Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 515/2020

Αριθμός     515/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Κατά τη διάταξη του άρθρου 260 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται, αλλά δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 524 παρ. 3 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ………./2018) έφεση ασκήθηκε μετά την 1-1-2016, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται.  Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών». Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2 και 498 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη Γραμματεία του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε Γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του Δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης (ΕφΠειρ 145/2009). Περαιτέρω, κατ΄ εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθρα 110 παρ. 2 και 111 του ΚΠολΔ), σε περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο αν νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο Δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης συντελείται, κατά το άρθρο 498 του ΚΠολΔ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου, αλλά απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον, με παραγγελία του οποίου έγινε, και υποδηλώνει τη βούλησή του ότι επιθυμεί την εκδίκασή της. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, στην περίπτωση της ερημοδικίας του εκκαλούντος, το Δικαστήριο που δικάζει την έφεση οφείλει, αν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή αν αυτός, στην περίπτωση που τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, να απορρίψει την έφεση. Εξάλλου, η απόρριψη της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος χωρεί, ανεξάρτητα από το εάν δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της, γιατί προηγείται η εξέταση της παρουσίας ή απουσίας του διαδίκου (ΕφΠειρ 72/2014, Β.Βαθρακοκοίλης: ΚΠολΔ, εκ. 1995, τόμος Γ΄, άρθρο 531, αρ. 6 και άρθρο 532, αρ. 12).

Από τις υπ΄ αρ. ………..΄/19-9-2018 και …………΄/19-9-2018 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………, τις οποίες επικαλούνται και προσκομίζουν οι δυο πρώτες των  εφεσίβλητων της από 11-4-2017 (αρ. καταθ. …………./2018) εφέσεως, προκύπτει ότι τη συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως επισπεύδουν οι ίδιες (δύο πρώτες των εφεσιβλήτων), οι οποίες επέδωσαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στον  εκκαλούντα και στον τέταρτο των εφεσιβλήτων ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως, με έκθεση καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση να παραστούν (ο εκκαλών και ο τέταρτος των εφεσιβλήτων) κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (10-10-2019). Οι τελευταίοι, όμως, δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο. Κατά συνέπεια ως προς τον εκκαλούντα και τον τέταρτο των εφεσιβλήτων που είναι ερήμην, η συζήτηση πρέπει να ματαιωθεί και ως προς τον εκκαλούντα και τις τρεις πρώτες των εφεσιβλήτων, που, κατά την παρούσα δικάσιμο, παρίστανται νομίμως, πρέπει ο εκκαλών να δικαστεί ερήμην και η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄ αρ. 967/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Το Δικαστήριο, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το αρ. παραβόλου: ……../2017, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ. Πρέπει, επίσης, για την περίπτωση που ο εκκαλών και ο τέταρτος των εφεσιβλήτων ασκήσουν κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501 παρ. 1, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των τριών πρώτων των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος των τελευταίων, (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

Νόμιμα φέρονται προς συνεκδίκαση, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), οι α) από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ……/2018), β) από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ……/2018), γ) από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ……./2018) και δ) από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ……./2018) εφέσεις, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά της υπ΄ αρ. 967/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο συνεκδίκασε α) την από 3-4-2015  (αρ. καταθ. ………../2015) αγωγή και β) την από 3-4-2015 (αρ. καταθ. …………./2015) αγωγή, ερήμην της πρώτης των εναγομένων της κάθε αγωγής (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων αμφοτέρων των αγωγών κατά την τακτική διαδικασία. Πρέπει δε, να συνεκδικασθούν, καθόσον είναι συναφείς, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 524 του ΚΠολΔ).

Οι κρινόμενες α) από 25-7-2018 (αρ. καταθ. …………/2018) και β) από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ………../2018) εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτές και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, αντίστοιχα, (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτών (εφέσεων) κατατέθηκε, κατ΄ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ α) από την εκκαλούσα της από25-7-2018 (αρ. καταθ. ………/2018) εφέσεως με το αρ. παραβόλου: ………../2018 ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ και β) από την εκκαλούσα της από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ……../2018) εφέσεως με το αρ. παραβόλου: ………./2018 ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ.

Από την υπ΄ αρ. ………..΄/19-9-2018 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….., την οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι δυο πρώτες των εφεσίβλητων της από 11-4-2017 (αρ. καταθ. αρ. καταθ. ………./2018) εφέσεως, προκύπτει ότι τη συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως επισπεύδουν οι ίδιες (δύο πρώτες των εφεσιβλήτων), οι οποίες επέδωσαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στον τέταρτο των εφεσιβλήτων ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως, με έκθεση καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση να παραστεί (ο τέταρτος των εφεσιβλήτων) κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (10-10-2019). Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην. Η συζήτηση, όμως, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ.4 εδ. α του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ……../2018) έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Έχει δε κατατεθεί από τον εκκαλούντα, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ με το υπ΄ αρ. παραβόλου: ………./2017, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 516 και 517 εδ. α΄   του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη, όχι δε και κατ΄ εκείνων που διετέλεσαν ομόδικοι αυτού, οι οποίοι υφίστανται την ίδια με αυτόν βλάβη από την εκκαλουμένη απόφαση. Κατ΄ εξαίρεση, η έφεση μπορεί παραδεκτώς να απευθύνεται και κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος ή κατά κάποιου από αυτούς, αν η εκκαλουμένη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για κάποιον από τους ομοδίκους και υπέρ άλλου ή απέρριψε την αίτηση που υπέβαλε κάποιος ομόδικος κατ΄ άλλου ομοδίκου. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν η διαδικασία επιτρέπει την ανάπτυξη αντιδικίας μεταξύ των ομοδίκων για την προάσπιση αντιθέτων συμφερόντων τους (π.χ. στη δίκη διανομής). Αν δεν συντρέχει η ως άνω προϋπόθεση, η έφεση, που απευθύνεται κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος, είναι απαράδεκτη. Το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, γιατί αφορά τη νομιμοποίηση (ΕφΑθ 4397/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς την από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ………./2018) έφεση, ο εκκαλών – πέμπτος των εναγομένων των από 3-4-2015 (αρ. καταθ. …………/2015) και από 3-4-2015 (αρ. καταθ. ………../2015) αγωγών, στρέφει αυτήν, πλην της ενάγουσας κάθε αγωγής, αντίστοιχα, – ήδη των δύο πρώτων των εφεσιβλήτων, αντίστοιχα, και κατά των (απλών) ομοδίκων του, τρίτης και τετάρτου των εναγομένων, ήδη τρίτης και τετάρτου των εφεσίβλητων, αντίστοιχα, ως προς τους οποίους απορρίφθηκαν οι ως άνω αγωγές. Ως προς αυτούς, όμως, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, διότι ο εκκαλών δεν αναφέρει στο δικόγραφο της έφεσής του ειδικό παράπονο για την ύπαρξη διατάξεων στην εκκαλουμένη ευνοϊκών για τους ως άνω ομοδίκους του και συγχρόνως δυσμενών για τον ίδιο, ούτε διώκεται η διόρθωση της πρωτόδικης απόφασης κατά τις διατάξεις αυτές. Επομένως, πρέπει, η κρινόμενη από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ………./2018) έφεση, να γίνει τυπικά δεκτή μόνο ως προς τις δύο πρώτες των εφεσιβλήτων και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Κατά την σαφή έννοια της διάταξης του άρθρου 71 του ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων, τα οποία το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, τα οποία τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Στην περίπτωση δε κατά την οποία η πράξη ή η παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης, τότε ευθύνεται και αυτό εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυτής του νομικού προσώπου. Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτήν δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρίας, είναι, όμως, δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρεία προσωπικώς από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρεία κάμπτεται και δεν ισχύει, όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (άρθρο 914 του ΑΚ), οπότε υφίσταται ευθύνη τους (ΑΠ 1312/2015, ΑΠ 427/2013, EφΑθ 6205/2013).

Με την από 3-4-2015 (αρ. καταθ. ………./2015) αγωγή, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα ιστορούσε, ότι δυνάμει της από 5-8-2011 σύμβασης πρακτορείας πωλήσεων, που συνάφθηκε μεταξύ αυτής, ως μέλους της ένωσης «International Air Transport Association» (IATA) και της πρώτης των εναγομένων, η τελευταία εξουσιοδοτήθηκε να πωλεί προς το επιβατικό κοινό τις υπηρεσίες αεροπορικής μεταφοράς και λοιπές βοηθητικές υπηρεσίες αυτής (ενάγουσας) και να εισπράττει, επ΄ ονόματι και για λογαριασμό της (ενάγουσας), το τίμημα αυτών, έναντι προμήθειας, σύμφωνα με τους ειδικότερους αναφερόμενους σ΄ αυτήν (αγωγή) όρους και συμφωνίες. Ότι με βάση τα συμφωνηθέντα τους, τα εισπραττόμενα από την πρώτη των εναγομένων ποσά, συμπεριλαμβανομένων των αναλογούντων φόρων, τελών, λοιπών επιβαρύνσεων και σχετικών προμηθειών της ίδιας, αποτελούν περιουσιακό στοιχείο αυτής (ενάγουσας), για τα οποία η πρώτη των εναγομένων ευθύνεται ως θεματοφύλακας και υποχρεούται να τα αποδίδει σ΄ αυτήν (ενάγουσα) τις ορισθείσες δήλες ημέρες. Ακολούθως, ιστορούσε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2014 έως και 30-6-2014, η πρώτη των εναγομένων πραγματοποίησε πωλήσεις εισιτηρίων, συνολικής αξίας, αφαιρούμενων των προμηθειών της, ποσού 133.369,08 ευρώ, από το οποίο το ποσό των 105.625,88 ευρώ αφορούσε πωλήσεις κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2014 έως 15-6-2014 και ήταν καταβλητέο μέχρι την 2-07-2014 το αργότερο και το ποσό των 27.743,20 ευρώ αφορούσε πωλήσεις για το χρονικό διάστημα από 16-6- 2014 μέχρι 30-6-2014 και ήταν καταβλητέο το αργότερο μέχρι 16-7-2014. Ότι η πρώτη των εναγομένων, μολονότι εισέπραξε τα ποσά αυτά, αρνείται, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της (ενάγουσας), να της τα αποδώσει και της οφείλει, αφαιρούμενου του ποσού των 21.166,08 ευρώ, που έλαβε (η ενάγουσα) από την Ι.Α.Τ.Α. για την ως άνω αιτία, μετά από την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής της πρώτης των εναγομένων, το ποσό των 112.203 ευρώ. Επιπροσθέτως ισχυρίστηκε ότι οι δεύτερος έως και τέταρτος των εναγομένων, ως διοικούντες και νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης των εναγομένων, καθώς και ο πέμπτος των εναγομένων, διοικώντας εν τοις πράγμασι το ίδιο νομικό πρόσωπο και ως νόμιμος εκπρόσωπός του, ενεργώντας υπό την ιδιότητά τους αυτή και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους, αρνούμενοι να αποδώσουν τα εισπραχθέντα ποσά, έχουν διαπράξει σε βάρος της (ενάγουσας) την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, με αποτέλεσμα αυτή να έχει υποστεί ζημία, ισόποση προς το υπεξαιρεθέν ποσό, ως εκ τούτου, δε, ευθύνονται έναντι της ίδιας εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο της πρώτης των εναγομένων εταιρείας σε καταβολή ισόποσης αποζημίωσης. Επικουρικά, η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι διατηρεί κατά της πρώτης των εναγομένων την αξίωση προς καταβολή του πιο πάνω ποσού σύμφωνα με τα οριζόμενα στην μεταξύ τους σύμβαση. Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα ζήτησε, κυρίως, κατά τις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν, ως αποζημίωση, το ποσό των 112.203 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως προς το ποσό των 84.459,80 ευρώ από την 3-7-2014 και ως προς το ποσό των 27.743,20 ευρώ από την 17-7-2014, άλλως από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, επικουρικώς, δε, κατά τις διατάξεις για την ενδοσυμβατική ευθύνη, να υποχρεωθεί η πρώτη των εναγομένων να της καταβάλει το ίδιο ως άνω ποσό, με το νόμιμο τόκο, όπως προαναφέρεται. Επίσης, λόγω της επικαλούμενης αδικοπραξίας, ζήτησε να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους σε βάρος του δεύτερου, της τρίτης, του τετάρτου και του πέμπτου των εναγομένων, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Τέλος, ζήτησε να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της.

Με την από 3-4-2015 (αρ. καταθ. ………../2015) αγωγή, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα ιστορούσε ότι δυνάμει της από 5-8-2011 σύμβασης πρακτορείας πωλήσεων, που συνάφθηκε μεταξύ αυτής, ως μέλους της ένωσης «International Air Transport Association» (IATA) και της πρώτης των εναγομένων, η τελευταία εξουσιοδοτήθηκε να πωλεί προς το επιβατικό κοινό τις υπηρεσίες αεροπορικής μεταφοράς και λοιπές βοηθητικές υπηρεσίες της (ενάγουσας) και να εισπράττει, επ΄ονόματι και για λογαριασμό της (ενάγουσας), το τίμημα αυτών, έναντι προμήθειας, σύμφωνα με τους ειδικότερους αναφερόμενους σ΄ αυτήν (αγωγή) όρους και συμφωνίες. Ότι με βάση τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, τα εισπραττόμενα από την πρώτη των εναγομένων ποσά, συμπεριλαμβανομένων των αναλογούντων φόρων, τελών, λοιπών επιβαρύνσεων και σχετικών προμηθειών της ίδιας, αποτελούν περιουσιακό στοιχείο αυτής (ενάγουσας), για τα οποία η πρώτη των εναγομένων ευθύνεται ως θεματοφύλακας και υποχρεούται να τα αποδίδει σ΄ αυτήν (ενάγουσα) τις ορισθείσες δήλες ημέρες. Ακολούθως, ιστορούσε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2014 έως και 30-6-2014, η πρώτη των εναγομένων πραγματοποίησε πωλήσεις εισιτηρίων, συνολικής αξίας, αφαιρούμενων των προμηθειών της, ποσού 170.662,41 ευρώ, από το οποίο το ποσό των 148.828,77 ευρώ αφορούσε πωλήσεις κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2014 έως 15-6-2014 και ήταν καταβλητέο μέχρι την 2-7-2014 το αργότερο και το ποσό των 21.833,64 ευρώ αφορούσε πωλήσεις για το χρονικό διάστημα από 16-6-2014 μέχρι 30-6-2014 και ήταν καταβλητέο το αργότερο μέχρι 16-7-2014. Ότι η πρώτη των εναγομένων, μολονότι εισέπραξε τα ποσά αυτά, αρνείται, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της (ενάγουσας), να της τα αποδώσει και της οφείλει, αφαιρούμενου του ποσού των 27.169,89 ευρώ, που έλαβε (η ενάγουσα) από την Ι.Α.Τ.Α. για την ως άνω αιτία, μετά από την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής της πρώτης των εναγομένων, το ποσό των 143.492,52 ευρώ. Επιπροσθέτως ισχυρίστηκε ότι οι δεύτερος έως και τέταρτος των εναγομένων, ως διοικούντες και νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης των εναγομένων, καθώς και ο πέμπτος των εναγομένων, διοικώντας εν τοις πράγμασι το ίδιο νομικό πρόσωπο και ως νόμιμος εκπρόσωπός του, ενεργώντας υπό την ιδιότητά τους αυτή και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους, αρνούμενοι να αποδώσουν τα εισπραχθέντα ποσά, έχουν διαπράξει σε βάρος της (ενάγουσας) την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, με αποτέλεσμα αυτή να έχει υποστεί ζημία, ισόποση προς το υπεξαιρεθέν ποσό, ως εκ τούτου, δε, ευθύνονται έναντι της ίδιας εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της πρώτης των  εναγομένων εταιρείας σε καταβολή ισόποσης αποζημίωσης. Επικουρικά, η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι διατηρεί κατά της πρώτης των εναγομένων την αξίωση προς καταβολή του πιο πάνω ποσού σύμφωνα με τα οριζόμενα στην μεταξύ τους σύμβαση. Κατόπιν τούτων, ζήτησε η ενάγουσα, κυρίως κατά τις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να της καταβάλουν, ως αποζημίωση, το ποσό των 143.492,52 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως προς το ποσό των 121.658,88 ευρώ από την 3-7-2014 και ως προς το ποσό των 21.833,64 ευρώ από την 17-7-2014, άλλως από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, επικουρικώς, δε, κατά τις διατάξεις για την ενδοσυμβατική ευθύνη, να υποχρεωθεί η πρώτη των εναγομένων να της καταβάλει το ίδιο ως άνω ποσό, με το νόμιμο τόκο, όπως προαναφέρεται. Επίσης, λόγω της επικαλούμενης αδικοπραξίας, ζήτησε να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους σε βάρος του δεύτερου, της τρίτης, του τέταρτου και του πέμπτου των εναγομένων, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Τέλος, ζήτησε να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 967/2017 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω ένδικες αγωγές, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της πρώτης των εναγομένων της κάθε αγωγής και  αντιμωλία των λοιπών διαδίκων αμφοτέρων των αγωγών, όπως προαναφέρθηκε, αφού κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση αμφοτέρων των αγωγών ως προς την πρώτη των εναγομένων εταιρεία, λόγω κήρυξης, εν τω μεταξύ, της τελευταίας σε πτώχευση και συνακόλουθα αναστολής των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ΄ αυτήν (εκκαλουμένη), στη συνέχεια έκρινε ορισμένες (απορριπτομένου των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων) και νόμιμες τις ως άνω αγωγές (ως τους λοιπούς εναγομένους). Ακολούθως, ως προς την από 3-4-2015 (αρ. καταθ. ………../2015) αγωγή, απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως προς την τρίτη και τον τέταρτο των εναγόμενων και καταδίκασε την ενάγουσα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης αυτών (τρίτης και του τετάρτου των εναγομένων), την οποία όρισε στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ για τον καθένα, δέχθηκε αυτήν (αγωγή) ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη ως προς τον δεύτερο και τον πέμπτο των εναγομένων, υποχρέωσε αυτούς (δεύτερο και πέμπτο των εναγομένων), έκαστο εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν δώδεκα χιλιάδων διακοσίων τριών (112.203) ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως προς το ποσό των 84.459,80 ευρώ από την 3-7-2014 και ως προς το ποσό των 27.743,20 ευρώ από την 17-7-2014, κήρυξε εν μέρει προσωρινά εκτελεστή την αμέσως παραπάνω καταψηφιστική διάταξη κατά το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, απήγγειλε την προσωπική κράτηση του δεύτερου και του πέμπτου των εναγόμενων, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης μετά την τελεσιδικία της, διάρκειας ενός (1) μηνός για έκαστο εξ αυτών και καταδίκασε τους δεύτερο και πέμπτο των εναγόμενων στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία όρισε στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για τον καθένα. Ως προς την από 3-04-2015 (αρ. καταθ. …………/2015) αγωγή, απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως προς την τρίτη και τον τέταρτο των εναγομένων και καταδίκασε την ενάγουσα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης αυτών (τρίτης και τετάρτου των εναγομένων), την οποία όρισε στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για τον καθένα, δέχθηκε αυτήν (αγωγή) ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη ως προς τον δεύτερο και τον πέμπτο των εναγομένων, υποχρέωσε αυτούς (δεύτερο και τον πέμπτο των εναγομένων), έκαστο εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν σαράντα τριών χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (143.492,52 ευρώ), με το νόμιμο τόκο ως προς το ποσό των 121.658,88 ευρώ από την 3-7-2014 και ως προς το ποσό των 21.833,64 ευρώ από την 17-7-2014, κήρυξε εν μέρει προσωρινά εκτελεστή την αμέσως παραπάνω καταψηφιστική διάταξη κατά το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, απήγγειλε την προσωπική κράτηση του δεύτερου και του πέμπτου των εναγόμενων, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης μετά την τελεσιδικία της, διάρκειας ενός (1) μηνός για έκαστο εξ αυτών και καταδίκασε τους δεύτερο και πέμπτο των εναγομένων στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία όρισε στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για τον καθένα. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται α) με την κρινόμενη από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ………./2018) έφεση, η εν μέρει ηττηθείσα ενάγουσα της από 3-4-2015 (αρ. καταθ. ………./2015) αγωγής και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το προσβαλλόμενο μέρος, να γίνει δεκτή η αγωγή της κατά την κύρια βάση αυτής, υποχρεουμένων εις ολόκληρον των εφεσιβλήτων να της καταβάλουν ως αποζημίωση το ποσό των 112.203 ευρώ, με το νόμιμο τόκο και να διαταχθεί η προσωπική κράτηση των εφεσιβλήτων, διάρκειας ενός (1) έτους, β) με την κρινόμενη από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ………./2018) έφεση, η εν μέρει ηττηθείσα ενάγουσα της από 3-4-2015 (αρ. καταθ. …………/2015) αγωγής και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το προσβαλλόμενο μέρος, να γίνει δεκτή η αγωγή της κατά την κύρια βάση αυτής, υποχρεουμένων εις ολόκληρον των εφεσιβλήτων να της καταβάλουν ως αποζημίωση το ποσό των 143.492,52 ευρώ, με το νόμιμο τόκο και να διαταχθεί η προσωπική κράτηση των εφεσιβλήτων, διάρκειας ενός (1) έτους και γ) με την κρινόμενη από 11-4-2017 (αρ. καταθ. …………./2018) έφεση, ο ηττηθείς πέμπτος των εναγομένων των από 3-4-2015 (αρ. καταθ. ………/2015) και από 3-4-2015 (αρ. καταθ. ………/2015) αγωγών και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανισθεί, ως προς όλες τις διατάξεις που τον βλάπτουν, η προσβαλλομένη απόφαση και να απορριφθούν οι ένδικες αγωγές που στρέφονται και εναντίον του.

Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ………../2018) έφεσής του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτόν, ο πέμπτος των εναγομένων – ήδη εκκαλών επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του περί αοριστίας των ένδικων αγωγών και ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα τις έκρινε ως ορισμένες. Στην προκειμένη περίπτωση, με αυτό το περιεχόμενο στις ένδικες αγωγές προσδιορίζονται επαρκώς όλα τα απαιτούμενα από το νόμο περιστατικά για τη στοιχειοθέτηση της αδικοπρακτικής ευθύνης, μεταξύ των άλλων, και του ίδιου, ήτοι σε τι συνίσταται η υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του, από την οποία ζημιώθηκε η ενάγουσα κάθε αγωγής, καθώς και η ζημία αυτή και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του και της επελθούσας ζημίας της ενάγουσας κάθε αγωγής. Επομένως, με βάση τα προκτεθέντα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ορθά έκρινε ορισμένες τις ένδικες αγωγές, δεχόμενο ότι αυτές περιέχουν όλα τα κατά το άρθρο 216 του ΚΠολΔ απαραίτητα στοιχεία, για τη νομική της θεμελίωση, έστω χωρίς να παραθέσει περαιτέρω αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά συμπληρώνει (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), απορριπτομένου ως αβάσιμου του ως άνω σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης. Εξάλλου, οι ένδικες αγωγές είναι νόμιμες, όπως επίσης, ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά τα όσα αβάσιμα υποστηρίζει ο πέμπτος των εναγομένων – εκκαλών, και συγκεκριμένα ότι έπρεπε να απορριφθεί, όσον αφορά σ΄ αυτόν, ως νομικά αβάσιμη «ελλείψει περιστατικών που να δικαιολογούν άρση νομικής προσωπικότητας…», διότι, ανεξαρτήτως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, τα διοικούντα αυτήν πρόσωπα, κατά τα προαναφερθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, ευθύνονται προσωπικά εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, αν έχουν διαπράξει αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρεία κάμπτεται και δεν ισχύει, όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, (άρθρο 71 του ΑΚ), όπως επικαλείται με τις ένδικες αγωγές η ενάγουσα καθεμίας από αυτές.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 1106/2018, ΑΠ 224/2016, ΑΠ 1420/2015).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων της ενάγουσας κάθε αγωγής και της τρίτης των εναγομένων κάθε αγωγής, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την πρώτη των εφεσίβλητων των από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ……../2018) και από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ……./2018) εφέσεων, ως προς την ενάγουσα της από 3-4-2015 (αρ. καταθ. ………/2015) αγωγής και ήδη εκκαλούσας της από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ………./2018) εφέσεως υπ΄ αρ. ………/2016 και ………../2016 ένορκες βεβαιώσεις των ……….. και ……………, αντίστοιχα, και ως προς την ενάγουσα της από 3-4-2015 (αρ. καταθ. ………./2015) αγωγής και ήδη εκκαλούσας της από 25-7-2018 (αρ. καταθ. …………./2018) εφέσεως υπ΄ αρ. ………./2016 και ………./2016 ένορκες βεβαιώσεις των ………….., αντίστοιχα, που, με επιμέλεια αυτής (τρίτης των εναγομένων με τις ως άνω αγωγές, ήδη πρώτης των εφεσιβλήτων με τις ως άνω εφέσεις), λήφθηκαν την 16-11-2016 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας κάθε αγωγής, ήδη εκκαλούσας κάθε εφέσεως (βλ. τις υπ΄ αρ. ………../11-11-2016 και . ……./11-11-2016 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………… αντίστοιχα), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη2004.723), [σημειώνοντας ότι ο εκκαλών της από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ……../2018) έφεσης, και ο δεύτερος των εφεσιβλήτων των από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ……./2018) και 25-7-2018 (αρ. καταθ. ………./2018) εφέσεων, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνουν, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως και την προσθήκη – αντίκρουση, καλυπτόμενες από την υπογραφή των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, αντίστοιχα, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγουσες αεροπορικές εταιρείες, εδρεύουσες στις Βρυξέλλες Βελγίου και στη Βιέννη Αυστρίας, αντίστοιχα, δραστηριοποιούνται στην αερομεταφορά, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων, με δικά τους αεροσκάφη, σε διάφορα μέρη του κόσμου και είναι μέλη της Διεθνούς Ένωσης Αεροπορικών Μεταφορών (International Air Transport Association – IATA). Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «…………» είχε ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την πρακτόρευση αερομεταφορέων, δια της πωλήσεως εισιτηρίων αυτών, καθώς και τη διοργάνωση αεροπορικών ταξιδιών για λογαριασμό των πελατών της. Με την από 5-8-2011 «Σύμβαση Πρακτορείας Πωλήσεων προς επιβάτες», που συνάφθηκε μεταξύ της ΙΑΤΑ, ενεργούσας για λογαριασμό όλων των μελών της, συμπεριλαμβανομένων των εναγουσών εταιρειών, ήδη εκκαλουσών- δεύτερης και τρίτης των εφεσιβλήτων με την από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ………/2018) εφέσεως, και της εταιρείας «…………», η τελευταία ανέλαβε την πρακτόρευση των πρώτων, και συγκεκριμένα τη διαμεσολάβηση κατά την πώληση αεροπορικών εισιτηρίων αυτών (εναγουσών) προς το επιβατικό κοινό, εισπράττοντας την καθαρή αξία των πωληθέντων εισιτηρίων, πλέον των αναλογούντων φόρων, τελών και λοιπών επιβαρύνσεων επί του τιμήματος αυτών, επ΄ ονόματι και για λογαριασμό των εναγουσών, την οποία (αξία) απέδιδε ακολούθως στις τελευταίες, αφού κρατούσε τη συμφωνηθείσα προμήθεια. Ειδικότερα, ως προς την έκδοση των αεροπορικών εισιτηρίων, η ΙΑΤΑ έχει οργανώσει ανά χώρα, για λογαριασμό των μελών της, αεροπορικών εταιρειών, ένα ηλεκτρονικό σύστημα κεντρικής διάθεσης των τίτλων μεταφοράς, λογιστικής παρακολούθησης και είσπραξης των χρημάτων, που ανήκουν στις επιμέρους αεροπορικές εταιρείες, το λεγόμενο «Billing and SettlementPlan» ή «BSP» («Πρόγραμμα Τιμολόγησης και Διακανονισμού»). Σύμφωνα, δε, με το πρόγραμμα αυτό η εταιρεία «……………..», αλλά και κάθε άλλος, συνεργαζόμενος με την ΙΑΤΑ, πράκτορας,  προέβαινε σε κρατήσεις αεροπορικών εισιτηρίων, μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος κρατήσεων (CRS), με αυτόματη καταχώριση των κρατήσεων αυτών στο αρχείο της, ενώ, κατά την έκδοση των εισιτηρίων, τα, ήδη καταχωρημένα στο σύστημα CRS, στοιχεία διαβιβάζονταν στο ανωτέρω «Πρόγραμμα Τιμολόγησης και Διακανονισμού» (BSP) της ΙΑΤΑ υπέρ των εναγουσών. Η εταιρεία «……………….» είχε επιπλέον αναλάβει την υποχρέωση να πωλεί στους πελάτες της τα εκδοθέντα με τον ως άνω τρόπο αεροπορικά εισιτήρια των εναγουσών, έναντι εισπράξεως από αυτούς της αξίας τους, πλέον φόρων και λοιπών τελών, ενώ, παράλληλα, όφειλε να τους αποδώσει τα εισπραχθέντα αυτά ποσά ως εξής: α) οι εισπράξεις του πρώτου δεκαπενθήμερου κάθε μήνα ήταν αποδοτέες την τελευταία ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα ή την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα, και, β) οι εισπράξεις του δεύτερου δεκαπενθήμερου κάθε μήνα ήταν αποδοτέες τη 15η ημέρα του επομένου μήνα ή την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα, οπότε γινόταν δύο φορές κάθε μήνα η εκκαθάριση του λογαριασμού, οι ως άνω ορισθείσες ημέρες, δε, είχαν συμφωνηθεί ως δήλες ημέρες. Τα ποσά που εισπράττονταν από την εταιρεία «…………..» («πράκτορα») για μεταφορά και συμπληρωματικές υπηρεσίες, περιλαμβανομένων και των σχετικών προμηθειών, αποτελούσαν, σύμφωνα με τον όρο 7 της προαναφερόμενης σύμβασης, περιουσιακό στοιχείο του «μεταφορέα», δηλαδή των εναγουσών και η ανωτέρω εταιρεία υποχρεούταν να τα κρατά ως θεματοφύλακας για τον μεταφορέα ή για λογαριασμό του, μέχρι να αποδώσει ικανοποιητικά λογαριασμό και να γίνει διακανονισμός. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η εταιρεία «……………», κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2014 έως 30-6-2014, πραγματοποίησε πωλήσεις αεροπορικών εισιτηρίων της ενάγουσας της πρώτης αγωγής, συνολικής αξίας, αφαιρούμενων των προμηθειών της, ποσού 133.369,08 ευρώ, από το οποίο το ποσό των 105.625,88 ευρώ αφορούσε πωλήσεις κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2014 έως 15-6-2014 και ήταν καταβλητέο μέχρι την 2-7-2014, και, το ποσό των 27.743,20 ευρώ αφορούσε πωλήσεις για το χρονικό διάστημα από 16-6-2014 μέχρι 30-6-2014 και ήταν καταβλητέο μέχρι 16-7-2014. Επίσης, κατά το ίδιο παραπάνω χρονικό διάστημα (1-6-2014 έως 30-6-2014) η ίδια εταιρεία πραγματοποίησε πωλήσεις εισιτηρίων της ενάγουσας της δεύτερης αγωγής, συνολικής αξίας, αφαιρούμενων των προμηθειών της, ποσού 170.662,41 ευρώ, από το οποίο το ποσό των 148.828,77 ευρώ αφορούσε πωλήσεις κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2014 έως 15-6-2014 και ήταν καταβλητέο μέχρι την 2-7-2014, και, το ποσό των 21.833,64 ευρώ αφορούσε πωλήσεις για το χρονικό διάστημα από 16-6-2014 μέχρι 30-6-2014 και ήταν καταβλητέο μέχρι 16-7-2014. Ωστόσο, οι διοικούντες και νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας «………………», ενεργώντας υπό την ιδιότητά τους αυτή και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους, αν και εισέπραξαν τα παραπάνω ποσά για λογαριασμό των εναγουσών εταιρειών, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, δεν τα απέδωσαν σε αυτές, ως όφειλαν, κατά τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους. Το ύψος της εν λόγω οφειλής, αντίστοιχα, δεν αμφισβητεί ο πέμπτος των εναγομένων. Ο εκκαλών της από 11-4-2017 (αρ. καταθ. …………/2018) εφέσεως, εκτός του ισχυρισμού του ότι δεν υπήρξε ποτέ νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας «………………», είτε ως μέλος του δ.σ. αυτής, είτε κατόπιν εξουσιοδότησης αυτού, αλλά ούτε  «εν τοις πράγμασι», όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, (ζήτημα, το οποίο θα ερευνηθεί κατωτέρω), ισχυρίζεται ότι η μη καταβολή των επίμαχων ποσών δεν έγινε από δόλο, αλλά οφείλεται σε λόγο ανωτέρας βίας, συνιστάμενο σε ταµειακή δυσχέρεια της εταιρείας «……………..». Η οικονομική δυσχέρεια, όμως, δεν συνιστά εύλογη αιτία μη καταβολής των οφειλομένων, ούτε, πολύ περισσότερο, γεγονός ανωτέρας βίας και δεν αίρει την αδικοπρακτική ευθύνη των διοικούντων την εταιρεία προσώπων (ΑΠ 1080/2001, ΕφΑθ 6205/2013, ΕφΘεσ 1689/2011, ΕφΠατρ 1112/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, τα ως άνω χρηµατικά ποσά που εισπράχθηκαν, και δεν αποδόθηκαν  στις ενάγουσες, αντίστοιχα, κατά τα αναλυτικά προαναφερθέντα, αποτελούν εισπράξεις, που έγιναν για λογαριασµό τους, αντίστοιχα χωρίς δικαίωµα των κατωτέρω εναγοµένων να κάνουν χρήση αυτών για οποιαδήποτε αιτία, αλλά µε υποχρέωση να τα αποδώσουν σε εκείνες ως µόνες δικαιούχους, αντίστοιχα (πρβλ. ΕφΑθ 6205/2013, ο.π). Πιο συγκεκριμένα, όπως δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ο δεύτερος των εναγομένων, κατά τον επίδικο χρόνο, τύγχανε πρόεδρος του δ.σ., διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας «……………», σύμφωνα με το από 4-12-2013 πρακτικό γ.σ., που καταχωρίστηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο την 14-1-2014 και δημοσιεύθηκε την 21-1-2014 στο με αριθμό 470/21-1-2014 Φ.Ε.Κ. (τεύχος Α.Ε.-Ε.Π.Ε & Γ.Ε.ΜΗ.), στο οποίο αναφέρεται πως δεσμεύει την εταιρεία με μόνη την υπογραφή του, συμμετείχε, δε, ενεργά στη διοίκηση του νομικού προσώπου. Ως προς το κεφάλαιο δε της εκκαλουμένης, που αφορά τον δεύτερο των εναγομένων και την ευθύνη του, ο τελευταίος άσκησε έφεση, η οποία, κατά τα προαναφερόμενα ως προς τον τέταρτο των εφεσιβλήτων ματαιώθηκε και ως προς λοιπούς των εφεσιβλήτων απορρίφθηκε, λόγω της ερημοδικίας αυτού (εκκαλούντος). Όσον αφορά δε στον πέμπτο των εναγομένων, παρόλο που δεν μετείχε στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, εντούτοις λειτουργούσε ως εν τοις πράγμασι νόμιμος εκπρόσωπός της, έχοντας στην πραγματικότητα από κοινού με τον δεύτερο των εναγομένων την πραγματική και ουσιαστική διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας και της περιουσίας της, αφού αυτός (πέμπτος των εναγομένων) εμφανιζόταν στους εκπροσώπους των εναγουσών ως εκπρόσωπός της, πριν και μετά την κατάρτιση της εμπορικής συμφωνίας, διαπραγματευόταν με αυτούς και εν γένει συναλλασσόταν για λογαριασμό της εταιρείας. Έτσι, ο δεύτερος και ο πέμπτος των εναγομένων, διοικώντας και εκπροσωπώντας το νομικό πρόσωπο της εταιρείας «……………..», ενώ γνώριζαν ότι τα εισπραχθέντα για λογαριασμό των εναγουσών ποσά, από αυτούς, ως αντίτιμο από τα εν λόγω πωληθέντα εισιτήρια, δεν ανήκαν στην ως άνω εταιρεία, η οποία είχε την ιδιότητα του θεματοφύλακα, κατά τα προαναφερθέντα, αλλά στις ενάγουσες, αντίστοιχα, και έπρεπε με βάση την ως άνω σύμβαση πρακτορείας, να αποδοθούν στις τελευταίες, επίσης, αντίστοιχα, κατά τα συμφωνηθέντα τους, αφού αφαιρεθεί η συμφωνηθείσα προμήθεια της εταιρείας, παραταύτα, δεν τα απέδωσαν, ιδιοποιούμενοι αυτά χωρίς δικαίωμα. Η ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά και του πέμπτου των εναγομένων, η οποία στοιχειοθετεί την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης (άρθρο 375 του ΠΚ), είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί περιουσιακή ζημία στις ενάγουσες, ισόποση με το ποσό του μη αποδοθέντος τιμήματος των πωληθέντων εισιτηρίων, αντίστοιχα. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα προεκτεθέντα, στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη των ως άνω εναγομένων φυσικών προσώπων ως εκπροσώπων της εταιρείας, (του δεύτερου των εναγομένων ως νομίμου εκπροσώπου, όπως έκρινε η εκκαλουμένη και του πέμπτου των εναγομένων ως εν τοις πράγμασι νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας), οι οποίοι ευθύνονται εις ολόκληρον με την τελευταία για την αποκατάσταση της ως άνω ζημίας, που προκάλεσαν στις ενάγουσες, αντίστοιχα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ο ισχυρισμός δε του πέμπτου των εναγομένων –εκκαλούντος, ότι αυτός δεν ενθυλάκωσε τα εν λόγω χρηματικά ποσά, που παρακρατήθηκαν σε προσωπικό του λογαριασμό, αληθής υποτιθέμενος, δεν ασκεί επιρροή για τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω αδικοπραξίας εκ μέρους του, ως ουσιαστικού εκπροσώπου και διαχειριστή της εταιρείας, καθώς αρκεί η ιδιοποίησή τους και για λογαριασμό της εταιρείας, ανεξάρτητα δε αν τα ως άνω ποσά σώζονται ή χρησιμοποιήθηκαν για κάλυψη άλλων υποχρεώσεων της τελευταίας ή του εκκαλούντος, αφού κάτι τέτοιο δεν είχαν δικαίωμα να πράξουν, διότι τα χρήματα αυτά δεν τους ανήκαν. Επιπροσθέτως, δεν αποδείχθηκε ότι η τρίτη των εναγομένων είχε ενεργό ρόλο και συμμετοχή στη διαχείριση και εκπροσώπηση της πιο πάνω εταιρείας, αλλά, αντίθετα, αποδείχθηκε ότι η συμμετοχή της στο δ.σ. ήταν απλώς τυπική, δίχως καμία αποφασιστική αρμοδιότητα και εξουσία, χωρίς να συμμετέχει στην ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των λοιπών εναγομένων (δεύτερου και πέμπτου). Συγκεκριμένα, η τρίτη των εναγομένων ήταν υπάλληλος της εταιρείας, είχε προσληφθεί από το έτος 2011 και εργαζόταν στο λογιστήριο. Διεκπεραίωνε τις εισπράξεις και τις πληρωμές της εταιρείας, κατόπιν έγγραφης εντολής των διοικούντων. Έτσι, πράγματι, σύμφωνα με το από 4-12-2013 πρακτικό γ.σ., που καταχωρίστηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο την 14-1-2014 και δημοσιεύθηκε την 21-1-2014 στο με αριθμό 470/21-1-2014 Φ.Ε.Κ. (τεύχος Α.Ε.-Ε.Π.Ε & Γ.Ε.ΜΗ.), η τρίτη των εναγομένων ορίστηκε αντιπρόεδρος του δ.σ., και, σε περίπτωση απουσίας του δεύτερου των εναγομένων, θα τον αναπλήρωνε, πλην όμως, ορίστηκε τυπικά και στις 30-6-2014 παραιτήθηκε από το δ.σ.. Επομένως, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού που προέβαλε η τρίτη των εναγομένων, οι αγωγές έπρεπε να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμες αναφορικά με αυτήν (τρίτη των εναγομένων). Ομοίως, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο τέταρτος των εναγομένων, ο οποίος είναι πατέρας του πέμπτου των εναγομένων, και, μετά την παραίτηση της τρίτης των εναγομένων, κατά τα ανωτέρω, την αντικατέστησε στο δ.σ. ως αντιπρόεδρος, αναπληρώνοντας και αυτός τον δεύτερο των εναγομένων σε περίπτωση απουσίας του, συμμετείχε στη διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρείας και ότι έλαβε μέρος στην ως άνω παράνομη και υπαίτια πράξη των προαναφερόμενων εναγομένων, η, δε, συμμετοχή του στο δ.σ., λόγω και των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε (καρδιακή και αναπνευστική ανεπάρκεια, οξυγονοθεραπεία κατ΄ οίκο), ήταν τυπική, στερούμενος, στην πραγματικότητα, οποιασδήποτε αποφασιστικής εξουσίας ή αρμοδιότητας, χωρίς να συμμετέχει στην ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των λοιπών εναγομένων (δεύτερου και πέμπτου). Επομένως, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού που προέβαλε ο τέταρτος των εναγομένων, οι αγωγές έπρεπε να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμες αναφορικά με αυτόν (τέταρτο των εναγομένων). Ο πέμπτος των εναγομένων, όπως προαναφέρθηκε, ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως και με την ένδικη έφεσή του, ότι ποτέ δεν υπήρξε νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας «…………….», σύμφωνα με το καταστατικό της, ή μέλος του δ.σ αυτής, ούτε του είχαν ανατεθεί τέτοια καθήκοντα με εξουσιοδότηση των μελών του, αλλά ήταν απλός υπάλληλος αυτής, ασχολούμενος με τις δημόσιες σχέσεις. Πλην όμως, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο πέμπτος των εναγομένων, ενώ τυπικά δεν ήταν μέλος του δ.σ της ως άνω εταιρείας, εντούτοις ενεργούσε στην πραγματικότητα ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διενεργώντας σχεδόν το σύνολο των διαπραγματεύσεων και των συμφωνιών με τις ενάγουσες εταιρείες δια των εκπροσώπων αυτών και συναλλασσόμενος μαζί τους. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση (ως προς τους τρίτη, τέταρτο και πέμπτο των εναγομένων)  με το παρόν, δεν έσφαλε και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, η κρινόμενη από 11-4-2017 (αρ.καταθ. ………./2018) έφεση, ως προς τις δύο πρώτες των εφεσιβλήτων για τις οποίες κρίθηκε παραδεκτή, πρέπει να απορριφθεί, κατά τα προαναφερθέντα, ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Πρέπει δε, για την περίπτωση που ο τέταρτος των εφεσιβλήτων ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Λόγω δε, της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (ποσού 100 ευρώ) που κατατέθηκε, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, από αυτόν (εκκαλούντα) μετο υπ΄ αρ. παραβόλου: ……………/2017, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, καθώς επίσης, πρέπει ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, πλην του τετάρτου από αυτούς, ο οποίος δεν παραστάθηκε και συνεπώς, πρωτίστως, δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος των τελευταίων,  (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Ακολούθως, όσον αφορά τις κρινόμενες από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ……../2018) και από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ………./2018) εφέσεις, οι σχετικοί λόγοι των ως άνω ένδικων εφέσεων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως προς τους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι.

Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1290, ΕφΛαρ 533/2013, ΕφΑθ 798/2007, ΕφΠειρ 89/2004), ενώ σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το Δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας του καθενός (άρθρο 178 του ΚΠολΔ). Στην περίπτωση εφαρμογής της τελευταίας διατάξεως το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίσει τα υπέρ του διαδίκου, που εν μέρει νικά και συνακόλουθα εν μέρει ηττάται, δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Δικηγορικού Κώδικα, ακόμη και αν έχει υποβληθεί ο κατά το άρθρο 178 του ΚΠολΔ, κατάλογος δαπανών και εξόδων (Β. Βαθρακοκοίλης:  Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 178, παρ. 13). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, σε περίπτωση που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, μπορεί το Δικαστήριο, ανεξάρτητα από την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων, να προβεί σε συμψηφισμό των εξόδων. Στην περίπτωση έτσι αυτή ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή της ουσίας και η σχετική κρίση του δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 773/2009, ΑΠ 1533/2008, ΑΠ 433/2007). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος  προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα. Η διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, γιατί αν ο λόγος που αφορά στην ουσία κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης αλλάζει αναγκαίως και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος εφέσεως για τα έξοδα. Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι΄ αυτό κρίνεται αυτοτελώς (ΕφΠειρ 462/2016, ΕφΠειρ 85/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την από 3-4-2015 (αρ. καταθ. …………../2015) αγωγή καταδίκασε την ενάγουσα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της τρίτης και του τετάρτου των εναγομένων, την οποία όρισε στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ για τον καθένα και ως προς την από 3-4-2015 (αρ. καταθ. …………./2015) αγωγή καταδίκασε την ενάγουσα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της τρίτης και του τετάρτου των εναγομένων, την οποία όρισε στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για τον καθένα, λόγω της ήττας της ενάγουσας κάθε αγωγής. Με τον τελευταίο λόγο των από 25-4-2018 (αρ. καταθ. ………./2018) και από 25-4-2018 (αρ. καταθ. ………/2018) εφέσεων η εκκαλούσα, καθεμίας, παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως περί επιβολής εις βάρος της των δικαστικών εξόδων των τρίτης και τετάρτου των εναγομένων και ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην έφεση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς τη διάταξη αυτή και ειδικότερα ότι έπρεπε να συμψηφιστούν, δεδομένου ότι η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, και να μην τα επιβάλει σε βάρος τους, αντίστοιχα, και μάλιστα επιδικάζοντας σε καθέναν των ως άνω εφεσιβλήτων ποσό δικαστικών εξόδων, που σε κάθε περίπτωση, είναι υπερβολικό. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, παραδεκτά προβάλλεται κατ΄ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (άρθρο 193 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 76/2014, ΑΠ 617/2008), είναι νόμω βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμος, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, οι οποίοι ως εκ της φύσεώς τους και των σκοπών τους οποίους εξυπηρετούν, εμφανίζουν  ιδιαίτερες ερμηνευτικές δυσχέρειες  αφ΄ αυτών, κυρίως όμως κατά την εξειδίκευση και εφαρμογή τους σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως συμβαίνει στην κρινομένη υπόθεση (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, συνέτρεχε λόγος συμψηφισμού κατά ένα μέρος των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων και επιβολής του υπολοίπου σε βάρος της ενάγουσας, κάθε αγωγής, κατ΄ άρθρο 179 του ΚΠολΔ. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε το σχετικό αίτημα των ως άνω εναγομένων και καταδίκασε την ενάγουσα κάθε αγωγής, αντίστοιχα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης αυτών, την οποία όρισε στο ποσό των 2.500 ευρώ για την τρίτη και τέταρτο των εναγομένων της από 3-4-2015 (αρ. καταθ. ……./2015) αγωγής και των 3.000 ευρώ για την τρίτη και τέταρτο των εναγομένων της από 3-4-2015 (αρ. καταθ. ………./2015) αγωγής, έσφαλε και συνακόλουθα πρέπει να γίνουν δεκτές οι από 25-4-2018 (αρ. καταθ. ………../2018) και από 25-4-2018 (αρ. καταθ. ………./2018) εφέσεις ως κατ΄ ουσίαν βάσιμες, να διαταχθεί, λόγω της εν μέρει νίκης της εκκαλούσας, καθεμίας από αυτές, αντίστοιχα,  η επιστροφή του παραβόλου, ήτοι της από 25-4-2018 (αρ. καταθ. ………./2018) εφέσεως ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το αρ. παραβόλου: ………./2018 ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ, σ΄ αυτήν [εκκαλούσα της από 25-4-2018 (αρ. καταθ. ………./2018) εφέσεως] και της από 25-4-2018 (αρ. καταθ. …………/2018) εφέσεως ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το αρ. παραβόλου: ………../2018 ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ, σ΄ αυτήν [εκκαλούσα της από 25-4-2018 (αρ. καταθ. ………../2018) εφέσεως] να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση αποκλειστικώς ως προς το μέρος της που αφορά τα δικαστικά έξοδα των ως άνω αγωγών ως προς τους τρίτη και τέταρτο των εναγομένων, αντίστοιχα, και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατά το ως άνω μέρος της, (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα κατά ένα μέρος τους μεταξύ της ενάγουσας και των τρίτης και τετάρτου των εφεσιβλήτων, κάθε αγωγής, και να επιβληθεί το υπόλοιπο μέρος τους σε βάρος της ενάγουσας κάθε αγωγής, αντίστοιχα, όσον αφορά την πρωτόδικη δίκη. Επίσης για τους ίδιους λόγους και για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν κατά ένα μέρος τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των ως άνω διαδίκων και κατά τις ως άνω διακρίσεις και να επιβληθεί το υπόλοιπο μέρος τους σε βάρος της ενάγουσας κάθε αγωγής (άρθρο 179 του ΚΠολΔ), αντίστοιχα, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Ματαιώνει τη συζήτηση της από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ……../2018) έφεσης ως προς τον εκκαλούντα και τον τέταρτο των εφεσιβλήτων.

Συνεκδικάζει α) την από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ………/2018) έφεση αντιμωλία των διαδίκων, β) την από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ……../2018) έφεση αντιμωλία των διαδίκων, γ) την από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ……./2018) έφεση ερήμην του τετάρτου των εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και δ) την από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ………./2018) έφεση ερήμην του εκκαλούντος (ως προς τις τρεις πρώτες των εφεσιβλήτων), κατά της υπ΄ αρ. 967/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον εκκαλούντα της από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ……./2018) έφεσης και από τον τέταρτο των εφεσιβλήτων των α) από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ………./2018) και β) από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ………./2018) εφέσεων, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα.

Απορρίπτει την από 11-4-2017 (αρ. καταθ. …………/2018) έφεση (ως προς τις τρεις πρώτες των εφεσίβλητων).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το αρ. παραβόλου: ……../2017, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των τριών πρώτων των εφεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Δέχεται τυπικά την από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ………../2018) έφεση.

Δέχεται κατ΄ ουσίαν αυτήν [από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ………/2018) έφεση] κατά το μέρος που προσβάλλει τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων (ως προς τους ως άνω διαδίκους).

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το αρ. παραβόλου: ………/2018 ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 967/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αποκλειστικώς ως προς το μέρος της που αφορά τα δικαστικά έξοδα (ως προς τους ως άνω διαδίκους).

Κρατεί και δικάζει την από3-4-2015 (αρ. καταθ. ………../2015) αγωγή, αποκλειστικώς όσον αφορά το ως άνω μέρος της κατά το οποίο εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Συμψηφίζει κατά ένα μέρος της τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων (ήτοι της ενάγουσας-εκκαλούσας και των ως άνω εναγομένων – εφεσίβλητων) και επιβάλλει στην ενάγουσα – εκκαλούσα το υπόλοιπο μέρος τους το οποίο ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Δέχεται τυπικά την από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ………../2018) έφεση.

Δέχεται κατ΄ ουσίαν αυτήν [από 25-7-2018 (αρ. καταθ. ………./2018) έφεση] κατά το μέρος που προσβάλλει τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων(ως προς τους ως άνω διαδίκους).

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το αρ. παραβόλου: ………../2018 ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 967/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αποκλειστικώς ως προς το μέρος της που αφορά τα δικαστικά έξοδα (ως προς τους ως άνω διαδίκους).

Κρατεί και δικάζει την από 34-2015 (αρ. καταθ. …………/2015) αγωγή, αποκλειστικώς όσον αφορά το ως άνω μέρος της κατά το οποίο εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Συμψηφίζει κατά ένα μέρος της τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων (ήτοι της ενάγουσας-εκκαλούσας και των ως άνω εναγομένων – εφεσίβλητων) και επιβάλλει στην ενάγουσα – εκκαλούσα το υπόλοιπο μέρος τους το οποίο ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Απορρίπτει την από11-4-2017 (αρ. καταθ. ………/2018) έφεση ως απαράδεκτη ως προς τους τρίτη και τέταρτο των εφεσιβλήτων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 11-4-2017 (αρ. καταθ. ………./2018) έφεση ως προς τις δυο πρώτες των εφεσιβλήτων.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το αρ. παραβόλου: …………/2017, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των τριών πρώτων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Ιουλίου  2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων των διαδίκων που παραστάθηκαν.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ