Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 490/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης

490/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 516 §2, 532 και 556 §§1 και 2 του Κ.Πολ.Δ., το έννομο συμφέρον αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού για τη άσκηση έφεσης και αναίρεσης, η έλλειψη του οποίου ερευνάται αυτεπαγγέλτως και πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει δηλαδή να κρίνεται πρωταρχικά, αν ο διάδικος που το ασκεί έχει ηττηθεί εν όλω ή εν μέρει ή έχει νικήσει με την προσβαλλόμενη απόφαση και αν, στην τελευταία περίπτωση, βλάπτεται από τις αιτιολογίες της απόφασης, από τις οποίες δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του για άλλη δίκη, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 322, 324 και 325 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 921/2018 και Α.Π. 428/2016 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, φέρονται προς εκδίκαση η από 10.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2018 έφεση του ηττηθέντος εναγομένου και η από 11.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2018 έφεση του επίσης ηττηθέντος αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος, κατά της οριστικής απόφασης 3598/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία, αφού απορρίφθηκε η από 23.11.2016 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, έγινε δεκτή η από 30.4.2015 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Ωστόσο, για να κριθεί η έφεση και παραδεκτή και να εξεταστεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, όπως απαιτεί το άρθρο 533 του Κ.Πολ.Δ., πρέπει προηγουμένως να εξετασθεί η ύπαρξη άμεσου εννόμου συμφέροντος των εκκαλούντων (άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα), ως διαδικαστική προϋπόθεση ερευνώμενη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 73 του Κ.Πολ.Δ. Και τούτο, δεδομένου ότι η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα “Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.”, παραπονείται κατά της πρωτόδικης απόφασης, στρεφόμενη και κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”, ενώ αυτή (απόφαση) απέρριψε την αγωγή της τελευταίας. Σύμφωνα, όμως, και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, η υπό κρίση έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της υπό στοιχείο Β´ εκκαλούσας για την άσκησή της (άρθρα 68, 73, 516 και 532 του Κ.Πολ.Δ), ύστερα από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, να καταδικαστεί δε η εκκαλούσα αυτή, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του δεύτερου εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176 και 183 εδ. β´ του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Περαιτέρω, οι εφέσεις (η υπό στοιχείο Α έφεση και η υπό στοιχείο Β, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του πρώτου εφεσίβλητου) αρμοδίως φέρονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου από τα ν.π.δ.δ., που εκκαλούν, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ., διότι απαλλάσσονται, το μεν Ελληνικό Δημόσιο, κατ’ άρθρο 19 §1 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 “Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου”, η δε Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε., κατά τα άρθρα 188 και 206 εδ. α´ του ν. 4389/2016. Πρέπει, επομένως, να γίνουν, κατά τα λοιπά, τυπικά δεκτές οι εφέσεις (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και, αφού συνεκδικαστούν, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι συναφείς μεταξύ τους και κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία.

ΙΙΙ. Με τη διάταξη του άρθρου 1 §1 του ν. 1700/1987, με τον οποίο έγινε ρύθμιση θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας, ορίζεται ότι, από την έναρξη της ισχύος αυτού (6.5.1987), περιέρχεται αυτοδικαίως στον Οργανισμό Διοίκησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.), η αποκλειστική διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση, ολόκληρης της ακίνητης περιουσίας των Ιερών Μονών, ως προς την οποία νομιμοποιείται πλέον ενεργητικώς και παθητικώς, είτε αυτή ανήκει, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, στη “διατηρητέα” ή “διατηρούμενη” είτε στην “εκποιητέα” ή “ρευστοποιητέα” περιουσία. Μετά τον ως άνω ν. 1700/1987 εκδόθηκε ο ν. 1811/1988. Με το νόμο αυτό κυρώθηκε η σύμβαση “παραχωρήσεως στο Δημόσιο της δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος, που συμβάλλονται σ’ αυτή”, η οποία καταρτίσθηκε στην Αθήνα την 11.5.1988, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με το συμβόλαιο …………./1988 της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., σε εκτέλεση του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου ……/1988 της ίδιας συμβολαιογράφου και το κείμενο της οποίας παρατίθεται ολόκληρο στο άρθρο πρώτο του ανωτέρω κυρωτικού νόμου. Ειδικότερα, προβλέπεται, με το άρθρο 2 της συμβάσεως εκείνης, ότι οι αναφερόμενες στον προσαρτημένο, κατά το άρθρο 1, πίνακα Ιερές Μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η Ιερά Μονή …………., ως “Μετόχιον” της οποίας είχε καταστεί η “ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ….”, παραχωρούν συμβατικά στο Δημόσιο την αγροτολιβαδική και δασική περιουσία τους, όση είναι, εκτός από έκταση σε ακτίνα 200 μέτρων από κάθε πλευρά του κτιριακού συγκροτήματος της Μονής, ποσοστό 10% έως 200 στρέμματα, των καλλιεργήσιμων γαιών, ποσοστό 10% έως 500 στρέμματα, των δασολιβαδικών εκτάσεων, έκταση έως 4 στρέμματα γύρω από τα Μετόχια και τους Μοναστηριακούς Ναούς, ποσοστό 20% των τουριστικά αξιοποιήσιμων εκτάσεων, ποσοστό 40% των ακινήτων, που εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλεως μετά το έτος 1952, αγροτολιβαδικές και δασικές εκτάσεις που κατέχουν και νέμονται οι Μονές με νόμιμους τίτλους, καθώς και τίτλους δωρεάς, διαθήκης, κληροδοσίας ή κληρονομιάς και πηγές που χρησιμεύουν για την ύδρευση των Μονών. Ο διαχωρισμός των τμημάτων της αγροτολιβαδικής και δασικής περιουσίας των Μονών και του ΟΔΕΠ, που παραχωρείται στο Δημόσιο ή παρακρατείται από τις Μονές και τον ΟΔΕΠ, διενεργείται από επιτροπή, η οποία συγκροτείται κατά νομούς με απόφαση του Νομάρχη και με πρακτικό της καθορίζει τις θέσεις, την έκταση και τα όρια των παραχωρουμένων και των παρακρατουμένων εκτάσεων (άρθρο 2 §2 της συμβάσεως). Μετά την παραχώρηση αυτή, καταργείται ο ΟΔΕΠ και η περιουσία του περιέρχεται στην κυριότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το Δημόσιο αναλαμβάνει τις δίκες που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο μεταξύ Μονών – ΟΔΕΠ και τρίτων, σχετικά με εμπράγματα δικαιώματα στην παραχωρούμενη αγροτολιβαδική και δασική περιουσία. Ενώ, τη διατηρητέα αστική και απομένουσα στην κυριότητα, νομή και κατοχή των Ιερών Μονών διατηρητέα αγροτολιβαδική και δασική περιουσία θα διοικούν και θα διαχειρίζονται οι Ιερές Μονές, που συμβάλλονται στη σύμβαση αυτή, τη δε ρευστοποιητέα αστική και απομένουσα στις ίδιες Μονές αγροτολιβαδική και δασική περιουσία, θα διοικεί και θα διαχειρίζεται η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία και νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά ως προς την περιουσία αυτή, υπεισερχόμενη στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του καταργούμενου Ο.Δ.Ε.Π. (άρθρο 3 §1 και 2 του ν. 1811/1988). Εξάλλου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις η περιέλευση στο Δημόσιο της αγροτολιβαδικής και δασικής περιουσίας των Μονών συντελείται μετά το διαχωρισμό και την οριοθέτησή της από την προβλεπόμενη επιτροπή (άρθρα 3 και 6 της συμβάσεως). Με το άρθρο δε 2 §1 του ν. 1811/1988 “οι διατάξεις του ν. 1700/1987, κατά το μέρος που αφορούν αντικείμενα ρυθμιζόμενα με τη Σύμβαση του άρθρου 1 του παρόντος (Ν. 1811/88), δεν ισχύουν για τις Ιερές Μονές, οι οποίες αναφέρονται στον προσαρτημένο στο συμβολαιογραφικό έγγραφο της Σύμβασης πίνακα”. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι μέχρι του διαχωρισμού των παραχωρούμενων ή των παρακρατούμενων από τις Μονές εκτάσεων, οι Μονές νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά έναντι των τρίτων, για την προστασία της ακίνητης περιουσίας τους, μη ισχυουσών έναντι των Μονών, που συμβάλλονται στην ως άνω σύμβαση, των διατάξεων των άρθρων 2 §2 και 3 §1 του ν. 1700/1987, που προβλέπουν εξάμηνη προθεσμία για τη μεταβίβαση στο Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας της περιουσίας της, μετά την παρέλευση άπρακτης της οποίας αυτή (περιουσία) θεωρείται ότι ανήκει στο Δημόσιο, νομιμοποιούνται δε, ενεργητικά και παθητικά, οι Μονές και για τη μετά το διαχωρισμό διατηρητέα αστική και απομένουσα σ’ αυτές διατηρητέα αγροτολιβαδική και δασική περιουσία, η δε Εκκλησία της Ελλάδος για τη ρευστοποιητέα αστική και απομένουσα στις Μονές αγροτολιβαδική και δασική περιουσία (Α.Π. 1205/2014 σε www.areiospagos.gr).

ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, τα ενάγοντα ν.π.δ.δ., με την επωνυμία “ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ………..” και “ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”, με την από 30.4.2015 αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ιστορούσαν ότι το πρώτο είχε την κυριότητα των δύο ειδικά αναφερόμενων γεωτεμαχίων, επιφάνειας 7.733 τ.μ. και 8.129 τ.μ. αντίστοιχα. Ότι οι δύο ανωτέρω εκτάσεις αποτελούσαν τμήμα της ευρύτερης μοναστηριακής έκτασης στη θέση “….” του Δήμου Περάματος, εμβαδού 2.761.077,20 τ.μ., η οποία απέμεινε μετά από μεταβιβάσεις, που επίσης, αποτελούσε τμήμα ευρύτερης αρχικής έκτασης, γνωστής με το όνομα “Σκαραμαγκάς”, επιφάνειας 18.945.000 τ.μ., συνορεύει δε ανατολικά με κτήμα του εναγομένου (. .), δυτικά με έκταση του Πολεμικού Ναύσταθμου, βόρεια με κτήμα του εναγομένου (…………….) και νότια με εκποιηθείσες από τον Ο.Δ.Ε.Π. εκτάσεις από τη θέση του οικισμού Νέο Ικόνιο, μέχρι του συνοικισμού Περάματος. Ότι την κυριότητα της ευρύτερης έκτασης απέκτησε τόσο με παράγωγο τρόπο (αγορά από τον Οθωμανό κύριο αυτού το έτος 1783), όσο και με πρωτότυπο – τακτική και έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες σε κύριο πράξεις νομής (εγγραφή στο Μεγάλο Κώδικα καταγραφής της περιουσίας του, το έτος 1837, φύλαξη, καταμέτρηση, σχεδιαγράφηση, εκμίσθωση). Ότι τα ανωτέρω δύο γεωτεμάχια, τα οποία τελούσαν υπό τη διοίκηση και διαχείριση του δεύτερου ν.π.δ.δ. – ενάγοντος, καταχωρήθηκαν εσφαλμένα στο κτηματολόγιο υπέρ του εναγομένου – Ελληνικού Δημοσίου. Κατόπιν τούτων, ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι τα τελευταία (επίδικα ακίνητα) ανήκουν στην κυριότητα του πρώτου ν.π.δ.δ. και τελούν υπό τη διοίκηση και διαχείριση του δεύτερου (ν.π.δ.δ.) και να διορθωθούν οι ανακριβείς αρχικές εγγραφές, ώστε να αναγραφεί το πρώτο (ενάγον) στα οικεία κτηματολογικά βιβλία ως κύριο, με τίτλο κτήσης το από 25.1.1933 π.δ., σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 51 §7 του ν. 4301/2014. Εξάλλου, η εταιρεία με την επωνυμία “Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.”, με την από 23.11.2016 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της, επικαλούμενη άμεσο έννομο συμφέρον, ως ειδική διάδοχος του εναγομένου – Ελληνικού Δημοσίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 196 §4 του ν. 4389/2016, παρενέβη στη δίκη υπέρ του τελευταίου και ζήτησε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε την αγωγή και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, με την απόφασή του 3598/2018, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή, ως προς το δεύτερο ενάγον, κατά τα λοιπά δε, έκρινε ορισμένη και νόμιμη τόσο την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), ν. 20 παρ. 12 πανδ. (5.8), ν. 27 πανδ. (18.1), ν.10, 18 και 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ. (41.10) και ν.109 Πανδ. (50.16) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, άρθρα 18 και 21 του νόμου περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων της 10.7.1837, του ν. ΔΞΗ/1912 περί δικαιοστασίου, τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και το άρθρο 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της αεροπορικής αμύνης, β.δ. της 17/29.11.1836, ν.δ. 21.5.1926, 7, 8 του π.δ. της 14.9.1931, π.δ. της 18.5.1932, 1, 2 του π.δ. της 1.3.1932, π.δ. της 25.1.1933, π.δ. της 20.9.1933, 1 επ., 8 του ν. 4684/1930, 4 του ν. 1539/1938, 39 §§3, 6, 62 §2 του ν. 590/1977, 3 του π.δ. 137/1981, 1 επ. του ν. 1811/1988, 51 §§2, 7 του ν. 4301/2014, 6 §§1, 2 του ν. 2664/1998, 999, 1000, 1033, 1041, 1045 του Α.Κ. και 70 του Κ.Πολ.Δ., όσο και την παρέμβαση (άρθρα 80, 81, 82, 83 και 225 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας με την επωνυμία “Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.” και δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή του πρώτου ενάγοντος – ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ….” και, αφού το αναγνώρισε ως κύριο των επίδικων δύο ακινήτων, διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής αυτών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, ώστε στα ΚΑΕΚ …./0/0 και ……./0/0, αντί του εσφαλμένου “Ελληνικό Δημόσιο” να αναγραφεί το πρώτο ενάγον, κατά πλήρη κυριότητα, με τίτλο κτήσης το από 25.1.1933 π.δ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη, τόσο το εναγόμενο, όσο και η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, με τις υπό κρίση εφέσεις τους, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η από 30.4.2015 αγωγή.

V. Όπως προκύπτει από το άρθρο 216 §1 του Κ.Πολ.Δ., για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων αναγκαίων στοιχείων, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα του. Προκειμένου για αγωγή αναγνωριστική ή διεκδικητική της κυριότητας ακινήτου, απαιτείται, για να είναι ακριβής η περιγραφή του ακινήτου, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητα του, να προσδιορίζονται η θέση, τα όρια και ο προσανατολισμός των πλευρών του, κατά τρόπο ώστε να μπορεί αυτό να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά εδάφη, έστω και αν δεν αναφέρεται το μήκος των πλευρών του σε μέτρα ή το εμβαδόν του. Εάν το ακίνητο αναφέρεται ότι αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, θα πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς η θέση του μέσα σε αυτή, καθώς και τα όρια που το διαχωρίζουν από τη μεγαλύτερη έκταση, ώστε να προκύπτει ποιο συγκεκριμένο τμήμα της μεγαλύτερης έκτασης καταλαμβάνει αυτό. Η περιγραφή του ακινήτου δεν μπορεί να συμπληρώνεται με την παραπομπή σε άλλο έγγραφο, όπως σχεδιάγραμμα, στο οποίο αποτυπώνεται το ακίνητο, εκτός αν το έγγραφο έχει ενσωματωθεί στην αγωγή, κατά τρόπο ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της (Α.Π. 452/2016, Α.Π. 714/2015, Α.Π. 78/2015 και Α.Π. 1016/2014 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Επί αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής, που στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας, για το ορισμένο αυτής αρκεί να γίνει επίκληση της συμβάσεως, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και του άμεσου δικαιοπαρόχου του, κυρίου του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που μεταγράφηκε, χωρίς να είναι αναγκαίο να καθορίζεται στο δικόγραφο της αγωγής και ο τρόπος με τον οποίο κατέστη κύριος ο δικαιοπάροχος αυτός του ενάγοντος, διότι μόνο σε περίπτωση αμφισβήτησης από τον εναγόμενο και της κυριότητας αυτού υποχρεούται ο ενάγων να καθορίσει με τις προτάσεις της συζήτησης τον τρόπο της κτήσης αυτής (Α.Π. 452/2016 και Α.Π. 1203/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

VΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α´ έφεσης και με το β´ σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Β´ έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, κρίνοντας ως ορισμένη την από 30.4.2015 αγωγή, διότι, αν και οι ενάγοντες ισχυρίζονταν ότι τα επίδικα ακίνητα αποτελούσαν τμήμα ευρύτερου ακινήτου (του “κτήματος Σκαραμαγκά”), αυτό δεν προσδιορίζονταν επαρκώς ως προς τα όρια, το εμβαδόν, τις πλευρικές διαστάσεις και τη θέση αυτών, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί η συνδρομή στο πρόσωπο των τελευταίων του στοιχείου της νομής και η άσκηση πράξεων νομής επί των ίδιων εκτάσεων, ενώ δεν μνημονεύονταν συγκεκριμένες και ορισμένες υλικές πράξεις (νομής) επί των επίδικων ακινήτων. Ο ισχυρισμός αυτός, είναι αβάσιμος, αφού, στην αγωγή αναφέρονται τόσο το αρχικό κτήμα Σκαραμαγκά, όσο και το εναπομείναν κατόπιν μεταβιβάσεων, καθώς και η θέση των επιδίκων εντός αυτής. Ειδικότερα, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, προσδιορίζονται η θέση, τα όρια και ο προσανατολισμός των πλευρών τους, σύμφωνα με τα ενσωματωμένα στην αγωγή τοπογραφικά διαγράμματα, ήτοι : α) το 1677 από 14.2.1968 τοπογραφικό διάγραμμα της τεχνικής υπηρεσίας του Οργανισμού Διοίκησης και Διαχείρισης Εκκλησιαστικής περιουσίας, το οποίο είναι ακριβές αντίγραφο από τον κτηματολογικό Κώδικα της ενάγουσας Ιεράς Μονής του έτους 1902 και β) το ……………/2000 τοπογραφικό διάγραμμα του τμήματος τοπογραφίας της Ε.Κ.Υ.Ο., στα οποία απεικονίζονται το αρχικό μείζον κτήμα Σκαραμαγκά και η έκταση που απέμεινε από αυτό αντίστοιχα, καθώς και η θέση των επιδίκων εντός αυτής. Εξάλλου, στην αγωγή μνημονεύονταν συγκεκριμένες και συνεχείς πράξεις νομής του μείζονος κτήματος, χωρίς να απαιτείται ο ημερολογιακός προσδιορισμός των πράξεων νομής μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας, ενώ “εν τω μείζον εμπεριέχεται και το έλαττον” και συνακόλουθα ο προσδιορισμός των πράξεων νομής στο μεγαλύτερο ακίνητο προσδιορίζει επαρκώς και τις πράξεις νομής στα περιλαμβανόμενα σ’ αυτό επίδικα (Α.Π. 573/2015 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), ούτε (απαιτείται) η αναφορά του προσώπου έναντι του οποίου ασκείται η φυσική εξουσίαση του ακινήτου προς απόκτηση της κυριότητας με χρησικτησία (Α.Π. 1145/2011 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης. Εξάλλου, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Β´ έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, κρίνοντας ότι είναι ορισμένη η από 30.4.2015 αγωγή, διότι, αν και οι ενάγοντες ισχυρίζονταν ότι η μείζονα έκταση, στην οποία βρίσκονται και τα επίδικα ακίνητα, περιήλθε στην κυριότητά τους, αρχικά με παράγωγο τρόπο κτήσης, το έτος 1783, με αγορά, από τον Οθωμανό …………., δεν αναφέρει τον τύπο του τυχόν εγγράφου που συντάχθηκε, κατά το ισχύον τότε Οθωμανικό δίκαιο (ταπί). Η επίκληση όμως, της σύμβασης, που καταρτίσθηκε, μεταξύ της ενάγοντος και του άμεσου δικαιοπαρόχου του, κυρίου του μεταβιβαζόμενου ακινήτου και το έγγραφο, με το οποίο έλαβε χώρα αυτή (ταπί), είναι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, αναγκαίο να αναφέρεται για το ορισμένο της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι η αγωγή ήταν ορισμένη, ως προς τη βάση της από τον παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας, απορρίπτοντας σιγή την ένσταση της εκκαλούσας – προσθέτως παρεμβαίνουσας, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της υπό στοιχείο Β´ έφεσης, ως προς τούτο. Πρέπει, επομένως, το Δικαστήριο, αφού κάνει δεκτή την έφεση, να κρατήσει και να δικάσει την αγωγή ως προς το αίτημά της αυτό (αναγνώριση της κυριότητάς της στα επίδικα ακίνητα με παράγωγο τρόπο) και να το απορρίψει ως αόριστο.

VΙΙ. Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, οι οποίοι εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσια συνεδρίασής του, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τα επίδικα ακίνητα είναι δύο γεωτεμάχια, που βρίσκονται στο Δήμο …, εφάπτονται στη Λεωφόρο .. (στον αριθμό … το πρώτο και …. το δεύτερο), έχουν επιφάνεια 7.773 τ.μ. και 8.129 τ.μ. αντίστοιχα και είναι καταχωρημένα στο Κτηματολογικό Γραφείο Πειραιώς με ΚΑΕΚ ………..και ……. αντίστοιχα. Επί των ακινήτων αυτών, το εφεσίβλητο – ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ …………” ισχυρίζεται ότι ασκεί πράξεις νομής με καλή πίστη, πάνω από 100 έτη και πριν από τη σύσταση του Ελληνικού κράτους, δεδομένου ότι τα είχε αποκτήσει, ως τμήμα μείζονος εκτάσεως (κτήμα Σκαραμαγκά), από τον Οθωμανό . ……. Ωστόσο, από την εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β´ έφεση αμφισβητείται ότι τα επίδικα εμπίπτουν εντός της αναφερόμενης από το εφεσίβλητο έκτασης του κτήματος Σκαραμαγκά. Κατόπιν τούτων, εφόσον πρόκειται για ζήτημα, το οποίο, προκειμένου να γίνει αντιληπτό, απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης και ζητείται από την ως άνω εκκαλούσα η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, που επαναφέρεται και με σχετικό λόγο έφεσης, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να διορίσει, κατ’ άρθρο 368 §2 του Κ.Πολ.Δ., έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες. Σημειωτέον ότι οι λοιπές αποδείξεις, που προσκομίζονται, δεν κρίνονται επαρκείς προς μόρφωση της κρίσης αυτής του Δικαστηρίου, αφού α) η μεν από Μάρτιος 2008 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που προσκομίζεται και φέρεται ότι αφορά στο μεγαλύτερο τμήμα του δεύτερου επίδικου ακινήτου, έλαβε χώρα στα πλαίσια μισθωτικής διαφοράς, το δε Εφετείο Πειραιώς, με την απόφασή του 67/2011, δεν την έκρινε επαρκή, για να διακριβωθεί εάν το τελευταίο ανήκει στην κυριότητα της εκεί ενάγουσας (Εκκλησίας της Ελλάδος) ή στο προσθέτως παρεμβάν Ελληνικό Δημόσιο και β) η δε δεύτερη, από Απρίλιος 2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης αφορά σε έτερο ακίνητο, που φέρεται ότι βρίσκεται πλησίον του πρώτου επιδίκου. Σημειωτέον ότι και το ταπί που επικαλείται η εφεσίβλητη, ως τίτλο της ευρύτερης έκτασής της (Κτήμα Σκαραμαγκά), προσκομίζεται μόνο σε μετάφραση. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, προς ολοκλήρωση της έρευνας για τη βασιμότητα των λόγων των εφέσεων περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, το Δικαστήριο, θα πρέπει να διατάξει την επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης στο ακροατήριο, για τη διευκρίνιση και συμπλήρωση των κενών και αμφίβολων σημείων της υπόθεσης, με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από δύο τοπογράφους μηχανικούς (άρθρα 254, 368 §2 και 369 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το κεφάλαιο αυτό της έφεσης, έτσι, ώστε, μετά τη συνεκτίμηση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και των λοιπών αποδεικτικών μέσων, να κριθεί εάν εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, προκειμένου να εξαφανιστεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Ολ.Α.Π. 1285/1982 και Α.Π. 755/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την από 10.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2018 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου και την από 11.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2018 έφεση της εταιρείας με την επωνυμία “Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.”.

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 11.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2018 έφεση της εταιρείας με την επωνυμία “Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.”, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου εφεσίβλητου – ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”.

Καταδικάζει την εκκαλούσα “Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.” στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου – ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Δέχεται, κατά τα λοιπά, τυπικά τις εφέσεις.

Δέχεται κατ’ ουσία την υπό στοιχείο Β´ έφεση, ως προς το κεφάλαιο για την αναγνώριση της κυριότητας των επίδικων ακινήτων, με παράγωγο τρόπο κτήσης.

Κρατεί και δικάζει την από 30.4.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2015 αγωγή, ως προς το αίτημα αυτό.

Απορρίπτει αυτό ως αόριστο.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Διατάσσει την επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης της έφεσης και τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. .

Διορίζει πραγματογνώμονες τις τοπογράφους – μηχανικούς : 1) …………., κάτοικο … (οδός ., τηλ. …. και …..) και 2) Σ………., κάτοικο ….. (οδός … … τηλ. …….. και …………), που περιέχονται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες, αφού δώσουν τον όρκο του πραγματογνώμονα, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την επίδοση σ’ αυτές της παρούσας και λάβουν υπόψη τους όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, καθώς και όσα (έγγραφα) θέσουν στη διάθεση τους οι διάδικοι, καθώς και κάθε άλλο, κατά την κρίση τους, χρήσιμο στοιχείο, επισκεφθούν τα επίδικα (ακίνητα), τα οποία περιγράφονται στην αγωγή και κάνουν επιτόπια εφαρμογή του τίτλου που επικαλείται το εφεσίβλητο – ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ……….” [(αγορά μείζονος εκτάσεως (κτήμα Σκαραμαγκά), δυνάμει ταπίου, από τον Οθωμανό ………..)], θα συντάξουν έκθεση, στην οποία θα γνωμοδοτούν αιτιολογημένα για τη θέση τους (επιδίκων), τα σύνορά τους και το αν αυτά αποτελούν τμήματα του ως άνω μείζονος ακινήτου (κτήματος Σκαραμαγκά), που φέρεται ότι αγοράστηκε με τον πιο πάνω τίτλο (ταπί), συντάσσοντας και σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα. Προς τούτο οι εν λόγω πραγματογνώμονες θα πρέπει να συντάξουν σχετική αιτιολογημένη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, στην οποία θα αναφέρουν όλα τα στοιχεία που έλαβαν υπόψη για να σχηματίσει τη γνώμη τους και την οποία (έκθεση) πρέπει να καταθέσουν, με τα συνοδευτικά αυτής έγγραφα, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την όρκισή τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 15 Ιουλίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ