Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 501/2020

Περίληψη

Σύμβαση έργου. Τα χαρακτηριστικά της σε σχέση με την σύμβαση εργασίας και τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Με βάση το κριτήριο του αποτελέσματος, δηλαδή της εκτέλεσης του έργου και μάλιστα με ίδια μέσα και προσωπικό, και β) το κριτήριο της έλλειψης νομικής εξάρτησης, χαρακτηρίζεται ως σύμβαση έργου και η σύμβαση, με την οποία ανατίθεται σε εταιρία προστασίας (security), αντί αμοιβής, η προστασία και φύλαξη συγκεκριμένου χώρου ή ο έλεγχος του συστήματος ασφαλείας του, προς αποτροπή διάρρηξής του, καθόσον το προέχον στη σύμβαση αυτή είναι το αποτέλεσμα στο οποίο απέβλεψαν οι συμβαλλόμενοι, που είναι η, κατά το συμβατικό χρονικό διάστημα, προστασία του χώρου αυτού. Καταγγελία της σύμβασης έργου από τον εργοδότη κατ’ άρθρο 700 ΑΚ. Συνέπεια της καταγγελίας είναι ότι η σύμβαση λύεται για το μέλλον και ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον εργολάβο ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή. Απορρίπτει έφεση.

 

Αριθμός     501/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  E.T..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 19.3.2019 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …………/19.3.2019) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγόμενης εταιρίας με την επωνυμία «…………» κατά της υπ’ αριθ. 242/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει την από 1.12.2017 αγωγή του ……….. (ήδη εφεσίβλητου) έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια του ενάγοντος, στην εναγόμενη εταιρία, την 19.2.2019 (βλ. την σχετική επισημείωση επί του σώματος της εκκαλουμένης, του δικαστικού επιμελητή ………), ενώ αυτή (έφεση) κατατέθηκε την 19.3.2019, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ, όπως προκύπτει από την σχετική από 19.3.2019 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει, στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση.

ΙΙ. Με την από 1.12.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/1.12.2017) αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων ………… (ήδη εφεσίβλητος) ισχυρίσθηκε ότι, από το έτος 2012, διατηρεί στον ….. . ατομική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας (security) με το διακριτικό τίτλο «……….». Ότι η εναγόμενη εταιρία  με την επωνυμία «……………..» (ήδη εκκαλούσα) είναι τεχνική εταιρία που είχε αναλάβει, ως εργολάβος, την εκτέλεση του έργου της βελτίωσης της επαρχιακής οδού Δρυόπης (Κόμβος Καλλονής)-Γαλατά και, στο πλαίσιο του έργου αυτού, είχε ανάγκες φύλαξης σε σχέση με το εργοτάξιό της, τα οχήματα, τα μηχανήματα και τα οικοδομικά υλικά που βρίσκονταν εντός των εργοταξιακών χώρων του ως άνω έργου. Ότι, για το λόγο αυτό, η εναγόμενη εταιρία κατάρτισε με αυτόν (ενάγοντα) την 1.4.2014, σύμβαση έργου με αντικείμενο την φύλαξη των εργοταξιακών χώρων της, διάρκειας αρχικά εξήντα (60) ημερών, με ωράριο φύλαξης καθημερινά από Δευτέρα μέχρι Κυριακή από ώρα 19.30 μέχρι 07.30, αντί συμφωνηθείσας μηνιαίας αμοιβής ύψους 2.400 ευρώ συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ, καταβλητέας από την εναγομένη εντός 30 ημερών από την έκδοση του σχετικού τιμολογίου που αυτός (ενάγων) θα εξέδιδε. Ότι η ανωτέρω σύμβαση ανανεώθηκε διαδοχικά, ανά εξάμηνο, μέχρι και την 2.1.2017, οπότε η εναγομένη αποφάσισε την ανανέωση αυτής όχι επί εξάμηνο αλλά επί έτος, και συγκεκριμένα μέχρι 2.1.2018, αντί της (συμφωνημένης και για το προγενέστερο χρονικό διάστημα) αμοιβής των 2.400 ευρώ μηνιαίως (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ). Ότι η εναγομένη, σταδιακά, δεν ήταν συνεπής στην εμπρόθεσμη εξόφληση των τιμολογίων αυτού (ενάγοντος) και του κατέβαλε την αμοιβή του με μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές με πίστωση πέντε μηνών, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει οικονομική δυσχέρεια, αφού αυτός δυσκολευόταν στις πληρωμές του προς τρίτους (Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία κλπ), αλλά και προς τον υπάλληλό του, ………….., τον οποίο, από το έτος 2016, άρχισε να απασχολεί ως προσωπικό της επιχείρησής του. Ότι από τον Ιανουάριο του έτους 2017 αυξήθηκαν οι ανάγκες φύλαξης του έργου και έτσι, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, για το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2017 έως 15.3.2017 διπλασιάστηκαν οι βάρδιες φύλαξης και, συνακόλουθα, η αμοιβή του, ενώ ήδη τον Φεβρουάριο του έτους 2017, οι οφειλές της εναγομένης από την επίδικη σύμβαση ανέρχονταν στο ποσό των 18.711,06 ευρώ, και επειδή αυτός διαμαρτυρόταν έντονα για την καθυστέρηση στην εξόφληση των τιμολογίων του, η εναγομένη, την 16.3.2017, κατήγγειλε την εν λόγω σύμβαση και έκτοτε έπαυσε, λόγω της ως άνω καταγγελίας της, να αποδέχεται τις υπηρεσίες αυτού (ενάγοντος), αφού την φύλαξη του εργοταξίου της ανέλαβε άλλη εταιρεία φύλαξης. Ότι η εναγομένη εξακολουθεί να του οφείλει την συμφωνηθείσα αμοιβή του για το χρονικό διάστημα από 1.3.2017 έως 16.3.2017 (χρόνος καταγγελίας), που ανέρχεται σε 2.400 ευρώ, αφού το διάστημα αυτό εκτελέστηκαν διπλές βάρδιες φύλαξης, ενώ, επίσης, του οφείλει και το σύνολο της συμφωνηθείσας εργολαβικής αμοιβής του, που αυτός δικαιούται, κατ’ άρθρο 700 ΑΚ, για όλο το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της επίδικης σύμβασης έργου, ήτοι από τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης από την εναγομένη (16.3.2017) έως τον συμφωνηθέντα χρόνο λήξης της σύμβασης (2.1.2018), και που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 22.800 ευρώ (ήτοι 1.200 ευρώ για το διάστημα από 16.3.2017 έως 31.3.2017 και 2.400 ευρώ Χ 9 μήνες για το υπόλοιπο διάστημα). Ότι από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης και από την εκ μέρους της αιφνιδιαστική διακοπή της επαγγελματικής συνεργασίας τους, που συζητήθηκε στην τοπική κοινωνία όπου ζει, αυτός υπέστη ψυχική ταλαιπωρία και αναστάτωση, με συνέπεια να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν του παραδεκτού μερικού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής που αφορά την χρηματική ικανοποίηση σε αναγνωριστικό, ο ενάγων ζήτησε: 1) να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία να του καταβάλει: α) το ποσό των 2.400 ευρώ ως οφειλόμενη συμφωνηθείσα αμοιβή του για το χρονικό διάστημα από 1.3.2017 μέχρι 15.3.2017 και β) το ποσό των 22.800 ευρώ που αντιστοιχεί στο οφειλόμενο, λόγω της καταγγελίας της σύμβασης από την εναγομένη, υπόλοιπο της συμφωνηθείσης αμοιβής του για το χρονικό διάστημα από την ως άνω καταγγελία μέχρι τον καθορισθέντα συμβατικώς χρόνο λήξης της σύμβασης (ήτοι 1200 ευρώ + 2400 ευρώ Χ 9 μήνες) με το νόμιμο τόκο, για κάθε μερικότερο μηνιαίο ποσό, από την συμφωνηθείσα ημέρα καταβολής του (ήτοι 30 ημέρες μετά την έκδοση κάθε τιμολογίου), άλλως από την επίδοση της αγωγής, και 2) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της, με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο καταγγελίας της επίδικης σύμβασης έργου, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού αποφάνθηκε ότι η ως άνω αγωγή, κατά το καταψηφιστικό αίτημά της, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 681 επ., 700, 346 ΑΚ, χαρακτηρίζοντας την επίδικη σύμβαση ως σύμβαση έργου, δέχθηκε εν μέρει αυτήν (αγωγή), ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, ως προς το ως άνω αίτημά της, υποχρεώνοντας την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 18.778,28 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ενώ απέρριψε, ως μη νόμιμο, το αναγνωριστικό αίτημα αυτής (αγωγής) περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγόμενη εταιρία με την υπό κρίση έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να  απορριφθεί, στο σύνολό της, η ως άνω αγωγή.

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, αντικείμενο της σύμβασης έργου είναι η εκ μέρους του εργολάβου εκτέλεση του έργου. Έργο δε είναι το αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας, που μπορεί να είναι υλικό ή άυλο, ορατό ή αόρατο (βλ. Α. Καρδαράς σε Α. Γεωργιάδη-Μ. Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 681, αριθ. 2, σελ. 595). Αποτελεί δε τούτο το κύριο χαρακτηριστικό της σύμβασης έργου, δεδομένου ότι σ’ αυτό αποβλέπουν οι συμβαλλόμενοι, ενώ αντίθετα σκοπός της σύμβασης εργασίας είναι η παροχή εργασίας από τον εργαζόμενο, υπό τις δεσμευτικές, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο, οδηγίες του εργοδότη. Ειδικότερα, από την αντιπαραβολή των διατάξεων των άρθρων 648, 652, 653 ΑΚ προς τις διατάξεις των άρθρων 681 επ., 692, 694, 698 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι, όταν η συμβληθέντες απέβλεψαν στην επίτευξη ενός τελικού αποτελέσματος ή στην εκτέλεση περισσοτέρων έργων και ο παρέχων την εργασία αμείβεται μετά από κάθε παράδοση του έργου ή τμήματος αυτού, πρόκειται περί σύμβασης έργου και ο χαρακτήρας της σύμβασης δεν μεταβάλλεται, εάν η καταβολή της αμοιβής γίνεται κατά χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία ο εργολάβος είναι υποχρεωμένος να παράγει και να διατηρεί το έργο (ΑΠ 640/1994 ΕλλΔνη 1995.1251). Αντιθέτως, όταν επιδιώκεται η παροχή εργασίας, καθ’ εαυτή, άσχετα δηλαδή από το αποτέλεσμά της και υφίσταται προσωπική εξάρτηση του εργαζόμενου που τελεί υπό τις οδηγίες, την εποπτεία και τον έλεγχο του εργοδότου, η σχέση έχει τον χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την καταβολή μισθού από τον εργοδότη, το στοιχείο δε αυτό (καταβολή μισθού), είναι χαρακτηριστικό και στην περίπτωση της σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αφού και στην τελευταία αυτή σύμβαση τα μέρη δεν αποβλέπουν στο αποτέλεσμα αλλά στην παρεχόμενη εργασία (ΑΠ 125/1998 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, ως προς τη διάκριση της σύμβασης έργου από την σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, κρίσιμο κριτήριο είναι αν ο παρέχων την εργασία ανέλαβε ή όχι την ευθύνη να πετύχει ορισμένο αποτέλεσμα, δηλαδή αν την ανέλαβε είναι σύμβαση έργου, ενώ αν δεν την ανέλαβε είναι σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Κριτήριο, ακόμη, υπέρ της σύμβασης έργου είναι ότι ο παρέχων την εργασία διατηρεί αυτοτελή επιχείρηση με ίδια μηχανικά μέσα και προσωπικό, οπότε πρόκειται για σύμβαση έργου ή αν εντάχθηκε οργανικά στην επιχείρηση του εργοδότη, οπότε πρόκειται για σύμβαση παροχής υπηρεσιών (ΑΠ 1157/2006 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Α. Βαλτούδης σε Α. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. Ι, έκδ. 2010, εισαγ. παρατ. στα άρθρα 681-702 ΑΚ, αρ. 13, σελ. 1250). Τέλος, με βάση τα ανωτέρω κριτήρια, ήτοι α) το κριτήριο του αποτελέσματος, δηλαδή της εκτέλεσης του έργου και μάλιστα με ίδια μέσα και προσωπικό, και β) το κριτήριο της έλλειψης νομικής εξάρτησης, χαρακτηρίζεται ως σύμβαση έργου και η σύμβαση, με την οποία ανατίθεται σε εταιρία προστασίας, αντί αμοιβής, η προστασία και φύλαξη συγκεκριμένου χώρου ή ο έλεγχος του συστήματος ασφαλείας του, προς αποτροπή διάρρηξής του, καθόσον το προέχον στη σύμβαση αυτή είναι το αποτέλεσμα στο οποίο απέβλεψαν οι συμβαλλόμενοι, που είναι η, κατά το συμβατικό χρονικό διάστημα, προστασία του χώρου αυτού. Δεν ασκεί δε ιδιαίτερη επιρροή για το χαρακτηρισμό της εν λόγω σύμβασης το ότι περιλαμβάνονται σ` αυτήν και συγκεκριμένες ενέργειες, στις οποίες πρέπει να προβαίνει η εταιρία προστασίας προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (ΕφΑθ 374/2010 ΕλλΔνη 2011.185, ΕφΑθ 8616/2001 ΕλλΔνη 2003.563, ΕφΑθ 2531/1997 ΕλλΔνη 1998.673 και δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 667/2011 αδημ.) Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 700 Α.Κ (που θέτει κανόνα δικαίου εξαιρετικό και αποκλίνοντα σε σχέση με τους κανόνες των γενικών διατάξεων, κατά τους οποίους η λύση της σύμβασης με μονομερή καταγγελία προϋποθέτει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου), ο εργοδότης έχει το δικαίωμα έως την αποπεράτωση του έργου να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση. Αν γίνει καταγγελία, οφείλεται στον εργολάβο η συμφωνημένη αμοιβή, αφαιρείται, όμως, από αυτήν η δαπάνη που εξοικονομήθηκε από τη ματαίωση της σύμβασης, καθώς και οτιδήποτε άλλο ωφελήθηκε ο εργολάβος από άλλη εργασία του ή παρέλειψε με δόλο να ωφεληθεί. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι, αν ο εργοδότης καταγγείλει τη σύμβαση πριν από την περάτωση του έργου, αυτή λύεται για το μέλλον και ο εργοδότης υποχρεούται να παραλάβει το έργο στην κατάσταση που βρίσκεται κατά την καταγγελία και να καταβάλει στον εργολάβο ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή, από την οποία, μετά από ένσταση του εργοδότη, μπορούν να αφαιρεθούν τα άνω ποσά. Η καταγγελία αυτή είναι δικαιοπραξία μονομερής, απευθυντέα, αμετάκλητη και αναιτιώδης και μπορεί να γίνει οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο, ενώ είναι άτυπη και μπορεί να γίνει και σιωπηρά, εφόσον τούτο συνάγεται σαφώς από τα συντρέχοντα περιστατικά. Η ανωτέρω διάταξη, είναι ενδοτικού δικαίου, για το λόγο αυτό, είναι ισχυρές αντιθέτου περιεχομένου συμφωνίες, με τις οποίες ορίζεται διαφοροποίηση στη ρύθμιση από εκείνη της διάταξης. Δηλαδή, με αντιθέτου περιεχομένου συμφωνίες, μπορεί να περιορίζεται το δικαίωμα του εργοδότη από το άρθρο 700 ΑΚ ή να καταλύεται, δηλαδή να χωρεί έγκυρη παραίτηση του εργοδότη από το δικαίωμα καταγγελίας ή ανάκτηση του δικαιώματος από τον εργοδότη ή να παραχωρούνται περισσότερα δικαιώματα στον εργοδότη, όπως απαλλαγή από καταβολή της αμοιβής ή να περιορίζεται η υποχρέωση σε ορισμένο ποσοστό ή να ορίζεται ποινική ρήτρα, σε περίπτωση καταγγελίας, η οποία αντικαθιστά τις υποχρεώσεις από τη διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ, ή είναι πέραν αυτών. Μπορεί ακόμη με τις συμφωνίες αυτές να χορηγείται το δικαίωμα καταγγελίας όχι μόνο στον εργοδότη, όπως προβλέπεται στην ΑΚ 700 αλλά και στον εργολάβο ή να θεσπίζονται περιορισμοί στην άσκησή του, όπως π.χ. έγγραφη προειδοποίηση εργοδότη ή του εργολάβου (ΑΠ 1229/2017, ΑΠ  71/2016, βλ. Α. Βαλτούδης σε Α. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 700, αρ. 22-31, σελ. 11323-1324, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΝομ ΑΚ, τόμ. Γ΄, ημίτομ. Β΄, άρθρο 700, αρ. 1-3, 13-17, σελ. 759-760 και763-766).

ΙV. Από τις προσκομιζόμενη με επίκληση από την εκκαλούσα υπ’ αριθ. ………../12.3.2018 ένορκες βεβαιώσεις των ……………, αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ (όπως αυτά προστέθηκαν με το Ν. 4335/2015), κλήτευσης του αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. …../7.3.2018  έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………..), από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον εφεσίβλητο υπ’ αριθ. …./8.3.2018 ένορκη βεβαίωση του .. …. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, η οποία έχει ληφθεί κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ (όπως αυτά προστέθηκαν με το Ν. 4335/2015), κλήτευσης της αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθ. ……΄/6.12.2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, ………..), από τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ………. (ήδη εφεσίβλητος), από το έτος 2013, διατηρεί στον …… ατομική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας με το διακριτικό τίτλο «……..», ενώ η εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «……….» και με το διακριτικό τίτλο «…………» (ήδη εκκαλούσα) είναι τεχνική εταιρεία που έχει αναλάβει, ως εργολάβος, την εκτέλεση του έργου της βελτίωσης της επαρχιακής οδού Δρυόπης (Κόμβος Καλλονής)-Γαλατά. Οι διάδικοι, στο πλαίσιο των ως άνω επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους, κατάρτισαν στην Αθήνα την 1.4.2014, με το από 1.4.2014 «ιδιωτικό συμφωνητικό-σύμβαση έργου» (όπως οι ίδιοι το χαρακτήρισαν), σύμβαση, με την οποία η ατομική επιχείρηση του ενάγοντος (που αναφέρεται ως «πρώτη των συμβαλλομένων») ανέλαβε την φύλαξη, με δικό της προσωπικό και υλικοτεχνικό εξοπλισμό, του χώρου του εργοταξίου της εναγομένης (που αναφέρεται ως «δεύτερη των συμβαλλομένων») με τον τίτλο «Εργοτάξιο κατασκευής έργου «Βελτίωση επαρχιακής οδού Δρυόπης (Κόμβος Καλλονής)-Γαλατάς (Διακριτό τμήμα βελτίωσης)», καθώς και την φύλαξη των οχημάτων, μηχανημάτων και οικοδομικών υλικών που βρίσκονται εντός των εργοταξιακών χώρων που περιγράφονται στο συμφωνητικό για το χρονικό διάστημα από 1.4.2014 έως 1.6.2014 (ήτοι για 60 ημέρες), με σταθερό ωράριο φύλαξης καθημερινά από Δευτέρα μέχρι Κυριακή από ώρα 19.00 μέχρι 07.00 (ήτοι για 12 ώρες ανά ημέρα), αντί συμφωνημένης αμοιβής ποσού 2.400 ευρώ μηνιαίως (στο οποίο περιλαμβάνεται και ο αναλογών Φ.Π.Α 23%), καταβαλλόμενης εντός τριάντα ημερών από την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου. Συγκεκριμένα, στο ανωτέρω συμφωνητικό αναγράφονται οι συμφωνημένοι όροι που διέπουν την επίδικη σύμβαση καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων-διαδίκων μερών, εκ των οποίων, τα κρίσιμα και ουσιώδη για την εξεταζόμενη υπόθεση είναι τα ακόλουθα: Στο πρώτο τμήμα του συμφωνητικού με τίτλο: «ΕΡΓΟ» και στην παράγραφο με τίτλο «Αναλυτική περιγραφή» ορίζεται (αυτολεξεί) ότι η δεύτερη των συμβαλλομένων αναθέτει στην πρώτη των συμβαλλομένων την εκτέλεση του πιο κάτω έργου, ήτοι: «Φύλαξη χώρου εργοταξίου-Φύλαξη οχημάτων/μηχανημάτων και οικοδομικών υλικών που βρίσκονται εντός των εργοταξιακών χώρων που περιγράφονται αναλυτικά-Γενική απαγόρευση εισόδου κοινού ή ατόμων άνευ εργασίας κατά τη διάρκεια των ωρών της φύλαξης-Αποτροπή κακόβουλων ενεργειών. 1. φύλαξη τεχνικού έργου και μηχανημάτων στην επαρχιακή οδό Γαλατά-Ναυπλίου, 2. φύλαξη Μάνδρα …. (12 στρέμματα), 3. φύλαξη ζωνών έργου (έως 4 μέτωπα) για 1,5 χιλιόμετρο, 4. φύλαξη εργοταξιακού χώρου, (2 στρέμματα), 5. φύλαξη χώρου εναπόθεσης επεξεργασίας μπαζών (10 στρέμματα) και 6. περιπολίες ανά τακτά χρονικά διαστήματα κατά μήκος ολόκληρου του τεχνικού έργου.». Επίσης, στον όρο 2 αναφέρεται (αυτολεξεί) ότι η επιχείρηση του ενάγοντος «αναλαμβάνει την εκτέλεση του έργου φύλαξης, με ένα (1) τουλάχιστον φύλακα ανά βάρδια και διατηρεί το δικαίωμα να αναθέτει κατά τη βούλησή της τη βάρδια, σε όποιο φύλακα κρίνει καταλληλότερο η ίδια, παρέχοντας του τον απαραίτητο υλικοτεχνικό εξοπλισμό, ώστε να φέρει εις πέρας την φύλαξη». Ακόμη, στον όρο 3 αναφέρεται (αυτολεξεί) ότι η επιχείρηση του ενάγοντος «υποχρεούται να τηρεί αναλυτικό Ημερολόγιο Ανάληψης και Παράδοσης Βάρδιας, που θα ενημερώνεται καθημερινώς με την λήξη της κάθε βάρδιας και θα υπογράφεται από τον εκάστοτε φύλακα και τον αρμόδιο εργοδηγό και στο οποίο θα αναγράφονται αναλυτικά το ονοματεπώνυμο του φύλακα, η ημερομηνία και οι ώρες φύλαξης». Τέλος, στο τμήμα του συμφωνητικού με τίτλο: «ΑΜΟΙΒΗ-ΣΧΕΣΗ», ορίζεται (αυτολεξεί) ότι: «Η πρώτη των συμβαλλομένων θα λάβει από τη δεύτερη των συμβαλλομένων, με την ολοκλήρωση της εκτέλεσης του έργου, ως αμοιβή, το ποσό των 2.400 ευρώ για κάθε μήνα στην τιμή αυτή έχει συμπεριληφθεί και ο αναλογούν φόρος (ΦΠΑ 23%), ρητώς δε συμφωνείται ότι α) το σύνολο των ωρών θα προκύψει από το Ημερολόγιο Ανάληψης και Παράδοσης Βάρδιας, β) το σύνολο των ωρών θα υπολογιστεί αμέσως με τη λήξη της παρούσας σύμβασης, γ) η πρώτη των συμβαλλομένων υποχρεούται στην έκδοση τιμολογίου επί πιστώσει, δ) η δεύτερη των συμβαλλομένων υποχρεούται στην εξόφληση του τιμολογίου, μέσα σε χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από την έκδοση του, ε) η πρώτη των συμβαλλομένων υποχρεούται στην έκδοση εξοφλητικού τιμολογίου μετά την αποπληρωμή ολόκληρου του οφειλόμενου από τη δεύτερη, ποσού.». Η σύμβαση αυτή, με τους ίδιους ακριβώς ως άνω όρους (με μόνη διαφοροποίηση στο σταθερό ωράριο των 12 ωρών, που ορίσθηκε καθημερινά από 19.30 έως 17.30), ανανεώθηκε, διαδοχικά, α) για το χρονικό διάστημα από 2.6.2014 έως 2.12.2014 (ήτοι για 180 ημέρες), με το από 2.6.2014 έγγραφο «ιδιωτικό συμφωνητικό-σύμβαση έργου» που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, β) για το χρονικό διάστημα από 2.12.2014 έως 2.6.2015 (ήτοι για 180 ημέρες), με το από 2.12.2014 έγγραφο «ιδιωτικό συμφωνητικό-σύμβαση έργου» που καταρτίσθηκε μεταξύ τους, γ) για το χρονικό διάστημα από 3.6.2015 έως 2.1.2016 (ήτοι για 240 ημέρες), με το από 3.6.2015 έγγραφο «ιδιωτικό συμφωνητικό-σύμβαση έργου» που καταρτίσθηκε μεταξύ τους, δ) για το χρονικό διάστημα από 3.1.2016 έως 2.6.2016 (ήτοι για 180 ημέρες), με το από 3.1.2016 έγγραφο «ιδιωτικό συμφωνητικό-σύμβαση έργου» που καταρτίσθηκε μεταξύ τους και ε) για το χρονικό διάστημα από 3.6.2016 έως 2.1.2017 (ήτοι για 180 ημέρες), με το από 3.6.2016 έγγραφο «ιδιωτικό συμφωνητικό-σύμβαση έργου» που καταρτίσθηκε μεταξύ τους. Μάλιστα από τον Ιούλιο του έτους 2016 ο ενάγων προσέλαβε, ως υπάλληλο στην επιχείρησή του, τον ……….. με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για να εργαστεί με καθεστώς μερικής απασχόλησης ως φύλακας ασφαλείας για 12 ώρες εβδομαδιαίως, ήτοι από ώρα 18.00 μέχρι ώρα 22.00 κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, με αποδοχές 175,97 ευρώ, ενώ η σύμβαση αυτή ανανεώθηκε μέχρι και την 31-3-2017 με τους ίδιους όρους. Η συνεργασία των διαδίκων υπήρξε ομαλή για μεγάλο χρονικό διάστημα και η εναγομένη, που ήταν ικανοποιημένη από τις υπηρεσίες φύλαξης που της παρείχε ο ενάγων, ανανέωνε διαρκώς την επίδικη σύμβαση μαζί του. Για το λόγο αυτό, η εν λόγω σύμβαση, την 3.1.2017, ανανεώθηκε, με τους ίδιους ακριβώς όρους, για μία ακόμη φορά μεταξύ των διαδίκων με το από 3.1.2017 έγγραφο «ιδιωτικό συμφωνητικό-σύμβαση έργου» και μάλιστα για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα των 364 ημερών (ενός έτους σχεδόν), ήτοι από 3.1.2017 έως 2.1.2018. Και μετά την υπογραφή του τελευταίου αυτού συμφωνητικού, η ατομική επιχείρηση του ενάγοντος εξακολούθησε να παρέχει προσηκόντως και σύμφωνα με τους ισχύοντες όρους της σύμβασης τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες φύλαξης στους εργοταξιακούς χώρους της εναγόμενης εταιρίας και συγκεκριμένα ο ενάγων, χωρίς να τελεί υπό τον ιεραρχικό έλεγχο και εποπτεία των οργάνων της τελευταίας (εναγομένης) και να λαμβάνει εντολές και οδηγίες δεσμευτικές για την εκτέλεση των συμβατικών του υποχρεώσεων, παρείχε, δια της επιχείρησής του, τις συμφωνημένες υπηρεσίες φύλαξης με δικό του προσωπικό (καθώς και με προσωπική του απασχόληση) και δικό του υλικοτεχνικό εξοπλισμό, δηλαδή απασχολώντας και δικούς του εργαζόμενους, που τελούσαν υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του, στους οποίους κατέβαλε το μισθό τους με δικά του χρήματα, ενώ η εναγόμενη εταιρία του κατέβαλε τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Υπό το ανωτέρω περιεχόμενο των ως άνω ιδιωτικών συμφωνητικών και αξιολογώντας τους περιεχόμενους σ’ αυτά όρους καθώς και τα προαναφερόμενα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις υπό της οποίες καταρτίσθηκε και λειτούργησε μεταξύ των διαδίκων η επίδικη σύμβαση, είναι κατάδηλο ότι αυτή είναι σύμβαση έργου με βάση τόσο το κριτήριο του αποτελέσματος, δηλαδή της εκτέλεσης του έργου της φύλαξης από τον ενάγοντος και μάλιστα με ίδια μέσα και προσωπικό, όσο και το κριτήριο της έλλειψης νομικής εξάρτησης αυτού από την εναγομένη, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, η συνδέουσα τους διαδίκους έννομη σχέση είναι αυτή της σύμβασης έργου (άρθρα 681 επ. ΑΚ), καθόσον ο ενάγων, αναλαμβάνοντας την εκτέλεση, δια του προσωπικού της ατομικής επιχείρησής του (φυλάκων), του συμφωνηθέντος έργου, με αμοιβή κατά μήνα καταβλητέα από την εναγομένη ως εργοδότιδα, δεν τελούσε, κατά την εκτέλεση αυτή (φύλαξη των εργοταξιακών χώρων) υπό τις οδηγίες, την εποπτεία και τον έλεγχο της τελευταίας και αμφότερα τα διάδικα μέρη απέβλεψαν, κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, στο αποτέλεσμα, δηλαδή στην (επιμελή) φύλαξη των ως άνω χώρων, με αμοιβή, κατά μήνα, της εργολάβου εναγομένης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα (έστω και με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας – άρθρο 534 ΚΠολΔ) και χαρακτήρισε την επίδικη σύμβαση ως σύμβαση έργου, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα-εναγομένη με τους σχετικούς (πρώτο και δεύτερο) λόγους της έφεσής της (ότι, δηλαδή, η επίδικη σύμβαση είναι σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών και όχι σύμβαση έργου), είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μετά την κατάρτιση του τελευταίου (από 3.1.2017) συμφωνητικού, η εναγόμενη εταιρία δεν ήταν συνεπής στην εμπρόθεσμη εξόφληση των τιμολογίων παροχής υπηρεσιών του ενάγοντος κατά τη συμφωνία τους, με αποτέλεσμα να αρχίσει να του προκαλεί οικονομική δυσχέρεια, αφού αυτός δυσκολευόταν στις πληρωμές του προς τρίτους αλλά και προς τον υπάλληλό του, ……….. Για το λόγο αυτό, οι πιέσεις του ενάγοντος προς την εναγομένη για την εμπρόθεσμη εξόφληση των οφειλών της αυξήθηκαν, ενόψει και του ότι από τον Ιανουάριο του έτους 2017 και μετά, κατόπιν συνεχών εισηγήσεων του ενάγοντος, η φύλαξη των εργοταξιακών χώρων της εναγομένης απαίτησαν την ύπαρξη διπλής βάρδιας φύλαξης, όπως και έγινε κατόπιν συμφωνίας με τον εναγομένη και τον εργοταξιάρχη της, με συνέπεια τον διπλασιασμό της οφειλόμενης στον ενάγοντα αμοιβής για το χρονικό αυτό διάστημα. Οι διαμαρτυρίες αυτές του ενάγοντος οδήγησαν σταδιακά σε όξυνση τις σχέσεις των διαδίκων. Η  εναγομένη, θεωρώντας ότι οι οικονομικές απαιτήσεις του ενάγοντος είναι ασύμφορες παρά το γεγονός ότι είχε πρόσφατα ανανεώσει τη σύμβαση μαζί του, αναζήτησε καλύτερη οικονομική προσφορά από άλλη εταιρία παροχής υπηρεσιών φύλαξης και συγκεκριμένα από την εταιρία …………… Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο υπεύθυνος εργοταξιάρχης της εναγομένης ……….., πολιτικός μηχανικός, την 9.3.2017, απέστειλε ηλεκτρονικά στον ενάγοντα την έγγραφη προσφορά της εν λόγω ανταγωνίστριας εταιρίας φύλαξης, προκειμένου να σταματήσει τις πιέσεις προς την εναγομένη για τα οικονομικά ζητήματα που είχαν ανακύψει μεταξύ των διαδίκων. Ο ενάγων, ωστόσο, συνέχισε τις διαμαρτυρίες του προς την εναγομένη και έτσι οι σχέσεις των διαδίκων οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα την l3.3.2017 ο προαναφερόμενος εργοταξιάρχης της εναγομένης, …………, να ανακοινώσει στον ενάγοντα, ότι αυτή αποφάσισε μονομερώς τη διακοπή της συνεργασίας τους από 15.3.2017 και την αντικατάστασή του από άλλη εταιρία φύλαξης. Την επόμενη ημέρα, ο ενάγων απέστειλε στην εναγομένη την από 14.3.2017 εξώδικη διαμαρτυρία του, που επιδόθηκε σ’ αυτήν την 15.3.2017 (βλ. την υπ’ αριθ. …..΄/15.3.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ………..), δηλώνοντας ότι εμμένει στην μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση και ότι, αν η τελευταία καταγγείλει τη σύμβαση, αυτός θα κινηθεί δικαστικά για τις νόμιμες αξιώσεις του, ενώ ζήτησε και την άμεση εξόφληση του οφειλομένου από την τελευταία ποσού των 4.516 ευρώ. Η εναγομένη απάντησε στην εν λόγω εξώδικη διαμαρτυρία του ενάγοντος με την από 21.3.2017 «εξώδικη διαμαρτυρία και καταγγελία» της, που επιδόθηκε σ’ αυτόν την 23-3-2017 (βλ. την σχετική επισημείωση επί του εξώδικου αυτού εγγράφου της δικαστικής επιμελήτριας, . …….), με την οποία αναφερόμενη, το πρώτον, σε πλημμελή εκτέλεση της σύμβασης έργου (όπως και ίδια χαρακτήρισε την επίδικη σύμβαση) εκ μέρους του ενάγοντος, κατήγγειλε την σύμβαση αυτή και τον κάλεσε στο εξής να απέχει από κάθε ενέργεια φύλαξης των εργοταξιακών χώρων της. Έκτοτε λύθηκε η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση έργου για το μέλλον, καθόσον η γενόμενη, κατ’ άρθρο 700 ΑΚ, καταγγελία από την εναγόμενη-εργοδότρια δεν έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη ορισμένου λόγου, γι’ αυτό και δεν απαιτείται να εξηγήσει ο εργοδότης ή να δικαιολογήσει την απόφασή του προς καταγγελία της σύμβασης, ενώ η τυχόν αλήθεια ή αναλήθεια των λόγων που οδήγησαν αυτόν στην καταγγελία, δεν επηρεάζει το κύρος της, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, η εναγομένη επαναφέρει, με σχετικό λόγο έφεσης, τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της, ότι, και αν ακόμη η επίδικη σύμβαση θεωρηθεί ως σύμβαση έργου, η καταγγελία αυτής, ως εργοδότριας, έγινε λόγω ύπαρξης σπουδαίου λόγου που αφορούσε το πρόσωπο του ενάγοντος εργολάβου και συγκεκριμένα λόγω πλημμελούς άσκησης κατά την παροχή των υπηρεσιών του, με συνέπεια να μην τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 700 ΑΚ, που ορίζει ότι, σε περίπτωση καταγγελίας από τον εργοδότη, οφείλεται στον εργολάβο η συμφωνημένη αμοιβή του για το χρονικό διάστημα μετά την καταγγελία και μέχρι τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου της σύμβασης. Ο λόγος, όμως, αυτός ελέγχεται απορριπτέος, ως αλυσιτελής, καθόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι, εάν υφίσταται σπουδαίος λόγος στην καταγγελία της σύμβασης, δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 700 του ΑΚ, και ιδίως η διάταξη του εδαφίου β΄, που προβλέπει ότι εάν γίνει καταγγελία οφείλεται στον εργολάβο η συμφωνημένη αμοιβή, ενώ, κατά τα αναφερόμενα στο τέλος της νομικής σκέψης της παρούσας, επί καταγγελίας της σύμβασης έργου από τον εργοδότη και ανεξάρτητα από τον λόγο της καταγγελίας, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ, η οποία (διάταξη), ως ενδοτικού δικαίου, μόνον με αντιθέτου περιεχομένου συμφωνία μπορεί να αποκλεισθεί, πλην όμως τέτοια συμφωνία δεν υπάρχει στην προκείμενη περίπτωση, ούτε, άλλωστε, η εναγόμενη-εκκαλούσα την επικαλέσθηκε. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, οι αιτιάσεις της εναγομένης περί πλημμελούς εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους του ενάγοντος εργολάβου, δεν αποδείχθηκαν από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, αφού ουδέποτε, πριν την καταγγελία της 15.3.2017, υπήρξε οιαδήποτε διαμαρτυρία της εναγομένης προς τον ενάγοντα περί πλημμελούς παροχής από αυτόν των υπηρεσιών φύλαξης. Ειδικότερα, οι αιτιάσεις της εναγομένης, τις οποίες αναφέρει, το πρώτον, στην από 21.3.2017 εξώδικη δήλωσή της, α) ότι η ατομική επιχείρηση του ενάγοντος δεν τηρούσε το αναλυτικό ημερολόγιο ανάληψης και παράδοσης βάρδιας, β) ότι οι φύλακές της προσέρχονταν, κατ’ επανάληψη, με καθυστέρηση στην φύλαξη των εγκαταστάσεών τους και γ) ότι υπήρξε καθυστερημένη ειδοποίηση αυτής (εναγομένης) για κακόβουλη ενέργεια που έλαβε χώρα σε φωτεινό σηματοδότη στην περιοχή της Καλλονής, με αποτέλεσμα ο σηματοδότης αυτός να τεθεί εκτός λειτουργία, ουδόλως αποδείχθηκαν. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη ήταν πλήρως ικανοποιημένη από τις υπηρεσίες φύλαξης που της παρείχε ο ενάγων, και, για το λόγο αυτό, ανανέωνε διαρκώς την επίδικη σύμβαση μαζί του και μάλιστα την τελευταία φορά (την 3.1.2017), η σύμβαση αυτή ανανεώθηκε μεταξύ των διαδίκων για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα του ενός έτους, αντί των έξι μηνών, όπως γινόταν προηγουμένως. Η καταγγελία δε της εναγομένης (της 15.3.2017) οφείλεται στην διατάραξη των σχέσεων των διαδίκων, που επήλθε από τον Φεβρουάριο 2017 και εντεύθεν, για τους οικονομικούς λόγους που προεκτέθηκαν. Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση, δεδομένου ότι δεν υφίσταται αντίθετη διάταξη στην επίδικη σύμβαση έργου, τυγχάνει εφαρμογής, κατά τα προεκτεθέντα, η διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία η εναγόμενη εργοδότης οφείλει στον ενάγοντα εργολάβο τη συμφωνηθείσα αμοιβή του για όλη της διάρκεια της σύμβασης από την καταγγελία και μέχρι την συμβατική λήξη της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχτηκε α) ότι, στην προκείμενη υπόθεση, λόγω της καταγγελίας της εναγομένης, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ, με συνέπεια να οφείλεται στον ενάγοντα εργολάβο η συμφωνηθείσα αμοιβή του για όλη της διάρκεια της σύμβασης από την καταγγελία της μέχρι τη λήξη της και β) ότι, σε κάθε περίπτωση, οι αιτιάσεις της εναγομένης περί πλημμελούς εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους του ενάγοντος εργολάβου, είναι ουσιαστικά αβάσιμες, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα-εναγομένη με τους σχετικούς (τρίτο και τέταρτο) λόγους της έφεσής της, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, με την εκκαλούμενη απόφαση, έγιναν δεκτά και τα ακόλουθα: Η εναγομένη οφείλει, για την ανωτέρω αιτία, στον ενάγοντα α) ποσό 1.200 ευρώ για το διάστημα από 16.3.2017 έως 31.3.2017 και β) ποσό 21.600 ευρώ (ήτοι 2.400 ευρώ Χ 9 μήνες), δηλαδή του οφείλει το συνολικό ποσό των 22.800 ευρώ (1.200+21.600), από το οποίο πρέπει, σύμφωνα με την ένσταση που πρότεινε η εναγομένη, να αφαιρεθεί η δαπάνη που εξοικονόμησε ο ενάγων από τη ματαίωση της σύμβασης, που ανέρχεται α) σε ποσό 175,97 ευρώ κατά μήνα για αμοιβή του ……….., τον οποίο απασχολούσε ως δεύτερο φύλακα, και β) σε 500 ευρώ μηνιαίως για λειτουργικά έξοδα για καύσιμα και συντήρηση του οχήματος περιπολίας για τις καθημερινές περιπολίες επί δωδεκάωρο σε απόσταση αρκετών χιλιομέτρων σε όλη την έκταση του εργοταξίου. Συνεπώς, αυτός για το επίδικο χρονικό διάστημα (16.3.2017 έως 2.1.2018) εξοικονόμησε, για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 6.421,72 ευρώ και, επομένως, από το ποσό των 22.800 ευρώ, πρέπει, κατά μερική παραδοχή της σχετικής ένστασης της εναγομένης, να αφαιρεθεί το ποσό των 6.421,72 ευρώ, και, επομένως, ο ενάγων, για την ανωτέρω αιτία, δικαιούται το ποσό των 16.378,28 ευρώ, ενώ, επιπλέον, αυτός δικαιούται και την οφειλόμενη αμοιβή του για το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου 2017 (ήτοι μέχρι την καταγγελία της σύμβασης), ποσού 2.400 ευρώ καθόσον, κατόπιν προφορικής συμφωνίας των διαδίκων, οι βάρδιες φύλαξης διπλασιάστηκαν από 10.1.2017 και για όλο χρονικό διάστημα μέχρι την καταγγελία της επίδικης σύμβασης (15.3.2017), με συνέπεια να διπλασιαστεί και η αμοιβή του ενάγοντος και, επομένως αυτός, για τις ανωτέρω αιτίες, δικαιούται το συνολικό ποσό των 18.778,28 ευρώ (2.400+16.378,28). Οι παραδοχές, όμως, αυτές της εκκαλούμενης απόφασης δεν πλήττονται με ειδικό λόγο έφεσης, με συνέπεια να μην μεταβιβάζονται στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά (που συνιστούν τις παραδοχές αυτές) αποδείχθηκαν από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ενώ και η εναγομένη-εκκαλούσα ουδόλως τα αμφισβητεί.

V. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Επίσης, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτήν με το με αριθμό κωδικού …………/2019 ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 18.3.2019 βεβαίωση πληρωμής παραβόλου της Τράπεζας Πειραιώς (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, κατόπιν του σχετικού αιτήματός του, και για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 19.3.2019 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2019) έφεση της εναγόμενης εταιρίας με την επωνυμία «……………..» κατά της υπ’ αριθ. 242/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει την ως άνω εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 22 Ιουλίου 2020 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

   Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ