισχυρίσθηκε ότι η αγωγή είναι αόριστη, και, συνακόλουθα, απορριπτέα τυγχάνει, διότι ο ενάγων αναφέρει σ’αυτήν ότι λόγω των ελλείψεων των συνομολογημένων ιδιοτήτων και των πραγματικών ελλατωμάτων, που διεπίστωσε ότι παρουσιάζει το αγορασθέν σκάφος, και απομειώνουν την εμπορική του αξία κατά ποσοστό 40%, πρέπει να μειωθεί το αρχικά συμφωνηθέν τίμημα της πώλησης, ποσού 224.135 ευρώ, που συμπίπτει με την αγοραστική του αξία κατά το χρόνο της μετάστασης του κινδύνου, κατά το ανωτέρω ποσοστό, και δη κατά το ποσό των 89.654 ευρώ, χωρίς να παραθέτει όμως εκείνα τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία, από τα οποία προκύπτει το εν λόγω ποσοστό, με αποτέλεσμα αυτό να είναι υποκειμενικό και αυθαίρετο, και να μην εδράζεται σε αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία (μέτρηση μηχανικού ή εξειδικευμένου πραγματογνώμονα επί των πραγματικών ελαττωμάτων και των ελλειπουσών συμφωνημένων ιδιοτήτων του σκάφους, αποτίμηση αξίας τους, κόστος αντικατάστασης ή επισκευής). Η ανωτέρω αγωγή με το περιεχόμενο, που προαναφέρθηκε, είναι επαρκώς ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία κατά τα άρθρα 118,119 και 216 του ΚΠολΔ, για την πληρότητα του περιεχομένου του δικογράφου της και την κατά νόμο θεμελίωση του αιτήματος μείωσης του τιμήματος της επίμαχης πώλησης, όπως αυτά αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Ειδικότερα ιστορούνται σ’αυτήν η κατάρτιση της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης πώλησης κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, και, επιπροσθέτως, παρατίθενται αναλυτικά οι συγκεκριμένες ιδιότητες, που συνομολογήθηκε να έχει το πωληθέν σκάφος, οι οποίες ελλείπουν παρά την τοιαύτη συνομολόγησή τους, καθώς και τα πραγματικά ελαττώματα, που εμφανίζει, με ακριβή περιγραφή της φύσης και του είδους τους, τα οποία (ελλείψεις συνομολογημένων ιδιοτήτων και πραγματικά ελαττώματα) επιδρούν στην αξία του σκάφους, απομειώνοντάς την, η ευθύνη της εναγομένης/πωλήτριας ως προς αυτά, καθώς και η πραγματική αγοραία αξία του πωληθέντος χωρίς τις ελλείψεις και τα ελαττώματα, που, κατά τον ενάγοντα συμπίπτει με το αρχικά συμφωνηθέν τίμημα της πώλησης, αλλά και η αγοραστική αξία του πράγματος ελλιπούς και ελαττωματικού, εν προκειμένω φερόμενη ως μειωμένη κατά ποσοστό 40% σε σχέση με την αξία του υγιούς πράγματος, με αποτέλεσμα η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ποσών να συνιστά το ποσό, κατά το οποίο ο ενάγων ισχυρίζεται ότι πρέπει να μειωθεί το τίμημα της επίμαχης πώλησης, υπό την έννοια ότι θα εκπέσει από το αρχικό τίμημα, χωρίς να απαιτείται για το ορισμένο του δικογράφου της αγωγής η μνεία επιπλέον στοιχείων, και δη των προσδιοριστικών του ανωτέρω επικαλουμένου ποσοστού της μείωσης της αξίας του πωληθέντος στοιχείων, εφόσον, όπως έχει ήδη εκτεθεί, καταρχήν αρκεί για την κατά νόμο πληρότητα της αγωγής η αναφορά της αξίας του πράγματος με το ελάττωμα και χωρίς τη συνομολογημένη ιδιότητα,, συνεπώς, άνευ ειδικότερης μνείας του τρόπου υπολογισμού της, η οποία και αντιπαραβάλλεται με την αξία του πράγματος υγιούς και χωρίς ελλείψεις, που πρέπει επίσης να αναφέρεται για το ορισμένο της αγωγής.  Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την συνεκκληθείσα μη οριστική απόφασή του, ομοίως έκρινε ότι η αγωγή είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη όσον αφορά το με αυτήν ασκούμενο δικαίωμα του ενάγοντος για μείωση του τιμήματος της καταρτισθείσας με την εναγόμενη σύμβασης πώλησης λόγω πραγματικών ελαττωμάτων και έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων του πωληθέντος, και απέρριψε τον προβληθέντα με τις προτάσεις της εναγομένης κατά τη συζήτηση της αγωγής περί απόρριψης αυτής ως αόριστης ισχυρισμό της, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης από 3.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/20.12.2018 και ………./20.12.2018) έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 του ΑΚ (όπως αντικαταστάθηκε τόσο αυτό όσο και τα επόμενα έως 561 άρθρα με το ν. 3043/21.08.2002, Φ.Ε.Κ. Α΄192/2002) “ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα”. Πραγματικό ελάττωμα νοείται κάθε ατέλεια του πράγματος, που αφορά την ιδιοσυστασία, ή την κατάσταση του πράγματος κατά τον κρίσιμο χρόνο ευθύνης του πωλητή, η οποία (ατέλεια) έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος (ΟλΑΠ 29/1990, ΑΠ 1544/2008). Η προς το χειρότερο, δηλαδή, παρέκκλιση του πράγματος από την ομαλή αυτού κατάσταση, η οποία οφείλεται, κατά κανόνα, στον ατελή τρόπο κατασκευής ή συσκευασίας, καθώς και στη χρησιμοποίηση κακής ποιότητας υλικών και η οποία έχει ως συνέπεια, ανεξάρτητα από την αιτία που την προκαλεί, την αρνητική επίδραση επί της αξίας του πράγματος ή της χρησιμότητας αυτού, ενόψει των συμφωνηθέντων με τη σχετική σύμβαση πώλησης, ανεξάρτητα από το αν ήταν φανερά ή όχι ή εάν τα γνώριζε ή όχι ο πωλητής. Για την ύπαρξη του ελαττώματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όχι η υποκειμενική περί αυτού αντίληψη του αγοραστή, αλλά η κοινή αντίληψη που χαρακτηρίζει στις συναλλαγές κάποιο πράγμα ως ελαττωματικό, εκτός εάν οι συμβαλλόμενοι όρισαν ρητώς στη σύμβαση πότε θα θεωρούν το πράγμα ως ελαττωματικό, οπότε θα υπερισχύσει ο καθορισμός αυτός (ΕφΠειρ 769/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, ως ιδιότητα του πράγματος θεωρείται όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα, ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκειά της, επιδρά, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος. Τα μέρη είναι καταρχήν ελεύθερα να αναγάγουν ρητώς οποιαδήποτε χαρακτηριστικά ή ιδιότητες ενός πράγματος σε δεσμευτικό περιεχόμενο της μεταξύ τους σύμβασης. Η σχετική συμφωνία των μερών μπορεί να έχει θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο, να αναφέρεται δηλαδή στην ανάγκη ύπαρξης ορισμένων ιδιοτήτων ή στην ανάγκη απουσίας ορισμένων χαρακτηριστικών – ελαττωμάτων αντίστοιχα. Έτσι, ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών, ότι το πράγμα έχει τη συμφωνημένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται, αναλαμβάνοντας και την ευθύνη, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα, για την ενδεχόμενη έλλειψή της (ΑΠ 575/2013). Συνιστά, δε συνομολόγηση ιδιότητας και η συμφωνία περί έλλειψης ορισμένου πραγματικού ελαττώματος (ΑΠ 1497/2019, ΑΠ 243/2009).  Συνομολόγηση ιδι­ότητας του πωληθέντος πράγματος κατά την έννοια των πιο πάνω άρθρων υπάρχει, όταν ο πωλητής προέβη σε δήλωση που έγινε αποδεκτή από τον αγοραστή, η οποία έχει ως περιεχόμενο την ύπαρξη ορισμένων και συγκεκριμένων τεχνικών ιδιοτήτων ή προσόντων του αντικειμένου της συμβάσεως και την ανάληψη ευθύνης του δηλούντος για την ύπαρξη των ιδιοτήτων αυτών και τις συνέπειες της έλλειψής τους (ΕφΑθ 3473/2009). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 540 παρ.1 του ΑΚ “Στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ο αγοραστής δικαιούται κατ’ επιλογή του: 1. Να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός εάν μία τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες. 2, να μειώσει το τίμημα. 3. να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα” (ΑΠ 1231/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΧρΙΔ 2010.191). Πότε ο πωλητής δεν εκπληρώνει την προαναφερθείσα υποχρέωσή του ορίζεται στο άρθρο 535 του ΑΚ, όπου αναφέρεται ότι αυτό συμβαίνει, αν το πράγμα που παραδίδει στον αγοραστή δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση, ενώ ακολούθως απαριθμούνται ενδεικτικά μόνον ορισμένα κριτήρια που συνιστούν κριτήρια εννοιολογικού προσδιορισμού της ελαττωματικότητας του πράγματος. Η παροχή πράγματος από τον πωλητή στον αγοραστή χωρίς τις ως άνω ιδιότητες και με πραγματικά ελαττώματα είναι θεμελιωτική της ευθύνης λόγω μη εκπλήρωσης, η οποία υπόκειται στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 537 του ΑΚ, που βασικά ορίζει γνήσια αντικειμενική ευθύνη, και παρέχει στον αγοραστή, είτε πρόκειται για πώληση γένους, είτε για πώληση είδους, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα να αξιώσει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 540 § 1 αριθ. 1, 2 και 543 του ΑΚ, τη διόρθωση του πράγματος ή τη μείωση του τιμήματος, διότι μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή, ήτοι μετά την παράδοση σ’ αυτόν του πράγματος και τη διαπίστωση της ελαττωματικότητάς του, εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 540 επ. του ΑΚ και όχι οι γενικές διατάξεις του ΑΚ (ΑΠ 1544/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 638/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 383/2011 Αρμ. 2011.945, ΕφΘεσ 394/2009 Αρμ 2010.1337). Το δικαίωμα μείωσης του τιμήματος είναι δικαίωμα διαπλαστικό και μπορεί να ασκηθεί, είτε δικαστικά με αγωγή ή ένσταση (γνήσια ανατρεπτική), είτε εξώδικα με σχετική μονομερή και άτυπη δήλωση του αγοραστή προς τον πωλητή, η οποία διαπλάσσει τη νέα έννομη κατάσταση και επιφέρει τα ενοχικά αποτελέσματά της από τη χρονική στιγμή που θα περιέλθει στον πωλητή. Έκτοτε, ο τελευταίος υποχρεούται, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, εφόσον το τίμημα καταβλήθηκε ολοσχερώς από τον αγοραστή, να επιστρέψει σ’αυτόν το τμήμα εκείνο του τιμήματος κατά το οποίο μειώθηκε τούτο με την άσκηση του παραπάνω διαπλαστικού δικαιώματος. Αν δε ο πωλητής αμφισβητήσει την ύπαρξη του δικαιώματος της μείωσης του τιμήματος ή (και) το ύψος της μείωσης, οπότε καθίσταται αναγκαία η εκ μέρους του αγοραστή έγερση της σχετικής αγωγής, το Δικαστήριο, διαπιστώνοντας τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 540 του ΑΚ και, συνεπώς, τη σύννομη άσκηση του δικαιώματος, προχωρεί στον προσδιορισμό του ύψους της μείωσης, λαμβάνοντας υπ’όψιν το είδος, την έκταση και το μέγεθος των ελαττωμάτων του πωληθέντος και εκτιμώντας την επίπτωση και επίδρασή τους στην τεχνική και εμπορική, δηλ. την της μεταπώλησης, υπαξία του. Ως μείωση του τιμήματος νοείται η πραγματική ελάττωση του αρχικά συμφωνημένου τιμήματος, μέχρι του ποσού κατά το οποίο τούτο θα είναι αντίστοιχο με την πραγματική αξία του πωληθέντος ελλιπούς πράγματος κατά τον κρίσιμο χρόνο για την ύπαρξη της έλλειψης (ΕφΑθ 9768/1995 ΕλλΔνη 1996. 1434,  Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ΑΚ, άρθρο 540, αριθμ. 31, 32). Ο Αστικός Κώδικας δεν καθορίζει τον τρόπο που γίνεται η μείωση αυτή. Γίνεται όμως γενικά δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία ότι το ποσό της μείωσης του τιμήματος προσδιορίζεται με τη μέθοδο του «σχετικού υπολογισμού». Εκτιμάται δηλαδή πρώτα η αντικειμενική αξία του πράγματος με το ελάττωμα ή την έλλειψη της ιδιότητας, έπειτα η πραγματική αγοραστική αξία αυτού χωρίς τις ελλείψεις και, κατά την αναλογία που θα προκύψει μεταξύ των δύο εκτιμήσεων, μειώνεται το συμφωνημένο τίμημα, το οποίο βέβαια μπορεί να είναι μικρότερο ή μεγαλύτερο από την πραγματική αγοραία αξία του πωληθέντος (ΑΠ 1468/1998 ΕλλΔνη 1999.635, ΑΠ 1267/1995 ΕλλΔνη 1997.843, ΑΠ 642/1992 ΕλλΔνη 1994.365, ΑΠ 127/1991 ΝοΒ 1992. 865, ΕφΑθ 6884/2002 ΕλλΔνη 2003.245, ΕφΘεσ 781/1999 Αρμ. 1999.800). Όταν το τίμημα συμπίπτει με την αγοραία αξία του πράγματος, τότε μειώνεται κατά τη διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας του υγιούς και της αγοραστικής αξίας του ελλιπούς πράγματος (ΑΠ 1373/2010 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση όμως κατά την οποία, όπως συνήθως συμβαίνει στις συναλλαγές, το συμφωνημένο τίμημα δεν συμπίπτει με την αγοραστική αξία του πωληθέντος, εφαρμόζεται η πιο πάνω σχετική μέθοδος, η οποία έχει σαν βάση το συμφωνημένο τίμημα και προς εξεύρεση του ζητούμενου, δηλαδή του μειωμένου, χρησιμοποιεί σαν βοηθητικά μεγέθη την πραγματική αγοραία αξία του πράγματος και την αξία αυτού μετά τη μείωση που υφίσταται τούτο από τις ελλείψεις (ΕφΑθ 9768/1995 ό.π., Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 540, αριθ. 34 και 35, σ. 179). Ειδικότερα, με την αξίωση για τη μείωση, ο αγοραστής διώκει την ελάττωση του τιμήματος που συμφωνήθηκε, με την επιστροφή μέρους που τυχόν καταβλήθηκε ή με την άφεση μέρους του οφειλόμενου ακόμη, κατά το ποσό που αυτό που πωλήθηκε είναι μικρότερης αξίας. Για τον καθορισμό της μείωσης, δηλαδή, την εξεύρεση του ποσού που θα εκπέσει από το αρχικό τίμημα, όταν το τελευταίο συμπίπτει με την αγοραστική αξία του πράγματος, η τιμή μειώνεται κατά τη διαφορά της αξίας μεταξύ ελαττωματικού και μη ελαττωματικού πράγματος. Εξάλλου όταν το τίμημα συμπίπτει με την αγοραστική αξία του πράγματος, το τίμημα – στην περίπτωση της μείωσης- θα μειωθεί κατά τη διαφορά της αξίας του ελαττωματικού και μη ελατ­τωματικού πράγματος (βλ. ΕφΑθ 5655/1995 ΕλλΔνη 37. 1437, βλ. επίσης Βογόπουλο σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, άρθ. 540, αριθ. 2). Για να διαφυλάσσεται δε η περί του τιμήματος συμβατική βούληση, η μείωση της αξίας του πράγματος από την παραπάνω αιτία υπολο­γίζεται με βάση την αναλογία, η οποία υπάρχει κατά το χρόνο μεταστάσεως του κινδύνου, μεταξύ της αγο­ραίας τιμής ελαττωματικού και μη πράγματος, οπότε το αντίστοιχο προς αυτήν ποσό αφαιρείται από το τίμημα που συμφωνήθηκε (ΑΠ 642/1992 ΕλλΔνη 35.1365, ΑΠ 127/1991 ΝοΒ 40.865) και σε περίπτωση που έχει κατα­βληθεί από τον αγοραστή ολόκληρο το τίμημα ζητείται απ’αυτόν η επιστροφή της προαναφερόμενης διαφοράς. Η μειωμένη αξία βρίσκεται συγκεκριμένα, με την εκτίμηση αρχικά της αξίας του ελαττωμα­τικού πράγματος και στη συνέχεια εκτιμάται η αξία του πράγματος χωρίς το ελάττωμα και με τον τρόπο αυτό διαπιστώνεται η αναλογία που υπάρχει μεταξύ των δύο εκτιμήσεων. Για τον υπολογισμό της αξίας του πράγμα­τος με το ελάττωμα και χωρίς αυτό λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της σύναψης της σύμβασης και όχι της προ­βολής της αξίωσης. Εάν όμως το τίμημα συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε μεταγενέστερο χρόνο, τότε για τον υπολογισμό της μείωσης πρέπει, σε περίπτωση αμφι­βολίας, να λαμβάνεται υπόψη το χρονικό αυτό σημείο. Το ακριβές ύψος της μείωσης του τιμήματος προσδιο­ρίζεται κατά τη μέθοδο του αποκαλουμένου «σχετικού υπολογισμού», προσδιορίζεται δηλαδή η κατά το χρόνο της πώλησης αγοραία αξία του ελαττωματικού πράγ­ματος και η κατά τον ίδιο χρόνο αγοραία αξία του ιδίου πράγματος αλλά χωρίς το ελάττωμα, ούτως ώστε από την αναλογία που θα προκύψει μεταξύ των δύο αξιών να μειώνεται το συμφωνηθέν τίμημα. Η μέθοδος αυτή έχει ως βάση το συμφωνηθέν τίμημα του ελαττωματικού πράγματος και προς εξεύρεση του ζητούμενου, δηλαδή του μειωμένου τιμήματος, χρησιμοποιεί ως συνιστώσες αυτής τα ως άνω μεγέθη και τον μαθηματικό τύπο Χ = Σ χ Ε/Α, όπου (Χ) είναι το ζητούμενο μειωμένο τίμημα, (Σ) είναι το συμφωνηθέν αρχικά τίμημα, (Ε) είναι η αξία του ελλιπούς πράγματος και (Α) η αξία του ίδιου πράγματος χωρίς ελάττωμα (Γεωργιάδης/Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ, κατ’ άρθρον ερμηνεία III, 1980,179, Καυκάς, Ενοχικόν Δίκαιον 1981, έκδοση Γ΄, άρθρο 540 § 3, σ. 160, Δεληγιάννης/Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο 1,1992, σ. 237, ΕφΘεσ 1655/2014 ΕλλΔνη 2015.1453, ΕφΠειρ 769/12014 ό.π., ΕφΘεσ 638/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6684/2002 ΕλλΔνη 44.245). Εφόσον ο αγοραστής κατέβαλε το τίμημα ολοσχερούς, η ενοχική αξίωση του αγοραστή κατά του πωλητή για επιστροφή του ποσού της μείωσης θεμε­λιώνεται κατά την ορθότερη άποψη στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού στην ουσία πρό­κειται για αχρεώστητη παροχή (904 § 1 εδαφ.β΄ του ΑΚ), και, συνεπώς, ο πωλητής υποχρεούται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των άρθρων 904 επ. του ΑΚ να επιστρέψει στον αγοραστή το τμήμα εκείνο του τιμήματος, κατά το οποίο μειώθηκε τούτο με την άσκηση του ως άνω διαπλαστικού δικαιώματος του αγο­ραστή Δεληγιάννη/ Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, 1992, σ. 238, ΑΠ 480/1974 ΝοΒ 23.25, ΕφΘεσ 1655/2014, ό.π., ΕφΘεσ 1085/1995 Αρμ 49.760, ΕφΑθ 1308/1987 ΕλλΔνη 29.595). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 543 του ΑΚ: “Αν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχής ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή”. Από τις διατάξεις του παραπάνω άρθρου συνάγεται ότι εφόσον η προβλεπόμενη αυτές αποζημίωση οφείλεται στο πλαίσιο της συμβατικής ευθύνης του πωλητή λόγω της ελαττωματικότητας του πράγματος (παράβαση κύριας συμβατικής υποχρέωσης), συνιστά περίπτωση θετικού διαφέροντος “για μη εκπλήρωση της σύμβασης” (543 εδαφ.α΄), που αποσκοπεί, καλύπτοντας τόσο τις θετικές ζημίες, όσο και το διαφυγόν κέρδος του αγοραστή, να τον φέρει (οικονομικά) στη θέση που θα βρισκόταν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δεν είχε δηλαδή το πραγματικό ελάττωμα ή αν έφερε τη συνομολογημένη ιδιότητα. Ειδικότερα, στην περίπτωση κατά την οποία ο αγοραστής επιλέξει να κρατήσει το πράγμα, δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση: α) Τόσο για τη θετική ζημία που επήλθε από την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας ή την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος, και που συνίσταται στη διαφορά μεταξύ της αξίας που θα είχε το πωληθέν χωρίς την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας ή χωρίς το πραγματικό ελάττωμα, και εκείνης που έχει ήδη το ελαττωματικό, ή σε όσα δαπάνησε για την αποκατάσταση της έλλειψης, και όχι στην πλήρη από την μη εκτέλεση της σύμβασης καθ’ολοκληρίαν οφειλόμενη αποζημίωση, όσο και για το διαφυγόν κέρδος εξαιτίας της έλλειψης της συνομολογημένης ιδιότητας ή της ύπαρξης του πραγματικού ελαττώματος, β) για τη λεγόμενη “περαιτέρω ζημία”, δηλαδή τη ζημία σε άλλα, πέρα από το αντικείμενο της πώλησης ή σε αγαθά που απορρέουν από την προσωπικότητα (π.χ. στην υγεία του, στην κυριότητά του, σε άλλα αντικείμενα κ.τ.λ.), η οποία, χωρίς να συνδέεται άμεσα με την “εκπλήρωση” της παροχής του πωλητή, οφείλεται εντούτοις έμμεσα και αυτή αιτιωδώς στην ελαττωματικότητα του πράγματος. Πρόκειται, δηλαδή, για τις ζημίες, που οφείλονται μεν αιτιωδώς στην ελαττωματικότητα του πράγματος, αλλά δεν εμπίπτουν σε εκείνες που καταλαμβάνονται από το στοιχείο α΄ανωτέρω της παρούσας (ΑΠ 1588/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΧρΙΔ 2019.413). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη αυτή, στην περίπτωση της έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας του πράγματος κατά το χρόνο μετάστασης του κινδύνου στον αγοραστή, ή της ύπαρξης πραγματικού ελαττώματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή, πέραν των προβλεπόμενων στο πρώτο εδάφιο, επιτρέπεται ρητά η σώρευση της αξίωσης αποζημίωσης με τα άλλα δικαιώματα του αγοραστή, που αναφέρονται στο άρθρο 540 του ΑΚ, στο μέτρο, που η αξίωση αποζημίωσης μπορεί να καλύψει συμπληρωματικά ζημίες, που είναι απότοκες της ελαττωματικότητας του πράγματος, αλλά δεν αποκαταστάθηκαν με την άσκηση των αξιώσεων του άρθρου 540 του ΑΚ. Η ζημία του αγοραστή συνίσταται στη διαφορά μεταξύ της αξίας, που έχει το πράγμα με το ελάττωμα και της αξίας, που θα είχε αυτό εάν περιερχόταν σ’αυτόν ανεπίληπτο κατά τη συμφωνία τους, εάν η εκπλήρωση της πώλησης  από τον πωλητή ήταν κανονική. Επομένως, ο αγοραστής μπορεί να κρατήσει το πράγμα και να ζητήσει αποζημίωση για κάθε ζημία (θετική ή διαφυγόν κέρδος), που συνάπτεται άμεσα και με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των δύο αξιών, τις δαπάνες που έγιναν για την προσπάθεια διόρθωσης του πράγματος, το διαφυγόν κέρδος από τυχόν ματαίωση μεταπώλησης του πράγματος, ή από τη μεταπώλησή του με μικρότερο τίμημα, τη ζημία από τυχόν στέρηση της χρήσης του, και όλα τα έξοδα για τυχόν δικαστικό αγώνα για άλλους λόγους (ΕφΘεσ 394/2009 Αρμ 2010.1337). Εξάλλου, σε περίπτωση που το πραγματικό ελάττωμα ανακύψει μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή, καταρχήν δε γεννάται σχετική ευθύνη του πωλητή. Ωστόσο, γεννάται τέτοια ευθύνη του τελευταίου, όταν το ελάττωμα υφίστατο εν σπέρματι ή σε εμβρυώδη κατάσταση ήδη κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου, ήτοι όταν, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο, ήταν ήδη υπαρκτές, χωρίς, όμως, να έχουν ολοκληρωθεί οι παράγουσες την ελαττωματικότητα του πράγματος αναγκαίες προϋποθέσεις και οι οποίες ακολούθως και σε σύντομο χρονικό διάστημα, κατ’ αιτιώδη δυναμικότητα, εξελίχθηκαν και επέφεραν την ολοκλήρωση και ανάδειξη του ελαττώματος (Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τ. I, παρ. 9, αρ. περ. 21). Η ευθύνη προς αποζημίωση ορίζεται βασικά αντικειμενική, αν πρόκειται για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων, πταισματική όμως αν πρόκειται για πραγματικό ελάττωμα. Το πταίσμα μπορεί να υπάρχει, αν κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή, υπάρχει πραγματικό ελάττωμα που οφείλεται σε υπαιτιότητα του πωλητή, ή το οποίο ο πωλητής γνώριζε, ή όφειλε να γνωρίζει (δηλαδή αρκεί και άγνοια από ελαφριά αμέλεια), είτε κατά τη σύναψη της σύμβασης, είτε (σε περίπτωση πώλησης πράγματος κατά γένος ορισμένου) κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου. Εξάλλου, ο αγοραστής διευκολύνεται στην απόδειξη της ύπαρξης του ελαττώματος κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου από το καθιερούμενο, με τη διάταξη του άρθρου 537 παρ.2 του ΑΚ, μαχητό τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο, αν εμφανισθεί πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας εντός έξι μηνών από την παράδοση του πράγματος, τότε τεκμαίρεται ότι το ελάττωμα ή η έλλειψη, αντιστοίχως, υφίστατο κατά την παράδοση, εκτός αν το τεκμήριο αυτό δεν συμβιβάζεται με τη φύση του πωληθέντος πράγματος ή με τη φύση του ελαττώματος ή της έλλειψης. Καθιερώνεται, συνεπώς, καταρχήν αντιστροφή του βάρους απόδειξης υπέρ του αγοραστή στην περίπτωση εμφάνισης του ελαττώματος εντός εξαμήνου από την παράδοση του πράγματος στον τελευταίο, αφού αρκεί για τον αγοραστή να αποδείξει την ύπαρξη του ελαττώματος και την εμφάνισή του εντός εξαμήνου από την παράδοση του πράγματος σε αυτόν, προκειμένου να βαραίνει εν συνεχεία τον πωλητή ανταποδεικτικά η ανατροπή του τεκμηρίου (Καραμπατζό σε Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, Τ. Ι, 2011, άρθρο 537, αρ. περ.4, ΕφΠειρ 672/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, Αρμ. 2017.1908). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ.2 και 451 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος ή τρίτος έχει υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν προς απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος τα έγγραφα, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει την επίδειξη των εγγράφων με τις προτάσεις του, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Για την πληρότητα της σχετικής αίτησης πρέπει σαφώς να εκτίθεται ότι το έγγραφο βρίσκεται στα χέρια του αντιδίκου του αιτούντος, αφού αυτό αποτελεί προϋπόθεση της υποχρέωσης προς επίδειξη. Επιπρόσθετα, απαιτείται το προς επίδειξη έγγραφο να είναι πρόσφορο για άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή ανταπόδειξη αναφερομένη σε τέτοιο ισχυρισμό του αντιδίκου του αιτούντος. Η έλλειψη των προϋποθέσεων αυτών έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αίτησης προεχόντως ως απαράδεκτης (ΑΠ 99/2020, ΑΠ 409/2016, ΑΠ 1844/ 2011, ΑΠ 546/2010 σε ΤΝΠ Νόμος). Επίσης απαράδεκτη είναι η υποβολή του αιτήματος επίδειξης εγγράφου με την προσθήκη των προτάσεων μετά τη συζήτηση της έφεσης (βλ. σχετ. ΑΠ 1180/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 183/2006 Δικογραφία 2006.337). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ, κατά την οποία «Αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία», προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία (ΑΠ 537/2012, ΕφΛαρ 351/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την εφαρμογή της προϋποτίθεται η ύπαρξη εκκρεμούς ποινικής αγωγής, η οποία επηρεάζει τη διάγνωση της αστικής δικαιολογητικής σχέσης, με την έννοια ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν την υπόσταση της πράξης που τελέστηκε, ασκούν ουσιώδη επιρροή όσον αφορά τα θεμελιωτικά της αστικής δικαιολογητικής σχέσης περιστατικά (ΕφΛαρ 351/2012, ΕφΘεσσ 1047/2011, ΕφΘεσσ 52/2009, ΕφΑθ 3221/2006, ΕφΛαρ 40/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εναπόκειται, όμως, στην κρίση του πολιτικού δικαστηρίου να εξετάσει αν, με την αναβολή της πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία, θα διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία, για τη βασιμότητα της εκκρεμούς αγωγής (ΕφΑθ 3177/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκκρεμής δε θεωρείται η ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και διατάχθηκε προανάκριση ή κύρια ανάκριση, ανεξαρτήτως της εισαγωγής ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά το χρόνο της έκδοσης της αναβλητικής απόφασης. Και είναι αλήθεια ότι η αμετάκλητη ποινική απόφαση, ούτε δημιουργεί, ούτε είναι δυνατόν να δημιουργήσει δεδικασμένο για τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία στηρίζουν παραλλήλως, αφενός μεν την ποινική αξίωση της πολιτείας κατά του κατηγορουμένου, αφετέρου δε την εναντίον του αστική αξίωση, πλην όμως, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, ο δικαστής είναι ελεύθερος να εκτιμήσει και αξιολογήσει, κατά συνείδηση, την ποινική απόφαση. Έτσι, απόκειται στην έμφρονα κρίση του πολιτικού δικαστηρίου να εξετάσει, αν με την αναβολή της πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία, θα διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία περί της βασιμότητας της εκκρεμούς αγωγής (ΑΠ 1479/1984 ΕλλΔνη 1985.646, ΑΠ 892/1976 ΝοΒ 25, 344, ΕφΑθ 458/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 137/2016, ΕφΘεσ 52/2009 Αρμ 2009.718, ΕφΔωδ 98/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3177/2006 ΕλλΔνη 2007.1508). Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 158 του ΑΚ ορίζεται ότι η τήρηση τύπου για την δικαιοπραξία απαιτείται μόνον όπου το ορίζει ο νόμος, ενώ με την διάταξη του άρθρου 159 εδαφ. β΄ του ΚΠολΔ ορίζεται ότι σε περίπτωση αμφιβολίας είναι επίσης άκυρη η δικαιοπραξία αν δεν τηρήθηκε ο τύπος που είχαν καθορίσει τα μέρη. Αλλά η εκπλήρωση της δικαιοπραξίας με επίγνωση της έλλειψης του τύπου θεραπεύει την έλλειψη αυτής. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι στην περίπτωση, που η τήρηση τύπου ορίσθηκε από τα μέρη, είναι ζήτημα ερμηνείας της σύμβασης ποιες είναι οι συνέπειες της μη τήρησης αυτού. Εφόσον δε δεν μπορεί να συναχθεί αντίθετη βούληση, ισχύει ο ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 159 εδαφ. β΄του ΑΚ ότι η παράλειψη της τήρησης του ορισθέντος από τα μέρη τύπου επάγεται την ακυρότητα της δικαιοπραξίας (Μπαλής Γενικαί Αρχαί εκδ. ογδόη § 55 σελ. 162, Σημαντήρας Γενικαί Αρχαί εκδ. δευτέρα σελ. 395 αρ. 685, Γεωργιάδης – Σταθόπουλος τομ. πρώτος εκδ. 1978, σελ. 250, αρ. 14-15, ΕφΑθ 8135/2000 ΕλλΔνη 44.263). Έτσι, στα πλαίσια της κατά το άρθρο 361 του ΑΚ αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να καθιερώσουν το έγγραφο ως συστατικό ή αποδεικτικό τύπο της δικαιοπραξίας, δηλαδή να συμφωνήσουν ότι η πραγμάτωση κάποιων όρων της συμφωνίας ή εκτέλεση γεγονότος θα γίνεται ή θα αποδεικνύεται με την κατάρτιση έγγραφου. Μια τέτοια όμως συμφωνία είναι δυνατόν, κατά την διάρκειά της, να τροποποιηθεί είτε ρητά είτε σιωπηρά, χωρίς να απαιτείται για την τροποποίησή της να τηρηθεί ο έγγραφος τύπος, που ορίσθηκε από τα μέρη, δοθέντος ότι η διάταξη του άρθρου 164 του ΑΚ, που καθιερώνει την τήρηση τύπου και για τις τροποποιήσεις της δικαιοπραξίας αναφέρεται σε τροποποιήσεις δικαιοπραξίας για την οποία ορίζεται ο τύπος από τον νόμο και όχι από τα μέρη. Ως τροποποίηση, κατά την έννοια της προδιαληφθείσας ρύθμισης, νοείται η αντικατάσταση ή η συμπλήρωση των ήδη συμφωνηθέντων όρων και όχι η ολική η μερική κατάργηση ή παραίτηση από όρο της δικαιοπραξίας, η οποία μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να γίνει χωρίς την τήρηση τύπου, με νεότερη συμφωνία ρητή ή σιωπηρή, εκτός εάν ειδικά ο νόμος προβλέπει την τήρηση τύπου και για την τελευταία περίπτωση, όπως λ.χ. στο άρθρο 369 του ΑΚ ( Μπαλής ΓενΑρχ, § 57 σελ. 164, Σημαντήρας ΓενΑρχ, σελ. 395, αριθ. 684, ΕφΘεσ 1659/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 35/2006 ΕλλΔνη 2007.1133).

Από την επανεκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο: (α) Tων υπ’αριθμ …./1.11.2016 και …../1.11.2016 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων . ……………. και …… αντίστοιχα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών ………, που προσεκόμισε ο ενάγων στην πρώτη αγωγή, οι οποίες δόθηκαν με δική του επιμέλεια, μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης της αγωγής αυτής κατ’ άρθρο 421 επ. του ΚΠολΔ (βλ. τη υπ’αριθμ. ……../26.10.2016 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……..,), (β) των υπ’αριθμ. ……./27.10.2016 και …../27.10.2016 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……. και ……….. αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών …….., που προσεκόμισε η εναγόμενη στην πρώτη αγωγή και ενάγουσα στη δεύτερη αγωγή αντίστοιχα εταιρία περιορισμένης ευθύνης, οι οποίες δόθηκαν με δική της επιμέλεια, μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου της, κατ’ άρθρο 421 επ. του ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’αριθμ ..΄/24.10.2016 και …….΄/24.10.2016 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ………, αντίστοιχα), (γ) της υπ’αριθμ. ……/6.12.2016 ένορκης βεβαίωσης του . … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών ……. και της υπ’αριθμ. ……./16.11.2016 ένορκης βεβαίωσης του …… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά ………, που προσεκόμισε η ενάγουσα στη δεύτερη αγωγή, οι οποίες δόθηκαν με δική της επιμέλεια, μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου της, κατ’ άρθρο 421 επ. ΚΠολΔ (βλ. την υπ’αριθμ. …….΄/1.12.2016 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά . ……, και την υπ’αριθμ. ……./11.11.2016 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά ….. αντίστοιχα), (δ) των υπ’αριθμ. …../8.12.2016 και ……./8.12.2016 ενόρκων βεβαιώσεων της . και του . ……………. αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά … ., που προσεκόμισε ο εναγόμενος στη δεύτερη αγωγή, μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας της αγωγής αυτής κατ’ άρθρο 421 επ. του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’αριθμ. ……..΄/5.12.2016 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………),  (ε) των υπ’αριθμ. ………/17.11.2016 και ……/17.11.2016 ενόρκων βεβαιώσεων των ….. ……………. και …… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά … ., που προσεκόμισε ο ενάγων στην πρώτη αγωγή με την προσθήκη των προτάσεών του προς αντίκρουση των ισχυρισμών της εναγομένης στην εν λόγω αγωγή, μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης, κατ’ άρθρο 421 επ., σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ.2 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’αριθμ. ……./14.11.2016 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………), (στ) της ανωτέρω υπ’αριθμ. ……./16.11.2016 ένορκης βεβαίωσης του ………., ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, που προσεκόμισε η εναγόμενη στην πρώτη αγωγή με την προσθήκη των προτάσεών της, προς αντίκρουση των ισχυρισμών του ενάγοντος στην εν λόγω αγωγή, μετά από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 421 επ., σε συνδυασμό με άρθρο 237 παρ.2 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’αριθμ. …../11.11.2016 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά, ……….), (ζ) της υπ’αριθμ …./22.12.2016 ένορκης βεβαίωσης του ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών …… ., που προσεκόμισε η ενάγουσα στη δεύτερη αγωγή με την προσθήκη των προτάσεών της προς αντίκρουση των ισχυρισμών της εναγομένης της αγωγής αυτής, κατ’ άρθρο 421 επ., σε συνδ. με το άρθρο 237 παρ.2 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’αριθμ. ……΄/19.12.2016 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …….), μη λαμβανομένης υπόψη ούτε από το Δικαστήριο τούτο της επαναπροσκομιζομένης και στο πλαίσιο της έκκλητης δίκης υπ’αριθμ. ……./27.12.2016 ένορκης βεβαίωσης της ……., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που προσεκόμισε ο εναγόμενος στη δεύτερη αγωγή με την προσθήκη των προτάσεών του στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς πρόκειται για ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο, διότι η κλήτευση της αντιδίκου του – ενάγουσας στην εν λόγω αγωγή να παραστεί κατά τη λήψη της ως άνω ένορκης βεβαίωσης έγινε στις 22.12.2016, ημέρα Πέμπτη, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. ……./22.12.2016 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών … ……, και από την επομένη που άρχισε να τρέχει η προθεσμία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 144 παρ.1 του ΚΠολΔ, και μέχρι την ημέρα που δόθηκε αυτή (27.12.2016) χωρίς να παρίσταται η ενάγουσα, δεν μεσολάβησαν δύο (2) εργάσιμες ημέρες, ενόψει του ότι το Σάββατο και η Δευτέρα 26.12, που μεσολάβησαν, δεν είναι εργάσιμες ημέρες, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με αμφότερες τις εκδοθείσες επί των αγωγών μη οριστική και οριστική αποφάσεις του, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται από τον ανωτέρω διάδικο με την κρινόμενη έφεσή του, η) της από 24.10.2017 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονα ………., η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 25.10.2017 και έλαβε αριθμό κατάθεσης …../2017, θ) όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και ι) των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ), το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η εναγομένη στην πρώτη αγωγή και ενάγουσα στη δεύτερη αγωγή αντίστοιχα εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», τυγχάνει εταιρία δραστηριοποιούμενη επιχειρηματικά στην πώληση και ναύλωση σκαφών αναψυχής και στην αντιπροσώπευση στην Ελλάδα εταιριών κατασκευής σκαφών. Δυνάμει του από 20.11.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού (προσυμφώνου πώλησης), που καταρτίσθηκε στον Άλιμο μεταξύ του ενάγοντος στην πρώτη αγωγή ……… και της εναγομένης της αγωγής αυτής ανωτέρω εταιρίας «………», νομίμως εκπροσωπουμένης, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να παραγγείλει, αγοράσει, και ακολούθως μεταπωλήσει, παραδώσει και μεταβιβάσει κατά κυριότητα στον ……………. . ένα καινούριο (νεότευκτο) μηχανοκίνητο θαλάσσιο σκάφος, μήκους 36 ποδιών, κατασκευασμένο από το ναυπηγείο …………., τύπου BAVARIA SPORT 360 COUPE, έτους ναυπήγησης 2015, με δύο καμπίνες, σαλόνι, και μία τουαλέτα, με δύο κινητήρες MERCURY DIESEL, εκάστη χωρητικότητας 3 λίτρων και ισχύος 265 ίππων, και με τον αναλυτικά αναφερόμενο στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό εξοπλισμό. Το τίμημα του ανωτέρω σκάφους, το οποίο εξαιρέθηκε από την καταβολή του αναλογούντος Φ.Π.Α. λόγω της επαγγελματικής χρήσης, για την οποία το προόριζε ο αγοραστής, ορίσθηκε στο ποσό των 224.135 ευρώ, και συμφωνήθηκε καταβλητέο ως εξής: α) Ποσό 15.000 ευρώ, ως προκαταβολή, η οποία κατά την υπογραφή του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού είχε ήδη καταβληθεί από τον αγοραστή στον πωλητή, του συμφωνητικού αυτού υπέχοντος θέση απόδειξης είσπραξης από την πωλήτρια, β) ποσό 85.000 ευρώ, εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από την υπό στοιχείο α΄ προκαταβολή, γ) ποσό 40.135 ευρώ, εντός πέντε (5) ημερολογιακών ημερών προ της αναχώρησης του σκάφους από το ναυπηγείο, κατόπιν προηγούμενης πενθήμερης έγγραφης ενημέρωσης του αγοραστή από τον πωλητή, και δ) ποσό 84.000 ευρώ, σε οκτώ εξαμηνιαίες δόσεις, ποσού 10.500 ευρώ εκάστης, της πρώτης εξ αυτών καταβλητέας έξι (6) μήνες από την υπογραφή μεταξύ των συμβαλλομένων του πρωτοκόλλου παράδοσης  παραλαβής του σκάφους στη Μαρίνα Αλίμου. Περαιτέρω στο ίδιο συμφωνητικό ορίσθηκε ότι οποιαδήποτε τροποποίηση της σ’αυτό περιεχομένης συμφωνίας των μερών «πραγματοποιείται και αποδεικνύεται μόνον εγγράφως, αποκλειομένου κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου». Ακολούθως, καταρτίσθηκε και υπογράφηκε από τους διαδίκους το από 23.4.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό αγοραπωλησίας σκάφους, δυνάμει του οποίου η εναγόμενη στην πρώτη αγωγή πώλησε στον ενάγοντα της αγωγής αυτής το ανωτέρω σκάφος, αντί συνολικού τιμήματος 224.135 ευρώ, εκ του οποίου κατά το χρόνο υπογραφής του εν λόγω συμφωνητικού είχε ήδη καταβληθεί στην πωλήτρια ποσό 140.135 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 84.000 ευρώ συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί σε οκτώ (8) εξαμηνιαίες δόσεις, ποσού 10.500 ευρώ εκάστης, της πρώτης εξ αυτών καταβλητέας έξι μήνες από την άφιξη του σκάφους στη Μαρίνα Αλίμου, όπως, εξάλλου, είχε ορισθεί και στο προηγηθέν προσύμφωνο, και ρητά αναγράφηκε και στο ως άνω οριστικό συμβόλαιο. Αποδείχθηκε επίσης ότι, στις 21.11.2014, ήτοι μία ημέρα μετά την υπογραφή του προαναφερθέντος προσυμφώνου πώλησης του σκάφους, υπογράφηκε μεταξύ των ιδίων διαδίκων επιπροσθέτως και ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης – συνεκμετάλλευσης ναυλώσεων θαλασσίου σκάφους, δυνάμει του οποίου η πωλήτρια, εναγόμενη στην πρώτη αγωγή και ενάγουσα στη δεύτερη αγωγή αντίστοιχα εταιρία με την επωνυμία «……………», ανέλαβε την υποχρέωση διαχείρισης του πωληθέντος σκάφους, ώστε να ανευρίσκει και εξασφαλίζει ναυλώσεις γι’αυτό, σύμφωνα με τον ετήσιο τιμοκατάλογο εβδομαδιαίων ναύλων ανά ορισμένη μηνιαία χρονική περίοδο, που επισυνάφθηκε στο συμφωνητικό ως παράρτημα υπ’αριθμ.1 και αποτέλεσε τμήμα του. Η διαχειρίση του σκάφους συμφωνήθηκε να αρχίσει με την υπογραφή του σχετικού πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής του σκάφους μεταξύ των συμβαλλομένων, όπως προβλεπόταν και στο προσύμφωνο, και να λήξει μετά το πέρας τουλάχιστον τεσσάρων (4) ετών, και σε κάθε περίπτωση όχι πριν από το τέλος του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2018, ήτοι (συμφωνήθηκε) να ισχύσει για 4 πλήρεις εποχιακές περιόδους, κατά τις οποίες η αγορά ναύλωσης θαλασσίων σκαφών κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων είναι ως επί το πλείστον πλέον οικονομικά ενεργή, αποδοτική και κερδοφόρα. Επίσης συμφωνήθηκε ότι από την καθαρή τιμή του συμφωνηθέντος ναύλου εκάστης ναύλωσης, που θα συνάπτετο με τη διαμεσολάβησή της, κατόπιν της αφαίρεσης τυχόν φόρων, η διαχειρίστρια εταιρία θα παρακρατούσε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) ως αμοιβή/προμήθεια της ναυλομεσιτείας της για ολόκληρο το χρονικό διάστημα ισχύος της σύμβασης, καθώς και ότι το υπόλοιπο ποσό του ναύλου δεν θα αποδίδετο στον πλοιοκτήτη, αλλά θα παρακρατείτο επίσης από την ίδια προς εξόφληση του πιστωθέντος  μέρους του τιμήματος πώλησης του σκάφους, ποσού 84.000 Ευρώ. Την 28.5.2015 παραδόθηκε το σκάφος στον πωλητή στη Μαρίνα Αλίμου και έλαβε χώρα παρουσίαση και επίδειξη σ’αυτόν της χρήσης των κινητήρων του και δοκιμή της λειτουργίας τους εν πλω, παρουσία του εκπροσώπου της εταιρίας «…………», αντιπροσώπου εταιρίας των μηχανών «…..», στην Ελλάδα της κατασκευάστριας εταιρίας των μηχανών «…….», όπως ήταν και οι μηχανές του πωληθέντος, ……….., προκειμένου να εκκινήσει ο χρόνος της παρασχεθείσης εγγύησης των μηχανών, του πωλητή, και της συζύγου του ……, καθώς και του προϊσταμένου του τεχνικού τμήματος σκαφών της πωλήτριας εταιρίας …. ., μετά το πέρας του οποίου (δοκιμαστικού πλου) ο αγοραστής το παρέλαβε,  χωρίς να υπογραφεί μεταξύ τους πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής, αλλά και χωρίς να προηγηθεί παρουσίαση, επίδειξη και δοκιμή της λειτουργίας των λοιπών επιμέρους συστατικών, μηχανισμών, παραρτημάτων και εξοπλισμού του σκάφους, προκειμένου να διακριβωθεί η καταλληλότητά τους με βάση τη φύση και τον προορισμό τους, και σύμφωνα με τις προδιαγραφές, για την προοριζόμενη χρήση, και να ελεγχθεί η εν γένει κατάστασή τους κατά το χρόνο της παράδοσης του σκάφους στον πωλητή, όπως ρητά προβλεπόταν και στο υπογραφέν μεταξύ των μερών προσύμφωνο πώλησης, και, επομένως, δεν παραλήφθηκε ανεπιφύλακτα απ’αυτόν. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο αγοραστής πράγματι προέβη σε χρήση του σκάφους κατά το θέρος του έτους 2015 (επί συνολικά 60 ώρες περίπου), και ακολούθως απέστειλε διά ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους εκπροσώπους της εναγομένης την από 14.9.2015 επιστολή του, στην οποία εξέθετε ότι διαπίστωσε πραγματικά ελαττώματα και ελλείψεις συνομολογημένων ιδιοτήτων στο πωληθέν, όπως αυτά παρατίθενται στην εν λόγω επιστολή, ήτοι, συνοπτικά, 1) οι μηχανές Mercury 3.0 L προώθησης του σκάφους δεν επιτύγχαναν τη μέγιστη τιμή (4.000) των στροφών τους σύμφωνα με τον κατασκευαστή τους, 2) η λειτουργία του Mercury Axius Joystick (χειριστηρίου) δεν ήταν η προδιαγραφόμενη από τον κατασκευαστή του στις πλάγιες και διαγώνιες κινήσεις, που δεν πραγματοποιούνταν ορθά, 3) η συρόμενη πόρτα κύριας εισόδου (cockpit salon glass sliding door) παρουσίαζε πρόβλημα στη λειτουργία της, και συγκεκριμένα δεν κλείδωνε – ασφάλιζε στις ενδιάμεσες θέσεις και επιπροσθέτως δεν κλείδωνε από το εσωτερικό του σκάφους, αλλά μόνο εξωτερικά, 4) δεν είχε τοποθετηθεί στο σκάφος ο προβλεπόμενος φωτισμός (underwater lights, side deck lighting, anchor locker lighting, light on bathing platform), 5) οι μπαταρίες του SERVICE, που είχαν τοποθετηθεί από την πωλήτρια, δεν ήταν τύπου AGM, βαθέως εκ φορτίσεως, κατά τις προδιαγραφές της κατασκευάστριας εταιρίας του σκάφους ……., αλλά ………….. (μη επώνυμης μάρκας), ακατάλληλες για τη χρήση service, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η παραμονή του σκάφους «αρόδου» και, περαιτέρω, είχαν τοποθετηθεί σε λάθος θέση σε σχέση με την προβλεπόμενη από τον κατασκευαστή, 6) το ντουλάπι δίπλα στην εσωτερική τηλεόραση παρουσίαζε ελάττωμα και έχρηζε αντικατάστασης, 7) στρέβλωση του ντουλαπιού κάτω από το νιπτήρα του μπάνιου, 8) έλλειπαν δύο ράφια στο πλαστικό ανοιγόμενο ντουλάπι κάτω από το cockpit sink της κυρίας εισόδου, 9) η κατασκευή του τραπεζιού του πρυμναίου εξωτερικού σαλονιού του σκάφους παρουσίαζε πρόβλημα, 10) η λειτουργία της σκάλας του μπάνιου κατά το άνοιγμα ήταν ελαττωματική, 11) δεν είχε τοποθετηθεί η υποδομή επί του σκάφους για την ορθή και πλήρη στήριξη των μαξιλαριών ηλιοθεραπείας της πλώρης του σκάφους («sun upholstery on foredeck»), 12) δεν είχε τοποθετηθεί η συνδετική υποδομή για την τοποθέτηση του μετωπικού και των πλευρικών καλυμμάτων ηλιοπροστασίας («sun protection front and side windows covers»), 13) το παροχικό ηλεκτρικό καλώδιο σύνδεσης με την ξηρά δεν ήταν κατάλληλο για ναυτική χρήση (δηλαδή όχι βαρέως τύπου για μηχανικές καταπονήσεις, συνήθως κίτρινου χρώματος) αλλά εργοταξιακού τύπου, 14) η προσαρμογή των μαξιλαριών πλάτης του εξωτερικού σαλονιού δεν ήταν ικανοποιητική, και 15) εντοπισμός εισχώρησης μικρής ποσότητας θαλασσίων υδάτων στο μηχανοστάσιο κάτω από τη δεξιά μηχανή του σκάφους. Περαιτέρω, με την ίδια επιστολή ο αγοραστής κάλεσε τους εκπροσώπους της πωλήτριας σε συνάντηση επί του σκάφους στο Λαύριο (………..), όπου ναυλοχούσε, για τη διαπίστωση των ελαττωμάτων και των ελλείψεων αυτών, προκειμένου να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες, ούτως ώστε να διορθωθούν. Η πωλήτρια εταιρία απάντησε με το από 22.9.2015 εξώδικο εγγραφό της (που κοινοποιήθηκε στον αγοραστή στις 25.9.2015), με το οποίο αρνήθηκε συλλήβδην και ένα προς ένα την ύπαρξη των ελλατωμάτων και ελλείψεων, που αναφέρονταν στην προηγηθείσα ηλεκτρονική επιστολή του, επισημαίνοντας την ανεπιφύλακτη παραλαβή του σκάφους απ’αυτόν στις 28.5.2015 και, επιπροσθέτως, διαμαρτυρήθηκε για τη, χωρίς προειδοποίηση, υπαναχώρησή του από το από 21.11.2014 καταρτισθέν μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης – συνεκμετάλλευσης ναυλώσεων θαλασσίου σκάφους, διά της αιφνίδιας αναχώρησης του σκάφους του από τη Μαρίνα Αλίμου, όπου βρισκόταν ελλιμενισμένο, στις 20.5.2015, που είχε ως αποτέλεσμα την περιέλευσή του υπό το δικό του έλεγχο αποκλειστικά και την εκ των πραγμάτων άγνοιά της επί της από πλευράς του πραγματοποιηθείσας χρήσης του πωληθέντος κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, αλλά και την εκ των πραγμάτων ακύρωση ήδη συναφθεισών απ’αυτήν ως διαχειρίστρια ναυλώσεων, συνολικού ύψους 13.368 ευρώ, ενώ αιτήθηκε την καταβολή του ποσού των 1.462,73 ευρώ, ως έξοδα από την παραμονή του σκάφους στην ανωτέρω μαρίνα, τα οποία εκ της σύμβασης διαχείρισης βαρύνουν τον ίδιο, και υποχρεώθηκε αυτή να εξοφλήσει εξ ιδίων. Ακολούθως, ο αγοραστής απέστειλε στην εναγόμενη την από 5.10.2015 ηλεκτρονική επιστολή του, στην οποία επισήμανε ιδίως το ζήτημα της εισροής ποσότητας θαλάσσιου ύδατος στο σκάφος, χαρακτηρίζοντάς το ως ιδιαίτερα σοβαρό και επικίνδυνο, χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «έβγαλε τέσσερις κουβάδες νερό με το σφουγγάρι», όπερ της γνωστοποιεί ότι εγένετο και την προηγούμενη εβδομάδα, και ζήτησε για μία ακόμη φορά να προγραμματισθεί επίσκεψη εκπροσώπων της στο σκάφος το συντομότερο δυνατόν στη μαρίνα, όπου βρισκόταν ελλιμενισμένο, προκειμένου να διαπιστωθεί το πρόβλημα και να διακριβωθεί η αιτία του. Πράγματι επακολούθησε επιθεώρηση του σκάφους από τον τεχνικό της εναγομένης ………… στις 9.10.2015 και στις 11.10.2015, παρουσία του πωλητή, που περιορίσθηκε στο αναφερόμενο στην αποσταλείσα ηλεκτρονική επιστολή του ανωτέρω ελάττωμα του σκάφους, το οποίο αφορούσε σε «μικρή εισχώρηση υδάτων στο μηχανοστάσιο κάτω από τη δεξιά μηχανή». Ο ανωτέρω τεχνικός, ενόρκως καταθέσας ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, αναφέρει ότι διεπίστωσε πολύ μικρή ποσότητα ύδατος, απολύτως αποδεκτή για τον τύπο του σκάφους, των κινητήρων και των ωρών λειτουργίας τους (περίπου 60), με υφάλμυρη γεύση, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να διακριβώσει εάν όντως πρόκειται περί θαλασσινού ύδατος ή όχι, καθώς και ότι έθεσε σε λειτουργία τους κινητήρες του σκάφους για περίπου 3 ώρες χωρίς να σημειωθεί εισροή ύδατος, ούτε κατά την παραμονή του στο μηχανοστάσιο επί 70 λεπτά, κατάθεση, που διαψεύδεται από τον επίσης παρόντα και τις δύο φορές κατά την ως άνω επιθεώρηση του σκάφους συνεργάτη και προσωπικό φίλο του πωλητή . ……………., ο οποίος, ομοίως ενόρκως καταθέσας ως μάρτυρας ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς στο πλαίσιο της παρούσας δίκης στον πρώτο βαθμό, επισημαίνει ότι ο ανωτέρω τεχνικός ενώπιόν τους δήλωσε ότι όντως υπήρχε «αδικαιολόγητα σημαντική ποσότητα θαλασσίου ύδατος εντός του σκάφους, αλλά δεν ήξερε σε ποια αιτία να την αποδώσει», ότι μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, τους υπέδειξε μία πρακτική μέθοδο ελέγχου της γεύσης του νερού, προκειμένου να διακριβωθεί η αλμυρότητά του (γεύθηκε προηγουμένως μία καραμέλα), καθώς και ότι εντόπισε και όλα τα υπόλοιπα ελαττώματα και τις ελλείψεις του σκάφους, που είχαν ήδη γνωστοποιηθεί στην πωλήτρια από τον αγοραστή, πλην όμως δήλωσε αναρμόδιος να επιληφθεί, διότι δεν είχε μεταβεί για να εξετάσει αυτά, με βάση τις οδηγίες και εντολές της εργοδότριάς του,  ει μη μόνον το θέμα της εισροής των υδάτων στο χώρο του μηχανοστασίου του σκάφους. Στη συνέχεια η πωλήτρια απέστειλε στον αγοραστή την από 12.10.2015 ηλεκτρονική επιστολή της, στην οποία αρνήθηκε την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος στο σκάφος και ανέφερε ότι η ύπαρξη ελάχιστης ποσότητας γλυκού νερού σε αυτό («περίπου ίσης με μισό ποτήρι νερού»), που διεπίστωσε ο τεχνικός της κατά τις επιθεωρήσεις του σκάφους στις 9.10.2015 και στις 11.10.2015, οφείλεται, είτε στη χρήση της πρυμνιάς ντουζιέρας, είτε σε εισροή νερού από τους αεραγωγούς του κινητήρα κατά τη διάρκεια πλυσίματος, όπερ είναι σύνηθες σε πλωτά μέσα. Παράλληλα, ο εκπρόσωπος της εταιρίας ………. (εξουσιοδοτημένος τεχνικός των μηχανών «…….», κατασκευάστριας εταιρίας των μηχανών του πωληθέντος), στην από 9.10.2015 ηλεκτρονική επιστολή του προς τον αγοραστή, που συντάχθηκε κατόπιν πραγματοποίησης δοκιμαστικού πλου του εν λόγω σκάφους εκτός μαρίνας, αναφέρει – μεταξύ άλλων – ότι «…σχετικά με τα νερά σας έχω ενημερώσει ότι το σκάφος θα πρέπει να βγει από το νερό και να αποκατασταθεί η διαρροή του θαλασσινού νερού από το μηχανοστάσιο», όπερ κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής συνεπάγεται ότι εντόπισε και αυτός την επικαλούμενη από τον αγοραστή εισροή θαλασσίου ύδατος στο μηχανοστάσιο του σκάφους, και μάλιστα σε τέτοια ποσότητα, που δε δικαιολογείται από μία συνήθη χρήση του σκάφους, αλλά σε ποσότητα, που τεχνικά συνιστά πρόβλημα για τη λειτουργία του, διότι διαφορετικά δεν θα πρότεινε στον πλοιοκτήτη την αποκατάσταση της εισροής κατόπιν ανέλκυσης του σκάφους. Ακολούθως αντηλλάγησαν από τα μέρη εξώδικα, στα οποία έκαστος των συμβαλλομένων ενέμενε στις ήδη διατυπωθείσες θέσεις του (βλ. σχετ. τις προσκομιζόμενες από 19.10.2015 εξώδικη απάντηση – δήλωση – πρόσκληση και διαμαρτυρία του αγοραστή και την από 26.10.2015 εξώδικη απάντηση – κλήση της πωλήτριας). Στις  3.11.2015 εκδόθηκε από τον επιθεωρητή του Ελληνικού Νηογνώμονα ………….. βεβαιωτικό επιθεώρησης πλοίου μετά από βλάβη, σύμφωνα με το οποίο κατόπιν επιθεώρησης του εν λόγω σκάφους, που έλαβε χώρα στις 3.11.2015, σχετικά με βλάβη που αναφέρθηκε ότι αυτό υπέστη στις 14.9.2015, ήτοι εισροή θαλασσινού νερού στο πρυμναίο δεξιό τμήμα του στο σημείο σύνδεσης της δεξιάς μηχανής με τον καθρέπτη της γάστρας, διαπιστώθηκε από το διενεργήσαντα την επιθεώρηση η ανωτέρω εισροή θαλασσινού νερού στο συγκεκριμένο σημείο της γάστρας και υποδείχθηκε στον πλοιοκτήτη η εργασία της πλήρους αποκατάστασης της εισροής, μέχρι την επίτευξη της οποίας ήρθη η ισχύς του υπ’ αριθμ. …/2015 πρωτοκόλλου γενικής επιθεώρησης μικρού επιβατηγού πλοίου, που είχε εκδοθεί από το ίδιο πρόσωπο, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Νηογνώμονα, επίσης κατόπιν αυτοψίας, που διενεργήθηκε απ’αυτόν στο σκάφος, ενώ βρισκόταν ελλιμενισμένο στο Λαύριο, στις 11.9.2015, κατά την οποία ουδέν διαπιστώθηκε (εξάλλου και ο αγοραστής γνωστοποίησε το θέμα αυτό στην πωλήτρια το πρώτον με ηλεκτρονική επιστολή του στις 14.9.2015 κατά τα προεκτεθέντα),  με αποτέλεσμα το σκάφος να καταστεί μη αξιόπλοο κατά το χρονικό διάστημα, που θα διαρκούσε η άρση της ισχύος του ως άνω πρωτοκόλλου, δηλαδή ακατάλληλο για τη χρήση, για την οποία προορίζετο, την πλεύση στη θάλασσα, και, συνακόλουθα, απρόσφορο και προς εκμετάλλευση διά της εκναύλωσής του, εφόσον είχε αγορασθεί ως επαγγελματικό σκάφος. Σημειωτέον ότι κατόπιν της επιθεώρησης του σκάφους ο διενεργήσας αυτήν επιθεωρητής του Ελληνικού Νηογνώμονα παρέδωσε ως εκ περισσού στον πλοιοκτήτη, ενάγοντα της πρώτης αγωγής και εναγόμενο της δεύτερης αντίστοιχα, και έτερο έγγραφο, που υπογράφεται από τον ίδιο, και τιτλοφορείται «έκθεση επιθεώρησης μικρού σκάφους μετά από βλάβη/ζημία», με ουσιαστικά σχεδόν ταυτόσημο περιεχόμενο με το προαναφερθέν από 3.11.2015 «βεβαιωτικό έγγραφο επιθεώρησης πλοίου μετά από βλάβη/ζημία», στο οποίο έχει τεθεί από τον υπογράψαντα αυτό ως ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου και σύνταξής του η 14η.9.2015, ημερομηνία κατά την οποία δηλώθηκε από τον αγοραστή στον Ελληνικό Νηογνώμονα η βλάβη του σκάφους, προκειμένου να μεταβεί επιτόπου και να επιληφθεί της υπόθεσης αρμόδιος επιθεωρητής του, και όχι, ως έδει, η 3η.11.2015, κατά την οποία πράγματι διενεργήθηκε η επιθεώρηση, όπως έχει ήδη εκτεθεί, προφανώς εκ παραδρομής, όπως κατωτέρω εκτενώς θα αναφερθεί κατά την εξέταση της βασιμότητας του υποβληθέντος αιτήματος της εκ των διαδίκων εκκαλούσας/εφεσίβλητης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………» περί αναβολής της συζήτησης με βάση τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά από έλεγχο του πωληθέντος, που διενεργήθηκε στις 23.1.2016 από τον τεχνικό σύμβουλο του αγοραστή …….., και απο τον τεχνικό σύμβουλο της πωλήτριας εταιρίας ………. ……………., και ενώ αυτό ευρίσκετο αγκυροβολημένο σε προβλήτα της μαρίνας του Λαυρίου, αποφασίσθηκε η ανέλκυσή του και η διενέργεια αυτοψίας από κοινού σ’αυτό από τα ανωτέρω πρόσωπα στις 3.2.2016, η οποία και πράγματι διενεργήθηκε, μετά την εναπόθεσή του στον υπαίθριο  χώρο της ίδιας μαρίνας. Επακολούθησε από μέρους του τεχνικού συμβούλου της ενάγουσας ……….. η σύνταξη της από 5.2.2016 επιστολής του, σύμφωνα με την οποία: «1.Δεν υπήρχε εξωτερική ζημία (ίχνος κτυπήματος), το οποίο να δικαιολογεί την διαρροή που διαπιστώθηκε εσωτερικά, στην περιοχή του ΔΕ ποδιού, κατά την  επιθεώρηση στις 23.1.2016. 2. Δεν υπήρχαν εμφανή στοιχεία για ύπαρξη μη στεγανών περιοχών μεταξύ του ΔΕ ποδιού και του καθρέπτη του σκάφους, εξωτερικά. Με δεδομένο όμως ότι το ύψος της στάθμης του εισρεύσαντος νερού στο εσωτερικό του σκάφους είναι πολύ κάτω από την εσωτερική φλάντζα του ποδιού, δεν μπορεί να αποκλεισθεί πλήρως η διαρροή από την περιοχή αυτή» και από μέρους του τεχνικού συμβούλου της εναγομένης……………. η σύνταξη της από 5.2.2016 ηλεκτρονικής επιστολής του, στην οποία αναφέρεται ότι «…δεν υπάρχει εξωτερική ζημία ή και αιτία, η οποία προκαλεί την δηλωμένη εσωτερική διαρροή …δεν υπάρχουν μη στεγανές περιοχές ή σημεία μεταξύ του αξονικού συστήματος και του σκάφους, από τα οποία να εισέρχεται νερό ή υγρασία, που να προκαλεί τη δηλωμένη εσωτερική διαρροή…η δηλωμένη διαρροή πιθανόν να οφείλεται σε αστοχία που πρέπει να αναζητηθεί αποκλειστικά στα μηχανικά μέρη του αξονικού συστήματος. Ως εκ τούτου απαιτείται η περαιτέρω διερεύνηση με τη συμμετοχή των υπεύθυνων μηχανικών των κινητήρων». Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι κατά το διενεργηθέντα στις 23.1.2016 από τους τεχνικούς συμβούλους αμφοτέρων των διαδίκων μερών έλεγχο του σκάφους όντως διαπιστώθηκε εισροή υδάτων στο εσωτερικό του, ως προς την οποία αμφότεροι απέκλεισαν την εξωτερική ζημία ως αιτία της, ο δε τεχνικός σύμβουλος της πωλήτριας την αποδίδει πιθανόν σε «αστοχία στα μηχανικά μέρη του αξονικού συστήματος», ήτοι σε κατασκευστικό ελάττωμα του σκάφους. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 10.2.2016 διενεργήθηκε ομοίως έλεγχος στο σκάφος από το ……….., τεχνικό της εταιρίας «……….» (αντιπρόσωπο στην Ελλάδα των μηχανών σκαφών «……»), κατά τον οποίο διαπιστώθηκε «μη επιπεδότητα του καθρέπτη του σκάφους και μη επιτρεπτό διάκενο μεταξύ κίμπαλ (εξάρτημα ………..) και καθρέπτη σκάφους όσον αφορά το δεξί σύστημα πρόωσης, στο οποίο έχουμε και εισροή θαλασσινού νερού εντός του μηχανοστασίου», όπως εκτίθεται στην από 15.2.2016 ηλεκτρονική επιστολή του, με παραλήπτες αμφότερα τα διάδικα μέρη, στην οποία επίσης διατυπώνονται προτάσεις του επί των ενδεδειγμένων ενεργειών για την αντιμετώπιση του προβλήματος, και συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «απαιτείται αφαίρεση του κινητήρα, αφαίρεση του συγκροτήματος transom της ………, αποκατάσταση επιπεδότητας του καθρέπτη του σκάφους, έλεγχος των εξαρτημάτων του transom, επανατοποθέτηση με χρήση στεγανοποιητικής ουσίας. Η εργασία δεν καλύπτεται από εγγύηση …….. και θα ακολουθήσει σχετική προφορά … Για την αφαίρεση του κινητήρα απαιτείται κόψιμο του deck (του καταστρώματος), το συνεργείο που μπορεί να κάνει την παραπάνω εργασία δεν διαθέτει ανάλογη εμπειρία και εξοπλισμό, οπότε συστήνουμε την εμπλοκή της …….. (πρόκειται για την κατασκευάστρια εταιρία του σκάφους) για τη συγκεκριμένη εργασία». Επιπροσθέτως ο συνδυασμός της μη επιπεδότητας του καθρέπτη, της ύπαρξης διάκενων και της μη στεγανοποίησης του εξαρτήματος transom με κάποια στεγανοποιητική ουσία, αναφέρεται απ’αυτόν ως «πιθανότατη» γενεσιουργός αιτία της εισροής υδάτων στο σκάφος.  Περαιτέρω στην ίδια έκθεση επισημαίνεται σχετικά με την επικαλούμενη από τον πωλητή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, που αφορά στην απόδοση των κινητήρων του πωληθέντος, και συγκεκριμένα στη μη επίτευξη της μέγιστης τιμής των στροφών των μηχανών προώθησης του σκάφους (4.000), που προβλέπεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές τους, ότι κατά τη δοκιμή, που διενήργησε αυτός στις 8.1.2016, διαρκείας 40 λεπτών, όντως διέγνωσε τούτο, ότι συνέστησε στον πλοιοκτήτη τον καθαρισμό των προπελών, ως προς τις οποίες, διεπίστωσε από επιδειχθείσα φωτογραφία ότι κατά την παράδοση του σκάφους είχαν «περασθεί» με μουράβια, επέμβαση μη εγκεκριμένη από την κατασκευάστρια εταιρία, και ότι, όπως ενημερώθηκε από τον αγοραστή, οι μέγιστες στροφές των κινητήρων επιτεύχθηκαν σε επόμενη δοκιμή, που αυτός μόνος του πραγματοποίησε. Αποδείχθηκε επίσης ότι την ίδια ημέρα, στις 10.2.2016, διενήργησε επιθεώρηση στο σκάφος, και ενώ ευρίσκετο ανελκυσμένο στις εγκαταστάσεις της μαρίνας του Λαυρίου, και εκτελείτο τεχνικός έλεγχος του δεξιού προωστηρίου συστήματος αυτού από συνεργείο της …., και ο τεχνικός σύμβουλος του αγοραστή ………, ο οποίος συνέταξε την από 16.2.2016 επιστολή του, απευθυνόμενη προς τον ανωτέρω, σύμφωνα με την οποία διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων «…ύπαρξη διάκενων από 0,30 ÷ 0,75 mm μεταξύ Gimbal και καθρέπτη του σκάφους στο ΔΕ πόδι και σημεία με έντονη υγρασία που φανέρωναν την ύπαρξη παγιδευμένου νερού…», καθώς και ότι «κατά τον έλεγχο της επιπεδότητας του καθρέπτη στην περιοχή του ΔΕ ποδιού διαπιστώθηκε η ύπαρξη διάκενων 1,95 ÷ 2,05 mm». Στην ίδια επιστολή επαναλαμβάνονται οι εργασίες που απαιτείται να εκτελεσθούν προς επίλυση του προβλήματος, οι οποίες επίσης παρατίθενται και στην προαναφερθείσα επιστολή του ………… και περιλαμβάνουν αφαίρεση του κινητήρα του σκάφους (προηγηθείσης αποκοπής τμήματος του καταστρώματος), αφαίρεση του συστήματος transom, αποκατάσταση της επιπεδότητας του καθρέπτη του σκάφους, έλεγχος των εξαρτημάτων του transom και επανατοποθέτηση, επανατοποθέτηση του κινητήρα, και στη συνέχεια αποκατάσταση του καταστρώματος. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 29.10.2016 πραγματοποιήθηκε εκ νέου έλεγχος του σκάφους, κατά τον οποίο παρέστησαν ο νόμιμος εκπρόσωπος της πωλήτριας ……….., ο τεχνικός σύμβουλος αυτής ……., ο φίλος και συνεργάτης του αγοραστή …….. και ο ίδιος ο αγοραστής …….. Ο ανωτέρω ……… στη δοθείσα ενώπιον Ειρηνοδίκη ένορκη βεβαίωσή του επισημαίνει ότι κατά την εξέταση του σκάφους στις 29.10.2016 (από προφανή παραδρομή στην ένορκη βεβαίωση αναφέρεται η 29η.10.2015 ως ημερομηνία της διεξαχθείσας επιθεώρησης), ο …….. ζήτησε από τον τεχνικό σύμβουλο της πωλήτριας εταιρίας …….. να εισέλθει στο χώρο του μηχανοστασίου, ότι στη συνέχεια ο αγοραστής, που βρισκόταν στο εξωτερικό του σκάφους, έριξε με πίεση νερό στα διάκενα, που υπάρχουν στην περιοχή του δεξιού ποδιού, χρησιμοποιώντας πιεστικό μηχάνημα, με το οποίο είχε εφοδιασθεί για την αυτοψία, ότι, περαιτέρω, καθώς ο ……. έριχνε με το πιεστικό μηχάνημα το νερό, ο …., που βρισκόταν εντός του μηχανοστασίου, του φώναξε να σταματήσει γιατί έμπαινε πολύ νερό, καθώς και ότι, όταν ο ……………. εξήλθε του σκάφους, τους είπε ξεκάθαρα ότι  εισερχόταν μεγάλη ποσότητα νερού από το εξωτερικό στο εσωτερικό, και συγκεκριμένα στο χώρο του μηχανοστασίου ακριβώς από το σημείο, όπου και από τον ίδιο είχε προηγουμένως διαπιστωθεί ότι υπήρχαν διάκενα. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο ορισθείς δυνάμει της ανωτέρω υπ’αριθμ. 3409/2017 μη οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πραγματογνώμονας ……… στην από 24.10.2017 με αριθμό ………../25.10.2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που συνέταξε και κατέθεσε, αναφέρει τα κάτωθι: «(A) (i) Κατά τη διάρκεια του δοκιμαστικού πλου της 07/10/2017 διαπίστωσα ότι με τα χειριστήρια και των δύο μηχανών σε κατάσταση πρόσω τερματισμού τους καμία από τις μηχανές δεν επιτύγχανε τον μέγιστο αριθμό στροφών (4000). Οι στροφές που επέτυχαν οι μηχανές την ημέρα αυτή ήταν περίπου 3800 κατά μέγιστο…». Επισημαίνεται επίσης από τον πραγματογνώμονα ότι στο υπ’αριθμ. ……….. Πιστοποιητικό Καταμέτρησης. εκδοθέν από τον Αγγλικό Νηογνώμονα (Hellenic Lloyds SA), καθώς και στις εκθέσεις επιθεώρησης του Ελληνικού Νηογνώμονα, βάσει των οποίων εκδόθηκε το υπ’αριθμ. ……….. Πρωτόκολλο Γενικής Επιθεώρησης Μικρού Ε/Γ Πλοίου, αναφέρονται μεν οι στροφές των μηχανών του σκάφους ως 4000, πλην όμως τούτο  δε πιστοποιεί τη δυνατότητα των συγκεκριμένων μηχανών να αναπτύσουν αυτές τις στροφές, καθώς η τιμή αυτή στα εν λόγω έγγραφα αναγράφηκε μόνον με βάση τα στοιχεία/έγγραφα του κατασκευαστή και της σήμανσης (ταμπελάκι) επί του σώματος της μηχανής, και όχι κατόπιν της διενέργειας δοκιμών. Περαιτερω, σύμφωνα με την ίδια έκθεση ο πραγματογνώμονας διεπίστωσε και τα ακόλουθα: (A) (ii)…Κατά τη διάρκεια του δοκιμαστικού πλου της 07/10/2017 δε διαπίστωσα ιδιαίτερη δυσλειτουργία του συστήματος (αναφέρεται στο μηχανισμό χειριστηρίου ….. Axius Joystick), και επιβεβαίωσα τη σχετικά ομαλή πλαγιοδέτηση/πρόσδεση του σκάφους με χρήση του εν λόγω μηχανισμού. Η προσωρινή επαφή της εξωτερικής γάστρας του σκάφους στην δεξιά πλευρά με την προβλήτα κατά τη διάρκεια των χειρισμών πρόσδεσης του σκάφους οφείλονται περισσότερο κατά την άποψή μου στην στιγμιαία ασυνεννοησία μεταξύ του προσώπου που εκτελούσε την διακυβέρνηση του σκάφους και του βοηθού/οπτήρα του παρά σε ελάττωμα του εν λόγω μηχανισμού. (A) (iii) … Κατά τη διάρκεια του ελέγχου της 24/09/2017 διαπίστωσα την τοποθέτηση των προβλεπόμενων μπαταριών τύπου AGM, οι οποίες είχαν αντικαταστήσει τις αρχικά τοποθετημένες και μη προδιαγεγραμμένες από τον κατασκευαστή του σκάφους, οι οποίες και φυλάσσονταν εκτός του σκάφους από τον κο ….., και μου επιδείχθησαν για τους λόγους της πραγματογνωμοσύνης…Για τις τοποθετηθείσες μπαταρίες τύπου AGM μου προσκομίσθηκε η από 16/12/2015 απόδειξη αγοράς μπαταριών AGM επ’ονόματι … …. (πωλήτρια εταιρία ………….)…(A) (iv)…Κατά τη διάρκεια του δοκιμαστικού πλου της 07/10/2017 διαπίστωσα τη μη ύπαρξη των δύο ραφιών στο πλαστικό ανοιγόμενο ντουλάπι κάτω από το cockpit sink της κυρίας εισόδου…(A) (v)…Κατά τη διάρκεια του ελέγχου της 24/09/2017 διαπίστωσα την τοποθέτηση σημείων στήριξης των μαξιλαριών αρχικά μόνο στο πρυμναίο τμήμα του πρωραίου καταστρώματος και την μετέπειτα (μετά την παράδοση του σκάφους) τοποθέτηση σημείων στήριξης στο πρωραίο τμήμα του πρωραίου καταστρώματος…(A) (vi) … Κατά τη διάρκεια του ελέγχου της 24/09/2017 διαπίστωσα ότι, σύμφωνα και με την περιγραφή του κου ….., αρχικά είχαν τοποθετηθεί αυτοκόλλητες ταινίες για την στήριξη των καλυμμάτων ηλιοπροστασίας και μετέπειτα (μετά την παράδοση του σκάφους) τοποθετήθηκαν τα προβλεπόμενα σημεία στήριξης τύπου clip in/out..  (A) (vii)…Κατά τη διάρκεια του ελέγχου της 24/09/2017 διαπίστωσα, σύμφωνα και με την περιγραφή του Κου ……………., ότι αρχικά είχε παραδοθεί εργοταξιακού τύπου καλώδιο και μετέπειτα (μετά την παράδοση του σκάφους) αγοράσθηκε το προβλεπόμενο…(B)(i)…Κατά τη διάρκεια του ελέγχου της 24/09/2017 κατόπιν δοκιμής προβολής ύδατος στην περιοχή ακροπρυμναίου εξωτερικού περιβλήματος (καθρέπτη) στην δεξιά πλευρά και στην περιοχή εφαρμογής του δεξιού ποδιού/έλικας διαπίστωσα την εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιο αρχικά με αργό ρυθμό κατά την προβολή ύδατος από το δεξιό μέρος (κοιτώντας από την πρύμνη προς την πλώρη), και στη συνέχεια με συνεχή και έντονο ρυθμό κατά την προβολή ύδατος από το αριστερό μέρος. 2. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου της 24/09/2017 έγινε δοκιμή προβολής ύδατος και στην περιοχή του αριστερού ποδιού χωρίς να διαπιστωθεί εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιο. 3. Κατά την διάρκεια του ιδίου ελέγχου της 24/09/2017 έγινε έλεγχος της επιπεδότητας του ακροπρυμναίου άκρου εξωτερικού περιβλήματος (καθρέπτη) στις περιοχές σύνδεσης με τις βάσεις των ποδιών των μηχανών κατά τον οποίο διαπιστώθηκε ότι υφίστανται διάκενα στο δεξιό πόδι στα οποία κατά την άποψη μου οφείλεται η εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιο, κάτι το οποίο δεν διαπιστώθηκε στην περιοχή σύνδεσης της βάσης του αριστερού ποδιού. 4. Κατά την διάρκεια του δοκιμαστικού πλου της 07/10/2017 δε διαπιστώθηκε εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιο, καθόσον σύμφωνα με δήλωση του κου ……………. προ της καθέλκυσης του σκάφους είχε προβεί σε εργασία προσωρινής στεγανοποίησης με πολυουρεθάνη ή σικαφλέξ κατά δήλωσή του της περιοχής της σύνδεσης του δεξιού ποδιού με το εξωτερικό περίβλημα…5. Έχοντας υπόψη το από 03/11/2015 Βεβαιωτικό Επιθεωρήσεως Πλοίου μετά από Βλάβη/Ζημία…που αφορά το εν θέματι σκάφος, η διαπιστωθείσα εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιο συνιστά μείζον ελάττωμα και σύμφωνα με το εν λόγω Βεβαιωτικό (αναφέρεται στο ανωτέρω έγγραφο) η βλάβη αυτή καθιστά το σκάφος πλήρως αναξιόπλοο…(B) (ii)…1. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου της 24/09/2017 διαπίστωσα την προβληματική λειτουργία της συρόμενης πόρτας και πιο συγκεκριμένα το ξαφνικό άνοιγμα του αριστερού φύλλου από αριστερά προς τα δεξιά και της πρόχειρη τοποθέτηση βίδας προκειμένου το φύλλο αυτό να κρατείται στην κλειστή θέση για αποφυγή ξαφνικού/επικίνδυνου ανοίγματος (ως φωτογραφία με αριθ. 39). 2. Επίσης, την ίδια ημέρα διαπιστώθηκε η αδυναμία χρήσης και εξάρμωση της κλειδαριάς και η τοποθέτηση πρόσθετου μηχανισμού εσωτερικά με κάθετους πείρους και πρόχειρης διάταξης με κλειδαριά ποδηλάτου για την ασφάλιση της πόρτας εξωτερικά…(B) (iii)…Κατά τη διάρκεια του ελέγχου της 24/09/2017 διαπίστωσα την ύπαρξη εκδορών στο ντουλάπι που το καθιστούν ελαττωματικό…(B) (iv)…Κατά τη διάρκεια του ελέγχου της 24/09/2017 διαπίστωσα την ύπαρξη φουσκώματος στο κάτω μέρος του ντουλαπιού που το καθιστούν ελαττωματικό, με αποτέλεσμα τη μη σωστή ασφάλισή του…(B)(v)…Κατά τη διάρκεια του ελέγχου της 24/09/2017 διαπίστωσα την προβληματική κατασκευή του πρυμναίου τραπεζιού του εξωτερικού σαλονιού, καθόσον ο πρόβολος επέκτασης αυτού δεν λειτουργεί σωστά και εφάπτεται με το δάπεδο του καταστρώματος στην περιοχή της καταπακτής του μηχανοστασίου, με αποτέλεσμα για αποφυγή ζημιών την ανάγκη προσθήκης προστατευτικού πρόχειρου παρεμβύσματος. Επιπρόσθετα ο μηχανισμός επέκτασης του τραπεζιού είναι προβληματικός και τα μαξιλάρια δε συνδέονται μεταξύ τους σωστά… (B)(vi)…1.Κατά τη διάρκεια του ελέγχου της 24/09/2017 διαπίστωσα τη δυσκολία στο άνοιγμα της σκάλας του μπάνιου, καθόσον χρειαζόταν συγκεκριμένος χειρισμός που δε θεωρείται φυσιολογικός για το τηλεσκοπικό άνοιγμά της. 2. Κατά τη διάρκεια του δοκιμαστικού πλου της 07/10/2017 διαπίστωσα την ανάγκη πρόχειρης συγκράτησης για την αποφυγή ξαφνικού ανοίγματος της εν λόγω σκάλας με σχοινί, διαδικασία η οποία δεν είναι προβλεπόμενη σύμφωνα με το εγχειρίδιο του κατασκευαστή…(B)(vii)…Κατά τη διάρκεια του ελέγχου της 24/09/2017 διαπίστωσα την προβληματική προσαρμογή των μαξιλαριών διότι κυρίως έχουν τοποθετηθεί σε μη ευθεία θέση μεταξύ τους….». Μετά τις ως άνω διαπιστώσεις, ο ανωτέρω πραγματογνώμονας καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα επί των ζητημάτων, επί των οποίων κλήθηκε να αποφανθεί με την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που τον διόρισε, πέραν της διακρίβωσης της ύπαρξης ή μη των επικαλουμένων στην αγωγή πραγματικών ελαττωμάτων και της έλλειψης ή μη των επίσης αναφερομένων στο δικόγραφο συνομολογημένων ιδιοτήτων: «1…Αντικειμενικά, φρονώ ότι οι ελλείψεις/ελάττώματα/ δυσλειτουργίες υπό τις ανωτέρω υποπαραγράφους (A)(i), (A)(iii), (A)(v), (A)(vi), (A)(vii), (B)(ii) B)(vii) είναι δυνατό να υπήρχαν κατά την παράδοση του σκάφους την 28/05/2015. 2. Σε ό,τι αφορά το βασικό ελάττωμα της εισροής υδάτων στο μηχανοστάσιο δεν είναι δυνατό να διασαφηνισθεί ο χρόνος εμφάνισης του προβλήματος. Από τα επίσημα έγγραφα της δικογραφίας είναι γεγονός ότι αυτό για πρώτη φορά διαπιστώθηκε επίσημα την 03/11/2015 από τον επιθεωρητή του Ελληνικού Νηογνώμονα αλλά δε διαπιστώθηκε αντίστοιχα το ελάττωμα αυτό την 11/09/2015 οπότε και διενεργήθηκε δοκιμαστικός πλους για την έκδοση του πρώτου και μοναδικού Π.Γ.Ε. του σκάφους …Επ’αυτού το συσχετισθέν εύρημά μου που αφορά την επιπεδότητα του ακροπρυμναίου εξωτερικού περιβλήματος (καθρέπτη) και την ύπαρξη ανοχών στην περιοχή σύνδεσης της βάσης του δεξιού ποδιού σε αντίθεση με την αντίστοιχη περιοχή για το αριστερό πόδι της μηχανής, φρονώ ότι θα πρέπει να υπήρχε κατά τη διάρκεια της παράδοσης του σκάφους, δεδομένου ότι ούτε έχει αναφερθεί κάποιο συμβάν προσάραξης ή/και πρόσκρουσης και ούτε, επίσης, κατά τη διάρκεια του έλεγχου που έκανα στην ξηρά την 24/09/2017 δεν διαπίστωσα κάποια αντίστοιχη ζημία στη γάστρα.. ΙΙΙ. 1. Σε ό,τι αφορά την μείωση αξίας του σκάφους λόγω των διαπιστωθεισών ελλείψεων αυτή θεωρείται δεδομένη για τους εξής λόγους: (α) Οι ελλείψεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την μακρά ακινησία του σκάφους χωρίς προβλεπόμενα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας, (β) επίσης, συνεπάγονται προφανή μείωση εμπορευσιμότητας/αξίας μεταπώλησης δεδομένου του γεγονότος ότι στα έγγραφα επιθεώρησης του σκάφους μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτό ότι έχει υπάρξει συμβάν εισροής υδάτων στο μηχανοστάσιο που συνέβαλε να κριθεί το πλοίο αναξιόπλοο από τον εξουσιοδοτημένο φορέα έκδοσης των πιστοποιητικών του. 2. Έχοντας υπόψη την τωρινή εκτίμηση της αξίας του σκάφους… η αξία του σκάφους κατά το χρόνο της πώλησής του (Μάιος του 2015) με δεδομένες τις ελλείψεις που έχουν αναφερθεί εκτιμάται, σύμφωνα με την εμπειρία μου, στα 130.000 ευρώ.». Εκ των προεκτεθέντων συνάγεται σαφώς ότι ο διορισθείς από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονας διεπίστωσε ότι το πωληθέν σκάφος παρουσίαζε άπαντα τα επικαλούμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά ελαττώματα και ελλείψεις, πλην του ελαττώματος, που αφορά στο εξάρτημα χειριστήριο (….. Αxius Joystick), ως προς το οποίο δεν εντοπίσθηκε πρόβλημα στη λειτουργία του, ειδικά δε διεπίστωσε την εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιο, την οποία και αυτός, όπως και ο τεχνικός σύμβουλος του αγοραστή ….., όσο και ο τεχνικός ….., εκπρόσωπος της αντιπροσώπου στην Ελλάδα της κατασκευάστριας των μηχανών του σκάφους εταιρίας, κατόπιν ελέγχου, που διενήργησε αναφορικά με την επιπεδότητα του ακροπρυμναίου άκρου εξωτερικού περιβλήματος (καθρέπτη) στις περιοχές σύνδεσης με τις βάσεις των ποδιών των μηχανών του σκάφους, ομοίως αποδίδει στην ύπαρξη διάκενων στο ΔΕ πόδι, δηλαδή σε ελαττωματική κατασκευή του σκάφους στο συγκεκριμένο σημείο, και όχι σε εξωτερικό αίτιο, και δη σε ζημία στη γάστρα του, προκληθείσα λόγω προηγηθέντος συμβάντος προσάραξης ή πρόσκρουσης, όπερ ουδόλως αποδείχθηκε ότι έλαβε εν προκειμένω χώρα, μάλιστα χαρακτηρίζει το εν λόγω ελάττωμα μείζον, που καθιστά το σκάφος απολύτως αναξιόπλοο, και προσδιορίζει τη (μειωμένη) αξία αυτού με τα διαπιστωθέντα ελαττώματα και ελλείψεις κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης στο ποσό των 130.000 ευρώ. Ενόψει όσων έχουν προεκτεθεί και από τη συνεκτίμησή τους αποδείχθηκε, και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι το πωληθέν σκάφος κατά την παράδοσή του στον αγοραστή και τη μετάθεση σ’αυτόν του κινδύνου παρουσίαζε τα κάτωθι αναφερόμενα πραγματικά ελαττώματα, όπως η έννοια του πραγματικού ελαττώματος στην πώληση αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ήτοι της ατέλειας που αφορά την ιδιοσυστασία, ή την κατάσταση του πράγματος κατά τον κρίσιμο χρόνο ευθύνης του πωλητή, η οποία (ατέλεια) έχει αρνητική επίδραση στην αξία, αλλά και τη χρησιμότητά του, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζει την κατασκευαστική αρτιότητα ενός νεότευκτου καινουργούς σκάφους, που ευλόγως αναμενόταν από τον αγοραστή όταν το παραλάμβανε: 1) Eισχώρηση θαλασσίων υδάτων στo πρυμναίο δεξιό τμήμα του σκάφους στο σημείο σύνδεσης της δεξιάς μηχανής με τον καθρέπτη της γάστρας, που δε δικαιολογείται από τη συνήθη χρήση του κατά τη φύση και τον προορισμό του, οφειλόμενη στην ύπαρξη διάκενων στην περιοχή του δεξιού ποδιού, ήτοι σε ελαττωματική κατασκευή του σκάφους, και όχι σε εξωτερικό αίτιο (συμβάν πρόκρουσης ή προσάραξης του σκάφους, που θα προκαλούσε ζημία στη γάστρα δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε), ούτε βέβαια σε κακή συντήρηση από τον αγοραστή, ή σε πολύωρους πλόες, ή σε οιουδήποτε είδους δική του παρέμβαση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η πωλήτρια (η προσθήκη στεγανωτικού υλικού από τον αγοραστή στο σημείο της εισροής με πολυουρεθάνη ή σικαφλέξ αποτελεί προσωρινή λύση και όχι τον τεχνικά ενδεδειγμένο τρόπο οριστικής επίλυσης του προβλήματος, ενώ, όταν εντοπίσθηκε το πρόβλημα, το σκάφος είχε πλεύσει επί 60 περίπου ώρες, όπως έχει ήδη αναφερθεί), και επιδρά αρνητικά στην αξία και τη χρησιμότητά του, καθώς το κατέστησε απολύτως αναξιόπλοο, διά της άρσης από τον Ελληνικό Νηογνώμονα κατά την επιθέωρηση την οποία, επιθεωρητής του διενήργησε στο σκάφος στις 3.11.2015, του έως τότε ισχύσαντος Πρωτοκόλλου Γενικής Επιθεώρησης του ιδίου Νηογνώμονα, που αποτελεί προϋπόθεση της αξιοπλοΐας του, επηρεάζει δε και την εμπορευσιμότητά του, όπως επισημάνθηκε και από τον πραγματογνώμονα, κατά τα προεκτεθέντα, και θα αναφερθεί αναλυτικά κατωτέρω, 2) ελαττωματική λειτουργία της συρόμενης πόρτας τριών φύλλων της κύριας εισόδου του σκάφους (cockpit salon glass sliding door), καθώς δεν ασφαλίζει στις ενδιάμεσες προβλεπόμενες θέσεις, με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια του πλου – σε περίπτωση διενέργειας στροφών και ελιγμών – να εγκυμονεί κινδύνους για τους επιβάτες, διότι τα φύλλα αναπηδούν, ούτε ασφαλίζει η κλειδαριά της από το εσωτερικό του σκάφους, ει μη μόνον από το εξωτερικό (ο πραγματογνώμονας μάλιστα διαπίστωσε ότι το αριστερό φύλλο από τα αριστερά προς τα δεξιά ανοίγει αιφνίδια, και ότι είχε τοποθετηθεί από τον αγοραστή πρόχειρα βίδα, προκειμένου το εν λόγω φύλλο να παραμένει σε κλειστή θέση προς αποφυγήν ξαφνικού ανοίγματος), (3) εμφανές ελάττωμα του ντουλαπιού που βρίσκεται δίπλα στην εσωτερική τηλεόραση, καθώς φέρει εκδορές, όπως διαπιστώθηκε και από τον πραγματογνώμονα, (4) εμφανές ελάττωμα του ντουλαπιού, που βρίσκεται κάτω από το νιπτήρα του μπάνιου, καθώς αυτό έχει παραμορφωθεί, στρεβλώσει και φουσκώσει, όπερ δε δικαιολογείται από τη μέχρι τότε χρήση του, με αποτέλεσμα να μην ασφαλίζει σωστά, (5) ελαττωματική κατασκευή του πρυμναίου τραπεζιού του εξωτερικού σαλονιού με ηλεκτρική ανύψωση, που συμπεριλαμβάνει και μαξιλάρια (TABLE IN SALON LOWERABLE, INCLUDING COUGH UPHOLSTERY), καθώς ο ένας πρόβολος επέκτασης δεν λειτουργεί ορθά, δηλαδή δεν επανέρχεται στην αρχική του θέση, ώστε να μπορεί να ανοίξει η κάτωθεν αυτού καταπακτή του μηχανοστασίου, διότι εφάπτεται με το δάπεδο του καταστρώματος στην περιοχή της καταπακτής, με αποτέλεσμα να απαιτηθεί για την αποφυγή ζημιών να προστεθεί εκ των υστέρων από τον αγοραστή πρόχειρο παρέμβυσμα, επιπροσθέτως δε ο μηχανισμός επέκτασης του τραπεζιού είναι επίσης ελαττωματικός, και τα μαξιλάρια δε συνδέονται μεταξύ τους κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο, (6) ελαττωματικό, και δη προβληματικά δύσκολο το άνοιγμα της σκάλας του μπάνιου (bathing platphorm ladder), διότι απαιτείται προς τούτο συγκεκριμένος χειρισμός, που δεν είναι ο προβλεπόμενος με βάση τις προδιαγραφές της κατασκευής της, και (7) ελαττωματική προσαρμογή των μαξιλαριών της πλάτης του εξωτερικού σαλονιού του σκάφους, οφειλόμενη κυρίως στο γεγονός ότι έχουν τοποθετηθεί σε μη ευθεία θέση (ανισοσταθμία των στηριγμάτων τους). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το πωληθέν κατά το χρόνο της παράδοσής του στον αγοραστή παρουσίαζε έλλειψη και των κάτωθι αναφερομένων συμφωνημένων ιδιοτήτων, στην ύπαρξη των οποίων ο αγοραστής απέδωσε ιδιαίτερη σημασία, προκειμένου να προβεί στην αγορά του, λαμβανομένης υπόψη και της χρήσης, για την οποία το προόριζε ως επαγγελματικό σκάφος αναψυχής, και τις οποίες η πωλήτρια εγγυήθηκε, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για ενδεχόμενη έλλειψή τους, διότι θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι συνομολογήθηκαν σιωπηρά από τους διαδίκους ώστε να εμπίπτουν στην έννοια της συμφωνημένης ιδιότητας στην πώληση, όπως αυτή εξειδικεύθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, διά της παράδοσης στον αγοραστή του εγχειριδίου του κατασκευαστή του σκάφους και του καταλόγου του εξοπλισμού του με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και προδιαγραφές, όπου και προβλέπονται, σε συνδυασμό με τα εκδοθέντα στην προκειμένη περίπτωση δελτία παραγγελίας και τιμολόγια, και συγκεκριμένα: 1) Οι μηχανές …….. 3.0 L προώθησης του σκάφους δεν επιτύγχαναν τη μέγιστη τιμή (4000) των στροφών τους, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή τους, όπερ εντοπίσθηκε και από τον πραγματογνώμονα, ο οποίος σε δοκιμαστικό πλου, που διενήργησε με το σκάφος, διεπίστωσε ότι με τα χειριστήρια και των δύο μηχανών σε κατάσταση πρόσω τερματισμού τους καμία από τις δύο δεν επιτύγχανε τον ανωτέρω μέγιστο αριθμό στροφών, αλλά και από τον τεχνικό σύμβουλο της πωλήτριας ……………., ο οποίος στην προσκομιζόμενη από 7.12.2017 τεχνική έκθεσή του, επίσης το εντοπίζει, παραθέτοντας διάφορες παραμέτρους, που κατά την κρίση του επηρεάζουν την επίτευξη των βέλτιστων στροφών του κινητήρα ενός σκάφους, μεταξύ των οποίων η επιλογή της κατάλληλης προπέλας σε σχέση με το σκάφος και τον κινητήρα, που επίσης εν προκειμένω συνιστά ευθύνη της πωλήτριας και ανάγεται στη δική  της σφαίρα, καθώς και από τον τεχνικό ………., εκπρόσωπο της εταιρίας, που αντιπροσωπεύει στην Ελλάδα την κατασκευάστρια των μηχανών του σκάφους αλλοδαπή εταιρία, ο οποίος στην προσκομιζόμενη από 25.11.2015 ηλεκτρονική επιστολή του προς τον αγοραστή προτείνει ως λύση στο πρόβλημα των μηχανών την τοποθέτηση καινούριων προπελών, αλλά και από τον τεχνικό της εταιρίας «…….» …………, όπως προκύπτει από το επίσης προσκομιζόμενο από τον αγοραστή από 3.10.2014 δελτίο επίσκεψης τεχνικού του ανωτέρω, με την επισήμανση ότι η παράδοση του σκάφους καθυστέρησε για περίπου ένα μήνα με την επίκληση από την πλευρά της πωλήτριας προβλήματος στις μηχανές του (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από 6.5.2015 ηλεκτρονική επιστολή προς τον αγοραστή του εταίρου της πωλήτριας ………., και την υπ’αριθμ. ……/8.12.2016 ένορκη βεβαίωση της συζύγου του αγοραστή …….). 2) Στο σκάφος τοποθετήθηκαν από την πωλήτρια μπαταρίες εκκίνησης των μηχανών, όχι τύπου AGM, βαθείας φόρτισης, κατά τα προβλεπόμενα από τον κατασκευστή στο παραδοθέν στον αγοραστή εγχειρίδιο λειτουργίας του σκάφους ως στάνταρ εξοπλισμός του, και, συνακόλουθα, κατά τα μεταξύ τους συνομολογηθέντα, όπως προεκτέθηκε, με την επισήμανση ότι η εγκατάσταση των προβλεπομένων μπαταριών είναι ζήτημα ιδιαίτερης σημασίας για ένα επαγγελματικό σκάφος αναψυχής, αλλά μη προδιαγεγραμμένες συμβατικές μπαταρίες τύπου EXTREME CALCIUM,  όπερ επισημαίνεται και από τον  τεχνικό σύμβουλο της πωλήτριας εταιρίας ……………., ο οποίος στην από 7.12.2017 τεχνική έκθεσή του επίσης το διαπιστώνει, όπως άλλωστε και ο πραγματογνώμονας, προσθέτοντας ότι, ναι μεν οι μπαταρίες βαθείας φόρτισης είναι τελευταίας τεχνολογίας, και πλέον κατάλληλες από τις συμβατικές, πλην όμως τούτο δεν καθιστά τις συμβατικές μπαταρίες ακατάλληλες, όπερ ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί εν προκειμένω, διότι δεν πρόκειται περί πραγματικού ελαττώματος του πωληθέντος, αλλά περί έλλειψης συμφωνημένης ιδιότητας. 3). Δεν είχαν τοποθετηθεί δυο ράφια στο πλαστικό ανοιγόμενο ντουλάπι κάτω από το cockpit sink της κύριας εισόδου, παρότι υφίστατο η προς τούτο απαιτούμενη υποδομή, όπερ διαπιστώνεται και από τον ……………. και τον πραγματογνώμονα. 4)  Δεν είχε τοποθετηθεί η προβλεπόμενη υποδομή για την ορθή και πλήρη στήριξη του μαξιλαριών ηλιοθεραπείας της πλώρης (sun upholstery on foredeck), και συγκεριμένα δεν είχαν προσαρμοσθεί σημεία στήριξης για να δεθούν οι ιμάντες του κάτω μέρους των μαξιλαριών. 5) Δεν είχε τοποθετηθεί  η προβλεπόμενη συνδετική υποδομή για την τοποθέτηση του μετωπικού και των πλευρικών καλυμμάτων ηλιοπροστασίας (sun protection front & side windows covers). 6) Το παροχικό ηλεκτρικό καλώδιο σύνδεσης με την ξηρά  δεν ήταν κατάλληλο για ναυτική χρήση (δηλαδή όχι βαρέως τύπου για μηχανικές καταπονήσεις, συνήθως κίτρινου χρώματος), αλλά εργοταξιακού τύπου μπαλαντέζας. Επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, θεμελιώνεται ενδοσυμβατική ευθύνη της πωλήτριας/εναγομένης στην πρώτη αγωγή για την έλλειψη των προαναφερομένων συνομολογημένων ιδιοτήτων και πραγματικών ελαττωμάτων του σκάφους, τα οποία, εφόσον, σε κάθε περίπτωση διαπιστώθηκαν από τον ενάγοντα/αγοραστή οπωσδήποτε εντός του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2015 το αργότερο (γνωστοποιήθηκαν δε στην εναγόμενη δυνάμει της από 14.9.2015 ηλεκτρονικής επιστολής του προς αυτήν), ήτοι εντός έξι (6) μηνών από την παράδοση σ’αυτόν του σκάφους, που έλαβε χώρα στις 28.5.2015, κατά τα προεκτεθέντα, τεκμαίρεται ότι υπήρχαν κατά τον κρίσιμο χρόνο της παράδοσης του σκάφους, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του 537 παρ.2 του ΑΚ, ευθύνη αντικειμενική, ήτοι ανεξάρτητη της υπαιτιότητας της εναγομένης πωλήτριας, η οποία δεν επέτυχε να αποδείξει, ως συνάγεται, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των εισκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, προς ανατροπήν του τεκμηρίου, προκειμένου  να ανταποκριθεί στο σχετικό δικονομικό βάρος, όπως έχει εκτεθεί διεξοδικά στη μείζονα σκέψη, ότι αυτό (το καθιερωθέν με την ως άνω διάταξη υπέρ του αγοραστή τεκμήριο) δε συμβιβάζεται εν προκειμένω με τη φύση του πωληθέντος, ή με τη φύση των διαπιστωθέντων ελαττωμάτων και ελλείψεων, ή ότι τα εν λόγω πραγματικά ελαττώματα δεν υπήρχαν κατά την παράδοση στον αγοραστή του πωληθέντος σκάφους και εμφανίσθηκαν μεταγενέστερα λόγω κακής χρήσης αυτού από τον αγοραστή (ειδικά για την εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιο, που επηρεάζει και την αξιοπλοΐα του σκάφους, έγινε ανωτέρω αναλυτική αναφορά στην αιτία της, όπως διαπιστώθηκε, όχι μόνον από το διορισθέντα πραγματογνώμονα, αλλά και από τους τεχνικούς ….. και …., και ουδόλως σχετίζεται με κακή χρήση του σκάφους από τον αγοραστή, έλλειψη συντήρησης, ή πλημμελή συντήρηση, προηγούμενη εκτέλεση με αυτό πολύωρων πλόων, ή με οποιουδήποτε είδους τεχνική παρέμβαση/επέμβαση σ’αυτό του αγοραστή, ή εκτέλεση εργασίας, αλλά συνίσταται σε εξαρχής ελαττωματική κατασκευή της γάστρας του πωληθέντος στο σημείο της εισροής, που είναι βέβαιον ότι υπήρχε κατά την παράδοση του σκάφους, εκδηλώθηκε όμως μεταγενέστερα), με την επισήμανση ότι οι περί του αντιθέτου γενικόλογες εκτιμήσεις του τεχνικού συμβούλου της πωλήτριας ……………. στις προσκομιζόμενες τρεις (3) τεχνικές εκθέσεις, που συνέταξε, περί εμφάνισης των διαπιστωθέντων και από τον πραγματογνώμονα πραγματικών ελαττωμάτων του σκάφους το πρώτον μετά την παράδοση του σκάφους, τα οποία απέδωσε σε κακή χρήση του από τον αγοραστή, δεν αναιρούν πειστικά τις ανωτέρω παραδοχές του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς δεν επιρρωνύονται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκδοθείσα επί της πρώτης αγωγής υπ’αριθμ. 4069/2018 οριστική απόφασή του ομοίως έκρινε ότι το πωληθέν σκάφος παρουσίαζε τα προαναφερθέντα πραγματικά ελαττώματα και ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων κατά τον κρίσιμο χρόνο μετάθεσης στον αγοραστή του κινδύνου, ήτοι της παράδοσης προς αυτόν του σκάφους, εφαρμόζοντας το καθιερωμένο στη διάταξη του άρθρου 537 παρ.2 του ΚΠολΔ τεκμήριο, το οποίο η πωλήτρια δεν κατόρθωσε να ανατρέψει, με αποτέλεσμα να συντρέχει περίπτωση ενδοσυμβατικής ευθύνης της πωλήτριας, που είναι αντικειμενική, λόγω παράβασης της προβλεπομένης υποχρέωσής της να παραδώσει το σκάφος με τις συμφωνημένες ιδιότητες και τα πραγματικά ελαττώματα, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη της πρώτης αγωγής με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της από 3.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./20.12.2018 και ………./20.12.2018) ένδικης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν ο ενάγων της πρώτης αγωγής/αγοραστής δικαιούται να αξιώσει μείωση του συμφωνημένου τιμήματος της πώλησης, ούτως ώστε αυτό να ανταποκρίνεται στην πραγματική αγοραία αξία του πωληθέντος στην κατάσταση που βρισκόταν κατά την κατάρτιση της σύμβασης, δηλαδή με τα ανωτέρω πραγματικά ελαττώματα και ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων, δικαίωμα που παραδεκτά ασκεί με την ως άνω αγωγή του, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Μετά ταύτα, δεδομένου ότι κατά το χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασης πώλησης η αγοραία (τρέχουσα εμπορική) αξία του σκάφους, ως υγιούς, δηλαδή με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς τα άνω πραγματικά ελαττώματα ταυτιζόταν με το συμφωνηθέν τίμημα της πώλησης, που ανερχόταν στο ποσό των 224.135 ευρώ, όπερ δεν αμφισβητήθηκε από την εναγόμενη της εν λόγω αγωγής, ενώ η κατά τον ίδιο χρόνο αξία του (το γεγονός ότι ένα μέρος του τιμήματος, ποσού 84.000 ευρώ, και όχι ολόκληρο αυτό, πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί  σε οκτώ ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις της πρώτης εξ αυτών καταβλητέας εντός έξι (6) μηνών από την άφιξη του σκάφους στη Μαρίνα του Αλίμου, όπου ορίσθηκε να λάβει χώρα η παράδοσή του, με αποτέλεσμα, κατά τη συμφωνία τους, να εξοφλείται σταδιακά και τμηματικά μέχρι το τέλος του έτους 2019, δε μεταβάλλει, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το χρονικό σημείο, κατά το οποίο θα υπολογισθεί η αξία του σκάφους υγιούς και ελαττωματικού),  με τα προαναφερόμενα πραγματικά ελαττώματα, και τις ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων, που επέδρασαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μειωτικά στην αξία του, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και το είδος αυτών, αλλά και το γεγονός ότι η αναγραφή στα έγγραφα επιθεώρησης του σκάφους του συμβάντος της εισροής υδάτων στο μηχανοστάσιο, που κατέστησε αυτό αναξιόπλοο από τον εξουσιοδοτημένο Νηογνώμονα, επηρεάζει προφανώς την εμπορευσιμότητά του, διότι ο υποψήφιος αγοραστής αποθαρρύνεται στο να προβεί στην αγορά ενός νεότευκτου σκάφους, που εμφανίζει ένα τέτοιο ελάττωμα εντός των πρώτων μηνών, και επιπροσθέτως φοβάται ότι μπορεί να υπάρχουν ή να εμφανισθούν και άλλα κρυμμένα ελαττώματα, ανερχόταν στο ποσό των 130.000 ευρώ, σύμφωνα με το σαφές περί τούτου συμπέρασμα στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος πραγματογνώμονα ………., που δεν αντικρούεται πειστικά από τα λοιπά προσκομιζόμενα απoδεικτικά μέσα (ο τεχνικός σύμβουλος της ενάγουσας ……………. στην  από 7.12.2017 έκθεσή του υπολογίζει την αξία του σκάφους στο ποσό των 180.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., κατά το χρόνο σύνταξης της έκθεσης όμως, κατόπιν της αποκατάστασης των ελαττωμάτων και ελλείψεων, το κόστος της οποίας προσδιορίζει στο ποσό των 10.000 ευρώ,  όση «δηλαδή και η αξία ενός σκάφους με τα ίδια χαρακτηριστικά, κατόπιν διετούς χρήσης και άριστη συντήρηση κατά τις προδιαγραφές του κατασκευαστή»), το μειωμένο τίμημα, ανέρχεται, κατ’ εφαρμογήν του τύπου Χ = ΣxΕ:A [όπου Χ είναι το ζητούμενο μειωμένο τίμημα, Σ είναι το συμφωνηθέν αρχικά τίμημα, Ε είναι η αξία του ελλιπούς πράγματος και Α η αξία του ίδιου πράγματος χωρίς ελάττωμα),  που αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, στο ποσό των 130.000 ευρώ (Χ = 224.135 (το αρχικά συμφωνηθέν τίμημα) x 130.000 : 224.135 = 130.000 ευρώ]. Συνεπώς, το συμφωνηθέν τίμημα του ένδικου σκάφους θα πρέπει να μειωθεί κατά το ποσό των 94.135 ευρώ  (224.135 – 130.000 = 94.135), πλην όμως ο ενάγων στην πρώτη αγωγή αιτείται για την αιτία αυτή ν’αναγνωρισθεί η μείωση του συνομολογηθέντος τιμήματος του ένδικου σκάφους κατά το έλασσον ποσό των 89.654 ευρώ, διότι προσδιορίζει το μειωμένο τίμημα στο ποσό των 134.481 ευρώ (ισχυρίζεται ότι τα πραγματικά ελαττώματα και οι ελλείπουσες συμφωνημένες ιδιότητες του σκάφους μειώνουν την αξία του κατά ποσοστό 30%), και, συνακόλουθα, ν’ αναγνωρισθεί ότι το τίμημα της πώλησης πρέπει να μειωθεί κατά το αιτούμενο ποσό των 89.654 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106 του ΚΠολΔ, καθώς και ότι ο ενάγων δεν υποχρεούται να καταβάλει στην πωλήτρια/εναγόμενη το υπόλοιπο και πιστωθέν μέρος του τιμήματος των 84.000 ευρώ. Ακολούθως, ενόψει του ότι ο ενάγων στην πρώτη αγωγή έχει ήδη καταβάλει στην εναγόμενη της αγωγής αυτής έναντι του τιμήματος της πώλησης του σκάφους το ποσό των 140.135 ευρώ, όπερ δεν αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη, η εναγόμενη εταιρία είναι υποχρεωμένη να επιστρέψει στον ενάγοντα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της αγωγής, το ποσό των 5.654 ευρώ, που έχει ήδη αυτός καταβάλει επιπλέον του κατά το αγωγικό αίτημα μειωμένου τιμήματος του σκάφους των 134.481 ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση (το κεφάλαιο των τόκων δεν πλήττεται από τους διαδίκους ειδικά με τις εφέσεις, που άσκησαν). Ταύτα δεχθέν και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη της πρώτης αγωγής με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω,  αποδείχθηκε ότι συνεπεία των άνω ελλείψεων των συμφωνημένων ιδιοτήτων του σκάφους και των πραγματικών ελαττωμάτων, που αυτό παρουσίαζε κατά την παράδοσή του στον αγοραστή, την ύπαρξη των οποίων η πωλήτρια κατά την κατάρτιση της σύμβασης προφανώς εγνώριζε, εφόσον όπως έγινε ήδη δεκτό υφίσταντο κατά την παράδοση του σκάφους, ο αγοραστής δικαιούται, σωρευτικά με το ασκηθέν με την αγωγή του δικαίωμα μείωσης του τιμήματος του πωληθέντος, και αποζημίωσης, η οποία δεν καλύπτεται από την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, για αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, την οποία υπέστη, και η οποία συνδέεται αιτιωδώς με τη ύπαρξη των ελαττωμάτων και την έλλειψη των ιδιοτήτων του πράγματος, όπως εκτενώς αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, ο ενάγων στην πρώτη αγωγή επιβαρύνθηκε με τις κάτωθι δαπάνες, οι οποίες, ως απότοκοι της διαπιστωθείσας ελαττωματικότητας του σκάφους, συνιστούν αποκαταστατέα περιουσιακή (θετική) ζημία του: α) Για τη διάγνωση της αιτίας εισροής θαλασσίου νερού, τη ρύθμιση κλίσης των μηχανών και το συγχρονισμό αντίστοιχων οργάνων, καθώς και για τη διάγνωση της αιτίας της μη επίτευξης των μέγιστων στροφών των μηχανών, κατέβαλε αυτός στην εταιρία «……….», το ποσό των 861 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα στην πρώτη αγωγή υπ’ αριθμ. ……./15.3.2016 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της ανωτέρω εταιρίας). β) Για την αγορά μπαταριών μάρκας «………..», τύπου «AGM» 12/90 Ah, κατέβαλε το συνολικό ποσό των 1.199,99 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. (βλ.σχετ.το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα της πρώτης αγωγής υπ’ αριθμ. ……./16.12.2015 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής), πλην όμως, ο ίδιος αιτείται με την αγωγή του αυτή για την εν λόγω αιτία το έλασσον ποσό των 1.100 ευρώ, το οποίο και πρέπει να του επιδικασθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106 του ΚΠολΔ, και όχι πλέον του αιτηθέντος. γ) Για τη διενέργεια ελέγχου και τη σύνταξη τεχνικής έκθεσης του ναυπηγού μηχανικού …….. αναφορικά με τη διάγνωση των εν λόγω προβλημάτων κατέβαλε στον ανωτέρω το ποσό των 1.230 ευρώ (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα στην πρώτη αγωγή, υπ’αριθμ. …………/10.2.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του). Επομένως, ο ενάγων της ανωτέρω αγωγής δικαιούται για τις άνω αιτίες συνολικά το ποσό των 3.191 ευρώ, πλέον τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής αυτής, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη της πρώτης αγωγής με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων, με την επισήμανση ότι το ξεχωριστό και ιδιαίτερο κεφάλαιο της ως άνω απόφασης, που αφορά στους επιδικασθέντες τόκους, δεν πλήττεται ειδικά από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους. Περαιτέρω, ο ενάγων της πρώτης αγωγής αιτήθηκε να του επιδικασθεί αποζημίωση ποσού 22.400 ευρώ, για την αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας, που του προκάλεσε η στέρηση της χρήσης του σκάφους του, το οποίο αγοράσθηκε για επαγγελματική χρήση και εμπορική εκμετάλλευση, και συνίσταται στα κέρδη, τα οποία, όπως  ισχυρίσθηκε, θα απεκόμιζε με βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εκναύλωσή του για τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα, συνολικής διάρκειας 28 ημερών, αντί ημερησίου ναύλου ανερχομένου στο ποσό των 800 ευρώ, πλην όμως απώλεσε, καθώς το σκάφος κρίθηκε ως μη αξιόπλοο στις 3.11.2015, κατόπιν επιθεώρησής του από τον Ελληνικό Νηογνώμονα, λόγω της διαπιστωθείσης εισροής θαλάσσιων υδάτων στο μηχανοστάσιο και μέχρι την επίλυση του προβλήματος. Πλην όμως το ως άνω κονδύλιο απορριπτέο τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμο, και δη ως αναπόδεικτο, διότι από το σύνολο του επαναπροσκομιζομένου και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικού υλικού, δεν αποδείχθηκε, σε βαθμό σχηματισμού δικανικής περί αυτού πεποίθησης, ότι για το χρονικό διάστημα από 3.11.2015 έως 15.6.2016, ο ενάγων είχε έρθει σε επαφή με υποψήφιους ναυλωτές του επίδικου σκάφους, οι οποίοι είχαν ζητήσει να το ναυλώσουν έναντι του ποσού των 800 ευρώ ημερησίως, και είχε επιτευχθεί συμφωνία, καθόσον ουδέν αποδεικτικό περί τούτου έγγραφο (ενδεικτικά, ανταλλαγή αλληλογραφίας, μέσω τηλεμοιοτυπίας ή μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, σχετικά με την εκναύλωση του σκάφους, καταχώρηση αγγελιών ή άλλου είδους διαφήμιση προς τούτο, σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού ναύλωσης ή προσυμφώνου τούτου) προσκομίζεται από τον ενάγοντα, που φέρει και το δικονομικό βάρος απόδειξης του σχετικού αγωγικού ισχυρισμού του, στο οποίο οφείλει να ανταποκριθεί για την παραδοχή της αγωγής του ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, ενώ αντίθετη κρίση δε μπορεί να συναχθεί από τις όλως γενικόλογες και αόριστες περί τούτου αναφορές των μαρτύρων απόδειξης . ……………., . και ……. στις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις τους, στις οποίες ουδεμία μνεία στα ονόματα των υποψηφίων ναυλωτών, στη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την ανεύρεσή τους, και στην επίτευξη συμφωνίας ναύλωσης μεταξύ τους γίνεται, ει μη μόνον διαλαμβάνεται ότι «για το χρονικό διάστημα από 3.11.2015 έως και 15.6.2016 ανέμενε (εννοείται ο ενάγων) από την εκμετάλλευση του επίδικου σκάφους διά της εκμισθώσεώς του, το συνολικό ποσό των 22.400 ευρώ», καθώς και ότι «οι υποψήφιοι μισθωτές του επίδικου σκάφους είχαν ζητήσει από τον κ. ……………. να τους το εκμισθώσει προς 800 Ευρώ ημερησίως». Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του επίσης απέρριψε το ανωτέρω κονδύλιο ως αναπόδεικτο, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με τον μοναδικό λόγο της κρινόμενης από 11.2.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../11.2.2019 και ………/11.2.2019) έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων, και, συνακόλουθα, και της έφεσης αυτής στο σύνολό της ως αβάσιμης. Λόγω της ήττας του εκκαλούντος της έφεσης αυτής πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου του ένδικου μέσου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 προτελευταίο εδάφιο του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος του η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από την ανωτέρω σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Περαιτέρω η εκκαλούσα της από 3.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../20.12.2018 και ……../20.12.2018) έφεσης/εναγόμενη της πρώτης αγωγής με τις προτάσεις της, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, υποβάλλει αίτημα αναβολής της συζήτησης μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η εκκρεμής ποινική διαδικασία, που έχει εκκινήσει εξ αφορμής υποβολής από την ίδια σε βάρος του αντιδίκου της και του επιθεωρητή του Ελληνικού Νηογνώμονα ……. της υπό στοιχεία ΑΒΜ …… μήνυσής της ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, κατόπιν της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος τους για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς βεβαίωσης και της άμεσης συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (σε βάρος του …) και της ηθικής αυτουργίας στην ψευδή βεβαίωση του ανωτέρω και της απάτης στο δικαστήριο (σε βάρος του …………….) αντίστοιχα, που αφορούν στην αναγραφή από τον ………. της ημερομηνίας 14.9.2015 στο έγγραφο, το οποίο τιτλοφορείται «έκθεση επιθεώρησης μικρού σκάφους μετά από βλάβη/ζημία», και για το οποίο έχει ήδη γίνει λόγος ανωτέρω, ως ημερομηνίας διενέργειας της επιθεώρησης απ’αυτόν του επίμαχου σκάφους, και έχουν αμφότεροι παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν ως κατηγορούμενοι για τις πράξεις αυτές. Το εν λόγω αίτημα, όμως, πρέπει ν’απορριφθεί ως αβάσιμο, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ανωτέρω εκκρεμής ποινική υπόθεση δεν επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, ούτε με την αναβολή της παρούσας πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η εν λόγω ποινική διαδικασία, θα διευκολυνθεί καθ’οιονδήποτε τρόπο η αποδεικτική διαδικασία για τη βασιμότητα της ασκηθείσας και εκκρεμούς ενώπιόν του αγωγής του εκ των κατηγορουμένων ……………. . σε βάρος της μηνύτριας εταιρίας (της πρώτης αγωγής, όπως αναφέρεται στην παρούσα απόφαση), καθώς το Δικαστήριο μπορεί να αχθεί στο σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης επί της ουσιαστικής βασιμότητας των αγωγικών ισχυρισμών από την εκτίμηση του συνόλου των ήδη προσκομισθέντων από τους διαδίκους σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας αποδεικτικών μέσων. Πολλώ δε μάλλον που στην προκειμένη περίπτωση η αναγραφή της ημερομηνίας 14.9.2015 στο ανωτέρω έγγραφο, που παραδόθηκε στον πλοιοκτήτη, ως ημερομηνίας διενέργειας του ελέγχου του σκάφους και σύνταξης του συγκεκριμένου εγγράφου, τέθηκε προφανώς εσφαλμένα από τον συντάκτη του, επιθεωρητή του Ελληνικού Νηογνώμονα, ο οποίος εκ παραδρομής έθεσε την ημερομηνία, κατά την οποία γνωστοποιήθηκε στον Ελληνικό Νηογνώμονα η βλάβη/ζημία του σκάφους, όπως επίσης αναφέρεται ρητά στο ίδιο το έγγραφο, ως ημερομηνία διεξαγωγής της επιθεώρησης από τον ίδιο του σκάφους και σύνταξης της έκθεσής του, αντί του ορθού 3.11.2015, που ρητά αναφέρεται ως ημερομηνία διεξαγωγής της ίδιας επιθεώρησης του αυτού σκάφους στο επίσης συνταχθέν από το αυτό πρόσωπο με ημερομηνία 3.11.2015 «βεβαιωτικό επιθεώρησης πλοίου μετά από βλάβη/ζημία», το οποίο επίσης παραδόθηκε στον πλοιοκτήτη, και του οποίου το περιεχόμενο στα ουσιώδη σημεία του ταυτίζεται εν πολλοίς με το περιεχόμενο της ανωτέρω έκθεσης επιθεώρησης, στην οποία αναφέρονται οι αξιόποινες πράξεις, που αποδίδονται στους κατηγορουμένους, ούτως ώστε ουδεμία αμφιβολία να προκύπτει περί του ότι έχουν αμφότερα συνταχθεί με αφορμή το αυτό βιοτικό συμβάν. Τέλος, το υποβληθέν από την ίδια διάδικο με την προσθήκη – αντίκρουση των κατατεθεισών κατά τη συζήτηση της έφεσής της προτάσεών της αίτημα επίδειξης εγγράφου κατ’άρθρον 451 του ΚΠολΔ, με το οποίο ζητά να της επιδειχθεί από τον εφεσίβλητο το αναφερόμενο στην προσκομιζόμενη από την ίδια εκτύπωση από ηλεκτρονικό υπολογιστή υπό στοιχεία …….. Πρωτόκολλο Γενικής Επιθεώρησης πλοίου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………», το οποίο φέρει ημερομηνία έκδοσης 12.4.2018 και λήξης 10.4.2020, και το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, έχει εκδοθεί για το πωληθέν  σκάφος, σε αντικατάσταση του υπ’αριθμ. …../18.9.2015 προηγούμενου Πρωτοκόλλου, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτο, διότι υποβλήθηκε με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, πολλώ δε μάλλον που εκ του περιεχομένου του ιδίου του ανωτέρω εγγράφου, που προσκομίζεται από την αιτούσα διάδικο, δεν προκύπτει ότι το σ’αυτό αναφερόμενο Πρωτόκολλο, του οποίου ζητείται η επίδειξη, αφορά όντως στο επίμαχο σκάφος. Περαιτέρω, αναφορικά με τα κεφάλαια της εκκαλουμένης, που αφορούν στη δεύτερη αγωγή, και επίσης προσβάλλονται από την ενάγουσα αυτής με την κρινόμενη από 3.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./20.12.2018 και ……../20.12.2018) έφεσή της, λεκτέα τα κάτωθι: Κατόπιν των προεκτεθεισών παραδοχών και του παρόντος Δικαστηρίου περί της ύπαρξης στο πωληθέν σκάφος κατά την παράδοσή του στον αγοραστή πραγματικών ελαττωμάτων και της έλλειψης συνομολογημένων ιδιοτήτων του, που απομειώνουν την αξία του κατά το ποσό των 89.654 ευρώ, με αποτέλεσμα το μειωμένο τίμημα του σκάφους να διαμορφώνεται στο ποσό των 134.481 ευρώ, ώστε να ανταποκρίνεται στην πραγματική αγοραία αξία του κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, η υποβληθείσα ένσταση του ανωτέρω προσώπου/ εναγομένου στην από 3.8.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../ 9.8.2016) αγωγή της πωλήτριας, με την οποία ασκεί το προβλεπόμενο στο νόμο για την περίπτωση παράβασης της συμβατικής υποχρέωσης του πωλητή να παραδώσει το πράγμα χωρίς πραγματικά ελαττώματα και με τις συμφωνημένες ιδιότητες δικαίωμά του μείωσης του τιμήματος της πώλησης του σκάφους, και την οποία προέβαλε νομότυπα με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της ως άνω αγωγής προτάσεις του, θα πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και, συνακόλουθα, ν’απορριφθεί, για το λόγο τούτο, το πρώτο αίτημα της ως άνω αγωγής περί επιδίκασης στην ενάγουσα του ποσού των 84.000 ευρώ, που ζητείται να της καταβληθεί ως πιστωθέν και συμφωνηθέν να εξοφληθεί σε δόσεις εισέτι οφειλόμενο υπόλοιπο του τιμήματος, καθώς και το επικουρικά προβληθέν αίτημα περί καταβολής σ’αυτήν μόνον των δύο πρώτων οφειλομένων δόσεων του τιμήματος, που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής της,  συνολικού ποσού 21.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, κατόπιν παραδοχής ως κατ’ουσίαν βάσιμης της ένστασης του εναγομένου της ανωτέρω αγωγής περί μείωσης του τιμήματος της καταρτισθείσας μεταξύ του ιδίου και της ενάγουσας της αγωγής αυτής πώλησης σκάφους αναψυχής, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αγωγικό αίτημα περί καταβολής στην ενάγουσα του εισέτι ανεξόφλητου και πιστωθέντος μέρους του τιμήματος ποσού 84.000 ευρώ, άλλως επικουρικώς του έχοντος ήδη κατά τη σύνταξη της αγωγής καταστεί ληξιπρόθεσμο μέρους του ιδίου τιμήματος ποσού 21.000 ευρώ, κρίνοντας ότι δεν οφείλονται πλέον λόγω της επελθούσας μείωσης του τιμήματος, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, με αποτέλεσμα όσα αντίθετα υποστηρίζονται από την ενάγουσα της αγωγής αυτής (δεύτερης αγωγής) με τον έκτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της να τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, αναφορικά με τις λοιπές ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας της δεύτερης αγωγής οι οποίες, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή αυτή, απορρέουν από την από 21.11.2014 εγγράφως καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων, δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού, σύμβαση διαχείρισης – συνεκμετάλλευσης του πωληθέντος σκάφους αντί αμοιβής/προμηθείας της, την οποία (σύμβαση) φέρεται ότι παραβίασε ο εναγόμενος/αγοραστής του σκάφους, και αφορούν κυρίως σε διαφυγόντα κέρδη της ενάγουσας λόγω απώλειας ναύλων για το χρονικό διάστημα ισχύος της σύμβασης, άλλως επικουρικώς σε απολεσθέντα κέρδη αυτής από τις ήδη συναφθείσες ναυλώσεις του σκάφους, καθώς και σε αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη εξαιτίας της φερομένης παραβίασης από τον εναγόμενο των συμβατικών υποχρεώσεών του, και ειδικότερα συνίσταται σε καταβληθείσες από την ίδια δαπάνες του σκάφους, οι οποίες όμως, με βάση όρο του ανωτέρω υπογραφέντος ιδιωτικού συμφωνητικού, βαρύνουν τον αντίδικό της, λεκτέα τα κάτωθι: H ανωτέρω σύμβαση διαχείρισης, που πράγματι καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων με το περιεχόμενο, που έχει ήδη αναφερθεί, λύθηκε με νεότερη προφορική συμφωνία τους, που έλαβε χώρα περί το μέσον του μηνός Ιουνίου του έτους 2015, και δεν περιβλήθηκε τον έγγραφο τύπο, με αποτέλεσμα οι εξ αυτής φερόμενες ως απορρέουσες αξιώσεις της ενάγουσας της δεύτερης  αγωγής, να μην οφείλονται, όπως, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δύναται να συναχθεί ιδίως από τα κάτωθι: Στην από 11.6.2015 ηλεκτρονική επιστολή, που ο εναγόμενος απέστειλε στην ενάγουσα, αφού διατυπώνει παράπονα για τη μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο επικοινωνία του με τους συνεργάτες της, ακολούθως αναφέρει ότι: «…Έχω τόσα παραδείγματα πια που με κάνουν πλέον να έχω σίγουρη εικόνα ότι η πρόθεσή μου αυτή δε μπορεί τελικά να επιτευχθεί διότι μου έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη Επομένως, μετά από ώριμη σκέψη, σε ενημερώνω δια του παρόντος μηνύματός μου ότι δεν προτίθεμαι να προχωρήσω σε καμία ναύλωση του σκάφους μου για το έτος 2015 και εάν και εσύ το επιθυμείς, για το μέλλον να το συζητήσουμε το επόμενο έτος και το εκτιμούμε τότε. Οπότε παρακαλώ να δώσεις τις κατάλληλες οδηγίες στους συνεργάτες σου προκειμένου να μου παραδοθεί το σκάφος μου σύμφωνα με τους όρους του μεταξύ μας Ιδιωτικού Συμφωνητικού Αγοραπωλησίας». Επακολούθησε σε απάντηση της ανωτέρω επιστολής η αποστολή στον εναγόμενο της από 17.6.2015 ηλεκτρονικής επιστολής του ………….., εταίρου της ενάγουσας, ο οποίος, ενεργώντας για λογαριασμό της, ουσιαστικά αποδέχεται την προταθείσα από τον εναγόμενο λύση της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης, και προτείνει μελλοντική συνεργασία τους για τα επόμενα έτη, όπως αυτός το επιθυμεί, αναφέροντας συγκεκριμένα τα εξής: «…2. Αφού γνωρίσεις, χαρείς και χορτάσεις το σκάφος σου θα μιλήσουμε για να βρούμε ένα τρόπο συνεργασίας στο μέλλον. Αυτό μπορεί να γίνει για το 2016 ή ακόμα και για το 2017, όπως επιθυμείς. Το σκάφος έχει ζήτηση, θα βάλεις εσύ τους κανόνες, θα ενημερώνουμε τους πελάτες και όποιος συμφωνεί θα κλείνουμε τις συμφωνίες ναύλωσης. Για φέτος μάλλον από δική αμέλεια, δηλ. μη επικοινωνώντας με σαφήνεια τις επιθυμίες σου, δημιουργήθηκαν παρεξηγήσεις. 3. Για τους ναύλους που έχουν ήδη επιβεβαιωθεί θα σε παρακαλούσα να τους εκτελέσουμε, γιατί θα εκτεθούμε ανεπανόρθωτα. Είναι 3 μονοβδόμαδοι ναύλοι, και αν τους ακυρώσουμε δεν έχουμε εναλλακτικές λύσεις να προσφέρουμε στους πελάτες…». Περαιτέρω στην από 29.6.2015 ηλεκτρονική επιστολή του προς τον εναγόμενο ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας εταιρίας ………….., που ως εκ της ιδιότητάς του είναι αυτός, που εκφράζει τη βούληση του νομικού προσώπου, προς άρση πάσης αμφιβολίας, σαφώς επιβεβαιώνει την ήδη επελθούσα λύση της σύμβασης, ζητώντας την υπογραφή συμφωνητικού λύσης, και αναφέροντας συγκεκριμένα τα εξής: «…Από τις προφορικές μας συζητήσεις αντιλαμβάνομαι ότι δεν επιθυμείς την πραγματοποίηση του συμφωνητικού διαχείρισης. Θα ήθελα επομένως να καταρτίσουμε ένα καινούριο συμφωνητικό, το οποίο θα ανακαλεί το υπάρχον». Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί σύναψης νεότερης συμφωνίας μεταξύ των μερών, με την οποία λύθηκε η μεταξύ τους σύμβαση, και όχι νεότερης συμφωνίας τους με περιεχόμενο να μην ισχύσει η σύμβαση μόνον για το έτος 2015, πλην των ήδη συναφθεισών ναυλώσεων, αλλά να ισχύσει κανονικά για τα επόμενα έτη, όπως προβλεπόταν στο σχετικώς υπογραφέν ιδιωτικό συμφωνητικό, επιρρωνύεται και από το ότι στην ανωτέρω ηλεκτρονική επιστολή ουδέν περί τούτου διαλαμβάνεται, ως ευλόγως θα αναμενόταν, ώστε ουδεμία αμφιβολία να καταλείπεται στον αποδέκτη της επιστολής, προκειμένου να αποσαφηνισθεί πλήρως το περιεχόμενο της νέας συμφωνίας διαχείρισης, αντίθετα μάλιστα ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας επισημαίνει στον αγοραστή ότι υφίσταται μεταξύ τους οφειλόμενο υπόλοιπο τιμήματος της πώλησης του σκάφους, ποσού 84.000 ευρώ, και του ζητά να τον ενημερώσει περί του τρόπου, με τον οποίο προτίθεται αυτός να το εξοφλήσει, όπερ, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, δεν θα αναφερόταν εάν η σύμβαση διαχείρισης, στην οποία προβλέπεται ότι το τίμημα θα αποπληρωνόταν σταδιακά διά της παρακράτησης από την ενάγουσα, πέραν της προμήθειάς της για τη διαμεσολάβησή της στην κατάρτιση των ναυλώσεων, και του υπολοίπου ποσού του κάθε φορά συμφωνηθέντος ναύλου, που, επομένως, δεν θα αποδίδετο στον πλοιοκτήτη, αλλά θα καταλογιζόταν σε εξόφληση του υπολοίπου τιμήματος, εξακολουθούσε να ισχύει, καθώς εκ των πραγμάτων προϋποθέτει την ήδη επελθούσα λύση της, με αποτέλεσμα να ανακύπτει πλέον ζήτημα επίτευξη συμφωνίας τους, που θα αφορά σε άλλον κοινώς αποδεκτό τρόπο αποπληρωμής του ανεξόφλητου μέρους του τιμήματος από τον αγοραστή του σκάφους, αφού ο ρητά καθοριζόμενος στη λυθείσα σύμβαση δε μπορεί πλέον να τύχει εφαρμογής. Περαιτέρω, στην από 8.7.2015 ηλεκτρονική επιστολή του εκπροσώπου της ενάγουσας …………, απευθυνόμενη προς τον εναγόμενο, επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά η λύση της σύμβασης διαχείρισης, καθώς εκτίθεται «…2.Πρέπει να ακυρωθεί το συμφωνητικό διαχείρισης. Μου έγραψες να σου στείλω ένα σχέδιο σχετικά. Σε παρακαλώ ετοίμασέ το εσύ. Πιστεύω ότι θα το κάνεις καλύτερα. Ευχαριστώ.». Επίσης, ο εναγόμενος στην από 14.9.2015 ηλεκτρονική επιστολή του προς την ενάγουσα (και συγκεκριμένα προς τον ……………) αναφέρει, μεταξύ άλλων «…συνημμένα σου στέλνω το συμφωνητικό λύσης της σύμβασης διαχείρισης που μου είχες ζητήσει». Εκ της παράθεσης των ανωτέρω ηλεκτρονικών επιστολών, που αντηλλάγησαν μεταξύ των διαδίκων, σαφώς συνάγεται κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου ότι η εν λόγω σύμβαση διαχείρισης λύθηκε συναινετικά, επελθούσας περί αυτού σύμπτωσης των δηλώσεων βούλησης των σ’αυτήν συμβληθέντων, διά της πρότασης της λύσης από τον εναγόμενο της δεύτερης αγωγής και της αποδοχής της υποβληθείσας πρότασης από την αντισυμβαλλομένη του εταιρία, και εκκρεμούσε η υπογραφή απ’αυτούς σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού, που τελικά ουδέποτε έλαβε χώρα. Και ναι μεν στην ανωτέρω σύμβαση διαχείρισης προβλέπεται ρητά ότι «οποιαδήποτε τροποποίηση της παρούσας θα πραγματοποιείται και αποδεικνύεται μόνον εγγράφως, αποκλειομένου κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου», πλην όμως ο ανωτέρω όρος ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί στο κύρος της περί λύσης της σύμβασης κατά τα ανωτέρω μεταγενεστέρως καταρτισθείσας συμφωνίας των διαδίκων, διότι, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, που καθιερώνεται στο άρθρο 361 του ΑΚ, τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να καθιερώσουν το έγγραφο ως συστατικό ή αποδεικτικό τύπο της δικαιοπραξίας, δηλαδή να συμφωνήσουν ότι η πραγμάτωση κάποιων όρων της συμφωνίας ή εκτέλεση γεγονότος θα γίνεται ή θα αποδεικνύεται με την κατάρτιση έγγραφου, όπως συνέβη εν προκειμένω, πλην όμως μια τέτοια συμφωνία είναι δυνατόν, κατά την διάρκειά της, να τροποποιηθεί είτε ρητά είτε σιωπηρά, χωρίς  να απαιτείται για την τροποποίησή της να τηρηθεί ο έγγραφος τύπος, που ορίσθηκε από τα μέρη, καθώς η διάταξη του άρθρου 164 του ΑΚ, που καθιερώνει την τήρηση τύπου και για τις τροποποιήσεις της δικαιοπραξίας αναφέρεται σε τροποποιήσεις δικαιοπραξίας, για την οποία ορίζεται ο τύπος από τον νόμο, και όχι από τα μέρη, όπως εν προκειμένω, πολλώ δε μάλλον που ως τροποποίηση δε νοείται η ολική η μερική κατάργηση ή παραίτηση από όρο της δικαιοπραξίας, η οποία μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να γίνει χωρίς την τήρηση τύπου, με νεότερη συμφωνία ρητή ή σιωπηρή, εκτός εάν ειδικά ο νόμος προβλέπει την τήρηση τύπου, όπερ δεν ισχύει στη κρινόμενη περίπτωση. Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι κοινή βούληση αμφοτέρων των διαδίκων μερών ήταν να μην ισχύσει το ως άνω από 21.11.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης και οι επιμέρους όροι αυτού, δυνάμει των οποίων η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι της οφείλονται τα προαναφερθέντα αγωγικά κονδύλια, τα οποία ζητά να της επιδικασθούν ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας που υπέστη από την φερόμενη παράβαση από τον εναγόμενο των εκ της σύμβασης αυτής απορρεουσών υποχρεώσεών του, και τα οποία για το λόγο αυτό πρέπει ν’απορριφθούν ως κατ’ουσίαν αβάσιμα.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, επίσης απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμα τα ως άνω αγωγικά κονδύλια, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, και, συνακόλουθα, και τη δεύτερη αγωγή στο σύνολό της ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, κατέληξε στο σωστό συμπέρασμα, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα της δεύτερης αγωγής με τον έβδομο λόγο της κρινόμενης από 3.12.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ………./20.12.2018 και ………../20.12.2018) έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων, και, κατόπιν τούτου, και της έφεσης αυτής στο σύνολό της. Λόγω της ήττας της εκκαλούσας της ως άνω έφεσης πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου του ένδικου μέσου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 προτελευταίο εδάφιο του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη του  εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τον ανωτέρω σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 3.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/20.12.2018 και ……/20.12.2018) έφεση, και β) την από 11.2.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../11.2.2019 και ……./11.2.2019) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 4069/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πρώτη εξ αυτών απευθυνόμενη και κατά της υπ’αριθμ.3409/2017 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν αμφότερα τα ανωτέρω δικόγραφα.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα της πρώτης και τον εκκαλούντα της δεύτερης των ανωτέρω εφέσεων αντίστοιχα παραβόλου των ένδικων αυτών μέσων στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας της πρώτης των ανωτέρω εφέσεων τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου της έφεσης αυτής του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος της δεύτερης των ανωτέρω εφέσεων τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης της έφεσης αυτής του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 3-8-2020

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ