Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 547/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

547/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα T.Λ

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η έννοια του διαδίκου, όπως αυτή καθορίζεται στα πλαίσια της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας, δεν προσαρμόζεται στη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 741-781 του ΚΠολΔ διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, στην οποία δεν υπάρχει αντιδικία, αλλά μετέχουν στην διαδικασία αυτή οι ενδιαφερόμενοι για το ρυθμιστικό μέτρο, οι οποίοι αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου α) με την υποβολή της αίτησης για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκουσίας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευσή τους στη διαδικασία αυτή κατόπιν διαταγής του αρμοδίου δικαστηρίου (άρθρο 748 παρ.3 του ΚΠολΔ), γ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 752 του ΚΠολΔ), δ) με την προσεπίκλησή τους, που γίνεται με πρωτοβουλία κάθε διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο  753 του ΚΠολΔ). Συνεπώς, κατά την ανωτέρω διαδικασία ο καθ’ου η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύνθυνση της αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, δεν προσκλήθηκε ή δε άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη (ΑΠ 546/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 762 του ΚΠολΔ, που ρυθμίζει την παθητική νομιμοποίηση της έφεσης κατά των αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, “αν περισσότεροι έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, η έφεση που ασκεί ένας από αυτούς απευθύνεται κατά των άλλων ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους”.  Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι το ένδικο μέσο κατά απόφασης που εκδίδεται κατά την εκουσία δικαιοδοσία, πρέπει να απευθύνεται καθ’όλων εκείνων που έλαβαν μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ανεξάρτητα αν μεταξύ τους υπήρχαν αντίθετα συμφέροντα (βλ. σχετ. ΑΠ 1477/2018 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, η οποία αναφέρεται στην αναίρεση κατά απόφασης εκδοθείσας κατά την εκουσία δικαιοδοσία, και με την οποία κρίθηκε ότι η ως άνω αναίρεση θα έπρεπε να απευθύνεται και κατά του ασκήσαντος στον πρώτο βαθμό πρόσθετη παρέμβαση στην υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 769 εδαφ. γ΄ του ΚΠολΔ, που προβλέπει την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 762 του ΚΠολΔ και για την παθητική νομιμοποίηση της αναίρεσης κατά αποφάσεων, που εκδίδονται κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, και διατάχθηκε η κλήτευση του προσθέτως παρεμβάντος). Τέλος, με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1, 2, 3 και 5 του Ν. 2172/1993, που άρχισαν να ισχύουν από την 16η Μαρτίου 1994 (άρθρο 51 παρ. 9 εδαφ.δ΄του νόμου τούτου), ορίζεται α) ότι στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιά συνιστώνται ειδικά τμήματα ναυτικών διαφορών, ως τοιούτων νοουμένων των διαφορών που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σε πλοίο, β) ότι οι διαφορές αυτές υπάγονται στα εν λόγω τμήματα των ανωτέρω Δικαστηρίων, γ) ότι, αν αυτές εισαχθούν σε άλλο τμήμα των Δικαστηρίων τούτων, παραπέμπονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών των τελευταίων και δ) ότι διαφορές και υποθέσεις, που δεν υπάγονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών των τοιούτων Δικαστηρίων και εισάγονται σ’αυτό, μπορούν να δικαστούν από τούτο ή να παραπεμφθούν στο αρμόδιο Τμήμα, εφαρμοζόμενης αναλόγως, κατά τα λοιπά, της διάταξης του άρθρου 46 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά την παρ.6 περ. α΄ του ιδίου νόμου: «Συνιστάται στο Εφετείο Πειραιά ειδικό τμήμα στο οποίο εκδικάζονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του Μονομελούς ή Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που κρίνουν ναυτικές διαφορές και υποθέσεις (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών)…». Η δικαιοδοσία των ειδικών αυτών τμημάτων εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής, για την εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών, υπό την ανωτέρω έννοια (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 413/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό αιτούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» κατά της υπ’αριθμ. 2846/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, και με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν, αφενός μεν η από 11.2.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./14.2.2019) αίτηση της ανωτέρω διαδίκου, ως χρηματοδοτικού φορέα, περί υπαγωγής στην έκτακτη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης των άρθρων 68.επ του ν.4307/2014 της οφειλέτριάς της και καθ’ης η αίτηση ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…………», κλητευθείσας στη διαδικασία με διαταγή του Δικαστή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τον προσδιορισμό της αίτησης προς συζήτηση στην ορισθείσα δικάσιμο, διά της κοινοποίησης προς αυτήν αντιγράφου του δικογράφου εντός της ταχθείσας προθεσμίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 748 παρ.3 του ΚΠολΔ, με την επίκληση γενικής και μόνιμης αδυναμίας της καθ’ης η αίτηση εταιρίας εκπλήρωσης των ληξιπροθέσμων χρηματικών υποχρεώσεών της, αφετέρου δε η πρόσθετη υπέρ της αιτούσας παρέμβαση της εταιρίας με την επωνυμία «……….» (πρώην «. ……..»), που ασκήθηκε παραδεκτά με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και την κατάθεση απ’αυτήν προτάσεων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 70 παρ.2 εδαφ.γ΄του ν.4307/2014, στη συνέχεια απορρίφθηκε η αίτηση ως απαράδεκτη, κυρίως μεν λόγω αοριστίας του δικογράφου της, και δευτερευόντως διότι, όπως έγινε δεκτό, όσον αφορά το σκέλος της, που αφορά στην επικαλούμενη παύση πληρωμών της καθ’ης με βάση τα προσκομιζόμενα από την αιτούσα δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία της οφειλέτριάς της εταιρίας των ετών 2012 έως 2016, προσκρούει στη δεσμευτική ισχύ της υπ’αριθμ.4814/2018 οριστικής και ομοίως απορριπτικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την αυτή ειδική διαδικασία επί προγενέστερης αίτησης της ιδίας τράπεζας με παρόμοιο αντικείμενο, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 71 παρ. 6 εδαφ.α΄του ν.4307/2014), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 13.9.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/13.9.2019), ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 71 παρ.6 εδαφ.β΄του ν.4307/2014 προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 14.8.2019, παραδεκτά δε απευθύνεται κατά όλων αυτών, που έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ανεξαρτήτως εάν αντιδίκησαν με την εκκαλούσα, και συγκεκριμένα κατά της καθ’ης η αίτηση, της οποίας ζητήθηκε η υπαγωγή στην προβλεπόμενη στο ν.4307/2014 διαδικασία ειδικής διαχείρισης, και η οποία κλητεύθηκε στον πρώτο βαθμό με διαταγή του δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 748 παρ.3 του ΚΠολΔ, καθώς και της ασκήσασας πρόσθετη υπέρ της αιτούσας παρέμβαση αλλοδαπής εταιρίας, των περί του αντιθέτου προβληθεισών αιτιάσεων της τελευταίας, που περιλαμβάνονται στις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της, σύμφωνα με τις οποίες η ένδικη έφεση θα έπρεπε ως προς αυτήν ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθώς στον πρώτο βαθμό άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αιτούσας και ήδη εκκαλούσας, ούτως ώστε να γίνει δεκτή η αίτηση, και, επομένως,  κατέστη μεν διάδικος, αλλά δε μετείχε στη δίκη ως αντίδικος της ανωτέρω, ως θα έδει προκειμένου η έφεση παραδεκτά να μπορεί να στραφεί και εναντίον της, και η εκκαλούσα όφειλε απλώς να της κοινοποιήσει το εφετήριο με κλήση προς συζήτηση για να λάβει γνώση της δικασίμου και να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, αφού έχει δικαίωμα κλήτευσης, απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω, η έφεση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ήτοι του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, το οποίο είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της, εφόσον φέρεται ενώπιόν του προς κρίση έφεση κατά απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αν και όχι του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του ανωτέρω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 εδαφ.β΄ και παρ.6 εδαφ.α΄του ν.2172/1993). Και τούτο διότι, ναι μεν τα συσταθέντα στο Πρωτοδικείο και στο Εφετείο Πειραιώς Τμήματα Ναυτικών Διαφορών έχουν αποκλειστική καθ’ύλην αρμοδιότητα για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών, όπως η έννοια της ναυτικής διαφοράς προσδιορίζεται ειδικότερα στη διάταξη του στοιχείου Α της παραγράφου 3 του άρθρου 51 του ν.2172/1993, ενώ στη διάταξη του στοιχείου Β της ιδίας παραγράφου απαριθμούνται ενδεικτικά οι αιτίες, από τις οποίες μπορεί να προκύψουν ναυτικές διαφορές, και δη ολοκλήρου του Νομού Αττικής, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό αντίστοιχα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 51 παρ.1, 2 εδαφ.α΄και 5 εδαφ.α΄του ν.2172/1993, και συντρέχουσα αρμοδιότητα για τις λοιπές ναυτικές διαφορές (άρθρο 51 παρ.2 εδαφ.β΄του ανωτέρω νόμου), πλην όμως έχουν επιπροσθέτως και συντρέχουσα αρμοδιότητα και για τις λοιπές διαφορές και υποθέσεις, που δεν υπάγονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών και εισάγονται σ’αυτά, σε πρώτο βαθμό ή κατόπιν άσκησης έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης αντίστοιχα, τις οποίες μπορούν, είτε να εκδικάσουν, είτε να παραπέμψουν στο αρμόδιο τμήμα κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 46 του ΚΠολΔ, κατά τα εκτενώς στη μείζονα σκέψη εκτεθέντα. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, παρότι στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλουμένη απόφαση δεν εκδόθηκε από το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ορθά κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου εφόσον δεν πρόκειται περί ναυτικής διαφοράς, αφού η απαίτηση της αιτούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας σε βάρος της καθ’ης η αίτηση, της οποίας ζητείται η υπαγωγή στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης του ν.4307/2014, και η οποία λειτουργεί και εκμεταλλεύεται επιχείρηση ναυπηγείου, προέρχεται από δανειακές συμβάσεις, και από εκδοθείσες από την τράπεζα εγγυητικές επιστολές καλής εκτέλεσης συμβάσεων, ούτε ο ναυτικός χαρακτήρας της διαφοράς μπορεί να θεμελιωθεί άλλως πως, καθώς δεν πηγάζει από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σε πλοίο, ούτε μπορεί να ενταχθεί σε κάποια από τις ενδεικτικά αναφερόμενες στην ανωτέρω διάταξη περιπτώσεις ναυτικών διαφορών), τις εφέσεις κατά αποφάσεων του οποίου εκδικάζει αποκλειστικά το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εντούτοις το Δικαστήριο τούτο έχει υλική, τοπική και λειτουργική αρμοδιότητα να επιληφθεί της σ’αυτό προσδιορισθείσας από την αιτούσα/εκκαλούσα έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, την οποία θα κρατήσει και εκδικάσει, κατά τη δυνητική ευχέρεια που του παρέχεται εκ του νόμου, προς αποφυγήν άσκοπης και αναίτιας παρέλκυσης της διαδικασίας, που θα συνεπαγόταν η παραπομπή της υπόθεσης στο Μη Ναυτικό Τμήμα του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, των περί λειτουργικής αναρμοδιότητας αυτού αιτιάσεων της πρώτης των εφεσιβλήτων/καθ’ης η αίτηση, που προβλήθηκαν με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της έφεσης προτάσεις της, απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο μεταγενέστερος προσδιορισμός της έφεσης προς συζήτηση και ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά (στο μη ναυτικό τμήμα αυτού) για τη δικάσιμο της 7ης.5.2020, με την επιμέλεια της ανωτέρω διαδίκου, διά της κατάθεσης σχετικής κλήσης της, που επιδόθηκε στους λοιπούς διαδίκους, δε συνιστά σε καμία περίπτωση οίκοθεν ανάκληση από τον επιληφθέντα του εν λόγω προσδιορισμού Δικαστή του προηγούμενου προσδιορισμού της υπόθεσης προς εκδίκαση σε αυτό το Δικαστήριο, που συνεπάγεται απαράδεκτο της παρούσας συζήτησης, όπως επίσης αβάσιμα η ίδια διατείνεται, ούτε βέβαια συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση ματαίωσης της συζήτησης της έφεσης, κατά την εκδίκαση της οποίας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου άπαντες οι διάδικοι νομότυπα παραστάθηκαν δια πληρεξουσίου δικηγόρου. Επομένως, η κρινόμενη έφεση, για την οποία καταβλήθηκε κατά την κατάθεσή της από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και ως προς την οποία δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση.

Η αιτούσα, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με την από 11.2.2019  (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../14.2.2019) αίτησή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενη α) ότι διατηρεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή απαίτηση σε βάρος της καθ’ης, ανώνυμης εταιρίας, εδρεύουσας στον Πειραιά, που δραστηριοποιείται στον κλάδο των ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών, συνολικού ποσού την 31η.12.2017 10.068.897,57 ευρώ, η οποία στις 30.11.2018 ανερχόταν στο ποσό των 12.158.110.42 ευρώ, και, με βάση το επισυναπτόμενο στο δικόγραφο έγγραφο της ιδίας, είχε διαμορφωθεί στις 31.12.2019 στο συνολικό ποσό των 12.227.168,49 ευρώ, απορρέουσα από καταρτισθείσες μεταξύ τους δανειακές συμβάσεις, ήδη καταγγελθείσες από πλευράς της λόγω παράβασης από την καθ’ης των συμβατικών της υποχρεώσεων, αλλά και από δοθείσες απ’αυτήν (την αιτούσα) προς την ανωτέρω εταιρία εγγυητικές επιστολές καλής εκτέλεσης συμβάσεων, σύμφωνα με τα αναλυτικά στο δικόγραφο εκτιθέμενα, β) ότι η εν λόγω εταιρία ήδη από τα τέλη του έτους 2011 δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις λόγω σημαντικής συρρίκνωσης των εσόδων από την επιχειρηματική/εμπορική της δραστηριότητα και της αδυναμίας ανεύρεσης χρηματοδοτικών πόρων, με αποτέλεσμα το έτος 2012 με υποβληθείσα αίτησή της στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς να ζητήσει το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης, η οποία (αίτηση) απορρίφθηκε στον πρώτο βαθμό και ακολούθως, κατόπιν απόρριψης και της ασκηθείσας έφεσής της με απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κατά της πρωτόδικης απόφασης, και τελεσίδικα, αφού με βάση τα τότε τεθέντα ενώπιον αμφοτέρων των πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου δικαστηρίου οικονομικά στοιχεία κρίθηκε ότι οι πιθανότητες εξυγίανσής της είναι “ανύπαρκτες έως εξαιρετικά περιορισμένες”, καθώς και γ) ότι η εν λόγω οφειλέτριά της πληροί πλέον όλες τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης του άρθρου 68 του ν.4307/2014,  διότι πρόκειται περί νομικού προσώπου, εδρεύοντος στην Ελλάδα, με πτωχευτική ικανότητα, που βρίσκεται αποδεδειγμένα σε γενική και μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών της, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής της κατάστασης, όπως αυτή αποτυπώνεται εναργώς στις ετήσιες δημοσιευμένες στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) χρηματοοικονομικές καταστάσεις της, που παρατίθενται υπό μορφήν πινάκων, περιέχουν στοιχεία, αναφορικά με τη χρήση, η οποία έληξε στις 31.12.2017, σε αντιπαραβολή με τα επίσης διαλαμβανόμενα υπό την αυτή μορφή αντίστοιχα οικονομικά στοιχεία του προηγουμένου έτους, που καταδεικνύουν συνεχή αύξηση των υποχρεώσεών της, και αδυναμία αντιμετώπισής τους με τα διαθέσιμα ίδια κεφάλαια και τις σε βάρος τρίτων απαιτήσεις της, και έχουν περιληφθεί στη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση – βεβαίωση του ορκωτού λογιστή ……., σύμφωνα με την οποία η ίδια (η αιτούσα), χρηματοδοτικός φορέας ούσα, συνιστά πιστωτή της καθ’ης, που εκπροσωπεί ποσοστό 63,70% του συνόλου των σε βάρος της τελευταίας απαιτήσεων, όπως αυτές μνημονεύονται στις προαναφερθείσες οικονομικές καταστάσεις, με βάση τις οποίες υπολογίσθηκε το εν λόγω ποσοστό από το συντάκτη της βεβαίωσης, υπερβαίνει δηλαδή το ελάχιστο ποσοστό του 40%, που προβλέπεται στον ανωτέρω νόμο ως απαιτούμενο για την υποβολή αίτησης από πιστωτή ή πιστωτές, μεταξύ των οποίων ένας τουλάχιστον χρηματοδοτικός φορέας, περί υπαγωγής του οφειλέτη τους στη διαγραφόμενη στο νόμο αυτό διαδικασία ειδικής διαχείρισης, ενώ το γεγονός της μη αποπληρωμής από την καθ’ης του συγκεκριμένου χρέους της, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, αντιπροσωπεύει το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των σε βάρος της συνολικών απαιτήσεων όλων των λοιπών πιστωτών της, και έναντι του οποίου ουδέν έχει καταβάλει προς εξόφλησή του από το έτος 2008, συνεπάγεται, ακριβώς λόγω της ιδιάζουσας σημασίας του χρέους της αυτού, ότι τελεί ήδη σε κατάσταση παύσης πληρωμών, ήτοι ότι η αδυναμία της να ανταποκριθεί στις ληξιπρόθεσμες, εκκαθαρισμένες και απαιτητές, οφειλές της έχει πλέον προσλάβει το χαρακτήρα της γενικότητας (έναντι του κοινού) και της μονιμότητας, και δεν είναι πρόσκαιρη και παροδική, και μάλιστα ανεξαρτήτως του ύψους των καταβολών, που ενδεχομένως πραγματοποιεί για την εξόφληση των τρεχόντων και ανελαστικών εξόδων λειτουργίας της,  ζήτησε να διαταχθεί η υπαγωγή της στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης των άρθρων 68 επ. του ως άνω νόμου, να ορισθεί ως ειδικός διαχειριστής η προτεινόμενη από την ίδια (την αιτούσα) σύμπραξη των ειδικότερα αναφερομένων στο δικόγραφο φυσικού και νομικού προσώπου, όπως η αναγραφείσα επωνυμία του νομικού προσώπου, που προτείνεται ως συνδιαχειριστής, παραδεκτά διορθώθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, αμφότερα τα οποία (φυσικό και νομικό πρόσωπο) αποδέχθηκαν εγγράφως το σχετικό έργο με κοινή δήλωσή τους, η οποία επίσης περιλήφθηκε στο δικόγραφο, να διαταχθεί η δημοσίευση της εκδοθησομένης απόφασης στο Γ.Ε.ΜΗ., και να επιβληθεί σε βάρος της περιουσίας της καθ’ης η δικαστική της δαπάνη. Περαιτέρω, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης επί της ανωτέρω αίτησης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, άσκησε πρόσθετη υπέρ της αιτούσας παρέμβαση η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «………….», με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και την κατάθεση προτάσεων, με την οποία, η προσθέτως παρεμβάσα εταιρία, επικαλούμενη ότι διατηρεί χρηματική απαίτηση σε βάρος της καθ’ης και λοιπών φυσικών και νομικών προσώπων, απορρέουσα κατά την κύρια βάση της από αδικοπρακτική συμπεριφορά τους σε βάρος της, άλλως επικουρικώς από την άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων – εταιριών, για την οποία (απαίτηση) έχει ασκήσει (ήδη συζητηθείσα) αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης, ζητώντας αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης το σε ευρώ ισόποσο των 66.910.912 δολαρίων Η.Π.Α. και των 2.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. αντίστοιχα, καθώς και ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της ανωτέρω οφειλέτριάς της στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης του ν.4307/2014, ζήτησε, ως έχουσα έννομο συμφέρον με την ιδιότητα του πιστωτή της καθ’ης, να γίνει δεκτή η ασκηθείσα αίτηση. Επί των ανωτέρω αίτησης και πρόσθετης παρέμβασης εκδόθηκε η υπ’αριθμ.2846/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, συνεκδικάσθηκαν αμφότερα αυτά κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, αντιμωλία απάντων των διαδίκων, και απορρίφθηκε η αίτηση καθ’ολοκληρίαν ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση, αφού κρίθηκε ότι για το παραδεκτό της αίτησης προσκομίσθηκαν από την αιτούσα και επισυνάφθηκαν στο δικόγραφο τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’αυτήν (την απόφαση) έγγραφα, κατά τα οριζόμενα στις επίσης μνημονευόμενες στην εν λόγω απόφαση διατάξεις του ν.4307/2014, καθώς και ότι τηρήθηκε η προβλεπόμενη στον ίδιο νόμο προδικασία διά της κοινοποίησης του δικογράφου της αίτησης στο Ελληνικό Δημόσιο και τον Ε.Φ.Κ.Α., ακολούθως έγινε δεκτό ότι η αίτηση απορριπτέα τυγχάνει κυρίως ως αόριστη, διότι δεν εξειδικεύονται στο δικόγραφο αυτής με σαφή και ορισμένο τρόπο τα στοιχεία, εκ των οποίων προκύπτει η γενική και μόνιμη αδυναμία της καθ’ης να αποπληρώσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της, όπερ προϋποθέτει η υπαγωγή της στη διαγραφόμενη στο νόμο αυτό διαδικασία της ειδικής διαχείρισης, και συγκεκριμένα ότι δεν αναφέρονται οι προϋποθέσεις του εν λόγω νόμου, ήτοι «ποιες είναι οι οφειλές της…έναντι τρίτων, σε ποιο ύψος ανέρχονται, από ποια αιτία προκλήθηκαν, αν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και πότε, με ποιον τρόπο εξυπηρετούνται σήμερα ή με ποιον τρόπο και μέχρι πότε εξυπηρετούνταν στο παρελθόν και αν η αδυναμία εξυπηρέτησης είναι γενική και μόνιμη ή υφίσταται κατάσταση ανάκαμψής της», αοριστία, που δε μπορεί να καλυφθεί από τις περιληφθείσες στην επισυναφθείσα στο δικόγραφο έκθεση του ορκωτού λογιστή ………… οικονομικές καταστάσεις της εταιρίας των ετών 2016 και 2017, καθώς και ότι επιπροσθέτως «δεν εκτίθενται ορισμένα ούτε η σημερινή οικονομική και εμπορική κατάσταση της καθ’ης, το ενεργητικό (σε ακίνητα, κινητά, καταθέσεις κατ’είδος και εμπορική αξία, ικανά προς εκποίηση για την κάλυψη των δανειστών της), η φερεγγυότητα, ή η ανεπάρκεια της περιουσίας της για να καλύψει τις σε βάρος της χρηματικές υποχρεώσεις των τρίτων, εάν υπάρχουν πόροι ή έσοδα που μπορούν να χρησιμεύσουν για την ικανοποίηση των  οφειλών της, η έλλειψη ρευστότητας της οφειλέτριας, η οποία δεν αρκεί και πάλι όταν περιορίζεται σε απλή μορφή…στοιχεία που απαιτούνται για την περιγραφή της γενικής και μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των υποχρεώσεων μίας επιχείρησης». Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι η αίτηση δευτερευόντως τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι «λόγω της αρνητικής λειτουργίας του non bis in idem, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 778 του ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται η εξέταση της κρινόμενης αίτησης, η οποία συνιστά μέχρι και το έτος 2016 νέα αίτηση των διαδίκων για το ίδιο ακριβώς αντικείμενο, για το οποίο έχει ήδη εκδοθεί οριστική απόφαση με ειδική αιτιολογία ως προς το σκέλος της γενικής και μόνιμης αδυναμίας πληρωμών από μέρους της καθ’ης από το έτος 2012 έως το έτος 2016» (πρόκειται για την από 31.1.2018 αίτηση της νυν αιτούσας τράπεζας με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1103/478/2018, με την οποία, όπως αναφέρεται σε προγενέστερο σημείο της ίδιας απόφασης – της εκκαλουμένης – επίσης ζητήθηκε η υπαγωγή της τότε και νυν καθ’ης σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, για το λόγο ότι τελεί σε γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεών της ήδη από το έτος 2012, άλλως διότι ως ανώνυμη εταιρία δεν έχει υποβάλει προς καταχώρηση οικονομικές καταστάσεις για χρονικό διάστημα πλέον των 3 ετών, με αποτέλεσμα να συντρέχει λόγος λύσης της κατά το άρθρο 48 παρ.1 του ν.2190/1920, όπερ επιπροσθέτως συνιστά και λόγο υπαγωγής της στην ειδική διαχείριση του ν. 4307/2014, και επί της της οποίας (προηγούμενης αίτησης) εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας η υπ’αριθμ.4814/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που απέρριψε αυτήν ως αόριστη κατά τη βάση της, που αφορούσε στην παύση πληρωμών της καθ’ης, και ως ουσία αβάσιμη ως προς την έτερη  – σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο – βάση περί της μη υποβολής από την εν λόγω εταιρία οικονομικών καταστάσεων. Κατά της απόφασης αυτής (υπ’αριθμ.2846/2019) παραπονείται η αιτούσα με την κρινόμενη – παραδεκτά ασκηθείσα – έφεσή της, με την οποία, για τους διεξοδικά εκτιθέμενους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την απορριπτική κρίση του επί της αίτησής της λόγω απαραδέκτου, τούτου ειδικότερα συνισταμένου σε αοριστία του δικογράφου της αίτησης ως προς την επικαλούμενη γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεων της καθ’ης, καθώς και στην αρνητική εκδήλωση (του non bis in idem) της δεσμευτικής ισχύος προηγούμενης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, επί αίτησης της ιδίας (της νυν αιτούσας και ήδη εκκαλούσας) με το αυτό αίτημα, ζητά την παραδοχή του ένδικου μέσου και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αίτησή της ως νόμω και ουσία βάσιμη και να διαταχθούν τα ειδικότερα στο διατακτικό της αναφερόμενα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 68 του ν. 4307/2014 «1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Πτωχευτικού Κώδικα, το οποίο έχει την έδρα του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε γενική και μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων, δύναται να υπάγεται στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση κεφαλαιουχικών εταιριών, αυτές μπορούν να υπάγονται στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης του παρόντος άρθρου και εφόσον συντρέχει ως προς αυτές για δύο συνεχόμενες χρήσεις λόγος λύσης κατά το άρθρο 48 παρ. 1 του κ.ν. 2190/1920 (αναλογικά εφαρμοζομένου στις λοιπές μορφές κεφαλαιουχικών εταιριών). 2. Η αίτηση υποβάλλεται από πιστωτή ή πιστωτές του οφειλέτη, στους οποίους περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας χρηματοδοτικός φορέας, οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το 40% του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη». Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι προκειμένου να τεθεί ένα νομικό πρόσωπο σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης του νόμου αυτού θα πρέπει α) να έχει πτωχευτική ικανότητα, β) να βρίσκεται σε γενική και μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης ληξιπροθέσμων χρηματικών υποχρεώ­σεών του, γ) να υποβάλλεται αίτηση από πιστωτή ή πιστωτές του οφειλέτη, στους οποίους περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας χρηματοδοτικός φορέας, οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το 40% του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη. Στη διαδικασία αυτή, η οποία εντάσσεται στις προπτωχευτικές διαδικασίες που ρυθμίζονται, ωστόσο, εκτός διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα, έχουν αναλογική εφαρμογή (συμπληρω­ματικά) οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα (Νόμος 3588/2007). Περαιτέρω, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 525, 528 του ΕμπΝ, 117, 118, 747 παρ. 2 ΚΠολΔ και 44 παρ.1 του ΕισΝΚΠολΔ, για το ορισμένο της αίτησης κήρυξης της πτώχευσης απαιτείται, αλλά και αρκεί, η αναφορά στο δικόγραφο αυτής της εμπορικής ιδιότητας του καθ’ου, η ιδιότητα του αιτούντος ως δανειστή του προσώπου, του οποίου επιδιώκεται η πτώχευση, και ότι αυτός έχει περιέλθει σε γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων εμπορικών χρεών του (βλ. σχετ. ΑΠ 1317/1997 ΕΕμπΔ 1998.363, ΕφΙωαν 294/2005 ΕλλΔνη 2007.616, οι οποίες αναφέρονται μεν στο ορισμένο της αίτησης κήρυξης σε πτώχευση εμπόρου υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς του Εμπορικού Νόμου, πλην όμως, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, καταλαμβάνουν κατά νομική και λογική αναγκαιότητα και την περίπτωση της αίτησης του άρθρου 68 του ν.4307/2014 για την υπαγωγή  φυσικού ή νομικού προσώπου στην προβλεπόμενη στον ανωτέρω νόμο διαδικασία ειδικής διαχείρισης αναφορικά με το αναγκαίο περιεχόμενο του δικογράφου μίας τέτοιας αίτησης, λαμβανομένου υπόψη και του ότι κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ.1 του ΠτΚ, το οποίο βρίσκει πεδίο εφαρμογής και στην περίπτωση του Ν. 4307/2014, ενόψει της ταυτότητας της έννοιας της αδυναμίας πληρωμής, ο ορισμός της αδυναμίας εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρη­ματικών υποχρεώσεων κατά τρόπο γενικό και μόνιμο, προσα­νατολίζεται προς την έννοια της παύσης των πληρωμών, όπως είχε διαμορφωθεί από τη νομολογία και τη θεωρία κατά την ερ­μηνεία του άρθρου 525 του ΕμπΝ). Εξάλλου, στην εκουσία δικαιοδοσία δεν είναι, ούτε επιτρέπεται να είναι αντικείμενο της δίκης, η δεσμευτική διάγνωση ιδιωτικών δικαιωμάτων, αλλά σκοπός αυτής είναι η λήψη ρυθμιστικών μέτρων. Η εκουσία δικαιοδοσία συνίσταται στη διάπλαση ορισμένης έννομης σχέσης, καθώς και στη σιωπηρή αυθεντική διάγνωση της διάπλασης αυτής, χωρίς προηγούμενη αυθεντική αναγνώριση ιδιωτικού δικαιώματος όχι δηλαδή η δεσμευτική διάγνωση της ισχύος ή μη ισχύος κάποιου ιδιωτικού δικαιώματος. Συνεπώς, εφόσον στην εκουσία δικαιοδοσία δεν κρίνονται δικαιώματα, η διάγνωση των οποίων αποτελεί υπόθεση της δημιουργίας δεδικασμένου, οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν αναπτύσσουν δεδικασμένο, ούτε ως προς το κύριο, ούτε ως προς το προδικαστικό ζήτημα, γι’αυτό και δεν έχουν εφαρμογή σ’αυτήν (εκουσία δικαιοδοσία) τα άρθρα 322, 324 και 331 του ΚΠολΔ. Αν όμως πρόκειται για γνήσια ιδιωτική διαφορά, η οποία παραπέμπεται από νόμο στην ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η απόφαση που εκδίδεται γι’αυτήν, γίνεται δεκτό ότι αναπτύσσει δεδικασμένο που δεν υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 778 του ΚΠολΔικ, γιατί αλλιώς η παρεχόμενη σε τέτοια διαφορά προστασία θα ήταν ασυμβίβαστη με τη φύση της, φαλκιδευμένη και αναιμική, με συνέπεια την αντίθεση της προστασίας αυτής στα άρθρα 20 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1358/2018 ΧρΙΔ 2019.515, ΑΠ 260/2008 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 778 του ΚΠολΔ, αν στις υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 739 του ΚΠολΔ, γίνει δεκτή ή απορριφθεί με οριστική απόφαση αίτηση, δεν είναι δυνατόν να συζητηθεί νέα αίτηση των διαδίκων για το ίδιο αντικείμενο κατά την διαδικασία των άρθρων 741 έως 781 του ΚΠολΔ. Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς εκείνη του κατωτέρω αναφερομένου άρθρου 758 του ιδίου ως άνω Κώδικα, προκύπτει, ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δεν αποτελούν μεν δεδικασμένο, κατά την έννοια του άρθρου 321 επ. του ΚΠολΔ., εμποδίζουν, όμως, την εκ νέου συζήτηση της αυτής υπόθεσης και καθιστούν απαράδεκτη κάθε νέα αίτηση, που έχει το ίδιο αντικείμενο (ΑΠ 1395/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 322 § 1 εδάφιο β΄ και 324 του ΚΠολΔ, η απορριπτική λόγω αοριστίας απόφαση δημιουργεί δεδικασμένο μόνο για την ύπαρξη αυτού του συγκεκριμένου ελαττώματος του δικογράφου της αγωγής για το λόγο που αναγράφεται στην απόφαση, το οποίο (δεδικασμένο περί δικονομικού ελαττώματος) κωλύει διάφορη κρίση του δικαστηρίου, που επιλαμβάνε­ται νέας τυχόν αίτησης του ίδιου αιτούντος, της οποίας το δικόγραφο έχει την ίδια ουσιαστικά συγκεκριμένη διατύπωση που έχει κριθεί ήδη ελαττωματική, ούτως ώστε να προκαλείται αοριστία (βλ. σχ. ΑΠ 648/1991 ΝοΒ 39.763, ΑΠ 41/1987 ΝοΒ 36.106, ΕφΑθ 149/2012 ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, το δεδικασμένο που παράγεται κατά την ανωτέρω διάταξη εμποδίζει την επανάσκηση της αγωγής, εάν αυτή παρουσιάζει το ίδιο δικονομικό ελάττωμα, καθιστώντας την απαράδεκτη, ενώ η πρόοδος της δίκης δεν εμποδίζε­ται όταν ο ενάγων επανέρχεται, θεραπεύοντας το δικονομικό ελάττωμα, για το οποίο δημιουργήθηκε δεδικασμένο, συμπληρώνοντας τα ελλείποντα στοιχεία της αγωγής, που κρίθηκε αόριστη, Αντιστοίχως, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 778 του ΚΠολΔ η δεσμευτική ισχύς, που ανα­πτύσσουν οι οριστικές αποφάσεις που εκδίδονται κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εκδη­λώνεται τόσο αρνητικά, με την έννοια της αδυναμίας επα­νόδου του διαδίκου με την άσκηση παρόμοιας αίτησης (βλ. ΑΠ 1084/1982 Δ 1983.38, ΕφΑθ 2169/1997 ΕλλΔνη 1988.119), εκτός αν στηρίζεται σε διάφορα περιστατικά, όσο και θετικά (βλ. ΕφΑθ 12485/1989 ΕλλΔνη 1991.181, ΕφΘεσ 3135/1992 Αρμ 1992.1021), με την έννοια της δέσμευσης κάθε τρίτου προσώπου ή αρχής ως προς την επελθούσα διάγνωση ή διάπλαση (ΑΠ 260/2008, ΜονΕφΑθ 1907/2015 όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις, που εκδίδονται κατά την ανωτέρω διαδικα­σία, δεν αποτελούν μεν δεδικασμένο, κατά την έννοια των άρθρων 321 επ. του ΚΠολΔ, πλην όμως, κάθε νέα αίτηση των διαδίκων, που έχει το ίδιο αντικείμενο, είναι απαράδεκτη, ως προσκρούουσα στη δεσμευτικότητα που παράγεται από την προηγούμενη απόφαση (και πριν αυτή γίνει τελεσίδικη) και έχει παρόμοια αποτελέσματα προς την αρνη­τική λειτουργία του δεδικασμένου (ΑΠ 281/1997 ΕλλΔνη 1998.95). Μόνο σε υποθέσεις που υπάγονται με διάταξη νόμου στην εκούσια δικαιοδοσία (άρθ. 739 ΚΠολΔ), δηλαδή που υπάγονται μόνο κατά παραπομπή στη διαδικασία αυτή, αν ενέχουν αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, παράγουν δεδικασμένο αφού καταστούν τελεσίδικες, όπως και οι αποφάσεις που αφορούν υποθέσεις αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 385/2001 ΕλλΔνη 2002.111). Στις υποθέσεις δε της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι απαράδεκτη κάθε αίτηση που έχει το αυτό αντικείμενο με προηγούμενη. Η απαγόρευση όμως αυτή, ως εκδήλωση της στη διαδικασία αυτή κρατούσας αρχής του “non bis in idem” δεν ισχύει όταν η αίτηση στηρίζεται επί νέων πραγματικών περιστατικών (βλ. ΑΠ 26/1987 ΕλλΔνη 29.117, ΑΠ 1084/1982 ΝοΒ 31.1165, ΑΠ 796/1979 ΝοΒ 28.71, ΕφΠατρ 95/2002 ΑχΝομ 2003.247, ΕφΑθ 5846/1998 ΕλλΔνη 1999.1372). Η κατά τη διάταξη του άρθρου 778 του ΚΠολΔ δεσμευτική ισχύς παρουσιάζει πάντως περιορισμένη εμβέλεια, καθώς υποχωρεί αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης κατά το άρθρο 758. Το εν λόγω άρθρο αποτελεί μέσο ανατροπής της δεσμευτικής ισχύος μόνο εκείνων των αποφάσεων που κάνουν δεκτή την αρχική αίτηση Αντίθετα, σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης επιβάλλεται η άσκηση νέας αίτησης, η οποία όμως για να είναι παραδεκτή πρέπει να θεμελιώνεται στην επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, σε περίπτωση απόρριψης της αρχικής αίτησης ο διάδικος μπορεί να επανέλθει με την επίκληση μεταβολής των συνθηκών, ή διάφορων πραγματικών περιστατικών, κατ’ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 758 του ΚΠολΔ, όχι όμως και με την επίκληση νέων απλά αποδεικτικών μέσων προς θεμελίωση των ήδη απορριφθέντων ισχυρισμών του (ΕφΑθ 9807/1986 ΝοΒ 1987. 551, ΕφΑθ 10155/1995 ΕλλΔνη 1996.1618). Στην προκειμένη περίπτωση η ως άνω αίτηση περί υπαγωγής της καθ’ης, ανώνυμης εταιρίας, εδρεύουσας στην Ελλάδα, στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης των άρθρων 68 επ. του ν.4307/2014, έχουσα το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς διαλαμβάνονται σ’αυτήν κατά τρόπο σαφή όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της και τη θεμελίωση του αιτήματος, όπως αυτά μνημονεύονται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, και συγκεκριμένα αναφέρεται ότι η οφειλέτρια της αιτούσας έχει πτωχευτική ικανότητα, ότι βρίσκεται σε γενική και μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών της, καθώς και ότι η αιτούσα τράπεζα (χρηματοδοτικός φορέας) εκπροσωπεί ποσοστό άνω του 40% του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος της, χωρίς να απαιτείται, για το ορισμένο της, η παράθεση επιπλέον και έτερων στοιχείων/πραγματικών περιστατικών περί της γενικής και μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των οφειλών της καθ’ης, η έλλειψη μνείας των οποίων να καθιστά το δικόγραφο αόριστο και, συνακόλουθα, την αίτηση απορριπτέα, και δη των στοιχείων, που έχουν ήδη αναφερθεί, τα οποία αξίωσε ως αναγκαία για την πληρότητα του δικογράφου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αίτηση ως αόριστη, δεχθέν ότι δεν περιλαμβάνονται σ’αυτήν, ως θα έδει, με την επισήμανση ότι, ναι μεν τα στοιχεία, που συνιστούν τη γενική και μόνιμη αδυναμία της καθ’ης, δεν απαιτείται να παρατίθενται στο δικόγραφο της αίτησης, ως αναγκαίο περιεχόμενό του, αλλά θα πρέπει σε κάθε περίπτωση η αδυναμία αυτή με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (της γενικότητας και της μονιμότητας) να προκύψει από την αποδεικτική διαδικασία, προκειμένου η αίτηση να γίνει δεκτή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας. Πολλώ δε μάλλον και πέραν των όσων ήδη αναφέρθηκαν, που στην κρινόμενη περίπτωση στο δικόγραφο της αίτησης όντως διαλαμβάνονται στοιχεία (αν και ως εκ περισσού) προς θεμελίωση της επικαλούμενης γενικής και μόνιμης αδυναμίας της καθ’ης να ανταποκριθεί στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της, που αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για τη ζητούμενη υπαγωγή της στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης του ν.4307/2014, απλή αναφορά της οποίας θα αρκούσε για το ορισμένο και την πληρότητα της αίτησης, ενώ η συνδρομή της και στην πραγματικότητα αποτελεί αντικείμενο απόδειξης, και συγκεκριμένα εκτίθεται η, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτούσας, δυσμενής και βαίνουσα κάθε χρόνο επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση της ανωτέρω εταιρίας, όπως συνάγεται με βάση τις δημοσιευμένες στο ΓΕ.Μ.Η. καταστάσεις, οι οποίες έχουν περιληφθεί στην ενσωματωθείσα στο δικόγραφο και αποτελούσα αναπόσπαστο τμήμα αυτού έκθεση του ορκωτού λογιστή  …………., που αφορούν στη χρήση του έτους 2017, και στις οποίες επίσης αναφέρονται τα αντίστοιχα μεγέθη και του προηγούμενου έτους προς αντιπαραβολή, μεταξύ δε των οικονομικών στοιχείων του έτους 2017 παρατίθεται αναλυτικά και το σύνολο των υποχρεώσεων της καθ’ης, προς την αιτούσα και τρίτους, που φέρονται να παρουσιάζουν αύξηση σε σχέση με αυτές του 2016 (το παθητικό της), καθώς και το ενεργητικό της, και, επιπροσθέτως επισημαίνεται στο δικόγραφο ότι η μη αποπληρωμή της απαίτησης της αιτούσας, η οποία συνιστά ποσοστό 63,70% επί του συνόλου των σε βάρος της καθ’ης απαιτήσεων όλων των πιστωτών της, και έναντι της οποίας ουδεμία καταβολή έχει λάβει χώρα από το έτος 2008, έχει προσλάβει, λόγω της σημασίας της οφειλής αυτής, και ανεξαρτήτως της διενέργειας από την καθ’ης καταβολών για την αποπληρωμή των λειτουργικών της εξόδων, χαρακτήρα μονιμότητας και γενικότητας, και φανερώνει μη πληρωμή έναντι του κοινού, ήτοι καταδεικνύει, ενόψει των περιστάσεων, συνδρομή κατάστασης παύσης πληρωμών, και όχι μία πρόσκαιρη και παροδική ταμειακή δυσχέρεια. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αίτηση πρωτίστως ως αόριστη, διότι έκρινε ότι στο δικόγραφο αυτής δε περιέχονται όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση του αιτήματος, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και το δικόγραφο εκτίμησε, αξιώνοντας πλείονα στοιχεία των απαιτουμένων για το ορισμένο και την πληρότητά του, και μη λαμβάνοντας υπόψη τα σ’αυτό εκτιθέμενα, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η αιτούσα με τους πρώτο έως και πέμπτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, κατόπιν συνολικής εκτίμησης από το παρόν Δικαστήριο των προβαλλομένων με το εφετήριο στο πλαίσιο των λόγων αυτών αιτιάσεών της. Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η αίτηση δευτερευόντως ως απαράδεκτη και για το λόγο ότι αυτή, κατά το μέρος, που ανάγεται έως και το έτος 2016, προσκρούει στην αρνητική λειτουργία της δεσμευτικής ισχύος (του άρθρου 778 του ΚΠολΔ) άλλης ομοίως απορριπτικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, επί προηγούμενης αίτησης της νυν αιτούσας με το ίδιο αντικείμενο. Επί της κρίσης αυτής του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου λεκτέα τα κάτωθι: Η νυν αιτούσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.1.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./1.2.2018) αίτησή της, με την οποία ζήτησε να διαταχθεί η υπαγωγή της τότε και νυν καθ’ης ανώνυμης εταιρίας/οφειλέτριάς της στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης των άρθρων 68 επ. του ν.4307/2014, επικαλούμενη, κυρίως μεν γενική και μόνιμη αδυναμία της εν λόγω εταιρίας να ανταποκριθεί στις ληξιοπρόθεσμες υποχρεώσεις της λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής της κατάστασης, όπως προέκυπτε από τις τελευταίες έως τότε δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις της, που αφορούσαν στη χρήση του έτους 2011,  άλλως το γεγονός ότι δεν είχε υποβάλει για τα επόμενα έτη προς καταχώρηση οικονομικές καταστάσεις – ισολογισμούς τριών (3) τουλάχιστον διαχειριστικών χρήσεων, εγκεκριμένων από τη γενική συνέλευση του άρθρου 48 παρ.1 του ν.2190/1920, όπερ συνιστά λόγο λύσης της ως κεφαλαιουχικής εταιρίας, αλλά και λόγο υπαγωγής της στην ανωτέρω διαδικασία. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας η υπ’αριθμ.4814/2018 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση καθ’ολοκληρίαν, κατά μεν τη βάση της, που αφορούσε στη γενική και μόνιμη αδυναμία της καθ’ης να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της πρωτίστως ως αόριστη, κατά δε την έτερη βάση της (της μη δημοσίευσης στο Γ.Ε.ΜΗ. επί σειρά ετών των οικονομικών της καταστάσεων) ως ουσία αβάσιμη, καθώς κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης είχαν συνταχθεί, υπογραφεί, ελεγχθεί και δημοσιευθεί κατά νόμο με ανάρτηση στο Γ.Ε.ΜΗ. οι οικονομικές καταστάσεις της ανωτέρω εταιρίας των διαχειριστικών χρήσεων των ετών 2012 έως και 2016, τις οποίες και προσκόμισε η ίδια (η καθ’ης) στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση, παραδεκτά, όπως κρίθηκε από το δικαστήριο λόγω του ισχύοντος στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας ανακριτικού συστήματος, παρότι άπασες οι ανωτέρω ενέργειες, που αφορούσαν στην προσκομισθείσες καταστάσεις, έλαβαν χώρα μετά την άσκηση της αίησης, και οι οποίες, συνακόλουθα, λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης επί της ουσιαστικής βασιμότητας της αίτησης. Σημειωτέον ότι το δικαστήριο με την ανωτέρω απόφασή του, παρότι η κύρια βάση της αίτησης είχε προηγουμένως απορριφθεί με την ίδια απόφαση ως αόριστη, εξέφερε κρίση και επί της επικαλούμενης από την αιτούσα γενικής και μόνιμης αδυναμίας της καθ’ης να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της, λαμβάνοντας υπόψη την έως τότε οικονομική κατάσταση της τελευταίας, και αποφάνθηκε ότι τέτοια αδυναμία δε συντρέχει, απορρίπτοντας τη βάση αυτή σε κάθε περίπτωση και ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, η μεταγενέστερη αίτηση της τότε και νυν αιτούσας τράπεζας, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία (αίτηση) ζητήθηκε ομοίως η υπαγωγή της ιδίας εταιρίας στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης του ν.4307/2014, δεν είναι απαράδεκτη, ως προσκρούουσα στη δεσμευτικότητα της προηγούμενης απορριπτικής απόφασης (υπ’αριθμ.4814/2018) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, επί προγενέστερης αίτησης της νυν αιτούσας με το αυτό αντικείμενο (οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας επί αίτησης του άρθρου 68 του ν.4307/2014 δεν αποτελούν μεν δεδικασμένο, όταν καταστούν τελεσίδικες, κατά την έννοια του άρθρου 321 επ. του ΚΠολΔ, εφόσον δε χωρεί στην περίπτωση αυτή από το δικαστήριο που επιλαμβάνεται σχετικώς δεσμευτική διάγνωση της ισχύος ή μη ιδιωτικού δικαιώματος, αλλά λαμβάνονται ρυθμιστικά μέτρα και διαπλάθεται έννομη σχέση, εμποδίζουν, όμως, την εκ νέου συζήτηση της αυτής υπόθεσης και καθιστούν απαράδεκτη κάθε νέα αίτηση, που έχει το ίδιο αντικείμενο, ακόμη και προ της τελεσιδικίας τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 778 του ΚΠολΔ), διότι θεμελιώνεται στην επίκληση από την αιτούσα τράπεζα νέων πραγματικών περιστατικών, διάφορων των ήδη προβληθέντων με την πρώτη αίτηση, στα οποία στηρίχθηκε η προηγούμενη απόφαση, και συγκεκριμένα στην οικονομική κατάσταση της οφειλέτριας της αιτούσας/καθ’ης η αίτηση ανώνυμης εταιρίας (δυσμενέστερη κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας σε σχέση με τα προηγούμενα έτη), όπως αυτή προκύπτει από τις δημοσιευμένες καταστάσεις της ανωτέρω εταιρίας, που αφορούν στη χρήση του έτους 2017, ενώ στην πρώτη αίτηση ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος οικονομικά στοιχεία των ετών 2011 έως και 2016, ως έχει ήδη αναφερθεί, ενώ η αιτούσα επικαλέσθηκε τα αντίστοιχα στοιχεία μόνον του έτους 2011, που είχαν δημοσιευθεί μέχρι την κατάθεση της αίτησής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε τη (δεύτερη) αίτηση ως απαράδεκτη, λόγω της αρνητικής λειτουργίας του non bis in idem από την προηγούμενη υπ’αριθμ. 4814/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  διότι δέχθηκε ότι μέρος της ανωτέρω αίτησης θεμελιώνεται στην επίκληση προγενέστερων του 2017 πραγματικών περιστατικών, και, συνακόλουθα, ότι πρόκειται περί νέας αίτησης με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο με αυτήν, για την οποία εκδόθηκε η προηγούμενη απόφαση, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η αιτούσα με τους έκτο και έβδομο λόγο της ένδικης έφεσής της, κατόπιν συνολικής εκτίμησης από το παρόν Δικαστήριο των περιληφθεισών στους λόγους αυτούς αιτιάσεων. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, να διαταχθεί, λόγω της νίκης της εκκαλούσας, η επιστροφή σ’αυτήν του κατατεθέντος παραβόλου του ένδικου μέσου (άρθρο 495 παρ.3 προτελευταίο εδάφιο του ΚΠολΔ), και αφού εξαφανισθεί καθ’ολοκληρίαν η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση επί της αίτησης, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68 επ. του ν. 4307/2014, του αιτήματος περί επιβολής των εξόδων της διαδικασίας σε βάρος της περιουσίας της καθ’ης νόμιμου όντος μόνο στην έκταση, που ορίζεται στο άρθρο 77 παρ.2 του ανωτέρω νόμου, σύμφωνα με την οποία τα έξοδα της διαδικασίας (συνεπώς και η δικαστική δαπάνη του εκάστοτε αιτούντος την υπαγωγή φυσικού ή νομικού προσώπου σε ειδική διαχείριση) επιβάλλονται σε βάρος του προϊόντος της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης, και περαιτέρω ερευνητέα κατ’ουσίαν.

Με το Ν.4307/2014 εισήχθη η παράλληλη προς τον Πτωχευτικό Κώδικα (εφεξής ΠτΚ) έκτακτη διαδικασία της ειδι­κής διαχείρισης για την εκκαθάριση εν λειτουργία (εκποίηση εν λειτουργία και μεταβίβαση ως συνόλων ενεργητικού ή ως επιμέρους συνόλων ενεργητικού [κλάδων] σε νέους φορείς) υπερ­χρεωμένων επιχειρήσεων. Η ως άνω διαδικασία συνιστά παρεμφερή, κατά το σκοπό και τη δομή της, ή απολύτως συναφή, διαδικασία προς την ειδική εκκαθάριση της διάταξης του άρ­θρου 106ια του ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή της με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 14 του Ν. 4446/2016 και είχε προ­στεθεί στον ΠτΚ με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 4013/2011 και μεταγενέστερα τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. Γ` υποπαρ. Γ.3 περ. 16 του Ν. 4336/2015 [βλ. X. Χριστοπούλου, Η διαδικασία εξυγίανσης ως διαχρονικός θεσμός του Ελλη­νικού Δικαίου, σελ. 314, Γ. Μιχαλόπουλο, Η νέα πτωχευτική Νοοθεσία (πρόλογος Δ΄ έκδ., σελ. 13), αιτιολογική έκθεση Ν. 4336/2015 άρθρο 1, Γ.3, αριθμ. 11]. Η ανωτέρω διαδικασία που ρυθμίζεται στις διατάξεις των άρθρων 68 επ. του Ν. 4307/2014, όπως και η ειδική εκκαθάριση, είναι συλλογική διαδικασία, δε­δομένου ότι συνιστά μια εξωτερική και οργανωμένη διαδικα­σία από το νόμο, η οποία προβλέπεται σε περίπτωση γενικής και μόνιμης αδυναμίας εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρη­ματικών υποχρεώσεων του έχοντος πτωχευτική ικανότητα ο­φειλέτη, με σκοπό την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησής του ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλά­δων) ή ακόμα και κατ’ιδίαν περιουσιακών στοιχείων, μέσω δη­μόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, για τη συλλογική ικανοποί­ηση των πιστωτών του (βλ. X. Χριστοπούλου, ό.π., σελ. 315). Η διαδικασία αυτή είναι παραπτωχευτική, κηρύσσεται, εξελίσσε­ται και περατώνεται αυτοτελώς, χωρίς ανάμειξή της με την πτώχευση (βλ. Γ. Μιχαλόπουλο, ό.π. (πρόλογος γ΄ έκδ., σελ. 37). Στόχος του Ν. 4307/2014 ήταν να δοθεί μια νέα αρχή στις πληγείσες επιχειρήσεις (βλ. άρθρο 1 της αιτιολογικής έκθεσης του Ν. 4307/2014). Όπως και η καταργηθείσα διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 106ια του ΠτΚ, η ως άνω διαδικασία της ειδικής διαχείρισης αποσκοπεί να αποφευχθεί η απαξίωση της επιχείρησης του Νομικού Προσώπου μέσω της άμεσης υπα­γωγής του στην πτωχευτική διαδικασία, καθώς και να επιτευ­χθεί η σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών από το τίμημα της πώλησης του ενεργητικού (εν συνόλω ή επιμέρους στοιχείων) της ως άνω επιχείρησης. Κι αυτό γιατί η διάσωση της επιχείρη­σης δε σημαίνει αναγκαία και διάσωση του φορέα της, επιχει­ρηματία. Συνεπώς, η διάσωση της επιχείρησης σκοπείται με την απώλεια του ελέγχου της από τον επιχειρηματία και τη με­ταβίβασή της σε άλλον φορέα (πρβλ. και αιτιολογική έκθεση Ν. 4336/2015). Με την υπαγωγή της στην ένδικη διαχείριση, η επι­χείρηση του Νομικού Προσώπου, το οποίο βρίσκεται σε γενική και μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του, δεν παύει να λειτουργεί, για αυτό και ο Ν.4307/2014 τιτλοφορεί την ως άνω διαδικασία ως ειδική διαχεί­ριση. Άλλωστε και στην παρεμφερή διαδικασία της ειδικής εκ­καθάρισης που προβλεπόταν με τη διάταξη του άρθρου 106 ια του ΠτΚ – κατά παρέκκλιση των ισχυόντων στην κοινή εκκαθά­ριση – προβλεπόταν ότι η υπαγωγή στην ως άνω διαδικασία δεν συνεπαγόταν την παύση της λειτουργίας της επιχείρησης, εφόσον η εκκαθάριση συντελούνταν εν λειτουργία της επιχεί­ρησης. Βασικός στόχος της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρι­σης ήταν η μεταβίβαση της επιχείρησης του οφειλέτη, ενόσω αυτή εξακολουθεί να λειτουργεί (βλ. C. G. Paulus, Σ. Ποταμίτη, Α. Ρόκα, I. Tirado, Το Πτωχευτικό Δίκαιο ως ένας από τους βασι­κούς πυλώνες της οικονομίας της αγοράς, ΔΕΕ 11/2015.1070). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι στην έκτακτη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης των άρθρων 68 επ. του Ν. 4307/2014 η λει­τουργία της επιχείρησης, κατά τη διάρκεια της ως άνω διαδικα­σίας, αποτελεί πρωταρχικό σκοπό του ως άνω νόμου, ώστε μέ­σω αυτής να αποφευχθεί η απαξίωση της επιχείρησης του ο­φειλέτη νομικού προσώπου που έχει παύσει τις πληρωμές του και να επιτευχθεί μέσω της μεταβίβασης του ενεργητικού της επιχείρησης (ως συνόλου ή μερών) η συνέχιση της λειτουργίας αυτής με μεταβολή των φορέων της, με ταυτόχρονη ικανοποίηση των πιστωτών από το τίμημα της πώλησης του ενεργητι­κού. Για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού (διατήρηση της λειτουργίας της επιχείρησης), καθώς και για την κάλυψη των δαπανών και των εξόδων της ειδικής διαχείρισης, συμπεριλαμ­βανομένων και των αμοιβών του ειδικού διαχειριστή, ο τελευ­ταίος δύναται να λάβει κατά τη διάρκεια της ειδικής διαχείρι­σης χρηματοδοτήσεις ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών, οι ο­ποίες εξοπλίζονται με το ειδικό προνόμιο του άρθρου 154 περ. α` του ΠτΚ (βλ. άρθρο 73 παρ. 2 του Ν. 4307/2014). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 77 παρ. 2 του Ν. 4307/2014, στα έξοδα της διαδικασίας της ειδικής διαχείρισης που αφαιρούνται από το προϊόν της, πριν τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης, εντάσ­σονται και οι δαπάνες της λειτουργίας της επιχείρησης. Η δυνα­τότητα του διαχειριστή να λάβει χρηματοδότηση κατά τη διάρ­κεια της ειδικής διαχείρισης και η εξόπλιση των απαιτήσεων των χρηματοδοτών με το ανωτέρω προνόμιο στο προϊόν της ως άνω διαδικασίας δε συνεπάγεται ότι είναι δυνητική η λει­τουργία της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της ανωτέρω διαδι­κασίας, αλλά απλώς παρέχεται στο διαχειριστή πρόσθετη δυνατότητα για εξεύρεση πόρων για τη λειτουργία της επιχείρη­σης, προς διευκόλυνση του έργου του, το οποίο συνίσταται στην εν λειτουργία εκποίηση του ενεργητικού της επιχείρησης που υπάγεται στο καθεστώς της ειδικής διαχείρισης. Αντίθετη ερμηνεία του Ν. 4307/2014 θέτει εκποδών το βασικό σκοπό του, ο οποίος είναι η εκκαθάριση εν λειτουργία της υπερχρεω­μένης επιχείρησης, προς αποφυγή της απαξίωσης της αξίας της, επερχόμενης με τη διακοπή της λειτουργίας της, και η διά­σωσή της μέσω της μεταβίβασης του ενεργητικού της, εν συνόλω ή μερών αυτού, η οποία καθίσταται πιο πιθανή, εφόσον με τη διατήρηση της λειτουργίας της επιχείρησης διασφαλίζεται η αξία της. Κατ` ακολουθίαν, η λειτουργία της επιχείρησης, κατά τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης, αποτελεί βασική υποχρέω­ση του διορισθέντος ειδικού διαχειριστή και όχι ζήτημα αναγό­μενο στη διακριτική του ευχέρεια. Πλην όμως, ο τελευταίος εί­ναι ο μόνος αρμόδιος, μετά την υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς της ειδικής διαχείρισης και την εγκατάστασή του στη διοίκηση της επιχείρησης, να αποφασίσει τον τρόπο χρηματο­δότησης της λειτουργίας της, καθ’όλη τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης. Σε περίπτωση που ο ειδικός διαχειριστής, μετά το διορισμό του, δεν εξεύρει χρηματοδότηση για τις ανάγκες της ειδικής διαχείρισης (έξοδα διαδικασίας αυτής), στα οποία περι­λαμβάνονται και οι δαπάνες για τη λειτουργία της επιχείρησης, τότε συντρέχει λόγος ανάκλησης της απόφασης περί υπαγωγής της επιχείρησης στην ειδική διαχείριση (άρθρο 758 ΚΠολΔ). Κι αυτό, γιατί ο Ν. 4307/2014 θέτει στη διάταξη του άρθρου 71 παρ. 1 αυτού, ως προϋποθέσεις για την αποδοχή της αίτησης, τις ρυθμιζόμενες στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 68 αυτού και δεν ορίζει την επάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη για την κάλυ­ψη των εξόδων της διαδικασίας, ως θετική προϋπόθεση για τη θέση της επιχείρησης σε ειδική διαχείριση (πρβλ. άρθρο 3 παρ. 4 ισχύοντος ΠτΚ) ή την τυχόν ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη, ως λόγο απόρριψης της αίτησης (πρβλ. καταργηθέν άρθρο 6 παρ. 2 του ΠτΚ). Σημειώνεται ότι ενώ στον ΠτΚ στα έ­ξοδα της διαδικασίας δεν περιλαμβάνονται και τα ομαδικά πιστώματα (από τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότη­τας του συνδίκου ή του οφειλέτη), ειδικώς στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης, ως έξοδα της διαδικασίας αυτής, περιλαμ­βάνονται και οι δαπάνες από τη λειτουργία της επιχείρησης, κατά ρητή πρόβλεψη της διάταξης του άρθρου 77 παρ. 2 του Ν. 4307/2014. Το ότι δεν τίθεται ωςπροϋπόθεση για την υπαγωγή σε ειδική διαχείριση, προς αποφυγή παρέλκυσης της πτώχευ­σης, η επάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη για τα έξοδα της ως άνω διαδικασίας ή η βεβαίωση διαθεσιμότητας των απαιτούμενων κεφαλαίων, όπως προβλεπόταν στη διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης, κατά τη διάταξη 106 ια παρ. 2 του ΠτΚ, κατά την αρχική εισαγωγή της διαδικασίας της ειδικής εκκαθά­ρισης στον ΠτΚ, με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 4013/2011, αποτελεί αστοχία του Ν. 4307/2014 και του μεταγενέστερου αυτού Ν. 4336/2015 (βλ. Σ. Ψυχομάνη, Πτωχευτικό Δίκαιο, στ΄ έκδ. 2016, σελ.132). Περαιτέρω, συνέπειες της εκδοθείσας και δημοσιευθείσας απόφασης που κάνει δεκτή την αίτηση υπα­γωγής της επιχείρησης σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης είναι α) η παύση της συνολικής εξουσίας των καταστατικών οργά­νων διοίκησης και διαχείρισης της επιχείρησης (Νομικού Προ­σώπου), ήτοι της Γενικής Συνέλευσης και του Διοικητικού Συμ­βουλίου, β) η άμεση – από τη δημοσίευση – ανάληψη καθηκό­ντων εκ μέρους του διορισθέντος διαχειριστή, στον οποίο πε­ριέρχεται το σύνολο των εξουσιών διοίκησης της επιχείρησης του φορέα αυτής, Νομικού Προσώπου, με δημιουργούμενη κα­τάσταση όμοια με εκείνη της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης (πρβλ. για τα ισχύοντα στην ειδική εκκαθάριση, Σ. Ψυχομάνη, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σελ.143,144), γ) η αυτοδίκαιη αναστο­λή όλων των ατομικών διώξεων κατά της επιχείρησης, καθ’όλη τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης από το Δημόσιο και τους ΦΚΑ, καθώς και των μέτρων διασφάλισης της οφειλής, κα­τά τις διατάξεις του άρθρου 46 του Ν. 4174/2013 «Κώδικα Φο­ρολογικής Διαδικασίας». Δεδομένου ότι η διαδικασία της ειδικής διαχείρισης είναι παραπτωχευτική, όπως προαναφέρθηκε, σε αυτήν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΠτΚ, όπου ρητά οι δια­τάξεις του ως άνω νόμου παραπέμπουν στον ΠτΚ για αναλογι­κή εφαρμογή του ή δεν αποκλείεται η αναλογική εφαρμογή του από τη γραμματική ή τελολογική ερμηνεία των διατάξεων του Ν. 4307/2014. Πλην όμως, δεν δύναται να εφαρμοστεί ο ΠτΚ, στο μέτρο που ο Ν. 4307/2014 εισάγει ρητώς διαφορετική ρύθμιση. Στην προκειμένη περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του Ν. 4307/2014 θεσπίζει ρητά την αυτοδίκαιη ανα­στολή όλων των ατομικών διώξεων, χωρίς διακρίσεις και εξαι­ρέσεις, ως προς όλους τους πιστωτές. Επομένως, με την ως άνω ρύθμιση εισάγεται διάφορη και ειδική ρύθμιση στην παραπτω­χευτική διαδικασία της ειδικής διαχείρισης, αντιθέτως με τα ισχύοντα επί πτώχευσης (άρθρα 25, 26 του ΠτΚ). Ήτοι, η θέση της επιχείρησης σε ειδική διαχείριση, με την απόφαση αποδο­χής της αίτησης υπαγωγής της, συνεπάγεται αυτοδικαίως την αναστολή των ατομικών διώξεων για όλους τους πιστωτές της επιχείρησης, τόσο τους εγχειρόγραφους όσο και τους ενέγγυους. Συνεπώς, κατά τη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης, οι ενέγγυοι πιστωτές δεν μπορούν να ασκήσουν την «εμπράγματη αγωγή» για την ικανοποίηση της απαίτησής τους που εξασφα­λίζεται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματή ασφάλεια, κατ’αρχήν αποκλειστικά από τη ρευστοποίηση περιουσιακού αντικειμέ­νου της επιχείρησης, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 1237 επ. και 1292 επ. του ΑΚ και των περί αναγκαστι­κής εκτέλεσης διατάξεων του ΚΠολΔ ή με τις διατάξεις του ΝΔ 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί Ανωνύμων Εταιρι­ών», εφόσον δεν εισάγεται εξαιρετική ρύθμιση για αυτούς στη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του Ν. 4307/2014. Κατά την έννοια του άρθ. 3 παρ. 1 του ΠτΚ, το οποίο βρί­σκει πεδίο εφαρμογής και στην περίπτωση του Ν. 4307/2014 ενόψει της ταυτότητας της έννοιας της αδυναμίας πληρωμής, ο ορισμός της αδυναμίας εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρη­ματικών υποχρεώσεων κατά τρόπο γενικό και μόνιμο, προσα­νατολίζεται προς την έννοια της παύσης των πληρωμών, όπως είχε διαμορφωθεί από τη νομολογία και τη θεωρία κατά την ερ­μηνεία του άρθρου 525 του ΕμπΝ (71. Κοτσίρης, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδ. 2008, σελ. 140 επ.). Ως παύση πληρωμών που να δικαιολογεί την κήρυξη του εμπόρου σε κατάσταση πτώχευσης, νοείται ο κλονισμός της εμπορικής πίστης αυτού, που επήλθε από τη μη πληρωμή των ληξιπρόθεσμων εμπορικών του χρεών. Δηλαδή των εκκαθαρισμένων και άμεσα απαιτητών εμπορικών του χρεών, η οποία, (μη πληρωμή), προδίδει μόνιμη πραγματική αδυναμία για τη συνέχιση της εμπορίας του και μπορεί να συναχθεί, κατά τις περιστάσεις, και από τη μη πληρωμή ενός μόνον, εμπορικού χρέους, εφόσον, λόγω της σημασίας ή του χαρακτήρα του, εμφανίζει στοιχεία της μονιμότητας και της γενικότητας. Η σπουδαιότητα δε του μοναδικού χρέους του εμπόρου κρίνεται αντικειμενικά, με προέχον το κριτήριο της ποσότητας αυτού. Η παύση των πληρωμών πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο που κηρύσσεται η πτώχευση. Η κατ’αρέσκεια του οφειλέτη εμπόρου, πληρωμή μερικών μόνο χρεών του, δεν εμποδίζει την πτώχευσή του, διότι τούτο αντίκειται σε έναν από τους σκοπούς της πτώχευσης, που είναι η σύμμετρη και ίση ικανοποίηση των δανειστών του (ΑΠ 1357/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα ως παύση πληρωμών νοείται ο κλο­νισμός της εμπορικής πίστης του εμπόρου, που επήλθε από τη μη εκπλήρωση των ληξιπροθέσμων υποχρεώσεών του, δηλαδή των εκκαθαρισμένων και άμεσα απαιτητών εμπορικών ή μη χρεών, η οποία (μη πληρω­μή) προδίδει μόνιμη πραγματική αδυναμία για τη συ­νέχιση της εμπορίας του, μπορεί δε να συναχθεί κατά τις περιστάσεις και από τη μη πληρωμή ενός μόνο χρέους, τέτοιας όμως σημασίας και σπουδαιότητας ώστε να εμφανίζει τα πιο πάνω στοιχεία της μονιμό­τητας και γενικότητας, η μη πληρωμή του δηλαδή να συγκρίνεται ουσιαστικά με οικονομική κατάρρευση και πραγματική αδυναμία συνέχισης της εμπορίας ή εξυ­πηρέτησης του οικονομικού σκοπού του νομικού προσώπου (Σπ. Ψυχομάνη, ΠτΔ 2017, σ. 52). Η παύση των πληρωμών πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο που κηρύσσεται η πτώχευση. Ως τέτοιος χρόνος πρέπει να θεωρείται αυτός της συζήτησης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, σε κάθε δε περίπτω­ση ο χρόνος της δημοσίευσης της πρωτόδικης από­φασης (ΕφΠειρ 206/2013, ΕφΛαρ 476/2013, δημοσ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, όχι οποιαδήποτε μη πληρωμή, αλλά η μη πληρωμή που έχει το χαρακτήρα της γενι­κότητας και μονιμότητας και η οποία υποδηλώνει συγ­χρόνως νέκρωση ή διακοπή της εμπορικής κίνησης, αθεράπευτο κλονισμό της πίστης του εμπόρου ή δια­ταραχή στην οικονομική του υπόσταση, συνιστά παύση πληρωμών κατά την έννοια του νόμου και δεν αρκεί η απλή έλλειψη ρευστότητας του οφειλέτη εμπόρου. Το γεγονός της παύσης των πληρωμών απόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο θα στηριχθεί επί πραγματικών γεγονότων που μαρτυρούν την ιδιαίτερη εκείνη θέση του οφειλέτη, συνεπεία της οποίας αυτός δεν αντιμετωπίζει τις αναληφθείσες υποχρεώσεις του (ΑΠ 829/2003 δημοσ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1399/2000 ΕλλΔνη 2001.733, ΑΠ 910/2000 ΕΕμπΔ 2000.779, ΕφΑθ 1572/2001 ΕλλΔνη 2001.1418, ΕφΠατρ 212/2001 ΔΕΕ 2003.544, ΕφΑθ 149/2001 ΔΕΕ 2001, 391). Έτσι, παύση πλη­ρωμών δεν υπάρχει, όταν ο οφειλέτης, αν και μπορεί, δεν πληρώνει λόγω δυστροπίας ή λόγω κακόπιστης άρνησης πληρωμής και υπάρχουν χρήματα (Σπ. Ψυχο­μάνη, ΠτΔ 2007, σ. 36, Ε. Περάκη, ΠτΔ 2010, σ.79, ΕφΑθ 2407/2006 ΕλλΔνη 2006.1115), ή εάν προσποιείται αδυνα­μία πληρωμής με σκοπό να πιέσει δανειστές του να δεχθούν τμηματική εξόφληση ή εάν εξ αμελείας παρέλειψε να εκπληρώσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις του (Λ. Κοτσίρη, ΠτΔ, 2017, σ. 179). Οπωσδήποτε, η πλη­ρωμή μερικών μόνο χρεών κατά την αρέσκεια του οφειλέτη εμπόρου δεν εμποδίζει την πτώχευση, αν εί­ναι αδύνατη για τον έμπορο η ικανοποίηση όλων των δανειστών του (ΕφΘεσ 819/2014 ΕλλΔνη 2014.55, ΕφΛαρ 46/2001 ΕπισκΕμπΔ 2001.513, ΕφΑθ 1207/2000 ΕλλΔνη 2000.859), διότι τούτο αντίκειται σ’έναν από τους σκοπούς της πτώχευσης που συνίσταται στη σύμμε­τρη ικανοποίηση των πιστωτών, ούτε επιτρέπεται στον οφειλέτη έμπορο η δυνατότητα τεχνητής συνέχισης της εμπορίας του, επιλέγοντας αυτός τους δανειστές του τους οποίους θα ικανοποιεί, προς επανάληψη των πιστώσεων και αναβολή παύσης των πληρωμών, με τις εντεύθεν επιζήμιες συνέπειες για τους πιστωτές που δεν ικανοποιήθηκαν, οι οποίοι αλλιώς δικαιούνται σύμμετρη ικανοποίηση (ΑΠ 684/1993 δημοσ. ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 46/2001 ό.π., ΕφΑθ 2291/2000 ΑρχΝ 2001. 180, ΕφΘεσ 42/1994 Αρμ 1994.1281). Κατά συνέπεια, η πλη­ρωμή από τον έμπορο μεμονωμένων χρεών δεν εκ­φράζει οπωσδήποτε δυνατότητα πληρωμής και, επο­μένως, ανυπαρξία παύσης πληρωμών, και, αντιστρόφως, η μη πληρωμή από τον έμπορο κάποιων από τα χρέη του δεν εκφράζει οπωσδήποτε παύση πληρωμών. Κρίσιμη είναι η διαπίστωση, ότι ο οφειλέτης, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, εκπληρώνει γενικά κατά κύριο λόγο τις υποχρεώσεις του ή όχι (Λ. Κοτσίρη, ΠτΚ 2017, σ. 181), οπότε στην περίπτωση εξακρίβωσης αδυ­ναμίας εκπλήρωσης σημαντικού μέρους των επαγγελ­ματικών του υποχρεώσεων συντρέχει το στοιχείο της γενικότητας (Σπ. Ψυχομάνη, ΠτΔ 2017, σ. 52). Αν δεν πληρωθούν τα χρέη συνεπεία παροδικών και μεταβα­τικών αιτίων, π.χ. λόγω πρόσκαιρης οικονομικής στε­νότητας του οφειλέτη, δεν συντρέχει αδυναμία εκπλή­ρωσης και παύση πληρωμών (ΕφΛαρ 589/2013 δημοσ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως επίσης δεν υπάρχει μονιμότητα όταν ο οφειλέτης πληρώνει σημαντικά χρέη, συνεχίζει την εμπορική δραστηριότητα και εξακολουθεί να πλη­ρώνει το εργατοτεχνικό προσωπικό του (ΕφΘεσ 2018/2018 Αρμ.2018.1835, ΕφΘεσ 1327/2016 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η μεμονωμένη καταβολή εκ μέρους του οφειλέτη μικρών ποσών σε ορισμένους από τους δανειστές του, ενώ τα υπόλοιπα σοβαρότερα χρέη του παραμένουν ανεξόφλητα, δεν αναιρεί την παύση των πληρωμών του (ΕφΘεσ 485/2010 Αρμ.2012.88), Δεν υπάρχει παύση πληρωμών αν η μη πληρωμή των χρεών του εμπόρου οφείλεται σε πρόσκαιρη οικονομική δυσχέρεια ή σε τυχαία και παροδικά περιστατικά, ή σε άρνηση πληρωμής τους λόγω ενστάσεων, τις οποίες θεωρεί καλόπιστα βάσιμες ο οφειλέτης και τις προτείνει κατά των δανειστών (ΕφΘεσ 2632/2006 Αρμ 2007. 739, ΕφΘεσ 380/1999 Αρμ 2000.222). Πλέον ειδικότερα ως παύση πληρωμών αποτελεί εκείνη η κατάσταση, κατά την οποία ο έμπορος, ανεξαρτήτως προς την πραγματική περιουσιακή του δυνατότητα, περιέρχεται σε μόνιμη και πραγματική αδυναμία για την εμπρόθεσμη πληρωμή των ληξιπρόθεσμων, δηλαδή των εκκαθαρισμένων και άμεσα απαιτητών, χρεών του (Λ. Κοτσίρης, Πτωχευτικό Δίκαιο, 7η έκδ. 2008, σελ. 140 επ.). Επομένως, όχι οποιαδήποτε μη πληρωμή, αλλά η μη πληρωμή που έχει το χαρακτήρα της γενικότητας και μονιμότητας, και η οποία υποδηλώνει συγχρόνως νέκρωση ή διακοπή της εμπορικής κίνησης, αθεράπευτο κλονισμό της πίστης του εμπόρου ή διαταραχή στην οικονομική του υπόσταση, συνιστά παύση πληρωμών κατά την έννοια του νόμου και δεν αρκεί η απλή έλλειψη ρευστότητας του οφειλέτη (ΑΠ 1399/2000 ΕλλΔνη 2001.733, ΑΠ 910/2000 ΕλλΔνη 2001.733, ΕφΠειρ 467/2010 ΔΕΕ 2010.915, ΕφΛαρ 726/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008.1113). Εάν συντρέχουν πολλά χρέη, η καταβολή μερικών και η, έστω κατά αδικαιολόγητη διάκριση, άρνηση εξόφλησης άλλων, δεν συνιστά παύση πληρωμών γενικώς, εκτός αν αποδεικνύεται ότι είναι αδύνατη η ικανοποίηση όλων, ήτοι όταν ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει ένα ουσιώδες μέρος των εμπορικών του υποχρεώσεων. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 744 και 759 παρ. 3 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί, και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, καθώς και ότι το δικαστήριο, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάζει αυτεπαγγέλτως κάθε τι που κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων. Με τη διάταξη αυτή εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 του ΚΠολΔ και καθιερώνεται για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και μη προταθέντων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η ειδική αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει τις γνήσιες και τις μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή και εκείνες τις ιδιωτικές διαφορές που ο νόμος παραπέμπει για εκδίκαση στην ειδική αυτή διαδικασία, λόγω της απλότητας και συντομίας από την οποία κυριαρχείται. Το ανακριτικό αυτό σύστημα ισχύει και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώ η εξουσία του δικαστηρίου για λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την ανεύρεση της αλήθειας δεν οριοθετείται από το νόμο και, άρα, είναι απεριόριστη, αφού μπορεί να λάβει υπόψη ακόμη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (όχι, όμως, και ανεπίτρεπτα), καθώς και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου ή αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου του άρθρου 339 του ΚΠολΔ, αποδεσμευόμενο από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης (ΑΠ 438/2019, ΑΠ 1384/2018, ΑΠ 154/2018, ΑΠ 636/2017, ΑΠ 769/2015, ΑΠ 236/2015 όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Το δικαστήριο που δικάζει κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να λάβει υπόψη πραγματικούς ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν από τους διαδίκους, καθώς και κάθε πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, ακόμη και άκυρο αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου (ΑΠ 2228/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 41/2003 ΝοΒ 2003.1619). Επομένως ο δικαστής αποδεσμεύεται από την υποχρέωση να περιορισθεί στο πραγματικό υλικό που συνεισέφεραν στη δίκη οι διάδικοι και οφείλει, αν διαπιστώσει κατά την ανέλεγκτη κρίση του ελλείψεις, να λάβει υπόψη κατ’αυτεπάγγελτη συλλογή, λόγω του έντονου δημόσιου συμφέροντος, που εμφιλοχωρεί στη διαδικασία αυτή, και άλλα αποδεικτικά στοιχεία, πέρα απ’αυτά που προσκομίζουν οι διάδικοι (ΑΠ 483/1997 ΕλλΔνη 1998.338, ΕφΘεσ 1558/1991 ΝοΒ 1992.894). Τέλος, και οι περιορισμοί που ισχύουν κατά το άρθρο 269 του ΚΠολΔ δεν εφαρμόζονται αναλόγως στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας (ΑΠ 331/2009, 2228/2007, 289/1999 και 1260/2002, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος) και το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν μετά τη συζήτηση της αί­τησης (ΕφΛαρ 352/2015 Δικογραφία 2016.593, ΕφΑθ 4076/2006 Α΄δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος ).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της καθ’ης ……….., η οποία δόθηκε κατά τη συζήτηση της αίτησης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, και περιέχεται, απομαγνητοφωνηθείσα, στα ταυτάριθμα με την ανωτέρω απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) την υπ’αριθμ. ……./18.6.2019 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ……….  ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που προσκόμισε η αιτούσα μετά τη συζήτηση της αίτησης με την προσθήκη των προτάσεών της προς αντίκρουση των ισχυρισμών της καθ’ης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των λοιπών διαδίκων, οι οποίοι ενημερώθηκαν περί του χρόνου και του τόπου εξέτασης της ανωτέρω μάρτυρος με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της αιτούσας κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, γ) την υπ’αριθμ……./18.6.2019 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που προσκόμισε η καθ’ης μετά τη συζήτηση της αίτησης με την προσθήκη των προτάσεών της προς αντίκρουση των ισχυρισμών της αιτούσας, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των λοιπών διαδίκων, οι οποίοι ενημερώθηκαν περί του χρόνου και του τόπου εξέτασης της ανωτέρω μάρτυρος με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθ’ης κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, δ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα έγγραφα, που προσκομίσθηκαν από την καθ’ης και ήδη πρώτη εφεσίβλητη το πρώτον στην έκκλητη δίκη μετά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, παραδεκτά, λόγω του ισχύοντος κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία εκδίκασης της έφεσης (της εκουσίας δικαιοδοσίας) ανακριτικού συστήματος, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, και ε) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: H καθ’ης η αίτηση, ανώνυμη εταιρία, συστάθηκε το έτος 1992 με την υπ’αριθμ.155406/92 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, με την οποία εγκρίθηκε το καταστατικό της, που καταρτίσθηκε με την υπ’αριθμ…/1992 πράξη της Συμβολαιογράφου Πειραιώς . ….., καταχωρήθηκε στις 27.1.1992 στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της Νομαρχίας Πειραιώς με Α.Μ. ……… και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Τ.ΑΕ & ΕΠΕ υπ’αριθμ. 318/31.1.1992), όπως έχει τροποποιηθεί διαδοχικά με αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης, ωσαύτως καταχωρηθείσες αρχικά στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της Νομαρχίας Πειραιώς και ήδη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, και νομίμως δημοσιευθείσες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και τέλος (όπως) έχει κωδικοποιηθεί και ισχύει μετά την τελευταία τροποποίησή του με την από 31.1.2018 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρίας (βλ.σχετ. τα προσκομιζόμενα από την αιτούσα εκτύπωση από την επίσημη ιστοσελίδα στο διαδίκτυο του Γενικού Εμπορικού Μητρώου, από την οποία προκύπτει η απογραφή της εταιρίας στα μητρώα του Γενικού Εμπορικού Μητρώου με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …………, καθώς και όλα τα καταχωρηθέντα στοιχεία δημοσιότητας αυτής, εκτύπωση από την επίσημη ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου, όπου παρατίθενται άπαντα τα δημοσιευμένα από τη σύσταση της καθ’ης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στοιχεία της, και τέλος αντίγραφο του κωδικοποιημένου καταστατικού της, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει). Η εταιρία εδρεύει στον Πειραιά Αττικής (επί της ……….. αυτής), το μετοχικό της κεφάλαιο ανέρχεται στο ποσό των 6.600.000 ευρώ, και διαιρείται σε 220.000 ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας εκάστης 30 ευρώ, και το τελευταίο 3μελές Διοικητικό της Συμβούλιο, που εξελέγη από τη Γενική της Συνέλευση της 22ης.1.2018, αποτελείται από τους ………, Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, ………. Αντιπρόεδρο, και ………. του Γεωργίου, Μέλος. Όπως δε προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 30.6.2016 πρακτικό της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της, μέτοχοι αυτής είναι η εδρεύουσα στη Μονρόβια της Λιβερίας εταιρία με την επωνυμία «…………..», στην οποία ανήκουν 215.600 μετοχές, που εκπροσωπούν ποσοστό 98% του μετοχικού της κεφαλαίου, καθώς και οι ………. και ……. έκαστος κύριος 2.200 μετοχών, και συνολικά 4.400 μετοχών, που εκπροσωπούν το υπόλοιπο ποσοστό του 2% του μετοχικού της κεφαλαίου. Με βάση το κωδικοποιημένο καταστατικό της σκοπό έχει – μεταξύ άλλων  – την αγορά, ίδρυση και εκμετάλλευση ναυπηγείων, τη ναυπήγηση, κατασκευή και επισκευή, ανακατασκευή και συντήρηση, καθώς και διάλυση παντός είδους πλοίων, σκαφών και πλωτών ναυπηγημάτων εν γένει, την ίδρυση και εκμετάλλευση εργοστασίων, ναυπηγείων και σιδηρών πάσης φύσης κατασκευών, μηχανημάτων και εγκαταστάσεων, μηχανών θαλάσσης, ατμοστροβίλων και ηλεκτρογεννητριών και ανταλλακτικών, την αγορά εκμετάλλευση και πώληση πλοίων, σκαφών και πλωτών εν γένει ναυπηγημάτων, καθώς και την οργάνωση υποδοχής και εξυπηρέτησης παντός είδους πλοίων, σκαφών και πλωτών ναυπηγημάτων για επισκευές, συντήρηση και ανακατασκευές, τον εφοδιασμό με κάθε είδους υλικά, ανταλλακτικά, χρώματα, καύσιμα, λιπαντέλαια, τροφοεφόδια, και υλικά ξενοδοχειακού εξοπλισμού, καθώς και τη διενέργεια κάθε συναφούς πράξης παρεμφερούς με τους ως άνω σκοπούς και δραστηριότητες. Αποδείχθηκε επίσης ότι η καθ’ης, η οποία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά επί σειρά ετών, κυρίως και ως επί το πλείστον, στον κλάδο των ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών, διατηρεί για την επίτευξη των ανωτέρω καταστατικών σκοπών της και την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας, ναυπηγικές εγκαταστάσεις και τον απαραίτητο μηχανολογικό εξοπλισμό στην περιοχή …….. της νήσου της Σαλαμίνας (στη θέση «……..»), που βρίσκονται εντός προστατευόμενου αρχαιολογικού χώρου, σε οικοπεδική έκταση, αποτελούμενη από επιμέρους ακίνητα, συνολικής έκτασης 32 στρεμμάτων. Ειδικότερα, οι ως άνω εγκαταστάσεις, αποτελούνται από στεγασμένο ελασματουργείο, έκτασης 2.400 τ.μ. περίπου, καθώς και από λοιπά δευτερεύοντα κτίρια (κτίριο γραφείων σωληνουργείο, μηχανουργείο κλπ.), στα οποία υπάρχει ο απαιτούμενος για τη λειτουργία της επιχείρησης μηχανολογικός εξοπλισμός, ενώ έχουν διαμορφωθεί και λιμενικές εγκαταστάσεις, αποτελούμενες από δύο προβλήτες, μήκους μέτρων 185 και 155 αντίστοιχα, εξυπηρετούμενες από δύο ναυπηγικούς γερανούς (50 και 20 τόνων αντίστοιχα) και από μία προβλήτα μήκους 70 μέτρων. Σύμφωνα δε με τον τελευταίο δημοσιευμένο στο Γ.Ε.ΜΗ. ισολογισμό της, που αφορά στη χρήση του έτους 2017, η αξία των μη κυκλοφορούντων περιουσιακών της στοιχείων, ενσωμάτων και άυλων παγίων, των οικοπέδων, κτιρίων, εγκαταστάσεων, καθώς και του μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού της συμπεριλαμβανομένων, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 14.293.815,82 ευρώ, έναντι του ποσού των 14.274.988,77 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν η αντίστοιχη αξία των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού της με βάση την καταχώρηση στον ισολογισμό της του προηγούμενου έτους (2016). Πέραν των ανωτέρω, η καθ’ης διατηρεί και μόνιμο προσωπικό, αποτελούμενο από διοικητικούς υπαλλήλους, εργατοτεχνίτες και εργοδηγούς, δεκατριών (13) ατόμων (βλ. σχετ. την ασκηθείσα στη δίκη επί της προηγούμενης από 31.1.2018 – με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../1.2.2018 – αίτησης της νυν αιτούσας με το αυτό αίτημα, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.4814/2018 απορριπτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τα προεκτεθέντα, κύρια παρέμβαση των εργαζομένων της καθ’ης, με την οποία ζητήθηκε η απόρριψη της αίτησης), ενώ περιστασιακά απασχολεί και περαιτέρω προσωπικό (256 έως 500 εργατοτεχνίτες), προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των τεχνικών έργων, που αναλαμβάνει. Η καθ’ης από την έναρξη της λειτουργίας της δραστηριοποιήθηκε στην κατασκευή και συντήρηση μεγάλων πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (μέχρι 80.000 τόνους), έχοντας προβεί στο παρελθόν σε επενδύσεις για υποδομές, απαραίτητες για την εκτέλεση τέτοιας έκτασης έργων (αγορά εξοπλισμού, διαμόρφωση υπαίθριων χώρων και λιμενικής ζώνης), αλλά και στον τομέα μελέτης και κατασκευής αμυντικού υλικού, στο πλαίσιο κατάρτισης σύμβασης με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, δυνάμει της οποίας ανέλαβε τον Ιανουάριο του έτους 2004, να σχεδιάσει και κατασκευάσει πρότυπο υποβρύχιο όχημα για τις ανάγκες των ειδικών δυνάμεων του Πολεμικού Ναυτικού, έργο, το οποίο δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, παραδοθεί και παραληφθεί. Αποδείχθηκε επίσης ότι συνεπεία της διεθνούς οικονομικής κρίσης, που από τα τέλη του έτους 2008 έπληξε την παγκόσμια εμπορική ναυτιλία εν γένει, και το ναυπηγοεπισκευαστικό τομέα ειδικότερα, αλλά και της επισυμβάσας στη συνέχεια σοβαρής ελληνικής οικονομικής κρίσης από τα τέλη του επομένου έτους, με αποτέλεσμα την ανακύψασα σημαντική και παρατεταμένη χρονικά μείωση του αριθμού των συμβάσεων έργου, που η καθ’ης ανέλαβε έκτοτε να εκτελέσει και παραδώσει, η οικονομική κατάσταση αυτής ήδη από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας χαρακτηρίζεται από σοβαρή συρρίκνωση των εσόδων από την επιχειρηματική της δραστηριότητα, αλλά και από την αδυναμία ανεύρεσης χρηματοδοτικών πόρων για τη συνέχιση της δραστηριότητάς της αυτής, όπερ της προκάλεσε ιδιαίτερη δυσχέρεια στην εκπλήρωση των χρηματικών της υποχρεώσεων έναντι των πιστωτών της και στην καταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών της, καθώς κλήθηκε να συνεχίσει να λειτουργεί σε ένα εκ των πραγμάτων ιδιαίτερα δυσμενές για τις επιχειρήσεις του κλάδου της διεθνές και εγχώριο οικονομικό περιβάλλον, που δεν ευνοούσε τη συνέχιση της δραστηριότητάς της. Ειδικότερα, ο βασικός τραπεζικός χρηματοδότης αυτής, η αιτούσα, διατηρεί κατ’αρχήν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή απαίτηση σε βάρος της από δύο τραπεζικές συμβάσεις, και δη από την από 1.8.1995 δανειακή σύμβαση, ποσού 4.500.000 δολαρίων Η.Π.Α., που συνήφθη μεταξύ αυτής και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», η οποία συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την αιτούσα, και από την υπ’αριθμ………./29.12.2003 μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό μέχρι του ποσού των 3.388.481 ευρώ. Για την πρώτη των ανωτέρω συμβάσεων, στην  οποία συμβλήθηκε ως εγγυητής ο ……………, και έχουν εγγραφεί υπέρ της τράπεζας, προς εξασφάλιση της εξ αυτής απαίτησής της, βιομηχανική υποθήκη επί ακινήτων και μηχανημάτων της καθ’ης, ποσού 100.000 δραχμών, και προσημείωση υποθήκης, ομοίως επί ακινήτων και μηχανημάτων της καθ’ης, ποσού 6.300.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., έχει εκδοθεί σε βάρος της καθ’ης η υπ’αριθμ…../1998 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, για μέρος του οφειλομένου κατά τη στιγμή του κλεισίματος (στις 8.9.1997) των λογαριασμών, που τηρήθηκαν προς εξυπηρέτηση της σύμβασης, ποσού του 1.418.132.327 δραχμών, και συγκεκριμένα για το ποσό των 894.130.158 δραχμών. Η ανωτέρω οφειλή ρυθμίσθηκε δυνάμει του από 12.2.2003 ιδιωτικού συμφωνητικού, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τα από 30.7.2008, 1.7.2009 και 6.7.2010 μεταγενέστερα συμφωνητικά. Στις συμβάσεις αυτές συμβλήθηκαν ως εγγυητές – αυτοφειλέτες ο ………, η …… . (μέχρι του ποσού των 500.000 ευρώ) και η εταιρία με την επωνυμία «……………», άπαντες δε οι ανωτέρω (καθ’ης και υπέρ αυτής εγγυηθέντες) αναγνώρισαν την οφειλή της δανειολήπτριας από τη συγκεκριμένη αιτία, όπως είχε διαμορφωθεί κατά το χρόνο υπογραφής του συμφωνητικού ρύθμισης (στις 12.2.2003) στο ποσό των 6.401.885,65 ευρώ. Πλην όμως η καθ’ης και οι εγγυητές δεν τήρησαν τους όρους του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, με αποτέλεσμα η αιτούσα να ζητήσει να της καταβληθεί το προαναφερθέν ποσό πλέον τόκων, διά της επίδοσης προς αυτούς στις 10.6.2011 σχετικού εγγράφου της. Η δεύτερη σύμβαση, για την οποία εγγυήθηκαν ομοίως τα ανωτέρω φυσικά και νομικό πρόσωπα, τα φυσικά κατά την κατάρτισή της, το νομικό πρόσωπο στη συνέχεια αυτοτελώς με ξεχωριστή σύμβαση, μετατράπηκε σε δάνειο δυνάμει της υπ’αριθμ. …………/6.7.2010 τροποποιητικής σύμβασης ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού, με την οποία η καθ’ης και οι υπέρ αυτής εγγυηθέντες αναγνώρισαν το διαμορφωθέν στις 6.7.2010 χρεωστικό υπόλοιπο του ως άνω αλληλόχρεου λογαριασμού, ποσού 777.239,37 ευρώ, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα με την ίδια σύμβαση την υποχρέωση να το εξοφλήσουν σε 84 μηνιαίες δόσεις. Καθώς δεν τηρήθηκαν οι όροι της δανειακής σύμβασης η αιτούσα τράπεζα έκλεισε στις 11.5.2011 το λογαριασμό του δανείου και κατήγγειλε τη σύμβαση, ζητώντας να της καταβληθεί το ποσό των 759.815,92 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν το χρεωστικό υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού κατά το χρόνο του κλεισίματός του,  πλέον τόκων, εκδοθείσης στη συνέχεια σχετικώς της υπ’αριθμ. ……/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν η καθ’ης και οι εγγυητές να καταβάλουν στην αιτούσα, έκαστος εις ολόκληρον, το ποσό των 745.483,42 ευρώ, πλέον τόκων από τις 20.1.2012 και ανατοκισμού των τόκων ανά εξάμηνο. Περαιτέρω, η αιτούσα διατηρεί σε βάρος της καθ’ης απαιτήσεις, συνολικού ποσού 1.694.435,34 ευρώ, από την υπό στοιχεία Ε/Ε …….. εγγυητική επιστολή, ποσού 282.405,89 ευρώ, που εξέδωσε  στις 14.1.2004, υπέρ του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, για την καλή εκτέλεση από την καθ’ης της υπ’αριθμ……./2004 σύμβασης με τίτλο «……..», καθώς και από την υπό στοιχεία Ε/Ε …….. εγγυητική επιστολή, ποσού 1.412.029,45 ευρώ, που εξέδωσε στις 16.2.2004, υπέρ του ιδίου Υπουργείου, για την καλή εκτέλεση της ιδίας σύμβασης. Σημειωτέον ότι η ληξιπρόθεσμη και απαιτητή απαίτηση της αιτούσας σε βάρος της καθ’ης από άπασες τις ανωτέρω αιτίες (καταρτισθείσες μεταξύ τους δανειακές συμβάσεις και χορηγηθείσες εγγυητικές επιστολές) έχει διαμορφωθεί, με βάση τις τελευταίες δημοσιευμένες στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) χρηματοοικονομικές καταστάσεις της οφειλέτριας εταιρίας, με ημερομηνία 31.12.2017, που αφορούν στη χρήση του έτους 2017, στο συνολικό ποσό των 10.068,897,57 ευρώ, και αποτελεί το 63,70% του συνόλου των σε βάρος της απαιτήσεων όλων των πιστωτών της, οι οποίες, σύμφωνα με τις ίδιες καταστάσεις ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 15.805.909,91 ευρώ, όπως αναφέρεται στην επισυναφθείσα στο δικόγραφο της αίτησης βεβαίωση του ορκωτού λογιστή ………., που απαιτείται για το παραδεκτό του δικογράφου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 παρ.4 εδαφ.β΄του ν.4307/2014. Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι η ίδια απαίτηση της αιτούσας σε βάρος της καθ’ης είχε διαμορφωθεί στις 30.11.2018 στο συνολικό ποσό των 12.158.110,42 ευρώ, ενώ στις 31.1.2019 στο ποσό των 12.227.168,49 ευρώ, όπως αναφέρεται στο επίσης ενσωματωθέν στο δικόγραφο της αίτησης με ημερομηνία 31.1.2019 έγγραφο της αιτούσας, στο οποίο παρατίθενται αναλυτικά τα οφειλόμενα έως τότε ποσά κατά κεφάλαιο και τόκους ανά δανειακή σύμβαση, καθώς και το συνολικά οφειλόμενο ποσό των δύο εγγυητικών επιστολών. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ίδια η καθ’ης με την από 1.3.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./2012) αίτησή της, ακριβώς λόγω της τότε δυσμενούς οικονομικής της κατάστασης, συνεπεία της κρίσης στην ελληνική και παγκόσμια ναυτιλία, που επέδρασε αρνητικά και στη ναυπηγοεπισκευαστική δραστηριότητα διεθνώς, αλλά και στον ελλαδικό χώρο ειδικότερα, και είχε ως επακόλουθο τη σημαντική μείωση των εσόδων των επιχειρήσεων του συγκεκριμένου τομέα, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να διαταχθεί η έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης και να διαταχθούν προληπτικά μέτρα, απαγορεύοντα την ατομική και συλλογική εκτέλεση των πιστωτών σε βάρος της και σε βάρος των εγγυητών της, εκδοθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ.2397/2012 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αίτηση, και κατέστη τελεσίδικη, κατόπιν απόρριψης της σε βάρος της ασκηθείσας έφεσης της καθ’ης και τότε αιτούσας, με την υπ’αριθμ.1094/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με τις οποίες, αφού ελήφθησαν υπόψη τα τότε οικονομικά δεδομένα της αιτούσας/εκκαλούσας εταιρίας, και το υποβληθέν επιχειρηματικό σχέδιο για τη βιωσιμότητά της, έγινε δεκτό ότι οι πιθανότητες εξυγίανσής της ήταν «από ανύπαρκτες έως εξαιρετικά περιορισμένες», με αποτέλεσμα να μην πληρούται βασική προϋπόθεση για το αιτούμενο άνοιγμα της εν λόγω διαδικασίας. Όπως δε έχει ήδη αναφερθεί με την υπ’αριθμ.4814/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε προγενέστερη αίτηση της νυν αιτούσας με το ίδιο ακριβώς αίτημα (την υπαγωγή της καθ’ης στην ειδική διαχείριση του ν.4307/2014), και την επίκληση προς θεμελίωσή του, αφενός μεν της γενικής και μόνιμης αδυναμίας της ανωτέρω εταιρίας προς εκπλήρωση των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών της, ήτοι την παύση των πληρωμών της, αφετέρου δε το γεγονός της έλλειψης υποβολής από πλευράς της, ανώνυμης εταιρίας ούσας, προς καταχώριση και δημοσίευση στο Γ.Ε.ΜΗ. επί σειρά διαχειριστικών χρήσεων (άνω των τριών) των ετήσιων οικονομικών καταστάσεών της. Με την εν λόγω απόφαση, η μεν πρώτη βάση της αίτησης απορρίφθηκε ως αόριστη, άλλως και σε κάθε περίπτωση ως ουσιαστικά αβάσιμη, η δε δεύτερη βάση ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, διότι η καθ’ης, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου, προσεκόμισε τις οικονομικές καταστάσεις της, που αφορούσαν στις χρήσεις των ετών 2012 έως και 2016, οι οποίες, ήδη τότε δημοσιευθείσες στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο, λόγω της ισχύοντος στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, η οποία προβλέπεται στο ν.4307/2014 (άρθρο 70 παρ.1 εδαφ.α΄ αυτού) ως εφαρμοστέα κατά την εκδίκαση μίας τέτοιας αίτησης, ανακριτικού συστήματος. Περαιτέρω με την ίδια απόφαση, όπως αναφέρθηκε ήδη, απορρίφθηκε η πρώτη νομική βάση της αίτησης με επάλληλη αιτιολογία και ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, αφού ελήφθησαν υπόψη, εκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της οριστικής κρίσης του, η εν γένει οικονομική κατάσταση της καθ’ης σύμφωνα με τα χρηματοοικονομικά της δεδομένα των ετών 2009 έως και 2016, με βάση τα οποία έγινε δεκτό ότι δε συντρέχει η απαιτούμενη για την υπαγωγή της στην ειδική διαχείριση του ν.4307/2014 προϋπόθεση της γενικής και μόνιμης αδυναμίας της προς εκπλήρωση των ληξιπρόθεσμων, απαιτητών και εκκαθαρισμένων χρηματικών υποχρεώσεών της έναντι των πιστωτών της, και, επομένως, ότι δεν έχει περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών. Συνακόλουθα, η κρίση αυτή του ανωτέρω Δικαστηρίου, που περιλήφθηκε στην προαναφερθείσα απόφαση, η οποία εκδόθηκε επί αίτησης της νυν αιτούσας με το ίδιο αίτημα με την ένδικη αίτηση, δεσμεύει και το παρόν Δικαστήριο, το οποίο, όσον αφορά το μέχρι και το έτος 2016 χρονικό διάστημα, δε μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά σχετικά με το ερευνητέο και στο πλαίσιο της κρινόμενης αίτησης ζήτημα της συνδρομής ή μη της προϋπόθεσης της γενικής και μόνιμης αδυναμίας της καθ’ης να ανταποκριθεί στις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις της για την υπαγωγή της στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης, λαμβανομένης υπόψη της έως τότε οικονομικής της κατάστασης, και δη ανεξαρτήτως της τελεσιδικίας της απόφασης αυτής, καθώς, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, από τη διάταξη του άρθρου 778 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η δεσμευτική ισχύς, που αναπτύσσουν οι οριστικές αποφάσεις, που εκδίδονται κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως είναι και η εν λόγω απόφαση, εκδη­λώνεται τόσο αρνητικά, με την έννοια της αδυναμίας επανόδου του διαδίκου με την άσκηση παρόμοιας αίτησης, εκτός αν στηρίζεται σε διάφορα περιστατικά, όσο και θετικά, με την έννοια της δέσμευσης κάθε τρίτου προσώπου ή αρχής ως προς την επελθούσα διάγνωση ή διάπλαση. Συνεπώς, ενόψει τούτων, η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου επί της ουσιαστικής βασιμότητας της κρινόμενης αίτησης, η οποία επίσης στηρίζεται στην επικαλούμενη από την αιτούσα γενική και μόνιμη αδυναμία της καθ’ης να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της, θα πρέπει, εκ των πραγμάτων και κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, να βασισθεί πλέον στα νέα πραγματικά περιστατικά, που προβάλλει η αιτούσα για την κατά νόμο θεμελίωση του αιτήματος της ένδικης αίτησης, σε σχέση με τα προβληθέντα στο πλαίσιο της προηγούμενης αίτησής της, τα οποία ήδη αξιολογήθηκαν και εκτιμήθηκαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και με βάση τα οποία η αίτηση αυτή απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, και συγκεκριμένα στην οικονομική κατάσταση της καθ’ης, που ανάγεται στο μεταγενέστερο του έτους 2016 χρονικό διάστημα, η οποία θα πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσον έχει επιδεινωθεί σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, και μάλιστα σε σημείο τέτοιο, που ουσιαστικά φανερώνει κατάσταση παύσης πληρωμών, αθεράπευτο κλονισμό της εμπορικής της πίστης και πραγματική αδυναμία συνέχισης της εμπορικής της δραστηριότητας, ή όχι. Επ’αυτού λεκτέα τα κάτωθι: Με βάση τον τελευταίο δημοσιευμένο στο Γ.Ε.ΜΗ. ισολογισμό της καθ’ης, που αφορά τη διαχειριστική χρήση του έτους 2017, και αναφέρεται και στην περιληφθείσα στο δικόγραφο της αίτησης έκθεση του ορκωτού λογιστή ………., η συνολική αξία των μη κυκλοφορούντων περιουσιακών της στοιχείων (γηπέδων, οικοπέδων, κτιρίων, εγκαταστάσεων κτιρίων, μηχανημάτων και λοιπού εξοπλισμού, καθώς και των άϋλων πάγιων στοιχείων) ανέρχεται στο ποσό των 13.856.317,37 ευρώ, έναντι του ποσού των 13.837.490,32 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν η αντίστοιχη αξία το προηγούμενο έτος, οι εμπορικές της απαιτήσεις ανέρχονται στο ποσό των 6.699.103,18 ευρώ και οι λοιπές απαιτήσεις της στο ποσό των 138.999,84 ευρώ, τα ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα στο ποσό των 128.461,54 ευρώ (για το έτος 2016 το αντίστοιχο ποσό ανερχόταν σε 128.243,48 ευρώ), τα αποτελέσματα προ τόκων και φόρων στο ποσό των 564.126,12 ευρώ, από 482.215,06 ευρώ το έτος 2016, η καθαρή θέση της είναι θετική με 6.579.764,48 ευρώ (το έτος 2016 ανερχόταν στο ποσό των 6.427.112,46 ευρώ), και το σύνολο της αξίας του ενεργητικού της εκτιμάται στο ποσό των 22.385.674,39 ευρώ (κατ’αύξηση από το έτος 2015, κατά το οποίο υπολογίσθηκε στο ποσό των 22.342.539,38 ευρώ). Περαιτέρω, για το ίδιο έτος (το 2017) οι οφειλές της από τραπεζικά δάνεια (πρόκειται για την απαίτηση της αιτούσας) ανήλθαν στο ποσό των 10.068.897,57 ευρώ έναντι του ποσού των 9.660.785,11 ευρώ του προηγουμένου έτους, οι εμπορικές υποχρεώσεις της στο ποσό των 539.394,75 ευρώ (το αντίστοιχο ποσό για το προηγούμενο έτος ανερχόταν σε 467.769,86 ευρώ), οι λοιποί φόροι και τέλη στο ποσό των 137.800,63 ευρώ (για το προηγούμενο έτος το αντίστοιχο ποσό ανερχόταν σε 131.471,41 ευρώ), οι οφειλές σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης στο ποσό των 3.114.175,08 ευρώ (κατά το προηγούμενο έτος ανέρχονταν σε 3.063.306,84 ευρώ), οι λοιπές υποχρεώσεις της στο ποσό των 522.212,42 ευρώ (έχοντας μειωθεί από το ποσό του 1.162.366,73 ευρώ του προηγουμένου έτους, ήτοι κατά το ποσό των 640.154,31 ευρώ, όπως αναφέρεται στον προσκομιζόμενο από την αιτούσα και δημοσιευμένο στο Γ.Ε.ΜΗ. ισολογισμό του έτους 2016, που έχει περιληφθεί στο υπ’αριθμ.πρωτ…../12.4.2018 έγγραφο του Τμήματος Ανωνύμων Εταιριών της Διεύθυνσης Ανάπτυξης Περιφερειακής Ενότητας και Νήσων της Περιφέρειας Αττικής, με την επισήμανση ότι στον δημοσιευμένο ισολογισμό του έτους 2017 το αντίστοιχο ποσό για το έτος 2016 αναγράφεται ως 927.590,50 ευρώ), ενώ το σύνολο των υποχρεώσεών της για το έτος 2017 ανήλθε στο ποσό των 15.805,909,91 ευρώ έναντι του ποσού των 15.915.426,92 ευρώ του προηγουμένου έτους (σημειωτέον ότι ακριβώς λόγω της ανακολουθίας, που επισημάνθηκε ανωτέρω, στον ισολογισμό του έτους 2017 το σύνολο των υποχρεώσεων της καθ’ης για το προηγούμενο έτος φέρεται ως ανερχόμενο στο υψηλότερο ποσό των 15.680.650,69 ευρώ). Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τις δημοσιευμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της του ιδίου έτους ο κύκλος εργασιών της ανήλθε στο ποσό των 908.013,93 ευρώ, ήτοι αυξήθηκε σε σχέση με το προηγούμενο έτος, κατά το οποίο ανήλθε στο ποσό των 843.361,71 ευρώ. Αποδείχθηκε επίσης ότι εντός του έτους 2019 η καθ’ης έχει πραγματοποιήσει πληρωμές, συνολικού ποσού 480.000 ευρώ περίπου, όπως κατατέθηκε από την ενόρκως εξετασθείσα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς μάρτυρα υπάλληλό της ……… Σύμφωνα με την ίδια μάρτυρα η εταιρία απασχολούσε κατά το χρόνο λήψης της ένορκης βεβαίωσης (στις 18.6.2019) 25 εργαζομένους, στους οποίους κατά καιρούς, προστίθενται εργαζόμενοι, αμειβόμενοι με ημερομίσθια, ανάλογα με τα εκάστοτε ναυπηγικά έργα, που αναλαμβάνει να εκτελέσει, ότι ο κλάδος των ναυπηγείων στην Ελλάδα αντιμετωπίζει μακροχρόνια προβλήματα λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που ενέσκηψε από το έτος 2009 και μετά, και έπληξε και τη ναυτιλία, με αποτέλεσμα πολλές συναφείς επιχειρήσεις να έχουν διακόψει τη λειτουργία τους, ή να έχουν υπαχθεί στη διαδικασία εξυγίανσης του άρθρου 99 του Πτωχευτικού  Κώδικα, ότι η καθ’ης από το έτος 2012 και στη συνέχεια είχε αναγκαστικά επικεντρώσει τη δραστηριότητά της κυρίως σε ελλιμενισμούς πλοίων, συντηρήσεις και μικρότερου μεγέθους επισκευές, πλην όμως από το έτος 2015 το πελατολόγιό της έχει ανανεωθεί  με νέους, οικονομικά υγιείς πελάτες, καθώς και ότι δεν τελεί υπό καθεστώς παύσης πληρωμών, διότι ανταποκρίνεται στα τρέχοντα έξοδα της λειτουργίας της σε μία περίοδο κρίσης, αποπλήρωσε οφειλές του παρελθόντος προς εργαζομένους της, ποσού 75.000 ευρώ περίπου, η οικονομική της κατάσταση βελτιώνεται και διατηρεί σταθερά τα έσοδά της, έχοντας μάλιστα συνάψει συμβάσεις με επενδυτές του εξωτερικού για την ανάληψη έργων λόγω της διεθνώς γνωστής τεχνογνωσίας των στελεχών της στον τομέα της ναυπηγικής. Πράγματι, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα ιδιωτικά συμφωνητικά και αποδείξεις πληρωμής, στις αρχές του έτους 2019 η καθ’ης κατέβαλε σε πρώην εργαζομένους της, για την ικανοποίηση σε βάρος της απαιτήσεων των οποίων επισπευδόταν με επιμέλειά τους πλειστηρισμός κατασχεθέντων ακινήτων της,  το συνολικό ποσό των 75.282,36 ευρώ, ενώ σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από την ίδια  εκτύπωση του ισοζυγίου προμηθευτών της, που αφορά στο χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.10.2019, έχει καταβάλει στα σ’αυτό αναφερόμενα φυσικά και νομικά πρόσωπα το συνολικό ποσό των 130.046,99 ευρώ. Αποδείχθηκε επίσης ότι δεν έχει διακόψει, αλλά συνεχίζει την εμπορική δραστηριότητά της, μάλιστα εντός των ετών 2018 και 2019 προσήλκυσε και νέους πελάτες, αυξάνοντας τοιουτοτρόπως τον κύκλο εργασιών της, και συγκεκριμένα η εταιρία ………., που δραστηριοποιείται στο χώρο των ταχύπλοων σκαφών, της ανέθεσε το έργο του ελλιμενισμού επί μακρόν στις εγκαταστάσεις της και της συντήρησης 5 πλοίων της, καθώς και η εταιρία με την επωνυμία «…. ..» τον ελλιμενισμό του κρουαζιεροπλοίου της με την ονομασία «SPII» στις ίδιες εγκαταστάσεις για την εκτέλεση σ’αυτό εργασιών μετασκευής. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μεταξύ της καθ’ης και της Κροατικής Εταιρίας με την επωνυμία «……………» (εταιρίας, που διαχειρίζεται το ναυπηγείο ……… στην Κροατία) ως εργολάβου,  συνήφθη στις 7.6.2019 στην Κροατία σύμβαση με αντικείμενο την ολοκλήρωση από την καθ’ης ως υπεργολάβο στις εγκαταστάσεις, που διατηρεί στα ……. Σαλαμίνας, της κατασκευής ενός χημικού δεξαμενόπλοιου (τάνκερ), 45.000 τόνων, εντός χρονικού διαστήματος 12 ετών, αντί του συνολικού ποσού του 10.200.000 δολαρίων Η.Π.Α., στην οποία έχει περιληφθεί αναλυτικό χρονοδιάγραμμα των τμηματικών καταβολών της αμοιβής της, και εκ της οποίας το προσδοκώμενο κέρδος της εκτιμάται στο ποσό του 1.000.000 ευρώ (σημειωτέον ότι η ανωτέρω σύμβαση γνωστοποιήθηκε από την καθ’ης και στην αιτούσα στις 10.6.2019 με σχετική επιστολή, προκειμένου να επισημανθεί ότι εκ της σύμβασης αυτής θα είναι σε θέση να καταβάλει σταδιακά στην τράπεζα έναντι της οφειλής της το εν λόγω ποσό του αναμενόμενου κέρδους της, και αφού είχε προηγηθεί στις 7.6.2019 ενημερωτική επιστολή προς την αιτούσα αναφορικά με τη συγκεκριμένη σύμβαση και του ……., Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της Κροατικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», κυρίας του προαναφερθέντος ναυπηγείου, με την οποία επίσης της καθιστά γνωστό ότι, στο πλαίσιο της μεταξύ της ανωτέρω εταιρίας και της καθ’ης επιτευχθείσας συνεργασίας για την από κοινού εκτέλεση έργων στις εγκαταστάσεις των ναυπηγείων αμφοτέρων, επίκειται η ανάθεση στην καθ’ης και του έργου της ολοκλήρωσης της κατασκευής 5 πλοίων καταμαράν, και ενός ακόμη χημικού δεξαμενόπλοιου). Εξάλλου, όσον αφορά την οφειλή της καθ’ης προς την αιτούσα λεκτέα τα εξής: Είναι αληθές ότι το ανωτέρω σημαντικού ύψους χρέος, το οποίο πλέον έχει προσαυξηθεί με τόκους και ανατοκισμό οφειλομένων τόκων, συνιστά το μεγαλύτερο ποσοστό των σε βάρος της απαιτήσεων όλων των πιστωτών της, καθώς και ότι η τελευταία καταβολή της καθ’ης έναντι της οφειλής της αυτής, έλαβε χώρα στις 14.5.2014, και αφορά ποσό 224.918,49 ευρώ, προερχόμενο από ρευστοποίηση ενεχυριασμένης κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό της, ενώ έκτοτε ουδεμία καταβολή σε μερική εξόφληση της οφειλής της έχει πραγματοποιηθεί, ωστόσο είναι επίσης γεγονός ότι η καθ’ης έχει απευθύνει κατ’επανάληψη στο παρελθόν προς την αιτούσα αίτημα για αναδιάρθρωση του χρέους της, που περιλαμβάνει διαγραφή μέρους αυτού, και ρύθμιση αποπληρωμής του υπολοίπου σε μία μακροπρόθεσμη βάση, συνυποβάλλοντας και σχετική (από μηνός Απριλίου του 2018) έκθεση της εταιρίας ορκωτών ελεγκτών και συμβούλων επιχειρήσεων …………, στην οποία αποτυπώνεται η υφιστάμενη οικονομική της κατάσταση και εκπονείται επιχειρηματικό σχέδιο στο πλαίσιο υπαγωγής της στο άρθρο 106β του Πτωχευτικού Κώδικα, οι περιληφθείσες στην οποία εκτιμήσεις περί σταθεροποίησης στα επόμενα έτη της οικονομικής θέσης της καθ’ης φαίνεται μέχρι στιγμής να επιβεβαιώνονται, διατηρώντας εύλογα την προσδοκία να τύχει ευεργετικής ρύθμισης του χρέους της, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της αγοράς, όπως έχουν διαμορφωθεί συνεπεία της επικρατούσας οικονομικής κρίσης, που έχει πλήξει σοβαρά και τον κλάδο στον οποίο και η ίδια δραστηριοποιείται, επιφέροντας σημαντική μείωση των εσόδων της, αλλά και της κατά κόρον πλέον ακολουθούμενης πρακτικής διακανονισμού οφειλών από διάφορες αιτίες ανεξαρτήτως του ύψους τους, πλην όμως η αιτούσα αρνείται σθεναρά να συναινέσει στην αποδοχή ενός τέτοιου αιτήματος, προφανώς εκτιμώντας ότι αντίκειται στα συμφέροντά της, ενόψει και του ότι, με υπαιτιότητα της καθ’ης, οι όροι των κατά καιρούς μεταξύ τους συναφθέντων στο παρελθόν ιδιωτικών συμφωνητικών ρύθμισης της οφειλής της δεν τηρήθηκαν. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η προαναφερθείσα Κροατική εταιρία «…………», η οποία ήδη συνεργάζεται με την καθ’ης με αντικείμενο την από κοινού ανάληψη και εκτέλεση έργων κατασκευής πλοίων, όπως έχει εκτεθεί, γεγονός που δημιουργεί βάσιμες προσδοκίες ανάκαμψης της καθ’ης και βελτίωσης της οικονομικής της θέσης στο άμεσο μέλλον διά της αύξησης των εσόδων της, αρχικά προτιθέμενη, ως στρατηγικός επενδυτής, να συμμετάσχει στην αναχρηματοδότηση της καθ’ης, πρότεινε στην αιτούσα, σε συνάντηση εκπροσώπων τους, αναφορικά με τη συγκεκριμένη οφειλή της καθ’ης, να εξαγοράσει τη θέση της τράπεζας με κούρεμα του εν λόγω χρέους, προσφέροντας ποσοστό 20% αυτού, πλην όμως η ανωτέρω πρόταση δεν έγινε αποδεκτή από την αιτούσα ως μη συμφέρουσα. Όσον δε αφορά τον έτερο μεγάλο πιστωτή της καθ’ης με βάση τις προαναφερθείσες τελευταίες δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις της του έτους 2017, τον ΕΦΚΑ, στον οποίο επίσης δεν πραγματοποιούνται από την καθ’ης καταβολές, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν παρενέβη προσθέτως υπέρ της αιτούσας στο πλαίσιο της δίκης επί της ένδικης αίτησης, παρότι κληθείς να συμμετάσχει, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, ενώ στη δίκη επί της προηγούμενης αίτησης της νυν αιτούσας με το ίδιο αίτημα παρενέβη κυρίως ζητώντας την απόρριψη της αίτησης, όπως, άλλωστε έπραξαν και οι εργαζόμενοι της καθ’ης, καθώς και διάφοροι άλλοι προμηθευτές της, ενώ δεν παρενέβη προσθέτως υπέρ της αιτούσας ούτε το Ελληνικό Δημόσιο (Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων) ομοίως πιστωτής της καθ’ης και επίσης κληθέν. Σημειωτέον ότι ο περληφθείς στο δικόγραφο της αίτησης ισχυρισμός της αιτούσας περί περιέλευσης της καθ’ης σε κατάσταση παύσης πληρωμών, τον οποίο φέρει και το δικονομικό βάρος να αποδείξει, δεν προσεπιβεβαιώνεται από έτερα συγκεκριμένα στοιχεία και πραγματικά γεγονότα, αναγόμενα πάντοτε στο μετά το έτος 2016 χρονικό διάστημα, λ.χ. εκδοθείσες έκτοτε σε βάρος της καθ’ης διαταγές πληρωμής πιστωτικών τίτλων, επιβληθείσες κατασχέσεις, τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις για μη εξοφληθείσες οφειλές, μάταιες προσπάθειες εκτέλεσης έτερων πιστωτών, ομολογίες της από επιστολές της προς δανειστές και υποβληθέντα αιτήματα για φιλικό διακανονισμό, συμφωνητικά εξώδικου συμβιβασμού που δεν εκτελέσθηκαν, άρνηση άλλων πιστωτών της να ρυθμίσουν τα χρέη της, κλπ., που μαρτυρούν την ιδιαίτερη εκείνη θέση του οφειλέτη, συνεπεία της οποίας αυτός δε μπορεί να αντιμετωπίσει κατά τρόπο διαρκή και μόνιμο τις αναληφθείσες υποχρεώσεις του, και εν προκειμένω γενικευμένη, έναντι του κοινού, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, αδυναμία πληρωμής από την καθ’ης των οφειλών της, ενώ ούτε από την από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της αιτούσας,  η οποία δόθηκε ενώπιον Συμβολαιογράφου και στην οποία η ανωτέρω επικεντρώνεται κυρίως στην απαίτηση της τράπεζας, συνάγεται το αντίθετο. Εξ όλων όσων έχουν ήδη αναφερθεί συνάγεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ότι από το έτος 2017 και στο εξής η οικονομική κατάσταση της καθ’ης δεν έχει επιδεινωθεί σε σημείο τέτοιο, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, ως προς τα οποία το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται από την κρίση της υπ’αριθμ. 4814/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που απέρριψε προηγούμενη αίτηση της νυν αιτούσας με το ίδιο αίτημα και ως ουσιαστικά αβάσιμη, ώστε να γίνει δεκτό, ακριβώς λόγω της επελθούσας επί τα χείρω μεταβολής των συνθηκών στον τομέα αυτό, ότι η καθ’ης τελεί πλέον σε κατάσταση παύσης πληρωμών, όπως η έννοια αυτή του Πτωχευτικού Κώδικα εξειδικεύθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, και στην οποία προσανατολίζεται και ο ορισμός της αδυναμίας εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο, που τίθεται ως προϋπόθεση στο ν.4307/2014, προκειμένου ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα να τεθεί στην προβλεπόμενη στον ανωτέρω νόμο διαδικασία ειδικής διαχείρισης. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι πρόκειται για μία εταιρία, με σταδιακή άνοδο των εσόδων της, και μείωση των λειτουργικών εξόδων της, με σαφείς δείκτες βιωσιμότητας, θετική καθαρή θέση κατά το έτος 2017, όπως και κατά τα προηγούμενα έτη, αυξημένο κύκλο εργασιών σε σχέση με το έτος 2016, και με προοπτική περισσότερο αποδοτικής και κερδοφόρας λειτουργίας στο μέλλον, η οποία επιχειρεί να σταθεροποιήσει συν τω χρόνω την οικονομική της θέση, σε ένα δυσμενές και αντίξοο για την επιχειρηματικότητα, αλλά και για το ναυπηγοεπισκευαστικό κλάδο ειδικότερα, διεθνές, και εγχώριο οικονομικό περιβάλλον, εμφανίζοντας σταδιακά πορεία προς τη βιωσιμότητα και τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών της, και η οποία σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζει εικόνα ενός νομικού προσώπου που τελεί υπό καθεστώς οικονομικής κατάρρευσης, καθώς συνεχίζει απρόσκοπτα την εμπορική/παραγωγική της δραστηριότητα, έχοντας ανανεώσει το πελατολόγιό της με την προσέλκυση νέων οικονομικά υγιών πελατών, παρέχει υπηρεσίες ελλιμενισμού σκαφών, και εξακολουθεί να αναλαμβάνει έργα συντήρησης, επισκευής, αλλά πλέον και κατασκευής σκαφών, έχοντας μάλιστα συνάψει μακράς πνοής σημαντικές συμφωνίες συνεργασίας με αλλοδαπές εταιρίες του ιδίου τομέα μεγάλου αντικειμένου και υψηλού προσδοκώμενου κέρδους για την ίδια, που δημουργούν βάσιμα προσδοκίες ανάκαμψης, διατηρεί απαιτήσεις εκατομμυρίων ευρώ σε βάρος οφειλετών της από παρασχεθείσες υπηρεσίες, καταβάλλει τα λειτουργικά της έξοδα, εξακολουθεί την πληρωμή του εργατοτεχνικού της προσωπικού, αλλά επιπροσθέτως καταβάλλει σημαντικά ποσά σε ετήσια βάση και για την αποπληρωμή, όχι μόνο τρεχουσών, αλλά και οφειλών του παρελθόντος (έχει ήδη αναφερθεί ότι το συνολικό ποσό των υποχρεώσεών της μειώθηκε κατά το έτος 2017 σε σχέση με το αντίστοιχο του προηγουμένου έτους), αν και όχι όλες τις χρηματικές υποχρεώσεις της προς το σύνολο των πιστωτών της, έχοντας μάλιστα κατ’επανάληψη προτείνει στην αιτούσα, το μεγαλύτερο πιστωτή της, σχέδιο αναδιάρθρωσης του πλέον προσαυξημένου με τόκους και ανατοκισμό χρέους της, συνοδευόμενο από έκθεση εξειδικευμένης εταιρίας ορκωτών λογιστών εκτίμησης της οικονομικής της κατάστασης και επιχειρηματικό σχέδιο, και φροντίζοντας να την ενημερώνει για όλες τις ενέργειες και διαπραγματεύσεις της με ξένους φορείς και την πρόοδο των δραστηριοτήτων της, με απώτερο σκοπό την εξεύρεση λύσης προς την  κατεύθυνση της διευθέτησης των οφειλών της, και εν γένει, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσιευμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της, που αφορούν στη χρήση του έτους 2017, εμφανίζει την εικόνα μίας επιχείρησης, που αντιμετωπίζει μεν σοβαρά οικονομικά προβλήματα λόγω έλλειψης ρευστότητας, όπως, άλλωστε, μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων στις παρούσες δυσχερείς για την επιχειρηματικότητα συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, που έχει επηρεάσει και την παγκόσμια ναυτιλιακή αγορά, και έχει επιφέρει καίριο πλήγμα στα έσοδά της, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη δημιουργία οφειλών, πλην όμως καταβάλλει τινά εκ των χρεών της, συνεχίζει την εμπορία της, και, επιπροσθέτως, σημειώνει μικρές αλλά σταθερές ανοδικές τάσεις στους οικονομικούς δείκτες της, που καταδεικνύουν προοπτική ανάκαμψης, όπερ δε συνάδει, με εταιρία, που έχει υποστεί αθεράπευτο κλονισμό της εμπορικής της πίστης και νέκρωση ή έστω διακοπή της εμπορικής της κίνησης, και, συνακόλουθα, αδυνατεί, με βάση τις αντιλήψεις των συναλλαγών, κατά τρόπο γενικό και μόνιμο να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες, εκκαθαρισμένες και άμεσα απαιτητές υποχρεώσεις της. Τέτοια δε γενικότητα και μονιμότητα δε μπορεί εν προκειμένω, με βάση τις περιστάσεις και τις συνθήκες της κρινόμενης περίπτωσης, που έχουν ήδη αναφερθεί, να συναχθεί από τη μη αποπληρωμή από πλευράς της καθ’ης της αδιαμφισβήτητα σημαντικού ύψους απαίτησης της αιτούσας, διότι το γεγονός αυτό δε φανερώνει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μη πληρωμή έναντι του κοινού, δηλαδή κλονισμό της εμπορικής της πίστης και πραγματική αδυναμία συνέχισης της εμπορίας της. Πρέπει, επομένως, μη συντρεχουσών των προβλεπομένων στο νόμο 4307/2014 προϋποθέσεων για την υπαγωγή της καθ’ης στην αιτούμενη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης, ν’απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, χωρίς με την εν λόγω απόρριψη να καθίσταται χειρότερη η θέση της αιτούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, που άσκησε έφεση κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της ως απαράδεκτη, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 536 παρ.2 του ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ’ουσίαν, όπως εν προκειμένω, μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, μη εφαρμοζομένης στην περίπτωση αυτή της διάταξης της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, στην οποία καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η δημοσίευση της παρούσας απόφασης αμμελητί σε περίληψη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), με επιμέλεια της καθ’ης η αίτηση, ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 71 παρ.4 του ν.4307/2014, και να επιβληθεί σε βάρος της αιτούσας και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβάσας η δικαστική δαπάνη της καθ’ης η αίτηση αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από την τελευταία σχετικό αίτημα με τις νομότυπα κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της, διότι η αιτούσα, παρά την παραδοχή της έφεσής της και την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ηττήθηκε στην ουσία της υπόθεσης (άρθρα 176, 180 παρ.3, 191 παρ.2, 741, 746 και 752 παρ.2 του ΚΠολΔ, και άρθρα 63 παρ.2, 65, 68 παρ.1, 69, 166 και Παράρτημα I του Κώδικα Δικηγόρων/4194/2013), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 12.9.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../13.9.2019 και ……../13.9.2019) έφεση κατά της υπ’αριθμ.2846/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου του ένδικου μέσου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 11.2.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../14.2.2019) αίτησης.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της αιτούσας και της προσθέτης υπέρ αυτής παρεμβάσας τη δικαστική δαπάνη της καθ’ης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη δημοσίευση αμμελητί της παρούσας απόφασης σε περίληψη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), με επιμέλεια της καθ’ης η αίτηση, ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 31-8-2020.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ