Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 493/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 Περίληψη

Ανακοπή ΚΕΔΕ, εκχώρηση μισθωμάτων στο Δημόσιο,  ένσταση εξόφλησης,  ένσταση συμβατικού συμψηφισμού, εκκαλεί απόφαση δέχεται εν μέρει ανακοπή.

 

Αριθμός  απόφασης :

493/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  από 19-03-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2018, έφεση του εκκαλούντος, κατά της με αρ. 2204/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική   διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα,  δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 § 1β, 516 § 1, 517, 518 §§ 1,2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ……………  e παράβολο ποσού 100 €). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση ανακοπή του (από 15.7.2013 και  με αρ. κατ. ………./2013), επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση,  ο ανακόπτων ζητεί να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. …./2013 ταμειακή βεβαίωση που εκδόθηκε σε βάρος του από τη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας – Κορυδαλλού που έλαβε χώρα με βάση την εκχώρηση μισθωμάτων 35.000,00 €, στην οποία προέβη η εκμισθώτρια του ακινήτου,  το οποίο ο ίδιος είχε μισθώσει, όπως και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της διοίκησης και την καταδίκη του καθ’ ού στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Επί της άνω ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής βάλλει ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.

Από τις διατάξεις των άρθρων 455, 460, 461, 462 και 477 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.2 , και 2 ΝΔ 356/1974 (ΚΕΔΕ) και 4 § 7 του ν. 2238/94 ¨Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος” προκύπτει ότι ο υπόχρεος έναντι του Δημοσίου προς καταβολή φόρου για εισόδημα που αποκτά από την εκμίσθωση ακινήτου, όπως είναι και ο εκμισθωτής αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 20 του άνω ν.2238/94, μπορεί να εκχωρήσει προς το Δημόσιο τα μη εισπραχθέντα από αυτόν μισθώματα, στην καταβολή των οποίων υποχρεούται ο μισθωτής καθώς και ο εις ολόκληρο με αυτόν ενεχόμενος τρίτος, ο οποίος με σύμβαση με τον δανειστή εκμισθωτή αποδέχθηκε σωρευτικώς την καταβολή αυτών, με σχετική δήλωσή του που υποβάλλεται στον αρμόδιο για τη φορολογία του προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., παραδίδοντας συγχρόνως σ’ αυτόν τα αποδεικτικά της εκχωρούμενης απαίτησης έγγραφα. Από τη δήλωση αυτή  του εκχωρητή, με τη βεβαίωση αυτού ότι δεν κατέχει άλλα αποδεικτικά της εκχωρούμενης απαίτησης έγγραφα, το Δημόσιο ως εκδοχέας της εκχωρούμενης απαίτησης υποκαθίσταται ως προς την εκχωρούμενη απαίτηση στα δικαιώματα του εκχωρητή, ως ειδικός διάδοχος αυτού, μη απαιτουμένης, κατά την ειδικώς ρυθμίζουσα την εκχώρηση αυτή διάταξη του άνω άρθρου 4 § 7 του ν. 2238/94, αναγγελίας της εκχωρήσεως προς τον εκχωρούμενο οφειλέτη, η δε εκχωρούμενη απαίτηση αποτελεί δημόσιο έσοδο που εισπράττεται από τον εκχωρούμενο οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε.. Στον εκχωρούμενο οφειλέτη, εναντίον του οποίου επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση προς είσπραξη της άνω ιδιωτικής φύσεως εκχωρηθείσας απαίτησης, παρέχεται το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά τα άρθρα 73 επ. του Κ.Ε.Δ.Ε., η οποία δικάζεται από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 583 – 585 ΚΠολΔ. Με την ανακοπή αυτή, εφόσον αυτή ασκηθεί πριν την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης,  επιτρέπεται η προβολή κάθε αντίρρησης, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κατά του νομίμου τίτλου και της απαίτησης, στην απόδειξη της οποίας υποχρεούται το καθ’ ού η ανακοπή Δημόσιο, χωρίς τους περιορισμός της διάταξης του άρθρου 933 § 4 ΚΠολΔ (ΑΠ  645/2017, ΑΠ 1245/2010 ΧρΙΔ 2011.513 ΕλλΔνη 2011.1037). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416 και 422 του ΑΚ συνάγεται ότι, εναγόμενος ο οφειλέτης προς πληρωμή ορισμένου χρέους και ισχυριζόμενος απόσβεση αυτού με καταβολή, αρκεί να αποδείξει την καταβολή αυτή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η εν λόγω καταβολή αφορά το επίδικο χρέος (γιατί τούτο εξυπακούεται αφού σ` αυτό αναφέρεται η δίκη (ΑΠ 1221/2017, ΑΠ 575/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο δανειστής, αμυνόμενος, δικαιούται, κατ’ αντένσταση, να ισχυριστεί ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή δεν αφορά στο επίδικο, αλλά σε άλλο χρέος του προς αυτόν. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον ο οφειλέτης αρνείται την ύπαρξη του άλλου χρέους, ο δανειστής είναι υποχρεωμένος ν’ αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα (ΑΠ 1221/2017, ΑΠ 575/2015, ΑΠ 531/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ο δε οφειλέτης αποκρούσει την αντένσταση προβάλλοντας, με επανένσταση, και αποδεικνύοντας, ότι η καταβολή έγινε για την εξόφληση του επίδικου χρέους με βάση τον μονομερή καθορισμό του εξοφλητέου (από τα περισσότερα) χρέους είτε βάσει της διατάξεως του άρθρου 422 εδ. β΄ του ΑΚ (ΑΠ 1221/2017 όπ. ΑΠ 234/2014, ΕΠΙΣΚΕΔ 2014.316). Περαιτέρω, το χρηματικό ποσό, το οποίο δίδεται, κατά την κατάρτιση της συμβάσεως μισθώσεως, από τον μισθωτή στον εκμισθωτή, “ως εγγύηση” (στην πραγματικότητα εγγυοδοσία), διέπεται, ως προς την λειτουργία του και ιδίως την τύχη του, από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, κατά την αυτή διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Έτσι, αυτό είναι δυνατόν να δόθηκε ως συμβατική εγγυοδοσία, είτε προς εξασφάλιση του μισθώματος και μάλιστα ως προκαταβολή αυτού, είτε ως ποινική ρήτρα. Συνήθως αποτελεί προκαταβολή (άρθρ. 416 ΑΚ) έναντι μελλοντικού χρέους του μισθωτή που θα παραμείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογισθεί σ’ αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας. Η αξίωση του μισθωτή για απόδοση της εγγυοδοσίας, γίνεται ληξιπρόθεσμη, με την λήξη της μισθώσεως και επιστρέφεται αν ο εκμισθωτής δεν έχει απαιτήσεις για μισθώματα ή αποζημίωση για ζημίες στο μίσθιο (ΑΠ 171/2017,  ΑΠ 236/2010 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ) και προβάλλεται νόμιμα προς συμψηφισμό, ακόμα και αν συμφωνήθηκε το αντίθετο, ιδίως όταν με την αγωγή του εκμισθωτή προβάλλονται αξιώσεις τόσο για τα μισθώματα (και την αποζημίωση χρήσης) όσο και για φθορές στο μίσθιο, οπότε και κατάγονται όλες οι ενδεχόμενες αξιώσεις από τη λήξη της μίσθωσης προς διάγνωση στο ίδιο Δικαστήριο ΜΕφΠΕιρ 689/2019, ΕφΘεσ 1065/2008, ΕφΑθ 1217/2004 ΕφΑθ 7663/2000 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7662/2000 ΕΔΠ 2002.86, ΕφΘεσ 2446/1999 Αρμ 2000, 379). Εξάλλου, κατά την έννοια των άρθρων 440 και 441 ΑΚ το διαπλαστικό δικαίωμα του συμψηφισμού δημιουργείται, από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν και  ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό.  Με την πρόταση αυτού, που είναι αδιάφορο πότε θα γίνει, οι αμοιβαίες απαιτήσεις, εφόσον διατηρούνται κατά το χρονικό αυτό σημείο, αποσβήνονται αναδρομικά, δηλαδή από το χρονικό σημείο που συνυπήρξαν. Η  πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης (άρθρο 442 ΑΚ). Πρόταση συμψηφισμού που γίνεται πριν από τη δίκη ή κατά τη διάρκειά της με εξώδικη δήλωση προς τον αντίδικο του συμψηφίζοντος  (εξώδικος συμψηφισμός) επιφέρει την απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν. Η επίκληση στη δίκη του εξώδικου συμψηφισμού δεν αποτελεί προβολή της ομώνυμης ένστασης, αλλά διαδικαστική πράξη, με την οποία ανακοινώνεται στο δικαστήριο ότι η επίδικη απαίτηση έχει αποσβεσθεί, ώστε ουσιαστικά  πρόκειται περί ένστασης εξόφλησης της επίδικης απαίτησης που επήλθε με τον συμψηφισμό. Σημειωτέον ότι ο ΑΚ στα παραπάνω άρθρα 440-452 ρυθμίζει τον μονομερή ή αναγκαστικό συμψηφισμό και όχι τον εκούσιο ή συμβατικό (compensatio voluntaria), ο οποίος είναι δημιούργημα της ελευθερίας των συμβάσεων και  μπορεί να αφορά και μέλλουσες απαιτήσεις  (ΑΠ 31/2017, ΑΠ  764/2015,  ΑΠ 411/2014,  ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 1042/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση ανακοπή του, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση,  ο ανακόπτων ζητεί να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. …./2013 ταμειακή βεβαίωση που εκδόθηκε σε βάρος του από τη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας – Κορυδαλλού που έλαβε χώρα με βάση την εκχώρηση μισθωμάτων 35.000,00 €, στην οποία προέβη η εκμισθώτρια του ακινήτου,  το οποίο ο ίδιος είχε μισθώσει, όπως και κάθε άλλη συναφής πράξη της διοίκησης και την καταδίκη του καθ’ ού στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Επί της άνω ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής βάλλει ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχτηκαν, τα ακόλουθα  πραγματικά περιστατικά : Με το από 01.7.2008 έγγραφο ιδιωτικό  συμφωνητικό μισθώσεως, το οποίο θεωρήθηκε στην αρμόδια ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά την 28.7.2008 με αριθμό καταχώρισης 1785, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………..» με διακριτικό τίτλο «…………..» που εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής εκμίσθωσε προς τον ανακόπτοντα τους χώρους με τα στοιχεία 16 – 112 του ισογείου εμπορικού κέντρου, το οποίο βρίσκεται στη Γλυφάδα Αττικής (οδός …………..), επιφανείας 235,00 μ2 περίπου, προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει εκείνος ως κέντρο παροχής υπηρεσιών διαδικτύου. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε εξαετής, αρχόμενη από την 01.9.2008 και λήγουσα 31.7.2014, ενώ το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε, σε πρώτη φάση, στο ποσό των 10.000,00 €. Στη συνέχεια, με το από 29.01.2009 έγγραφο ιδιωτικό   συμφωνητικό   τροποποίησης   της   άνω   μισθωτικής   σύμβασης, οι συμβαλλόμενοι  συμφώνησαν  στον  περιορισμό  αυτής  (αποδίδοντας ο ανακόπτων στην εκμισθώτρια την χρήση των χώρων με τα στοιχεία Ι6-Ι7 επιφανείας 60.00 μ2 περίπου), με αντίστοιχη μείωση του μηνιαίου μισθώματος το οποίο ορίστηκε, εφεξής, στο ποσό των 6.700,00 € και με επιστροφή μέρους της εγγύησης ποσού 7.000,00 €. Με το από 22.11.2010 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, τροποποιήθηκε, εκ νέου, η άνω μισθωτική σύμβαση, αυτή τη φορά, ως προς το ύψος του καταβαλλομένου μηνιαίου μισθώματος το οποίο συμφωνήθηκε στο ποσό των 5.000,00 €, για το χρονικό διάστημα από 01.9.2010 μέχρι και 31.12.2011. Η εκμισθώτρια με την από 8.12.2012 δήλωση εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων εκχώρησε τα μη εισπραχθέντα μισθώματα του χρονικού διαστήματος 1.1.2011 έως 31.7.2011 ποσού 35.000 €, στο καθ΄ού ανακοπή  Ελληνικό Δημόσιο, επισυνάπτοντας το 1.7.2008 μισθωτήριο συμβόλαιο και τις τροποποιήσεις του,  σύμφωνα με το άρθρο 4 § 7 του ν. 2238/94. Ο  προϊσταμένος  της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, διαβίβασε  στην Δ.Ο.Υ. Νίκαιας – Κορυδαλλού το  με αρ.  ……../4.2.2013 χρηματικό κατάλογο, και η τελευταία ΔΟΥ συνέταξε την ανακοπτόμενη υπ’ αριθμ. ../5.12.2013 ταμειακή βεβαίωση και απέστειλε την με αρ.  ……/4.3.2013 ατομική ειδοποίηση ποσού  35.000€, κατά την οποία ο ανακόπτων όφειλε να καταβάλει  το άνω ποσό με ημερομηνία πρώτης δόσεως την 29.3.2013.

Ο ανακόπτων στον πρώτο λόγο της ανακοπής του ισχυρίζεται ότι   εσφαλμένα υποχρεώθηκε να καταβάλει με την  ανακοπτόμενη ταμειακή βεβαίωση το ποσό των 35.000 €, ενώ οφείλει μόνο 5.700 €, καθώς έχει καταβάλει :  1) ποσό 6.300 €, από το οποίο 5.000 €  (2.500 € στις 14.1.2011, και  2.500 € στις 28.2.2011), σε εξόφληση του μισθώματος  Ιανουαρίου 2011 και ποσό 1.300 € έναντι του μισθώματος του μηνός   του  Φεβρουαρίου  του έτους 2011. 2)  23.000  € κατόπιν συμφωνημένου  με την εκμισθώτρια,  συμψηφισμού του ποσού της εγγυοδοσίας  που είχε καταβάλει  σ΄αυτήν κατά τη σύναψη της μίσθωσης, ως προκαταβολή έναντι των οφειλόμενων μισθωμάτων και λοιπών αξιώσεων αυτής, όπως παραθέτει το σχετικό όρο του μισθωτηρίου. Ότι με την από  18.4.2011 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε στην εκμισθώτρια την 02.5.2011 κατήγγειλε τη  μίσθωση, το δε μίσθιο παραδόθηκε την  01.8.2011, με βάση σχετική έγγραφη απόδειξη παράδοσης – παραλαβής, κατά δε την παράδοση αυτού πρότεινε προφορικά το συμψηφισμό της εγγυοδοσίας, το οποίο   αποδέχθηκε η εκμισθώτρια, ώστε ήδη από την άνω ημερομηνία αποσβέσθηκε ισόποσο μίσθωμα  με καταλογισμό της εγγύησης ποσό 23.000 €. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, ο οποίος επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης,  προτείνεται παραδεκτά και   είναι νόμιμος, ως ένσταση εξόφλησης (με καταβολή και συμβατικό συμψηφισμό) στηριζόμενος στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Περαιτέρω αποδεικνύεται  κατά το πρώτο σκέλος του,  και ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα από τις προσκομιζόμενες από τον ανακόπτοντα εξοφλητικές αποδείξεις συνοδευόμενες από αποδεικτικά καταθέσεως   στον υπ’ αριθμ. ………. τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί η εκμισθώτρια στην τράπεζα ……….., προκύπτει ότι ο ανακόπτων κατέβαλε  στην εκμισθώτρια  ποσό 2.500,00 €, την 17.01.2011, ποσό 2.500,00 ευρώ, την 01.3.2011 και ποσό 1.300,00 €, την 15.3.2011  και συνολικά 6.300,00 €.  Το καθ’ ού η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο, ως εκδοχέας της απαίτησης της εκμισθώτριας δεν ισχυρίστηκε με αντένσταση απαντώντας στον λόγο αυτή της ανακοπής, ότι τα ποσά αυτά  καταλογίστηκαν σε προγενέστερα  χρέη από μισθώματα  του ανακόπτοντος κατά της καθ’ ής η ανακοπή. Εξάλλου, από το από  22.11.2010 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης της μίσθωσης,  με το οποίο  μειώθηκε το μίσθωμα στο ποσό των 5.000 €, προκύπτει ότι ο ανακόπτων όφειλε έως τότε  στην εκμισθώτρια από μισθώματα και κοινόχρηστες δαπάνες ποσό  30.109,58 € και είχε ορισθεί ο τρόπος καταβολής του ως εξής  : α) ποσό  3.609,58 €,  που καταβλήθηκε σε μετρητά  την ίδια εκείνη ημέρα, και ποσό 2.500,00 €  που κατατέθηκε την ίδια ημέρα   σε τραπεζικό λογαριασμό της εκμισθώτριας  τράπεζας . ……… (6.109,58  €). Επιπλέον : β) ποσό 4.000 € καταβλητέο έως την 31.1.2011 γ) ποσό 4.000 € καταβλητέο έως την 31.3.2011. δ) ποσό 4.000 € καταβλητέο έως την 15.5.2011 και ε) ποσό 4.000 € καταβλητέο έως την 15.7.2011. Για τα υπό β)  και γ) ποσά ο ανακόπτων είχε παραδώσει ως εγγύηση ισόποσες επιταγές στην εκμισθώτρια, με ημερομηνίες εκδόσεως  31.1.2011 και  31.3.2011 τις οποίες οπισθογράφησε σ’ αυτήν. Εφόσον ολοκληρώνονταν εμπροθέσμως οι άνω καταβολές, θα συνυπολογιζόταν στο ποσό της οφειλής και αυτό των 8.000 € από  την εγγύηση  των 23.000 €, που παρέμεινε στα χέρια της εκμισθώτριας, το ποσό της οποίας θα μειωνόταν σε 15.000 €. Οι επίδικες καταβολές παρόλο που έλαβαν χώρα στις 17.1.2011, 1.3.2011 και 15.3.2011 δεν ταυτίζονται από άποψη ποσού με τις οφειλόμενες δόσεις με βάση  το από 22.11.2010 συμφωνητικό, που ήταν στο ποσό  4.000 η κάθε μία,  αλλά  περισσότερο με το οφειλόμενο μίσθωμα από 1.1.2011  των 5.000 € (καταβολή στο ήμισυ αυτού). Άλλωστε για τις επιμέρους δόσεις των 4.000 €,  καταβλητέας έως την 31.1.2011 και επιπλέον 4.000 € καταβλητέας την 31.3.2011 ο ανακόπτων είχε παραδώσει ισόποσες επιταγές στην εκμισθώτρια, η οποία μπορούσε καταρχήν να ικανοποιηθεί από αυτές, ώστε να μην είναι ανάγκη σ΄αυτόν να προβεί, πριν τις δήλεις  ημερομηνίες των 31.1.2011 και   31.3.2011, σε  καταβολές σε μετρητά κι ενώ είχαν καταστεί ήδη ληξιπρόθεσμα τα μισθώματα των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2011.  Συνεπώς οι  καταβολές αυτές καταλογίσθηκαν, με βάση τον ισχυρισμό του ανακόπτοντος, που δεν αντέκρουσε το καθ’ ού η ανακοπή, (ούτε προέκυψε κάτι αντίθετο)  στα μισθώματα των άνω μηνών, πρώτα όμως στους τόκους υπερημερίας αυτών (ΑΚ  423), με δεδομένο ότι το μηνιαίο  μίσθωμα ήταν καταβλητέο έως την 3η ημέρα κάθε μήνα. Ειδικότερα με τις τμηματικές καταβολές των 2.500  € την 17.1.2011 και 28.2.2011 εξοφλήθηκε   ποσό  4.959,70€ από το  κεφάλαιο και ποσό  40,30 € από τόκους υπερημερίας, ώστε απέμεινε ανεξόφλητο ποσό 40,30 € και με την καταβολή 1.300 €  την 14.3.2011  εξοφλήθηκε  ποσό 47,12 € από τόκους και απέμεινε ανεξόφλητο κεφάλαιο 3.787,42,  (με το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας 8,75% κατά το  Ν.2842 Αρ.3),  ώστε με τις καταβολές αυτές ο ανακόπτων εξόφλησε το ποσό του μισθώματος του Ιανουαρίου των 5.000 € και από αυτό του Φεβρουαρίου (5.000 – 3.787,42) 1.212,58 € και συνολικά   6.212,58 €.  Εξάλλου, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του λόγου ανακοπής,  προέκυψαν τα εξής :   Με βάση τον τρίτο όρο του από 01.7.2008 μισθωτηρίου, κατά την σύναψη της μίσθωσης, ο ανακόπτων είχε καταβάλει  στην εκμισθώτρια εταιρεία το ποσό των 25.000,00 € ως εγγύηση για την ακριβή εκπλήρωση των όρων της μίσθωσης, το οποίο συμφωνήθηκε ότι θα αναπροσαρμόζεται από 01.9.2009 αναλόγως, ώστε να παρακολουθεί την εκάστοτε αύξηση του μηνιαίου μισθώματος, έτσι  ώστε να καλύπτει πάντα 3 μηνιαία μισθώματα. Ο μισθωτής  θα είχε  τη δυνατότητα να την αναλάβει μετά την εμπρόθεσμη, κατά την λήξη της σύμβασης, αποχώρηση του από το μίσθιο, την απόδοση αυτού και των κλειδιών του, την εκκαθάριση όλων των τυχόν εκκρεμών λογαριασμών και την ακριβή τήρηση όλων των όρων της σύμβασης εκείνης, συμπεριλαμβανομένων κοινοχρήστων εξόδων (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ), ενώ, ορίστηκε ότι δεν επιτρέπεται ο συμψηφισμός της εγγύησης με οφειλόμενα μισθώματα.  Από το περιεχόμενο του υπ’ αρ. 7 όρου της σύμβασης μίσθωσης, που είναι σαφώς διατυπωμένος και δεν έχει ανάγκη ερμηνείας, προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν είχε  συμφωνηθεί να καταπίπτει ως ποινή, για την περίπτωση παράβασης των όρων της μίσθωσης από το μισθωτή, αλλά είχε τον χαρακτήρα «εγγυοδοσίας», προκαταβολής έναντι των οφειλόμενων  μισθωμάτων. Το ποσό αυτής που είχε απομείνει ανεξόφλητο, όπως επικαλείται ο ανακόπτων και προκύπτει από το από  22.11.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό ήταν αυτό των 23.000 €. Ο ανακόπτων,  κατήγγειλε πρόωρα  την επίδικη μίσθωση με την  από  18.4.2011 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε στην εκμισθώτρια την 02.5.2011, με βάση την υπ’ αριθμ. …………./02.5.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……, ώστε η μίσθωση λύθηκε μετά πάροδο 3 μηνών (καταγγελία μεταμέλειας του μισθωτή, άρθρο 43  § 1 του Π.Δ./τος 34/1995, όπως αντικαταστάθηκε με την άρθρο 17 § 1 του Ν.3853/2010) και μάλιστα την 1.8.2011 παρέλαβε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εκμισθώτριας  τα κλειδιά του μισθίου με την επιφύλαξη όλων των δικαιωμάτων ως προς τα οφειλόμενα μισθώματα αποζημιώσεις και λοιπές δαπάνες, όχι όμως για φθορές καταστήματος.  Όμως από  τα ανωτέρω έγγραφα δεν αποδεικνύεται ότι κατά την λύση της μίσθωσης  συμφωνήθηκε  μεταξύ του ανακόπτοντος και της εκμισθώτριας,  να συμψηφισθεί η  εγγυοδοσία των 23.000 € με την οφειλή μισθωμάτων του  ανακόπτοντος και μάλιστα των επιδίκων.  Ο ανακόπτων με την από 18.4.2011 εξώδικη  δήλωσή του, δυνάμει της οποίας κατήγγειλε τη μίσθωση, δεν ζήτησε από την εκμισθώτρια την απόδοση της εγγυοδοσίας, ή  τον συμψηφισμό αυτής με τα μισθώματα που εξακολουθούσε να οφείλει, προσδιορίζοντας συγκεκριμένα το ποσό αυτών, ώστε η εξώδικη αυτή δήλωσή του να συνιστά και  πρόταση εξώδικου συμψηφισμού (ΑΚ 441). Καμία αναφορά  δεν έγινε στην από 1.8.2011 απόδειξη παραλαβής των κλειδιών του καταστήματος,  η οποία περιέχει απλώς την επιφύλαξη της ανακόπτουσας για την εκπλήρωση των οφειλών του ανακόπτοντος μισθωμάτων, αποζημιώσεων λοιπών δαπανών, εξαιρουμένων των φθορών.  Εκτός  από αυτά δεν αποδεικνύεται  ότι ο ανακόπτων είχε αποπληρώσει μέρος ή στο σύνολό της,  την  προγενέστερη οφειλή του (πριν δηλαδή τα  επίδικα μισθώματα από  την 1.1.2011 και ανεξαρτήτως του καταλογισμού των καταβολών του σ΄αυτά) των 30.109,58 €, ο τρόπος πληρωμής της οποίας, είχε ορισθεί με το από 22.11.2010 συμφωνητικό, καθώς αν ήταν συνεπής με τις καταβολές που είχαν ορισθεί σ΄αυτό, το ποσό της εγγυοδοσίας θα είχε μειωθεί σε 16.000 €, λόγω καταλογισμού ποσού 8.000 € από αυτή. Συνεπώς ο όποιος (συμφωνημένος) συμψηφισμός μεταξύ αυτού και της εκμισθώτριας θα αφορούσε πρώτα αυτήν την παλαιότερη οφειλή και όχι τα επίδικα μισθώματα. Κατόπιν αυτών  ο σχετικός λόγος της ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του (ένσταση συμβατικού συμψηφισμού) πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, ενώ αντίθετα να γίνει δεκτός ο ίδιος λόγος ανακοπής κατά το πρώτο σκέλος του (ένσταση εξόφλησης  με μερικότερες καταβολές)  ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε στο σύνολό του τον άνω λόγο ανακοπής (και ως προς τις καταβολές που προαναφέρθηκαν) έσφαλε. Κατά συνέπεια κατά παραδοχή του άνω λόγους εφέσεως θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, όπως ειδικότερα θα καθορισθεί κατωτέρω.

Κατά  το άρθρο 1 της με αριθμ. 1036819/642/Α0012/ΠΟΛ. 1096/06-04-2001  του Υπουργού Οικονομικών που εκδόθηκε κατ΄εξουσιοδότηση του άρθρου 7 § 4 του ν.2238/1994  «…. 2.  «Η εκχώρηση γίνεται με τη συμπλήρωση και την υποβολή των πιο πάνω,  κατά περίπτωση, εντύπων δήλωσης εκχώρησης από τον εκχωρητή στον αρμόδιο για τη φορολογία εισοδήματος του προϊστάμενο δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μέσα στο οικον. έτος που τα εισοδήματα αυτά υπόκεινται σε φόρο. Με τη δήλωση εκχώρησης παραδίδονται, συγχρόνως, στον αρμόδιο προϊστάμενο της ΔΟΥ από τον εκχωρητή, συνημμένα, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της απαίτησης που εκχωρείται στο Δημόσιο και με την ίδια δήλωση ο εκχωρών βεβαιώνει ότι δεν κατέχει κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. 3. Προκειμένου να αποδειχθεί ότι δεν εισπράχθηκαν τα εκχωρούμενα μισθώματα ακινήτου επισυνάπτονται στην οικεία δήλωση όλα τα έγγραφα που υπάρχουν, κατά περίπτωση. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται: α) Το συμφωνητικό μίσθωσης του ακινήτου, β) Η εξώδικη καταγγελία της μίσθωσης ή πρόσκληση καταβολής μισθωμάτων, γ) Η αγωγή απόδοσης του μισθίου ή μη καταβολής μισθωμάτων, δ) Η δικαστική απόφαση απόδοσης του μισθίου και καταβολής μισθωμάτων. 4. Επίσης, δηλώνεται η μη είσπραξη των οφειλόμενων μισθωμάτων και η μη κατοχή άλλων αποδεικτικών στοιχείων της εκχωρούμενης απαίτησης. Επίσης, όλα τα προαναφερθέντα έγγραφα δεν απαιτείται να υποβάλλονται σε κάθε περίπτωση, εκτός από την υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, η οποία πρέπει να υποβάλλεται σε όλες τις περιπτώσεις εκχώρησης εισοδημάτων, αρκεί ο εκχωρών να μην έχει στην κατοχή του άλλα αποδεικτικά στοιχεία της εκχωρούμενης απαίτησης και να το δηλώνει εγγράφως». Στην προκείμενη περίπτωση ο ανακόπτων  ισχυρίζεται στο δεύτερο λόγο της ανακοπής του ότι δεν έγινε νομότυπα η  εκχώρηση  της οφειλής του στο καθ΄ου από την  εκμισθώτρια εταιρία, καθώς αυτή προέβη στην εκχώρηση, χωρίς προηγουμένως να τον οχλήσει, με οποιοδήποτε τρόπο, για την καταβολή του πράγματι, όπως αναφέρει, οφειλόμενου ποσού των 5.700,00 €, ούτε άσκησε αγωγή σε βάρος του, παρόλο που ο ίδιος  δεν εγκατέλειψε το μίσθιο. Με βάση όμως τα όσα προεκτέθηκαν  δεν είναι απαραίτητη για την νομότυπη εκχώρηση της αξίωσης της εκμισθώτριας προς το Δημόσιο  η  επισύναψη   εξώδικης καταγγελίας  για την καταγγελία της μίσθωσης, η προσκόμιση αγωγής (πολύ περισσότερο αφού  έχει ήδη  γίνει η απόδοση του μισθίου), εξώδικης δήλωσης ή  αγωγής καταβολής μισθωμάτων, αφού όπως προκύπτει από την  § 5 είναι η επισύναψη  εγγράφων αποδεικτικών  της μη οφειλής των  μισθωμάτων είναι ενδεικτική και αρκεί σε κάθε περίπτωση προσκόμιση υπεύθυνης δήλωσης, ότι  ο εκχωρών δεν  έχει στην κατοχή του άλλα αποδεικτικά στοιχεία  της εκχωρούμενης απαίτησης  (§ 7 εδ. β.). Στην προκείμενη περίπτωση επισυνάφθηκαν εκτός από τα μισθωτήρια συμφωνητικά (1.7.2008, 29.1.2009, 22.11.2010) και υπεύθυνη δήλωση της εκμισθώτριας, σύμφωνα με την οποία  ο οφειλέτης δεν είχε υποβάλει ένσταση συμψηφισμού ή άλλες ενστάσεις και ότι δεν κατείχε  άλλα   αποδεικτικά στοιχεία  που να θεμελιώνουν την εκχωρούμενη απαίτησή του, δηλαδή όλα τα απαιτούμενα έγγραφα, με βάση την άνω διάταξη, ώστε ο σχετικός λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, όπως ορθά απέρριψε αυτόν και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.  Κατόπιν αυτών με βάση τα όσα  εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, θα πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη,  να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η ανακοπή από τον παρόν Δικαστήριο, να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να ακυρωθεί κατά το ποσό των 6.212,58 €  η με αρ. …../2013 ταμειακή βεβαίωση που εκδόθηκε σε βάρος του από τη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας – Κορυδαλλού, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ σε συνδ. με 22 § 1 Ν. 3693/1957 και κοινή απόφαση 134423/1992 Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης- ΑΠ 725/2011, ΑΠ 404/2005, ΕΠειρ 797/2014 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα – ανακόπτοντα του παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού 100 ευρώ, που κατέθεσε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ΄ του ΚΠολΔ,.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη  υπ’ αριθμ. 2204/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την τακτική  διαδικασία.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 15.7.2013 και  με αρ. κατ. …../2013 ανακοπής.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν εν μέρει.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ εν μέρει την με αρ. …../2013 ταμειακή βεβαίωση της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας – Κορυδαλλού, που εκδόθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος, ως προς το ποσό των έξι χιλιάδων, διακοσίων δώδεκα ευρώ και πενήντα οχτώ λεπτών (6.212,58) €.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του παράβολου άσκησης της έφεσης ποσού εκατό (100) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 17 Ιουλίου 2020

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ