ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης
502 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 14.5.2019 έφεση του ενάγοντος ……………, κατά της οριστικής απόφασης 6/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυσαν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015) και δέχθηκε εν μέρει την από 12.3.2018 αγωγή του, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §2 του Κ.Πολ.Δ., όπως η §2 του άρθρου 518 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το ν. 4335/2015). Περαιτέρω, η έφεση αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. γ´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 Κ.Πολ.Δ.).
ΙΙ. Ο εκμισθωτής δεν αποκλείεται, ενόψει και του άρθρου 44 του π.δ/τος 34/1995, που ορίζει ότι οι μισθώσεις του εν λόγω διατάγματος, εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο σ’ αυτό, διέπονται από τους συμβατικούς όρους τους και τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, να ζητήσει, κατά το άρθρο 288 του Α.Κ., αναπροσαρμογή του οφειλόμενου αρχικού ή μετά από αναπροσαρμογή μισθώματος, εφόσον, εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων περιστάσεων, επήλθε, αδιαμφισβήτητα, τόσο ουσιώδης μεταβολή της μισθωτικής αξίας του μισθίου ακινήτου, ώστε, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του μισθωτή στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα, που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, παρά την ανάγκη διασφάλισης των σκοπών του ως άνω νόμου και κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (Ολ.Α.Π. 9/1997 Νο.Β. 1998, σελ. 38). Ειδικότερα, δε, το έργο του δικαστηρίου, προκειμένου να αποφασίσει την αναπροσαρμογή, συνίσταται στη σύγκριση δύο ποσών, ήτοι του καταβαλλομένου μισθώματος και του “ελευθέρου” – για το οποίο κυρίως διεξάγεται ο δικαστικός αγώνας – το οποίο παριστάνει την αξία της χρήσης του μισθίου και το οποίο, ευρισκόμενο με βάση τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους συγκριτικά στοιχεία, πρέπει να καθορίζεται στην απόφαση. Αν μεταξύ των δύο αυτών ποσών υπάρχει διαφορά δεν επιδικάζεται, αλλά πρέπει παραπέρα το δικαστήριο να κρίνει, αν αυτή είναι τέτοια, ώστε, κατά τις αρχές της καλής πίστης, να δημιουργείται η ανάγκη αναπροσαρμογής. Ανάγκη δε αναπροσαρμογής, κατά τις αρχές της καλής πίστης, υπάρχει όταν, λόγω ουσιώδους αύξησης της μισθωτικής αξίας του μισθίου, επέρχεται ζημία στον εκμισθωτή με τη μορφή απώλειας κέρδους, η οποία υπερβαίνει, κατά τα συναλλακτικά ήθη, τον κίνδυνο που αναλαμβάνει αυτός, καταρτίζοντας τη μίσθωση με το συγκεκριμένο μίσθωμα, οπότε και περιορίζεται η ζημία του με τη δικαστική αύξηση του μισθώματος, επίσης και στην αντίστροφη περίπτωση, που επέρχεται ζημία στο μισθωτή, η οποία περιορίζεται με την ανάλογη μείωση του μισθώματος. Στη συνέχεια και εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη ανάγκης αναπροσαρμογής, κατά την προεκτεθείσα έννοια, η αναπροσαρμογή δεν θα ακολουθήσει τυπικό μαθηματικό υπολογισμό και δεν θα χορηγηθεί ολόκληρη η προκύπτουσα διαφορά, αλλά θα οριστεί το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (Ολ.Α.Π. 2/2014 Νο.Β. 2014, σελ. 1131). Εξάλλου, σε περίπτωση ύπαρξης περισσότερων εκμισθωτών, καθένας συνεκμισθωτής μπορεί, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 480 του Α.Κ., να ασκήσει αυτοτελή αγωγή και να ζητήσει την αναπροσαρμογή του μισθώματος στο ποσοστό που αντιστοιχεί στην ιδανική του μερίδα πάνω στο κοινό μίσθιο ή μισθωτικό δικαίωμά του, αφού το δικαίωμα της αναπροσαρμογής, είναι διαιρετό, κατά την κτήση ή την άσκησή του (Α.Π. 635/2018, Α.Π. 302/2014, Α.Π. 1746/2006 και Α.Π. 871/2003 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 12.3.2018 αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ιστορούσε ότι, την 1.7.1999, δυνάμει δύο ιδιωτικών συμφωνητικών, αυτός και ο πατέρας του, ………. – μέτοχοι της εναγομένης, εκμίσθωσαν στην τελευταία το 35% και 65% αντίστοιχα του ειδικά αναφερόμενου ισόγειου καταστήματος, επιφάνειας 228 τ.μ., που βρίσκεται στο ……… Αττικής. Ότι η μίσθωση συμφωνήθηκε τριετής και το μίσθωμα στο ποσό των 250.000 δρχ. – ήδη 733,68 ευρώ, για κάθε μία μίσθωση. Ότι με το από ίδια ημερομηνία τρίτο ιδιωτικό συμφωνητικό ο πατέρας του εκμίσθωσε στην εναγομένη άλλο ένα ισόγειο κατάστημα, συνεχόμενο του ανωτέρω, επιφάνειας 153 τ.μ. για τρία έτη, με μίσθωμα 150.000 δρχ. – ήδη 441,21 ευρώ. Ότι τα ανωτέρω δύο καταστήματα λειτουργούν ακόμη από την εναγομένη ως ενιαίο εστιατόριο – ταβέρνα, δεδομένου ότι η μίσθωση έχει καταστεί αορίστου χρόνου, το δε μίσθωμα παραμένει το ίδιο, ελλείψει όρου αναπροσαρμογής του. Ότι στις 12.12.2008, ο πατέρας του αποβίωσε, στην κληρονομία δε, υπεισήλθαν λόγω της εξ αδιαθέτου διαδοχής, αυτός, η μητέρα του και τα άλλα τρία αδέλφια του. Ότι, έτσι, το ποσοστό της κυριότητάς του στα μίσθια ανήλθε σε 47,10% για το πρώτο και 18,75% για το δεύτερο. Ότι η εναγομένη δεν του είχε καταβάλει τα μισθώματα από 1.1.2013 έως 31.3.2018, συνολικού ποσού 26.982,27 ευρώ. Ότι, ενώ οι μισθώσεις έλαβαν χώρα το 1999, όταν τα μίσθια βρίσκονταν σε πολύ κακή κατάσταση, ήδη από το 2005 έχουν ανακατασκευαστεί και είναι πολυτελέστατα, ενώ προστέθηκε και εσωτερικό πατάρι, επιφάνειας 50 τ.μ. Ότι από το χρόνο σύναψης των μισθώσεων έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες εκμίσθωσης στην οικογενειακή επιχείρηση και έχει αυξηθεί ουσιωδώς η αξία τους (για το μίσθιο των 228 τ.μ., στο ποσό των 6.500 ευρώ και γι’ αυτό των 153 τ.μ., στο ποσό των 4.000 ευρώ), με αποτέλεσμα να παρίσταται ανάγκη αναπροσαρμογής του μισθώματός τους, κατά τις αρχές της καλής πίστης, αφού, άλλως επέρχεται ζημία σ’ αυτόν, ως εκμισθωτή, με τη μορφή απώλειας κέρδους. Κατόπιν τούτων, ζήτησε : α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, για μισθώματα, το ποσό των 26.982,27 ευρώ και β) να αναπροσαρμοστούν αυτά (μισθώματα), από την επίδοση της αγωγής, για το μίσθιο των 228 τ.μ., ως προς το ποσοστό της κυριότητάς του, 47,10%, στο ποσό των 3.061,50 ευρώ και γι’ αυτό των 153 τ.μ., ως προς το ποσοστό της κυριότητάς του, 18,75%, στο ποσό των 750 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενα κατ’ έτος, σύμφωνα με το άρθρο 7 §3 του π.δ/τος 34/1995. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική του απόφαση, δέχθηκε την αγωγή ως και κατ’ ουσία βάσιμη, όσον αφορά στο αίτημα για την καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων και απέρριψε αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς το αίτημα για την αναπροσαρμογή των μισθωμάτων. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, καθ’ ο μέρος απορρίφθηκε το αίτημα της αγωγής, για την αναπροσαρμογή των μισθωμάτων, παραπονείται ο ενάγων, για το διαλαμβανόμενο στην έφεση λόγο, που ανάγεται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.
ΙV. Κατά το άρθρο 23α §§1 και 2 του ν. 2190/1920, που προστέθηκε με το άρθρο 4 του ν. 5076/1931 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. δ/τος 4237/1962 και το άρθρο 24 του π.δ. 409/1986, ίσχυε δε κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 33 ν. 3604/2007 “Δάνεια της εταιρείας προς ιδρυτάς, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, Γενικούς Διευθυντάς ή Διευθυντάς αυτής, συγγενείς αυτών μέχρι και του τρίτου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας συμπεριλαμβανόμενου ή συζύγους των ανωτέρω ως και παροχή πιστώσεων προς αυτούς καθ’ οιονδήποτε τρόπον ή παροχή εγγυήσεων υπέρ αυτών προς τρίτους, απαγορεύονται απολύτως και είναι άκυρα… Οιανδήποτε άλλαι συμβάσεις της εταιρείας μετά των άνω προσώπων είναι άκυροι, άνευ προηγούμενης ειδικής εγκρίσεως αυτών υπό της γενικής συνελεύσεως των μετόχων. Η έγκρισις δεν παρέχεται, αν εις την απόφασιν αντετάχθησαν μέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον το 1/3 του εν τη συνελεύσει εκπροσωπουμένου μετοχικού κεφαλαίου. Η απαγόρευσις αυτής δεν ισχύει, προκειμένου περί συμβάσεως μη εξερχομένης των ορίων της τρεχούσης συναλλαγής της εταιρείας μετά των πελατών της”. Όπως προκύπτει από το ως άνω άρθρο, που κατά τα δηλούμενα και στην εισηγητική έκθεση του ν. 4237/1962, θεσπίστηκε για την πρόληψη ενδεχόμενων καταχρήσεων εκ μέρους των ιθυνόντων της εταιρείας προσώπων, άκυρες είναι όχι μόνον οι αναφερόμενες στην παρ. 1 συμβάσεις που απαγορεύονται απολύτως, αλλά και οποιεσδήποτε άλλες, με τα ίδια ως άνω πρόσωπα συμβάσεις, οι οποίες (ανεξαρτήτως του επωφελούς ή μη αυτών για την εταιρεία, αφού τέτοιο κριτήριο δεν τάσσεται από το νόμο), έγιναν χωρίς προηγούμενη ειδική έγκριση από τη γενική συνέλευση των μετόχων, εξαιρουμένων, όμως, απ’ αυτές εκείνων που δεν εξέρχονται των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής μετά των πελατών της εταιρείας. Ο όρος “πελατών” που αναφέρεται στην ως άνω διάταξη, δεν χρησιμοποιείται από το νομοθέτη κυριολεκτικώς, αλλά προς υποδήλωση του συνήθως συμβαίνοντος. Δεν περιορίζεται, συνεπώς, η εισαγόμενη με την εν λόγω διάταξη εξαίρεση από την απαγόρευση, μόνο στις συμβάσεις, που συνάπτουν τα αναφερόμενα πρόσωπα ως πελάτες της εταιρίας, αλλά εκτείνεται και σε κάθε άλλη σύμβαση των εν λόγω προσώπων μετά της εταιρίας, που δεν εξέρχεται των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής (Α.Π. 248/1998 Νο.Β. 1999, σελ. 769). Εξάλλου, ως σύμβαση των άνω προσώπων μετά της εταιρίας που δεν εξέρχεται των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής, νοείται εκείνη, που, βάσει του αντικειμένου της, εμπίπτει στις συμβάσεις, που καταρτίζονται στα πλαίσια της καθημερινής δράσης της εταιρίας και που, κατά το περιεχόμενό της, ήτοι τους όρους αυτής, συμφωνεί με τους συνήθεις όρους των συμβάσεων, που η εταιρία συνάπτει με τους λοιπούς συναλλασσόμενους μ’ αυτήν. Η απόδειξη ότι το αντικείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης δεν εξέρχεται από τα όρια της τρέχουσας συναλλαγής, βαρύνει αυτόν που μάχεται υπέρ του κύρους της σύμβασης. Ως εκ τούτου, σύμβαση που το αντικείμενό της διαφέρει από το αντικείμενο των συμβάσεων που καταρτίζονται στα πλαίσια της καθημερινής δράσης της εταιρείας ή που, κατά το περιεχόμενό της και ειδικότερα τους όρους της, υπερβαίνει το σύνηθες για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρο, όπως αυτό προσδιορίζεται από τη δραστηριότητα της εταιρίας, την οικονομική της ευρωστία και τα ειθισμένα στις συναλλαγές για συμβάσεις του αυτού είδους, εξέρχεται από τα όρια της τρέχουσας συναλλαγής και είναι άκυρη, αν δεν προηγηθεί της κατάρτισης αυτής η, από το ως άνω άρθρο αξιούμενη, ειδική έγκριση της γενικής συνέλευσης (Α.Π. 1245/2018, Α.Π. 791/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 248/1998 ό.π.). Τα ίδια δε, ίσχυαν και στην περίπτωση που οι μετοχές της ανώνυμης εταιρείας συγκεντρώνονταν σε ένα μόνο πρόσωπο. Σύμφωνα με το άρθρο 47α §2 του ν. 2190/1920, πριν την αντικατάστασή του με το ν. 3604/2007 “Αναμόρφωση και τροποποίηση του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών και άλλες διατάξεις”, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, λόγω του χρόνου κατάρτισης των επίδικων συμβάσεων (1.7.1999), “η συγκέντρωσις πασών των μετοχών εις εν πρόσωπον δεν αποτελεί λόγον λύσεως της εταιρείας”, κατά δε το άρθρο 32 §2 του ιδίου νόμου, “εάν εις την συνέλευσιν παρίσταται εις μόνον μέτοχος, ταύτη παρακολουθεί αντιπρόσωπος του Υπουργείου Εμπορίου ή συμβολαιογράφος της έδρας της Εταιρείας, ο οποίος συνυπογράφει τα πρακτικά της συνελεύσεως”. Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων προκύπτει ότι και στη περίπτωση συγκεντρώσεως όλων των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας στα χέρια ενός μόνου φυσικού ή νομικού προσώπου, η εταιρεία δεν λύεται, αλλά εξακολουθεί να λειτουργεί βάσει των αυτών διατάξεων, όπως και οι λοιπές ανώνυμες εταιρείες, με μόνη απόκλιση την υποχρέωση παραστάσεως στις γενικές συνελεύσεις αντιπροσώπου του Υπουργού Εμπορίου ή Συμβολαιογράφου (Ολ.Α.Π. 17/1994 Ελλ.Δ/νη 1994, σελ.1263). Συνεπώς ισχύουν στην μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρεία οι διατάξεις, οι οποίες επιβάλλουν την προηγούμενη έγκριση της γενικής συνέλευσης για τις πράξεις που ορίζονται στο άρθρο 23α για την περιφρούρηση των συμφερόντων της εταιρείας και εξασφάλιση της τήρησης των οριζομένων στο νόμο, που εγγυάται η παρουσία στη συνέλευση του αντιπροσώπου της διοίκησης (Α.Π. 871/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 1393/1998 Ε.Εμπ.Δ. 1999, σελ. 70), πολύ περισσότερο δε ισχύουν (οι διατάξεις του άρθρου 23α του ν. 2190/1920), στην περίπτωση της οικογενειακής Α.Ε., με μικρό αριθμό μετόχων – πρβλ. Α.Π. 417/2016 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Οι κατά παράβαση της ανωτέρω διάταξης συναπτόμενες συμβάσεις είναι απολύτως και αυτοδικαίως άκυρες, κατά την έννοια των άρθρων 174, 180 του Α.Κ. και 23α του ν. 2190/1920 (Α.Π. 1245/2018, Α.Π. 2122/2017 και Α.Π. 1036/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), η ακυρότητα δε, αυτή εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, όταν έχουν προταθεί τα πραγματικά περιστατικά, που την παράγουν (Α.Π. 2122/2017 ό.π.).
V. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν, με επιμέλεια των διαδίκων, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, την επισκόπηση των φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 448 §2 και 457 §4 του Κ.Πολ.Δ.), καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εφεσίβλητη συστάθηκε με το συμβόλαιο ……/18.12.1991 του Συμβολαιογράφου Αθήνας ………., με τη μετατροπή της συσταθείσας το 1988 ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “…………….” και αποτελούσε, όπως και με την προϋπάρχουσα μορφή της, οικογενειακή επιχείρηση, με σκοπό την ίδρυση, λειτουργία και εμπορική εκμετάλλευση εστιατορίων, και κέντρων αναψυχής και διασκέδασης. Της εταιρεία αυτής κατείχαν το μετοχικό κεφάλαιο, ο ………, πατέρας του εκκαλούντος και οι τρεις υιοί του, ο …….., ο …. και ο εκκαλών – .. …., με ποσοστό από 25% ο καθένας, απάρτιζαν δε και το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης (με Πρόεδρο αυτού τον ……..), στο οποίο συμμετείχε και ο μη μέτοχος ………. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο …….. και ο εκκαλών – γιος του ήταν συγκύριοι, κατά ποσοστό 65% εξ αδιαιρέτου ο πρώτος και 35% εξ αδιαιρέτου ο δεύτερος, ενός ισόγειου καταστήματος, επιφάνειας 228 τ.μ., που βρίσκεται στο ……, επί της οδού ……., το οποίο εκμίσθωσαν, ο καθένας κατά την ιδανική του μερίδα, στην εφεσίβλητη, με δύο ξεχωριστά, ιδιωτικά συμφωνητικά, με ημερομηνία 1.7.1999. Επιπλέον, ο …. εκμίσθωσε στην εφεσίβλητη το συνεχόμενο του ως άνω μισθίου, ισόγειο κατάστημα, επιφάνειας 153 τ.μ., αποκλειστικής του κυριότητας, με το επίσης με ημερομηνία 1.7.1999 ιδιωτικό συμφωνητικό. Η διάρκεια της κάθε μίσθωσης ορίστηκε τριετής, από 1.7.1999 έως 1.7.2002 και το μίσθωμα στο ποσό των 250.000 ευρώ – ήδη 733,68 ευρώ, για κάθε μία από τις δύο πρώτες μισθώσεις και σ’ αυτό των 150.000 δρχ. – ήδη 441,21 ευρώ για την τρίτη. Μετά το θάνατο του ………….., στις 12.12.2008, στην κληρονομία, υπεισήλθαν δυνάμει της εξ αδιαθέτου διαδοχής, ο εκκαλών, η μητέρα του και τα άλλα τρία αδέλφια του. Έτσι, το ποσοστό της κυριότητας του (εκκαλούντος) στα μίσθια ανήλθε σε 47,10% για το πρώτο και 18,75% για το δεύτερο. Ωστόσο, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ως άνω – υπό στοιχείο ΙV μείζονα σκέψη, οι ανωτέρω συμβάσεις μίσθωσης ήταν απολύτως άκυρες, κατ’ άρθρο 23α του ν. 2190/1920, αφού συνάφθηκαν από την εφεσίβλητη Α.Ε. από τη μία και από μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής από την άλλη και δεν αποδείχθηκε ότι είχε προηγηθεί έγκρισή τους από τη Γενική Συνέλευση της τελευταίας. Εξάλλου, το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών, οπωσδήποτε εξέρχεται των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της εναγόμενης εταιρείας (παροχή υπηρεσιών υγειονομικού ενδιαφέροντος – εστίασης, μέσω σχετικής επιχείρησης), με αποτέλεσμα να μην εμπίπτει στην εξαίρεση του ίδιου άρθρου. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ίδια μείζονα σκέψη, η απόλυτη αυτή ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο τούτο, αφού τα πραγματικά περιστατικά, που την παράγουν, έχουν προταθεί από την εφεσίβλητη. Κατά συνέπεια, εφόσον είναι άκυρες οι από 1.7.1999 συμβάσεις μίσθωσης, δεν μπορούν να αναπροσαρμοσθούν τα μισθώματα αυτών, αφού προϋπόθεση προς τούτο είναι τόσο η επίκληση, όσο και η ύπαρξη έγκυρων συμβάσεων μίσθωσης (Α.Π. 53/2019, Α.Π. 1465/2018, Α.Π. 566/2018 και Α.Π. 320/2016 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία, έστω και με διάφορη αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα και πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο μοναδικός λόγος της έφεσης.
VΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα με το ηλεκτρονικό παράβολο ……………. του Υπουργείου Οικονομικών (άρθρο 495 §3 Α. περ. γ´ του Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστεί ο τελευταίος, λόγω της ήττας του, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της (άρθρα 58 §5, 63 §2 και Παράρτημα Ι του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 14.5.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./…./2019 έφεση, κατά της οριστικής απόφασης 6/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 23 Ιουλίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ