Αριθμός 478/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 10-4-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……/2018) έφεση του ηττηθέντος καθού η ανακοπή, κατά της υπ΄αριθμ.5048/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 632 επ. του ΚΠολΔ, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1, 2 και 3, 500, 511, 513 παρ.1 περ.β΄ εδ.α΄, 516 παρ.1, 517εδ.α, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ.524 παρ.1 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με την από 13-7-2014 (γεν.αριθμ.καταθ…./2014) ανακοπή και με τους από 2-6-2015 (γεν.αριθμ.καταθ…../2015) με ιδιαίτερο δικόγραφο ασκηθέντες πρόσθετους λόγους ανακοπής, οι ανακόπτουσες και ήδη εφεσίβλητες εξέθεσαν ότι ο καθού η ανακοπή και ήδη εκκαλών εξέδωσε εις βάρος τους την προσβαλλόμενη, με αριθμό …/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με βάση απαίτηση του καθού εναντίον τους προερχόμενη από δύο τραπεζικές επιταγές και δη από τις υπ΄αριθμ. …….. ποσού 105.000 ευρώ, με ημερομηνία 1-10-2014 και ….. ,ποσού 90.000 ευρώ, με ημερομηνία 31-3-2015, ήτοι συνολικού ποσού 195.000 ευρώ, τραπεζικές επιταγές της . ………. Α.Ε, εκδόσεως της πρώτης των ανακοπτόντων σε διαταγή της δεύτερης εξ αυτών, μεταβιβασθείσες νόμιμα δια οπισθογραφήσεως στον καθού η ανακοπή. Ότι με την κάτωθι εκτελεστού απογράφου της άνω διαταγής πληρωμής, από 7-7-2014 επιταγή προς πληρωμή, αυτές (ανακόπτουσες) επιτάχθηκαν να καταβάλουν στον καθού η ανακοπή, το συνολικό χρηματικό ποσό των 202.224,65 ευρώ νομιμοτόκως, (πλην του κονδυλίου των τόκων),από την επίδοση μέχρι την εξόφληση.
Ότι η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, όπως και η προσβαλλομένη επιταγή προς εκτέλεση είναι ακυρωτέες, για τους στις σωρευόμενες στο αυτό δικόγραφο ανακοπές και τους πρόσθετους λόγους, κατ` άρθρα 632 και 933 του ΚΠολΔ, ειδικότερα αναφερόμενους λόγους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκανε δεκτό ως νόμω και ουσία βάσιμο τον πρώτο λόγο ανακοπής, με τον οποίο οι ανακόπτουσες επικαλέστηκαν ακυρότητα της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς εκτέλεση περί μη εκτελεσθεισών εργασιών εκ μέρους του καθού και μη πραγματοποίησης πιστοποιήσεων για την πρόοδο του έργου που είχαν αναθέσει σ΄αυτόν, καθώς επίσης έκανε δεκτούς ως νόμιμους και κατ΄ουσίαν βάσιμους τους πρώτο και τρίτο πρόσθετους λόγους της ανακοπής περι ανυπαρξίας απαίτησης του καθού εναντίον τους και περί καταπιστευτικής μεταβίβασης των επίδικων επιταγών και τελικώς, αφού συνεκδίκασε την ανακοπή και τους με ιδιαίτερο δικόγραφο ασκηθέντες πρόσθετους λόγους αυτής, δέχθηκε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους και ακύρωσε την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής καθώς και την προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση και καταδίκασε τον καθού η ανακοπή στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των ανακοπτουσών, την οποία όρισε στο ποσό των έξι χιλιάδων εκατό (6.100,00) ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο ηττηθείς καθού η ανακοπή ήδη εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του και τους κατ` ιδίαν λόγους αυτής, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη προκειμένου, απορριπτομένης της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής, να επικυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής.
Κατά το αρθρ. 623 του ΚΠολΔ, μπορεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του Κώδικα αυτού, να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Η απαίτηση, που μπορεί να αποδεικνύεται και από συνδυασμό περισσότερων τέτοιων εγγράφων, πρέπει κατά το άρθρ. 624 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, κατά δε το άρθρ. 626 παρ. 2, 3 του ίδιου επίσης Κώδικα, η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος της απαίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, την απαίτηση και το ακριβές ποσό χρημάτων η χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, να επισυνάπτονται δε σ` αυτή και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Ενόψει δε του ότι η διαταγή πληρωμής, αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 630 του ΚΠολΔ, αρκεί να περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και την υπογραφή του δικαστή που την εξέδωσε, το ονοματεπώνυμο, την κατοικία και τη διεύθυνση του αιτούντος και του καθού η αίτηση, τη νομική αιτία ή την έννομη σχέση της πληρωμής, αναφορά στα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση που επιδικάζει, καθώς και το ποσό των χρημάτων ή τον αριθμό των χρεογράφων, των οποίων διατάσσεται η πληρωμή ή η παροχή. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 ΚΠολΔ να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔικ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή, απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997 ΤΝΠ Νόμος). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι εκτελεστός τίτλος, πλην άλλων, είναι και η διαταγή πληρωμής, αρκεί η απαίτηση να είναι “βέβαιη” και “εκκαθαρισμένη”. Βέβαιη είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία που προϋπήρχε πριν από την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση, όταν από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, χωρίς την ανάγκη συνεκτίμησης και άλλων εγγράφων με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΕΑ 4901/2000 ΕΔνη 2001.776 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό επιβάλλεται, προκειμένου ο οφειλέτης να τελεί σε γνώση του ποσού και του ποιου της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να γίνει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση. Είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση και όταν μπορεί να καθοριστεί κατά ποσό με αριθμητικό υπολογισμό (ΑΠ 1336/2006 ΕΔνη 2007.799 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην αντίθετη περίπτωση, η με έγγραφο διαπιστουμένη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι επιδεκτική εκτελέσεως. Αναγκαία, συνεπώς προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της εκτάσεως, του είδους και του περιεχομένου της αξιώσεως που ενσωματώνει. Κατά δε, την απολύτως κρατούσα άποψη, αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αντικείμενο προσβολής είναι όλες ανεξαιρέτως οι πράξεις της διαδικασίας της εκτελέσεως, από την έναρξη της μέχρι το πέρας της. Αντικείμενο προσβολής επομένως, με την ανωτέρω ανακοπή, μπορεί να αποτελέσει και η επιταγή προς εκτέλεση, ακόμη και αν μετά την κοινοποίηση της δεν έχουν επακολουθήσει άλλες πράξεις εκτελέσεως (ΕΑ 5040/1987 ΕΔνη 1988.1679 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι λόγοι προσβολής της επιταγής μπορούν να αφορούν αφενός μεν, τυπικές ακυρότητές της, αφετέρου δε, τυπικά ή ουσιαστικά ελαττώματα του τίτλου, που καθιστούν απαράδεκτη την εκτέλεση, όπως η προσβολή του κύρους του τίτλου, η αμφισβήτηση της νομιμοποιήσεως ή η κατάργηση του τίτλου λόγω αποσβέσεως της συντελούμενης αξίωσης κλπ. (βλ. I. Μπρίνιας: Αναγκ. Εκτελ. § 167 σελ. 464). Ουσιώδες στοιχείο της επιταγής προς εκτέλεση είναι η μνεία του οφειλομένου ποσού, το οποίο πρέπει να προκύπτει από τον τίτλο. Ειδικότερα από τη διαταγή του άρθρου 924 εδ. β` ΚΠολΔ που ορίζει ότι, η επιταγή πρέπει να περιέχει με ακρίβεια την απαίτηση, προκύπτει ότι, η επιταγή πρέπει οπωσδήποτε να περιέχει σύντομη και ευσύνοπτη μνεία του οφειλομένου ποσού κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και αποδείξει την ανακρίβεια του ύφους των επιμέρους κονδυλίων, – τυχόν εσφαλμένο υπολογισμό αυτών ή – απόσβεση της απαίτησης (ΑΠ 194/95 ΕΔνη 37. 102, ΑΠ 72/95 ΕΔνη 38.585, ΑΠ 1903/88 ΕΕΝ 56.660, ΕΑ 2535/98 ΕΔνη 40.384, ΕΑ 5667/95 ΕΔνη 38.1618, ΕΑ 2659/92 ΕΔνη 85.456, ΕφΘεσ 80/96 Αρμ. 1996.967). Έτσι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 924, 904, 916, 918 και 919 επ. ΚΠολΔ η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή εκτελέσεως η αιτία της απαιτήσεως, η οποία κατ` αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου κάτω από το οποίο γίνεται η επιταγή καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (ΑΠ 72/1995, ΑΠ 194/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί και αποδείξει την απόσβεση της απαιτήσεως ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή των εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Εξάλλου, κατά την κρατούσα άποψη, με την οποία συντάσσεται και το Δικαστήριο τούτο, κατά το σύστημα του ελληνικού δικονομικού δικαίου οι λόγοι γενικώς κάθε ανακοπής, άρα και των ανακοπών των άρθρων 933 αλλά και των άρθρων 632-633 Κ.Πολ.Δ., επέχουν θέση ιστορικής βάσεως της αγωγής (ΑΠ 489/1997 ΕΔνη 1998, 103, ΑΠ 54/1990 ΕΔνη 1991. 62, Εφθεσ. 1780/1988 Αρμ. 1988. 683, ΕΑ 7487/1985 ΑρχΝ 1987. 440, ΕΑ 7166/1978 Αρμ. 1979. 273, Μπέη, Πολιτ. Δικονομία, άρθρο 585, σ. 2445, Νίκα, οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ` έφεση δίκη, 1987, σελ. 71, τον ίδιο, το έννομο συμφέρον, 1981, σελ. 178 και εκεί σημ. 322, Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ. 933 αρ. 20 και 136, Μπρίνια, αναγκ. εκτ. 1978, άρθρο 933, & 161, σελ. 443-444). Συνεπώς αν στο δικόγραφο ανακοπής περιέχονται περισσότεροι λόγοι ανακοπής για την ακύρωση της ίδιας πράξεως, κάθε λόγος συνιστά αυτοτελή ιστορική βάση, πρόκειται δηλαδή για δικονομική μορφή σωρεύσεως πολλών βάσεων κατά την έννοια του άρθρου 218 Κ.Πολ.Δ. (ανωτέρω παραπομπές και Κ. Κεραμέα, Αστικό Δικ. Δίκαιο 1986, σελ. 209, Μπέη, ό.π. άρθρο 218, III 2 Ε σελ. 973, Γ. Ράμμο, Εγχειρίδιον Α.Δ. Δικαίου I, 1978, & 174 σελ. 442, Σταυρόπουλο, Ερμ. Κ.Πολ.Δ., άρθρο 218, σελ. 310, ΕΑ 7166/1978 Αρμ. 1979. 273). Συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στην αρχή της παρούσας σκέψεως, αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αρκεσθεί στην έρευνα ενός μόνο λόγου και κατά παραδοχή αυτού ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής και τη προσβαλλόμενη πράξη εκτελέσεως και μετά την άσκηση εφέσεως το Εφετείο κρίνει εσφαλμένη την παραδοχή του λόγου της ανακοπής, κατά του οποίου στρέφονται και οι λόγοι της εφέσεως, και εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, έχει την εξουσία (το Εφετείο) να ερευνήσει τους άλλους λόγους της ανακοπής που δεν ερευνήθηκαν πρωτοδίκως και για τους οποίους δεν υπάρχει παράπονο στην έφεση, όπως όφειλε να κάνει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στη θέση του οποίου υπεισέρχεται μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕΑ 1896/1983 Δίκη 15, 204, ΕΑ 5316/1987 Δίκη 19.137, με παρατηρήσεις Β. Παπαχρήστου, (με διαφορετική αιτιολογία) πρβλ. Αγ. Μπακόπουλου, ΕΔνη 1989 σελ. 246 επ., ιδίως σελ. 267 και εκεί υποσ. 16). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 522, 535 και 536 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, όταν κατά παραδοχή ως βάσιμου λόγου εφέσεως, εξαφανίζει την εκκληθείσα απόφαση, καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα ζητήματα που έχουν υποβληθεί, πρωτοδίκως προς οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν κρίνεται αγωγή που έχει περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως δεν περιορίζεται στις διατάξεις της αποφάσεως του πρώτου βαθμού δικαστηρίου που πλήττονται με την έφεση, αλλά εκτείνεται και χωρίς ειδικό παράπονο, κατ` εξαίρεση των απαγορευτικών διατάξεων των άρθρων 12 και 13 ΚΠολΔ, και στις βάσεις της αγωγής που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως, γιατί δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή ( ΑΠ 182/1996 Δίκη 28. 1440, ΑΠ 320/1985 Ε Δνη 1985. 665, ΑΠ 143/1988 ΕΕΝ 1989. 114, ΑΠ 497/1984 ΕΕΝ 52. 263, ΕφΘεσ. 79/1997 ΑρχΝ 1998. 226, Σαμουήλ, η Έφεσις, 1986, παρ.660, 665-671, 674 σελ. 202, 204-205).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων οι οποίοι εξετάσθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Η προσβαλλόμενη υπ΄αριθμ……../ 2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εκδόθηκε με βάση μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές εις διαταγήν του καθού και δη : α) την υπ΄αριθμ………… τραπεζική επιταγή της «………… A.E» ποσού 105.000 ευρώ, εκδόσεως της πρώτης ανακόπτουσας, στον Πειραιά, με ημερομηνία 1-10-2014 που εμφανίστηκε από τον καθού η ανακοπή στις 15-4-2014 και δεν πληρώθηκε ελλείψει αντικρίσματος και β) την υπ΄αριθμ……….. τραπεζική επιταγή της ίδιας ως ανω τράπεζας, ποσού 90.000 ευρώ, εκδόσεως της δεύτερης ανακόπτουσας, στον Πειραιά, με ημερομηνία 31-3-2015 που εμφανίστηκε από τον καθού στις 15-4-2014 και δεν πληρώθηκε ελλείψει αντικρίσματος. Οι ανακόπτουσες εκδότριες εταιρείες των επίδικων μεταχρονολογημένων τραπεζικών επιταγών είναι συμφερόντων του κοινού νομίμου εκπροσώπου τους …………., ενώ η πρώτη από αυτές είναι κυρία του ξενοδοχείου ……….. που βρίσκεται στο … Χαλικιδικής. Το έτος 2013 ο καθού η ανακοπή, ως εργολάβος, σύναψε συμβάσεις έργου με τις ανακόπτουσες- εργοδότριες, σχετικά με το εν λόγω ξενοδοχείο, που αφορούσαν : α) την αποκατάσταση ζημιών που είχε αυτό υποστεί από τα έντονα καιρικά φαινόμενα το Δεκέμβριο του έτους 2012, έργο που διήρκησε τον Φεβρουάριο – Μάρτιο 2013, αξίας 45.000 ευρώ πλέον 10.350 ευρώ για ΦΠΑ 23% και εξέδωσε αυτός στην πρώτη ανακόπτουσα το με αριθμ………./30-9-2013 ισόποσο τιμολόγιο, β) την ανακαίνιση του ανωτέρω ξενοδοχείου (αποτελούμενου από 72 δωμάτια και 8 βίλες), έργο που διήρκεσε από τον Απρίλιο έως τον Μάιο του 2013 και από τον Νοέμβριο 2013 έως την αποβολή του καθού περι τα τέλη Μαρτίου 2014 και γ) την επέκταση του ξενοδοχείου αυτού (ανέγερση μέχρι 11 ισογείων κτισμάτων, επιφάνειας 135 τ.μ. + 40,80 τ.μ. εξώστες έκαστο, με προϋπολογιζόμενο τίμημα 1.650.000 ευρώ, έργο που έγινε παράλληλα με το ως ανω υπο στοιχ. β΄ (δεύτερο έργο), από τα μέσα Νοεμβρίου του 2013 μέχρι τα τέλη Μαρτίου 2014 (που έγινε η αποβολή του καθού). Για το υπο στοιχ. β΄ έργο ο καθού εκτέλεσε εργασίες συνολικού ύψους 195.637,65 ευρώ (159.055 ευρώ πλέον ΦΠΑ 23% ποσού 36.582,65 ευρώ) και το τιμολόγησε μερικώς για ποσό 140.287,65 ευρώ (με ΦΠΑ 23%) με τα με αριθμ. …………. τιμολόγια του που εκδόθηκαν προς τη δεύτερη ανακόπτουσα κατόπιν αιτήματος του ανωτέρω κοινού νομίμου εκπροσώπου των ανακοπτουσών. Για το υπο στοιχ. γ΄ έργο ο καθού έλαβε σταδιακά ως προκαταβολή ποσό 170.000 ευρώ και συμφωνήθηκε η αμοιβή του να γίνεται ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, ώστε να μπορεί και αυτός να ανταποκρίνεται στο αυξημένο κόστος κατασκευής του έργου (ημερομίσθια και ΙΚΑ εργατών, προμηθευτές κλπ). Τελικά, στις αρχές Ιανουαρίου 2014, κατόπιν παρέμβασης της Πολεοδομίας και αλλαγές στα σχέδια, συμφωνήθηκε να κτιστούν 8 αντι για 11 ισόγεια κτίσματα και μάλιστα το ένα εξ αυτών (το με στοιχ.Γ- 7) να έχει μικρότερη επιφάνεια 67,5 τ.μ., αντι για 135 τ.μ., ενώ η πρώτη ανακόπτουσα απαίτησε να γίνουν αλλαγές και στη θεμελίωση των λοιπών επτά κτισμάτων, γεγονός που συντέλεσε στην αύξηση του κόστους του έργου και στην επιμήκυνση του χρόνου αποπεράτωσής του. Στη συνέχεια από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο καθού η ανακοπή περί τα τέλη Μαρτίου του 2014 είχε εκτελέσει το 80-90% του παραπάνω έργου, συνολικής αξίας 498.465,80 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23% ποσού 114.647,13 ευρώ και το είχε τιμολογήσει μερικώς για ποσό 229.185 ευρώ, πλεον ΦΠΑ 23% ποσού 52.712,55 ευρώ με τα υπ΄αριθμ. ………….. τιμολόγια του προς τη δεύτερη ανακόπτουσα για τον ίδιο ως ανω λόγο και οι ανακόπτουσες του όφειλαν συνολικά για τα με στοιχεία β΄ και γ΄ έργα, ποσό (185.287,65 + 551.178,35) = 736.466 ευρώ για εκτελεσθείσες εργασίες και ΦΠΑ εκδοθέντων τιμολογίων για τα έργα αυτά. Για όλα δε τα προαναφερόμενα έργα (υπο στοιχ. α΄,β΄ και γ΄) οι ανακόπτουσες έκαναν μερικές καταβολές, ήτοι ποσό 40.100 ευρώ η πρώτη ανακόπτουσα για το με στοιχ.α΄ έργο και ποσό 324.000 ευρώ η δεύτερη ανακόπτουσα, σε μετρητά και (πληρωμένες) επιταγές και πέραν αυτού τις δύο επίδικες μεταχρονολογημένες (απλήρωτες) επιταγές συνολικού ποσού 195.000 ευρώ, οι οποίες δόθηκαν χάριν καταβολής για τα με στοιχ. β΄και γ΄ ως άνω έργα. Στη συνέχεια, στις 27-3-2014 η δεύτερη ανακόπτουσα, εγγράφως υπαναχώρησε προσχηματικά –δήθεν για αντισυμβατική συμπεριφορά και δη αδικαιολόγητη αποχώρηση του καθού, καθυστέρηση και πραγματικά ελαττώματα του έργου –από την ανωτέρω σύμβαση (με στοιχ. β΄και γ΄), ζητώντας την επιστροφή των επίδικων μεταχρονολογημένων επιταγών που δήθεν του είχαν δοθεί ως εγγύηση (ισχυρισμός στο από 10-10-2014 εξώδικο – ενώ στο από 27-3-2014 εξώδικο τις αναφέρει ως εργολαβική αμοιβή – που τυγχάνει ως αναπόδεικτος αλλά και ως αντίθετος με τα ισχύοντα στην πρακτική των συμβάσεων αυτών, αφού δεν υπήρχε λόγος να δοθεί τέτοια εγγύηση). Έτσι κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα οι επίδικες ως άνω επιταγές είχαν πραγματικό χρόνο έκδοσης τον Φεβρουάριο 2014 και δόθηκαν χάριν καταβολής για την τμηματική αμοιβή του καθού η ανακοπή από τις προαναφερόμενες συμβάσεις έργου που εκτέλεσε αυτός προσηκόντως και κατά το μέρος 80-90%,και από το οποίο αυτός αποβλήθηκε περί τα τέλη Μαρτίου 2014 χωρίς εύλογη αιτία από τις ανακόπτουσες οι οποίες συνέχισαν με την εταιρεία κοινών συμφερόντων τους με την επωνυμία «…………..» και με προσωπικό των συνεργείων του καθού, την υλοποίηση του μικρού μέρους του επίδικου έργου που είχε απομείνει. Άλλωστε, στα τέλη Μαρτίου ο καθού είχε μεταβεί στην Αθήνα με υπόδειξη των ανακοπτουσών προκειμένου να προβεί σε τραπεζικό δανεισμό από την ……. A.E με βάση τις ως ανω επιταγές, λόγω των οικονομικών δυσκολιών τους και της αδυναμίας τους για λήψη τραπεζικού δανείου, χωρίς αποτέλεσμα. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ως ανω εξώδικη δήλωση ισχύει (κατά μετατροπή) ως καταγγελία των ανωτέρω συμβάσεων έργου, εκ του άρθρου 700 ΑΚ, η οποία όμως δεν απαλλάσσει τις ανακόπτουσες από την καταβολή της οφειλόμενης εργολαβικής αμοιβής για το ανωτέρω τμήμα του συνολικού επίδικου έργου που ο καθού είχε προσηκόντως εκτελέσει, τμήμα της οποίας αποτελούσαν οι επίδικες επιταγές για τις οποίες εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ακόμη, οι ανακόπτουσες, στις 18-3-2014 εμπόδισαν τον πολιτικό μηχανικό του καθού ……….. να προβεί σε επιμέτρηση του εκτελεσθέντος (όλου) έργου και δεν απάντησαν στην από 2-4-2014 έγγραφη πρόσκλησή του για κοινή επιμέτρηση αυτού. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι ανακόπτουσες με την κρινόμενη ανακοπή είχαν ασκήσει παράλληλα και σχετικές αιτήσεις αναστολής οι οποίες είχαν απορριφθεί αφου ειχε πιθανολογηθεί η ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης απαίτησης του καθού και τελικά ο καθού προς εκτέλεση της επίδικης διαταγής προέβη σε αναγκαστική εκτέλεση, κατ΄αρχήν με κατάσχεση των τραπεζικών λογαριασμών τους και εν συνεχεία με κατάσχεση ακινήτου της πρώτης ανακόπτουσας, όπου εν τέλει αυτές (ανακόπτουσες) αναγκάστηκαν, μετά από πολύχρονο δικαστικό αγώνα και εξάντληση κάθε ένδικου μέσου που τους παρείχε ο νόμος, να εξοφλήσουν την προαναφερόμενη προερχόμενη από τις επίδικες επιταγές, απαίτηση του καθού, γεγονός που αναφέρει στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε στο Δικαστήριο τούτο ο καθού και δεν αμφισβητείται ειδικώς, από τις ανακόπτουσες, ενώ κατά τη συνεδρίαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 17-11-2016, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης εκείνης, η πληρεξούσια δικηγόρος των ανακοπτουσών ισχυρίστηκε ότι «η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής έχει εξοφληθεί στο σύνολό της στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης» γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε τότε από τον καθού.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε τον λόγο ανακοπής περί μη εκτελεσθεισών εργασιών εκ μέρους του καθού και μη πραγματοποίησης πιστοποιήσεων για την πρόοδο του έργου, ως νόμω και ουσία βάσιμο, καθώς επίσης έκρινε ως νόμω και ουσία βάσιμους τους πρώτο και τρίτο πρόσθετους λόγους ανακοπής περί ανυπαρξίας απαίτησης του καθού και περί καταπιστευτικής μεταβίβασης των επίδικων επιταγών και ακύρωσε τη προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, και την παρά πόδας εκτελεστού απογράφου αυτής, επιταγής προς πληρωμή, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, κατά παραδοχή του συναφούς λόγου έφεσης ως βάσιμου, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, και να κρατηθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, και δη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο (νόμω και ουσία) των λοιπών μη ερευνηθέντων πρωτοδίκως πρόσθετων λόγων ανακοπής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη.
Με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο ανακοπής οι ανακόπτουσες ισχυρίστηκαν ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής στηρίχθηκε σε αβέβαιη και ανεκκαθάριστη απαίτηση καθόσον προϋπόθεση δημιουργίας αυτής ήταν α) η εκτέλεση των συμφωνηθεισών από τον καθού εργασιών και β) η επιμέτρηση, πιστοποίηση και συνυπογραφή τόσο από τον κύριο του έργου ( πρώτη ανακόπτουσα) όσο και από την εργολάβο εταιρεία (δεύτερη ανακόπτουσα) των εκτελεσθέντων έργων. Ο πρόσθετος αυτός λόγος ανακοπής απορριπτέος τυγχάνει ως νόμω και ουσία αβάσιμος και τούτο διοτι αφενός μεν η απαίτηση του καθού στηρίζεται στις επίδικες επιταγές και είναι απολύτως βεβαία και εκκαθαρισμένη, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφετέρου δε, οι απαιτήσεις του καθού από την υποκείμενη αιτία της εκδόσεως των επίδικων επιταγών, όπως αποδείχθηκε, υπερβαίνει κατά πολύ το συνολικό ποσό αυτών.
Για τους ίδιους ως ανω λόγους απορριπτέος τυγχάνει και ο τέταρτος πρόσθετος λόγος ανακοπής με τον οποίο οι ανακόπτουσες ισχυρίζονται ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ αυτών και του καθού η ανακοπή για εμφάνιση των επίδικων επιταγών μόνο μετά τους αναγραφόμενους χρόνους και μετά από εκτέλεση των εργασιών και πιστοποίηση αυτών, συμφωνία την οποία ο καθού κακόπιστα αθέτησε κατ΄άρθρο 281 ΑΚ, πλην όμως δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας, ούτε βέβαια και η μη εκτέλεση των εργασιών από τον καθού, καθώς επίσης δεν αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος επέδειξε καταχρηστική και κακόπιστη συμπεριφορά, δεδομένου ότι όπως αποδείχθηκε, υπήρξε συνεπής στις υποχρεώσεις του και προσπάθησε να λάβει ακόμη και δάνειο για να βοηθήσει τις ανακόπτουσες. Ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο πέμπτος πρόσθετος λόγος ανακοπής με τον οποίο οι ανακόπτουσες ισχυρίζονται ότι αυτές έχουν κατά του καθού συναφή προς την οφειλή απαίτηση (δικαίωμα επίσχεσης κατ΄άρθρο 325 ΑΚ) και δη ότι κατέβαλαν στον καθού το ποσό των 483.000 ευρώ στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το ποσό των επίδικων επιταγών, και ότι τελικά ο καθού εισέπραξε συνολικά το ποσό των 288.000 ευρώ (483.000 – 195.000 ήτοι το ποσό των επιταγών που δεν πληρώθηκαν), ενώ ο ίδιος τιμολόγησε εργασίες μόλις 275.022 ευρώ και ότι συνεπώς ουδεμία απαίτηση έχει για υπερβάλλον ποσό και ότι πέραν του ποσού που εισέπραξε αχρεωστήτως δηλ.12.978 ευρώ αξία που δεν τιμολόγησε, επιδίωξε δια της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής να εισπράξει αχρεωστήτως το ποσό των 210.000 ευρώ που αντιστοιχεί στις επίδικες επιταγές. Επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, τυγχάνει και ο έκτος και τελευταίος πρόσθετος λόγος ανακοπής με τον οποίο οι ανακόπτουσες προτείνουν ένσταση εξόφλησης ή συμψηφισμού της απαίτησης του καθού με δικές τους απαιτήσεις και δη : α) ως προς το ποσό των 12.978 ευρώ που ο καθού, σύμφωνα με τους ανωτέρω ισχυρισμούς των ανακοπτουσών, εισέπραξε χωρίς να παρέχει τις ανειλημμένες συμβατικές του υποχρεώσεις και δίχως να εκδώσει το απαιτούμενο νόμιμο παραστατικό και β) ως προς το ποσό των 243.100,19 ευρώ που αποτελεί το κόστος στο οποίο υποβλήθηκε η πρώτη ανακόπτουσα για τη μερική αποκατάσταση των κακοτεχνιών του έργου, ήτοι προβάλλουν την εν λόγω ένσταση συνολικά για το ποσό των 256.078,19 ευρώ ( 12.978 + 243.100,19 ευρώ).
Κατ` ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει να απορριφθούν αμφότερες οι παραδεκτώς σωρευόμενες στο αυτό δικόγραφο ανακοπές καθώς και οι με ιδιαίτερο δικόγραφο ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι ανακοπής και να επικυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής. Μετά δε, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου που κατέθεσε ο εκκαλών, στον ίδιο, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος των εφεσίβλητων ,λόγω της ήττας τους (αρθ. 176,183,191 παρ.2 ΚΠολΔ) κατά τα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 5048/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία άρθρ. 632 επ. ΚΠολΔ).
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη ως ανω απόφαση.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί του δικογράφου , τις από 13-7-2014 (γεν.αριθμ.καταθ. …../2014) σωρευόμενες σ΄αυτό, ανακοπές και τους από 2-6-2015 (γεν.αριθμ.καταθ. ……/2015) με ιδιαίτερο δικόγραφο ασκηθέντες πρόσθετους λόγους ανακοπής.
Απορρίπτει αμφότερες τις σωρευόμενες στο άνω δικόγραφο ανακοπές καθώς και τους πρόσθετους λόγους ανακοπής.
Επικυρώνει την με αριθμό ……/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Επιβάλλει σε βάρος των εφεσίβλητων – ανακοπτουσών τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος- καθού η ανακοπή, για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900,00) ευρώ ΚΑΙ
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του e – παραβόλου με κωδικό ……../2018 άσκησης έφεσης, που αυτός κατέθεσε, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 6 Ιουλίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ