Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 546/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης     546/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα E.T.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Η κρινόμενη από 24.9.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/27.9.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../23.11.2018 έφεση της εκκαλούσας εταιρείας, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 3590/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και έκανε δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 8.10.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/14.10.2015 αγωγή της εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας εναντίον της, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της ενάγουσας εταιρείας, στις 28.8.2018, στον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο της εναγομένης, συντασσομένης της υπ’αριθμ. …../28.8.2018 εκθέσεως επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών, ………., που προσκομίζεται από την ενάγουσα-εφεσίβλητη, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 27.9.2018, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, τακτική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591παρ.1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. H ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία στην από 8.10.2015 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι είναι πλοιοκτήτρια των υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Τ/Ρ σκαφών αναψυχής «ΑΡ/AR» κ.ο.χ. 26,70 και «Β/V» κ.ο.χ.61,64 και ότι δυνάμει των κατά το έτος 2012 και από 10.4.2013 δύο συμβάσεων διαχείρισης, που κατήρτισε με την εναγομένη εταιρεία, αυτή ανέλαβε τη διαχείριση των εν λόγω σκαφών αντίστοιχα και μεταξύ άλλων την ναύλωση τους, όσον αφορά το πρώτο τούτων, από 9.8.2012 μέχρι 30.10.2012, που παρατάθηκε άτυπα μέχρι και τη θερινή περίοδο του 2013, αντί αμοιβής – προμήθειας της πλοιοκτήτριας για την παράδοση των σκαφών σε αξιόπλοη κατάσταση, πλήρως εξοπλισμένων και καλά συντηρημένων, οριζομένης στο ποσό των 700 ευρώ με την πρώτη σύμβαση επί του εκάστοτε συμφωνηθησομένου ναύλου και όσον αφορά το δεύτερο σκάφος, από 15.4.2013 μέχρι 30.9.2013, αντί αμοιβής – προμήθειας της επί του εκάστοτε συμφωνηθησομένου ναύλου, οριζομένης με την δεύτερη σύμβαση, αφενός για ημερήσιο ναύλο, κατά την περίοδο από 15.6.2013 έως 25.8.2013, στο ποσό των 1.200 ευρώ και κατά τις περιόδους από 1.4.2013 έως 14.6.2013 και από 26.8.2013 έως 30.9.2013, στο ποσό των 1.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 13 % και αφετέρου για εβδομαδιαίο, κατά την περίοδο από 15.6.2013 έως 25.8.2013, στο ποσό των 1.000 ευρώ ημερησίως και κατά τις περιόδους από 1.4.2013 έως 14.6.2013 και από 26.8.2013 έως 30.9.2013, στο ποσό των 900 ευρώ ημερησίως, πλέον Φ.Π.Α. 6,5 %, καταβαλλομένης στον υποδειχθέντα τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας το αργότερο εντός πέντε ημερών από την άφιξη-επιστροφή του σκάφους, πλην όμως, αν και η εναγομένη προέβη στις αναφερόμενες ναυλώσεις, βάσει αντίστοιχων ναυλοσυμφώνων, που κατήρτισε και όφειλε να της καταβάλει, για μεν το πρώτο σκάφος, το ποσό των 5.600 ευρώ, για δε το δεύτερο τούτων το ποσό των 23.061,5 ευρώ, όπως επαρκώς αναλύονται και συνολικά 28.661,50 ευρώ, έχει εμβάσει στον τραπεζικό της λογαριασμό συνολικά το ποσό των 2.598 ευρώ  και απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 26.063,5 ευρώ, το οποίο, παρά την εξώδικη όχληση της, αρνείται να καταβάλει. Με βάση τα περιστατικά αυτά η ενάγουσα ζητούσε, κατόπιν παραδεκτού με τις προτάσεις της και προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης, εν όλω περιορισμού του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 26.063, 5 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, ήτοι από την 6η ημέρα από την επιστροφή του σκάφους από κάθε ναυλωτή και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί στη δικαστική της δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η ανωτέρω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, παρεκτός του αιτήματος τοκοφορίας κάθε επιμέρους ποσού από τότε που κατέστη απαιτητό, ακολούθως την έκανε δεκτή στο σύνολο της, ως ουσιαστικά βάσιμη, απορρίπτοντας τις ενστάσεις ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης και εξόφλησης, που προέβαλε παραδεκτά η εναγομένη και αναγνώρισε την υποχρέωση της να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο ποσό εντόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της η ηττηθείσα εναγομένη για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν.

ΙΙΙ. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το Δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα, που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 ΚΠολΔ (ΑΠ 1467/2018, ΑΠ 481/2012, ΑΠ 1097/2013).

Εξάλλου, στη ναυτιλιακή επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως είναι ευρέως γνωστό, παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχειρίσεως πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανιστεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) Οι συμβάσεις τεχνικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και τη στελέχωση του πλοίου και β) Οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναυλώσεως, της εισπράξεως των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το Baltic and International Maritime Council (BIMCO) δημοσίευσε το έτος 1988 τυποποιημένες συμφωνίες για τη διαχείριση πλοίων, όπως ανανεώθηκαν το έτος 2009 και είναι διαθέσιμες σε ηλεκτρονική μορφή. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της καταρτιζόμενης σύμβασης διαχείρισης, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες, που αφορούν την τεχνική, είτε τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεση του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξη τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων, που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. (ΕφΠειρ 19/2019, ΕφΠειρ 740/2018, ΕφΠειρ 269/2016, ΕφΠειρ 195/2015 ΔΕΕ 2015, 718, ΕφΠειρ 110/2014, ΕφΠειρ 63/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013, 824 – ΕΝΔ 2013, 110 – ΕΕμπΔ 2013, 950, Λ. Αθανασίου, Η σύμβαση διαχείρισης εταιρίας, σε ΕλλΔνη 2004, 973 επ. [979], Στ. Γεωργιάδη, Η σύμβαση διοίκησης και διαχείρισης επιχείρησης [management agreement], σε ΧρΙΔ 2003, 603 επ. [606]).)

Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία η ενάγουσα, ως πλοιοκτήτρια των μνημονευόμενων τουριστικών σκαφών, εκθέτει ότι συνήψε με την εναγομένη εταιρεία, ως διαχειρίστρια, τις περιγραφόμενες συμβάσεις διαχείρισης τούτων, για τα καθοριζόμενα αντιστοίχως χρονικά διαστήματα, που περιλάμβανε και την εκναύλωση τους σε τρίτους, αντί καταβαλλόμενης για τις παρεχόμενες υπηρεσίες της προμήθειας, όπως επαρκώς προσδιορίζεται, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις και με την οποία  ζητεί να της καταβληθεί το εναπομείναν οφειλόμενο υπόλοιπο της αμοιβής της, βάσει των ναυλοσυμφώνων, που πραγματοποιήθηκαν, είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα, κατά τρόπο σαφή, ειδικό και συγκεκριμένο, όλα τα πραγματικά περιστατικά, που κατά νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος της ενάγουσας, για το οποίο και ζητείται η έννομη προστασία και επιπροσθέτως, δικαιολογούν την άσκηση της σε βάρος της εναγομένης, με αποτέλεσμα, αφενός μεν να εξατομικεύεται απόλυτα η επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει εκ των επικαλουμένων στο δικόγραφο γεγονότων, αφετέρου δε να παρέχεται η δυνατότητα, στο μεν Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής υπάγοντας τα προταθέντα στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου, στην δε εναγομένη να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης, με ανταπόδειξη ή δια της υποβολής ενστάσεων. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική ένσταση της περί απαραδέκτου, λόγω αοριστίας, της ένδικης αγωγής, κατά το μέρος, που αφορά την πρώτη ως άνω σύμβαση για την διαχείριση του σκάφους «ΑΡ», διότι δεν αναφέρεται σε αυτή ο τόπος και ο χρόνος (ημεροχρονολογία) κατάρτισης της εν λόγω σύμβασης και αν καταρτίστηκε εγγράφως, σε αντίθεση με τις σχετικές αναφορές, που γίνονται για την έτερη σύμβαση διαχείρισης του σκάφους «Β», είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων, εφόσον δεν εξαρτάται απ’αυτά το αγωγικό δικαίωμα, λαμβανομένου υπόψη ότι εκτίθεται με σαφήνεια η  διάρκεια της διαχειριστικής περιόδου και για το πρώτο, ως άνω σκάφος, που αποτελεί, μεταξύ άλλων, κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα, ενώ δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της βάσης της αγωγής η ακριβής ημερομηνία σύναψης της σύμβασης διαχείρισης, ούτε η αναφορά του τόπου, που αυτή έλαβε χώρα, ούτε αν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, εφόσον δεν είναι συστατικός, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης, που πλήττει την εκκαλουμένη, που έκρινε την αγωγή ορισμένη, αν και με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534ΚΠολΔ), ως αβασίμων.

IV. Από την εκτίμηση της χωρίς όρκο εξέτασης του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, ……….., που εδόθη ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα εδρεύουσα στη Βούλα Αττικής εταιρεία με την επωνυμία «…………», είναι πλοιοκτήτρια των υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Τ/Ρ σκαφών αναψυχής «ΑΡ/AR», νηολογίου Λαυρίου με αριθμό ….., κ.ο.χ. 26,70, Δ.Δ.Σ. ….  και «Β/V», νηολογίου Πειραιά με αριθμό ….., κ.ο.χ.61,64, Δ.Δ.Σ. ……. Δυνάμει των από 1.8.2012 και από 10.4.2013 συμβάσεων διαχείρισης, που κατήρτισε αυτή στην Αθήνα με την εναγομένη ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην ….. Μυκόνου, με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών ναυλομεσίτη, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον ……….., που ενεργούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, εταιρείας και όχι για τον εαυτό του ατομικά, θέτοντας την υπογραφή του στην θέση του διαχειριστή επί της επωνυμίας και σφραγίδας της εταιρείας, δίπλα δε στο ονοματεπώνυμο του αναγράφεται το Α.Φ.Μ. ……. της Δ.Ο.Υ. Μυκόνου, που ανήκει στην εναγομένη εταιρεία, ούτως ώστε να μην καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία ότι αυτή είναι η αντισυμβαλλόμενη σε αμφότερες τις επίδικες συμβάσεις και όχι ο ίδιος, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού της εναγομένης-εκκαλούσας, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της, περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης της, όσον αφορά την πρώτη σύμβαση, ως ουσιαστικά αβασίμου, ανέθεσε σ’αυτήν τη διαχείριση των εν λόγω σκαφών αντίστοιχα, που περιελάμβανε την ναύλωση τους, την πρακτόρευση, την επιλογή πληρώματος, την μέριμνα για την διενέργεια των επισκευών συντήρησης, την προμήθεια των καυσίμων, της μαρίνας ελλιμενισμού και της εξασφάλισης των εκάστοτε απαιτουμένων προμηθειών. Η διάρκεια της διαχειριστικής περιόδου, όσον αφορά το σκάφος «ΑΡ», συμφωνήθηκε με την πρώτη, ως άνω, σύμβαση για χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών, που άρχιζε από 9.8.2012 μέχρι 30.10.2012 και παρατάθηκε άτυπα μέχρι και τη θερινή περίοδο του 2013, ενώ για το σκάφος «Β», προσδιορίστηκε με την δεύτερη ανωτέρω σύμβαση για χρονικό διάστημα 5,5 μηνών, που άρχιζε από 15.4.2013 και έληγε στις 30.9.2013. Η αμοιβή – προμήθεια της πλοιοκτήτριας ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης εταιρείας, για την παράδοση των σκαφών στο λιμάνι της Μυκόνου, με όλα τα συνοδευτικά έγγραφα σε ισχύ, σε αξιόπλοη κατάσταση, πλήρως εξοπλισμένων και καλά συντηρημένων, καθορίστηκε αδιακρίτως στο ποσό των 700 ευρώ με την πρώτη σύμβαση επί του εκάστοτε συμφωνηθησομένου ναύλου ημερήσιου ή πολυήμερου, ενώ με την δεύτερη σύμβαση, καθορίστηκε, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις, βάσει του ημερήσιου ή εβδομαδιαίου ναύλου και της υψηλής ή χαμηλής τουριστικής περιόδου (high season/low season), αφενός σε περίπτωση ημερήσιου ναύλου, κατά την υψηλή περίοδο από 15.6.2013 έως 25.8.2013, στο ποσό των 1.200 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 13 %  και κατά τις χαμηλές περιόδους από 1.4.2013 έως 14.6.2013 και από 26.8.2013 έως 30.9.2013, στο ποσό των 1.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 13 % και αφετέρου για εβδομαδιαίο ναύλο, κατά την υψηλή περίοδο από 15.6.2013 έως 25.8.2013, στο ποσό των 1.000 ευρώ ημερησίως, πλέον Φ.Π.Α. 6,5 % και κατά τις χαμηλές τουριστικές περιόδους από 1.4.2013 έως 14.6.2013 και από 26.8.2013 έως 30.9.2013, σε 900 ευρώ ημερησίως, πλέον Φ.Π.Α. 6,5 %, επί του εκάστοτε συμφωνηθησομένου ναύλου ημερήσιου ή πολυήμερου, καταβαλλομένη στον υποδειχθέντα τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας το αργότερο εντός πέντε ημερών από την άφιξη-επιστροφή του σκάφους.

Από το περιεχόμενο του εν λόγω συμβατικού όρου, που αφορούσε την αμοιβή-προμήθεια της πλοιοκτήτριας, ερμηνευομένου όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών και της ναυτιλιακής πρακτικής, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα διάδικα μέρη συμφώνησαν ώστε αυτή να υπολογίζεται ανά ημέρα ναύλωσης και συγκεκριμένα, όσον αφορά ειδικά στο σκάφος «ΑΡ», στο σταθερό ποσό των 700 ευρώ επί του συμφωνηθησομένου ναύλου, είτε επρόκειτο για ημερήσιο είτε για πολυήμερο, που σημαίνει ότι η προμήθεια της ενάγουσας παρέμενε στο ίδιο ποσό ανά ημέρα, ακόμη και σε πολυήμερες ναυλώσεις, ενώ για το σκάφος «Β» αυτή διαφοροποιούνταν στην περίπτωση κοστολόγησης της ναύλωσης βάσει εβδομαδιαίου ναύλου και κυμαίνονταν σε λίγο χαμηλότερα επίπεδα έναντι του ημερήσιου, κατά τα ειδικότερα προεκτιθέμενα και όχι ότι τούτη αντιστοιχούσε στα ανωτέρω ποσά, ανεξαρτήτως της διάρκειας των ναυλοσυμφώνων, ήτοι για μεν το πρώτο επίδικο σκάφος στο ποσό των 700 ευρώ για κάθε χρονικής διάρκειας ναύλωση, για δε το δεύτερο τούτων στα προαναφερόμενα ποσά αντίστοιχα για ημερήσια ή εβδομαδιαία και μείζονος αυτής ναύλωση, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη-εκκαλούσα, γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στην αληθή βούληση των συμβαλλομένων, ούτε στους κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας, μήτε στην ναυτιλιακή πρακτική, εφόσον θα συνεπαγόταν, αφενός την ζημία της πλοιοκτήτριας εταιρείας στις πολυήμερες και ιδίως πέραν της εβδομάδας ναυλώσεις από την χρησιμοποίηση του σκάφους της άνευ περαιτέρω ανταλλάγματος, αλλά συνάμα την επιβάρυνση της με πολλαπλά έξοδα κατά την διάρκεια τους (αμοιβή κυβερνήτη, δαπάνη πετρελαίου κ.λ.π.), χωρίς την απόληψη ανάλογου οφέλους και αφετέρου, τον πλουτισμό της εναγομένης διαχειρίστριας, που θα επωφελούνταν από τους πολυήμερους ναύλους, χωρίς να επιβαρύνεται με την απόδοση της αναλογίας στην πλοιοκτήτρια. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, αν και με συνοπτική εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ),  ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης, που προτάθηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις της και την επ’αυτών προσθήκη-αντίκρουση της και  επαναφέρονται με τους τρίτο και έβδομο λόγους της έφεσης της, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σε εκτέλεση των επίδικων συμβάσεων διαχείρισης, το μεν πλοίο «ΑΡ» εκναυλώθηκε για 8 ημέρες για το χρονικό διάστημα από 13-5-2013 μέχρι 20-5-2013 στον ………., δυνάμει του από 12-5-2013 ναυλοσυμφώνου, που υπεγράφη στη Μύκονο, έναντι συνολικού ναύλου 3.600 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 6,5 % από το οποίο έπρεπε να καταβληθεί στην ενάγουσα το ποσό των 5.600 ευρώ (700 ευρώ Χ 8 ημέρες), το δε πλοίο «Β» εκναυλώθηκε  ως ακολούθως: α) για 1 ημέρα, ήτοι από 4-5-2013 μέχρι 5-5-2013, στον …………, δυνάμει του από 4-5-2013 ναυλοσυμφώνου, που υπεγράφη στη Μύκονο, αντί  συνολικού ποσού ναύλου 1.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 13 %, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί ολόκληρο στην ενάγουσα, ήτοι 1.130 ευρώ, β) για 10 ημέρες, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 9-5-2013 μέχρι 19-5-2013 στον αλλοδαπό ……, δυνάμει του από 9-5-2013 ναυλοσυμφώνου, που υπεγράφη στη Μύκονο, αντί συνολικού ποσού ναύλου 10.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 6,5 %, από το οποίο έπρεπε να καταβληθεί στην ενάγουσα ποσό 9.000 ευρώ (10 ημέρες Χ 900 ευρώ), πλέον ΦΠΑ 6,5 %, ήτοι συνολικά 9.585 ευρώ, γ) για 7 ημέρες, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 10-6-2013 μέχρι 17-6-2013 στον …………., δυνάμει του από 10-6-2013 ναυλοσυμφώνου, που υπεγράφη στη Μύκονο, αντί συνολικού ποσού ναύλου 7.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 6,5 %, από το οποίο έπρεπε να καταβληθεί στην ενάγουσα ποσό 6.500 ευρώ (5 ημέρες Χ 900 ευρώ + 2 ημέρες Χ 1000 ευρώ), πλέον ΦΠΑ 6,5 %, ήτοι  συνολικά 6.922,5 ευρώ, δ) για 1 ημέρα, ήτοι από 28-6-2013 μέχρι 29-6-2013, στον ………., δυνάμει του από 28-6-2013 ναυλοσυμφώνου, που υπεγράφη στη Μύκονο, αντί συνολικού ποσού ναύλου 1.400 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 13 %, από το οποίο έπρεπε να καταβληθεί στην ενάγουσα ποσό 1.200 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 13 %, ήτοι συνολικά 1.356 ευρώ, ε) για 1 ημέρα, ήτοι για τις 9-7-2013 στον ………., δυνάμει του από 9-7-2013 ναυλοσυμφώνου, που υπεγράφη στη Μύκονο, αντί  συνολικού ποσού ναύλου 1.400 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 13 %, από το οποίο έπρεπε να καταβληθεί στην ενάγουσα ποσό 1.200 ευρώ, πλέον  ΦΠΑ 13 % , ήτοι συνολικά 1.356 ευρώ, στ) για 2 ημέρες, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 21-7-2013 μέχρι 22-7-2013, στον αλλοδαπό ……….., δυνάμει του από 21-7-2013 ναυλοσυμφώνου, που υπεγράφη στη Μύκονο, αντί συνολικού ποσού ναύλου 1.200 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 13 %, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί ολόκληρο στην ενάγουσα, ήτοι συνολικά 1.356 ευρώ και ζ) για 1 ημέρα, ήτοι από 22-7-2013 μέχρι 23-7-2013, στον αλλοδαπό …………., δυνάμει του από 22-7-2013 ναυλοσυμφώνου, που υπεγράφη στη Μύκονο, αντί συνολικού ποσού ναύλου 1.400 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 13%, από το οποίο έπρεπε να καταβληθεί στην ενάγουσα ποσό 1.200 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 13 %, ήτοι 1.356 ευρώ και συνολικά η προμήθεια της ενάγουσας από τις εν λόγω ναυλώσεις ανέρχονταν σε 5.600 ευρώ για το πρώτο σκάφος και 23.061,5 ευρώ για το δεύτερο. Ειδικά, ως προς το τελευταίο, η εναγομένη αρνείται την εκτέλεση των ανωτέρω ναυλώσεων, πλην δύο, ήτοι  δυνάμει του από 4-5-2013 ναυλοσυμφώνου, με ναυλωτή τον …………, έναντι ναύλου 1130 ευρώ και του από 28-6-2013 ναυλοσυμφώνου, με ναυλωτή τον αλλοδαπό ……….., έναντι ναύλου 1.582 ευρώ, επικαλούμενη δε προς απόδειξη του αρνητικού αυτού ισχυρισμού της, το υπ’αριθμ. πρωτ………../26-2-2016 έγγραφο του Λιμεναρχείου Μυκόνου, στο οποίο, επισυνάπτονται φωτοαντίγραφα των ευρεθέντων στα αρχεία τούτου ναυλοσυμφώνων, με φερόμενο εκναυλωτή ή ναυλομεστίτη τον ………., ατομικά είτε ως νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2013, μεταξύ των οποίων φέρονται επισυναπτόμενα μόνο τα ανωτέρω δύο ναυλοσύμφωνα για το πλοίο «Β». Ο κρινόμενος ισχυρισμός της εναγομένης είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον, τόσο από τα προσκομιζόμενα, μετ’επικλήσεως, από την ενάγουσα πρωτότυπα των ανωτέρω ναυλοσυμφώνων αμφοτέρων των επίδικων πλοίων, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, όσο και από τα με αριθμούς ….. και …… Ειδικά Έντυπα Πληροφοριακών Στοιχείων Επαγγελματικού Πλοίου Αναψυχής, της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής ΚΛΠ/ ΣΤ Λιμενικό Τμήμα Γλυφάδας, αναφορικά με τα επίδικα πλοία αντιστοίχως, που αποτελούν αποδεικτικό στοιχείο για τη συμπλήρωση του κατώτατου, κατά τον νόμο, ορίου ημερών ναύλωσης τούτων και περιλαμβάνουν στις εγγραφές τους, μεταξύ άλλων, τα ακριβή ουσιώδη στοιχεία όλων των καταρτισθέντων ναυλοσυμφώνων, με θεώρηση από την οικεία λιμενική αρχή πριν τον απόπλου, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται η εκτέλεση όλων των προαναφερόμενων ναυλώσεων αμφοτέρων των πλοίων και τούτο δεν αναιρείται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την εναγομένη μνημονευόμενο έγγραφο, εφόσον, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του, αφορά αποστολή φωτοαντιγράφων «των ευρεθέντων» και όχι όλων των καταρτισθέντων, κατά την κρίσιμη περίοδο, ναυλοσυμφώνων, που ζητήθηκαν και δεν αποτελεί πιστοποιητικό για το ποία και πόσα ακριβώς καταρτίστηκαν, ούτε έχει υπέρτερη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα, ως άνω, προσκομιζόμενα από την ενάγουσα αποδεικτικά στοιχεία, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αφού έλαβε υπόψη του, όπως μνημονεύεται ρητά στο σκεπτικό του, όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, προς σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης σχετικά με την αλήθεια ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ακολούθως, έκρινε αποδειχθέντα τα ιστορούμενα στην αγωγή περιστατικά της εκτέλεσης των εν λόγω ναυλώσεων, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης βαρύτητας και αξιοπιστίας των εν λόγω αποδεικτικών μέσων, που προσκόμισε η ενάγουσα, απορρίπτοντας τον συναφή αρνητικό ισχυρισμό της εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεν παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων, αφού το προσκομιζόμενο από την εναγομένη από 26.2.2016 έγγραφο του Λιμεναρχείου Μυκόνου, δεν έχει μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη έναντι των ανωτέρω προσκομιζόμενων από την ενάγουσα εγγράφων, ως ειδικότερο και πιο σύγχρονο, κατά τους αβάσιμους ισχυρισμούς της εναγομένης, αλλά το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 340 ΚΠολΔ, ως είχε την εξουσία, εκτίμησε ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και προσέδωσε έτσι στα μνημονευόμενα ναυλοσύμφωνα και ειδικά έντυπα πληροφοριακών στοιχείων, μεγαλύτερη βαρύτητα και αξιοπιστία, ως προς το κρινόμενο ζήτημα (ΑΠ 86/2015, ΑΠ 1103/2013), απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης-εκκαλούσας, που διαλαμβάνονται στον πέμπτο λόγο της έφεσης της περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων και  ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες, διότι η εκκαλουμένη παρέλειψε να εκθέσει τους λόγους, που δεν αρκέστηκε στο προσκομιζόμενο από την εναγομένη έγγραφο, προς απόδειξη του αρνητικού των ένδικων ναυλώσεων ισχυρισμού της, ως ουσιαστικά αβασίμων, καθόσον κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει σαν συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με τον νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, όχι όμως όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς (ΟλΑΠ 1/1999, ΟλΑΠ 24/1992). Μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1186/2012).

Έναντι του, ως άνω, συνολικά οφειλομένου ποσού των 28.661,5 ευρώ (5.600 ευρώ + 23.061,5 ευρώ) εκ των ανωτέρω συμβάσεων διαχείρισης, η εναγομένη κατέβαλε έναντι της οφειλής της στην ενάγουσα, όπως αυτή παραδέχεται στην αγωγή της, το ποσό των 2.598 ευρώ συνολικά με δύο εμβάσματα, ποσού 898 ευρώ την 1η.8.2013 και 1.700 ευρώ στις 4.9.2013, στον τηρούμενο στην τράπεζα ALPHA BANK λογαριασμό της, τα οποία, ελλείψει αντίθετης συμφωνίας των μερών, καταλογίστηκαν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 422 ΑΚ, στα αρχαιότερα χρέη, ήτοι προς εξόφληση των ποσών, που οφείλονταν βάσει των από 4.5.2013 και 9.5.2013 ναυλοσυμφώνων για το πλοίο «Β», με την από 14.4.2015 εξώδικη πρόσκληση-όχληση της ενάγουσας προς την εναγομένη, που της επιδόθηκε στις 7.9.2015, απομένοντος ανεξόφλητου υπολοίπου 26.063,5 ευρώ, που ζητεί με την ένδικη αγωγή και αντιστοιχεί στο οφειλόμενο ποσό των 5.600 ευρώ για τη διαχείριση του πλοίου «ΑΡ» και στο εναπομείναν υπόλοιπο ποσό των 20.463,5 ευρώ (23.061,5 – 2.598)  για τη διαχείριση του πλοίου «Β», το οποίο παρά την, ως άνω, εξώδικη όχληση και πρόσκληση της να καταβάλει, η εναγομένη, αν και δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε αμφισβήτησε την οφειλή της, δεν έχει προβεί σε ουδεμία καταβολή, απορριπτομένης της ένστασης εξοφλήσεως, που πρόβαλε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επαναφέρει με την έφεση της, ως ουσία αβάσιμης.  Ειδικότερα, όσον αφορά την επικουρικά προβαλλόμενη ένσταση ολικής, άλλως μερικής, εξόφλησης της απαίτησης της ενάγουσας από την ναύλωση του σκάφους «ΑΡ», δια καταβολής στο όνομα και για λογαριασμό του ………..  ατομικώς, στις 12-7-2013, με μεταφορά ποσού 950 ευρώ στον υποδειχθεντα από τον διαχειριστή της ενάγουσας υπ’αριθμ………… τραπεζικό λογαριασμό στην τράπεζα Eurobank, κρίνεται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον η επικαλούμενη καταβολή, αφενός δεν αντιστοιχεί στην ένδικη οφειλή, ποσού 5.600 ευρώ και όχι 700 ευρώ, κατά τους αβάσιμους ισχυρισμούς της εναγομένης, άλλωστε υπερκαλύπτει και τους δικούς της υπολογισμούς για το ύψος της συγκεκριμένης οφειλής, χωρίς να επιχειρείται αυτό να δικαιολογηθεί και αφετέρου, δεν σχετίζεται με αυτήν, αφού έγινε σε λογαριασμό του οποίου δικαιούχος είναι έτερη εταιρεία και όχι η ενάγουσα και συγκεκριμένα η εταιρεία με την επωνυμία «………..», όπως προκύπτει από  το σχετικό παραστατικό της τράπεζας και διακριτικό τίτλο «………..», με έδρα στη θέση ……. στον Ασπρόπυργο Αττικής  και υποκατάστημα στο ………. Μυκόνου, με αντικείμενο την εκμίσθωση αυτοκινήτων χωρίς οδηγό και ξεχωριστό Α.Φ.Μ., που δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο πέραν των αόριστων ισχυρισμών της εναγομένης, ότι υποδείχθηκε από τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, …………., ως δεκτικός καταβολής των επίδικων οφειλών προς εξυπηρέτηση ατομικού χρέους του, ως αβασίμως αυτή υποστηρίζει, λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται για εταιρικό και όχι ατομικό λογαριασμό του νομίμου εκπροσώπου της, η δε εναγομένη διατηρούσε συναλλαγές με την ανωτέρω εταιρεία, συμφερόντων της οικογένειας της ενάγουσας, για την μίσθωση αυτοκινήτων για την μεταφορά των πελατών της στο νησί της Μυκόνου, όπως καταδεικνύεται από την επίμαχη καταβολή, αλλά και τις επικαλούμενες κατωτέρω στην ίδια εταιρεία, τις οποίες για πρώτη φορά καταλόγισε περαιτέρω στις ένδικες οφειλές σχετικά με το πλοίο «Β» με την προσθήκη-αντίκρουση επί των πρωτόδικων προτάσεων της, απορριπτομένων  των αντίθετων διαλαμβανομένων στον τέταρτο λόγο της έφεσης, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Περαιτέρω, όσον αφορά την ένσταση εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναφέρεται με τον έκτο λόγο της έφεσης της, αναφορικά με τα δύο μόνο ναυλοσύμφωνα του σκάφους «Β», που αποδέχεται, ήτοι αντίστοιχα εκείνα με ναυλωτές, τον ………., ποσού 1.130 ευρώ και τον ……., ποσού 1.356 ευρώ και συνολικά 2.486 ευρώ, δια της καταβολής του ποσού των 2.598 ευρώ, που συνομολογεί η ενάγουσα, ομοίως πρέπει να απορριφθεί κατ’ουσίαν, εφόσον η ενάγουσα έχει ήδη αφαιρέσει το καταβαλλόμενο αυτό ποσό με τον καταλογισμό του στα αρχαιότερα ληξιπρόθεσμα χρέη, όπως προαναφέρθηκε και δεν ζητεί την απόδοση του με την ένδικη αγωγή, ούτε δύναται αυτό να αφαιρεθεί πάλι από το εναπομείναν ανεξόφλητο υπόλοιπο, ούτε να καταλογιστεί στις συγκεκριμένες οφειλές, εφόσον η εναγομένη κατά την καταβολή δεν όρισε τα χρέη, που ήθελε να εξοφληθούν (422 ΑΚ), αν και αλυσιτελώς παραπονείται ως προς την πρώτη τούτων, εφόσον μέρος του καταβαλλόμενου ανωτέρω ποσού έχει καταλογιστεί σ’αυτήν, ως αρχαιότερη εκ των ληξιπροθέσμων, απορριπτομένου του συναφούς έκτου λόγου της ένδικης έφεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου.

V. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν τον ν.4335/2015), προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή: α) αν το Δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β) αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το Δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο. Έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια. Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού το Δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 752/2011). Η δε σχετική παράβαση ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όταν το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε, ως απαράδεκτο αυτοτελή ισχυρισμό κατά παράβαση της οικείας δικονομικής διάταξης των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, καθώς και με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου, εφόσον ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός και όλα τα θεμελιωτικά του στοιχεία προβλήθηκαν παραδεκτά και νόμιμα στο Δικαστήριο της ουσίας. Με την προσθήκη των προτάσεων προβάλλονται παραδεκτά νέοι ισχυρισμοί (αντενστάσεις) μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών (ενστάσεων) που έχουν ήδη προβληθεί με τις προτάσεις (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 999/2010, ΑΠ 1253/2004). Από τον κανόνα του “άνευ επικουρίας δικάζεσθαι” εξαιρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο ή οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης (προνομιακοί), η δε σχετική εξαίρεση ισχύει για τη δίκη στα Δικαστήρια του πρώτου και δεύτερου βαθμού, αλλά όχι στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (άρθρα 527 και 573 ΚΠολΔ). (ΑΠ 1087/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 821/1998 ΕλΔνη 1999, 107, ΕφΠειρ 211/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι προβαλλόμενοι πρωτοδίκως από την εναγομένη για πρώτη φορά με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων της και ήδη με τον όγδοο λόγο της έφεσης της, πραγματικοί ισχυρισμοί περί εξόφλησης των αγωγικών αξιώσεων της ενάγουσας, που απορρέουν από τα λοιπά, υπό τα, ως άνω, στοιχεία β, γ, ε, στ και ζ, ναυλοσύμφωνα του πλοίου «Β.», ύψους, κατά τους αβάσιμους, όπως αποδείχθηκε, υπολογισμούς της, 6.091,50 ευρώ (958,50 + 1.065 + 1.356 + 1356 + 1356), λόγω, αφενός τεσσάρων επικαλούμενων καταβολών, εκ 1.234 ευρώ καθεμία, ήτοι συνολικού ποσού 4.936 ευρώ, η πρώτη με μετρητά στις 10.7.2013 και οι λοιπές στις 17.7.2013, 25.7.2013 και 25.7.2013, με μεταφορά του αντίστοιχου ποσού από τον λογαριασμό της εναγομένης στην τράπεζα ….. στον τραπεζικό λογαριασμό της ανωτέρω εταιρείας «………..», με επίκληση των προσκομιζομένων σχετικών παραστατικών της τράπεζας και αφετέρου, δια συμψηφισμού, που έλαβε χώρα, κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης, προφορικά στις 30.9.2013, μεταξύ των ένδικων απαιτήσεων της ενάγουσας και των επικαλούμενων ληξιπρόθεσμων ανταπαιτήσεων της εναγομένης από την συμμετοχή της ενάγουσας στις δαπάνες καθαριότητας του σκάφους τεσσάρων μηνών, ποσού 960 ευρώ και από την αντικατάσταση φθαρμένου λάστιχου τούτου στις 22.5.2013, αξίας 64,60 ευρώ και συνολικά ποσού 1.024,60 ευρώ, όπως ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ήδη ενώπιον του παρόντος, 1.075,22 ευρώ, προσθέτοντας και ποσό 50 ευρώ για την αγορά 27 λίτρων καυσίμων στις 3.5.2013, που έλειπαν κατά την παράδοση του σκάφους στις 10.4.2013, αποτελούν νέους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, που τείνουν στην κατάλυση του ουσιαστικού αγωγικού δικαιώματος της ενάγουσας και στοιχειοθετούν, εκτιμώμενοι κατά το δοκούν, την ένσταση της εξόφλησης, ως εκ τούτου, απαράδεκτα προβλήθηκαν για πρώτη φορά με την προσθήκη-αντίκρουση επί των προτάσεων, εφόσον δεν κατέτειναν στην αντίκρουση προβαλλομένων με τις προτάσεις ισχυρισμών, ούτε δικαιολογείται η καθυστερημένη προβολή τους στην άρνηση της εναγομένης αναφορικά με την ύπαρξη των εν λόγω ναυλοσυμφώνων, ως αβασίμως υπολαμβάνει, τα δε πραγματικά στοιχεία, που τους θεμελιώνουν, δεν αποδεικνύονται από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, ούτε συνομολογούνται από την ενάγουσα. Εξάλλου, η προβολή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της ίδιας ένστασης εξόφλησης με τον όγδοο λόγο της έφεσης, κρίνεται απαράδεκτη, για τον λόγο ότι η εκκαλούσα δεν επικαλέστηκε, ούτε αποδείχθηκε ότι συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις, που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή της και ειδικότερα επειδή η ιστορική βάση της ένστασης αυτής δεν προέκυψε μετά τη συζήτηση της διαφοράς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μήτε αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία της αντιδίκου της, ούτε συντρέχει δικαιολογημένη αιτία μη έγκαιρης προβολής της. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την προβαλλομένη ένσταση εξόφλησης, κατά μεν το μέρος, που αφορούσε τις επικαλούμενες καταβολές, ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά δε το μέρος, που αφορούσε τον εξώδικο συμψηφισμό, ως απαράδεκτη, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, κατ’αποτέλεσμα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων με τον όγδοο λόγο της ένδικης έφεσης, ως ουσιαστικά αβασίμων.

VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στην εκκαλούσα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.3590/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου κατά την άσκηση της.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 28 Αυγούστου 2020.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ