Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 509/2020

Περίληψη

Ο ασφαλιστής, ο οποίος αποζημίωσε τον ασφαλισμένο, υποκαθίσταται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.1 Ν.2496/1997, στα έναντι του τρίτου, υπόχρεου προς αποζημίωση, δικαιώματα του ασφαλισμένου, στην έκταση που ικανοποίησε αυτόν. Η υποκατάσταση αυτή έχει χαρακτήρα εκχώρησης εκ του νόμου. Η δε κατά του τρίτου αγωγή του ασφαλιστή θα έχει, κατά κανόνα, την ίδια βάση, όπως αν την αγωγή ασκούσε ο ίδιος ο ζημιωθείς. Για την πληρότητα της εν λόγω αγωγής, ο ασφαλιστής πρέπει να επικαλεσθεί, πέραν από την ασφαλιστική σύμβαση, τους όρους αυτής, και την καταβολή του ασφαλίσματος στον ασφαλισμένο, λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, και την ζημία του ασφαλισμένου που αποζημίωσε, καθώς και την προέλευσή της.

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

509/2020

 ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά και Ελένη Σκριβάνου – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 198/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση των διατάξεών της με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016, ασκήθηκε νομότυπα  και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), καθώς η επίδοση της εκκαλουμένης στην ενάγουσα, έλαβε χώρα στις 7-3-2019 (όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση επί του αντιγράφου της, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 8-4-2019, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, έκθεση κατάθεσης (εξαιρουμένων από την ως άνω προθεσμία των δύο προηγούμενων ημερών, που ήταν Σάββατο και Κυριακή, κατ΄άρθρο 144 παρ.1,3 ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε από την εκκαλούσα, το παράβολο του Δημοσίου (άρθρο 495 παρ.3εδ.α ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης.

Όσον αφορά, όμως, στον τρίτο εφεσίβλητο, ………… . – τέταρτο αρχικά εναγόμενο, η κρινόμενη έφεση απαραδέκτως ασκείται, διότι, ως προς αυτόν, (καθώς και ως προς τον πέμπτο αρχικά εναγόμενο ………….), το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είχε αποφανθεί, ύστερα από δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά του, περί παραίτησης από του δικογράφου της αγωγής ως προς τους ανωτέρω εναγόμενους (άρθρα 294, 297 ΚΠολΔ), ότι η τελευταία (αγωγή) θεωρείται ως μη ασκηθείσα ως προς αυτούς. Επομένως, ο ………….. δεν νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της έφεσης ως μη διάδικος, οπότε, σχετικά με αυτόν, η έφεση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (βλ. Β. ΒαθρακοκοίληΕρμ.ΚΠολΔ υπό το άρθρο 517 παρ.27 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία). Εντούτοις, δεν θα περιληφθεί στο διατακτικό, διάταξη περί επιβολής δικαστικής δαπάνης εις βάρος της εκκαλούσας, υπέρ του, διότι αυτός, δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερα δικαστικά έξοδα, ενόψει ότι παραστάθηκε με τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο και κατέθεσε κοινές προτάσεις με τους λοιπούς εφεσίβλητους.

Πρέπει, συνεπώς, (η έφεση) να γίνει τυπικά δεκτή ως προς την πρώτη και δεύτερο των εφεσίβλητων και να εξεταστεί περαιτέρω, από το  δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της  (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 Ν. 2496 της 14/16.5.1997 (ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις), συνάγεται ότι, ο ασφαλιστής, ο οποίος αποζημίωσε τον ασφαλισμένο, υποκαθίσταται στα έναντι του τρίτου, υπόχρεου προς αποζημίωση, δικαιώματα του ασφαλισμένου, στην έκταση που ικανοποίησε αυτόν, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη δήλωση περί μεταβίβασης των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή, αποδοχή τέτοιας δήλωσης ή ανακοίνωση περί αυτής προς τον τρίτο. Η υποκατάσταση αυτή έχει χαρακτήρα εκχώρησης εκ του νόμου. Επομένως, ο υπόχρεος προς αποζημίωση έχει έναντι του ασφαλιστή τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχε και κατά του ζημιωθέντος και, επομένως, η κατά του τρίτου αγωγή του ασφαλιστή θα έχει, κατά κανόνα, την ίδια βάση, όπως αν την αγωγή ασκούσε ο ίδιος ο ζημιωθείς. Για την πληρότητα της εν λόγω αγωγής ο ασφαλιστής αρκεί να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της ασφαλιστικής υποκατάστασης και συγκεκριμένα: α) τη σύναψη και τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, β) την καταβολή του ασφαλίσματος στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο, λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης και γ) τη ζημία του ασφαλισμένου που αποζημίωσε, καθώς και την προέλευση αυτής, εφόσον δε αυτή προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά, της μεταξύ του ασφαλισμένου του και του τρίτου αντισυμβαλλομένου αυτού σύμβασης, την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση και τους όρους αυτής που παραβιάσθηκαν από πταίσμα του ίδιου ή των αντιπροσώπων του ή των προσώπων που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την παροχή και προκάλεσαν τη ζημία του ασφαλισμένου του, κατά την έννοια των άρθρων 330 και 334 ΑΚ (ΑΠ 763/2014, Εφ.Αθ. 3020/2015, Εφ.Θεσ. 1041/2011, Εφ.Αθ. 213/2008, ΤΝΠ NΟΜΟΣ). Στην υποκατάσταση αυτή, που αποτελεί περίπτωση νόμιμης εκχώρησης, όπως προαναφέρθηκε, η απαίτηση μεταβιβάζεται με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά της. Έτσι, ο τρίτος,  μπορεί να αντιτάξει κατά του ασφαλιστή όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του ασφαλισμένου μέχρι την καταβολή του ασφαλίσματος και ειδικότερα αυτές που βάλλουν κατά της γένεσης και της ύπαρξης της απαίτησης, κατά το χρόνο της υποκατάστασης, όπως και αυτές που του παρέχουν το δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή. Μπορεί επίσης, να αντιτάξει ενστάσεις κατά του κύρους του ασφαλιστηρίου, αφού η ασφαλιστική σύμβαση αποτελεί προϋπόθεση για την υποκατάσταση (ΑΠ 848/2002 ΕλλΔνη 43,1668, Εφ.Αθ. 3020/2015 ο.π, Εφ.Αθ. 7816/2004 ΔΕΕ 2005,436). Οι εν λόγω ενστάσεις πρέπει να γεννήθηκαν μέχρι την υποκατάσταση του ασφαλιστή. Συνεπώς, μετά το χρόνο αυτό μπορεί ο τρίτος – εναγόμενος από τον ασφαλιστή – ενάγοντα να προτείνει μόνο ενστάσεις που έχει κατ’ αυτού (ασφαλιστή) εξ ιδίου δικαίου, όπως πχ, ότι παραγράφηκε η αξίωση ή που συνάπτονται ευθέως με την ενεργητική νομιμοποίηση του υποκαθισταμένου ασφαλιστή (άρθρο 174 ΑΚ, ΑΠ 842/2002 ο.π, Εφ.Αθ. 213/2008, Εφ.Αθ. 7816/2004, Εφ.Αθ. 4075/2003, Εφ.Θεσ. 1046/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι απαραίτητα στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση της αξίωσης του ασφαλιστή, ο οποίος αποζημιώνοντας τον ασφαλισμένο και στο βαθμό που το έπραξε, υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα του τελευταίου έναντι του τρίτου υπόχρεου προς αποζημίωση, είναι, πέραν από την αναφορά της ασφαλιστικής σύμβασης και τους όρους αυτής, καθώς της καταβολής του ασφαλίσματος στον ασφαλισμένο, λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, και η ζημία του ασφαλισμένου που αποζημίωσε, με προσδιορισμό των ασφαλισθέντων αντικειμένων, που υπέστησαν βλάβη ή καταστροφή, κατ’ είδος, ποσότητα και αξία (Εφ.Αθ. 3020/2015, Εφ.Θεσ. 1046/2011, ο.π).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, εξέθετε στην ως άνω από 31-3-2009 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/6-4-2009) αγωγή της, ότι δυνάμει του υπ΄αρ. ……../21-2-2003 ασφαλιστήριου συμβολαίου, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της ασφαλιζόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ‘…………..’’, ασφάλισε, κατά του κινδύνου πυρός, για ένα έτος, ήτοι από τις 31-12-2002 έως 31-12-2003, ακίνητα ευρισκόμενα στις περιοχές Αθηνών – Πειραιώς και περιχώρων, ιδιοκτησίας της τελευταίας (μη ιδιοχρησιμοποιούμενα) για συνολικό ασφαλιστικό ποσό 26.123.838 ευρώ και αντί ολικών ασφαλίστρων 19.511,07 ευρώ. Ότι, μεταξύ των ασφαλισμένων ακινήτων περιλαμβανόταν και ένα συγκρότημα κτισμάτων, μετά των παραρτημάτων και προσαρτημάτων τους ισογείων και εν μέρει μετά ορόφου, λιθόκτιστων, τσιγκοσκεπών ή ταρατσοσκεπών και εν μέρει κεραμοσκεπών, που χρησίμευαν για καταστήματα ή βιοτεχνίες, συνολικής επιφάνειας 13.767 τ.μ, εντός οικοπέδου έκτασης 26.671.24 τ.μ,, ευρισκομένου επί των οδών …………., στον Πειραιά (όπως αυτό απεικονίζεται στο από 10-9-1993 τοπογραφικό διάγραμμα, που έχει συντάξει η Δ.Τ.Υ της ιδιοκτήτριας τράπεζας) για ασφαλιστικό ποσό 1.467.351.43 ευρώ. Ότι, το  συγκρότημα αυτό, είχε εκμισθωθεί, ανά τμήματα, από την ασφαλισμένη τράπεζα, με συμβάσεις επαγγελματικής μίσθωσης, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και η πρώτη εναγόμενη, τα οποία χρησιμοποιούσαν τους μισθωμένους χώρους για τις ανάγκες της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Ότι, ειδικότερα, με το από 8-9-1997 ιδιωτικό συμφωνητικό, η ιδιοκτήτρια τράπεζα εκμίσθωσε στην πρώτη εναγόμενη εταιρία (ήδη πρώτη εφεσίβλητη), τους υπ΄αρ. 30 και 30α κτιριακούς χώρους του ως άνω συγκροτήματος, επιφανείας 435 τ.μ και 25 τ.μ, αντίστοιχα, για χρονικό διάστημα εννέα ετών, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από αυτήν (μισθώτρια) ως βιοτεχνία παραγωγής πλαστικών, ενώ το μισθωτήριο συμβόλαιο υπέγραψε για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, ο δεύτερος εναγόμενος …….. υπό την ιδιότητα του ως νομίμου εκπροσώπου της. Ότι στις 11-10-2003 εκδηλώθηκε πυρκαγιά στους παραπάνω μισθωμένους από την πρώτη εναγόμενη χώρους, που επεκτάθηκε στα διπλανά κτίρια, προκαλώντας μεγάλες ζημιές. Ότι, κατά το χρόνο εκδήλωσης της πυρκαγιάς και της εξαιτίας αυτής επελθούσας ζημίας, οι δεύτερος, τρίτος (ήδη δεύτερος εφεσίβλητος), τέταρτος και πέμπτος των εναγόμενων, αποτελούσαν το Διοικητικό Συμβούλιο της πρώτης εναγόμενης, καθώς είχαν εκλεγεί, με την από 30-6-2001 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων, για χρονικό διάστημα τριών ετών. Ότι, στις 15-3-2006 κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα η απαίτηση της ασφαλισμένης τραπεζικής εταιρίας, η οποία ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 1.247.600 ευρώ, αναλυόμενο ως εξής: 1) Ανακατασκευή κτιρίων υπ΄ αρ. 48, 49, 50, 51, 55, 50 και 58 (αναφέρεται σε αξία καινουργούς και αντιστοιχεί σε αξία ίση με 350 ευρώ/τ.μ.) : 1.179.262,2 ευρώ, 2) επισκευή κτιρίων υπ’ αρ. 62 και 59: 57.612 ευρώ, 3) επισκευή κτιρίων υπ΄ αρ. 63, 64 και 65: 2.000 ευρώ, 4) αποκομιδή ερειπίων: 1.000 ευρώ, 5) αποκατάσταση ηλεκτροδότησης: 7.600 ευρώ, 6) στρογγυλοποίηση: 26 ευρώ. Ότι, η ενάγουσα ανέθεσε στην εταιρία με την επωνυμία .…………., τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για τη διαπίστωση των ζημιών της ασφαλισμένης. Συντάχθηκε δε η υπ’αρ. … έκθεση πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με την οποία, η εκτίμηση των πραγματογνωμόνων σε σχέση με την απαίτηση της ασφαλισμένης ‘………….’’, καταγράφεται ως εξής: 1) Αποκατάσταση ζημιών σε κτίρια υπ’ αρ. 48, 49, 50, 51, 55, 56 και 58, συνολικής επιφάνειας 3.369,32 τ.μ. (επί της αξίας αφαιρέθηκε μέση παλαιότητα 50% ήτοι 3.369,32 μ2 χ 350 ευρώ χ 50%) : 589.631 ευρώ, 2) αποκατάσταση ζημιών στέγης κτιρίων υπ΄αρ. 62, 59, συνολικής επιφάνειας 611,44 τ.µ (αφαιρέθηκε μέση παλαιότητα 50%) : 28.806,00 ευρώ, 3) αποκατάσταση ζημιών σε κτίρια υπ΄αρ. 63,64,65 και 59, συνολικής επιφάνειας 707.85 τ.μ, (αφαιρέθηκε μέση παλαιότητα 50%) : 1.000 ευρώ, 4) αποκοµιδή ερειπίων κατ’ αποκοπή: 1.000 ευρώ, 5) αποκατάσταση ηλεκτροδότησης (αφαιρέθηκε µέση παλαιότητα – βελτίωση 30%): 5.320,00 ευρώ, ήτοι σύνολο ζηµίας 625.757 ευρώ. Ότι, λόγω της υπάρχουσας υπασφάλισης, η ζηµία επιµερίζεται µεταξύ της ενάγουσας και της ασφαλισµένης ως εξής: 1) ενάγουσα: 625.757 ευρώ χ 1.467.351,43 ευρώ / 2.300.000 ευρώ =  399.219,75 ευρώ και 2) ασφαλισµένη: 625.757 ευρώ χ  832.648 ευρώ / 2.300.000 = 226.537,25 ευρώ. Ότι, στα πλαίσια εξώδικης συµβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς και ύστερα από διαπραγµατεύσεις, λόγω της υφιστάµενης απόκλισης µεταξύ της απαίτησης της ασφαλισµένης και της εκτίµησης των πραγµατογνωµόνων, το ποσό της ασφαλιστικής αποζηµίωσης για τις προκληθείσες ζηµίες των κτισµάτων ως και κάθε άλλης ζηµίας από την ως άνω πυρκαγιά, καθορίσθηκε τελικά συμβιβαστικά στο ποσό των 460.000 ευρώ, το οποίο και κατέβαλε η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία στην ασφαλισμένη της ως άνω τραπεζική εταιρία, στις 7-10-2008, οπότε και καταρτίστηκε το με την ίδια ημερομηνία πρακτικό συµβιβασµού, μεταξύ τους, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε απαίτησης της ασφαλισμένης σε σχέση µε την ανωτέρω αιτία και το ασφαλιστήριο συµβόλαιο. Περαιτέρω, η ενάγουσα εξέθετε ότι, σύµφωνα µε το παραπάνω πρακτικό συµβιβασµού, αλλά και τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ.1 του Ν.2496/1997, καθώς και του σχετικού όρου του ασφαλιστήριου συµβολαίου, αυτή, µετά την προαναφερθείσα καταβολή, υποκαταστάθηκε στα δικαιώµατα της ασφαλισµένης της, ‘…… ………’’, κατά τρίτων, µέχρι του ύψους του καταβληθέντος ποσού, ήτοι των 460.000 ευρώ. Ότι, υπαίτιοι για την πρόκληση της πυρκαγιάς, καθώς και για την ταχύτατη εξάπλωση της και την επέλευση των καταστροφικών συνεπειών της σε τόσο μεγάλη έκταση ήταν οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των εναγόμενων – μέλη του Δ.Σ της πρώτης εναγόμενης, οι οποίοι υπό την ιδιότητά τους ως εκπροσώπων και διοικούντων αυτής, κατά τον χρόνο εκδήλωσης της πυρκαγιάς, με πράξεις και παραλείψεις τους, που αναφέρονται στην αγωγή, συνετέλεσαν στην επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν. Ζητούσε δε ακολούθως η ενάγουσα, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να της  καταβάλλουν, έκαστος εις ολόκληρο, το ως άνω ποσό των 460.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα καταβολής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς επίσης να απαγγελθεί σε βάρος των δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και πέμπτου των εναγόμενων προσωπική κράτηση ενός έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθεισομένης απόφασης και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Η εκδίκαση της ως άνω αγωγής είχε αρχικά προσδιοριστεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για τις 19-5-2010. Αντίγραφα της αγωγής µε κλήση προς εµφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου, επιδόθηκαν µε επιμέλεια της ενάγουσας στους αρχικούς εναγόμενους: 1) Ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ‘……….‘’ (ήδη πρώτη εφεσίβλητη) 2) ………., 3) ………….ν (ήδη δεύτερο εφεσίβλητο), 4) ………. (ήδη τρίτο εφεσίβλητο) και 5) …………., όπως προκύπτει από τις µε αρ. ………../6-4-2009, εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιµελητή . ….. Κατά την ως άνω δικάσιµο, η συζήτηση της αγωγής αναβλήθηκε και ορίστηκε νέα µετ’ αναβολή δικάσιμος η 26η-1-2011, οπότε αναβλήθηκε εκ νέου για την 31η-10-2012, κατά την οποία ο πληρεξούσιος δικηγόρος όλων των εναγόµενων, πλην του ………., ανακοίνωσε στο ακροατήριο τον θάνατο του δεύτερου εναγόμενου ………. και προσκόµισε την υπ΄αρ. ………….. ληξιαρχική πράξη θανάτου, µε αποτέλεσµα τη βίαιη διακοπή της δίκης ως προς αυτόν. Συντάχθηκε δε σχετικά, το υπ΄αρ. 826/2012 πρακτικό του ως άνω Δικαστηρίου και αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για τις 30-10-2013. Εν τω µεταξύ, η ενάγουσα, µε την από 5-12-2012 εξώδικη δήλωσή της, γνωστοποίησε τη δίκη προς τους φερόµενους ως εξ αδιαθέτου κληρονόµους του ως ανω αποβιώσαντος διαδίκου ………… (τέκνα του εντός και εκτός γάµου), ήτοι προς τον ήδη συνεναγόµενο υιό του …….., την ……… (ενήλικο τέκνο εκτός γάμου), και προς την ………. υπό την ιδιότητα της ως ασκούσα τη γονική μέριμνα του ανηλίκου ……….., επίσης γεννηθέντος εκτός γάμου (βλ. υπ’ αρ. ……………/10-12-2012 εκθέσεις επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιµελητή), προσκαλώντας τους σε επανάληψη της διακοπείσας δίκης (άρθρο 291 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η επανάληψη της δίκης, επήλθε αυτοδικαίως τριάντα ημέρες μετά την ανωτέρω κοινοποίηση (άρθρο 291 παρ.2 ΚΠολΔ), ωστόσο, κατά τη δικάσιμο της 30ης-10-2013 η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 25ης-2-2015 και εν συνεχεία για αυτή της 20ης-1-2016, κατά την οποία αναβλήθηκε και πάλι, λόγω αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντα τους, για τις 13-4-2016, οπότε η συζήτηση της αγωγής ματαιώθηκε και η ενάγουσα επανέφερε προς συζήτηση την αγωγή με την από 3-5-2018 κλήση της (με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ ……………/2018) και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, κατά την οποία και εκδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με την εν λόγω κλήση η ενάγουσα δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τους κληρονόμους του θανόντος ………, καθώς επίσης, ότι συνεχίζει τη δίκη κατά των λοιπών εναγόμενων (1ης, 3ου, 4ου και 5ου). Εντούτοις, αντίγραφα της ως άνω κλήσης, επιδόθηκαν μόνο στην πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία (ήδη πρώτη εφεσίβλητη) και στον τρίτο εναγόμενο …. (ήδη δεύτερο εφεσίβλητο), όπως προκύπτει από τις υπ΄ αρ. …………/18-5-2018 εκθέσεις επίδοσης του προαναφερθέντος δικαστικού επιμελητή. Συνεπώς, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η μνημονευόμενη στη ανωτέρω κλήση – παραίτηση από το δικόγραφο, δεν επέφερε τις έννομες συνέπειες της, αφού δεν επιδόθηκε το δικόγραφο στα πρόσωπα που αφορά η παραίτηση, ήτοι στους κληρονόμους του θανόντος …………. (ΑΠ 773/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, επειδή ακριβώς η αμέσως ανωτέρω κλήση για συζήτηση με την οποία επαναφέρεται η υπό κρίση αγωγή δεν επιδόθηκε στους κληρονόμους του θανόντος ……….., το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς αυτούς, ενώ προχώρησε κανονικά στη συζήτησή της, ως προς τους λοιπούς εναγόμενους, λόγω του δεσμού της απλής ομοδικίας που τους συνδέει (άρθρα 74 και 75 ΚΠολΔ). Ακολούθως η εκκαλουμένη απόφαση (υπ΄αρ. 198/2019), αφού αποφάνθηκε ότι η αγωγή δεν ασκήθηκε ως προς τους εναγόμενους …….. και .. …., λόγω παραίτησης από του δικογράφου της αγωγής ως προς αυτούς, που έλαβε χώρα με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την ως άνω απόφαση πρακτικά αυτού, όπως προαναφέρθηκε, στη συνέχεια  έκρινε ότι η αγωγή τυγχάνει αόριστη ως προς την ιστορική της βάση, αλλά, για λόγους οικονομίας της δίκης, την απέρριψε, ως προδήλως νόμω αβάσιμη.

Κατά της ως άνω απόφασης, παραπονείται η ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Με το ανωτέρω αναφερθέν, περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή  είναι ορισμένη, αντίθετα με τους ισχυρισμούς των εναγόμενων -εφεσίβλητων, διότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα για τη στοιχειοθέτησή της από το νόμο, στοιχεία, όπως αυτά προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, σχετικά με τα επιμέρους κονδύλια της ζημίας με αρ: 1) Αποκατάσταση ζημιών σε κτίρια υπ’ αρ. 48, 49, 50, 51, 55, 56 και 58, το οποίο (κονδύλιο) αφορά στα καταστραφέντα ολοσχερώς από την πυρκαγιά ως άνω κτίρια, για τα οποία αρκεί η αναφορά των τετραγωνικών τους, της αξίας ανακατασκευής τους ανά τ/μ και η συνολική αξία αυτής (ανακατασκευής) ύψους 589.631 ευρώ, ενώ δεν απαιτείται να αναφέρεται η ακριβής θέση και η αξία καθένα από αυτά, όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, ούτε ο ακριβής χρόνος παλαιότητας, η οποία, πάντως, ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό της αξίας αποκατάστασής τους και συνεπώς και της ζημίας, 4) αποκοµιδή ερειπίων κατ’ αποκοπή, ύψους 1.000 ευρώ και 5) αποκατάσταση ηλεκτροδότησης ποσού 5.320 ευρώ, ήτοι συνολικά 595.951 ευρώ. Όσον αφορά, όμως, στα επιμέρους κονδύλια της ζημίας, που αναφέρονται στην αγωγή με αρ. 2 και 3, σχετικά με την αποκατάσταση ζημιών στέγης κτιρίων υπ΄αρ. 62, 59, συνολικής επιφάνειας 611,44 τ.µ ύψους 28.806 ευρώ και την  αποκατάσταση ζημιών στα κτίρια υπ΄αρ. 63,64,65 και 59, συνολικής επιφάνειας 707.85 τ.μ, ύψους 1.000 ευρώ, αντίστοιχα, αυτά είναι απορριπτέα ως αόριστα, διότι δεν εξειδικεύεται το είδος των βλαβών – ζημιών που τα ως άνω κτίρια υπέστησαν, ούτε το επιμέρους κόστος αποκατάστασής τους, όπως απαιτείται.   Εξάλλου, η αγωγή είναι και νομικά βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1 Ν. 2496/1997, 71, 914, 922, 341, 345, 346 ΑΚ, 176,1047 παρ.1 ΚΠολΔ και όσων προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λοιπόν, που έκρινε, στο σύνολό της την αγωγή πρωτίστως ως αόριστη, ακολούθως δε την απέρριψε ως νομικά αβάσιμη με την αιτιολογία ότι, το αιτούμενο με αυτήν ποσό των 460.000 ευρώ, αποτελεί αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων της ενάγουσας με την ασφαλισμένη της και όχι άθροισμα των ποσών των ζημιών που φέρεται ότι υπέστη η τράπεζα από την πυρκαγιά, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν, έσφαλε. Κι αυτό διότι, όσον αφορά, στο ως άνω ποσό, που ζητεί η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, το οποίο είναι αυτό που κατέβαλε συμβιβαστικά στην ασφαλισμένη της, βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας, εκτιμάται από το δικαστήριο, με βάση τα αναφερόμενα στην αγωγή και τα αποδεικτικά στοιχεία, αν το συγκεκριμένο ποσό, αντιστοιχεί στη ζημία, που υπέστη η ασφαλισμένη (και συνεπώς, ως προς το οποίο υποκαθίσταται ο ασφαλιστής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.1 Ν.2496/1997, στην αξίωση του ασφαλισμένου του εναντίον του τρίτου – φερόμενου ως υπαίτιου της πυρκαγιάς κι ως εκ τούτου υπόχρεου προς αποζημίωση), εφόσον η ζημία αυτή προσδιορίζεται με τρόπο ορισμένο, πράγμα που συντρέχει εν προκειμένω για τα ως άνω καταστραφέντα από την πυρκαγιά κτίρια, κατά τα προαναφερθέντα. Σημειωτέον δε ότι, τυχόν αμφιβολία ως προς την έννοια των ισχυρισμών του ενάγοντα, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο επιεική, για χάρη της διατήρησης του δικογράφου της αγωγής (βλ. και Εφ.Πειρ.1190/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και κατ΄ουσία, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την πρώτη και δεύτερο των εφεσίβλητων, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και να εξεταστεί η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος της που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί από την ενάγουσα το προσήκον, για το αντικείμενο της δίκης, τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. αναφερόμενο στις πρωτόδικες προτάσεις της, υπ΄αρ. …………. διπλότυπο είσπραξης του Δημοσίου) με τα αναλογούντα υπέρ τρίτων ποσοστά .

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά), που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, ασφάλισε, δυνάμει του υπ΄αρ. …………/21-2-2003 ασφαλιστήριου συμβολαίου, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της ασφαλιζόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ‘………………’’, κατά του κινδύνου πυρός, για ένα έτος, ήτοι από τις 31-12-2002 έως 31-12-2003, ακίνητα ιδιοκτησίας της τελευταίας, ευρισκόμενα στις περιοχές Αθηνών – Πειραιώς και περιχώρων, (μη ιδιοχρησιμοποιούμενα) για συνολικό ασφαλιστικό ποσό 26.123.838 ευρώ και αντί ολικών ασφαλίστρων 19.511,07 ευρώ. Μεταξύ των ασφαλισθέντων ακινήτων περιλαμβανόταν και ένα συγκρότημα κτισμάτων, μετά των παραρτημάτων και προσαρτημάτων τους ισογείων και εν μέρει μετά ορόφου, λιθόκτιστων, τσιγκοσκεπών ή ταρατσοσκεπών και εν μέρει κεραμοσκεπών, που χρησίμευαν για καταστήματα ή βιοτεχνίες, συνολικής επιφάνειας 13.767 τ.μ, εντός οικοπέδου έκτασης 26.671.24 τ.μ, ευρισκομένου επί των οδών ………….., στον Πειραιά (όπως αυτό απεικονίζεται στο από 10-9-1993 τοπογραφικό διάγραμμα που έχει συντάξει η Δ.Τ.Υ της ιδιοκτήτριας τράπεζας) για ασφαλιστικό ποσό 1.467.351.43 ευρώ. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, συνολικού εμβαδού 13.767 τ.μ., ανεγερθέν σε οικόπεδο εκτάσεως 26.671,24 τ.μ. είχε εκμισθωθεί, με συμβάσεις εμπορικής μίσθωσης, ανά τμήματα, από την ως άνω ασφαλισμένη τράπεζα, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία χρησιμοποιούσαν τους μισθωμένους χώρους για τις ανάγκες της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, μεταξύ των οποίων και η πρώτη εναγόμενη εταιρία -ήδη πρώτη εφεσίβλητη. Νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας ήταν ο αρχικός δεύτερος εναγόμενος …….., που, όπως προεκτέθηκε, έχει αποβιώσει, ενώ ο αρχικός τρίτος εναγόμενος, νυν δεύτερος εναγόμενος – δεύτερος εφεσίβλητος ……….., που σήμερα είναι νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας, τότε ήταν μέλος του Δ.Σ της, συμμετέχων ενεργά στη διοίκησή της, τον οποίο οι τρίτοι γνώριζαν ως υπεύθυνο και κύριο μέτοχο, καθώς και τεχνικός ασφαλείας αυτής. Ειδικότερα, δυνάμει του από 8-9-1997 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, η πρώτη εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη εταιρία, είχε μισθώσει από την ως άνω ιδιοκτήτρια τράπεζα, τους κτιριακούς χώρους 1,2,3,4,5,6,7,8,9,11,12 και 13 συνολικής επιφανείας 2.400 τ.μ., (όπως εμφαίνονται στο σχεδιάγραμμα της κάτοψης του οικοδομικού τετραγώνου, που είναι συνημμένο, στην από 12-1-2004 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Πυροσβεστικού Σώματος, που συνέταξαν οι ………… αστυνομικός διευθυντής – χημικός,  και ………… – αξιωματικός Πυροσβεστικού Σώματος -ηλεκτρολόγος μηχανικός), προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως βιοτεχνία παραγωγής πλαστικών. Από τους ανωτέρω μισθωμένους, από την πρώτη εναγόμενη, κτιριακούς χώρους, οι υπ΄αρ. 1,2,3,5,6,7,8 και 11, όπως εμφαίνονται στο παραπάνω σχεδιάγραμμα, χρησιμοποιούντο ως αποθηκευτικοί χώροι ετοίμων προϊόντων πλαστικών ειδών, ο χώρος 4 χρησιμοποιείτο ως εσωτερικός διάδρομος επικοινωνίας, οι χώροι 12 και 13 ως διοικητικά γραφεία, ενώ ο χώρος 9 περιείχε τον ηλεκτρομηχανολογικό εξοπλισμό για την κατασκευή των πλαστικών ειδών. Ακόμη, στο ίδιο συγκρότημα κτιρίων, στεγαζόταν οι εξής επιχειρήσεις: το εργαστήριο ξυλουργίας ‘…….. (στον κτιριακό χώρο με αρ. 10), το εργαστήριο συσκευασίας και ανάμιξης χημικών και απορρυπαντικών ειδών του …….. (στον κτιριακό χώρο με αρ. 14), το μηχανουργείο του ……….. – ‘……… (στον κτιριακό χώρο με αρ. 15), η ‘………. και η ‘……… (στον κτιριακό χώρο με αρ. 16), η εταιρία ‘………..’’ (στον κτιριακό χώρο με αρ. 17), το μηχανουργείο – βιδοποιία του ………….. (στον κτιριακό χώρο με αρ.18) και το µηχανουργείο επισκευής µηχανών θαλάσσης του ……….. (στους κτιριακούς χώρους µε αρ. 19 και 20). Περαιτέρω προέκυψε ότι, στις 11-10-2003 και περί ώρα 6.40 οι υπάλληλοι της πρωινής βάρδιας της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, ενώ εργάζονταν στον κτιριακό χώρο µε αρ. 9, ο οποίος ήταν, όπως προαναφέρθηκε, ο χώρος εγκατάστασης του ηλεκτροµηχανολογικού εξοπλισµού και των µηχανών επεξεργασίας του πολυπροπυλενίου και κατασκευής πλαστικών ειδών της επιχείρησης, αντιλήφθηκαν να βγαίνουν καπνοί από την πόρτα εισόδου του χώρου αποθήκευσης των ετοίµων πλαστικών ειδών, που φέρει τον αρ. 2 και από τους εργαζόµενους, που έσπευσαν στο κτίριο αυτό, µέσω του διαδρόµου µε αρ. 4, διαπιστώθηκε, ότι ο καπνός στο κτίριο 2 προερχόταν από το κτίριο 1, που ήταν επίσης αποθηκευτικός χώρος πλαστικών και επικοινωνούσε εσωτερικά µε το κτίριο 2. Λόγω της πυρκαγιάς, εκδηλώθηκαν πυκνοί µαύροι καπνοί, που έγιναν αντιληπτοί από τα διερχόμενα αστυνομικά όργανα, τα οποία απομάκρυναν τους εργαζόμενους από το εσωτερικό του κτιρίου, όπου η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και ειδοποιήθηκε η πυροσβεστική υπηρεσία, που προσήλθε και ανέλαβε το έργο της κατάσβεσης της πυρκαγιάς. Σύμφωνα δε με την προαναφερθείσα πραγματογνωμοσύνη του Πυροσβεστικού Σώματος, που συνέταξαν οι επίσης ανωτέρω αναφερθέντες πραγματογνώμονες, αρχική εστία της πυρκαγιάς προκύπτει ότι ήταν το κτίριο 1, που γειτνιάζει με το κτίριο 2 και επικοινωνεί εσωτερικά με αυτό, α) διότι οι καπνοί που διαπίστωσαν αρχικά οι εργαζόμενοι, που έβγαιναν από το εσωτερικό του κτιρίου 2, προέρχονταν από την πλευρά εκείνη που αυτό γειτνιάζει με το κτίριο 1, β) λόγω των εκτεταμένων καταστροφών, που είχε υποστεί το συγκεκριμένο κτίριο, στην πλάκα οροφής, τις κολώνες και στα δομικά υλικά της τοιχοποιίας από πέτρα και τούβλα, γ) διότι στο κτίριο 1 ανευρέθηκαν, εκτός από τα έτοιμα πλαστικά είδη που ήταν εκεί αποθηκευμένα, μεταλλικά ράντζα, δύο μπλουτζίν και σωρός από άκαυστα και μισοκαμμένα ρούχα, πετσέτες, ρετάλια υφασμάτων και υφάσματα στρωμάτων, από τα οποία οι πραγματογνώμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο χώρος αυτός χρησιμοποιείτο και ως χώρος ενδιαίτησης και νυκτερινής κατάκλισης ατόμων, με αποτέλεσμα να θεωρήσουν ως πιθανή αιτία της πυρκαγιάς την αμέλεια των ατόμων που χρησιμοποιούσαν τον παραπάνω χώρο, ήτοι, επί παραδείγματι, λόγω τσιγάρου ή κεριού που ξεχάστηκε αναμμένο. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν οι πραγματογνώμονες, αφού απέκλεισαν ως αιτία της πυρκαγιάς κάθε είδους ηλεκτρικά αίτια, όπως βραχυκύκλωμα, ή βλάβη ηλεκτρικών μηχανημάτων, ή υπερθέρμανση των ηλεκτρικών καλωδιώσεων στο μεν κτίριο 1 και στα γειτονικά με αυτό κτίρια 2,5,6 και 7, διότι δεν υπήρχε σε αυτά κανενός είδους ηλεκτρολογική ή ηλεκτρομηχανολογική εγκατάσταση, στα δε κτίρια 4 και 9, που ήταν όλη η ηλεκτρολογική εγκατάσταση του πίνακα (στο χώρο 4) και ο ηλεκτρομηχανολογικός εξοπλισμός (στο χώρο 9), διότι η πυρκαγιά δεν εκδηλώθηκε σε αυτούς τους χώρους, στους οποίους, όπως προεκτέθηκε, κατά την εκδήλωσή της, οι εργαζόμενοι εργάζονταν κανονικά και διέσχισαν το χώρο 4 (διάδρομο), για να διαπιστώσουν τι συμβαίνει στο κτίριο 2, όπου αντιλήφθηκαν ότι έβγαιναν καπνοί. Η ίδια πραγματογνωμοσύνη, δεν αποκλείει η φωτιά να προήλθε από κακόβουλη ενέργεια, αλλά κάτι τέτοιο δεν κρίνεται πιθανό, καθώς δεν προέκυψε ότι υπήρχε κίνητρο να προβεί κάποιος σε τέτοια ενέργεια. Εξάλλου, όπως αναφέρεται στην ίδια πραγματογνωμοσύνη, ορθώς αποκλείστηκαν ως πιθανές εστίες της πυρκαγιάς οι υπόλοιποι κτιριακοί χώροι που δεν γειτνίαζαν με το κτίριο 1. Οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι ισχυρίζονται στις πρωτόδικες προτάσεις τους, ότι η πυρκαγιά προήλθε από το κτίριο 20, που γειτνιάζει με το κτίριο 1, που επίσης καταστράφηκε ολοσχερώς και το οποίο ήταν μισθωμένο στον …….., όπου λειτουργούσε μηχανουργείο επισκευής μηχανών θαλάσσης και κατάστημα εμπορίας ανταλλακτικών, χωρίς νόμιμη άδεια. Όμως, κάτι τέτοιο, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο, πλην της επικαλούμενης και προσκομιζόμενης από αυτούς από Δεκεμβρίου 2003 έκθεσης ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης των ………. – πρ/να και ………. -μηχ/γου – μηχ/κού, η οποία παρέχει λιγότερα εχέγγυα αντικειμενικότητας και αξιοπιστίας από την πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε από τους προαναφερθέντες αστυνομικό διευθυντή και αξιωματικό της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, κατόπιν σχετικής ανάθεσης από την τελευταία, σε αυτούς, στην οποία σημειώνεται ότι, στο κτίριο 20 δεν υπήρχε ηλεκτρική εγκατάσταση. Δεν κρίνεται δε απαραίτητο από το Δικαστήριο να διαταχθεί δικαστική πραγματογνωμοσύνη σχετικά με τα αίτια της επίμαχης πυρκαγιάς, όπως ζητούν επικουρικά οι εναγόμενοι, καθώς θεωρεί ότι, τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, επαρκούν για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης.

Υπαίτιοι για την εκδήλωση και επέκταση της πυρκαγιάς και της, εξαιτίας αυτής, πρόκλησης ζημιών στις εν λόγω κτιριακές εγκαταστάσεις, είναι αφενός μεν η πρώτη εναγόμενη εταιρία διά των οργάνων της και των προστηθέντων αυτής, αφετέρου δε ο δεύτερος εναγόμενος ως τεχνικός ασφαλείας της εταιρίας και ενεργό μέλος της διοίκησής της, οι οποίοι, από αμέλεια, παρέλειψαν να λάβουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα ασφαλείας, όπως όφειλαν και μπορούσαν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ώστε να αποφευχθεί η πυρκαγιά και η περαιτέρω εξάπλωσή της.

Ειδικότερα, σχετικά με το παραπάνω εργοστάσιο πλαστικών της πρώτης εναγόμενης, που λειτουργούσε χωρίς άδεια λειτουργίας, δεν είχε εκπονηθεί εγκεκριµένη µελέτη πυροπροστασίας, ώστε να λάβει πιστοποιητικό πυρασφάλειας. Υπήρχε δε έλλειψη ενεργητικής και παθητικής πυροπροστασίας στο εσωτερικό της επιχείρησης, παρά το γεγονός ότι υφίστατο συσσώρευση µεγάλης ποσότητας εύφλεκτης πλαστικής ύλης, η οποία, όταν εκτεθεί σε εξωτερική πηγή καύσης, αναφλέγεται και στη συνέχεια µε την ύπαρξη οξυγόνου καίγεται εύκολα, παράγοντας υψηλά ποσά θερµικής ενέργειας, συντηρώντας έτσι την καύση της και διευκολύνοντας τη µετάδοση της πυρκαγιάς σε µεγάλες µάζες τέτοιων υλικών. Συγκεκριμένα, δεν υπήρχαν αυτόματα συστήματα πυρασφάλειας με ανιχνευτές καπνού, πυράντοχες πόρτες και διαχωριστικοί τοίχοι, ούτε συστήματα αυτόματης κατάσβεσης (καταιονητήρες νερού), καθώς επίσης, οι εναγόμενοι, δεν είχαν φροντίσει να λάβει το  προσωπικό κατάλληλη εκπαίδευση για την αντιμετώπιση του περιορισμού τυχόν εκδηλωθείσας φωτιάς. Τα παραπάνω, προκύπτουν κυρίως από την ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, αλλά και από την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας ……………, που, λόγω της ειδικότητάς του ως πολιτικού μηχανικού-πρ/να, αν και δεν ήταν παρών στο περιστατικό, κρίνεται πιο πειστική από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγόμενων …………… – υπαλλήλου της επιχείρησης, που κι αυτός δεν ήταν παρών κατά την εκδήλωση της φωτιάς. Με την υπ΄αρ. 4813/2009 δε απόφαση του Α΄ Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιώς,  (που εκτιμάται ελεύθερα από το παρόν δικαστήριο ως δικαστικό τεκμήριο), κρίθηκε ένοχος ο αρχικός δεύτερος εναγόμενος – ήδη θανών, …………, για το αδίκημα του εμπρησμού από αμέλεια, σχετικά με την επίμαχη πυρκαγιά. Ακόμη, στο κτιριακό συγκρότημα υπήρχε έλλειψη κεντρικής πυρόσβεσης µε πυροσβεστικούς κρουνούς και µάνικες νερού, καθώς επίσης, δεν λειτουργούσαν οι κρουνοί ανεφοδιασµού νερού που βρίσκονται στο πεζοδρόµιο, µε αποτέλεσµα την καθυστέρηση στην κατάσβεση της πυρκαγιάς. Ενδεχόμενη ευθύνη, όµως, τρίτων για την επέκταση της φωτιάς σε ολόκληρο το συγκρότημα, εξαιτίας των ανωτέρω ελλείψεων, δεν επιφέρει διακοπή της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προπεριγραφείσας υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγόμενων και της επελθούσας, ένεκα της πυρκαγιάς, ζημίας, όπως αβάσιµα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, αλλά εις ολόκληρο ευθύνη των τυχόν περισσοτέρων υπεύθυνων. Εξάλλου, τα περιστατικά που επικαλούνται οι εναγόμενοι, δηλαδή ότι: καμία από τις λοιπές επιχειρήσεις που στεγάζονταν στο χώρο αυτό δεν είχε επαρκή μέσα πυροπροστασίας, ότι οι αστυνομικοί εμπόδισαν το προσωπικό της να εισέλθει και να κατασβέσει την πυρκαγιά (πράγμα που, όπως προεκτέθηκε, έγινε για λόγους ασφαλείας), ότι η ενάγουσα αρνείτο να ασφαλίσει τα κτίρια, τα οποία ήταν παλαιά, για λογαριασμό των μισθωτών, αλλά τα ασφάλισε για λογαριασμό της ασφαλισμένης της – εκμισθώτριας, καθώς και ότι η ενάγουσα κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά, ενώ η εναγόμενη εταιρία ακολουθεί, μετά την επέλευση της πυρκαγιάς, φθίνουσα οικονομική πορεία, αληθή υποτιθέμενα δεν στοιχειοθετούν συνυπαιτιότητα της ενάγουσας και της ασφαλισμένης της, ως προς την πρόκληση της ζημίας που προήλθε από την επίμαχη πυρκαγιά, Οπότε η σχετική ένσταση των εναγόμενων, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη. Επιπλέον, ούτε η μη προβολή της ένστασης παραγραφής εκ μέρους της ενάγουσας, αλλά η ικανοποίηση από αυτήν της αξίωσης της ασφαλισμένης της, συνιστά συνυπαιτιότητά της, κατά το άρθρο 300 ΑΚ, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, συνεπεία της εν λόγω πυρκαγιάς, προκλήθηκαν οι εξής ζημίες : α) καταστράφηκαν ολοσχερώς τα κτίρια με αρ. 48,49,50,51,55,56 και 58, όπως αυτά εμφαίνονται στο από Νοεμβρίου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού ………….. Η αξία ανακατασκευής των κτιρίων αυτών, συνολικού εμβαδού 3.369,32 τ.μ. προς 350 ευρώ το τ.μ, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.179.262 ευρώ (όπως αναφερόταν στην από 15-3-2006 κοινοποίηση στην ενάγουσα από την ως άνω ασφαλισμένη της, της απαίτησής της),  το οποίο, όμως, πρέπει να μειωθεί κατά ποσοστό 50%, λόγω της παλαιότητάς τους, κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, όπως ορθά επισημαίνεται στην εκτίμηση του πραγματογνώμονα της ενάγουσας στην από 31-3-2006 και με αρ. 119020 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα και με το άρθρο 7 της σύμβασης ασφάλισης, ενώ λανθασμένα δεν είχε ληφθεί υπόψη (η παλαιότητα) στην εκτίμηση των ζημιών από την ασφαλισμένη), οπότε το τελικό ποσό της αξίας ανακατασκευής τους ανέρχεται σε 589.631 ευρώ, β) για την αποκομιδή των ερειπίων το κόστος ανέρχεται κατ’ αποκοπή στο ποσό των 1.000 ευρώ, όπως αναφέρεται στις ως άνω εκτιμήσεις και γ) για την αποκατάσταση της ηλεκτροδότησης απαιτείται το ποσό των 7.600 ευρώ και τελικά το ποσό των 5.320 ευρώ, μετά από μείωση λόγω παλαιότητας – βελτίωση ποσοστού 30%, με βάση την ίδια ως άνω εκτίμηση.  Έτσι η συνολική ζημία ανήλθε στο ποσό των 595.951 ευρώ (589.631+1.000+5.320), που είναι και το ποσό που εκτίμησε η ενάγουσα, δια των εκτιμητών της, ως προς τα παραπάνω κονδύλια, που κρίθηκαν ορισμένα. Λόγω της υπάρχουσας συμφωνίας υπασφάλισης, μεταξύ της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας και της ασφαλισμένης της, το ως άνω ποσό της συνολικής ζημίας των 595.951 ευρώ, επιμερίζεται ως προς την ενάγουσα στο ποσό των 380.000 ευρώ {595.951 ευρώ η επελθούσα ζημία επί το προβλεπόμενο συμφωνηθέν ασφαλιστικό ποσό (1.467.351,43 ευρώ) διαιρούμενο προς το ποσό των 2.300.000 ευρώ (συνολική αξία ασφαλισθέντων κτιρίων)} και ως προς την ασφαλισμένη στο λοιπό ποσό των 215.951 ευρώ. Συνεπώς, η τελική ζημία της ασφαλισμένης της ενάγουσας, που δικαιούται να λάβει από αυτήν, ανέρχεται στο ως άνω ποσό 380.000 ευρώ και ως προς αυτό υποκαθίσταται η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, έναντι των υπαίτιων τρίτων – εναγόμενων, στα δικαιώματα της (ασφαλισμένης), εφόσον προκύπτει -με το από 7-8-2008 πρακτικό- ότι της το κατέβαλε. Το γεγονός, ότι, συμβιβαστικά η ενάγουσα κατέβαλε στην ασφαλισμένη της (της οποίας η αρχική απαίτηση ήταν μεγαλύτερη, καθώς, όπως προεκτέθηκε, στην εκτίμηση της ζημίας, λανθασμένα δεν είχε ληφθεί υπόψη η παλαιότητα των καταστραφέντων κτιρίων), δυνάμει του, προαναφερθέντος, από 7-10-2008 πρακτικού, υψηλότερο ποσό, ήτοι 460.000 ευρώ, είναι μια συμφωνία, που αφορά αυτές και δεν μπορεί να  δεσμεύσει τους υπαίτιους τρίτους – εναγόμενους και να αξιωθεί από αυτούς το παραπάνω ποσό, κατά το υπερβάλλον, αλλά μόνο το ποσό της ανωτέρω αναλυθείσας προκύψασας ζημίας. Οι εναγόμενοι υποστηρίζουν, με τις προτάσεις τους, ότι δεν αποδεικνύεται η κυριότητα της ασφαλισμένης της ενάγουσας επί των καταστραφέντων κτιρίων, τα οποία μίσθωναν από αυτήν (ασφαλισμένη), την οποία (κυριότητα) αμφισβητούν, χωρίς βέβαια να αναφέρουν κάποια περαιτέρω αιτίαση σχετικά με την αμφισβήτηση αυτή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η βάση της αγωγής δεν είναι η κυριότητα, αλλά η ασφαλιστική σύμβαση, βάσει της οποίας, λόγω της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, η ενάγουσα κατέβαλε, στην ασφαλισμένη της, την ασφαλιστική αποζημίωση και ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 14 Ν. 2496/1997, υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της ασφαλισμένης της έναντι των τρίτων υπαίτιων της πυρκαγιάς – εναγόμενων. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί τους περί εικονικότητας του ανωτέρω πρακτικού συμβιβασμού, μεταξύ της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας και της ασφαλισμένης της, αλυσιτελώς προβάλλονται από τους εναγόμενους, διότι η αξίωση της ενάγουσας, όπως πολλάκις προαναφέρθηκε, βασίζεται στο άρθρο 14 του Ν.2496/1997 και όχι στον συμβιβασμό.

Ο δεύτερος εναγόμενος, προβάλλει, δε, κατά της εν λόγω απαίτησης την ένσταση παραγραφής, ισχυριζόµενος ότι, αφού το ζηµιογόνο γεγονός έλαβε χώρα στις 11-10-2003 και η αιτούσα του επέδωσε την ένδικη αγωγή της στις 6-4-2009, είχε ήδη παρέλθει ο προβλεπόμενος, από το άρθρο 937 ΑΚ, χρόνος της πενταετούς παραγραφής. Η ένσταση αυτή, όμως, είναι μη νόμιμη, διότι σύµφωνα µε το άρθρο 14 παρ. 5 του Ν. 2496/1997, σε περίπτωση υποκατάστασης του ασφαλιστή, η παραγραφή των αξιώσεων του λήπτη της ασφάλισης κατά του τρίτου δεν συµπληρώνεται πριν την παρέλευση έξι µηνών από την υποκατάσταση και εφόσον αυτή έλαβε χώρα πριν από την παραγραφή ή την απόσβεση των αξιώσεων. Εν προκειμένω, το ζημιογόνο γεγονός έλαβε χώρα, όπως προεκτέθηκε, στις 11-10-2003 και η υποκατάσταση στις 7-10-2008, όταν καταβλήθηκε η ασφαλιστική αποζημίωση από την ενάγουσα στην ασφαλισμένη της ‘…………, ήτοι εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, συνεπώς η παραγραφή για την ενάγουσα δεν μπορούσε να συμπληρωθεί πριν την παρέλευση του εξαμήνου από αυτήν (υποκατάσταση) ήτοι στις 7-4-2009, εντός του οποίου, όμως, ασκήθηκε η ένδικη αγωγή (6-4-2009). Επιπροσθέτως, οι εναγόμενοι, επικαλούμενοι το άρθρο 10 του Ν. 2496/1997, που ορίζει ότι ‘’αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από 4 έτη από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν’’, υποστηρίζουν ότι, από την ως άνω ημερομηνία της εκδήλωσης της πυρκαγιάς, έως την σύνταξη του προαναφερθέντος πρακτικού, είχε ήδη παρέλθει ο χρόνος της τετραετούς παραγραφής της σχετικής αξίωσης καταβολής του ασφαλίσματος της ασφαλισμένης κατά της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας, προβάλουν δε τη σχετική ένσταση (παραγραφής), την οποία παρέλειψε, κατά τους ισχυρισμούς τους, να προβάλει η ενάγουσα. Εντούτοις, η εν λόγω ένσταση, απαραδέκτως προβάλλεται από τους εναγόμενους, με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 262 ΚΠολΔ εδ.β, διότι ο τρίτος – υπόχρεος προς αποζημίωση και στην ένδικη περίπτωση οι εναγόμενοι, μπορούν μεν να αντιτάξουν κατά του ασφαλιστή τις ενστάσεις που είχε ο ασφαλισμένος του εναντίον αυτού, {στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οποίου (ασφαλισμένου του) έναντι του τρίτου, υποκαταστάθηκε  (ο ασφαλιστής) με την καταβολή του ασφαλίσματος και μέχρι του ποσού αυτού}, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, αλλά όχι τις ενστάσεις που είχε αντίστροφα ο ασφαλιστής κατά του ασφαλισμένου του, που πηγάζουν από δικαίωμα τρίτου.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή,  τέλος, από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ενώ σε κάθε περίπτωση μόνη η αδράνεια της ενάγουσας να ασκήσει το δικαίωμα της δεν καθιστά την άσκησή του καταχρηστική (Ολ.ΑΠ 17/1995, ΑΠ 763/2008, ΑΠ 545/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στη προκειμένη περίπτωση, απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη είναι η προβληθείσα από τους εναγόμενους, με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας, διότι οι επικαλούμενοι ισχυρισμοί τους, ότι δηλαδή η ενάγουσα προέβη στη σύνταξη του ανωτέρω πρακτικού και στην καταβολή του αναφερόμενου σε αυτό ποσού στην ασφαλισμένη της, ενώ η αξίωση της τελευταίας είχε υποπέσει σε παραγραφή, την οποία δεν πρόβαλε, καθώς και το ότι παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα, από την ημερομηνία της πυρκαγιάς (11-10-2003), έως την επίδοση της αγωγής  (6-4-2009), δεν στοιχειοθετούν υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη, την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Ειδικότερα, μόνη η για μακρό χρονικό διάστημα αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, δεν αρκεί για να καταστήσει την άσκησή του καταχρηστική, αλλά πρέπει να συνοδεύεται κι από προηγηθείσες έτερες ενέργειες αυτού, που να δημιούργησαν στον αντίδικό του, την εύλογη εντύπωση ότι δεν πρόκειται να το ασκήσει, περιστατικά που, εκτός του ότι δεν επικαλούνται οι εναγόμενοι, δεν προκύπτουν και από τα αποδεικτικά μέσα. Ακόμη, ούτε το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, η ασφαλισμένη (εκμισθώτρια της εναγόμενης), γνώριζε πως η τελευταία στερείται άδεια λειτουργίας και πιστοποιητικό πυρασφάλειας, αλλά ούτε η αναφερόμενη στο μισθωτήριο συμφωνία τους, περί επιβάρυνσης του μισθωτή με το ασφάλιστρο των μισθωμένων κτιρίων, καθιστά καταχρηστική την συμπεριφορά της ενάγουσας – ασφαλιστικής εταιρίας να προβεί στην διεκδίκηση της ένδικης αξίωσής της.

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι ως άνω εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, το ανωτέρω ποσό των 380.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, καθώς δεν προκύπτει προηγούμενη όχληση, έως την εξόφληση. Η δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει, να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου, του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος του εναγόμενου …………, προσωπική κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, λόγω της ως άνω αδικοπραξίας που έχει τελέσει, η διάρκεια της οποίας, λαμβανομένων υπόψη του βαθμού της υπαιτιότητάς του, της περιουσιακής του κατάστασης και των εν γένει συνθηκών, ορίζεται σε τέσσερεις (4) μήνες. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου της έφεσης, που αναφέρεται στο διατακτικό, στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 3εδ.ε ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη ως προς τον τρίτο των εφεσίβλητων, ……….

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσία ως προς τους λοιπούς (πρώτη και δεύτερο) των εφεσίβλητων.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 198/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ως προς την πρώτη και δεύτερο των εφεσίβλητων – πρώτη και δεύτερο των εναγόμενων.

Κρατεί και δικάζει την, από 19-9-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../2009, αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει τους ως άνω εναγόμενους, ήτοι την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ‘………….‘’ και τον ………., τον καθένα εις ολόκληρο, να καταβάλουν στην ενάγουσα εταιρία το ποσό των τριακοσίων ογδόντα χιλιάδων (380.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, έως την πλήρη εξόφληση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα συνολικά μεταξύ των διαδίκων, (ήτοι της ενάγουσας – εκκαλούσας και των ως άνω εναγόμενων -εφεσίβλητων) και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Απαγγέλει προσωπική κράτηση εις βάρος του εναγόμενου …………, διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της έφεσης (e -παράβολο με κωδικό αριθμό …………../2019), ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε σε μυστική διάσκεψη, στις 18 Ιουνίου 2020 και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά  στις 24 Ιουλίου  2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η   ΠPOEΔPOΣ                                  Η     ΓPAMMATEAΣ