Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 500/2020

Περίληψη 

Προϋποθέσεις αδικοπραξίας. Υποχρέωση αποζημίωσης της ενάγουσας εργοδότριας εταιρείας, αλλά και αποκατάστασης της ηθικής της βλάβης, με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, εκ μέρους του εναγόμενου, ο οποίος ως εργαζόμενος σε αυτήν με την ειδικότητα του λογιστή και ταμία ιδιοποιούνταν παράνομα, διά, εκ προθέσεως, εσφαλμένων λογιστικών καταχωρίσεων, χρηματικά ποσά,τα οποία έπρεπε να αποδώσει στην εταιρεία

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

500/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 5405/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν υπ΄αρ. 497/2017 προηγηθείσας μη οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου), που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 επ. ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίηση του ΚΠολΔ, με το Ν. 4335/2015, ο οποίος, κατ΄άρθρο 9 παρ. 2 ως άνω νόμου, δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1η-1-2016), όπως το διατακτικό αυτής συμπληρώθηκε με την υπ΄αρ.1034/2019 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.2 ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση της έφεσης και από την εκδοσή της δεν είχε παρέλθει διετία. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), και στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους του εκκαλούντος, των προβλεπόμενων, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλων, καθώς, σύμφωνα με το εδ. στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ), δ) επέλευση ζημίας και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Παράνομη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος (ΑΠ 864/2014, ΑΠ 137/2005, ΑΠ 1920/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ναυτιλιακή εταιρεία εξέθετε στην ως άνω από 10-8-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./2015, αγωγή (με την οποία παραιτήθηκε του δικογράφου της από 16-2-2015 και με αρ.καταθ. …../2015, προηγουμένως ασκηθείσας, αγωγής της με όμοιο περιεχόμενο), ότι ο εναγόμενος προσελήφθη από αυτήν στις 9-10-1989, δυνάμει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειµένου να παρέχει την εργασία του στα γραφεία, που η ενάγουσα διατηρεί στον Πειραιά, ως υπάλληλος των οικονοµικών υπηρεσιών της µε την ειδικότητα του λογιστή και ταµία. Ότι, κατόπιν ελέγχων, που πραγματοποιήθηκαν από τις ελεγκτικές υπηρεσίες της εταιρείας, διαπιστώθηκε ότι ο εναγόμενος, κατά το χρονικό διάστηµα από 1-6-2014 έως 12-6-2014, προέβη σε εσφαλµένες λογιστικές εγγραφές των δηλωτικών εισιτηρίων της 1ης, 2ας, 4ης 5ης, 7ης, 9ης και 10ης Ιουνίου 2014, ενώ δεν προέβη καθόλου στην καταχώριση των δηλωτικών εισιτηρίων της 6ης και 11ης Ιουνίου 2014, υπεξαιρώντας µε τον τρόπο αυτό το συνολικό ποσό των 35.471,40 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι, από την ως άνω παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του εναγόμενου, υπέστη ζηµία, ανερχοµένη στο ανωτέρω ποσό, καθώς και ηθική βλάβη, αφού επλήγη η φήµη, η πίστη και το κύρος της στην αγορά, προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικαστεί χρηµατική ικανοποίηση ποσού 15.044 ευρώ, αφαιρουµένου του ποσού των 44 ευρώ, για το οποίο επιφυλάσσεται να παραστεί ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου ως πολιτικώς ενάγουσα. Ζητούσε δε ακολούθως, η ενάγουσα, να υποχρεωθεί ο εναγόµενος να της καταβάλει, νομιμοτόκως, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, το συνολικό ποσό των 50.471,40 ευρώ, καθώς επίσης να απαγγελθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, λόγω της αδικοπραξίας που διέπραξε  και να καταδικαστεί αυτός στα δικαστικά της έξοδα.

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 497/2017 μη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγόμενου, και νόμιμη, στη συνέχεια, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της  συζήτησης της αγωγής, προκειμένου να διεξαχθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη, διόρισε δε πραγματογνώμονα τον …………., οικονομολόγο – λογιστή/ φοροτεχνικό Α΄ τάξης, πτυχιούχο Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΑΣΟΕΕ). Μετά τη διενέργεια της ως άνω πραγματογνωμοσύνης, η συζήτηση της αγωγής επαναφέρθηκε με την από 26-10-2017 (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ ………/30-10-2017) κλήση της ενάγουσας και εκδόθηκε από το ανωτέρω Δικαστήριο η εκκαλουμένη απόφαση (υπ΄αρ. 5405/2018), όπως το διατακτικό αυτής παραδεκτά συμπληρώθηκε με την υπ΄αρ.1034/2019 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση το ποσό των 35.471,40 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου, το ποσό των 10.000 ευρώ και συνολικά 45.471,40 ευρώ, με το  νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 35.471,40 ευρώ, καθώς επίσης επέβαλε, εις βάρος του εναγόμενου, προσωπική κράτηση διάρκειας οκτώ (8) μηνών και τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη).

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος – εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή της αντιδίκου του.

Από την εκτίµηση της από Ιουλίου 2017 έκθεσης πραγµατογνωµοσύνης του πραγµατογνώµονα οικονοµολόγου – λογιστή ………., (που διενεργήθηκε, όπως προεκτέθηκε, βάσει της υπ’ αρ. 479/2017 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), της υπ’ αρ. ……./24-11-2016 ένορκης βεβαίωσης του ………. ενώπιον της Συµβολαιογράφου Ηρακλείου ……….. και της υπ’αρ. …/25.11.2016 ένορκης βεβαίωσης του ……… ενώπιον της Συµβολαιογράφου Ηγουµενίτσας …………, που προσκοµίζει και επικαλείται η ενάγουσα, οι οποίες λήφθηκαν με επιµέλεια της τελευταίας, ύστερα από νοµότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγόμενου (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……/18-11-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………………), καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκοµίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:

Η ενάγουσα είναι ναυτιλιακή εταιρεία, που δραστηριοποιείται στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, έχοντας στην πλοιοκτησία και επιχειρηματική της εκμετάλλευση επιβατηγά-οχηματαγωγά πλoία δρομoλoγημένα, μεταξύ άλλων, στην γραμμή Ηράκλειο – Πειραιάς – Ηράκλειο. Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στις 9-10-1989 μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εν λόγω  εταιρείας – εργοδότριας και του εναγόμενου – εργαζόμενου, ο τελευταίος προσελήφθη από την πρώτη, προκειμένου να παρέχει την εργασία του στα γραφεία, που η εταιρεία διατηρεί στον Πειραιά, ως υπάλληλος των οικονομικών υπηρεσιών της με την ειδικότητα του λογιστή και ταμία. Ανάμεσα στα καθήκοντά του ήταν η ταμειακή διαχείριση του ταμείου λιμένος Πειραιά και του ταμείου του Πρακτορείου Πειραιά. Όφειλε δε, στα πλαίσια των καθηκόντων του αυτών, να καταχωρεί τα δηλωτικά των εισιτηρίων κάθε ημερομηνίας, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος και η επαλήθευση του ορθού ποσό των ταμειακών εισπράξεων. Στις 30-5-2014 ο ενάγων καταχώρισε εγγραφή με αριθμ. ….. στον υπ΄ αριθμ. ….. χρεωστικό λογαριασμό της ενάγουσας, ήτοι σε λογαριασμό που χρησιμοποιείτο για την προσωρινή καταχώριση απαιτήσεων της τελευταίας, οι οποίες δεν είχαν οριστικοποιηθεί, ποσού 5.650 ευρώ με αιτιολογία ‘’ΚΤΘ ΣΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (…..) ΥΠ. ΕΙΣΠΡ. & ΠΛ. ΠΕΙΡ. (ΠΡ. ΛΙΜ. ΠΕΙΡ)’’, δηλαδή κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί η εταιρεία στην Τράπεζα Πειραιώς με αρ. …………, χωρίς, ωστόσο, το ποσό αυτό να εμφανίζεται στα ταμειακά διαθέσιμα του ταμείου του Πειραιά και χωρίς να έχει κατατεθεί στον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας κατά την ανωτέρω ημερομηνία της καταχώρισης. Το ως άνω ποσό (των 5.650 ευρώ) κατατέθηκε από τον εναγόμενο λίγες ημέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 3-6-2014, ο οποίος προέβη σε νέα εγγραφή στον ανωτέρω χρεωστικό λογαριασμό με αρ. ……., δια της οποίας καταχωρήθηκε η πίστωση του εν λόγω ποσού. Ο παραπάνω λογιστικός χειρισμός εκ µέρους του εναγοµένου, που έγινε αντιληπτός από την υπάλληλο της Υπηρεσίας Ελέγχου της ενάγουσας ………. στις 13 Ιουνίου 2014 και ειδικότερα η µη εµφάνιση του ποσού των 5.650 ευρώ στα ταµειακά διαθέσιµα της ενάγουσας και η πίστωσή του μερικές ηµέρες µετά την εγγραφή του στο χρεωστικό λογαριασµό της εταιρείας, που ήταν λογαριασµός µη οριστικοποιηµένων απαιτήσεων, ενώ το ανωτέρω ποσό, ως κατατεθέν σε τραπεζικό λογαριασµό, συνιστούσε οριστικοποιηµένη απαίτηση και έπρεπε να είχε εγγραφεί σε λογαριασµό γενικής λογιστικής των ταµειακών διαθεσίµων της εταιρείας, προκάλεσε υποψίες στους ελεγκτές – υπαλλήλους της ενάγουσας, οι οποίοι αποφάσισαν να προβούν σε σχετικό έλεγχο. Ειδικότερα, οι υπάλληλοι της οικονοµικής υπηρεσίας και δη του Τµήµατος Ελέγχου της ενάγουσας ………. και . …….. διενέργησαν έκτακτο έλεγχο των ταµείων των πρακτορείων της ενάγουσας στον Πειραιά (στο κιόσκι που διατηρεί αυτή στο λιμάνι και στο πρακτορείο της επί της οδού ……….), µε βάση τις λογιστικές εγγραφές, στις οποίες είχε προβεί ο εναγόµενος, χωρίς, ωστόσο, να διενεργήσουν εκτενή έλεγχο και επί των παραστατικών, (ο οποίος θα γινόταν αργότερα σε περιοδικούς ελέγχους, όπως σημειώνει και ο ως άνω ελεγκτής ………… στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του), µε αποτέλεσµα να µην διαπιστώσουν ταµειακό έλλειµµα. Παραταύτα, η ενάγουσα αντικατέστησε τον εναγόμενο με έτερο υπάλληλό της, ήτοι τον ….. .., ο οποίος, όπως αναφέρει στη δική του ως άνω ένορκη βεβαίωση, εργάστηκε στη θέση του (εναγόμενου) από 17 έως 20 Ιουνίου 2014 και στη συνέχεια για δύο εβδομάδες ακόμη, ενώ ακολούθως, η ενάγουσα προέβη την 1η-7-2014, στην έγγραφη καταγγελία της σύµβασης εργασίας του εναγόμενου, καταβάλλοντάς του αποζημίωση απόλυσης ποσού 61.661,38. Κι αυτό διότι, μετά το ως άνω περιστατικό, η εµπιστοσύνη της ενάγουσας προς το πρόσωπο του εναγόμενου είχε κλονισθεί, καθώς δεν θεώρησε πειστική την αιτιολόγηση εκ μέρους του τελευταίου της προαναφερθείσας και διαπιστωθείσας στις 13-6-2014, λογιστικής παρατυπίας του, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι υφίστατο ανάγκη ύπαρξης χρηµάτων στο ταµείο για τις έκτακτες ανάγκες εξυπηρέτησης της Διεύθυνσης ναυτιλιακής λειτουργίας της εταιρείας, χωρίς να δικαιολογεί τη μη εµφάνιση του ποσού των 5.650 ευρώ στα ταµειακά διαθέσιµα της εταιρείας, γεγονός που συνιστούσε απόκρυψή του. Η ενάγουσα προχώρησε δε, δια των ελεγκτικών της υπηρεσιών, σε εκτεταμένους ελέγχους, που έλαβαν χώρα το Δεκέµβριο του έτους 2014, κατά τους οποίους διαπιστώθηκε ότι ο εναγόµενος κατά το χρονικό διάστηµα από 1-6-2014 έως 12-6-2014 είχε προβεί σε εσφαλµένες λογιστικές εγγραφές των δηλωτικών εισιτηρίων της 1ης, 2ης, 4ης, 5ης, 7ης, 9ης και 10ης Ιουνίου 2014, µεταφέροντάς τα σε ηµεροµηνίες που δεν αντιστοιχούσαν, ενώ δεν καταχώρισε καθόλου τα δηλωτικά εισιτήρια της 6ης Ιουνίου 2014 ποσού 21.768,40 ευρώ και της 11ης Ιουνίου 2013 ποσού 13.703 ευρώ. Οι παραπάνω διαπιστώσεις της ενάγουσας επιβεβαιώνονται και από την από Ιουλίου 2017 µε αριθµό …./19-7-2017 έκθεση πραγµατογνωµοσύνης του διορισθέντος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πραγµατογνώµονα …………., λογιστή – φοροτεχνικού. Πιο συγκεκριμένα, από τα αναφερόμενα στην ανωτέρω έκθεση πραγµατογνωµοσύνης προκύπτει ότι, κατά το χρονικό διάστηµα από 1-6-2014 έως 12-6- 2014 ο εναγόµενος, εκτός από τις ηµεροµηνίες 3-6-2014, 8-6-2014 και 12-6-2014, κατά τις οποίες είχε καταχωρίσει ορθώς τα δηλωτικά στο βιβλίο της εταιρείας, κατά τις λοιπές ηµεροµηνίες είτε δεν είχε καταχωρίσει, είτε είχε καταχωρίσει εσφαλµένα τα δηλωτικά των εισιτηρίων επιβατών, που είχαν εκδοθεί από το εκδοτήριο του πρακτορείου (κιόσκι) του Πειραιά, προκειµένου να παρακρατήσει ποσά εκ των εισπράξεων της ενάγουσας για να τα ιδιοποιηθεί παρανόµως. Ειδικότερα είχε προβεί, με πρόθεση, στις εξής πλημµελείς λογιστικές ενέργειες: α) Στις 1-6-2014, ενώ όφειλε να είχε καταχωρίσει δηλωτικό επιβατών Πρακτορείου Πειραιά (κιόσκι) ποσού 14.120 ευρώ, δεν είχε καταχωρίσει το δηλωτικό αυτό, ούτε προέβη σε άλλη καταχώριση δηλωτικού, έτσι ώστε να το καταχωρίσει σε μεταγενέστερη ηµεροµηνία, το καταχώρισε δε στις 2-6-2014, β) στις 2-6-2014, ενώ όφειλε να είχε καταχωρίσει δηλωτικό επιβατών Πρακτορείου Πειραιά (κιόσκι) συνολικού ύψους 16.552,95 ευρώ [=15.567 € (για εισιτήρια εσωτερικού) + 985,95 € (για εισιτήρια εξωτερικού)], είχε καταχωρίσει το δηλωτικό της 1ης-6-2014 ύψους 14.120 ευρώ και είχε αφήσει το δηλωτικό των 16.552,95 ευρώ, προκειμένου να το καταχωρίσει σε άλλη ημερομηνία, το καταχώρισε δε στις 5-6-2014, γ) στις 4-6-2014, ενώ όφειλε να είχε καταχωρήσει δηλωτικό επιβατών Πρακτορείου Πειραιά (κιόσκι) συνολικού ύψους 15.823 ευρώ (για εισιτήρια εσωτερικού), δεν καταχώρισε το δηλωτικό αυτό και σε ουδεμία καταχώριση δηλωτικού είχε προβεί, προκειμένου να το καταχωρίσει σε άλλη μεταγενέστερη ημερομηνία, το καταχώρισε δε στις 7-6-2014, δ) στις 5-6-2012, ενώ όφειλε να είχε καταχωρίσει δηλωτικό επιβατών Πρακτορείου Πειραιά (κιόσκι) συνολικού ύψους 16.901,40 ευρώ [=16.607 € (για εισιτήρια εσωτερικού) + 294,40 € (για εισιτήρια εξωτερικού)], είχε καταχωρίσει το δηλωτικό της 2ης-6-2014 ύψους 16.552,95 ευρώ και είχε αφήσει το δηλωτικό των 16.901,40 ευρώ, έτσι ώστε να το καταχωρίσει σε άλλη ημερομηνία, το καταχώρισε δε στις 6-6-2012, ε) στις 6-6-2014, ενώ όφειλε να είχε καταχωρίσει δηλωτικό επιβατών Πρακτορείου Πειραιά (κιόσκι) συνολικού ύψους 21.768,40 ευρώ (για εισιτήρια εσωτερικού), είχε καταχωρίσει το δηλωτικό της 5ης-6-2014 ύψους 16.901,40 ευρώ και είχε αφήσει το δηλωτικό των 21.768,40 ευρώ χωρίς να το δηλώσει, το οποίο ουδέποτε το δήλωσε και επομένως ιδιοποιήθηκε το συγκεκριμένο ποσό των 21.768,40 ευρώ, το οποίο είχε αποκομίσει η ενάγουσα εταιρεία από την πώληση των παραπάνω εισιτηρίων, στ) στις 7-6-2014, ενώ όφειλε να είχε καταχωρίσει δηλωτικό επιβατών Πρακτορείου Πειραιά (κιόσκι) συνολικού ύψους 15.426 ευρώ (για εισιτήρια εσωτερικού, είχε καταχωρίσει το δηλωτικό της 4ης-6-2014 ύψους 15.823 ευρώ και είχε αφήσει το δηλωτικό των 15.426 ευρώ, προκειμένου να το καταχωρίσει σε άλλη ημερομηνία, το καταχώρισε δε στις 9-6-2014, ζ) στις 9-6-2014, ενώ όφειλε να είχε καταχωρίσει δηλωτικό επιβατών Πρακτορείου Πειραιά (κιόσκι) συνολικού ύψους 13.991 ευρώ (για εισιτήρια εσωτερικού), είχε καταχωρίσει το δηλωτικό της 7ης-6-2014 ύψους 15.426 ευρώ και είχε αφήσει το δηλωτικό των 13.991 ευρώ, έτσι ώστε να το καταχωρίσει σε μεταγενέστερη ημερομηνία, το καταχώρισε δε στις 10-6-2014, η) στις 10-6-2014, ενώ όφειλε να είχε καταχωρήσει δηλωτικά επιβατών συνολικού ύψους 14.237,90 ευρώ [=9.856 € δηλωτικό (για εισιτήρια εσωτερικού που εκδόθηκαν από το Πρακτορείο Πειραιά (κιόσκι) + 3.005 € δηλωτικό για εισιτήρια εσωτερικού που εκδόθηκαν από το Πρακτορείο ……. + 1.376,90€ δηλωτικό για εισιτήρια εξωτερικού, που εκδόθηκαν από το Πρακτορείο ……..], είχε καταχωρίσει το δηλωτικό της 9ης-6-2014 ύψους 13.991 ευρώ και είχε αφήσει τα δηλωτικά των 14.237,90 ευρώ, προκειμένου να τα καταχωρίσει σε άλλη ημερομηνία, το καταχώρισε δε στις 11-6-2014, θ) στις 11-6-2014, ενώ όφειλε να είχε καταχωρήσει δηλωτικό επιβατών Πρακτορείου Πειραιά (κιόσκι) συνολικού ύψους 13.703 ευρώ (για εισιτήρια εσωτερικού), είχε καταχωρίσει τα δηλωτικά της 10ης-6-2014, συνολικού ύψους 14.237,90 ευρώ και είχε αφήσει το δηλωτικό των 13.703 ευρώ χωρίς να το δηλώσει, το οποίο ουδέποτε το δήλωσε και επομένως ιδιοποιήθηκε το συγκεκριμένο ποσό των 13.703 ευρώ, το οποίο είχε αποκομίσει η ενάγουσα εταιρεία από την πώληση των ανωτέρω εισιτηρίων. Με τη διενέργεια ετεροχρονισμένων καταχωρίσεων δηλωτικών, όπως παραπάνω αναλύθηκαν, και της μη διενέργειας καταχώρισης των δηλωτικών της 6ης-6-2014 και της 11ης-6-2014, ύψους αντίστοιχα, 21.768,40 ευρώ και 13.703 ευρώ, ο ενάγων αφαίρεσε από τα μετρητά που είχε στην διάθεσή του από την αρχή του μήνα, το παραπάνω χρηματικό ποσό, συνολικού ύψους 35.471,40 ευρώ (21.768,40 + 13.703 ευρώ), το οποίο αντιστοιχούσε στα δύο τελευταία δηλωτικά και το οποίο αν και είχε εισπραχθεί μετρητοίς από την εταιρεία, εντούτοις δεν της αποδόθηκε από τον εναγόμενο, ο οποίος το ιδιοποιήθηκε. Έτσι, εκ των υστέρων, έγινε αντιληπτός και ο λόγος που ο ενάγων δεν είχε εμφανίσει το ποσό των 5.650 ευρώ στα ταμειακά διαθέσιμα της εταιρείας και το είχε καταθέσει στην τράπεζα αργότερα, που συνίστατο στο ότι με την ενέργειά του αυτή, μεθόδευε την ιδιοποίηση ταμειακού διαθεσίμου επόμενης ημέρας, καταχωρώντας το ποσό αυτό κατά την μεταγενέστερη ημερομηνία στην οποία θα προέβαινε σε παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων της ενάγουσας. Κατά του εναγόμενου ασκήθηκε δε, κατόπιν σχετικής μήνυσης της ενάγουσας, ποινική δίωξη για την κακουργηματική πράξη της υπεξαίρεσης (αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας κατ΄ εξακολούθηση). Ωστόσο, με το υπ΄αρ. 597/2019 βούλευμά του, το Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιώς, ενόψει ότι με την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 4619/2019 (νέος ποινικός κώδικας) στο άρθρο 375 ΠΚ, η εν λόγω πράξη, διώκεται πλέον σε βαθμό πλημμελήματος, έπαυσε οριστικά την ως άνω ποινική δίωξη εναντίον του, λόγω παραγραφής.

Ο ενάγων υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά το αποδεικτικό υλικό, καθώς προκύπτει από αυτό ότι, στις 6-6-2014 και 11-6-2014 έλαβε χώρα δια μέσου χρηματαποστολής,  αποστολή των ποσών των 20.779,11 ευρώ και 16.600 ευρώ αντίστοιχα, τα οποία κακώς η εκκαλουμένη δεν τα υπολογίζει καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υπεξαίρεσε το ως άνω αναφερθέν ποσό. Πέραν του ότι, όμως, ο ενάγων δεν  συνδέει τον ισχυρισμό του αυτόν με κανένα αποδεικτικό στοιχείο, σε κάθε περίπτωση, στην ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης έχουν ληφθεί υπόψη όλες οι χρηματαποστολές εκροής και εισροής χρημάτων, όπως αυτές καταγράφονται αναλυτικά σε αυτήν, οπότε ο ως άνω λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, ο εναγόμενος επικαλείται, στο δεύτερο λόγο της έφεσής του, τη μακροχρόνια και ευσυνείδητη παροχή της εργασίας του στην ενάγουσα, καθώς και ένα περιστατικό απόπειρας ληστείας στο ταμείο της εταιρείας, που χάρη στη δική του αντίδραση, απετράπη, όπως ειδικότερα αναφέρει στην έφεση. Τα γεγονότα αυτά, όμως, δεν σχετίζονται ούτε αναιρούν τη διαπραχθείσα από αυτόν, κατά τα ως άνω αποδειχθέντα, πράξη της υπεξαίρεσης εις βάρος της ενάγουσας.  Ο δε ισχυρισμός του ότι, ναι μεν έγιναν λανθασμένες λογιστικές εγγραφές εκ μέρους του, αλλά αυτό οφείλεται στο φόρτο εργασίας και δεν είχε πρόθεση υπεξαίρεσης, δεν κρίνεται πειστικός και ανατρέπεται από τα όσα διαπίστωσαν τόσο οι ελεγκτές της ενάγουσας όσο και ο ως άνω πραγματογνώμονας που ορίστηκε δικαστικά, αλλά και όσα αναφέρουν οι προαναφερθέντες μάρτυρες στις ένορκες βεβαιώσεις τους, ενώ οι ισχυρισμοί του εναγόμενου δεν επιρρωνύονται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, έγγραφο ή μάρτυρα. Το ότι, στον πρώτο διενεργηθέντα έλεγχο από τους ελεγκτές υπαλλήλους της ενάγουσας (βλ.π.π), δεν διαπιστώθηκε ταμειακό έλλειμμα, πράγμα που επίσης επικαλείται ο εκκαλών, εξηγείται από το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, οι ελεγκτές δεν εξέτασαν τα παραστατικά, αλλά μόνο τις λογιστικές εγγραφές, που είχε προβεί ο εναγόμενος. Αντίθετα, όταν έγινε πιο ενδελεχής έλεγχος, προέκυψαν οι ως άνω παρατυπίες. Επομένως, κι ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα προαναφερθέντα, ο εναγόμενος με τις ως άνω  ενέργειές του, ιδιοποιήθηκε παράνομα τα ανωτέρω, ανήκουσα στην ενάγουσα, ποσά, και συνολικά 35.471,40 ευρώ, που είχαν περιέλθει στην κατοχή του με αφορμή την εργασία του σε αυτήν ως ταμία – λογιστή και τα οποία έπρεπε να της είχε αποδώσει. Η δε παράνομη και υπαίτια αυτή συμπεριφορά του είχε ως συνέπεια να ζημιωθεί η ενάγουσα κατά το παραπάνω υπεξαιρεθέν από αυτόν ποσό, το οποίο οφείλει να της καταβάλει ως αποζημίωση.

Περαιτέρω, από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η ενάγουσα εταιρεία, υπέστη ηθική βλάβη από την προεκτεθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου, καθώς διαψεύστηκε η εμπιστοσύνη της στον τελευταίο, ο οποίος, εκμεταλλεύομενος την, επί σειρά ετών, συνεργασία τους και την καλή γνώση του λογιστικού συστήματός της, δημιούργησε με τις ανωτέρω πράξεις του, αναστάτωση στη λειτουργία της, καθώς επίσης επλήγη η φήμη  και η αξιοπιστία της στη ναυτιλιακή και γενικά την εμπορική αγορά. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες διέπραξε την ως άνω παράνομη πράξη ο εναγόμενος, τη βαρύτητα και το είδος της, την έκταση της βλάβης που υπέστη η ενάγουσα από αυτήν, το βαθμό του δόλου του εναγόμενου, καθώς την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, το παρόν Δικαστήριο κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο, και όχι το ποσό των 10.000 ευρώ, που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κρίνεται υπερβολικό σε σχέση με τα ανωτέρω περιστατικά, δεδομένης και της σημαντικής οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα τα τελευταία έτη, γενομένου εν μέρει δεκτού ως βάσιμου του σχετικού τρίτου και τελευταίου λόγου της έφεσης.

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που  κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, ήτοι μόνο ως προς το ύψος του επιδικασθέντος ποσού ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά το βάσιμο περί τούτου ως άνω λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ ουσία, αφού κρατηθεί δε η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ουσία, πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 40.471,40 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες (35.471,40 ευρώ ως αποζημίωση και 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοση της αγωγής, έως την εξόφληση. Επίσης, πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος του εναγόμενου προσωπική κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, λόγω της ως άνω αδικοπραξίας που έχει τελέσει, η διάρκεια της οποίας, λαμβανομένων υπόψη του βαθμού της υπαιτιότητάς του, της περιουσιακής του κατάστασης και των εν γένει συνθηκών, πρέπει να ορισθεί σε 8 μήνες. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών και ανάλογα με την έκτασή της (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και θα επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης εις βάρος του εναγόμενου – εκκαλούντος, όπως προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 5405/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών.

Κρατεί την αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των σαράντα χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και σαράντα λεπτών (40.471,40 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, έως την εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας -εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος του εναγόμενου – εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

 Απαγγέλει εναντίον του εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας οκτώ (8) μηνών, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 21 Ιουλίου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                H  ΓPAMMATEAΣ