ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Aριθμός απόφασης
475/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), η υπό κρίση από 28-11-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/30-11-2018) έφεση του εναγομένου, ως ολικά ηττηθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’ αριθ. 1311/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και δέχθηκε την από 22-1-2018 (με αύξ. αριθμ. καταθ. …………/2018) αγωγή της ενάγουσας, κατά του εναγομένου, περί απόδοσης ασφαλίστρων. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 § 3 εδ.α΄του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 § 2 του ν.4446/2016, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1 και 517 του ΚΠολΔ, υπ’αριθμ. …………. e-παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ και από 29-11-2018 αποδεικτικό πληρωμής του της Alpha Bank) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εξεδόθη η εκκαλουμένη, κατ’άρθρο 239 παρ.4 του ν. 4364/2016, επιτρεπομένης της εφέσεως, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για γνήσια υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων, ώστε να απαγορεύεται η άσκηση ενδίκων μέσων κατ’ άρθρο 699 του ΚΠολΔ, αλλά η διαδικασία αυτή έχει επιλεγεί από το νομοθέτη προς συντομία εκδίκασης των σχετικών υποθέσεων (ΑΠ 287/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 929/2014, ΕΦΑΔ 2014.936).
Η εφεσίβλητη, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, εξέθετε στην αγωγή της ότι δυνάμει της από 13-1-2005 έγγραφης σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου, που συνήψε με τον εναγόμενο, ο τελευταίος ανέλαβε, έναντι συμφωνηθείσης αμοιβής (προμήθειας), τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ της ιδίας και τρίτων, και την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα οποία θεωρούνταν παρακαταθήκη και αυτός θα ευθυνόταν ως θεματοφύλακας, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της. Ότι μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της διαπιστώθηκε ότι ο εναγόμενος της οφείλει για εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα ασφάλιστρα το συνολικό ποσό των 3.763,33 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από την 1-3-2009 έως τις 21-9-2009. Ακολούθως, επικαλούμενη άρνηση του εναγομένου να της αποδώσει το ποσό αυτό, ζητούσε, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος της οφείλει, με βάση τη σύμβαση και τις διατάξεις περί αδικοπραξίας και επικουρικά εκείνες περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να της καταβάλει το ποσό αυτό, με τον νόμιμο τόκο από την παρέλευση της 31-12-2009 ως δήλης ημέρας, επικουρικά από την επομένη της κοινοποίησης της από 9-12-2011 έγγραφης όχλησής της και ακόμη επικουρικότερα από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά της έξοδα.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία, απορρίφθηκε -ορθώς- η επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, και έγινε δεκτή αυτή κατά τα λοιπά, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και αναγνωρίστηκε ότι ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα το προαναφερθέν ποσό, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και καταδικάστηκε αυτός και στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, ύψους 250 ευρώ.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος, με τους αναφερόμενους στην υπό κρίση έφεσή του λόγους, αναγομένους σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί, την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της, με σκοπό, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Για την πληρότητα της αγωγής ασφαλιστικής εταιρίας κατά του ασφαλιστικού συμβούλου για την καταβολή εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων από τον τελευταίο ασφαλίστρων, απαιτείται και αρκεί, κατ’άρθρο 216 § 1 του ΚΠολΔ, να εκτίθενται λεπτομερώς η σύμβαση, το ποσοστό της προμήθειάς του, τα ασφαλιστήρια έγγραφα κατ’ αριθμό, αντικείμενο και συμφωνημένο ασφάλιστρο, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή του, τα εισπραχθέντα για κάθε ασφαλιστήριο έγγραφο ασφάλιστρα, καθώς και οι προμήθειες, οι οποίες αντιστοιχούν και τις οποίες δικαιούται ο ασφαλιστικός σύμβουλος, όπως και τα ποσά που τυχόν πληρώθηκαν από αυτόν (ΕφΑθ 3785/2009, ΔΕΕ 2010.201). Έτσι, η κρινόμενη αγωγή, όπως ορθώς κρίθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είναι πλήρως ορισμένη, αφού στις αναλυτικές καταστάσεις που ενσωματώνονται στο κείμενό της, σαφώς αναφέρονται όλα τα παραπάνω στοιχεία, κατά μήνα της επίμαχης περιόδου, με μνεία μάλιστα και του χρόνου κατάρτισης των επιμέρους συμβάσεων αλλά και ων ονοματεπωνύμων των συμβληθέντων σε αυτές, και πρέπει ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών διατείνεται, ως και πρωτοδίκως, ότι η αγωγή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, για τον λόγο ότι στο δικόγραφό της παρατίθεται πίνακας με διάφορες χρεοπιστώσεις ποσών από την 1-3-2009 έως τις 21-9-2009 και όχι από την αρχή της συνεργασίας τους, από τον οποίο δεν προκύπτει με ακριβή τρόπο, τα ασφάλιστρα ποίων συμβολαίων οφείλονται και το ποσό αυτών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου (ΑΠ 123/2017, ΑΠ 119/2016, ΑΠ 38/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ο κοινωνικός δε ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, είναι ο σκοπός για την εξυπηρέτηση του οποίου αναγνωρίζεται από το δίκαιο η εξουσία πραγματώσεως ορισμένου βιοτικού συμφέροντος με απώτερο πάντως γνώμονα τη θεραπεία της κοινωνικής συμβιώσεως (ΑΠ 2271/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας (ΟλΑΠ 6/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Προκειμένου δε να κριθεί, αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερομένων ορίων, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (ΑΠ 119/2016, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1258/2003 ΧΡΙΔ 2004.124).
Ο εκκαλών, με τον τέταρτο –αριθμούμενο εσφαλμένα ως πέμπτο-λόγο της έφεσής του, προτείνει, ως και πρωτοδίκως, ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, επικαλούμενος την ενναετή αδράνεια της ενάγουσας να ασκήσει τα δικαιώματά της, η οποία ουδέποτε τον όχλησε προ του έτους 2018, ότι αυτή τους τελευταίους μήνες της λειτουργίας της δεν απέστελνε εκκαθαριστικούς λογαριασμούς, ώστε να διαπιστώσει και να αμφισβητήσει τυχόν τις σχετικές εγγραφές, ενώ δεν ελάμβανε και ακυρώσεις, καθώς και το γεγονός ότι συνήψε νέα ασφαλιστήρια συμβόλαια των ήδη ασφαλισμένων στην ενάγουσα, σε άλλες ασφαλιστικές εταιρείες, επωμιζόμενος ο ίδιος το σχετικό κόστος για λόγους ευθιξίας, και ότι οι τελευταίοι του εκχώρησαν τις σχετικές απαιτήσεις τους κατ’αυτής. Και αληθή, ωστόσο, υποτιθέμενα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, δεν συγκροτούν αυτά καθεαυτά τη νομική έννοια της καταχρηστικότητας του ασκουμένου ως άνω δικαιώματος, με την έννοια που αμέσως ανωτέρω εκτέθηκε. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση, και απορρίπτοντας τον συγκεκριμένο ισχυρισμό ως μη νόμιμο, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και πρέπει ο συγκεκριμένος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από την εκτίμηση της κατάθεσης της μάρτυρος απόδειξης που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Δυνάμει της υπ’αριθμ. …./13-1-2005 σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου, που καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγουσας, της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε στις 21-9-2009 με την υπ’αριθμ. 156/16-9-2009 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, που έχει δημοσιευθεί στο υπ’αριθμ. 11292/21-9-2009 ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), ο εναγόμενος, εγγεγραμμένος στο επαγγελματικό επιμελητήριο Σάμου, ως ασφαλιστικός σύμβουλος, ανέλαβε την υποχρέωση να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες και να διαμεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, μεταξύ των προτιθέμενων να ασφαλιστούν πελατών και της ενάγουσας, καθώς επίσης και την εμπρόθεσμη είσπραξη των ασφαλίστρων, για λογαριασμό της τελευταίας, και απόδοσή τους σε αυτήν, έναντι προμήθειας, η οποία καθορίστηκε σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων, κατά ασφαλιστική περίπτωση. Εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα, ο εναγόμενος είχε υποχρέωση να εξοφλεί την παραγωγή που θα είχε πραγματοποιήσει, αδιαφόρως αν είχε εισπράξει ή όχι τα ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους. Για τον λόγο αυτό, ο εναγόμενος όφειλε να εκδίδει επιταγή, το αργότερο εντός τριών (3) μηνών, το ποσό της οποίας θα αφορούσε το σύνολο της παραγωγής του τελευταίου μήνα, ως σύνολο δε παραγωγής νοείτο το σύνολο των μικτών ασφαλίστρων, αφαιρουμένης της συμφωνηθείσας, ως άνω, προμήθειας. Επομένως, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, ο εναγόμενος, είχε την εντολή να εισπράττει και αποδίδει ασφάλιστρα, όντας εντολοδόχος της ενάγουσας, της σύμβασης παρακαταθήκης (άρθρο 8 παρ. 1 και παρ. 2 του ΠΔ 298/1986, που εκδόθηκε σε εκτέλεση του Ν.1569/1985) έχουσας παρακολουθηματικό χαρακτήρα. Σε εκτέλεση της έγγραφης αυτής σύμβασης, ο εναγόμενος μεσολάβησε στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων και προέβη στην είσπραξη ασφαλίστρων, για λογαριασμό της ενάγουσας. Ενώ, όμως, εισέπραττε τα προβλεπόμενα ασφάλιστρα, δεν τα απέδιδε στην τελευταία, ως όφειλε, μετά και την αφαίρεση των αναλογούντων προμηθειών του, και έτσι, κατά το χρονικό διάστημα από τον Μαϊο έως τον Ιούνιο του έτους 2009, είχε δημιουργηθεί χρεωστικό σε βάρος του υπόλοιπο, ύψους αρχικά 5.041,93 ευρώ και τελικώς, μετά την καταχώριση των γενομένων ακυρώσεων, 3.763,33 ευρώ. Το χρεωστικό αυτό υπόλοιπο αποτυπώνεται στις προσκομιζόμενες και ενσωματωμένες στην αγωγή αναλυτικές μηνιαίες καταστάσεις, στις οποίες αναγράφεται η εκ μέρους του παραγωγή συμβολαίων κατά μήνα, τα επιμέρους ασφάλιστρα και η προμήθειά του, με μνεία όσων ακυρώθηκαν. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επιπλέον, ο εναγόμενος επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του περί εξόφλησης, που συνιστά κατ’ουσίαν άρνηση της αγωγής, αφού διατείνεται όχι ότι κατέβαλε τα οφειλόμενα ασφάλιστρα αλλά ότι η ενάγουσα εσφαλμένα τον έχει χρεώσει με ακυρωθέντα συμβόλαια, όπως αυτά καταγράφονται στην έντυπη λίστα που προσκομίζει, χωρίς, ωστόσο, να προσκομίζει κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να μπορεί να διαπιστωθεί, αφενός η τυχόν αποστολή τους και αφετέρου ο χρόνος αυτής. Άλλωστε, η ενάγουσα δεν είχε κανένα λόγο να μην προβεί στην ακύρωση συμβολαίων, όπως είχε πράξει και στο παρελθόν και επισημαίνεται στην από 9-12-2011 επιστολή της προς αυτόν. Περαιτέρω, τα προσκομιζόμενα καταθετήρια της Εθνικής Τράπεζας αφορούν είτε εξόφληση παλαιότερων παραγωγών (2008) είτε έχουν ήδη πιστωθεί στο επίδικο χρονικό διάστημα, όπως προκύπτει από τον τηρηθέντα συναφώς δοσοληπτικό λογαριασμό και δη κατάθεση ποσού 3.710,26 ευρώ στις 19-3-2009, 1.410,78 ευρώ στις 15-9-2009 και 459,46 ευρώ στις 3-7-2009, ενώ η διαφορά του αιτούμενου με την αγωγή ποσού, δηλαδή των 3.763,33 ευρώ και του αναγραφόμενου στην από 9-12-2011 επιστολή της ενάγουσας προς αυτόν, δηλαδή των 5.041,93 ευρώ, οφείλεται, όπως ήδη εκτέθηκε, στην πίστωση στον λογαριασμό του των ποσών που προέρχονταν από ακυρώσεις συμβολαίων των μηνών Ιουλίου έως Σεπτεμβρίου 2009.
Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί, να διαταχθεί, ακολούθως, κατ’άρθρο 495 § 3 εδ ε΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, η εισαγωγή του παραβόλου που ο εκκαλών κατέθεσε κατά την άσκησή της στο Δημόσιο Ταμείο και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος του, λόγω της ήττας του, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 178 § 2, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1ια), 68 § 1, 69, 84 § 2 και παράρτημα ΙΒ στο άρθρο 166 του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 28-11-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/30-11-2018) έφεση του εναγομένου, κατά της υπ’αριθμ. 1311/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατέθεσε ο εκκαλών κατά την άσκησή της.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 2 Ιουλίου 2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ