Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 585/2020

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 Περίληψη

Διαιτησία. Η συμφωνία για υπαγωγή διαφοράς σε διαιτησία είναι αυτοτελής σε σχέση με την κύρια σύμβαση. Εφαρμοστέο στη διαιτητική συμφωνία δίκαιο, σύμφωνα με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία. Θαλάσσιες μεταφορές. Πότε η ρήτρα διαιτησίας, που περιέχεται στο ναυλοσύμφωνο καταλαμβάνει και τις διαφορές από τη φορτωτική. Φορτωτικές, οι οποίες χρησιμοποιούνται στις συναλλαγές μαζί με τα ναυλοσύμφωνα (Congenbill). Δέχεται έφεση. Εξαφανίζει. Παραπέμπει την υπόθεση στη ναυτική διαιτησία του Λονδίνου.

 

Αριθμός    585/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 20-03-2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 26-03-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 02-04-2019, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από την εν μέρει ηττηθείσα εναγομένη, κατά της με αριθμ. 30/08-01-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, μετά από συζήτηση, που έγινε στις 30/10/2018, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 23/02/2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../23-02-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………./23-02-2018 αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 08/01/2019 και η από 20/03/2019 έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 26/03/2019, ήτοι πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ, παράβολο, ύψους εκατό (100) ευρώ, για την άσκηση αυτής (βλ. τη με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……../2019 έκθεση κατάθεσης του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά τα άρθρα 19 ΚΠολΔ και 51 παρ. 6 στοιχ.α’ του ν. 2172/1993, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την από 23/02/2018 αγωγή, η ενάγουσα, κατ’ ορθή εκτίμηση, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία, ως πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Παναμά πλοίου «A.» αριθμ. ΙΜΟ …., ΔΔΣ …….., ολικής χωρητικότητας 2498 και καθαρής χωρητικότητας 1749 μετρικών τόνων, να καταβάλει σε αυτήν τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά αποζημιώσεως, για τις επικαλούμενες στην αγωγή βλάβες φορτίου εκ. 3.276,40 μετρικών τόνων ουγγρικού μαλακού αλευροποιήσιμου σίτου χύδην εσοδείας 2016, που αγόρασε και μετέφερε το παραπάνω πλοίο από το λιμάνι της Κονστάντα Ρουμανίας στο λιμάνι του Κερατσινίου (εγκαταστάσεις ………….), ισχυριζόμενη ότι το ως άνω φορτίο παραδόθηκε, στις 12/06/2017, σε εμφανώς καλή κατάσταση, εκδοθείσας της με αριθμ. 1 από 12/06/2017 φορτωτικής σε διαταγή, η οποία οπισθογραφήθηκε σε διαταγή της ενάγουσας, με τη σημείωση επ’ αυτής (φορτωτικής) «καθαρή επί του πλοίου» (“clean on board”) και ότι το πλοίο κατέπλευσε, στις 15/6/2017, στο λιμάνι του Κερατσινίου. Ότι η μεταφορά διέπεται από τους Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ, σύμφωνα με ρητή διάταξη της φορτωτικής [όρος 2 (α)]. Ότι, κατά την έναρξη της εκφόρτωσης, στις 20/6/2017, διαπιστώθηκαν από την παραλήπτρια του φορτίου οι αναφερόμενες ειδικότερα στην αγωγή βλάβες αυτού, με αποτέλεσμα την εξώδικη διαμαρτυρία της, στις 20/6/2017, προς την εναγόμενη και στις 22/6/2017, στον Πλοίαρχο του πλοίου. Ότι, συνεπεία των ως άνω βλαβών του φορτίου, αρνήθηκε η εταιρία «…………….» την εκφόρτωση στις εγκαταστάσεις της στο λιμάνι Κερατσινίου, λόγω κινδύνου επιμόλυνσης, και ότι, μετά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και διαπίστωσης της ως άνω βλάβης του φορτίου, αυτό πωλήθηκε (ως κατάλληλο μόνο) για ζωοτροφή, αντί ποσού 13,74 € ανά μετρικό τόνο χαμηλότερη, υποστάσα η ενάγουσα (θετική) ζημία (3.276,140 μετρ, τόνοι X 13,74 € =) 45.014,16 – ευρώ και περαιτέρω ζημία για έξοδα φόρτωσης/οδική μεταφορά προς τρίτους (3.276,140 μετρ, τόνοι X 13,74 € =) 16.380,70 ευρώ, αιτούμενη την καταβολή του συνολικού ποσού των (45.014,16 + 16.380,70 =) 61.394,86 ευρώ, εντόκως από της οχλήσεως της στις 22-6-2017, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη με αριθμ. 30/08-01-2019 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 30/10/2018, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε δεκτή εν μέρει την ως άνω αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων δεκατεσσάρων ευρώ και δέκα έξι λεπτών (45.014,16 €), εντόκως από τις 23.6.2017, με επιτόκιο 5,25% και κατά το νόμιμο τόκο επιδικίας από 31.3.2018, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της εκκαλουμένης και μέχρι την εξόφληση, καταδίκασε δε την εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των δύο χιλιάδων εκατό ευρώ (2.100 €). Κατά της οριστικής αυτής αποφάσεως, παραπονείται η εκκαλούσα, με την από 20-03-2019 έφεσή της, για τους αναφερομένους σε αυτήν, λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί, άλλως ανακληθεί, άλλως μεταρρυθμιστεί, η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 30/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προκειμένου ν’ απορριφθεί εξ ολοκλήρου η από 23/02/2018 αγωγή και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική της δαπάνη.

Η διαιτησία, ως συμβατικά επιλεγμένη δεσμευτική εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, αντί των κρατικών δικαστηρίων, είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθητέας διαδικασίας και απαιτούμενων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, με την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν παρέχεται από κρατικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της εκλογής τους. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική δικαιοσύνη, υπό την ισχύ του ΚΠολΔ, διαμορφώθηκε ως σχέση δύο παράλληλων δικαιοδοτικών τάξεων, που αποκλείονται αμοιβαία (ΟλΑΠ 14/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1281/2019 Δημ. Νόμος, 1292/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 360/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 358/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 355/2018 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2501/2017 Δημ. Νόμος, ΕΑ 4830/2012 Δημ. Νόμος, Ντ. Ρόβλιας, Κ. Σταφυλοπάτης, ό.π., σελ. 63 επ.). Από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868, 869 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι στη συμφωνία περί διαιτησίας, η οποία διακρίνεται από τη βασική σύμβαση, από την οποία προέκυψε η διαφορά, μπορούν με συμφωνία να υπαχθούν οι αξιώσεις, που γεννώνται αμέσως από τη σύμβαση, είτε ανάγονται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και των συμβαλλομένων, είτε στην ερμηνεία των συμβάσεων. Στη διαιτητική συμφωνία υπάγονται, επίσης, αξιώσεις, που μπορούν να προκύψουν και για τα δύο μέρη από σχέσεις, πράξεις ή παραλείψεις, σε περίπτωση δε που το δικαστήριο διαπιστώσει κενό ή ασάφεια σχετικά με τις περιεχόμενες στη διαιτητική συμφωνία διαφορές οφείλει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, για να κριθεί, αν η συγκεκριμένη διαφορά έχει υπαχθεί στη διαιτησία (ΑΠ 1281/2019 ό.π., ΑΠ 539/2013, ΑΠ 543/2017). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868 και 870 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η συμφωνία περί διαιτησίας είναι αυτοτελής και διακρίνεται από την κύρια ουσιαστικού χαρακτήρα σύμβαση, στην οποία αναφέρεται, έστω και να ενσωματώνεται στο ίδιο κείμενο, με συνέπεια, αν δεν συνάγεται το αντίθετο, το κύρος αυτής να μην εξαρτάται από το κύρος της κύριας σύμβασης (ΑΠ 1281/2019 ό.π., ΑΠ 35/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1219/2014 ό.π., ΑΠ 102/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2273/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 877/2000, ΕφΑθ 936/2018 Δημ. Νόμος), και, επομένως η κρίση για την εγκυρότητα της κυρίας συμβάσεως ανήκει καταρχήν στην εξουσία των διαιτητών. Ανακύπτει, όμως, δικαιοδοσία των πολιτειακών δικαστηρίων, όταν προβάλλονται λόγοι ακυρότητας ή ακυρώσεως της σύμβασης, που πλήττουν και την ίδια τη διαιτητική ρήτρα, αφού η δικαιοδοσία των διαιτητών προϋποθέτει την ισχύ της ρήτρας αυτής, από την οποία και μόνον απορρέει. Η εκδοχή αυτή συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 264, 869 εδ.α` και 897 αρ. 1 και των άρθρων 180 και 184 ΑΚ. (ΑΠ 1281/2019 ό.π.). Εκδήλωση της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας αποτελεί και το ενδεχόμενο να διέπεται από δίκαιο διαφορετικό από εκείνο που διέπει την κύρια σύμβαση. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 869§2 ΚΠολΔ, η συμφωνία για τη διαιτησία διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις, χωρίς ωστόσο να καθίσταται έτσι και σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου, αφού οι κύριες συνέπειές της, που προσδιορίζουν τη νομική φύση της, δηλαδή η θεμελίωση της δικαιοδοσίας των διαιτητών για ορισμένη διαφορά και αντίστοιχα ο αποκλεισμός της δικαιοδοσίας των τακτικών δικαστηρίων για την ίδια διαφορά, εκδηλώνονται στο χώρο του δικονομικού δικαίου και της προσδίδουν συνεπώς το χαρακτήρα δικονομικής σύμβασης, στην οποία απλώς εφαρμόζονται οι κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, προκειμένου να καλυφθεί το σχετικό έλλειμμα στη ρύθμιση των δικονομικών συμβάσεων (ΑΠ 1219/2014 Δημ. Νόμος). Η συμφωνία των μερών για το εφαρμοστέο στη διαιτητική συμφωνία δίκαιο μπορεί να είναι ρητή ή και σιωπηρή, συναγόμενη από συγκεκριμένες βουλητικές ενδείξεις, όπως προπάντων είναι η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου για την ουσία της διαφοράς ή ο συμφωνημένος τόπος διεξαγωγής της διαιτησίας (ΑΠ 1219/2014 ό.π.). Η διαιτητική δίκη στηρίζεται στη διαιτητική συμφωνία, όχι μόνον κατά τα αντικειμενικά, αλλά και κατά τα υποκειμενικά της όρια (βλ. σχετ. ΑΠ 1679/2018 Δημ. Νόμος). Τα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής συμφω­νίας δεν καθορίζονται στο νόμο. Από τη φύση της ως συναλλάγματος, η συμφωνία διαιτησίας δεν μπο­ρεί παρά να αναπτύσσει σχετική ενέργεια, δεσμεύ­ει μόνον τα πρόσωπα, που την υπέγραψαν, καθώς και τα ταυτιζόμενα ουσιαστικά μ’ αυτά. Τρίτοι δεν δεσμεύονται, κατ’ αρχάς, από τη σχετική συμφωνία ([βλ. σχετ. Γνωμοδότηση Ν. Νίκα, Καθηγητή Α.Π.Θ., Διαιτησία και κάμψη της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της θυγατρικής εταιρίας, Αρμ. 2018 σελ. 1050 (1052), Καργάδος, ΝοΒ 1977.1421, 1428), ακόμη και όταν ευθύνονται εις ολόκληρον (ΑΚ 480 επ) μ’ ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη (Stein/Jonas/Schlosser, Kommentar zur ΖΡΟ, 2002, § 1029 αριθ. 33). Δεδομένου, όμως, ότι η διαιτητική συμφωνία ανα­πτύσσει και δικονομικές ενέργειες (αποκλείει τη φυσική δικαιοδοσία των κρατικών δικαστηρίων), η μέθεξη και των δικονομικών ρυθμίσεων αποτελεί, ενίοτε, αποφασιστικής σημασίας παράγοντα για τη χάραξη των υποκειμενικών ορίων της εμβέλειάς της (βλ. Ν. Νίκα, ό.π., Κουσούλη, Δίκαιο Διαιτησίας, 2006, § 5 αριθ. 42). Επομένως, καταλαμβάνονται από τα όρια αυτά, μεταξύ άλλων, οι τρίτοι, των οποίων οι έννομες θέσεις ταυτίζονται με την έννομη θέση των συμβληθέντων στη διαιτητική συμφωνία (βλ. σχετ. Ν. Νίκα, ό.π.). Περαιτέρω, με το άρθρ. 1 του ν. 2735/1999, με τον οποίο υιοθετήθηκε, με μικρές διαφοροποιήσεις, ο Πρότυπος Νόμος, που κατάρτισε η Επιτροπή του Ο.Η.Ε. για το Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου (UNCITRAL), τίθενται τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας διαιτησίας ως διεθνούς και ορίζεται ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στη διεθνή εμπορική διαιτησία, εφόσον ο τόπος της βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια, με μόνη επιφύλαξη αυτή των άρθρων 8, 9 και 36 του ίδιου νόμου, που έχουν γενική εφαρμογή, δηλαδή εφαρμόζονται από τα ελληνικά δικαστήρια σε κάθε περίπτωση, που αυτά καλούνται να δικάσουν διαφορά, για την οποία έχει συμφωνηθεί η διαιτητική επίλυσή της, έστω και αν η διαιτησία ορίστηκε να διεξαχθεί εκτός της ελληνικής επικράτειας. Κατά το άρθρο δε 7 του Ν. 2735/1999,: “1. Συμφωνία διαιτησίας είναι η συμφωνία με την οποία τα μέρη υπάγουν σε διαιτησία όλες τις διαφορές ή ορισμένες διαφορές που έχουν προκύψει ή ενδέχεται να προκύψουν μεταξύ τους από μια έννομη σχέση, συμβατική ή μη συμβατική. 2. Η συμφωνία διαιτησίας μπορεί να έχει τη μορφή διαιτητικής ρήτρας σε ορισμένη σύμβαση ή τη μορφή χωριστής συμφωνίας. 3. Η συμφωνία διαιτησίας είναι γραπτή και μπορεί να περιέχεται σε έγγραφο που έχει υπογραφεί από τα μέρη ή σε ανταλλαγή επιστολών, τηλετυπημάτων, τηλεγραφημάτων ή άλλων μέσων τηλεπικοινωνίας που καταγράφουν τη συμφωνία. Συμφωνία γραπτή, επίσης, θεωρείται ότι υπάρχει όταν το ένα μέρος επικαλείται την ύπαρξη συμφωνίας διαιτησίας σε δικόγραφο και το άλλο δεν αντιλέγει. 4. Ο τύπος θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί εφόσον προφορική συμφωνία διαιτησίας καταγράφεται σε έγγραφο, το οποίο διαβιβάστηκε από το ένα μέρος στο άλλο ή από τρίτον σε όλα τα μέρη, το δε περιεχόμενο του εγγράφου, για το οποίο δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις σε εύλογο χρονικό διάστημα, μπορεί, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη, να θεωρηθεί ως περιεχόμενο της σύμβασης. 5. Ρήτρα διαιτησίας καταρτίζεται επίσης όταν σε γραπτή σύμβαση γίνεται αναφορά σε έγγραφο που περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας, υπό τον όρο ότι η αναφορά αυτή καθιστά τη ρήτρα μέρος της σύμβασης. 6. Η έκδοση φορτωτικής, στην οποία γίνεται ρητή αναφορά σε ρήτρα διαιτησίας, που περιέχεται σε σύμβαση μεταφοράς, συνιστά συμφωνία διαιτησίας. 7. Η έλλειψη τύπου θεραπεύεται αν τα μέρη μετάσχουν ανεπιφύλακτα στη διαιτητική διαδικασία.” (βλ. σχετ. ΑΠ 35/2019 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρ. 8§1 του ως άνω Ν. 2735/1999, “το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκείται αγωγή σε υπόθεση για την οποία υπάρχει συμφωνία διαιτησίας, παραπέμπει την υπόθεση στη διαιτησία μετά από αίτημα ενός από τους διαδίκους, εφόσον αυτό υποβάλλεται κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, εκτός αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη, ανενεργός ή μη επιδεκτική εφαρμογής”. ΄Ομοια είναι και η διάταξη του άρθρ. 2§3 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης “περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων”, που υπογράφτηκε στις 10.6.1958 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 4220/1961, σύμφωνα με την οποία “το δικαστήριο ενός των συμβαλλομένων κρατών, επιλαμβανόμενον αγωγής επί θέματος, ως προς το οποίον τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνία εν τη εννοία του παρόντος άρθρου (δηλαδή περί διαιτησίας), θα παραπέμπει τα μέρη εις διαιτησίαν, τη αιτήσει ενός εξ αυτών, εκτός αν διαπιστώνει ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρος, ανενεργός ή μη δεκτική εφαρμογής”. Αντίστοιχα ορίζουν και οι διατάξεις των άρθρ. 263 περ. β΄ και 264 εδ. α΄ ΚΠολΔ, οι οποίες, ως δικονομικές, εφαρμόζονται σε κάθε διαιτησία με forum την Ελλάδα, δηλαδή ακόμη και όταν η όλη διαιτησία διέπεται από διατάξεις αλλοδαπού δικαίου, κατά την (πρώτη) συζήτηση της υπόθεσης προτείνεται, με ποινή διαφορετικά απαραδέκτου, η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία, στην οποία, ακολούθως, το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση, ενώ αν η διαιτησία συμφωνηθεί αργότερα, ορίζουν οι δικονομικές, επίσης, διατάξεις του άρθρ. 870 ΚΠολΔ ότι η υπαγωγή της υπόθεσης στη διαιτησία πρέπει να προτείνεται κατά τη συζήτηση, μετά τη συνομολόγηση της συμφωνίας, διαφορετικά είναι και πάλι απαράδεκτη (ΑΠ 1219/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 45/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1032/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1006/1999 Δημ. Νόμος, ΑΠ ΑΠ 2040/84 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 669/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 37/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 7195/2007 Δημ. Νόμος). Παρέπεται εξ αυτών ότι η εν λόγω ένσταση, προτεινόμενη από τον εναγόμενο, πριν από κάθε απάντησή του για την ουσία της διαφοράς, πρέπει να είναι ορισμένη και σαφής, χωρίς όρους και αιρέσεις, η προσθήκη των οποίων και δεν συμβιβάζεται άλλωστε με τον προεκτεθέντα χαρακτήρα και περιεχόμενό της (ΕφΠειρ 37/2010 ό.π.). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν έχει συμφωνηθεί η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία και προταθεί κατά την πρώτη συζήτηση η σχετική ένσταση, το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση και πρέπει να παραπέμψει αυτήν στη διαιτησία, δηλαδή να παραπέμψει εκεί όλη τη διαφορά και όχι μεμονωμένα στοιχεία αυτής (π.χ. την αγωγή) (ΑΠ 45/2013 ό.π.). Περαιτέρω, οι ρήτρες, που καταχωρίζονται ή περιλαμβάνονται στους έντυπους όρους της φορτωτικής, η οποία είναι δικαιόγραφο σε διαταγή (αρ. 168 έως 178 ΚΙΝΑ και αρ. 78 ν.δ. της 17.07.1923), όπως και η ρήτρα περί διαιτησίας, κατά την οποία οποιαδήποτε διαφορά προερχόμενη από τη σύμβαση ναυλώσεως και που γι αυτήν εκδόθηκε η φορτωτική, θα επιλύεται διαιτητικώς, κατ’ αποκλεισμό οιασδήποτε άλλης δικαιοδοσίας, είναι ισχυρές και δεσμεύουν, όχι μό­νον τους συμβαλλομένους, αλλά και τον παραλήπτη της και κάθε επόμενο κομιστή της φορτωτικής αυτής, ακόμη δε και το ναυλωτή – φορτωτή άμα τη εκδόσει της, έστω και αν η τελευταία δεν υπογράφηκε υπό τούτων. Εξάλλου, ο παραλήπτης φορτίου και κομιστής της φορτωτικής δεσμεύεται από τους όρους του ναυλοσύμ­φωνου, αν στη φορτωτική έγινε ρητή παραπομπή σε αυτούς. Η ρητή παραπομπή δεν απαιτείται στις φορτωτικές, που χρησιμοποιούνται μαζί με τα ναυλοσύμφωνα, «φορτωτικές ναυλοσύμφωνου Congenbill». Η χρησιμοποίηση των φορτωτικών αυτών δημιουργεί τεκμήριο ότι ο κομιστής έλαβε γνώση των όρων του ναυλοσυμφώνου. Η συνομολόγηση διαιτησίας, σύμφωνα με τις συνήθειες του διεθνούς εμπορί­ου, δεν επιβαρύνει τους συμβαλλόμενους και δεν θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους, ακόμα και αν ο τόπος διεξαγωγής της δεν παρουσιάζει σύνδεσμο με την επί­δικη υπόθεση. Άλλωστε, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 170 ΚΙΝΔ, 78 παρ. 2 ν.δ. της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» και 892 Α.Κ., συνάγεται ότι ο παραλήπτης του φορτίου και κομιστής της φορτωτικής σε διαταγή ασκεί εξ ιδίου δικαίου τις απαιτήσεις του κατά του θαλάσσιου μεταφορέα για έλλειμμα ή βλάβη του φορτίου και δεν δεσμεύεται για αυτό από τους όρους του ναυλοσύμφωνου, που συμφωνήθηκαν μεταξύ εκναυλωτή και ναυλωτή ή φορ­τωτή, εκτός αν οι όροι αυτοί προσήκουν και στις σχέσεις μεταφορέα και παραλήπτη και έγινε με φορτωτική ρητή και ευκρινής παραπομπή σε ειδικές ρήτρες του ναυλοσύμφωνου (μεταξύ των οποίων και ρήτρα διαιτησίας), ερμηνευόμενη κατ` αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη (ΟλΑΠ 8/1996 ΕλλΔ 37, 1052 και ΕΝΔ 24, 448, ΟλΑΠ 236/1966 ΝοΒ 14, 1111, ΑΠ 1306/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1716/1980 ΝοΒ 29, 1099, ΑΠ 1127/1980, ΝοΒ 29, 519, ΕφΠειρ 200/1997 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 201/1997 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 189/1991 Δημ. Νόμος, ΕΠ 278/1989 ΕΝΔ 17, 161). Ειδική και ρητή, όμως, παραπομπή στις συγκεκριμένες ρήτρες του ναυλοσύμφωνου δεν απαιτείται όταν πρόκειται για φορτωτικές, οι οποίες στις συναλλαγές χρησιμοποιούνται μαζί με τα ναυλοσύμφωνα, δηλαδή όταν πρόκειται για φορτωτικές, οι οποίες είναι γνω­στές στις ναυτιλιακές συναλλαγές με την κωδική ονομασία «Congenbill». Οι φορτωτικές αυτές, που αποκαλούνται και φορτωτικές ναυλοσύμφωνου (Charter – party bills), περιέχουν λίγους όρους και ενσωματώνουν κατά τα λοιπά όλους τους όρους του ναυλοσύμφωνου. Στην περίπτωση αυτή, η ρητή παραπομπή σε κάθε μία επιμέ­ρους ρήτρα θα ήταν άσκοπη και περιττή, με την προϋπόθεση, όμως, ότι ο κομιστής της φορτωτικής είχε πράγματι τη δυνατότητα να λάβει γνώση των όρων του ναυλο­σύμφωνου (ΕφΠειρ 200/1997, Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 201/1997 Δημ. Νόμος). Εκ των διατάξεων δε των άρθρων 1, 3, 5, 6 και 10 της Διεθνούς Συμβάσεως για την ενοποίηση ορισμένων νομικών Κανόνων σχετικώς προς τις φορτωτικές (Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ), η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2107/1992, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 125 και 168-173 του ΚΙΝΔ, συνάγονται τα ακόλουθα: Οι Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται αποκλειστικώς σε ναυλώσεις, οι οποίες συνιστούν συμβάσεις θαλάσσιες μεταφορές πραγμάτων και καλύπτονται υπό φορτωτικής ή παρομοίου τίτλου. Η φορτωτική γίνεται ο αναγκαίος συνδετικός κρίκος μεταξύ των εν λόγω Κανόνων και της συμβάσεως θαλάσσιας μεταφοράς. Ως βάση της ρυθμίσεως τίθεται ότι εκάστη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς διενεργείται υπό φορτωτική, άλλως ότι υφίσταται νόμιμος ή συμβατική υποχρέωση του μεταφορέα προς έκδοση της. Η έκδοση φορτωτικής όχι μόνο δημιουργεί δικαιώματα, αλλά αποτελεί αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο με το “αξιογραφικό” περιεχόμενο της. Επί συμβάσεως θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων αποδεικνύει τη σύμβαση μεταφοράς, ενώ το “ενσωματωμένο” δικαίωμα εξαρτάται εκ της τύχης του εγγράφου της φορτωτικής, η κατοχή της οποίας είναι απαραίτητη δια την άσκησή του. Ο εκτελεστικός χαρακτήρας της φορτωτικής επεκτείνεται και σε σχέσεις, οι οποίες ανήκουν σε άλλες περιοχές του ισχύοντος δικαίου. Πρόκειται ειδικότερα για την υπερπόντια ή διατόπια αγοραπωλησία, η οποία εξ οικονομικής απόψεως αποτελεί τη βασική σχέση της εν γένει συμβάσεως μεταφοράς. Στην εν λόγω αγοραπωλησία, το εμπόρευμα μεταφέρεται εκ του ενός λιμένος στον άλλον και συχνότατα ο πωλητής αναλαμβάνει και την υποχρέωση να αποστείλει το εμπόρευμα στον τόπο προορισμού διά θαλάσσης. Στις περιπτώσεις αυτές ο οικονομικός δεσμός της συμβάσεως πωλήσεως με τη σύμβαση μεταφοράς γίνεται ιδιαιτέρως στενός. Το εμπόρευμα παραδίδεται από τον πωλητή προς μεταφορά υπό φορτωτική. Η σύμβαση της ναυλώσεως-μεταφοράς είναι εν προκειμένω βοηθητική της πωλήσεως, η οποία εξ οικονομικής απόψεως αποτελεί την κύρια σύμβαση. Συνήθως ακολουθεί η τραπεζική σύμβαση προς είσπραξη του τιμήματος ή το άνοιγμα πιστώσεως μέσω ενεχυριάσεως της φορτωτικής. Διάφορες ρήτρες στη σύμβαση πωλήσεως υποχρεώνουν συχνότατα τον πωλητή να παρεμβαίνει στη σύμβαση μεταφοράς και να αναλαμβάνει τη θέση του “φορτωτού”. Συχνάκις, μεταξύ πωλητών-εξαγωγέων και θαλασσίου μεταφορέως παρεμβαίνουν οι διεθνείς πράκτορες μεταφορών (Freight Forwarders), οι οποίοι ενεργούν ως τοιούτοι ή ως παραγγελιοδόχοι μεταφορών και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους δια την προετοιμασία του προς αποστολήν φορτίου, ιδίως όσον αφορά την εντός εμπορευματοκιβωτίου διευθέτηση των προς μεταφορά πραγμάτων (cargo consolidation). Συμφώνως προς τους Διεθνείς Ορους Εμπορίου (Incoterms) του International Chamber of Commerce (ICC) οι ρήτρες CIF και C και F περιέχουν και την υποχρέωση του πωλητή να εφοδιάσει τον αγοραστή με άνευ επιφυλάξεων («clean-Καθαρά») φορτωτική δια το πωληθέν εμπόρευμα, επί πλέον δε να τον ενημερώσει περί της φορτώσεως του εμπορεύματος ή επί της εναποθέσεως του στο πλοίο. ΄Οταν δε ο πωλητής, εκτός της υποχρεώσεως του προς αποστολή του εμπορεύματος, έχει αναλάβει και την υποχρέωση προς μεταφορά, χρησιμοποιεί τη ναύλωση ως μέσο εκπληρώσεως της κυρίας υποχρεώσεως του εκ της συμβάσεως πωλήσεως. Εξ άλλου, το περιεχόμενο της φορτωτικής δεν αφορά πρωτίστως τις σχέσεις του εκναυλωτή προς το ναυλωτή, ούτε αποτελεί δι’ αυτές το κρίσιμο έγγραφο, αλλά αφορά τις σχέσεις του πρώτου με τον κομιστή του τίτλου, ο οποίος είναι ο παραλήπτης του φορτίου και ως εκ τούτου υπηρετεί την ασφάλεια των συναλλαγών. Ο καθορισμός του εκναυλωτού, του ναυλωτού, του παραλήπτου, του πλοίου και του πλοιάρχου γίνονται διά της αναγραφής του ονόματος ή της επωνυμίας των, συνήθως στο άνω δεξιό μέρος της φορτωτικής. Ο εκναυλωτής είναι ο μεταφορέας, ο εκδότης της φορτωτικής και ο εξ αυτής (μοναδικός) υπόχρεος. Η αναγραφή του ονόματος (ή της επωνυμίας) τούτου είναι ουσιώδης, όχι δια το κύρος του τίτλου, αλλά πρωτίστως δια τον καθορισμό της ταυτότητος του εξ αυτού υπόχρεου. Δια την ασφάλεια των συναλλαγών ο νομοθέτης απαιτεί την κατονομασία του εκναυλωτού επί του τίτλου και δεν αρκείται στην κατ’ άλλον τρόπο διαπίστωση της ταυτότητάς του. Από νομικής απόψεως η σύμβαση ναυλώσεως-μεταφοράς είναι, λόγω της αυτοτελείας της, ξένη προς τη φορτωτική και αντιστρόφως, η δε ανυπαρξία ή τα ελαττώματα της δεν επηρεάζουν την ύπαρξη ή την εγκυρότητα της υποχρεώσεως, η οποία γεννάται εκ της δημιουργίας του τίτλου. Ούτως η έκδοση της φορτωτικής δεν έχει ως προϋπόθεση τη σύμβαση μεταφοράς, ούτε η κατάρτιση της τελευταίας οδηγεί πάντοτε στην έκδοση φορτωτικής. Το δικαίωμα εκ του τίτλου της φορτωτικής είναι αυτοτελές έναντι του δικαιώματος της συμβάσεως μεταφοράς ακόμη κι αν ουσιαστικώς ταυτίζεται με το περιεχόμενο της τελευταίας, γεγονός το οποίο αποτελεί στην πράξη τον κανόνα. Ο κομιστής της φορτωτικής στηρίζει το δικαίωμα του αποκλειστικώς στο έγγραφο της φορτωτικής, όχι στη σύμβαση ναυλώσεως, η οποία είναι μία απλή (άτυπος) ενοχική υποσχετική σύμβαση μεταξύ των συμβαλλομένων. Τούτο ισχύει και όταν κομιστής είναι ο ναυλωτής. ΄Οχι μόνο διότι είναι πολύπλοκος η σύμβαση ναυλώσεως/μεταφοράς, η οποία αποτελεί τη “βασική σχέση”, αλλά και διότι συχνότατα το πρόσωπο του εκναυλωτού είναι διάφορο του μεταφορέως, ως είναι διάφορο και το πρόσωπο του ναυλωτού με εκείνο του φορτωτού, ενώ δεν ταυτίζεται μετά του παραλήπτου. Η αξίωση προς έκδοση (περιλαμβανομένης και της παραδόσεως) της φορτωτικής ανήκει εκ του νόμου στον φορτωτή. Αυτός είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο (λ.χ. εξαγωγεύς, παραγγελιοδόχος, διαμεταφορεύς), ο οποίος συμβάλλεται μετά του θαλασσίου μεταφορέως, παραδίδει πράγματι το φορτίο σε αυτόν και γίνεται αντισυμβαλλόμενός του στη σύμβαση φορτωτικής. Ο εκναυλωτής (πλοιοκτήτης, εφοπλιστής ή διαχειριστής του πλοίου), ο υποναυλωτής επί ναυλώσεως γυμνού πλοίου ή ο συμβαλλόμενος μεταφορέας (contracting carrier), υποχρεούται μετά τη φόρτωση να παραδώσει αμελλητί στο φορτωτή τη φορτωτική, για να επιστρέψει η τελευταία στον ίδιο συγχρόνως διά της παραδόσεως του εμπορεύματος στον παραλήπτη. Μεταφορέας δεν απαιτείται να είναι ο κατά νόμο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής του υπό ναύλωση πλοίου. Περαιτέρω, θαλάσσιος μεταφορέας είναι εκείνος, ο οποίος κατά τη βούληση των μερών της συμβάσεως μεταφοράς αναλαμβάνει την υποχρέωση μεταφοράς / παραδόσεως στο λιμάνι προορισμού και επ’ ονόματι του οποίου εκδίδεται η φορτωτική. ΄Οταν εκδότης της φορτωτικής είναι άλλο πρόσωπο πλην του πλοιάρχου και δεν εκτελεί το ίδιο τη μεταφορά, είναι δυνατόν ο συμβατικός μεταφορέας να είναι άλλος από τον πραγματικό. Εκδότης της φορτωτικής δεν είναι στην περίπτωση αυτή ο πλοιοκτήτης/εφοπλιστής του πλοίου, αλλά το πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει συμβατικώς τη θαλάσσια μεταφορά, ακόμη και μέσω τρίτου (πραγματικού) μεταφορέως. Τούτο συμβαίνει συνήθως, είτε διότι ο εκδότης της φορτωτικής έχει ναυλώσει/υποναυλώσει το πλοίο, είτε διότι ο εκδότης είναι παραγγελιοδόχος μεταφορών, ο οποίος συνάπτει τη σύμβαση μεταφοράς επ’ ονόματι του και γενικώς επιμελείται της αποστολής των υπό μεταφορά πραγμάτων δια λογαριασμό άλλων, συνήθως δε αναλαμβάνει συμβατικώς και την υποχρέωση εκδόσεως σχετικής φορτωτικής (Forwarding bill of lading ή negotiable multimodal transport bill of lading) (βλ. ΕφΠειρ 223/2013 Δημ. Νόμος, ΕΠ 805/2008 ΕΝΔ 37(2009), σελ. 35 επ., I. Μάρκου, To Δίκαιο της θαλάσσιας Φορτωτικής σελ. 13, 95, 96, 105-107, 174, 175, 239 επ., 274 επ., 281, 283,1. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο τόμ. 2ος άρθρο 134 σελ. 191 επ. Schitthoff s Export Trade 8th edit, p. 461 seq., Wilson, Carriage of Goods by Sea p. 218, seq., 231-). Οι Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ εφαρμόζονται στην Ελλάδα εφ’ όσον έχει εκδοθεί φορτωτική θαλάσσιας μεταφοράς (Ι. Κοροτζή, Η ευθύνη του θαλασσίου μεταφορέα σύμφωνα με τους Κανόνες Χάγης -Βίσμπυ, έκδ. 1994,1.2 σελ. 12,13, ιδίου ΝΑΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ τόμος 2ος σελ.387 -Α. Κιάντου – Παμπούκη, Η κύρωση των Κανόνων Χάγης-Βίσμπυ και το δίκαιο της ναυλώσεως, ΕΝΔ 21, 287 επ. και ιδίως 290 Στ. Στυλιανού, Η έκταση εφαρμογής στην Ελλάδα της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, ΕΝΔ 22, 1,7- ΕφΠΕιρ 223/2013 ό.π., Εφ. Πειρ. 76/2006 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα προς τα ανωτέρω, σε περίπτωση διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς, δηλαδή μεταφοράς πραγμάτων δια θαλάσσης που οι λιμένες φορτώσεως και εκφορτώσεως ευρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, δίχως η μεταφορά αυτή να καλύπτεται υπό φορτωτικής εκδοθείσης υπό του θαλάσσιου μεταφορέως, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Ν. 2107/1992 (κανόνες Χάγης – Βίσμπυ), αλλά οι διατάξεις περί ναυλώσεως του ΚΙΝΔ και συγκεκριμένα οι διατάξεις των άρθρων 107 επομ. του ΚΙΝΔ (ΕφΠΕιρ 223/2013 ό.π., ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΔ 37. 385επ.). Ετέρωθεν, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 130, 149, 152 και 153 του ΚΙΝΔ συνάγονται τα ακόλουθα: Μετά την εκφόρτωση ο εκναυλωτής έχει υποχρέωση να παραδώσει το φορτίο στον παραλήπτη αυτού. Τούτο διότι η σύμβαση της ναυλώσεως, ως και η τοιαύτη της θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων, κατά κανόνα αποτελούν σύμβαση υπέρ τρίτου και αυτός έχει ιδία και αυτοτελή αξίωση να του αποδοθούν τα πράγματα, είτε εξεδόθη φορτωτική είτε όχι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 134 του ΚΙΝΔ, ο εκναυλωτής, δηλαδή ο θαλάσσιος μεταφορέας, υποχρεούται εις πάσαν επιμέλεια του φορτίου, κυρίως δε ως προς τη φόρτωση, τη στοιβασία, τη φύλαξη, την καλή διατήρηση, τη μεταφορά και την εκφόρτωση, ευθυνόμενος σε αποζημίωση δια πάσα ζημία, οφειλομένη στην απώλεια ή βλάβη των μεταφερομένων πραγμάτων και προκληθείσα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παραλαβής αυτών προς μεταφορά και της παραδόσεως των στον παραλήπτη. Η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων δια την προφύλαξη του φορτίου αποτελεί απλή συμβατική παράλειψη του εκναυλωτού – θαλάσσιου μεταφορέως και των προστηθέντων υπ’ αυτού οργάνων (πλοιάρχου και πληρώματος του πλοίου) και συνεπώς η συμπεριφορά αυτή δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως πράξη (ή παράλειψη) παράνομος και υπαιτία, άνευ υπάρξεως συμβάσεως ναυλώσεως-θαλάσσιας μεταφοράς, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται εξ αυτού του λόγου αδικοπραξία (ΕφΠΕιρ 223/2013 ό.π., ΕφΠειρ 142/2012, 719/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 767/2009 ΕΝΔ 2009,372, ΕφΠειρ 76/2006 ΕΝΔ 2006,278, ΕφΠειρ 286/2004 ΕΝΔ 2004,27, ΕφΠειρ 106/1994 ΕΝΔ 1994,375, ΕφΠειρ 1741/1990 ΕΝΔ 1991,159). Ιωάννου Βρέλλου- Η Ευθύνη προς Αποζημίωση στο Ελληνικό και το Διεθνές Ναυτικό Δίκαιο Πρακτικά κατά το 4° Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου (2001) σελ. 56, 57 – Η αδικοπρακτική Ευθύνη του Θαλάσσιου Μεταφορέα Γ. Θεοχαρίδη 2000 σελ. 128, 129). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με τις έγγραφες προτάσεις της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προέβαλε παραδεκτώς την ένσταση υπαγωγής της υπό κρίση διαφοράς στη διαιτησία, επικαλούμενη ότι, κατά την ένδικη θαλάσσια μεταφορά, εκδόθηκε η με αριθμ. ../12-06-2017 φορτωτική, τύπου «CONGENBILL» εκδόσεως 1994, με την ένδειξη «ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΝΑΥΛΟΣΥΜΦΩΝΑ» (TO BE USED WITH CHARTER – PARTIES), η οποία παρέπεμπε ρητώς στο Ναυλοσύμφωνο της 01.06.2017, στο οποίο ετέθη ρητός όρος περί επιλύσεως όλων των διαφορών, που τυχόν προκύψουν, από διαιτησία και, ειδικότερα, εμπεριείχε τον όρο «Διαιτησία και Γενική Αβαρία στο Λονδίνο, … υπό τους Κανόνες (Διαιτησίας) των LMAA (London Maritime Arbitrators Association), εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο, Κανόνες της Υόρκης Αμβέρσας 94 Όρος Paramaount εφαρμοστέοι οι Κανόνες Χάγης Βίσμπυ.», στον όρο (1) δε της ως άνω φορτωτικής, προ­βλέπεται ότι «ενσωματώνονται στην παρούσα όλοι οι όροι και προϋποθέσεις, δικαιώματα και εξαιρέσεις του Ναυλοσυμφώνου με ημερομηνία όπως στο πρόσθιο φύλλο, συμπεριλαμβανομένης της Ρήτρας Εφαρμοστέου Δικαίου και Διαιτησίας» και συνεπώς, υπό το αγγλικό δίκαιο, η φορτωτική τύπου «CONGENBILL», όπως η επίδικη, ενσωματώνει αποτελεσματικά τη ρήτρα διαιτησίας του Ναυλοσυμφώνου και δεσμεύει τα μέρη της φορτωτικής σε κάθε περίπτωση. Την ως άνω ένσταση επανέφερε παραδεκτά η εκκαλούσα, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ισχυριζόμενη ότι η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, απέρριψε την προβληθείσα ένστασή της περί απαραδέκτου της αγωγής, λόγω υπαγωγής της ένδικης διαφοράς σε διαιτησία, κατ’ άρθρο 264 ΚΠολΔ, κρίνασα ότι η επίδικη φορτωτική ενσωμάτωσε μεν την εμπεριεχόμενη στο ναυλοσύμφωνο ρήτρα διαιτησίας, η οποία ήταν ευκρινής και γνωστή στη ναυτιλιακή πρακτική, σαφής και ειδική, υιοθετηθείσα από την BIMCO, αλλά, περαιτέρω, ότι η ίδια η ρήτρα διαιτησίας του ναυλοσυμφώνου, με την λακωνική διατύπωση που έχει, δεν αναπτύσσει ισχύ, ως μη αναφερόμενη ειδικώς (και) σε διαφορές, που προέκυπταν από φορτωτικές.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από τις με αριθμ. ………./12-6-2018 και ……/13-7-2018 ένορκες βεβαιώσεις του μάρτυρος ………, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………. και ……….. αντίστοιχα, η οποία λήφθηκε κατόπιν νομοτύπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της εναγομένης (με αριθμ. ………/30-3-2018 και ……../10-7-2018 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….) και της υπ’ αριθμ. ……./17-7-2018 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος …….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., η οποία λήφθηκε κατόπιν νομοτύπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της ενάγουσας (με αριθμ. ……/12-7-2018 έκθεση επίδοσης Δικ. Επιμελήτριας Εφετείου Πειραιώς ……….), από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία, ορισμένα αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ου­σιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα, αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλΔνη 2004. 723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004. 70), καθώς και από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθρο 261 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι, κατά την ένδικη θαλάσσια μεταφορά, εκδόθηκε η προσκομιζόμενη νόμιμα μ’ επίκληση σε φωτ/φο στην αγγλική γλώσσα και σε αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική με αριθμ. 1/12-06-2017 φορτωτική, τύπου «CONGENBILL», εκδόσεως 1994, υιοθετηθείσα από το Διεθνές και της Βαλτικής Ναυτικό Συμβούλιο (BIMCO), με τη γραπτή ένδειξη στην πρώτη σελίδα αυτής «ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΝΑΥΛΟΣΥΜΦΩΝΑ» (TO BE USED WITH CHARTER – PARTIES) και φορτωτή την Εταιρία «…………….», εκδοθείσα εις διαταγήν. Στον όρο (1) της ως άνω φορτωτικής προβλέπεται ρητώς ότι «Ενσωματώνονται στην παρούσα όλοι οι όροι και προϋποθέσεις, δικαιώματα και εξαιρέσεις του Ναυλοσυμφώνου με ημερομηνία όπως στο πρόσθιο φύλλο, συμπεριλαμβανομένης της Ρήτρας Εφαρμοστέου Δικαίου και Διαιτησίας». Περαιτέρω, το αναφερόμενο, προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως, ναυλοσύμφωνο με ημερομηνία 01-06-2017, το οποίο είναι συντεταγμένο στην αγγλική γλώσσα και προσκομίζεται από την εναγομένη σε αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, με πλοιο­κτήτρια – εκναυλώτρια την εναγόμενη και ναυλωτή την άνω φορτωτή-Εταιρία «……….», τους όρους του οποίου ενσωμάτωσε με τον ως άνω πρώτο (1) όρο η με αριθμ. ……../12.6.2017 φορτωτική, εμπεριείχε τον όρο στην αγγλική γλώσσα «ARBITRATION + G/A IN LONDON, Υ/Α 74 AS AMMND 90, LMAA TERMS, ENGLISH LAW TO APPLY Y.ANWERP 94 PARAMOUNT CL IN FORCE, HAGUE-VISBY RULES TO APLLY», ήτοι «Διαιτησία και Γενική Αβαρία στο Λονδίνο,…υπό τους Κανόνες (Διαιτησίας) του LMAA (London Maritime Arbitrators Association), εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο, Κανόνες της Υόρκης Αμβέρσας 94 ΄Ορος Paramount εφαρμοστέοι οι Κανόνες Χάγης Βίσμπυ.». Συνεπώς, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, που ρυθμίζει τον τύπο και το περιεχόμενο της συμφωνίας για τη διαιτησία, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη (άρθρα 11 και 25 Α.Κ.), η φορτωτική τύπου «CONGENBILL», όπως η επίδικη, η οποία, μ’ έντυπο όρο, παρέπεμπε ρητώς στο Ναυλοσύμφωνο της 01.06.2017, στο οποίο ετέθη έντυπος ρητός όρος περί επιλύσεως όλων των διαφορών, που τυχόν προκύψουν, με διεθνή διαιτησία στο Λονδίνο, υπό τους Κανόνες (Διαιτησίας) – LMAA (London Maritime Arbitrators Association), μ’ εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο, ενσωματώνει τη ρήτρα διαιτησίας του Ναυλοσυμφώνου και το εφαρμοστέο δίκαιο επ’ αυτής και δεσμεύει τα μέρη της φορτωτικής (βλ. σχετ. Α. Αντάπαση+ / Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 602, 603, 606-614). Επίσης, στην ίδια φορτωτική περι­λαμβάνεται ρήτρα «Paramaount», με την οποία καθιερώνονται εφαρμοστέοι οι “Κανόνες της Χάγης”, όπως οι τελευταίοι ισχύουν στη χώρα φορτώσεως, άλλως εκφορτώσεως των πραγμάτων, υπερισχύει μεν κάθε άλλης ρήτρας στη φορτωτική περί καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου, πλην, εν όψει του περιορισμένου αντικειμένου των “Κανόνων της Χάγης”, η δια μέσου της ρήτρας αυτής γενόμενη επιλογή αφορά μόνο την αναγκαστική (και περιορισμένη) ευθύνη του εκναυλωτή, όχι όλες τις έννομες σχέσεις των προσώπων της φορτωτικής (βλ. ΑΠ 1580/2011 Δημ. Νόμος). Από τ’ ανωτέρω συνάγεται ότι συμφωνήθηκε, ρητώς, η υπαγωγή των διαφορών, που θα απέρρεαν από την ένδικη φορτωτική, σε διαιτησία στο Λονδίνο καθώς και η εφαρμογή του αγγλικού δικαίου. Η ενάγουσα, παραλήπτρια του φορτίου – κομίστρια της φορτωτικής, είχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση των ως άνω όρων του ναυλοσυμφώνου, περί υπαγωγής της υπό κρίση διαφοράς στη διαιτησία, κατά το αγγλικό δίκαιο και δεν αποδείχθηκε ότι αγνοούσε τους όρους αυτούς και ότι δεν είχε δυνατότητα πρόσβασης σε αυτούς, καθώς, επί της ως άνω φορτωτικής τύπου «Congebill», εκδόσεως 1994, υπάρχει η γραπτή ένδειξη «ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΝΑΥΛΟΣΥΜΦΩΝΑ» (TO BE USED WITH CHARTER – PARTIES) και γίνεται σαφής, ρητή και ευκρινής παραπoμπή στην ειδική ρήτρα διαιτησίας του ναυλοσυμφώνου, καθώς και στο αλλοδαπό (αγγλικό) δίκαιο, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών ισχυρισμών της. Το ως άνω τεκμήριο περί της γνώσεως της ρήτρας διαιτησίας από την ενάγουσα, κατά την εφαρμογή του αγγλικού δικαίου, για την έρευνα του κύρους της ρήτρας διαιτησίας (βλ. σχετ. συλλογικό έργο CONTRACTS FOR THE CARRIAGE OF GOODS, Έκδοση LLOYD` S LONDON PRESS, παρ. 1.6. 1.5.2.2, σελ. 1-309 και παρ. 1.6.18.1.15 με την αναφερόμενη σ` αυτή υπόθεση O.K. PETROLEUM Α.Β. V. VITOL ENERGY SA, σελ 1-642, Caresse Navigation Ltd v. Zurich Assurances MAROC and others (Channel Ranger) [2014] EWCA Civ 1366, ΕφΠειρ 200/1997 ό.π.), δεν ανατρέπεται από τα λοιπά προσκομιζόμενα νόμιμα μ’ επίκληση ως άνω αποδεικτικά μέσα και ιδίως από τη με αριθμ. ……./13-7-2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος …….., υπαλλήλου της ενάγουσας, η οποία ελήφθη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης (βλ. με αριθμ. ……../10-7-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……..), καθώς δεν κρίνεται αξιόπιστη, διότι αφενός μεν απασχολείται ως υπάλληλος στην επιχείρηση της ενάγουσας και τελεί σε σχέση εξάρτησης με αυτήν, αφετέρου δε η κατάθεσή του αναιρείται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ιδίως από το ίδιο το περιεχόμενο της ως άνω φορτωτικής, τύπου «Congebill», εκδόσεως 1994, η οποία φέρει την έντυπη ένδειξη “να χρησιμοποιείται με τα ναυλοσύμφωνα” (ΤΟ ΒΕ USED WITH CHARTER – PARTIES), αποκαλούμενη ως “φορτωτική ναυλοσυμφώνου” (CHARΤΕR – PARTY ΒΙLLS), περιέχει δε η ίδια, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, λίγους έντυπους όρους και ενσωματώνει, κατά τα λοιπά, όλους τους έντυπους όρους του ναυλοσυμφώνου, το οποίο και προσδιορίζει, επισημαίνoντας με την παραπάνω ένδειξη ότι ο κομιστής αυτής έχει στη διάθεσή του το ναυλοσύμφωνο και μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του (βλ. Α. Αντάπαση / Λ. Αθανασίου, ό.π., σελ. 460, 598 επ., 601 επ., 607-614). Συνεπώς, η ρήτρα αυτή περί αλλοδαπούς διεθνούς διαιτησίας επί της ένδικης φορτωτικής τύπου «Congebill», εκδόσεως 1994, είναι σαφής, ειδική και γνωστή στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, οπότε είναι έγκυρη και ισχυρή, σύμφωνα με το δίκαιο (αγγλικό), στο οποίο τα μέρη την υπήγαγαν (άρθρα 11 και 25 ΑΚ.), εφόσον, κατά τον παραπεμπίπτοντα έλεγχο από το παρόν Δικαστήριο του κύρους της συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία (άρθρα 264 και 284 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 6η έκδ. 2019, άρθρα 264 σημ. 2,3 και 284 ΚΠολΔ), καταρτίσθηκε εγγράφως, περιέχει το ελάχιστο ουσιαστικό περιεχόμενο, που απαιτεί ο νόμος περί διαιτησίας, κατά το αγγλικό δίκαιο, να πληροί, καθώς και τον τόπο στον οποίο τα μέρη συμφώνησαν να διεξαχθεί η διαιτησία, το εφαρμοστέο δίκαιο και τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς, δεν αντίκειται δε σε κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΚ 33) (βλ. σχετ. Α. Αντάπαση+ / Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 603 επ., 606) και δεσμεύει την ενάγουσα ως παραλήπτρια του φορτίου – κομίστρια της φορτωτικής, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εφεσίβλητης, ότι η ρήτρα αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις διαφορές από τη φορτωτική, διότι δεν αναφέρεται ρητά στο ναυλοσύμφωνο ότι καλύπτει και τις διαφορές που τυχόν θα προκύψουν από φορτωτική. Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη η προβληθείσα παραδεκτώς από την εκκαλούσα νόμιμη ένσταση υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αυτό στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης (βλ. σχετ. ΑΠ 1006/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 134/2014 Δημ. Νόμος). Επομένως, η ένδικη υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί σε διαιτησία, διεξακτέα στο Λονδίνο (άρθρα 8 παρ. 1 ν. 2735/1999, 263 β΄ και 264 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι η υπαγωγή της υπόθεσης σε διαιτησίας δεν καθιστά την αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατ’ άρθρο 4 ΚΠολΔ, αλλά έχει ως δικονομικό αποτέλεσμα τη παραπομπή της υπόθεσης (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 16/2002 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1932/2006 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαρ 350/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 134/2014 ό.π., Χ. Απαλαγάκη, ό.π., άρθρα 263 σημ. 3 και 264). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ένσταση παραπομπής της υπόθεσης στη διαιτησία, κρίνοντας αφενός μεν ότι η επίδικη φορτωτική ενσωμάτωσε την εμπεριεχόμενη στο ναυλοσύμφωνο ρήτρα διαιτησίας, η οποία ήταν ευκρινής και γνωστή στη ναυτιλιακή πρακτική, σαφής και ειδική, υιοθετηθείσα από την BIMCO, αφετέρου δε, ότι η ίδια η ρήτρα διαιτησίας του ναυλοσυμφώνου δεν ίσχυε στην επίδικη περίπτωση λόγω της λακωνικής της διατύπωσης ως μη αναφερόμενη ειδικώς στις διαφορές από τη φορτωτική, εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 8  παρ. 1 του ν. 2735/1999, 263 β΄ και 264 ΚΠολΔ, καθώς απαίτησε περισσότερα στοιχεία για την εφαρμογή τους, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, κρατώντας δε την υπόθεση αυτήν και εκδικάζοντάς την στην ουσία, υπερέβη της δικαιοδοσίας του.

Κατόπιν των ανωτέρω, δεκτού γενομένου ως βασίμου του πρώτου λόγου εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη, η από 20-03-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμ. 30/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, να διαταχθεί δε η απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από αυτήν για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.)  και δεκτής γενομένης ως παραδεκτής, νόμω και ουσία βασίμου της προβληθείσας από την εναγομένη – εκκαλούσα ενστάσεως υπαγωγής της διαφοράς στη ναυτική διαιτησία του Λονδίνου, εφόσον το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης, να παραπεμφθεί αυτή στη ναυτική διαιτησία, διεξακτέα στο Λονδίνο, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΕφΔωδ 134/2014 Δημ. Νόμος), καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 20-03-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2019, έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμ. 30/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του καταθέσαντος από την εκκαλούσα παραβόλου σε αυτήν.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την κρινόμενη υπόθεση στη ναυτική διαιτησία του Λονδίνου.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 28/09/2020, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ