Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 513/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Περίληψη

Αδικοπραξία, αποτελεί και η τέλεση αξιόποινης πράξης, όπως αυτή της ψευδής κατάθεσης και συκοφαντικής δυσφήμησης. Σεβασμός του τεκμήριου αθωότητας του κατηγορουμένου, από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, στην πολιτική δίκη. Αναβάλλει, κατ’ άρθρον 249 του ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του νομικού ζητήματος.

 

Αριθμός  513/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες εφέσεις: Α)Η από 3-10-2018 (υπ’ αριθ. ………../04-10-2018 έκθεσης κατάθεσης)έφεση της ……… και Β) η από 18-10-2018 (υπ’ αριθ. …………/18-10-2018 έκθεσης κατάθεσης)έφεση των 1)………., 2)………, 3)…….., 4)…….. και 5)…….., οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης, είναι συναφείς, και πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 246 του ΚΠολΔ, να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων. Οι ανωτέρω εφέσεις, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 4306/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 13-4-2017 (υπ’ αριθ. ………../2017 εκθ. κατάθεσης) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (καθώς και της τέταρτης των εναγομένων …………., η οποία δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη), έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, αφού έχει καταβληθεί το ανάλογο παράβολο για κάθε έφεση, αντιστοίχως, και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση με το ν. 4335/2015), ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 21-9-2018 (βλ. τη σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή ……….. επί του αντιγράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως) και η υπό στοιχείο Α΄ έφεση ασκήθηκε στις 4-10-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ………./04-10-2018έκθεση κατάθεσης της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς), ενώ η υπό στοιχείο Β΄ έφεση ασκήθηκε στις 18-10-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. …………./18-10-2018 έκθεση κατάθεσης της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Επομένως, πρέπει οι υπό κρίση εφέσεις να γίνουν τυπικώς δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Με την προαναφερθείσα αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως, εξέθεσε ότι,στις 8-10-2013, που εκδικάσθηκε, ενώπιον του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η υπόθεση, η οποία αφορά στην από 3-4-2007 και με στοιχεία …………..μήνυση των τριών πρώτων εναγομένων κατά αυτής (ενάγουσας), οι εναγόμενοι αυτοί (1ος , 2ος  και 3η ) ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγοντες και η πέμπτη των εναγομένων ενόρκως ως μάρτυρας κατέθεσαν όσα αναλυτικώς εκτίθενται σ’ αυτήν (αγωγή). Επίσης, ότι, στις 26-1-2011, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ο έκτος εναγόμενος κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας τα περιστατικά που εκτίθενται αναλυτικώς σ’ αυτήν (αγωγή). Ακόμη, ότι όλα αυτά που ως άνω κατέθεσαν οι εναγόμενοι ήταν ψευδή και ότι οι τελευταίοι (εναγόμενοι) τελούσαν εν γνώσει της αναλήθειας τους, διαπράττοντας ο πρώτος, ο δεύτερος και η τρίτη των εναγομένων τις αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης, ενώ η πέμπτη και ο έκτος των εναγομένων τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδορκίας μάρτυρος, καθώς και ότι ηθικοί αυτουργοί στις ανωτέρω τελεσθείσες πράξεις εκ μέρους της πέμπτης και του έκτου των εναγομένων ήταν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι. Επιπροσθέτως, ότι οι εναγόμενοι, με την ανωτέρω συμπεριφορά τους, προσέβαλαν την τιμή και την υπόληψη της, καθώς και την προσωπικότητά της, κατά συνέπεια της προκάλεσαν ηθική βλάβη. Βάσει των ανωτέρω, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν α)ο πρώτος το ποσό των 60.000 ευρώ, β)ο δεύτερος το ποσό των 80.000 ευρώ, γ)η τρίτη το ποσό των 90.000 ευρώ, δ)η πέμπτη το ποσό των 30.000 ευρώ και ε)ο έκτος το ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ανωτέρω αδικοπραξία, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, για όλα τα ανωτέρω ποσά. Με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε κατά ένα μέρος την ανωτέρω αγωγή και αναγνωρίσθηκε ότι α)έκαστος εκ του πρώτου, δευτέρου και τρίτης των εναγομένων οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 25.000 ευρώ και β)έκαστος εκ της πέμπτης και έκτου των εναγομένων οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 8.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, για όλα τα ανωτέρω ποσά. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι προαναφερθέντες εκκαλούντες με τις ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ κρινόμενες εφέσεις τους, αντιστοίχως, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτές, και ζητούν: α)Η εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (δηλαδή η ενάγουσα) να εξαφανισθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί, η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε η ανωτέρω αγωγή της να γίνει δεκτή στο σύνολο της και β)οι εκκαλούντες της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (δηλαδή οι εναγόμενοι) να εξαφανισθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί, η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί στο σύνολο της η ανωτέρω αγωγή.

Ι. Με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, και η οποία (προσωπικότητα) αποτελεί πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας αυτής. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία βάσει της ηθικής αξίας, που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία βάσει της κοινωνικής του αξίας, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Επίσης, προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 του ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, α)η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν η σχετική συμπεριφορά αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις, που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ) και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Σημειωτέον ότι ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκείνου, που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, όπως προαναφέρθηκε (βλ. ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1212/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 97/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 285/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 273/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 2008 500, Καράκωστα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου εκδ. 2η τομ. ΙΑ αρθρ. 57 αρ. 139-177 σελ. 811επ.  Φουντεδάκη σε ΣΕΑΚ τομ. Ι. αρθρ. 57 αρ. 2-10 σελ. 138). Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει περίπτωση να συντρέχει κάποιος λόγος, ο οποίος να αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω προσβολής, τέτοιοι λόγοι προβλέπονται στο νόμο (όπως στα άρθρα 282-286 και 985 του ΑΚ, 20, 22, 25, 367, 371 παρ. 4, 304 παρ. 4 και 5 του ΠΚ) ή συνάγονται κατ’ αναλογία από τις αντίστοιχες διατάξεις ή από το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας και ιδίως τους κανόνες της καλής πίστης (όπως η συναίνεση του παθόντος, η σύγκρουση καθηκόντων κλπ). Τέλος, από δικονομικής απόψεως, όσον αφορά το σχετικό βάρος της αποδείξεως, ο αιτών (ενάγων) την προστασία της προσωπικότητάς του πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τα γεγονότα, που συνιστούν την παράνομη προσβολή αυτής, ενώ, ο εναγόμενος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη του λόγου, που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της σχετικής συμπεριφοράς του (βλ. Καράκωστα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ο.π. αρθρ. 57 αρ. 196 σελ. 829, Φουντεδάκη ο.π. αρθρ. 57 αρ. 50 σελ.  146). Περαιτέρω, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρων 361-363 του ΠΚ(βλ. ΑΠ 521/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ1394/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1264/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 134/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 271/2012 ΝοΒ 2012 864). Επίσης, αξιόποινη πράξη από την οποία μπορεί να υπάρξει η ανωτέρω προσβολή αποτελεί, κατά το άρθρο 224 παρ. 1 του ΠΚ (όπως από το άρθρο 224 ισχύει κατά το ν. 4619/2019),αυτή κατά την οποία όταν κάποιος, ενώ εξετάζεται ως διάδικος ή μάρτυρας σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει του καταθέτει ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια (βλ. ΑΠ 605/2017, ΑΠ 836/2016, ΑΠ 405/2016 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α΄ του ΠΚ (όπως από το άρθρο 46 ισχύει κατά το ν. 4619/2019), με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, δηλαδή όταν υφίσταται ηθική αυτουργία στη διάπραξη ορισμένης αξιόποινης πράξης (βλ. ΑΠ 605/2017, ΑΠ 1304/2016, ΑΠ 836/2016, ΑΠ 450/2016 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974, ορίζεται ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Επίσης, ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το ν. 2642/1997,στο οποίο ορίζεται ότι «Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο». Ο Άρειος Πάγος με σειρά αποφάσεών του έχει δεχθεί, ότι με τις ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις της ΕΣΔΑ δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Το τελευταίο δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος, είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό, για τις ανάγκες της δίκης, ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα τα οποία εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγουμένη απαλλαγή του διαδίκου (βλ. ΑΠ 322/2018, ΑΠ 715/2017, ΑΠ 1652/2013 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, ο Άρειος Πάγος με άλλες αποφάσεις του έχει δεχθεί ότι ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να καταλήξει, μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση, σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική αθώωση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του. Κατά την τελευταία άποψη επιβάλλεται το πολιτικό δικαστήριο να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτή με απόλυτα αιτιολογημένη απόφασή του (βλ. ΑΠ 1422/2017, ΑΠ 344/2016, ΑΠ 1398/2015, 215/2013άπασες εις ΝΟΜΟΣ).Τέλος, επί του εν λόγω νομικού ζητήματος, ήδη, έχει  εκδοθεί η υπ’ αριθ. 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας αυτό παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ενώπιον της οποίας εκκρεμεί.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα ή άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (βλ. ΑΠ 1330/2017, ΑΠ 400/2014 εις ΝΟΜΟΣ), προκύπτει, ότι, όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή της δίκης, όταν η διάγνωση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται από την επίλυση του νομικού ζητήματος, που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον δικαστηρίου, καθόσον παράλληλα η διάγνωση στην άλλη δίκη του νομικού αυτού ζητήματος θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης και στην ασφαλέστερη διάγνωση του ζητήματος αυτού. Αυτό συμβαίνει, προεχόντως, όταν κάποιο σοβαρό νομικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να επιλυθεί από το δικαστήριο, ακόμη και το δευτεροβάθμιο, έχει παραπεμφθεί ήδη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όπου και εκκρεμεί (βλ. ΑΠ 194/2017 ΑΠ 197/2015ΑΠ 2182/2014 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).

ΙV. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο, παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, με απόφαση, που μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, η οποία εφαρμόζεται και στο εφετείο (βλ. ΟλΑΠ 1285/1982 ΝοΒ 31 (1983) 219, ΑΠ 527/1985 ΝοΒ 34 (1986) 196, ΕφΘεσ 925/2000 Αρμ 54 1132, ΕφΑθ 9839/1995 ΕλλΔνη 37 1099), η εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει επανάληψη συζήτησης δεν υπόκειται σε περιορισμούς και επομένως έχει την εξουσία να διατάσσει την επανάληψη συζήτησης και προς προσκομιδή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων. Σημειωτέον ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 254 του ΚΠολΔ αποσκοπούν στη διάγνωση της ουσιαστικής αλήθειας, που είναι σημαντικότερη από την αρχή της οικονομίας της δίκης.

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, των υπ’ αριθ. ……………../19-7-2017 ένορκων βεβαιώσεων, οι οποίες συντάχθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νομότυπης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων (βλ. τις υπ’αριθ. …………. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. και την υπ’αριθ. ………./14-7-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..) και των υπ’αριθ. ../21-7-2017 και …./21-7-2017 ενόρκων βεβαιώσεων,  οι οποίες συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς . .., με την επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’αριθ. ……../18-7-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών . ….), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 8-10-2013, ενώπιον του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, εκδικάστηκε η υπόθεση, η οποία αφορούσε στη μήνυση του πρώτου, του δεύτερου και της τρίτης των εναγομένων κατά της ενάγουσας για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή σε βάρος τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ. 5237/2013 απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία η ενάγουσα κηρύχθηκε αθώα για τις ανωτέρω πράξεις. Κατόπιν, η ενάγουσα υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς εναντίον των εναγομένων την από 22-5-2014 και με αριθμό …….. μήνυσή της, βάσει της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον της πέμπτης των εναγομένων για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και εναντίον του πρώτου, του δεύτερου και της τρίτης των εναγομένων για ψευδή ανωμοτί κατάθεση και για ηθική αυτουργία στη ψευδορκία μάρτυρα, για την αντίστοιχη ως άνω πράξη της πέμπτης εναγομένης, που φέρονται ότι τελέσθηκαν, στις 8-10-2013,ενώπιον του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, κατά την εκδίκαση της προαναφερθείσας υπόθεσης, σχετικώς με την ανωτέρω μήνυση των τριών πρώτων εναγομένων εναντίον της ενάγουσας. Επίσης, ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του έκτου των εναγομένων για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, που φέρεται ότι τελέσθηκε, στις 26-1-2011, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σχετικώς με την κατάθεση αυτού ως μάρτυρα αποδείξεως κατά τη συζήτηση της από 4-6-2007 αγωγής του δεύτερου και της τρίτης των εναγομένων κατά της ενάγουσας. Επί της προαναφερθείσας υποθέσεως (σχετικώς με την ανωτέρω μήνυση της ενάγουσας) εκδόθηκε η υπ’αριθ. 1734/11-4-2017 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς δυνάμει της οποίας κρίθηκε ότι:

α)Ο πρώτος των εναγομένων (………….) είναι ένοχος για την ανωτέρω πράξη για της ψευδούς ανωμοτί καταθέσεως για την οποία κατηγορείτο και ειδικότερα για το ότι «Στον Πειραιά Αττικής στις 8-10-2013, … ενώ εξεταζόταν χωρίς όρκο ως μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του κατέθεσε ψέματα και συγκεκριμένα ότι, στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενώ εξεταζόταν χωρίς όρκο (ως πολιτικώς ενάγων) ενώπιον του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, που διενεργούνταν επί της από 3-4-2007 έγκλησης, που είχε καταθέσει ο ίδιος και οι συγκατηγορούμενοι του  . ……..[2ος εναγόμενος] και …….. [3ηεναγομένη], σε βάρος της εγκαλούσας ……….. [ενάγουσας], κατοίκου Πειραιά, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή, κατέθεσε τα εξής:“…Εκείνη προσπαθεί να μας διαβάλλει και μας εξευτελίζει στον περίγυρο μας. Ήθελε να δημιουργήσει εντυπώσεις, γιατί είχε κατορθώσει να ξεγελάσει τον πατέρα μας και να αποσπάσει όλη την περιουσία με αυτοσύμβαση. Στις 22-11-2006 έγραψα τον πατέρα μου σε dvd (ντι βι ντι) μετά από δική του απαίτηση. Στο ως άνω ντι βι ντι σημειωτέον φερόταν ότι ο πατέρας μου έλεγε πως τον εξαπάτησα και τον πέταξα στους πέντε δρόμους. Της είχε γίνει γονική παροχή ένα σπίτι και ένα κατάστημα. Εγώ της το αποπεράτωσα μέχρι τους σοβάδες…”. Όλα τα παραπάνω, τα οποία σχετίζονταν με την υπόθεση και αναφέρονταν στο αποδεικτέο θέμα της ως άνω ποινικής διαδικασίας είναι ψευδή καθώς η ……… ουδέποτε διέβαλε τον ως άνω κατηγορούμενο [1ο εναγόμενο] στο πατέρα τους, ουδέποτε τον εξευτέλισε στον περίγυρο μας, ουδέποτε ξεγέλασε τον πατέρα τους επί σκοπώ να του αποσπάσει την περιουσία με αυτοσύμβαση, αφού ο πατέρας τους προέβη σε γονική παροχή προς την ανωτέρω συνεπεία των συνεχών φροντίδων της προς το πρόσωπο του και προς την μητέρα του . …… και όχι συνεπεία της απατηλής συμπεριφοράς της, η δε εγγραφή του πατέρα τους σε ντι βι ντι (dvd) έγινε μία εβδομάδα πριν το θάνατο του και σε αυτό υποκινήθηκε από τους τρεις πρώτους των κατηγορουμένων[εναγομένων], χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος για να μεταστραφεί η βούληση του. Τέλος, σε ουδεμία αποπεράτωση του καταστήματος και του διαμερίσματος προέβη ο ως άνω κατηγορούμενος [1οςεναγόμενος]. Αντιθέτως, το κατάστημα του ισογείου ήταν έτοιμο, τα δε διαμερίσματα ΒΙ και Β2 επί της οδού ……… στο Κερατσίνι, τα οποία συνεπεία γονικής παροχής μεταβιβάστηκαν στην …… [ενάγουσα] από τη μητέρα και τον πατέρα τους, αποπερατώθηκαν μέχρι τα επιχρίσματα (σοβάδες) αποκλειστικά από την ανωτέρω με δικά της έξοδα. Ωστόσο αυτός(ο πρώτος των κατηγορουμένων) [1οςεναγόμενος] αν και γνώριζε ότι αυτά ήταν ψευδή τα κατέθεσε εν γνώσει του».

β)Ο δεύτερος των εναγομένων (……….) κρίθηκε ένοχος για την ανωτέρω πράξη της ψευδούς ανωμοτί καταθέσεως για την οποία κατηγορείτο και ειδικότερα για το ότι «Στον Πειραιά Αττικής στις 8-10-2013, … ενώ εξεταζόταν χωρίς όρκο ως μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του κατέθεσε ψέματα και συγκεκριμένα ότι στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενώ εξεταζόταν χωρίς όρκο (ως πολιτικώς ενάγων) ενώπιον του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας που διενεργούνταν επί της από 3-4-2007 έγκλησης που είχε καταθέσει ο ίδιος, και οι συγκατηγορούμενοι του ……… [1ος εναγόμενος] και η …….. [3η εναγόμενη] σε βάρος της εγκαλούσας ………. [ενάγουσας] για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή, κατέθεσε τα εξής: “…Πήρε εξιτήριο (ενν. τον πατέρα του εγκαλούντα) για να πάει στο σπίτι και τον πήγε σε συμβολαιογράφο παρά τη θέληση του. Τον απήγαγε. Η … δεν συνέβαλε και ποτέ δεν εργάστηκε στη δημιουργία της περιουσίας…”. Όλα τα παραπάνω, τα οποία σχετίζονταν με την υπόθεση και αναφέρονταν στο αποδεικτέο θέμα της ως άνω ποινικής διαδικασίας, είναι ψευδή καθώς η ………. [ενάγουσα] ουδέποτε ξεγέλασε τον πατέρα τους, επί σκοπώ να του αποσπάσει την περιουσία με αυτοσύμβαση, ούτε τον οδήγησε σε συμβολαιογράφο παρά τη θέληση του ή τον απήγαγε αφού ο πατέρας τους προέβη σε γονική παροχή προς την ανωτέρω συνεπεία των διαρκών φροντίδων της προς το πρόσωπο του και προς την μητέρα του ……… και όχι συνεπεία της απατηλής συμπεριφοράς της. Η δε εγγραφή του πατέρα τους σε ντι βι ντι (dvd) έγινε μία εβδομάδα πριν το θάνατο του και σε αυτό υποκινήθηκε από τους τρεις πρώτους των κατηγορουμένων [εναγομένων], χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος για να μεταστραφεί η βούληση του. Τέλος, η …………… [ενάγουσα] συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας καταβάλλοντας μέχρι την 5η Απριλίου 2005 το ποσό των 140.000 ευρώ για την ανέγερση πενταόροφης οικοδομής στον οδό . … στον Πειραιά, όπου υπάρχει οικόπεδο του ως άνω κατηγορουμένου. Ωστόσο, αυτός (δεύτερος των κατηγορουμένων) αν και γνώριζε ότι αυτά είναι ψευδή τα κατέθεσε εν γνώσει του».

γ)Η τρίτη των εναγομένων (…………) κρίθηκε ένοχη για την ανωτέρω πράξη της ψευδούς ανωμοτί καταθέσεως για την οποία κατηγορείτο και ειδικότερα για ότι «Στον Πειραιά Αττικής στις 8-10-2013 … ενώ εξεταζόταν χωρίς όρκο ως μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του κατέθεσε ψέματα και συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενώ εξεταζόταν χωρίς όρκο (ως πολιτικώς ενάγουσα) ενώπιον του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας που διενεργούνταν επί της από 3-4-2007 έγκλησης που είχε καταθέσει η ίδια και οι συγκατηγορούμενοι της ………. [1ος εναγόμενος] και ……… [2ος εναγόμενος] σε βάρος της ………..[ενάγουσας] για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή, κατέθεσε τα εξής: “…Έχω βιώσει μεγάλη πίκρα από τις ενέργειες της κόρης μου. Είναι αδίστακτη. Τη φροντίδα του συζύγου μου την είχα εξ ολοκλήρου εγώ και βοηθούσαν και τα παιδιά. Δεν την απείλησα ποτέ ότι θα την σκοτώσω. Έφυγε από το σπίτι γιατί είχε την κατακραυγή όλων για τις πράξεις της, όχι γιατί κινδύνευε η ζωή της”. Όλα, τα παραπάνω τα οποία σχετίζονταν με την υπόθεση και αναφέρονταν στο αποδεικτέο θέμα της ποινικής διαδικασίας, είναι ψευδή καθώς η ……….. [ενάγουσα]ουδέποτε ξεγέλασε τον πατέρα τους, επί σκοπώ να του αποσπάσει την περιουσία με αυτοσύμβαση  αφού ο πατέρας της προέβη σε γονική παροχή προς την ανωτέρω συνεπεία των διαρκών φροντίδων της προς το πρόσωπο του και προς την μητέρα του ………… και όχι συνεπεία της απατηλής συμπεριφοράς της, επίσης ουδέποτε υπήρξα αδίστακτη έναντι της μητέρας του και νυν κατηγορουμένης, καθώς δαπανόντας το χρηματικό ποσό των 40.000 ευρώ περίπου συνέβαλε στην ανακαίνιση του ισογείου καταστήματος στην οδό …………… συνιδιοκτησίας της ίδιας και της μητέρας της, ενώ παράλληλα την είχε ορίσει συνδικαιούχο σε δύο τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας και στην Αγροτική Τράπεζα. Ωστόσο, αυτή (η τρίτη των κατηγορουμένων), αν και γνώριζε ότι αυτά είναι ψευδή τα κατέθεσε εν γνώσει της».

δ)Η πέμπτη των εναγομένων (………) κρίθηκε ένοχη για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα για την οποία κατηγορείτο και ειδικότερα για ότι «Στον Πειραιά Αττικής στις 8-10-2013 … ενώ εξεταζόταν ένορκα ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα και συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας ενώπιον του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά κατά την εκδίκαση της ως άνω έγκλησης κατέθεσε ενόρκως τα εξής: “ …Δεν την απείλησαν και δεν την εξύβρισαν. Σε ημιθανή κατάσταση, τον πήγε σε δικηγόρο η …….. (ενν. τον πατέρα του εγκαλούντα)…”. Όλα δε τα παραπάνω, τα οποία σχετίζονταν με την υπόθεση και αναφέρονταν στο αποδεικτέο θέμα της ως άνω ποινικής διαδικασίας είναι ψευδή, καθώς ουδέποτε οδήγησε τον πατέρα της σε δικηγόρο και μάλιστα σε ημιθανή κατάσταση αλλά αντιθέτως ο πατέρας της μετέβη, έχοντας αναρρώσει με τη θέληση του, στη συμβολαιογράφο  ….., όπου την 8-9-2006 με το υπ’ αριθμ. …../8-9-2006 πληρεξούσιο της ως άνω συμβολαιογράφου της παρείχε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να προβεί στη σύσταση γονικής παροχής στον εαυτό της με αυτοσύμβαση. Ωστόσο, αυτή αν και γνώριζε ότι αυτά που καταθέτει είναι ψευδή, τα κατέθεσε εν γνώσει της ένορκα».

ε)Οι πρώτος, δεύτερος και τρίτη των εναγομένων κρίθηκαν ένοχοι για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και ειδικότερα για το ότι «Στον Πειραιά Αττικής στις 8-10-2013 … με πρόθεση προκάλεσαν σε άλλους την απόφαση να εκτελέσουν την άδικη πράξη που διέπραξαν και συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρόνο με πειθώ, φορτικότητα, συνεχείς παραινέσεις και συμβουλές έπεισαν την πέμπτη των κατηγορουμένων ……………….. [5η εναγομένη] να διαπράξει το πλημμέλημα της ψευδορκίας μάρτυρα και να καταθέσει ένορκα τα όσα πιο πάνω υπό στοιχ. Ε΄ ψευδή κατέθεσε».

στ)Ο έκτος των εναγομένων (……….) κρίθηκε αθώος, κατά πλειοψηφία, για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και ειδικότερα για το ότι «Στον Πειραιά Αττικής στις 26-1-2011 … ενώ εξεταζόταν ένορκα ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ενώ εξεταζόταν ένορκα ως μάρτυρας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προς υποστήριξη της από 4-6-2007 αγωγής του δευτέρου και της τρίτης των κατηγορουμένων [2ου και 3ης των εναγομένων] ……… και ……………. με την οποία αυτοί ζητούσαν την ακύρωση της γονικής παροχής του ………… προς την ως άνω εγκαλούσα [ενάγουσα], κατέθεσε εν γνώσει του τα εξής: “…Εγώ θεωρώ ότι ο θείος όλα τα χρόνια, όχι θεωρώ το πιστεύω, είμαι σίγουρος γι’ αυτό, ήθελε αυτό να το δώσει στο …….. Η διαθήκη την οποία διάβασα είναι συντεταγμένη, μάλλον γραμμένη στις 03 Σεπτεμβρίου 2006, ήταν λίγο πριν πεθάνει ο θείος. Εντελώς τυχαία την ημέρα εκείνη εμείς είχαμε επιστρέψει από τις διακοπές μας τις καλοκαιρινές και είχαμε πάει εγώ, ο αδελφός μου, η αδελφή μου και η σύζυγος μου να τον δούμε στο Μεταξά στο οποίο νοσηλευόταν τότε. Όταν τον είδαμε, όχι να γράψει διαθήκη δεν μπορούσε, δεν μπορούσε καν να κάτσει. Την σύζυγο μου δεν την αναγνώρισε…(σε ερώτηση του εισηγητή για το αν στις 03.9.2006 είναι σε θέση να βεβαιώσει ότι ο πατέρας μου [………….] δεν θα μπορούσε να έχει τη λογική για να συντάξει διαθήκη και να εκφράσει τη βούληση του ελεύθερα). Σε καμία περίπτωση…(σε ερώτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου για το εάν είχε βελτιωθεί η κατάσταση του πατέρα του εγκαλούντα [ενάγουσας] μεταξύ 05 και 08 Σεπτεμβρίου 2006) δεν είχε βελτιωθεί…“. Όλα δε τα παραπάνω τα οποία σχετίζονταν με την υπόθεση και αναφέρονταν στο αποδεικτέο θέμα της πολιτικής δίκης, είναι ψευδή, καθόσον ο ……… τόσο κατά την υπογραφή της από 3-9-2006 διαθήκης, όσο και κατά την υπογραφή του από 8-9-2006 ειδικού πληρεξουσίου, ήταν μόνος και απολύτως υγιής, χωρίς πυρετό και σε καλή σωματική κατάσταση, ουδόλως εξαπατήθηκε από κανέναν. Άλλωστε τόσο ο ως άνω κατηγορούμενος όσο και η τρίτη των κατηγορουμένων …….. δε μετέβησαν κατά την 3-9-2006 στο νοσοκομείο ΜΕΤΑΞΑ, όπου νοσηλευόταν ο ………… Αυτός δε αν και γνώριζε ότι αυτά που καταθέτει είναι ψευδή, τα κατέθεσε εν γνώσει του ένορκα».

Ωστόσο, η ανωτέρω υπ’ αριθ. 1734/2017 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας οι εναγόμενοι κρίθηκαν ένοχοι των προαναφερθεισών πράξεων, οι οποίες περιλαμβάνονται στην ένδικη αγωγή, (εκτός του έκτου εναγομένου που κρίθηκε αθώος), δεν προκύπτει ότι έχει καταστεί αμετάκλητη. Μάλιστα, οι εναγόμενοι, με τις προτάσεις τους που νομοτύπως κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, επικαλούνται ότι έχουν ασκήσει κατ’ αυτής το ένδικο μέσο της εφέσεως, που είχε προσδιορισθεί να εκδικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς στη δικάσιμο της 4ης Ιουνίου 2019, πλην όμως δεν πραγματοποιήθηκε αυτή (λόγω διεξαγωγής των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 26-5-2019).Επομένως, προκύπτει ζήτημα ως προς το εάν υφίσταται αστική ευθύνη των εναγομένων έναντι της ενάγουσας για παράνομη και υπαίτια από μέρους τους προσβολή της προσωπικότητας της τελευταίας (ενάγουσας), με τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις τους, οι οποίες αφορούν στην κατάθεση από αυτούς, αντιστοίχως, των περιστατικών, που ως άνω αναφέρονται στην υπ’ αριθ. 1734/2017 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, τα οποία, κατά τα επικληθέντα από την ενάγουσα στην ένδικη αγωγή, είναι ψευδή, ενόψει του ότι το Δικαστήριο τούτο, τυχόν, οφείλει να οδηγηθεί σε έκδοση σχετικής απόφασης, η οποία θα πρέπει να είναι συμβατή με την αντίστοιχη απόφαση του αρμοδίου ποινικού Δικαστηρίου για τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις. Ειδικότερα, είναι ερευνητέο, στο πλαίσιο των λόγων των ως άνω εφέσεων, εάν με την αναγνώριση της σχετικής αστικής ευθύνης των εναγομένων έναντι της ενάγουσας παραβιάζεται ή όχι το τεκμήριο αθωότητάς τους (εναγομένων), που απορρέει από την αντίστοιχη απόφαση του αρμοδίου ποινικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (υπό στοιχείο ΙΙ), ενόψει και του ότι, ήδη, ο έκτος των εναγομένων ως άνω έχει κριθεί αθώος της επικληθείσας αξιόποινης πράξης. Επίσης, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙ),  το ίδιο νομικό ζήτημα, έχει, ήδη, παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ενώπιον της οποίας και εκκρεμεί. Συνεπώς, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο  IΙΙ), συντρέχει νόμιμη περίπτωση αναβολής, κατ’ άρθρο 249 του ΚΠολΔ, έκδοσης απόφασης επί των κρινόμενων εφέσεων εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση για το ανωτέρω νομικό ζήτημα από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Εξάλλου, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, δεν προκύπτει ότι έχει καταστεί αμετάκλητη η ανωτέρω υπ’ αριθ. 1734/2017 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, για την ασφαλέστερη κρίση του Δικαστηρίου τούτου επί της προκείμενης υποθέσεως, κρίνεται αναγκαίο, ανεξαρτήτως της ανωτέρω αναβολής της συζήτησης, και κατ’ οικονομία της δίκης, να διαταχθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, η επανάληψη της συζήτησής της για να προσκομισθεί βεβαίωση του γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς περί του αμετακλήτου αυτής ή/και αντίγραφο (πλήρες) της αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς επί του τυχόν ασκηθέντος ένδικου μέσου της εφέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως (υπ’ αριθ. 1734/2017), μετά βεβαιώσεως περί του αμετακλήτου της.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως, κατ’ άρθρον 249 τουΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σε Αυτήν, με την υπ’ αριθ. 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, νομικού ζητήματος. Επίσης, πρέπει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης για να προσκομισθεί η ανωτέρω βεβαίωση ή/και το αντίγραφο(πλήρες) της ως άνω αποφάσεως, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.  Σημειωτέον ότι δεν πρέπει να περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διάταξη περί της δικαστικής δαπάνης, καθώς και περί του παραβόλου, γιατί αυτή δεν είναι οριστική (βλ. ΑΠ 608/2012 ΕΠολΔ 2012 342).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις ως άνω αναφερθείσες υπό στοιχείο Α΄ και Β΄ από 3-10-2018 (υπ’ αριθ. ………../04-10-2018 έκθεσης κατάθεσης) και από 18-10-2018 (υπ’ αριθ. …………../18-10-2018 έκθεσης κατάθεσης), αντιστοίχως, εφέσεις.

Δέχεται τυπικώς τις ανωτέρω εφέσεις.

Αναβάλλει κατά τα λοιπά τη συζήτηση μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σε Αυτήν, με την υπ’ αριθ. 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, νομικού ζητήματος.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθεί, με την επιμέλεια του επιμελέστερου από τους διαδίκους, βεβαίωση του γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς περί του αμετακλήτου της υπ’ αριθ. 1734/2017 αποφάσεως του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς ή/και αντίγραφο (πλήρες) της αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς επί του τυχόν ασκηθέντος ένδικου μέσου της εφέσεως κατά της αποφάσεως αυτής, μετά βεβαιώσεως περί του αμετακλήτου της.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 27-7-2020, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

     Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ