Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 569/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    569/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

         Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 13.2.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………/14.2.2019 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../14.2.2019 και β) από 12.2.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../21.2.2019 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./21.2.2019, εφέσεις, αφενός της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης και αφετέρου της ενάγουσας-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.4987/2018 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την εναντίον της πρώτης από 12.10.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/13.10.2017 αγωγή της δεύτερης, ενώ την απέρριψε, κατ’ουσίαν, ως προς την δεύτερη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..”, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της ενάγουσας, στις 22.1.2019, στην πρώτη εναγομένη, με σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά, …………, στο σώμα ακριβούς αντιγράφου του επιδοθέντος εγγράφου, που προσκομίζεται σε φωτοαντίγραφο από την εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων της έφεσης κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 14.2.2019 και 21.2.2019 αντιστοίχως, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό τους έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Η ενάγουσα εταιρεία στην από 12.10.2017 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής Μ/Υ «HG», που διαχειρίζεται η εταιρία «…………», το οποίο κατά τις εβδομάδες από 13.7.2016 έως 20.7.2016 και από 20.7.2016 έως 27.7.2016, ήταν ναυλωμένο από την αμερικανική εταιρία τουρισμού «…………», προκειμένου να εκτελέσει δύο εβδομαδιαίες κρουαζιέρες από λιμένα Μπάρι Ιταλίας προς λιμένα Πειραιώς και αντίστροφα, με τους αναφερόμενους στην αγωγή ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης, πραγματικού χρόνου εκάστης κρουαζιέρας 6,79 ημερών, έναντι συμφωνηθέντος και προκαταβληθέντος ναύλου 91.474,95 δολαρίων ΗΠΑ για την πρώτη και 121.474 δολαρίων ΗΠΑ για τη δεύτερη και ότι στις 18.7.2016 και περί ώρα 14.20, ενώ ήταν ασφαλώς πλαγιοδετημένο στο ανατολικό άκρο της βόρειας προβλήτας του λιμένος Κυλλήνης, το υπό ελληνική σημαία επιβατηγό-οχηματαγωγό Ε/Γ-Ο/Γ  «ΜΛ», πρώην «I», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης, που κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην δεύτερη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………..”, από αποκλειστική υπαιτιότητα του πλοιάρχου τούτου, κατά την προσέγγιση και πρόσδεση στον λιμένα Κυλλήνης Ηλείας, προσέκρουσε βιαίως με την πρωραία δεξιά πλευρά του στην αριστερή πρωραία πλευρά του σκάφους της ενάγουσας, με συνέπεια την πρόκληση εκτεταμένων υλικών ζημιών στην πρωραία αριστερή πλευρά του, αλλά και τη δεξιά πλευρά του από την βίαιη ώθηση προς την προβλήτα, που είχε επακόλουθο την απαγόρευση απόπλου, που ήρθη μετά την ολοκλήρωση των επισκευών και την επιθεώρηση του νηογνώμονα, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία, που συνίσταται, αφενός στον ναύλο, που εξέπεσε για τις απωλεσθείσες ώρες ναυλώσεως, ως αποζημίωση στην ναυλώτρια, όπως αναλυτικά προσδιορίζεται, αλλά και στην περαιτέρω συμφωνηθείσα ημερήσια, κατ’αποκοπή, αποζημίωση της, ποσού 630 δολαρίων ΗΠΑ για κάθε επιβάτη, που περιελάμβανε διαμονή σε ξενοδοχεία πέντε αστέρων, ημερήσια γεύματα, μεταφορές οδικώς με μισθωμένα πούλμαν πολυτελείας, καθώς και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης, συνολικού ύψους 138.857,14 δολαρίων ΗΠΑ, που κατέβαλε στην ναυλώτρια και αντιστοιχεί, κατά την τότε ισοτιμία, σε 127.391,87 ευρώ και αφετέρου, στις δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών, που ανήλθαν στο ποσό των 45.334,78 ευρώ, όπως επαρκώς εξειδικεύονται κατ’είδος οι παρεχόμενες υπηρεσίες και εργασίες και η αξία τούτων, εκδοθέντων των οικείων αναφερόμενων τιμολογίων, καθώς επίσης το είδος, η ποσότητα, η τιμή μονάδος και το κόστος των χρησιμοποιηθέντων υλικών και αναλώσιμων, με τα ενσωματωμένα στην αγωγή σχετικά τιμολόγια πώλησης. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το καταψηφιστικό αγωγικό αίτημα σε αναγνωριστικό,  ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να της καταβάλουν, εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 172.726,65 €, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και να καταδικαστούν στα δικαστικά της έξοδα.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή, καθόσον στρεφόταν κατά της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, απορριπτέα, ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της και, κατά τα λοιπά, ορισμένη και νόμιμη, παρεκτός του κονδυλίου των 630 δολαρίων ΗΠΑ για έκαστο επιβάτη και συνολικά των 80.258,22 δολαρίων ΗΠΑ, που κατέβαλε η ενάγουσα, ως περαιτέρω ημερήσια, κατ’αποκοπή, αποζημίωση της ναυλώτριας, που κρίθηκε, ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, ακολούθως απέρριψε την αγωγή, ως προς την δεύτερη εναγομένη και την έκανε εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, αναφορικά με την πρώτη, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της να καταβάλει στην ενάγουσα, ως αποζημίωση, το ποσό των 99.094,61 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται η μεν ηττηθείσα πρώτη εναγομένη –εκκαλούσα, η δε μερικώς ηττηθείσα ενάγουσα – εκκαλούσα, με τις ένδικες εφέσεις αντίστοιχα, για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή τους, την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της αντιστοίχως.

ΙΙΙ. Κατά τα άρθρα 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει με ποινή απαραδέκτου, εκτός άλλων στοιχείων και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, με πλήρη έκθεση όλων των πραγματικών γεγονότων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αξιουμένου δικαιώματος. Η αναγραφή των συγκεκριμένων περιστατικών είναι απαραίτητη για να μπορεί ο εναγόμενος να αμυνθεί, αλλά και το Δικαστήριο να προβεί στον προσήκοντα υπαγωγικό συλλογισμό προς διάγνωση της διαφοράς. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 235, 236 ΚΙΝΔ και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση συγκρούσεως πλοίων, που έγινε εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων και κρίνεται κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 26 ΑΚ), αν δεν συντρέχει η εφαρμογή άλλου δικαίου, κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1911, η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση εξαρτάται από το βαθμό της υπαιτιότητας του κάθε πλοίου. Στη ρύθμιση των ανωτέρω διατάξεων του ΚΙΝΔ υπάγεται και η περίπτωση κατά την οποία τα συγκρουσθέντα πλοία είναι αγκυροβολημένα (άρθρο 245 ΚΙΝΔ). Ενόψει των ανωτέρω, στην αγωγή με την οποία ζητείται αποζημίωση προς αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη ένα πλοίο, κατά τη σύγκρουση του με άλλο πλοίο, πρέπει να γίνεται επίκληση και αναφορά των συνθηκών, κάτω από τις οποίες συνέβη η σύγκρουση, καθώς και των συγκεκριμένων περιστατικών υπαιτιότητας του πλοίου του εναγομένου και επιπλέον να προσδιορίζεται με επάρκεια η οφειλομένη στη σύγκρουση, ζημία του πλοίου του ενάγοντος (ΑΠ 106/2015, ΕφΠειρ 566/2018, δημ.ΤΝΠ “Νόμος”).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ, “Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί”. Η ως άνω διάταξη, όπως προκύπτει τόσο από τη γραμματική της ερμηνεία, δεδομένου ότι δεν κάνει καμία διάκριση στο αν αφορά ζημία, που να προέρχεται από παραβίαση συμβάσεως ή να προέρχεται από αδικοπραξία, όσο, και την συστηματική της ερμηνεία, δεδομένου ότι τίθεται στις αρχικές, γενικές διατάξεις που ισχύουν επί ενοχών (287 – 334) και από την τελολογική της ερμηνεία, που περιλαμβάνει στην έννοια της λέξης “δανειστής” οποιοδήποτε δικαιούχο παροχής, συνάγεται ότι εφαρμόζεται, τόσο στις αποζημιώσεις εξ αδικοπρακτικής όσο και στις αποζημιώσεις λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης. Εξάλλου, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ, ως “περιουσία του δανειστή” νοείται, το σύνολο των αποτιμητών σε χρήμα αγαθών ήτοι πραγμάτων και αξιώσεων που νομίμως ανήκουν σ’ αυτόν, ήτοι όχι μόνο εμπραγμάτων αγαθών, αλλά και αξιώσεων του που πηγάζουν από ενοχικές με τρίτους σχέσεις. Έτσι, συνιστά θετική ζημία, η μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, όταν υπάρχει μείωση του ενεργητικού, αλλά και αύξηση του παθητικού. Επίσης, θετική ζημία του δανειστή υπάρχει και όταν δεν μειώνεται μεν η περιουσία του, αλλά αποτρέπεται η αύξηση της, που χωρίς το ζημιογόνο γεγονός θα επερχόταν, δηλαδή θα είχε αύξηση του ενεργητικού. Τέτοια αξίωση και δη αποτιμητή σε χρήμα είναι και η αξίωση να χρησιμοποιεί κάποιος, ως ναυλωτής, ένα πλοίο αντί ναύλου, με βάση σύμβαση ναυλώσεως μεταξύ αυτού, ως ναυλωτή και τρίτου, ως εκναυλωτή, με αντικειμενικά κριτήρια αγοράς. Έτσι, σε περίπτωση που με ενδοσυμβατική ή με εξωσυμβατική ευθύνη τρίτου ο ναυλωτής απωλέσει τη χρήση του ναυλωμένου απ’ αυτόν πλοίου, για μερική ή ολική διάρκεια της ναύλωσης, ενώ αυτός είναι υπόχρεος να καταβάλει για όλο το διάστημα της ναύλωσης το συμφωνηθέντα ναύλο στον εκναυλωτή, τότε υφίσταται μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του (θετική ζημία), το ύψος δε της ζημίας του αυτής είναι ίσο με την με αντικειμενικά κριτήρια αγοραία αξία του ναύλου. Ειδικότερα, αν χαθεί η χρήση του πράγματος και εν προκειμένω του ναυλωθέντος πλοίου, για ένα χρονικό διάστημα, τα τρέχοντα έξοδα που αντιστοιχούν στο χρόνο αυτό, εν προκειμένω ο ναύλος, θα βαρύνουν τον ζημιώσαντα. Αυτός πρέπει να καλύψει τα έξοδα αυτά καταβάλλοντας αποζημίωση. Η ζημία δε που πρέπει να αποκατασταθεί δεν είναι τα έξοδα που έγιναν, αφού αυτά γίνονται ανεξάρτητα από το ζημιογόνο γεγονός, αλλά η απώλεια της χρήσης, που εδώ αποτιμάται όσο με τα έξοδα με τα οποία εξαγοράζεται. (ΑΠ 27/2017)

Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, περιέχει όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία για τη νομική της θεμελίωση και τη δικαστική της εκτίμηση. Ειδικότερα, αναφέρονται στο δικόγραφο της με επάρκεια οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες συνέβη η σύγκρουση των ως άνω πλοίων, καθώς και τα συγκεκριμένα περιστατικά υπαιτιότητας του πλοιάρχου του πλοίου της εναγομένης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης,  η συγκεκριμενοποίηση των οποίων, άλλωστε, είναι επιτρεπτή με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, ενώ γίνεται αναλυτικός προσδιορισμός της ζημίας, που υπέστη η ενάγουσα-εκκαλούσα-εφεσίβλητη, από τις προκληθείσες στο πλοίο της βλάβες, εξαιτίας της σύγκρουσης, με παράθεση και εξειδίκευση, κατά τα θεμελιωτικά τους στοιχεία, όλων των επιμέρους κονδυλίων, τα οποία απαρτίζουν το αξιούμενο ποσό αποζημίωσης και δεν απαιτείται για το ορισμένο του κονδυλίου απώλειας των ναύλων, που αντιστοιχούν στο αναφερόμενο χρονικό διάστημα, που η ναυλώτρια στερήθηκε την χρήση του πλοίου, η αναφορά επιπλέον και άλλων παραγόντων, που να καθιστούν βέβαιο το εν λόγω κέρδος της εκναυλώτριας ενάγουσας, πέραν της κατάρτισης και εκτέλεσης των επίδικων ναυλοσυμφώνων, ως εντελώς αορίστως ισχυρίζεται η εναγομένη-εκκαλούσα, ερειδόμενη επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι πρόκειται για αποθετική ζημία, μήτε η αναφορά και η αφαίρεση των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε η ενάγουσα, ώστε να προκύπτει το καθαρό κέρδος, ως αβασίμως ομοίως ισχυρίζεται. Περαιτέρω, όσον αφορά το αίτημα καταβολής της επιπλέον συμφωνηθείσας, κατ’αποκοπή, ημερήσιας αποζημίωσης των 630 δολαρίων ΗΠΑ, ανά επιβάτη, την οποία, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, η ενάγουσα κατέβαλε στην ναυλώτρια, δεν απαιτείται για να είναι ορισμένο η παράθεση ξεχωριστά των εξόδων μεταφοράς οδικώς των επιβατών στους διάφορους τόπους επίσκεψης, διαμονής και σίτισης τους εκτός πλοίου, καθώς και της χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική τους βλάβη, που υποχρεώθηκε να καταβάλει η ναυλώτρια, κατά το χρονικό διάστημα, που αυτό βρισκόταν εκτός ναύλωσης, συνεπεία της επίδικης σύγκρουσης, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η επικαλούμενη αποζημίωση βασίζεται στην σχετική συμφωνία μεταξύ της εκναυλώτριας και της ναυλώτριας καταβολής του εν λόγω καθορισμένου συνολικού ποσού, ως εύλογης αποζημίωσης της τελευταίας για τις ανωτέρω αιτίες συλλήβδην και όχι με βάση καθεμία επιμέρους, ένεκα μερικής αδυναμίας εκπλήρωσης της παροχής της πρώτης να διαθέσει το πλοίο της προς μεταφορά των υπέρ ων η ναύλωση επιβατών, εξαιτίας της επίδικης σύγκρουσης και, επομένως, εκτίθενται επαρκώς τα θεμελιωτικά της στοιχεία και εκείνα που δικαιολογούν την διεκδίκηση της από την ενάγουσα σε βάρος της πρώτης εναγομένης. Εξάλλου, τα αιτούμενα κονδύλια για την αποκατάσταση των ζημιών του πλοίου, είναι πλήρως ορισμένα και δεν απαιτούνταν επιπλέον να αναφερθεί, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη-εκκαλούσα, ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής των επιθεωρητών του νηογνώμονα και του πραγματογνώμονα, ποία ελάσματα και ποίες ξυλουργικές κατασκευές έχρηζαν αντικατάστασης και ποίες οι διαστάσεις τους, δεδομένου ότι εκτίθενται αναλυτικά το είδος και η ποσότητα των ελασμάτων και της ξυλείας, που χρησιμοποιήθηκαν, το κόστος τους, καθώς και η αξία των ελασματουργικών και ξυλουργικών εργασιών, μήτε απαιτείτο ειδικότερος προσδιορισμός των παροχών του ναυπηγείου και επιμερισμός του κόστους της χρήσης του. Όσον αφορά δε την υπερωριακή εργασία των αναφερομένων μελών του πληρώματος, που ιστορείται ότι απασχολήθηκαν στις επισκευές του πλοίου, πέραν της τακτικής εργασίας τους, αρκεί η αναφορά της συνολικής διάρκειας της σε ώρες για έκαστο τούτων, το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχεί, καθώς και η ανά ώρα καταβληθείσα συμφωνημένη υπερωριακή αμοιβή, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στον μισθό τους, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν από τον καθένα και τον χρόνο έναρξης και λήξης της εργασίας του, μήτε ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκαν,  ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας αφενός, ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, το κονδύλιο της αγωγής περί καταβολής της, κατά τα άνω, συμφωνημένης, κατ’αποκοπή, περαιτέρω αποζημίωσης της ναυλώτριας, εξαιτίας της επίδικης σύγκρουσης, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, δεκτού γενομένου του μοναδικού λόγου της έφεσης της ενάγουσας-εκκαλούσας, ως ουσιαστικά βασίμου και αφετέρου, κρίνοντας, κατά τα λοιπά, την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, δεν έσφαλε, απορριπτομένου του τέταρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας, που πλήττει την κρίση αυτή της εκκαλουμένης, ως προς όλα τα σκέλη του, που αφορούν έκαστο των αγωγικών κονδυλίων, ως αβασίμου.

IV. Από τις υπ’ αριθ. ../18.1.2018 και ../2.2.2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ………. και ………., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας-εκκαλούσας, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ. …./11.1.2018 και …..΄/11.1.2018 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Πειραιά, … και … …. αντίστοιχα και υπ’ αριθ. …/29.1.2018 και …..΄/29.1.2018 εκθέσεις επίδοσης των ίδιων δικαστικών επιμελητών αντίστοιχα), την υπ’ αριθ. ………../19.1.2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα, ………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Ζακύνθου …………., που ελήφθη με επιμέλεια της δεύτερης εναγομένης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ (υπ’ αριθ. …………΄/16.1.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά . ……), που εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως του μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής, είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής «HG», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., κ.ο.χ. 498, μήκους 53 μέτρων και πλάτους 7,1 μέτρων, που διαχειρίζεται η εδρεύουσα στην Λεμεσό Κύπρου εταιρία «………..». Δυνάμει των από 13.7.2015 δύο ναυλοσυμφώνων, που κατήρτισε με την αμερικανική εταιρία τουρισμού με την επωνυμία “…………..”, που εδρεύει στη Βοστώνη των ΗΠΑ, εκναύλωσε σ’αυτήν το ανωτέρω σκάφος για τα χρονικά διαστήματα από 13.7.2016 και ώρα 14.00 έως 20.7.2016 και ώρα 9.00 π.μ. και από 20.7.2016 και ώρα 14.00 έως 27.7.2016 και ώρα 9.00 π.μ., αντί ναύλου 91.474,95 δολαρίων ΗΠΑ για την πρώτη εβδομάδα και 121.474 δολαρίων ΗΠΑ για τη δεύτερη. Ειδικότερα, η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει με το πλοίο της δύο εβδομαδιαίες κρουαζιέρες από τον λιμένα Μπάρι Ιταλίας προς λιμένα Πειραιώς και αντιστρόφως, με διάφορους ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης (Μπάρι, Κοτόρ, Μπούντβα, Άγιοι Σαράντα, Κέρκυρα, Κυλλήνη, Ιτέα, Κόρινθο Μαρίνα Ζέας και αντίστροφα), με επιβάτες Αμερικανούς πελάτες της ναυλώτριας, υψηλού εισοδήματος, που ήταν 36 για την πρώτη κρουαζιέρα και 34 για τη δεύτερη. Σε εκτέλεση της πρώτης συμβάσεως, στις 18.7.2016 το πλοίο, κατά το προγραμματισμένο δρομολόγιο του, κατέπλευσε στον λιμένα Κυλλήνης Ηλείας και, τηρώντας τις οδηγίες του τοπικού Λιμενικού Τμήματος Κυλλήνης, πλαγιοδέτησε στις 12.30 μ.μ. στο ανατολικό άκρο του βόρειου προβλήτα του λιμένα. Στις 14.20 της ίδιας ημέρας και ενώ το σκάφος της ενάγουσας παρέμενε στην ίδια θέση, κενό επιβατών, ασφαλώς πλαγιοδετημένο, προσέκρουσε στην πρωραία αριστερή πλευρά του, το υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο με το όνομα «ΜΛ», πρώην «IS”, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης με την επωνυμία «………..», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ………., μήκους 120,2 μέτρων και πλάτους 21 μέτρων, με την πρωραία δεξιά πλευρά του, κατά την άφιξη του στον ίδιο λιμένα και την εκτέλεση των χειρισμών είσπλου σ’αυτόν και πρυμνοδετήσεως. Ειδικότερα, ο πλοίαρχος της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, …………., από έλλειψη της προσοχής, που μπορούσε και όφειλε να καταβάλει, κατά την εκτέλεση των χειρισμών εισόδου και προσδέσεως του πλοίου στον λιμένα της Κυλλήνης, δεν κατέβαλε την κατ’ αντικειμενική κρίση απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή, την οποία κάθε μέσος συνετός πλοίαρχος θα κατέβαλλε εάν βρισκόταν στην ίδια κατάσταση, με βάση τους κανόνες της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας και την οποία, εάν είχε καταβάλει, θα μπορούσε να προβλέψει τον κίνδυνο συγκρούσεως με το πλοίο της ενάγουσας και να τον αποφύγει και δεν εκτέλεσε τους απαιτούμενους χειρισμούς και ελιγμούς για τον ασφαλή είσπλου και πρυμνοδέτηση στην προβλήτα του λιμένα, λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες, ούτε υπολόγισε σωστά την απόσταση από το παραπλεύρως προσδεδεμένο πλοίο σε συνδυασμό με την ικανότητα ακινητοποιήσεως και ελιγμών του δικού του πλοίου, ούτε τήρησε απαρεγκλίτως τις διατάξεις των Διεθνών Κανονισμών για την αποφυγή σύγκρουσης στη θάλασσα (ν.δ.94/1974 ΦΕΚ Α’ 293 που τέθηκε σε ισχύ με το π.δ.94/77 ΦΕΚ Α’ 30/1977), όπως είχε υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 4 περ.γ΄ του εφαρμοστέου εν προκειμένω και ισχύοντος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, Γενικού Κανονισμού Λιμένος Κυλλήνης [ΥΑ 3131.2/1/1995 (ΦΕΚ Β΄ 80/1995), που καταργήθηκε με την ΥΑ 2133.2/13520/2018 (ΦΕΚ Β΄ 691/28.2.2018) με την οποία κυρώθηκε η απόφαση Αρχηγού Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής: «Κατάργηση Γενικών Κανονισμών Λιμένα των Λιμενικών Αρχών που μετατάχθηκαν σε Λιμενικά Τμήματα σύμφωνα με το π.δ. 81/2014 (Α 125)»]. Συγκεκριμένα, ο ανωτέρω πλοίαρχος, κατά παράβαση των κανόνων της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας και των οικείων διατάξεων των κανονισμών, δεν προετοίμασε την απαιτούμενη οπισθοπορεία του πλοίου για την τελική πρυμνοδέτηση του στην αποβάθρα με αριθμό 14 από την είσοδο του λιμένα, αλλά εισήλθε μέσα στη λεκάνη του λιμένα με την πλώρη του πλοίου και με κατεύθυνση προς τη θέση του σκάφους της ενάγουσας (διαγωνίως προς τα δεξιά), με σκοπό να επιχειρήσει εντός της λεκάνης του λιμένος την απαιτούμενη αριστερή πλήρη (360°) περιστροφή του για να πρυμνοδετήσει στην, ως άνω, θέση της αποβάθρας, προτελευταία πριν τον βόρειο λιμενοβραχίονα και κείμενη σχεδόν στη νοητή ευθεία όπισθεν του σημείου πλαγιοδέτησης του σκάφους της ενάγουσας, με αποτέλεσμα επιχειρώντας την περιστροφή να προσκρούσει κατά τον προαναφερόμενο τρόπο στο πλοίο αυτής. Σημειώνεται ότι το μέτωπο (λεκάνη) της αποβάθρας του λιμένος Κυλλήνης έχει μήκος 250 μέτρα και έκαστος λιμενοβραχίονας (βόρειος και νότιος) έχει μήκος 250 μέτρα, ενώ το μήκος μεταξύ της κορυφής των λιμενοβραχιόνων είναι 380 μέτρα. Επισημαίνεται, ότι η θάλασσα την ώρα εκείνη ήταν κυματώδης, με ανέμους βόρειους – βορειοδυτικούς εντάσεως 5-6 κλίμακας μποφόρ, η δε αιφνίδια αλλαγή της κατεύθυνσης σε δυτικούς – βορειοδυτικούς και της έντασης των ανέμων σε θυελλώδεις, που επικαλείται η πρώτη εναγόμενη, πέραν των όσων αορίστως καταθέτει ο υπαίτιος πλοίαρχος της στην υπ’αριθμ.12934/19.1.2018 ένορκη βεβαίωση του, δεν επιβεβαιώνεται από κανένα πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, π.χ. έγγραφο της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας. Ομοίως δεν κρίνονται πειστικές και αξιόπιστες ούτε οι προσκομιζόμενες με επίκληση από την εναγομένη από 19.7.2016 ένορκες εξετάσεις των μαρτύρων της, ανθυποπλοιάρχου και ναύκληρου του πλοίου της, κατά την προανακριτική διαδικασία, που ουδόλως αναφέρονται στην διαδικασία κατάπλου, που εφάρμοσε ο πλοίαρχος του ζημιογόνου πλοίου και αν ήταν η ενδεδειγμένη υπό τις επικρατούσες συνθήκες, αλλά όλως αορίστως καταθέτουν για «απότομη αλλαγή της κατεύθυνσης και έντασης του ανέμου», έτσι ώστε παρά τις ενέργειες αποφυγής δεν κατέστη δυνατό να αποφευχθεί να ακουμπήσουν ελαφρώς στο πλαγιοδετημένο πλοίο της ενάγουσας, από το οποίο όμως, όπως καταθέτουν, αμέσως απομακρύνθηκαν και βγήκαν από το λιμάνι, γεγονός που καταδεικνύει εναργώς ότι το πλοίο μπορούσε να κυβερνηθεί και δεν κατέστη έρμαιο στους ανέμους, αλλά δεν είχαν εφαρμοσθεί εξ αρχής οι ενδεδειγμένοι χειρισμοί και ελιγμοί αποφυγής της σύγκρουσης, όπως προκύπτει και από την από 19.7.2016 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα, ………………., λιμενοφύλακα, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ο οποίος δεν καταθέτει για παράσυρση του πλοίου της εναγομένης από τους ανέμους, ως αυτή αβασίμως υποστηρίζει, παρά μόνο ότι η πρόσκρουση έγινε κατά την διαδικασία χειρισμών κατάπλου-πρόσδεσης του πλοίου της και όσον αφορά τις καιρικές συνθήκες επί λέξει: «την ώρα εκείνη φυσούσε αρκετά», τούτο όμως δεν σημαίνει ότι υπήρξε αιφνίδια και απρόβλεπτη αλλαγή των καιρικών συνθηκών, αντίθετα οι καιρικές συνθήκες ήταν γνωστές και προβλέψιμες. Εξάλλου, προκειμένου να θεωρηθεί ότι το επίδικο συμβάν συνιστά τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία, όπως ισχυρίζεται η πρώτη εναγομένη, οπότε και θα ήταν εφαρμοστέα η ερμηνευτική διάταξη  του  άρθρου  235  ΚΙΝΔ, θα έπρεπε η ορμητικότητα του ανέμου ή του ρεύματος να εμποδίζει το πλοίο να κυβερνηθεί, εφόσον αυτή όμως εκδηλωνόταν κατά τρόπο, που δεν θα ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, ούτε να αποτραπεί, ακόμα και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να αποβαίνει αναπόφευκτο. Εν προκειμένω, εφόσον η θάλασσα ήταν ήδη κυματώδης κατά την έναρξη της εκτελέσεως των χειρισμών, ο πλοίαρχος της πρώτης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, μπορούσε να προβλέψει τον κίνδυνο και όφειλε να λάβει εγκαίρως τις αναγκαίες προφυλάξεις και να εκτελέσει τους χειρισμούς, που επιβάλουν οι κανόνες ασφαλούς είσπλου στον λιμένα και υπαγορεύει η ναυτική πείρα για την αποφυγή ή εξουδετέρωση του κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες και τις ελεγκτικές δυνατότητες του πλοίου του. Ενόψει των ανωτέρω, αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση της ένδικης σύγκρουσης των δύο πλοίων, είναι ο πλοίαρχος του πλοίου της εναγομένης και δεν οφείλεται σε τυχαίο γεγονός, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της, που προτάθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με τον πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης της, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Εξάλλου, το πλοίο της ενάγουσας, που όπως προαναφέρεται ήταν πλαγιοδετημένο με την δεξιά του πλευρά, δεν είχε υποχρέωση να φέρει στη αριστερή του πλευρά προστατευτικά παρεμβλήματα (fenders), γιατί σύμφωνα με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης και πείρας, τέτοια παρεμβλήματα τοποθετούνται από την πλευρά της πλαγιοδέτησης του πλοίου, ώστε να παρεμβάλλεται αυτό ασφαλώς από την προκυμαία, αντιθέτως, σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες, τέτοια υποχρέωση, δηλαδή τοποθέτηση fenders, έχει το καταπλέον σε λιμένα πλοίο, το οποίο υποχρεούται να λαμβάνει κάθε μέτρο προς αποφυγή συγκρούσεως με τα ήδη προσδεδεμένα πλοία. Σημειωτέον, δεν είναι εφαρμοστέος στην προκειμένη περίπτωση ο Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων (ΦΕΚ Β΄ 1323/2003), όπως εσφαλμένως ισχυρίζεται η εναγομένη-εκκαλούσα, καθόσον η ένδικη σύγκρουση δεν έλαβε χώρα σε τουριστικό λιμένα (“μαρίνα”), ούτε πρόκειται για σύγκρουση μεταξύ τουριστικών σκαφών. Άλλωστε, η τοποθέτηση παρεμβλημάτων στην αριστερή πλευρά του σκάφους της ενάγουσας, δεν θα είχε αποτρέψει την πρόκληση της ζημίας της, ούτε θα είχε μειώσει την έκταση αυτής, δεδομένου ότι τέτοια παρεμβλήματα δεν τοποθετούνται και στην πλώρη του πλοίου, λόγω δε της υψομετρικής διαφοράς των εμπλακέντων στη σύγκρουση πλοίων και συγκεκριμένα του ύψους των εξάλων (εκτός θαλάσσης) μερών εκάστου, τα οποία ανέρχονταν σε 986 χιλιοστά για το πλοίο της ενάγουσας έναντι 6.410 χιλιοστών του πλοίου της πρώτης εναγόμενης, ουσιαστικά τούτο καταπλάκωσε με την πρωραία δεξιά πλευρά την αριστερή εκείνη του πλοίου της ενάγουσας, οπότε τυχόν τοποθετημένα προστατευτικά μπαλόνια στην αριστερή πλευρά του, δεν θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά, ένεκα της φύσης και της έντασης της επίδικης σύγκρουσης, ούτε στην έκταση της προκληθείσας βλάβης, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, απορριπτομένης της ένστασης συντρέχοντος πταίσματος του βλαβέντος πλοίου, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, με πιο συνοπτική εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, όπως διαλαμβάνεται στον πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσης της εναγομένης, οι οποίοι, ως εκ τούτου, κρίνονται απορριπτέοι, κατ’ουσίαν.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, αμέσως μετά το ατύχημα, απαγορεύθηκε ο απόπλους του πλοίου της ενάγουσας από την τοπική Λιμενική αρχή, μέχρι την χορήγηση από τον παρακολουθούντα το πλοίο Ιταλικό Νηογνώμονα, πιστοποιητικού επιθεώρησης πλοίου μετά από βλάβη/ζημία και διατήρησης κλάσης. Ακολούθως, αυθημερόν διενεργήθηκε έκτακτη επιθεώρηση του σκάφους από τον επιθεωρητή του Ιταλικού Νηογνώμονα «…..» και στις 19.7.2016 επιτράπηκε ο απόπλους του πλοίου από το λιμένα της Κυλλήνης, προκειμένου να εκτελέσει μεμονωμένο πλου κενό επιβατών με προορισμό τον κόλπο του Περάματος, για τη διενέργεια ελέγχου και την αποκατάσταση των βλαβών, που υπέστη από τη σύγκρουση. Στην συνέχεια κατέπλευσε στο ναυπηγείο ….. στο Πέραμα, όπου διενεργήθηκαν οι αναγκαίες επισκευαστικές εργασίες με την συμμετοχή και μελών του πληρώματος του πλοίου και μετά το πέρας τους και την έκδοση, κατόπιν νέας επιθεώρησης του, πιστοποιητικού διατηρήσεως κλάσεως από τον παραπάνω Νηογνώμονα, στις 21.7.2016 ήρθη η απαγόρευση απόπλου του από την λιμενική αρχή Περάματος και στις 22.7.2016 απέπλευσε προς  Ίσθμια για συνέχιση των πλόων του και παραλαβή των 34 επιβατών της δεύτερης κρουαζιέρας, η επιβίβαση των οποίων ολοκληρώθηκε στις 16.42 της ίδιας ημέρας, οπότε απέπλευσε για την εκτέλεση του προγραμματισμένου δρομολογίου επιστροφής στον λιμένα αφετηρίας το Μπάρι της Ιταλίας. Ειδικότερα, συνεπεία της ως άνω συγκρούσεως, το πλοίο της ενάγουσας υπέστη υλικές ζημίες και συγκεκριμένα στην μεν αριστερή πρωραία πλευρά του, λόγω της πρόσκρουσης σ’αυτήν του υπαίτιου πλοίου της εναγομένης, στη δε δεξιά πλευρά, λόγω της βίαιης ώθησης του στην προβλήτα από την πρόσκρουση, για την αποκατάσταση των οποίων η ενάγουσα αναγκάστηκε να δαπανήσει το χρηματικό ποσό των 45.334,78 ευρώ, εκδοθέντων των οικείων προσκομιζόμενων μετ’επικλήσεως, παραστατικών για τις ακόλουθες αιτίες και συγκεκριμένα: α) το υπ’ αριθ. ………../24.11.2016 τιμολόγιο του ιταλικού νηογνώμονα “……….”, ποσού 1.384,50 ευρώ, για επιθεώρηση του σκάφους στις 18.7.2016 στον λιμένα Κυλλήνης μετά το συμβάν, β) το υπ’ αριθ……../24.11.2016 τιμολόγιο του ιταλικού νηογνώμονα “……..”, ποσού 1.162 ευρώ, για επιθεώρηση του σκάφους στις 20.7.2016 και 21.7.2016 στο Πέραμα, κατά την διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση των επισκευών, γ) για κατανάλωση καυσίμων ποσότητας 6.310 λίτρων Diesel, αξίας 2.587,10 ευρώ, για το εκτός ναυλώσεως χρονικό διάστημα, ήτοι από την ημέρα του ατυχήματος στις 18.7.2016, που η πληρότητα ανέρχονταν σε 21.000 λίτρα, μέχρι την επιβίβαση των επιβατών στις 22.7.2016 και ώρα 16.42, για συνέχιση του ταξιδιού, οπότε η δεξαμενή καυσίμων του σκάφους είχε 14.690 λίτρα πετρελαίου, με βάση το υπ’ αριθ. …../22.7.2016 σειρά … τιμολόγιο της εταιρίας «…………..», αναφορικά με την τελευταία πριν το ένδικο ατύχημα πετρέλευση του σκάφους στο λιμάνι Κέρκυρας με 24.598 λίτρα πετρελαίου, αξίας 10.085 ευρώ, σε συνδυασμό με την προκύπτουσα ιδίως από τα προσκομιζόμενα με επίκληση μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) καταμετρηθείσα ποσότητα καυσίμων, κατά την αναχώρηση του από την Κυλλήνη προς επισκευές και κατά την επιβίβαση των επιβατών στα Ίσθμια (έναρξη και λήξη περιόδου εκτός ναυλώσεως «off-hire»), δ) η υπ’αριθμ………/31.8.2016 απόδειξη πληρωμής ποσού 450 ευρώ στον πραγματογνώμονα, τεχνικό διευθυντή – ναυπηγό, ………., για έξοδα μετάβασης και διαμονής του στην Κυλλήνη στις 18.7.2016 και 19.7.2016, καθώς και για αμοιβή του, ε) το υπ’αριθμ………/11.8.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της ομόρρυθμης εταιρίας γενικών επισκευών πλοίων «…………….», για ελασματουργικές εργασίες αποκατάστασης των ζημιών σε παραπέτα και υπερκατασκευές, ποσού 22.000 ευρώ, στ) το υπ’αριθμ……../22.9.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ποσού 950 ευρώ, του . ……….., για τις ανυψωτικές (με γερανό) εργασίες κατά τη διάρκεια των επισκευών του σκάφους στο ναυπηγείο …. στο Πέραμα, ζ) το υπ’αριθμ…………/30.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ποσού 5.000 ευρώ, της επιχείρησης του …….. για ξυλουργικές εργασίες και εργασίες αποκατάστασης ζημιών, η) η υπ’αριθμ…………./5.8.2016 απόδειξη πληρωμής της διαχειρίστριας του πλοίου της ενάγουσας της εταιρίας «…………» προς τον τεχνικό ασφαλείας, ……………, ποσού 300 ευρώ, θ) το υπ’αριθμ……./22.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του ναυπηγείου «………..», ποσού 5.047 ευρώ, για την παραμονή του σκάφους της ενάγουσας στο χώρο του, την παροχή προσωπικού πυρασφάλειας και ρεύματος, καθώς και τον καθαρισμό του χώρου από λαμαρίνες, ι) για την προμήθεια των χρησιμοποιηθέντων υλικών και αναλώσιμων κατά τη διάρκεια των επισκευών: i) το υπ’αριθμ……../22.8.2016 τιμολόγιο πώλησης της εταιρείας εφοδίων πλοίων «……….», ποσού 689,79 ευρώ, ii) το υπ’αριθμ…………./31.8.2016 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής της ως άνω εταιρίας, ποσού 1.087,39 ευρώ, iii) το υπ’αριθμ…………/2.8.2016 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής της εταιρίας χονδρικού & λιανικού εμπορίου χρωμάτων «………..», ποσού 2.283 ευρώ,  iv) το υπ’αριθμ………../9.8.2016 τιμολόγιο πώλησης της ως άνω εταιρίας, ποσού 1.004,50 ευρώ και v) το υπ’αριθμ………../22.8.2016 τιμολόγιο πώλησης-δελτίο αποστολής της εταιρίας εμπορίας δαπέδων, ξυλείας και ναυπηγήσιμων υλικών «………….», ποσού 389,50 ευρώ. Επιπλέον, για την υπερωριακή εργασία έξι μελών του πληρώματος του πλοίου, τις αναφερόμενες κατωτέρω ώρες, με αμοιβή ποσού 10 ευρώ για κάθε υπερωρία, σύμφωνα με την από 22.7.2016 επιστολή του πλοιάρχου της ενάγουσας, …………, προκειμένου να επισπευσθούν οι επισκευές, η ενάγουσα κατέβαλε συνολικά το ποσό των 1.000 ευρώ και συγκεκριμένα στον ……. ……. (22 ώρες Χ 10 ευρώ) το ποσό των 220 ευρώ, στον ……….. (17 ώρες Χ 10 ευρώ) το ποσό των 170 ευρώ, στον ……… (17 ώρες Χ 10 ευρώ) το ποσό των 170 ευρώ, στον ………. (15 ώρες  Χ 10 ευρώ) το ποσό των 150 ευρώ, στον ……….. (17 ώρες Χ 10 ευρώ) το ποσό των 170 ευρώ και στον ………….. (12 ώρες Χ 10 ευρώ) το ποσό των 120 ευρώ. Τα προαναφερθέντα κονδύλια δεν αμφισβητούνται ειδικά από την εναγομένη, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα τους, άλλωστε αυτή έχει ήδη αναγνωρίσει τη σχετική οφειλή της προς την ενάγουσα για τις υλικές ζημιές του σκάφους της, προσφερόμενη να καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 45.334,78 ευρώ, όπως παραδέχεται με τις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναλαμβάνει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.  Όσον αφορά τα κονδύλια για την αμοιβή του επιθεωρητή του νηογνώμονα και του πραγματογνώμονα, υπό στοιχ. α, β και δ, συνιστούν ζημία αποκαταστατέα, κατά τα άρθρα 914, 297, 298 ΑΚ και όχι εξώδικη δαπάνη προς απόκτηση αποδεικτικού μέσου, η οποία αποκαθίσταται μόνο στα πλαίσια του καθορισμού των δικαστικών εξόδων, κατά τη διάταξη του άρθρου 189 ΚΠολΔ, εάν ήταν αναγκαία και δεν διενεργήθηκε από υπερβολική πρόνοια, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγόμενη – εκκαλούσα (ΑΠ 1450/2009 ΧρΙΔ 2010, 341).

Περαιτέρω, εξαιτίας της σύγκρουσης με ευθύνη του πλοίου της εναγομένης, η ανωτέρω ναυλώτρια στερήθηκε την χρήση του ναυλωθέντος πλοίου, αφενός από ώρα 20.00 της 18ης.7.2016 μέχρι την λήξη της πρώτης ναύλωσης στις 9.00 της 20ης.7.2016, ήτοι επί 37 ώρες, που αντιστοιχούν σε 1,54 ημέρες ναυλώσεως και ναύλους 20.768,45 δολαρίων ΗΠΑ (91.474,85 δολ.ΗΠΑ προκαταβληθείς ναύλος : 6,79 ημέρες ναυλώσεως =13.742 δολ.ΗΠΑ ημερήσιος ναύλος Χ 1,54 ημ.) και αφετέρου από την καθορισμένη, κατά τα συμφωνηθέντα, έναρξη της δεύτερης ναύλωσης, ώρα 14.00 της 20ης.7.2016, μέχρι τις 16.42 της 22.7.2016, που επιβιβάστηκαν πάλι οι επιβάτες μετά την άρση της απαγόρευσης απόπλου για τους προγραμματισμένους εντεύθεν πλόες, ήτοι επί 50,45 ώρες, που αντιστοιχούν σε 2,11 ημέρες ναυλώσεως και ναύλους 37.830,47 δολαρίων ΗΠΑ (121.474 δολ.ΗΠΑ προκαταβληθείς ναύλος : 6,79 ημέρες ναυλώσεως = 17.890 δολ.ΗΠΑ ημερήσιος ναύλος Χ 2,11 ημ.). Η ενάγουσα, ως όφειλε, επέστρεψε στην ναυλώτρια εταιρεία τα ανωτέρω ποσά των ναύλων και συνολικά το ποσό των 58.598,92 δολαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχεί στην αξία της απωλεσθείσας χρήσης του πλοίου, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, για την αποκατάσταση της ζημίας της, συνεπεία της επίδικης σύγκρουσης από υπαιτιότητα της εναγομένης. Επιπλέον, για την περαιτέρω ζημία, που υπέστη η ναυλώτρια από την επιβάρυνση της, κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα, που το πλοίο βρισκόταν εκτός ναύλωσης, με τα έξοδα διαμονής και σίτισης των συμμετεχόντων στις κρουαζιέρες πελατών της, εκτός πλοίου, σε πολυτελή ξενοδοχεία και εστιατόρια, ανάλογα του βιοτικού τους επιπέδου, τις μεταφορές τους οδικώς με μισθωμένα πολυτελή πούλμαν στους προγραμματισμένους τόπους επίσκεψης και για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης από την αναστάτωση και ταλαιπωρία, που υπέστησαν από την μη ομαλή εξέλιξη του ταξιδιού τους, προς αποφυγή εμπλοκής της σε δικαστικές διεκδικήσεις, αλλά και διατήρησης της επικερδούς από δεκαετίας συνεργασίας της με την ενάγουσα, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τους, καθορίστηκε το ποσό των 630 ευρώ ανά επιβάτη κάθε κρουαζιέρας, ως κατ’αποκοπή, εύλογη αποζημίωση, που κρίνεται εύλογη, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων και σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη, λαμβανομένης υπόψη της ημερήσιας αποτίμησης των προσφερομένων υπηρεσιών διανυκτέρευσης στο πλοίο με πρωινό και ημιδιατροφή, κατά τους  όρους των ναυλοσυμφώνων, ανά επιβάτη, στο ποσό των 507 δολαρίων ΗΠΑ και συνολικά υποχρεώθηκε η ενάγουσα να καταβάλει στην ναυλώτρια για αποζημίωση των επιβατών του πλοίου της, το ποσό των 80.258,22 δολαρίων ΗΠΑ [(36 επιβάτες Χ 630 δολ. ΗΠΑ Χ 1,54 ημέρες = 34.963,49 δολ.) + ([(34 επιβάτες Χ 630 δολ. ΗΠΑ Χ 2,11 ημέρες = 45.294,73 δολ.)], εν συνόλω δε, μαζί με τους απωλεσθέντες ναύλους, το ποσό των 138.857,14 δολαρίων ΗΠΑ, εκδοθέντος του υπ’αριθμ.0060/26.9.2016 πιστωτικού τιμολογίου εκδόσεως της διαχειρίστριας του πλοίου ως άνω εταιρίας. Συνεπώς, η  ενάγουσα αποκαθιστώντας την προκληθείσα στην ζημιωθείσα ναυλώτρια βλάβη με δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος, υπέστη περιουσιακή ζημία, που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, για δε τον καθορισμό της οφειλομένης σ’ αυτήν για την εν λόγω αιτία αποζημιώσεως, θα ληφθεί υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος, κατά το χρόνο της δαπάνης (ΟλΑΠ 14/1997 ΕλΔνη 38, 1036, ΟλΑΠ 9/1995 ΝοΒ 44, 176, ΑΠ 1903/2013, ΑΠ 388/2015 δημ.“Νόμος”), που ανέρχεται, κατά την τότε τρέχουσα ισοτιμία 1 ευρώ προς 1,09 δολάρια ΗΠΑ, στο ποσό των 127.391,87 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω, η αποκαταστατέα θετική ζημία της ενάγουσας από την ένδικη σύγκρουση ανέρχεται συνολικά σε 172.726,65 ευρώ (45.334,78 ευρώ + 127.391,87 ευρώ) και δικαιούται σε απόληψη ισόποσης αποζημίωσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η οφειλόμενη αποζημίωση της ανέρχεται σε 99.094,61 ευρώ, πλημμελώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά τον ουσιαστικά βάσιμο  μοναδικό λόγο της έφεσης της ενάγουσας-εκκαλούσας.

V. Κατ’ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, η έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας πρέπει να απορριφθεί κατ’ουσίαν και να γίνει δεκτή η έφεση της ενάγουσας-εκκαλούσας, ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει δεκτή, ως και ουσιαστικώς βάσιμη, αναφορικά με την πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα και να αναγνωρισθεί ότι αυτή υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα-εκκαλούσα το ποσό των 172.726,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αναφορικά με τη έφεση που απορρίφθηκε, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας, ενώ σχετικά με την έφεση, που έγινε δεκτή, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας –εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης-εφεσίβλητης, λόγω της ήττας της (κατά τις διατάξεις των άρθρων 176 παρ.1, 183, 189 παρ.1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, να διαταχθεί δε αφενός η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της απορριφθείσης έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και αφετέρου η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της γενομένης δεκτής έφεσης παραβόλου στην εκκαλούσα (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας.

Επιβάλλει σε βάρος της ανωτέρω εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος για την άσκηση της ανωτέρω έφεσης παραβόλου.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση της ενάγουσας-εκκαλούσας.

Εξαφανίζει, την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.4987/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 12.10.2017 αγωγή.

Δέχεται αυτήν κατ’ουσίαν.

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη – εφεσίβλητη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα – εκκαλούσα το ποσό των εκατόν εβδομήντα δύο χιλιάδων επτακοσίων είκοσι έξι και εξήντα πέντε λεπτών (172.726,65) ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων (6.200) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της ανωτέρω έφεσης παραβόλου στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 14 Σεπτεμβρίου 2020.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ