Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 540/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Aριθμός: 540/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 11.7.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …./2019 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) έφεση της εκκαλούσας κατά των εφεσίβλητων ναυτικών προς εξαφάνιση κατά το μέρος που την αφορά της 2098/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ναυτικό Τμήμα) που  μεταξύ άλλων δίκασε με την ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ.1 περ.α’ ΚΠολΔ αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε την από 11.7.2018 (με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) ανακοπή της πρώτης κατά των τελευταίων προς μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου υπ’ αριθ. …./25.6.2018 πίνακα κατάταξης δανειστών του Συμβ/φου Πειραιά ……… με σκοπό να τεθούν εκτός πίνακα οι καθ’ων δανειστές και στη θέση τους να καταταγεί η Ο.Λ.Π. Α.Ε. οριστικά και σύμφωνα με την κατά το άρθρο 205 παρ.1 ΚΙΝΔ πρώτη προνομιακή τάξη για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής της ποσού 32.001,56 ευρώ, έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην ηττηθείσα ανακόπτουσα επιμελεία των καθ’ων στις 25.6.2019 (βλ. την υπ’ αριθ. ………..’/25.6.2019 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά ……… που παρέλαβε ως αντίκλητος ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ο.Λ.Π. Α.Ε.,  ……….. λόγω απουσίας των νομίμων εκπροσώπων της στο γραφείο της), η δε έφεση της ανακόπτουσας ασκήθηκε στις 12.7.2019 σύμφωνα με τη συνημμένη έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της,από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.6 του ν. 2172/1993 Δικαστήριο, εφαρμοζόμενης της ίδιας ειδικής διαδικασίας των άρθρων 643 και 591 παρ.1 περ.α’ ΚΠολΔ όπως και πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 του ίδιου Κώδικα καικαθώς για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 Α στοιχ.β’ του ΚΠολΔ το με κωδικό . . .. e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, εξοφλημένο (βλ. συνημμένο στο εφετήριο αντίγραφο του παραπάνω e-παράβολου και αντίγραφο απόδειξης είσπραξης για λογαριασμό τρίτων & είσπραξης τελών των ΕΛΤΑ).

Κατά το άρθρο 585 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ. το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός  από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ, τους λόγους της, νέοι δε λόγοι μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεση της ανακοπής ή όταν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 12 του ίδιου Κώδικα, δύο μόνο βαθμοί δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων υπάρχουν, των οποίων την τήρηση το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αυτοτελής δε αίτηση δεν επιτρέπεται να υποβληθεί απευθείας σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες α) με τις διατάξεις των άρθρων 522 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά την έννοια των οποίων το Εφετείο, με την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, γίνεται κύριο της όλης υποθέσεως κατά την  έκταση της μεταβιβάσεως αυτής με τους λόγους της εφέσεως και υποκαθιστά το Πρωτοδικείο, καθιστάμενο αρμόδιο να εξετάσει όλα τα υποβληθέντα, προς οριστική διάγνωση ενώπιον του τελευταίου τούτου αναγκαία ζητήματα και β) τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, όπως είναι και η ανακοπή που ασκείται, σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ, κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως, εφόσον δεν κατατέθηκαν με πρόσθετο δικόγραφο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο κατατέθηκε η ανακοπή, απαραδέκτως εισάγονται με οιονδήποτε τρόπο ενώπιον του Εφετείου, έστω και αν τούτο κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως εξετάζει κατ΄ ουσίαν την ανακοπή. Και τούτο διότι, πέραν του ότι το άρθρο 585 παρ. 2 ΚΠολΔ, που αποτελεί ειδική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 1298/2018, 892/1990 στην ΤΝΠ Νόμος), απαιτεί κατάθεση του δικογράφου των προσθέτων λόγων ανακοπής “στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται η ανακοπή”, θα πρόκειται γι’ αυτοτελή αίτηση παροχής έννομης προστασίας υποβαλλόμενη κατ΄ ευθείαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο καίτοι δεν προβλέπεται τούτο ειδικά στο νόμο (άρθρο 12 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), αφού η κατά το άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. εξουσία του Εφετείου εκτείνεται στην έρευνα μόνο εκείνων των προς διάγνωση ζητημάτων, τα οποία είχαν υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 660/2005, ΑΠ 1914/1999 στην ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι όχι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλ` απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή, αν θεωρηθούν βάσιμοι, να άγουν σε εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης. Έτσι, αν η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έχει επάλληλη αιτιολογία, η προσβολή της κατά το ένα μόνο σκέλος δεν αρκεί, αφού το διατακτικό της στηρίζεται αυτοτελώς επί του άλλου (ΑΠ Ολ 25/1996 ΝοΒ 1996, σελ. 46, ΑΠ 1390/1988 ΕλλΔνη 31, σελ. 95, ΕφΘεσ 1312/2008 Αρμ 2009, σελ. 1181, ΑΠ 1530/1988 ΕλλΔνη 31, σελ. 518, ΑΠ 265/1989 ΕλλΔνη 31, σελ. 769 Σαμουήλ Σαμουήλ, Η έφεση, 2003, παρ. 542, σελ. 221,ΕφΠειρ 234/2010, ΠειρΝομ 2010, σελ. 404, ΜονΕφΠειρ 624/2018, ΕΝΔ 2018, σελ. 343).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις της μάρτυρα απόδειξης της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας, ……. και του μάρτυρα των καθ’ων και ήδη εφεσίβλητων, ………., που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι καταθέσεις τους περιέχονται στα απομαγνητοφωνημένα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παραπάνω Δικαστηρίου και απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση των καθ’ων η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητων, δυνάμει και σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. 1872/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με βάση την υπ’ αριθμ. …../2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου για διενέργεια πλειστηριασμού της δικαστικής επιμελήτριας Πειραιά ……….. και δυνάμει του υπ’ αριθ. …./9-1-2018 αποσπάσματος της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, εκπλειστηριάσθηκε στις 28.3.2018 με ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιά ……… το με σημαία Τόγκο, φορτηγό πλοίο γενικού ξηρού φορτίου με το όνομα “C”, πρώην “A”, νηολογίου Λόμε ……, IMO …,MMSI …., ΔΔΣ …., DWT 2860, πλοιοκτησίας της οφειλέτριας εταιρίας με την επωνυμία “.…….”, που τυπικά εδρεύει στις νήσους Μάρσαλ και πραγματικά στην Ελλάδα, όπως τα επιμέρους στοιχεία του πλοίου περιγράφονται ειδικότερα στην υπ’ αριθ. ……/28-3-2018 έκθεση πλειστηριασμού του παραπάνω συμβολαιογράφου και δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους. Το ως άνω πλοίο κατακυρώθηκε στη ναυτική εταιρία με την επωνυμία “………..”, που εδρεύει στις νήσους Μάρσαλ έναντι πλειστηριάσματος 255.001 δολαρίων ΗΠΑ, ισόποσου με την τότε ισχύουσα ισοτιμία στα 218.294,74 ευρώ. Τα έξοδα εκτέλεσης ανήλθαν συνολικά στο ποσό των 14.885,09 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι σε ευρώ 12.742,45 και στο εναπομείναν προς διανομή πλειστηρίασμα ύψους 240.115,91 δολαρίων ΗΠΑ (ισόποσου με την ισχύουσα τότε ισοτιμία πλειστηριάσματος σε ευρώ 205.552,29) με τον προσβαλλόμενο …./25.6.2018 πίνακα κατάταξης δανειστών που συνέταξε ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συμβολαιογράφος Πειραιά ………. κατετάγησαν κατά ένα μέρος, μόνο οι απαιτήσεις των καθ’ων η ανακοπή- ήδη εφεσίβλητων ναυτικών, τις οποίες είχαν αναγγείλει με την από 6.2.2018 αναγγελία τους, ως εξής: 1) για τον πρώτο …….. για ποσό 62.604,10 δολαρίων ΗΠΑ, 2) για τον δεύτερο ……… για ποσό 47.752,06 δολαρίων ΗΠΑ, 3) για τον τρίτο ………. για ποσό 55.748,8 δολαρίων ΗΠΑ, 4) για τον τέταρτο…. για ποσό 25.528,4 δολαρίων ΗΠΑ, 5) για τον πέμπτο ……….. για ποσό 22.996,28 δολαρίων ΗΠΑ και 6) για τον έκτο ……… για ποσό 25.486,27 δολαρίων ΗΠΑ. Ειδικότερα, οι ως άνω καθ’ων, άπαντες ναυτικοί συγκροτούντες πλήρωμα στο εν λόγω πλοίο, όπως επιβεβαίωσε στην κατάθεσή του πρωτοδίκως και ο μάρτυράς τους, επιθεωρητής της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Μεταφορών, ………….., ανήγγειλαν με την από 6.2.2018 αναγγελία τους τις σχετικές απαιτήσεις τους που προέρχονταν από την παροχή ναυτικής εργασίας στο εκπλειστηριασθέν πλοίο και είναι αυτές που αναφέρονται στην επισυναπτόμενη ήδη στις πρωτόδικες προτάσεις τους υπ’ αριθ. κατ. ……/11.12.2017 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Τις απαιτήσεις αυτές των καθ’ων, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού κατέταξε προνομιακώς, συμμέτρως και τυχαίως στη δεύτερη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 περ. β’ ΚΙΝΔ και υπό την αίρεση τελεσίδικης αναγνώρισης των αξιώσεών τους, εφαρμόζοντας μόνο το ελληνικό δίκαιο λόγω ανυπαρξίας στοιχείων περί της σχετικής νομοθεσίας κατά το δίκαιο του Τόγκο. Περιέλαβε δε σε αυτές ως καλυπτόμενες από το ναυτικό προνόμιο και παρεπόμενες απαιτήσεις των ναυτικών από τους τόκους υπερημερίας, όπως ειδικότερα θα εκτεθεί παρακάτω. Επίσης, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία «Ο.Λ.Π. Α.Ε.» ανήγγειλε με την υπ’ αριθ. πρωτ. ………/2-4-2018 αναγγελία της ενώπιον του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου απαίτησή της κατά της καθ’ης ο πλειστηριασμός οφειλέτριας- πλοιοκτήτριας συνολικού ποσού μαζί με τους τόκους 32.001,56 ευρώ [(κεφάλαιο 8.628,04 ευρώ + τόκοι 2.418 ευρώ + χαρτόσημο 87,04 ευρώ= 11.133,07 ευρώ) + (κεφάλαιο 19.006,05 ευρώ + τόκοι 1.797,72 ευρώ + χαρτόσημο 64,72 ευρώ= 20.868,49 ευρώ)] που προήλθε από τέλη πρυμνοδέτησης του πλοίου κατά το διάστημα από 1.6.2015 έως και 31.1.2018 ως εμφαίνονται στο συνημμένο στην αναγγελία πίνακα χρεών, αιτούμενη να καταταγεί η ανωτέρω απαίτησή της (συμπεριλαμβανομένων τόκων και εξόδων) στον πίνακα κατάταξης. Ωστόσο, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, ο οποίος με την υπ’ αριθ. …../25-6-2018 πρόσκληση δανειστών που επέδωσε στην ανακόπτουσα στις 24.6.2018 (και όχι στις 27.6.2018 όπως παραδεκτώς μεν, αλλά εσφαλμένως διορθώθηκε η ημερομηνία επίδοσης πρωτοδίκως, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ανακόπτουσας στο ακροατήριο) την προσκάλεσε να προβάλλει αντιρρήσεις, ουδόλως την κατέταξε στον προσβαλλόμενο πίνακα για τον λόγο ότι, όπως αιτιολογεί στο φύλλο 32 του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, «η αναγγελία (ενν. της ανακόπτουσας «Ο.Λ.Π. Α.Ε.») τυγχάνει στο σύνολό της αόριστη» για τους ειδικότερους λόγους που εκθέτει εκεί, οι οποίοι έγκεινται μεταξύ άλλων στο ότι στην αναγγελία της εν λόγω ανακόπτουσας δεν προβάλλεται αίτημα προνομιακής κατάταξης, δεν αναφέρεται ρητώς το επικαλούμενο ναυτικό προνόμιο και σε ποια διάταξη δύναται να υπαχθεί αυτό, ούτε μπορεί να συναχθεί από την αναγγελία και τα έγγραφα που συνυποβλήθηκαν, η φύση της, τα πραγματικά περιστατικά της απαίτησης και σε τι συνίσταται. Περαιτέρω, επί του θέματος αυτού, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε εκ περισσού κρίση ότι «σύμφωνα δε με τα προαναφερθέντα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας οι ως άνω λόγοι μη κατάταξης της απαίτησης της ανακόπτουσας λόγω αοριστίας της αναγγελίας της είναι ορθοί καθώς από την επισκόπηση του περιεχομένου της, προκύπτει πράγματι ότι η ανακόπτουσα δεν αναφέρει καθόλου στην αναγγελία της ότι η απαίτηση της είναι προνομιακή κατά το δίκαιο του τόπου εκτελέσεως και δεν αιτείται την προνομιακή κατάταξή της κατά τη lexfori». Επιπλέον, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού στον προσβαλλόμενο πίνακα αιτιολογεί τη μη κατάταξη της ανακόπτουσας για την αναγγελθείσα απαίτησή της, επικαλούμενος κατ’ επάλληλη σκέψη την ανυπαρξία προνομίου αυτής και δη ότι «ανεξαρτήτως της αοριστίας επειδή οι αξιώσεις του αναγγελθέντος από δημόσια τέλη, δικαιώματα κλπ- για τα οποία δεν γίνεται λόγος στην αναγγελία του- εκ της καταρτίσεως ιδιωτικών συμβάσεων με πλοία και την έκδοση ιδιωτικών τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, ούτως ή άλλως δεν τυγχάνουν πλέον προνομιούχες κατ’ άρθρο 205 περ.α ΚΙΝΔ μετά την ισχύ του Ν. 4404/2016 (ΦΕΚ Α 126/08-07-2016) με τον οποίο μεταβιβάσθηκε εξ ολοκλήρου το αναγγελθέν ΝΠΙΔ σε τρίτο αλλοδαπό ιδιώτη…». Από την επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπής της νυν εκκαλούσας προκύπτει ότι αυτή με τον μοναδικό λόγο ανακοπής της, δεν έθιξε το ζήτημα της αοριστίας της αναγγελίας της παρά μόνο αναφέρθηκε στον προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής της, ισχυριζόμενη ότι επειδή η απαίτησή της καλύπτεται με ναυτικό προνόμιο πρώτης τάξηςκατά το άρθρο 205 παρ.1 ΚΙΝΔ καθόσον αφορά «βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα» και δη τέλη πρυμνοδέτησης που βάρυναν το πλοίο, για τα οποία εξεδόθησαν τιμολόγια που όφειλε η οφειλέτρια να εξοφλήσει εντός δέκα ημερώναπό τον επόμενο μήνα από αυτόν που παρασχέθηκαν οι τιμολογημένες υπηρεσίες μέχρι και την από 9.4.2018 σύνταξη της αναγγελίας της και περιλάμβαναν τόκους υπερημερίας, ως εκ τούτου ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μη νόμιμα κατά παράβαση του άρθρου 1012 παρ.4 ΚΠολΔ δεν κατέταξε, αφενός την ίδια στην πρώτη τάξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών, αφετέρου τους καθ’ων προνομιακώς, συμμέτρως και τυχαίως στη δεύτερη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 περ.β’ του ΚΙΝΔ, χωρίς μάλιστα (ο υπάλληλος του πλειστηριασμού) να αναφέρει στις ως άνω πράξεις του για ποιους λόγους οι απαιτήσεις των καθ’ων προηγούνται αυτής και κατατάσσονται προνομιακώς σύμφωνα με το άρθρο 205 ΚΙΝΔ πριν από αυτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού έκρινε ότι η ανακόπτουσα έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της ένδικης ανακοπής της, απορριπτομένης ως αβάσιμης της σχετικής ένστασης των καθ’ων, καθώς με τον μοναδικό λόγο αυτό της ανακοπής της αμφισβητεί την ύπαρξη της απαιτήσεως των καθ’ων κατά των οποίων στρέφει την ανακοπή της και προβάλλει ότι προηγείται αυτών επιδιώκοντας την αποβολή τους και την κατάταξη στη θέση τους, ακολούθως απέρριψε την ανακοπή, διαλαμβάνοντας ότι «πλην όμως αλυσιτελώς επικαλείται την ύπαρξη προνομίου διότι η μη κατάταξη της απαίτησής της οφείλεται στην αοριστία της αναγγελίας της ως προς τις αξιώσεις της και επιπροσθέτως στη φύση της απαίτησής της». Εν συνεχεία, το ίδιο Δικαστήριο διέλαβε δεύτερη, επάλληλη, απορριπτική της ανακοπής αιτιολογία σχετικά με το επικαλούμενο ναυτικό προνόμιο της ανακόπτουσας, με το εξής σκεπτικό: «Σε κάθε περίπτωση ο μοναδικός αυτός λόγος της ένδικης (Α) ανακοπής, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος καθότι η ανακόπτουσα ελλείψει προνομιακής απαίτησης δεν έχει δικαίωμα κατάταξης δεδομένου ότι, όπως ορθώς έκρινε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού επικαλούμενος μάλιστα ρητώς και την ΟλΑΠ 21/1994 στο 33ο φύλλο του προσβαλλόμενου πίνακα, κατ’ εφαρμογή του Ν. 4404/8-7-2016 και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία IVκαι V νομικές σκέψεις της παρούσας, στις 25-6-2018, ήτοι κατά τον χρόνο σύνταξης του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης κατά τον οποίο κρίνεται ο προνομιακός ή μη χαρακτήρας των αναγγελλόμενων απαιτήσεων, οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας Ο.Λ.Π. Α.Ε., όπως εν προκειμένω τα τέλη πρυμνοδέτησης, δεν αφορούσαν αντάλλαγμα από παροχή ειδικής δημόσιας υπηρεσίας ώστε να καλύπτονται από το προνόμιο του 205α Κ.Ι.Ν.Δ. αλλά απέρρεαν από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού της ανακόπτουσας ως αβάσιμου. Επομένως ακόμη κι αν ήτο ορισμένη η αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας κι ανεξαρτήτως του αν αυτή είναι προνομιακή κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, δηλαδή κατά το δίκαιο του Τόγκο δεν θα ήτο δυνατό να καταταχθεί ως προνομιακή κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (Κ.Ι.Ν.Δ.), ήτοι κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, ως απορρέουσα από την μη είσπραξη του αντιτίμου για λιμενικές υπηρεσίες που παρείχε, όπως εν προκειμένω οι επίδικες (πρυμνοδέτηση), διότι η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία, δεν απολαύει μετά την κύρωση της σύμβασης παραχώρησης του προνομίου που είχε θεσπισθεί με το άρθρο 19 παρ. 6 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης, ο οποίος εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 45057/11/72 Υ.Π.Ν.Μ.Ε. και Οικονομικών (ΦΕΚ 57/18-1-1973) και πλέον με την περιέλευση του ελέγχου της (Ο.Λ.Π. Α.Ε.) σε ιδιώτες επενδυτές καθίσταται μη συμβατή η ενάσκηση δημόσιας εξουσίας κανονιστικής υφής, καθόσον δεν αποτελεί πλέον νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου «διφυούς» χαρακτήρα, αλλά αντιθέτως έχει μεταπέσει σε καθεστώς νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης. Επομένως, λόγω της κατάργησης του α.ν. 1559/1950 με τον οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί η Ο.Λ.Π. (τότε υπό τη μορφή ΝΠΔΔ) να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων ζητημάτων αρμοδιότητας και πέραν του γεγονότος ότι δεν ισχύει πλέον ο κανονισμός δυνάμει του οποίου είχαν υπαχθεί συγκεκριμένες απαιτήσεις του Ο.Λ.Π. στα προνόμια του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ., η ανακοπή τυγχάνει απορριπτέα διότι, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Vνομική σκέψη της παρούσας, οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας δεν φέρουν πλέον το χαρακτήρα του τέλους ή του δικαιώματος, δηλαδή της χρηματικής παροχής την οποία επιβάλλει το Κράτος, ή δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, έτερο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σε όσους χρησιμοποιούν ορισμένη υπηρεσία δημοσίας φύσεως προς κάλυψη της δαπάνης, την οποία συνεπάγεται η οργάνωση και παροχή της υπηρεσίας αυτής, καθόσον δεν αποτελεί αντάλλαγμα προσφερόμενης ειδικής δημόσιας υπηρεσίας, αλλά αντίτιμο παρεχόμενης ιδιωτικής υπηρεσίας, δηλαδή πρόκειται για δικαιώματα μεταξύ ιδιωτών που δεν καλύπτονται από το προνόμιο, ενόψει και του γεγονότος ότι οι διατάξεις που καθιερώνουν τα ναυτικά προνόμια πρέπει να ερμηνεύονται στενά, καθόσον διαταράσσουν την ισότητα μεταξύ των πιστωτών. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας, στερείται του προνομίου του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ., εφ’ όσον απορρέει εξ εννόμου σχέσεως του ιδιωτικού δικαίου, εντεύθεν ορθώς δεν κατατάχθηκε προνομιακώς στον προσβαλλόμενο πίνακα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η κρινόμενη από 11-7-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: ./../11-7-2018 ανακοπή (α ανακοπή). Επίσης, γινομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος των καθ’ων η ανακοπή ως βασίμου, πρέπει να επικυρωθεί ο ανακοπτόμενος υπ’ αριθμ. …../25-6-2018 πίνακας κατάταξης δανειστών και διανομής εκπλειστηριάσματος του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… καθ’ ο μέρος αφορά τους διαδίκους της ένδικης ανακοπής».

Με την υπό κρίση έφεσή της, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα υποστηρίζει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτιμώντας εσφαλμένα το νόμο, τα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά μέσα της υπό κρίση υπόθεσης αναιτιολόγητα και εσφαλμένα απέρριψε την ως άνω ανακοπή της, ενώ κατ’ ορθή κρίση, ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και μετά από ορθή εκτίμηση των πρωτόδικων αποδείξεων, έπρεπε να κρίνει βάσιμη την εν λόγω ανακοπή της, καθώς οι αναγγελθείσες και μη καταταχθείσες απαιτήσεις της ήταν επαρκώς ορισμένες ως προς τη φύση τους, το ύψος τους και το είδος τους, αντιστοιχούσαν δε σε βαρύνοντα το ένδικο πλοίο C., πρώην A. τέλη και δικαιώματα της ανακόπτουσας, που μέρος αυτών όφειλε τόσο η προηγούμενη πλοιοκτήτρια όσο και η κατά την ημέρα του πλειστηριασμού πλοιοκτήτρια, οι δε απαιτήσεις της αυτές έπρεπε να καταταχθούν στον υπ’ αριθ. ………/2018 πίνακα κατάταξης του Συμβ/φου Πειραιά ………., προνομιακά κατά την α’ τάξη του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. και πριν από τις απαιτήσεις των εφεσίβλητων, καθώς οι εν λόγω απαιτήσεις της εκκαλούσας προέκυψαν από την οικονομική χρησιμοποίηση του ένδικου πλοίου εντός του δημόσιου λιμένα του Πειραιά και από τις προς αυτό παρασχεθείσες εκ μέρους της εταιρίας λιμενικές υπηρεσίες, για τις οποίες επιβλήθηκαν σε βάρος του πλοίου αυτού τα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 του Κυρωτικού Νόμου 4404/2016 επιβαλλόμενα προς είσπραξη λιμενικά τέλη υποδομών και τέλη λιμενικών υπηρεσιών που ανέρχονταν στο ποσό των 32.001,56 ευρώ. Ωστόσο, με την παραπάνω έφεσή της η εκκαλούσα επιχειρεί να εισάγει το πρώτον ενώπιον του Εφετείου λόγο ανακοπής σχετικά με τη μη κατάταξή της στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού εξαιτίας της κριθείσας από αυτόν αοριστίας της αναγγελίας της απαίτησής της καίτοι στο από 11.7.2018 δικόγραφο της ανακοπής της κατά του ένδικου πίνακα κατάταξης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δεν περιεχόταν σχετικός λόγος ανακοπής, κάτι που δεν επιτρέπεται κατ’ άρθρο 12 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς τούτο παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης της παράκαμψης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας στην πολιτική δίκη, με την εισαγωγή του σχετικού λόγου ανακοπής απευθείας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ο κανόνας του άρθρου 12 παρ.2 ΚΠολΔ είναι δημόσιας τάξεως και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 94/1980, ΝοΒ 1980, σελ. 1441), η δε απευθείας εισαγωγή στο εφετείο αυτοτελούς αιτήσεως παροχής έννομης προστασίας είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη (βλ. και Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, σελ. 46, παρ.3). Επομένως, ο σχετικός λόγος ανακοπής που φέρεται προς κρίση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, όλες οι υπόλοιπες αιτιάσεις που περιέχονται στην υπό κρίση έφεση αφορούν στην επάλληλη αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε ο μοναδικός λόγος ανακοπήςότι η αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας «Ο.Λ.Π. Α.Ε.» είχε προνομιακό χαρακτήρα κατ’ άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, όπως αυτή ισχυρίσθηκε και ότι έπρεπε να προηγηθεί στην κατάταξη των ναυτεργατικών απαιτήσεων των καθ’ων και ήδη εφεσίβλητων ναυτικών, χωρίς όμως να ισχυρίζεται η εκκαλούσα ότι με την παραπάνω ανακοπή της είχε προβάλλεικαι έτερο λόγο με τον οποίο παραπονείτο για την κριθείσα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού αοριστία της αναγγελίας της απαίτησής της και την εξ αυτού του λόγου μη κατάταξή της στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης και ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρόλα αυτά παρείδε τον σχετικό λόγο ανακοπής κι έτσι έκρινε ότι ο λόγος ανακοπής της για τη μη προνομιακή κατάταξή της ως μοναδικός προβαλλόμενος, προτάθηκε αλυσιτελώς κι απέρριψε κατόπιν τούτου την ανακοπή της. Έτσι, όμως, ο κύριοςλόγος, για τον οποίο απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, η από 11.7.2018 ανακοπή της εκκαλούσας κατά του υπ’ αριθ. …./2018 πίνακα κατάταξης δανειστών του Συμβ/φου Πειραιά …………… ήτοι ότι δεν προσβλήθηκε με λόγο ανακοπής ο πίνακας για την κύρια αιτία που δεν κατετάγη σε αυτόν η απαίτηση της ανακόπτουσας που ήταν η αοριστία της αναγγελίας της ως προς τις αξιώσεις της κι επιπροσθέτως ως προς τη φύση της απαίτησής της, με αποτέλεσμα να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος της ανακοπής της που αφορούσε στην προνομιακή φύση της απαίτησής της ως αλυσιτελής, δεν προσβάλλεται με την υπό κρίση έφεση με σχετικό λόγο έφεσης. Συνακόλουθα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη κι επειδή πλήττεται με λόγο έφεσης μόνο το ένα σκέλος της αιτιολογίας της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω ανακοπή, ο μοναδικός λόγος έφεσης απαράδεκτος τυγχάνει ως αλυσιτελής, κατά τον βάσιμο σχετικό ισχυρισμό των εφεσίβλητων που περιέχεται στις προτάσεις τους κι ως εκ τούτου, για τον λόγο αυτό, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων κατόπιν σχετικού αιτήματός τους για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνουν την ηττηθείσα εκκαλούσα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, δεδομένου ότι η έφεση απορρίφθηκε, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος γι’ αυτή παραβόλου, στο δημόσιο ταμείο κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την έφεση.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του με κωδικό ……….. e-παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών, στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 20.8.2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ