Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 510/2020

 

Αριθμός  510/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 286 παρ. 1, 287 και 290 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται και σε περίπτωση θανάτου του διαδίκου, για δε, την επέλευση της διακοπής απαιτείται η προς τον αντίδικο γνωστοποίηση του διακοπτικού γεγονότος, η οποία γίνεται από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από αυτόν που ήταν, κατά τη στιγμή που επήλθε ο λόγος της διακοπής, πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου, στο πρόσωπο του οποίου επήλθε ο λόγος αυτός. Η γνωστοποίηση πρέπει να γίνει με επίδοση δικογράφου στον αντίδικο ή με δήλωση προφορική στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης (ΑΠ 65/2006Δ37, 543, ΑΠ 870/2006Δ37, 1319,  ΑΠ 1420/2006 ΕλΔνη47, 125). Κατ’αρχήν, κατά το εδ.β΄ της παρ.1 του άρθρου 287 ΚΠολΔ, η γνωστοποίηση γίνεται από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη(άρθρ.290ΚΠολΔ). ΄Ετσι, αν λόγος της διακοπής είναι ο θάνατος, σε γνωστοποίηση του διακοπτικού αυτού γεγονότος δικαιούνται να προβούν μόνο ο καθολικός διάδοχος (ΕφΑθ 4093/1998 Αρμ54, 70) ή ο αναγκαίος ομόδικος του αποβιώσαντος (ΕφΑθ 1214/2000 ΑρχΝ53, 345). Η επανάληψη της δίκης, που διακόπηκε, μπορεί να είναι είτε εκούσια, είτε αναγκαστική. Η εκούσια επανάληψη ρυθμίζεται στο άρθρο 290ΚΠολΔ και γίνεται με δήλωση του διαδίκου, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης, ρητή ή σιωπηρή. Η δήλωση επανάληψης είναι ρητή, όταν γίνεται  προφορικά κατά την εκφώνηση  της υπόθεσης, εφόσον παρίσταται ο αντίδικος (ΕφΑθ 2645/1986 ΕλΔνη 27,859), με επίδοση ιδιαίτερου δικογράφου ή με εξώδικη δήλωση (ΑΠ 57/1978 ΑρχΝ 30, 547).Σιωπηρή είναι η δήλωση  επανάληψης που γίνεται με κοινοποίηση κλήσης για συζήτηση (ΑΠ 241/2015, 43/2014, ΕφΑ θ320/2019 δημ. ΝΟΜΟΣ) , με παράσταση και κατάθεση προτάσεων (ΕφΘεσ 2072/1992 ΕλΔνη35, 626), ή με συμμετοχή σε άλλη διαδικαστική πράξη (ΑΠ 52/1999 ΕλΔνη40, 595).Η δήλωση επανάληψης της δίκης μπορεί να γίνει ταυτόχρονα με τη δήλωση διακοπής. Στην περίπτωση αυτή επέρχεται άμεση επανάληψη της δίκης (ΑΠ Ολ 22/2000 ΕλΔνη42, 56, ΑΠ 1978/2008 Δ40, 530).Στο άρθρο 291 ΚΠολΔ ρυθμίζεται η δυνατότητα του αντιδίκου (ΑΠ 1420/2006 ΕλΔνη47, 125) ή του αναγκαίου ομοδίκου του διαδίκου, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, να προκαλέσει την επανάληψη της δίκης (ΑΠ 1705/2008 ΕφΑΔ 2, 194), προκειμένου να διαφυλαχθούν  τα συμφέροντα του πρώτου, στην περίπτωση που ο δεύτερος από αμέλεια, απραξία, ή διάθεση παρέλκυσης δεν προβαίνει στην επανάληψη της δίκης. Σ’αυτή την περίπτωση η επανάληψη της δίκης γίνεται με πρόσκληση στον διάδικο, που διαδέχθηκε τον αρχικό στην επίδικη έννομη σχέση και στους αναγκαίους ομόδικούς του, με κοινοποίηση δικογράφου, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δίκη που διακόπηκε. Η πρόσκληση μπορεί να ενσωματωθεί  και στο δικόγραφο της κλήσης για συζήτηση (ΑΠ 1420/2006 ό.π., ΑΠ 769/2001 ΕλΔνη43, 1380) της αγωγής ή του ένδικου μέσου, όχι όμως και σε εξώδικη δήλωση. Η πρόσκληση για επανάληψη της δίκης μπορεί να κοινοποιηθεί και πριν από τη γνωστοποίηση του διακοπτικού γεγονότος, εφόσον βέβαια ο αντίδικος, που επισπεύδει την επανάληψη, γνωρίζει το λόγο της διακοπής και αυτή θεωρείται δεδομένη(άρθρ. 291 παρ. 1 ΚΠολΔ).Στην προκείμενη περίπτωση, οι 1)……………., 2)…………… και 3)…………., με την από 4-11-2017 κλήση τους, με Γ.Α.Κ……/2017, που άσκησαν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, κατά των ………. και της …………., ατομικά για τους ίδιους και ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων της μητέρας τους, ………, γνωστοποιούν ότι η μητέρα τους,. ……….., κάτοικος εν ζωή Κορυδαλλού, οδός …………, απεβίωσε την 27-12-2012 και ότι οι ίδιοι τυγχάνουν μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της. Ισχυρίζονται, επίσης, ότι η …………, κάτοικος εν ζωή Κορυδαλλού, οδός ……….., μητέρα της προαναφερόμενης μητέρας τους, προαπεβίωσε αυτής, την 23-8-2011 και κληρονομήθηκε από την τελευταία, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμο της. ΄Οτι οι προαναφερόμενες δικαιοπάροχοί τους είχαν ασκήσει την από 14-4-2009 έφεσή τους, με αριθμ.έκθ.κατάθ……./14-4-2009 κατά των καθ’ων η κλήση και κατά της υπ’αριθμ.4477/2008 απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. ΄Οτι ημερομηνία για συζήτηση της ως άνω έφεσης ορίσθηκε, αρχικά, η 19-11-2009, οπότε, όμως, αναβλήθηκε για να συνεκδικαστεί με την από 17-11-2009 και με αριθμ.έκθ.κατάθ………../19-11-2009 έφεση της δικαιοπαρόχου των καθ’ων, για τη δικάσιμο της 7-10-2010, οπότε και πάλι αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5-5-2011, οπότε, αναβλήθηκε εκ νέου, για να συνεκδικαστεί και με τους από 3-5-2011, με αριθμ.έκθ.κατάθ…………/5-5-2011 πρόσθετους λόγους έφεσης, για τη δικάσιμο της 19-1-2012, οπότε, εκ νέου αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 10-10-2013, οπότε, λόγω μη εμφάνισης των διαδίκων, η συζήτηση των υποθέσεων ματαιώθηκε. ΄Οτι, με τις από 8-10-2016, με αριθμ. κατάθ. ……….. κλήσεις τους, οι ίδιοι (καλούντες) επανέφεραν, αντίστοιχα, προς συζήτηση, την έφεση των δικαιοπαρόχων τους και την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους των αντιδίκων τους. ΄Οτι δικάσιμος ορίσθηκε η 2-11-2017, οπότε, όμως, μη εμφανισθέντων των διαδίκων, η συζήτησή τους ματαιώθηκε, ήδη, δε, με την ένδικη κλήση τους, ζητούν, παραιτούμενοι από τα δικόγραφα των ως άνω, από 8-10-2016 με αριθμ…………… κλήσεών τους, να γίνει δεκτή η έφεσή τους, ώστε να γίνει δεκτή εξ ολοκλήρου η αγωγή των δικαιοπαρόχων τους. Ο, με την ως άνω κλήση, νόμιμα γνωστοποιηθείς από τους καλούντες θάνατος, στις 27-12-2012, της δικαιοπαρόχου τους, ………….(βλ. προσκομιζόμενη απ’τους καλούντες με αριθμ…., τόμος …., έτος 2012 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου Αθηνών, …………), επέφερε διακοπή της δίκης(άρθρ.286 περ.1α και 287 παρ.1 ΚΠολΔ), αναφορικά με την με αριθμ.έκθ.κατάθ………../14-4-2009 έφεση των δικαιοπαρόχων τους, η, δε, διακοπείσα δίκη, επαναλαμβάνεται εκούσια  και άμεσα, κατ’άρθρ. 290 ΚΠολΔ, με την ίδια κλήση τους. Η συγγενική σχέση των καλούντων με τη  μητέρα τους, …………, που στηρίζει, κατά τα κατωτέρω, αναφερόμενα, εν μέρει από διαθήκη και εν μέρει εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο απ’αυτούς, με αριθμ.πρωτ. …………/11-1-2013 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Κορυδαλλού, η, δε, νομιμοποίησή τους, ως καθολικών της κληρονόμων, αποδεικνύεται από το με αριθμ. ………/2017 πιστοποιητικό περί δημοσίευσης διαθήκης του Πρωτοδικείου Αθηνών, το με αριθμ…………/2017 πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Πρωτοδικείου Πειραιά, το με αριθμ. ……./2017 πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, το με αριθμ……../2017 πιστοποιητικό περί δημοσίευσης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, το με αριθμ. ………../2017 πιστοποιητικό περί μη αποποίησης κληρονομίας και το με αριθμ………/2017 πιστοποιητικό περί μη αποποίησης κληρονομίας του Πρωτοδικείου Πειραιά. Από τη νόμιμα δημοσιευμένη διαθήκη της θανούσας …………., προκύπτει ότι εγκατέστησε τους καλούντες, νόμιμα αυτής τέκνα, ως κληρονόμους της, σε ολόκληρη την ακίνητη περιουσία της και ειδικότερα, τον καθέναν απ’τους καλούντες, στο περιγραφόμενο στην διαθήκη, για τον καθέναν, ακίνητο, με αποτέλεσμα, ενόψει του ότι με την ως άνω διάταξη της διαθήκης δεν εξαντλήθηκε η, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1710 εδ.1 ΑΚ, περιουσία της θανούσας, ως τέτοιας νοουμένης, μεταξύ άλλων, του συνόλου των δεκτικών αποτιμήσεως δικαιωμάτων, αλλά και ελπίδας ή προσδοκίας κτήσης δικαιώματος (ΕφΑθ3916/2003ΔΕΕ 2003,1049), όπως συμβαίνει επί άσκησης καταψηφιστικού χαρακτήρα αγωγής από τον κληρονομούμενο, όπως εν προκειμένω,  ως προς το υπόλοιπο μέρος της κληρονομίας να χωρεί η εξ αδιαθέτου διαδοχή (άρθρ.1801 ΑΚ).  Η πρώτη εκκαλούσα-πρώτη εφεσίβλητη, …………., προαπεβίωσε της δεύτερης εκκαλούσας-δεύτερης εφεσίβλητης, χωρίς να αφήσει διαθήκη, στις 23-8-2011 (βλ.προσκομιζόμενα από τους  καλούντες, με αριθμ….., τόμ…., έτος 2011 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιάρχου Αθηνών, ………. και πιστοποιητικά περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Πρωτοδικείου Αθηνών, του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, του Πρωτοδικείου Πειραιά και του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με αριθμούς, αντίστοιχα, ………..) και κληρονομήθηκε από το μοναδικό της τέκνο, τη μετέπειτα θανούσα, δεύτερη εκκαλούσα-δεύτερη εφεσίβλητη, ………… (βλ. προσκομιζόμενα από τους καλούντες α)με αριθμ.πρωτ. ………../7-9-2011 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμαρχου Πειραιά και με αριθμούς …/2017 και …../2017, πιστοποιητικά περί μη αποποίησης κληρονομίας του Πρωτοδικείου Πειραιά και Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα).Κατόπιν αυτών, οι καλούντες υπεισήλθαν στη θέση των αρχικά εναγουσών δικαιοπαρόχων τους και συνεχίζουν τη δίκη.Οι ίδιοι καλούντες, με την από 4-11-2017 κλήση τους, με Γ.Α.Κ……../2017, που άσκησαν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, κατά των ίδιων καθ’ων, ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της μητέρας τους, πρώτης εφεσίβλητης-πρώτης εκκαλούσας, ………….,  ισχυρίζονται, κατ’εκτίμηση του δικογράφου της κλήσης τους, ότι η, ήδη, θανούσα, ……… ……, δικαιοπάροχος των καθ’ων και οι καθ’ων άσκησαν, ενώπιον του δευτεροβάθμιου τούτου δικαστηρίου, την από 17-11-2009,  με αριθμ. κατάθ………./19-11-2009 έφεση κατά της υπ’αριθμ.4477/2008 απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, λόγω, δε, του επισυμβάνοτος θανάτου της ………….., δηλώνουν πως έχει επέλθει βίαιη διακοπή της δίκης, ως προς την έφεσή τους αυτή, προσκαλούν, δε, τους καθ’ων η κλήση, ως μοναδικούς  εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, σε επανάληψη της διακοπείσας δίκης επί της ως άνω έφεσής τους, μετά, δε, τη ματαίωση της δίκης επί της έφεσης των δικαιοπαρόχων των ίδιων(καλούντων), της έφεσης της ………… και των καθ’ων και των πρόσθετων λόγων έφεσης των τελευταίων, κατά τη δικάσιμο της 10-10-2013,  επαναφέρουν, με την ένδικη κλήση τους, την έφεση των καθ’ων και ζητούν  την απόρριψή της.Οι ίδιοι καλούντες, τέλος, με την από 4-11-2017 κλήση τους, με Γ.Α.Κ……/2017, που άσκησαν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, κατά των ίδιων καθ’ων, ισχυρίζονται ότι η, ήδη, θανούσα, . ……………, μητέρα των καθ’ων και οι καθ’ων άσκησαν και τους από 3-5-2011, με αριθμ.κατάθ………../5-5-2011 πρόσθετους λόγους έφεσης, λόγω, δε, του επισυμβάντος θανάτου της πρώτης, δηλώνουν πως έχει επέλθει βίαιη διακοπή της δίκης και ως προς τους πρόσθετους αυτούς λόγους έφεσης, προσκαλούν, δε, τους καθ’ων η κλήση, ως μοναδικούς  εξ αδιαθέτου κληρονόμους της εκκαλούσας, σε επανάληψη της διακοπείσας δίκης επί των πρόσθετων λόγων έφεσης, μετά, δε, την ματαίωση της δίκης επί της έφεσης των δικαιοπαρόχων των ίδιων(καλούντων), της έφεσης της δικαιοπαρόχου των καθ’ων και των καθ’ων και των πρόσθετων λόγων έφεσης της τελευταίας και των καθ’ων, κατά τη δικάσιμο της 10-10-2013,  επαναφέρουν, με την ένδικη κλήση τους και τους πρόσθετους λόγους έφεσης των καθ’ων και ζητούν  την απόρριψή τους.Ο, με τις δύο ως άνω κλήσεις, νόμιμα γνωστοποιηθείς από τους καλούντες, θάνατος της δικαιοπαρόχου των καθ’ων, …………..,  που έλαβε χώρα στις 26-6-2016 (βλ. προσκομιζόμενη απ’τους καθ’ων, με αριθμ.πρωτ……../2016 (αριθμ……, τόμ…., έτος 2016) ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου Νικαίας, …………, επέφερε διακοπή της δίκης (άρθρ.286 περ.1α και 287 παρ.1 ΚΠολΔ), αναφορικά με την με αριθμ.έκθ.κατάθ…………../2019 έφεση της  δικαιοπαρόχου των καθ’ων και των καθ’ων και αναφορικά με τους με αριθμ.έκθ.κατάθ……../2011 πρόσθετους λόγους έφεσης αυτών,  η, δε, διακοπείσα δίκη, επαναλαμβάνεται αναγκαστικά, με τις ίδιες, δύο, ως άνω κλήσεις τους, κατ’άρθρ.291 ΚΠολΔ, με τους δύο καθ’ων, να συνεχίζουν τη δίκη, ατομικά και ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της μητρός τους, πρώτης εκκαλούσας-πρώτης εφεσίβλητης.  Οι δύο υπό κρίση εφέσεις και δή, η α) από 14-4-2009 έφεση, με αριθμ.έκθ.κατάθ. …./14-4-2009 και β) από 17-11-2009 έφεση, με αριθμ.έκθ.κατάθ. ………./19-11-2009, που ασκήθηκαν  κατά της υπ’ αριθ. 4477/2008 οριστικής απόφασης, του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρό­θεσμα, καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 6-10-2008 και οι εν λόγω εφέσεις κατατέθηκαν, αντίστοιχα, στις 14-4-2009 και 19-11-2009, δηλαδή, εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριών ετών από του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης (άρθρ.518 παρ.2 ΚΠολΔ).Πρέπει, επομένως, να γίνουν αυτές τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν, περαιτέρω, ως προς το πα­ραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους. Περαιτέρω, παραδεκτοί κρίνονται και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που οι εκκαλούντες της από 17-11-2009 έφεσης(με αριθμ.έκθ.κατάθ…./19-11-2009) άσκησαν, με το από 3-5-2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2011) ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου, τούτου, δικαστηρίου στις 5-5-2011, ακολούθως, δε, κοινοποίησαν στις αντίδικές τους, εφεσίβλητες-ενάγουσες, τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη της § 2 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …………. στο προσκομιζόμενο από τους καλούντες αντίγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης. Πρέπει, επομένως, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατ’ ουσίαν για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο αυτών (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), να συνεκδικαστούν, δε, με την έφεση των εκκαλούντων, προς την οποία τελούν σε σχέση εξαρτήσεως, αφού η ύπαρξη της αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής τους προς συζήτηση, κατά τρόπον ώστε να μη νοείται, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα, χωριστή εκδίκασή τους (ΕφΠειρ. 100/2014 δημ. Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 584, σελ. 240), αλλά και με την από 14-4-2009 έφεση, με αριθμ.έκθ.κατάθ………./14-4-2009, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης(άρθρ.246 ΚΠολΔ).Επειδή η αιτιώδης αναγνώριση χρέους, αντίθετα προς την αναιτιώδη, κατ’ΑΚ873, αναγνώριση, συνάπτεται βάσει της ΑΚ361.Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, κατά κανόνα θα πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους. Δεν αποκλείεται, όμως, να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του(η διάταξη του άρθρου 873 εδ.β΄ΑΚ εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα). Στην αιτιώδη αναγνώριση χρέους ο ενάγων φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της ύπαρξης και του κύρους της αιτίας, ενώ στην αναιτιώδη αναγνώριση ο εναγόμενος μπορεί να αρνηθεί την εκπλήρωση, αν αποδείξει αυτός την έλλειψη ή την ακυρότητα της αιτίας (Ι. Καράκωστα, Αστικός Κώδικας, άρθρ.361, παρ.666, 667).Το πότε τα συμβαλλόμενα μέρη αποσκοπούν στη δημιουργία υποχρέωσης κατά τρόπο ανεξάρτητο από την αιτία, πότε, δηλαδή, καταρτίζουν σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους είναι ζήτημα ερμηνείας της δήλωσης βούλησής τους. Καταρχάς ελέγχεται αν καταρτίσθηκε σύμβαση και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αν η θέληση των μερών κατευθύνεται στη δημιουργία ενοχής ανεξάρτητης από την αιτία. Στην τελευταία περίπτωση, δηλαδή, όταν τίθεται ζήτημα διάκρισης της αιτιώδους από την αφηρημένη αναγνώριση χρέους, η απάντηση και πάλι ανάγεται στην ερμηνεία της βούλησης των συμβαλλομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ (ΑΠ 1292/2000 ΕΕΝ 2002,160) και συγκεκριμενοποιείται στο ερώτημα ποιός ήταν ο σκοπός, στον οποίο απέβλεψαν τα μέρη με τη σύμβαση και αν το πρόσφορο μέσο για την επίτευξη του σκοπού τους ήταν η δημιουργία αιτιώδους ή αφηρημένης ενοχής (Ι. Καράκωστα, ό.π., άρθρ.873 παρ.15)Επειδή, όπως συνάγεται από το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, το αίτημα της αγωγής δεν είναι απαραίτητο να διατυπώνεται με ορισμένους πανηγυρικούς τύπους, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου, ιδιαίτερα δε από την αντιπαραβολή του ιστορικού με το αιτητικό. Το δικαστήριο της ουσίας, βάσει της αρχής JURA NOVIT CURIA, μπορεί, εφόσον το είδος και η έκταση της ζητούμενης έννομης προστασίας προκύπτουν με ακρίβεια από το συνολικό ιστορικό της αγωγής, να προβεί σε αυτεπάγγελτη θεμελίωση αυτής στο νόμο. Περαιτέρω, εφόσον στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση, από την οποία προήλθε ο πλουτισμός του λήπτη, έπεται ότι, όπου τέτοια ελαττωματικότητα δεν υφίσταται, απαίτηση αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν στοιχειοθετείται. Έτσι, η “επικουρικότητα” δεν αποτελεί πρόσθετη προϋπόθεση, εγγενή στη φύση των απαιτήσεων αδικαιολογήτου πλουτισμού. Απορρέει απλώς από το ως άνω στοιχείο της βάσης των απαιτήσεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, που συνίσταται ακριβώς στην έλλειψη αξίωσης (αγωγής) από την αιτία. Η ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση, ανάγεται στο νόμω βάσιμο κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Άρα απαιτείται ανεξάρτητα από το αν η απαίτηση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ασκείται (δικονομικώς) κυρίως ή επικουρικώς. Πρέπει να σημειωθεί ότι η “επικουρικότητα” των απαιτήσεων αδικαιολογήτου πλουτισμού, υπό οποιαδήποτε εκδοχή, ανάγεται στο ουσιαστικό δίκαιο και σημαίνει ότι ως μέσα έννομης προστασίας χορηγούνται επιβοηθητικώς, δηλαδή όταν δεν υφίστανται άλλα. Η επικουρικότητα αυτή  δεν έχει, σε κάθε περίπτωση, καμιά σχέση με τη δικονομική επικουρικότητα, την ενάσκηση δηλαδή της απαίτησης με την αναβλητική αίρεση της απόρριψης άλλης κυρίας αγωγικής βάσης ή θεμελίωσης. Εκ των ανωτέρω έπεται ότι, όταν ο ενάγων, επικαλούμενος  στην αγωγή περιστατικά που έχουν ως επακόλουθο την ακυρότητα της ένδικης σύμβασης, θεωρώντας, δε, αυτονόητο ότι λόγω έλλειψης έγκυρης σύμβασης δεν μπορεί να θεμελιώσει τις επίδικες αξιώσεις του σ` αυτή, στηρίζει, με βάση τα ίδια περιστατικά αυτήν (αγωγή) ευθέως στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το δικαστήριο, εφόσον στο δικόγραφό της διαλαμβάνονται τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία (άρθρ. 216 ΚΠολΔ), μπορεί, αυτεπαγγέλτως, να ερευνήσει αν αυτές οι αξιώσεις στηρίζονται στο νόμο και σε καταφατική περίπτωση να κρίνει νόμω βάσιμη την αγωγή (ΑΠ859/2003 δημ.ΝΟΜΟΣ). Εάν ασκείται αγωγή με την οποία ζητείται ευθέως ο πλουτισμός του εναγομένου εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι αυτή ορισμένη πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να αναφέρονται, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 στοιχ. α΄ του ΚΠολΔ, τα περιστατικά, στα οποία οφείλεται ή τα οποία επέφεραν την ακυρότητα και που συνιστούν τον λόγο, για τον οποίο η αιτία της περιουσιακής μετακίνησης δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα στο ίδιο δικόγραφο (άρθρο 219 του ΚΠολΔ) με την κύρια βάση από τη σύμβαση, υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της τελευταίας λόγω ακυρότητας της σύμβασης, τότε για την πληρότητα της επικουρικής βάσης της αγωγής αρκεί, πέρα από τα στοιχεία της συμβάσεως και τον πλουτισμό του εναγομένου από την εκτέλεσή της, να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή (έστω και έμμεση) επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται και έκθεση των γεγονότων, στα οποία οφείλεται η ακυρότητα, αφού στην εν λόγω περίπτωση η επικουρική βάση θα εξετασθεί μόνο αν η κυρία βάση απορριφθεί, λόγω ακυρότητας της σύμβασης, η οποία συνεπώς θα είναι δεδομένη (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ597/2019, ΑΠ 1703/2014).

Με την από 15-12-2007 αγωγή τους και κατ’ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, οι ενάγουσες, ……….. και ………., ιστορούσαν ότι την 27-8-1991 απεβίωσε ο σύζυγος της πρώτης και πατέρας της δεύτερης,  ………., χωρίς να αφήσει διαθήκη και την κληρονομία του αποδέχθηκαν οι ενάγουσες, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, η πρώτη και 3/4 εξ αδιαιρέτου η δεύτερη. ΄Ότι αυτός είχε στην κυριότητά του, κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 50%, δύο, λεπτομερώς, περιγραφόμενα φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης  και ότι τον Οκτώβριο του έτους 1985, ενόψει συνταξιοδοτήσεώς του, μεταβίβασε το επ’αυτών, ιδανικό του μερίδιο, εικονικά, χωρίς αντάλλαγμα, στο συγκύριο των οχημάτων, …………., δικαιοπάροχο των εναγομένων. ΄Οτι, μετά το θάνατο του ……………., τα παραπάνω φορτηγά με τις άδειές τους περιήλθαν στην κυριότητα και επιχειρηματική εκμετάλλευση των εναγομένων, οι οποίοι, το Σεπτέμβριο του 1991, αναγνώρισαν εγγράφως προς την πρώτη απ’ τις ενάγουσες, με σχετική δήλωση, την οποία υπογράφει ο δεύτερος από τους εναγόμενους, ενεργώντας για τον εαυτό του και κατ’ εντολή και για λογαριασμό των λοιπών, το δικαίωμα ιδιοκτησίας τους, δηλαδή, το ότι η μεταβίβαση έγινε πλασματικά και άνευ ανταλλάγματος και αναγνώρισαν, επίσης, την υποχρέωσή τους να αποδώσουν το 50% οποιουδήποτε ποσού θα προέκυπτε από την πώληση των αδειών και των φορτηγών, μετά την αφαίρεση εξόδων και αποζημίωσης, οριζομένου ως εκκαθαριστή του δεύτερου των εναγομένων. ΄Οτι, αν και οι εναγόμενοι πώλησαν τα δύο φορτηγά σε τρίτα πρόσωπα, αρνούνται αδικαιολόγητα να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό εισέπραξαν από την πώληση αυτών, παρά το ότι οι ενάγουσες κάλεσαν, με την από 15-5-2007 νομίμως κοινοποιηθείσα εξώδικη δήλωση-πρόσκληση- διαμαρτυρία τους, τον δεύτερο εναγόμενο να πράξει τα νόμιμα. ΄Οτι, κατά τις ημερομηνίες πώλησης, τα φορτηγά και οι άδειές τους είχαν κατά μέσο όρο τις αναφερόμενες στην αγωγή αξίες, σύμφωνα με τις τότε επικρατούσες τιμές αγοράς και πώλησης. ΄Οτι τα ποσά αυτά, τα οποία με βεβαιότητα αποκόμισαν οι εναγόμενοι από την πώληση των φορτηγών, ανήκουν σ’αυτές (ενάγουσες) κατά το ποσοστό  που ανήκαν στον κληρονομηθέντα σύζυγο και πατέρα τους, ……….. και κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστης εξ αυτών. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγουσες ζητούσαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν α) η πρώτη απ’τους εναγόμενους, στην πρώτη απ’τις ενάγουσες το ποσό των 2.751,27 ευρώ και στη δεύτερη απ’ αυτές το ποσό των 8.253,76 ευρώ και β) ο καθένας από τους δεύτερο και τρίτο από τους εναγόμενους, στην πρώτη απ’τις ενάγουσες το ποσό των 4.126,91 ευρώ και στη δεύτερη απ’αυτές το ποσό των 12.380 ευρώ, όλα, δε, τα παραπάνω ποσά, νομιμοτόκως, από της επομένης της ημερομηνίας πώλησης των φορτηγών και των αδειών τους, άλλως, από της επομένης της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, κατά δικονομική, δε, επικουρικότητα, κατ’ εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, ζητούσαν, τα παραπάνω ποσά, με  βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικαλούμενες α)πλουτισμό(ωφέλεια) καθ’ οιονδήποτε τρόπο, β)πλουτισμό από την περιουσία άλλου ή επί ζημία αυτού, γ)πλουτισμό χωρίς νόμιμη αιτία(αδικαιολόγητο) και δ) συμβατική αναγνώριση του χρέους.

Ενόψει του ότι η βάση της αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατ’εκτίμηση του  περιεχομένου του δικογράφου της, σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα στο ίδιο δικόγραφο (άρθρο 219 ΚΠολΔ), με την πρώτη (κύρια) βάση από την καταρτισθείσα σύμβαση αναγνώρισης χρέους, χωρίς να γίνεται αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο οποιασδήποτε ελλαττωματικότητας ή ακυρότητας της εν λόγω αναγνωριστικής σύμβασης, πρέπει η επικουρική αυτή βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως αόριστη, να απορριφθεί. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της αγωγής, η καταρτισθείσα έγγραφη σύμβαση αναγνώρισης χρέους, πρέπει, παρά την αναφορά της αιτίας κατάρτισής της, να χαρακτηρισθεί ως  σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, που γεννά  νέα αυτοτελή αξίωση, ανεξάρτητη από την αιτία του χρέους, που αναφέρεται στη σύμβαση αυτή και ήταν η από τον δικαιοπάροχο των εναγουσών, ………….., εικονική, κατ’άρθρ.138 παρ.1 ΑΚ, μεταβίβαση των φορτηγών στον ……………. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στις αιτιώδεις δικαιοπραξίες, όπου ο δανειστής, για να επιτύχει την ικανοποίηση της απαίτησής του, πρέπει να αποδείξει, εκτός των άλλων, την ύπαρξη και το κύρος της αιτίας, στην αφηρημένη αναγνώριση αρκεί να επικαλεσθεί με την αγωγή του την έγκυρη σύναψη της σύμβασης, χωρίς να χρειάζεται ταυτόχρονα να αποδείξει την ύπαρξη και το κύρος της έννομης σχέσης, από την οποία προέρχεται το χρέος, ενώ ο οφειλέτης, από την πλευρά του, για να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής, πρέπει να ανασύρει την αιτία και να αποδείξει την ανυπαρξία ή την ελαττωματικότητά της, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρ.904 παρ.2 ΑΚ), ενώ από την πλευρά του ο δανειστής μπορεί να αποδυναμώσει τα παραπάνω μέσα προστασίας του οφειλέτη, αν αποδείξει ότι αυτός γνώριζε την ανυπαρξία του χρέους και παρόλα αυτά υποσχέθηκε την καταβολή του, βάσει της διάταξης του άρθρου 905 παρ.1 ΑΚ (ΑΠ 317/2005 ΕλΔνη 45,488).

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού απέρριψε την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως μη νόμιμη, αντί ως αόριστη, έκανε, στη συνέχεια, δεκτή την αγωγή, κατά την κύρια βάση της, σιωπηρά, ως ορισμένη, όπως και πράγματι είναι, αφού οι ενάγουσες επικαλούνται την έγκυρη σύναψη της σύμβασης αναγνώρισης χρέους, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου πρώτου λόγου της έφεσης των εναγομένων, χωρίς, επιπλέον, να είναι αναγκαίο για το ορισμένο αυτής να επικαλούνται οι ενάγουσες ότι είναι οι μοναδικές πλησιέστερες συγγενείς του θανόντος συζύγου και πατέρα τους, αφού αναγράφουν στην αγωγή το εξ αδιαθέτου δικαίωμά τους, του 1/4 και 3/4, αντίστοιχα,(άρθρ.1813 και 1820ΑΚ), με βάση το οποίο προέβησαν με τους εναγόμενους στη συμβατική αναγνώριση χρέους και κατά το οποίο ζητούν με την αγωγή τους, να ικανοποιηθεί η κάθε μία, στη συνέχεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή, ως νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361 και 1813 ΑΚ, αντί του άρθρου 873 ΑΚ, στο οποίο στηρίζεται και, εν μέρει, ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν στις ενάγουσες τα κάτωθι ποσά: Στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 1.187,63 ευρώ η πρώτη εναγόμενη, το ποσό των 1.781,45 ευρώ ο δεύτερος εναγόμενος και το ποσό των 1.781,45 ευρώ ο τρίτος εναγόμενος και στη δεύτερη ενάγουσα, το ποσό των 3.562,91 ευρώ η πρώτη εναγόμενη, το ποσό των 5.344,36 ευρώ ο δεύτερος εναγόμενος και το ποσό των 5.344,36 ευρώ ο τρίτος εναγόμενος, νομιμοτόκως από της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Οι, μεν, ενάγουσες με την έφεσή τους και για τους αναφερόμενους λόγους ζητούν να γίνει δεκτή η αγωγή τους, στο σύνολό της, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, οι, δε, εναγόμενοι με την έφεσή τους και τους πρόσθετους αυτής λόγους ζητούν την απόρριψη της αγωγής, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, την ομολογία των εναγομένων, αναφορικά με την πώληση των δύο αναφερόμενων στην αγωγή οχημάτων, σε τρίτους, απ’όλα τα έγγραφα, που νόμιμα επαναπροσκομίζονται, καθώς και απ’  την υπ’αριθμ. ………./18-11-2009 ένορκη βεβαίωση του …………, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά και την υπ’αριθμ………./18-1-2012 ένορκη βεβαίωση της ……… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν αμφότερες μετά από νόμιμη (άρθρ. 270 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, κατά το χρόνο λήψης της  κάθε ένορκης βεβαίωσης), κλήτευση των εναγομένων και της πληρεξούσιας δικηγόρου των εφεσιβλήτων (άρθρ.97 παρ.1 και παρ.3 ΚΠολΔ), ……….., αντίστοιχα (βλ.νόμιμα προσκομιζόμενες από τις ενάγουσες, υπ’αριθμ…………./11-11-2009 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά, ……….. και υπ’αριθμ. ………..΄/16-1-2012 έκθεση επίδοσης του προαναφερόμενου δικαστικού επιμελητή, αντίστοιχα),αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ………….., σύζυγος της ήδη, θανούσας, πρώτης ενάγουσας και πατέρας της ήδη, θανούσας, δεύτερης ενάγουσας, απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, στις 23-8-1991 και κατέλιπε τη σύζυγο και τη θυγατέρα του, μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 1/4 και 3/4, αντίστοιχα (άρθρ.1813 και 1820 ΑΚ). Ο ίδιος, στις 29-10-1985, ενόψει της συνταξιοδότησής του, είχε μεταβιβάσει στο συνεταίρο του, …………….. το ιδανικό του μερίδιο (1/2 εξ αδιαιρέτου) σε δύο φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης, μάρκας MERCEDES, μοντέλο 1824, με αριθμούς κυκλοφορίας ………. και ……….., με τα οποία πραγματοποιούσαν μεταφορές διαφόρων φορτίων. Τα ανωτέρω οχήματα αυτοί (………….. και …………) είχαν αγοράσει κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου (έκαστος) στις 6-10-1973 και στις  27-3-1972, αντίστοιχα (βλ. τα από 25-7-07 και 14-8-07 έγγραφα της Διεύθυνσης Μεταφορών και Συγκοινωνιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών, Πειραιώς και Τρικάλων, αντίστοιχα). Η ως άνω μεταβίβαση του ιδανικού μεριδίου του ………… έγινε χωρίς αντάλλαγμα, με τη ρητή (άτυπη) συμφωνία ότι πρόκειται για εικονική μεταβίβαση και ότι αυτός θα εδικαιούτο να λάβει την αναλογούσα αξία του ιδανικού του μεριδίου από την πώληση των οχημάτων μετά των αδειών κυκλοφορίας τους σε τρίτους, αφαιρουμένων των αντιστοιχούντων σ’ αυτό (μερίδιο του), εξόδων μεταβίβασης και των φόρων υπεραξίας. Ο …………. απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, στις 13-7-1986 και κατέλιπε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη σύζυγό του και ήδη θανούσα, πρώτη εναγόμενη και τα τέκνα του, δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 1/4, 3/8 και 3/8 αντίστοιχα. Στις 3-3-1993 οι εναγόμενοι πώλησαν το δεύτερο των ως άνω οχημάτων, δηλαδή, το υπ’αριθμ.κυκλ………. Φ.Δ.Χ., στους ……… και ………. κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, σε έκαστο (βλ. προσκομιζόμενο από τις εκκαλούσες-εφεσίβλητες  υπ’αριθμ.πρωτ. ………/25-7-2007 έγγραφο της Δ/νσης Μεταφορών-Επικοινωνιών της Νομαρχίας Αθηνών) και στις 25-2-1997, το έτερο όχημα, δηλαδή, το υπ’αριθμ.κυκλ. …………… Φ.Δ.Χ., που εν τω μεταξύ είχε λάβει νέο αριθμό κυκλοφορίας (…….), στο ……….. (βλ.προσκομιζόμενο από τις εκκαλούσες-εφεσίβλητες, υπ’αριθμ.πρωτ. ………/14-8-2007  βεβαίωση της Δ/νσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τρικάλων).Το Σεπτέμβριο του έτους 1993, δηλαδή, επτά περίπου έτη μετά το θάνατο του ………… και δύο περίπου έτη μετά το θάνατο του ……….., η πρώτη ενάγουσα, χήρα του τελευταίου και κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, συγκληρονόμος του, με την κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου έτερη συγκληρονόμο του και θυγατέρα του, δεύτερη ενάγουσα (βλ.αναφορικά με τη συγγενική σχέση των εναγουσών με τον κληρονομούμενο, ως μοναδικών πλησιεστέρων συγγενών του, το υπ’αριθμ.πρωτ. …………../11-9-1991 έγγραφο του Τμήματος Δημοτολογίου του Δήμου Πειραιά), στην κληρονομιαία περιουσία του οποίου περιλαμβανόταν η αξίωσή του από τη μέλλουσα πώληση των δύο οχημάτων μετά των αδειών κυκλοφορίας τους σε τρίτους, ζήτησε, κατόπιν προτροπής της δεύτερης ενάγουσας, από τον δεύτερο εναγόμενο, έναν εκ των υιών και κληρονόμων του ……………, τη σύνταξη εγγράφου, όπου να μνημονεύεται, μεν, η συμφωνία των δικαιοπαρόχων τους, αλλά και το κυριότερο, να αναλαμβάνεται από τους εναγόμενους υποχρέωση καταβολής του αναλογούντος επί κάθε οχήματος ποσοστού συνιδιοκτησίας τους, κατά τον χρόνο της εκκαθάρισης, που θα οριζόταν με τη σύμβαση, προκειμένου, έτσι, με τη σύμβαση αυτή να δημιουργηθεί νέα ενοχή ανεξάρτητη από την αιτία του χρέους(άρθρ.873 εδ.α΄ΑΚ). Έτσι, μεταξύ της πρώτης ενάγουσας, αφ’ενός, ενεργούσας για τον εαυτό της ατομικά και για λογαριασμό της δεύτερης ενάγουσας, υπό την ιδιότητά τους, ως συγκληρονόμων του δικαιοπαρόχου συζύγου και πατέρα τους, …………… και του δεύτερου εναγόμενου, αφ’ετέρου, ενεργούντος για τον εαυτό του ατομικά και για λογαριασμό των πρώτης και τρίτου από τους εναγόμενους  ως συγκληρονόμων του δικαιοπαρόχου πατέρα τους, …………., συνετάγη  η άνευ ημερομηνίας σύμβαση αναγνώρισης χρέους,  με το εξής περιεχόμενο: «Τον 10° μήνα του 1985 και με σκοπό να συνταξιοδοτηθεί ο …………. μεταβίβασε τα ποσοστά του πλασματικά στον …………, ο οποίος ανέλαβε όλα τα έξοδα των μεταβιβάσεων και των φόρων υπεραξίας. Μετά τον θάνατο του ………. τα δύο φορτηγά ήρθαν στο όνομα και την εκμετάλλευση των κληρονόμων του …………. Η ………… (πρώτη ενάγουσα) προς αποφυγήν κάθε παρεξηγήσεως και για διαφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος της ζήτησε από εμένα να της αναγνωρίσω το δικαίωμα της ιδιοκτησίας επί του 50% της αξίας του …………. ΦΔΧ και του 33% της αξίας του ………. ΦΔΧ, την οποία και αναγνωρίζω με τις παρακάτω προϋποθέσεις  τις οποίες δέχθηκε και συνυπόγραψε η …………… 1) το ποσό το οποίο οφείλεται στην ………… για τα ποσοστά της στα δύο ΦΔΧ θα οριστεί την στιγμή της εκκαθάρισης και με την αξία που τότε θα έχουν οι άδειες των ΦΔΧ λόγω της αυξομείωσης που παρουσιάζουν. 2) Από το παραπάνω ποσό θα αφαιρεθούν κατά τα ποσοστά της α) έξοδα μεταβιβάσεων και υπεραξιών, β) φορολογίας κληρονομιάς που προέκυψε από τον θάνατο του ………., γ) αποζημιώσεις οδηγών, δ) ποσά που θα προκύψουν από ενδεχόμενο έλεγχο εφορίας και θα αφορούν τον …………. μέχρι την στιγμή της συνταξιοδότησής του τον 4° μήνα του 1986. 3) Μοναδικός εκκαθαριστής των δύο ΦΔΧ ορίζεται ο ……… (δεύτερος εναγόμενος). 4) Η εκκαθάριση γίνεται υποχρεωτική αμέσως μετά τον θάνατο της ………. ή όποτε εκείνη το ζητήσει και με πληρωμή των χρημάτων εντός τριών μηνών.». Με την από 15-5-2007 εξώδικη όχλησή της η πρώτη -ενάγουσα, δηλώνοντας μεταξύ άλλων στον β΄εναγόμενο ότι η ως άνω σύμβαση αναγνώρισης χρέους καταρτίσθηκε το μήνα Σεπτέμβριο του 1993, με πρωτοβουλία της θυγατέρας της, δηλαδή, της δεύτερης ενάγουσας,  η οποία, σύμφωνα με τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, δεν ασχολείτο με τα ως άνω αυτοκίνητα, που, μετά το θάνατο του ……….., εκμεταλλεύονταν οι εναγόμενοι κληρονόμοι του, ούτε μετέβαινε στο γραφείο των τελευταίων, όπως, αντίθετα, έκανε, συστηματικά, η πρώτη ενάγουσα, η οποία διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις μαζί τους  και, όπως χαρακτηριστικά καταθέτει ο μάρτυρας των εναγομένων, …………., “…η θεία κατέβαζε φαγητό στους εναγόμενους. Τα αυτοκίνητα κάθε πρωϊ περνούσαν από το γραφείο…Η …….. περνούσε συνέχεια από τα γραφεία. Η κόρη της ……… (β΄ενάγουσα) δεν ερχόταν στο γραφείο…”  γι’ αυτό και δεν συμβλήθηκε προσωπικά στην κατάρτιση της ως άνω αναγνωριστικής του χρέους σύμβασης, αλλά εκπροσωπήθηκε από την πρώτη ενάγουσα. ΄Ετσι, η πρώτη ενάγουσα ζήτησε από τον δεύτερο εναγόμενο την εκκαθάριση, κατά τα προεκτεθέντα,  των οφειλομένων ποσών και την απόδοσή τους, δίχως, όμως, ο δεύτερος εναγόμενος, μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής,  να έχει προβεί στις σχετικές ενέργειες. Οι εναγόμενοι και ήδη, εκκαλούντες ισχυρίζονται με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους και δεύτερο πρόσθετο  λόγο, ότι ο ………… είχε εκχωρήσει εν ζωή την αξίωσή του από την πώληση των δύο φορτηγών στην πρώτη ενάγουσα  και ήδη, πρώτη εφεσίβλητη, σύζυγό του και ότι, συνεπώς, δεν αποτελούσε στοιχείο της κληρονομιαίας περιουσίας του, ώστε να περιέλθει κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή σε αμφότερες τις ενάγουσες-εφεσίβλητες, κατά τα ποσοστά του 1/4 και 3/4 αντίστοιχα. Ωστόσο, από ουδέν αποδεικτικό στοιχείο αποδεικνύεται η ουσιαστική βασιμότητα του περί εκχώρησης  ισχυρισμού τους αυτού, ενόψει και του ότι δεν επικαλούνται οι εκκαλούντες ότι ο δικαιοπάροχος των εφεσιβλήτων τους είχε γνωστοποιήσει,  οποτεδήποτε, όσο ζούσε, μία τέτοια εκχώρηση ή τυχόν σχετική πρόθεσή του. Εξάλλου, το γεγονός ότι στην ως άνω αναγνωριστική του χρέους σύμβαση συμβλήθηκε, προσωπικά, μόνον η πρώτη ενάγουσα στο καταρτισθέν συμφωνητικό, δεν ερμηνεύεται ως  εκχώρηση της απαίτησης σ’αυτήν, ενόψει και του ότι ούτε και οι εναγόμενοι συμβλήθηκαν όλοι, προσωπικά, αλλά μόνον ο δεύτερος απ’αυτούς, ενεργώντας, όμως, αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι, για λογαριασμό και των λοιπών συγκληρονόμων του κάθε θανόντος, ο καθένας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε τα ίδια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου, δεύτερος λόγος της έφεσης και δεύτερος πρόσθετος λόγος της έφεσης, πρέπει ως αβάσιμοι κατ’ουσίαν να απορριφθούν.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα ως άνω οχήματα(φορτηγά και άδειες) πωλήθηκαν αντί τιμήματος  15.000.000 δραχμών, ισόποσο σε ευρώ 44.020€, το με αριθμό κυκλοφορίας …….. και 10.000.000 δραχμών, ισόποσο σε ευρώ 29.347€, το με αριθμό κυκλοφορίας  ……….. (βλ.ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……. …., συνταξιούχου αυτοκινητιστή, ο οποίος εκτιμά τις αξίες τους, κατά το χρόνο πώλησης του καθενός, στα ποσά των δραχμών 17.000.000 και 13.000.000, αντίστοιχα).Τα έξοδα για το κάθε φορτηγό, όπως προκύπτει από το σύνολο των περιλαμβανόμενων στις προτάσεις των εναγομένων ισχυρισμών, σύμφωνα με τους οποίους  πώλησαν το πρώτο φορτηγό, αντί ποσού 11.500.000 δραχμών και το δεύτερο αντί ποσού 8.500.000 δραχμών και, μετά την αφαίρεση των εξόδων, κατέβαλαν στην πρώτη ενάγουσα 2.350.000 δραχμές, για το 33% του πρώτου οχήματος και 2.950.000 δραχμές  για  το 50% του δεύτερου οχήματος, όπως η ύπαρξη των εν λόγω εξόδων, που, κατά τα παραπάνω, ρητά συμφωνήθηκαν μεταξύ των διαδίκων και το ύψος τους, όπως, με βάση τους ισχυρισμούς αυτούς των εναγομένων, δεν αμφισβητείται ειδικώς από τις ενάγουσες και ήδη, εκκαλούσες και συνεπώς, θεωρείται ομολογημένο(άρθρ.261 ΚΠολΔ), ανέρχονται σε 1.483.333 δραχμές και ήδη, 4.353 ευρώ (για το 33% του πρώτου οχήματος) και σε 1.300.000 δραχμές και, ήδη 3.815 ευρώ (για το 50% του δεύτερου οχήματος).

Οι ισχυρισμοί των εναγομένων-εφεσιβλήτων-εκκαλούντων ότι διά χειρός του πρώτου κατέβαλαν στην πρώτη ενάγουσα-πρώτη εκκαλούσα-πρώτη εφεσίβλητη  α) στις 5-3-1993, ποσό 2.950.000 δραχμών για την αξία του δικαιώματός της σε ποσοστό 50% στο υπ’αριθμ.κυκλ. ………. αυτοκίνητο και β)στις 28-2-1997, ποσό 2.350.000 δραχμών για το δικαίωμά της σε ποσοστό 33% στο υπ’αριθμ.κυκλ………….. αυτοκίνητο, μετά την αφαίρεση από το τίμημα κάθε αυτοκινήτου των συμφωνηθέντων εξόδων, δεν αποδεικνύονται από οποιοδήποτε έγγραφο ή μάρτυρα ότι έλαβαν χώρα ή, σε κάθε περίπτωση, ότι έγιναν σε εξόφληση της υποχρέωσης, που ανέλαβαν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες-εφεσίβλητοι από τη συμβατική αναγνώριση του σχετικού τους χρέους, χωρίς να αποκλείεται, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι έγιναν κάποιες καταβολές, πράγμα αναπόδεικτο, να αφορούσαν μέρος των κερδών από την εκμετάλλευση των φορτηγών, ενόψει και των καλών σχέσεων, που διατηρούσε με τους εκκαλούντες, η πρώτη εφεσίβλητη, η οποία ήταν και αδελφή του δικαιοπαρόχου τους, …………… ΄Ετσι, το κατά τα παραπάνω οφειλόμενο στις ενάγουσες  και ήδη, εκκαλούσες-εφεσίβλητες  ποσό, με βάση την ως άνω συμβατική αναγνώριση χρέους, δεν καταβλήθηκε σ’αυτές, αλλά συνεχίζει να τους οφείλεται, απορριπτομένης ως αβάσιμης κατ’ουσίαν της περί εξοφλήσεως  ένστασης των εναγομένων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αναφορικά με την ένσταση εξόφλησης, τα ίδια δέχθηκε και την απέρριψε κατ’ουσίαν, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου  πέμπτος λόγος της έφεσης των εναγομένων και τρίτος  πρόσθετος λόγος της έφεσης πρέπει ως αβάσιμοι, κατ’ουσίαν, να απορριφθούν. Περαιτέρω, ενόψει του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ’ορθή εκτίμηση του σκεπτικού της, δέχθηκε ότι το πρώτο όχημα (……….) πωλήθηκε αντί τιμήματος 11.500.000 δραχμών, ισόποσο σε ευρώ 33.749,08€ και το δεύτερο όχημα (…………), αντί τιμήματος 8.500.000 δραχμών, ισόποσο σε ευρώ 24.944,97€ και ότι, μετά την αφαίρεση των εξόδων τα ποσά που δικαιούνται να λάβουν οι ενάγουσες ανέρχονται σε 3.525.000 δραχμές, ισόποσο σε ευρώ 10.344,82€ για το 50% του πρώτου οχήματος και σε 2.950.000 δραχμές, ισόποσο σε ευρώ 8.657,37 €, για το 50% του δεύτερου οχήματος, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, ως προς την αξία των πωληθέντων οχημάτων και ως προς το ύψος των εξόδων και, επομένως, ο περί του αντιθέτου πρώτος  και δεύτερος, αντίστοιχα, λόγος της έφεσης  των εναγουσών πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ’ουσίαν βάσιμος, όπως και η έφεση στο σύνολό της. Επιπλέον, εσφαλμένα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι το ποσοστό που αναλογούσε στις ενάγουσες επί του τιμήματος πώλησης του υπ’αριθμ.κυκλ. ……….  φορτηγού αυτοκινήτου, μετά της άδειας κυκλοφορίας του, ανερχόταν σε 50% αντί σε ποσοστό 33%, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων με την επίδικη αναγνωριστική του χρέους των εναγομένων σύμβαση και κατά το ίδιο αυτό ποσοστό του 33% οχλήθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν το τίμημα πώλησης του εν λόγω οχήματος, με την ως άνω από 15-5-2007 εξώδικη δήλωση της πρώτης ενάγουσας, γενομένου, έτσι, μετά ταύτα, δεκτού, ως κατ’ουσίαν βάσιμου του τέταρτου λόγου της έφεσης των εναγομένων και του δεύτερου πρόσθετου λόγου της έφεσής τους και γενομένων δεκτών, ως κατ’ουσίαν βάσιμων, α) της έφεσης των εναγομένων και ήδη, εκκαλούντων και β) των πρόσθετων λόγων της έφεσης. Ακολούθως, πρέπει, κατ’άρθρ.535 παρ.1ΚΠολΔ, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση, να δικασθεί η αγωγή, η οποία πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή  και να υποχρεωθούν οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι, για τον εαυτό τους ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, ήδη, θανούσας μητέρας τους, κατά ποσοστό 1/2 ο καθένας, να καταβάλουν στους καλούντες, ως καθολικούς κληρονόμους  των εναγουσών, μετά τη διαδοχική κληρονομική διαδοχή που επήλθε κατά τα παραπάνω, λόγω του θανάτου, αρχικά της πρώτης ενάγουσας και στη συνέχεια και της μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου της, δεύτερης ενάγουσας  και δη, κατά το εξ αδιαθέτου ποσοστό του 1/3 στον καθένα, τα παρακάτω ποσά, με δεδομένο ότι η πρώτη ενάγουσα, που κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, δικαιούνταν να λάβει το συνολικό ποσό των ( 44.020€ ληφθέν τίμημα για α΄όχημα (………….) – 29.493 €(το 67% των εναγομένων)= 14.526€- 4.353€(τα αναλογούντα στο 33% έξοδα)=10.173 ευρώX1/4 το εξ αδιαθέτου ποσοστό της α΄ενάγουσας=) 2.543 ευρώ (€) και, η δεύτερη ενάγουσα, κατά τα ανωτέρω, δικαιούνταν να λάβει το συνολικό ποσό των (10.173 ευρώ Χ 3/4 το εξ αδιαθέτου ποσοστό της=)7.630 ευρώ και συνολικά, για το α΄ όχημα, οι δύο ενάγουσες δικαιούνταν το ποσό των 10.173 ευρώ και με δεδομένο ότι, αναφορικά με το β΄όχημα(……….), η πρώτη ενάγουσα, κατά τα ανωτέρω, δικαιούνταν να λάβει το συνολικό ποσό των (29.347€ ληφθέν τίμημα – 14.674€ (το 50% των εναγομένων)= 14.674€-3.815€ (τα αναλογούντα στο 50% έξοδα)= 10.859 ευρώ X 1/4 το εξ αδιαθέτου ποσοστό της α΄ ενάγουσας=) 2.715 ευρώ (€) και, η δεύτερη ενάγουσα, κατά τα ανωτέρω, δικαιούνταν να λάβει το συνολικό ποσό των (10.859 ευρώ Χ 3/4 το εξ αδιαθέτου ποσοστό της=)8.144 ευρώ και συνολικά, για το β΄όχημα και οι δύο ενάγουσες δικαιούνταν το ποσό των (2.715+8.144=) 10.859 ευρώ: Συγκεκριμένα, οι δεύτερος και τρίτος από τους εναγόμενους, ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της πρώτης εναγόμενης,  πρέπει να υποχρεωθούν να καταβάλουν και για τα δύο οχήματα, στον καθέναν από τους τρεις καλούντες, το ποσό των  (10.173+10.859€=21.032€ Χ 1/3 Χ1/2=) 3.505 ευρώ(€), το παραπάνω, δε, ποσό, για κάθε καλούντα, πρέπει να υποχρεωθούν να καταβάλουν οι δεύτερος και τρίτος από τους εναγόμενους, νομιμοτόκως, από της επίδοσης της αγωγής,(άρθρ.345 και 346 ΑΚ), μέχρι την εξόφληση.  Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ.1 του ΚΠολΔ) και να επβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των  νόμιμων κληρονόμων των εναγουσών-εκκαλουσών, κατ’αποδοχή σχετικού αιτήματος, σε βάρος των εναγομένων-εφεσιβλήτων, οι οποίοι ηττήθηκαν εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 14-4-2009  και με αριθ.έκθ.κατάθ. …./2009 έφεση, την από 17-11-2009 και με αριθμ.έκθ.κατάθ. ………/2009 έφεση και τους από 3-5-2011 και με αριθμ.έκθ.κατάθ. ………./2011 πρόσθετους λόγους έφεσης.

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν τις εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους έφεσης κατά της υπ’ αριθ. 4478/2008 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον καθέναν από τους δεύτερο και τρίτο  εναγόμενους, ατομικά και ως κληρονόμους της, ήδη, θανούσας, πρώτης εναγόμενης, να καταβάλουν στον κάθε έναν από τους τρεις καλούντες,  κληρονόμους των, ήδη θανουσών, εναγουσών το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων πέντε ευρώ (3.505€), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των δεύτερου και τρίτου από τους εναγόμενους μέρος των δικαστικών εξόδων των νομίμων κληρονόμων των εναγουσών, τα οποία ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των οκτακοσίων πενήντα ευρώ (850€).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις    14 Μαΐου 2020.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

και αντ΄αυτής, λόγω

μεταθέσεως και ανα-

χωρήσεώς της, η

αρχαιότερη της σύνθεσης

Εφέτης, Αικατερίνη

Κοκόλη

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 24η Ιουλίου  2020, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως   της Προέδρου Εφετών, Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Αικατερίνη Κοκόλη, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ευαγγελία Πανταζή και Ελένη Σκριβάνου, Εφέτες και με Γραμματέα την Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

  Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ