ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
517/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) φέρονται προς συζήτηση οι : Α) από 15-4-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……../16-4-2019) υπό στοιχ. Α΄ έφεση της ενάγουσας και Β) από 9-4-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………/17-4-2019) υπό στοιχ. Β΄έφεση του εναγομένου, ως εν μέρει ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 4997/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των Διαφορών από την Οικογένεια, τον Γάμο και την Ελεύθερη Συμβίωση, και έκανε εν μέρει δεκτή την από 15-5-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2017) αγωγή της ενάγουσας περί συμμετοχής στα αποκτήματα του εναγομένου συζύγου της, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 524 § 1 του ΚΠολΔ). Οι εφέσεις αυτές έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 § § 1 και 2, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 1 του ΚΠολΔ), εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε από την ενάγουσα προς τον εναγόμενο στις 3-4-2017 (σχετ. η κατ’άρθρο 139 § 3 του ΚΠολΔ επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……….. επί προσκομιζόμενου αντιγράφου της), ενώ έχει κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή τους (υπ’αριθμ. ………. e-παράβολο και από 16-4-2019 αποδεικτικό πληρωμής του της Τράπεζας Πειραιώς, όσον αφορά την υπό στοιχ. Α΄έφεση και υπ’αριθμ. ………. e-παράβολο και από 17-4-2019 αποδεικτικό πληρωμής του της ως άνω Τράπεζας, όσον αφορά την υπό στοιχ. Β΄έφεση). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν ακολούθως ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522 και 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη (άρθρο 591 § 7 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015).
Η ενάγουσα εξέθετε στην αγωγή της ότι τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο με τον εναγόμενο στις 21-10-2000, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα ηλικίας ήδη 14 και 10 ετών, ότι η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και ο γάμος τους λύθηκε με την υπ’αριθμ. 1416/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 18-5-2015 και ότι κατά τη διάρκειά του, ο εναγόμενος, εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία που είχε ήδη κατά τον χρόνο τέλεσής του, απέκτησε τα αναφερόμενα στην αγωγή περιουσιακά στοιχεία, με ειδικότερο προσδιορισμό της αξίας όλων, κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του (χωρίς επίκληση διαφοροποιήσεως αυτής κατά τον χρόνο της ασκήσεως της ένδικης αγωγής), με αποτέλεσμα να υφίσταται επαύξηση της περιουσίας του, κατά το ποσό των 563.710 ευρώ, στην οποία συνέβαλε και η ίδια, μέσω των κεφαλαίων που απέκτησαν από κοινού κατά τη διάρκεια του γάμου τους, των εισοδημάτων της και των προσωπικών της υπηρεσιών στη λειτουργία του κοινού τους οίκου, που υπερέβαιναν την επιβαλλόμενη από τον νόμο υποχρέωσή της για συνεισφορά στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών, κατά ποσοστό 50%. Με βάση δε αυτό το ιστορικό, ζήτησε, μετά από παραδεκτό περιορισμό της αγωγής της, από καταψηφιστικό εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος της οφείλει, ως προς την κύρια βάση της αγωγής της που στηριζόταν στον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της, το ποσό των 281.855 ευρώ και επικουρικά το ποσόν των 187.903 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην εξ 1/3 τεκμαρτή συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την Οικογένεια, τον Γάμο και την Ελεύθερη Συμβίωση, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού απέρριψε αυτήν ως αόριστη, ως προς το επιμέρους κονδύλιο της επαύξησης της περιουσίας του εναγομένου, κατά το ποσό των 40.000 ευρώ, η οποία επήλθε, αφενός λόγω των ξυλουργικών εργασιών (κατασκευή ντουλαπών, κουζίνας, μπάνιων) που πραγματοποίησε ο πατέρας της προ του γάμου τους και ενόψει αυτού στο επί της οδού …….. στον Κορυδαλλό διαμέρισμα της μητέρας του εναγομένου, το οποίο αυτή κατά τη διάρκεια του γάμου (2009) μεταβίβασε στον τελευταίο αιτία γονικής παροχής, και αποτιμώνται στο ποσό των 14.673,50 ευρώ, και αφετέρου της προσθήκης νέων χώρων σε αυτό, που έλαβαν χώρα το έτος 2008 δηλαδή προ της ανωτέρω μεταβιβάσεως, έκανε δεκτή αυτήν κατά τα λοιπά, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, κατά την επικουρική της βάση, και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 78.975 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του εναγομένου περί μηδενικής συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του και συμψηφισμού.
Ήδη κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται, τόσο η ενάγουσα όσο και ο εναγόμενος για τους ειδικότερα μνημονευόμενους στις εφέσεις τους λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις αναγόμενες σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή και να απορριφθεί, αντίστοιχα, στο σύνολό της η ένδικη αγωγή.
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1400 § 1 του ΑΚ, ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία) (ΑΠ 1247/2019, ΑΠ 1473/2019, ΑΠ 1316/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες (ΑΠ 1550/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1316/2017 ό.π.). Λαμβανομένου δε υπόψη του σκοπού της πιο πάνω διάταξης, ως δωρεά πρέπει να νοηθεί οποιαδήποτε απόκτηση οφέλους από χαριστική αιτία. Η γονική παροχή (άρθρο 1509 του ΑΚ) προς τον ένα σύζυγο, δεδομένου ότι ακόμη και στο βαθμό που δεν συνιστά δωρεά, δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου, δεν υπολογίζεται στην αύξηση της περιουσίας (ΑΠ 1316/2017 ό.π). Περαιτέρω, από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής (ΑΠ 1247/2019, ΑΠ 1473/2019, ΑΠ 1316/2017 ό.π).
Συνεπώς, για το ορισμένο της αγωγής αυτής, πρέπει, μεταξύ άλλων, να προσδιορίζονται στο δικόγραφό της, εκτός από τα κρίσιμα, κατά τη διάταξη, χρονικά σημεία, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μειώσεως) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν (ΑΠ 1247/2019 ό.π). Η συμβολή δε του ενάγοντος συζύγου μπορεί να συνίσταται όχι μόνον στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή (ΑΠ 1247/2019, ό.π, ΑΠ 1550/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ο υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, απαιτείται όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής, ενώ δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο και νόμιμο αυτής, όταν ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό (ΑΠ 1473/2019, ΑΠ 1247/2019 ό.π, ΑΠ 528/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Κατά δε τη μάλλον κρατούσα άποψη στη νομολογία για το νόμιμο και ορισμένο της αγωγής δεν απαιτείται η αναφορά του ύψους των συνολικών οικογενειακών αναγκών ή του ύψους της εισφοράς αμφοτέρων των συζύγων ούτε του ύψους της συνεισφοράς της συζύγου, στην οποία υποχρεούται κατ` άρθρο 1389 του ΑΚ, αλλά αρκεί η αναφορά του ύψους της συνεισφοράς της πέραν αυτής στην οποία υποχρεούται κατ’ άρθρο 1389 του ΑΚ (ΑΠ 492/2017, ΑΠ 825/2015, ΑΠ 43/2015, ΕφΑθ 488/2018, ΕφΔωδ (Μον) 213/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Επιπλέον, εάν η σχετική αγωγική αξίωση περί συμμετοχής στα αποκτήματα, δεν στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 1400 § 1 εδ.α΄του ΑΚ (πραγματική συμβολή) αλλά κυρίως ή επικουρικά στην τεκμαρτή συμβολή από την παρ. 1 εδ. β` του ίδιου άρθρου, δηλαδή στο νόμιμο τεκμήριο, μοναδική προϋπόθεση αποτελεί η επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνον ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την τυχόν αρχική κατά την τέλεση του γάμου περιουσία του εναγομένου και την τελική κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή την άσκηση της αγωγής επί τριετούς διάστασης περιουσία του, καθώς και την σε χρήμα αξία αμφοτέρων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης, που προκύπτει με την αφαίρεση της αρχικής περιουσίας από την τελική. Άρα, στην περίπτωση αυτή ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ` εαυτής, ούτε του ποσοστού της, ούτε της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της περιουσιακής επαύξησης του εναγομένου (ΑΠ 1247/2019 ό.π). Ο εναγόμενος, όμως, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου φέρεται η περιουσία ότι αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων και στις δύο περιπτώσεις του άρθρου 1400 του ΑΚ, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει κάποια συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει, ότι ο φερόμενος δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ` αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 του ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση (ΑΠ 1473/2019, ΑΠ 1247/2019 ό.π). Στον ανωτέρω δε ισχυρισμό του εναγομένου συζύγου περί μηδενικής συμβολής, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, εμπεριέχεται και ο ισχυρισμός ότι η συμβολή του ενάγοντος συζύγου ήταν κάτω από το 1/3, αφού ο τελευταίος ισχυρισμός είναι λιγότερο επωφελής για τον εναγόμενο από τον ισχυρισμό του για μηδενική συμβολή του ενάγοντος (ΑΠ 1037/2017, ΕφΔωδ 151/2017, ΕφΔωδ (Μον) 213/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Με αυτό, συνεπώς, το περιεχόμενο, η αγωγή : 1) Είναι ορισμένη, ως προς την κύρια βάση της, αναφορικά με το ύψος της επικαλούμενης συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, εφόσον προσδιορίζονται οι τρόποι με τους οποίους αυτή συντελέστηκε, ήτοι η παροχή των εισοδημάτων από την εργασία της, κεφαλαίου που είχε εσοδεύσει αλλά και των αποτιμώμενων σε χρήμα υπηρεσιών της για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, με χρηματική αποτίμησή τους και προσδιορισμό, κατ’είδος-εκτός από την περίπτωση της διάθεσης κεφαλαίου-του μέτρου, κατά το οποίο υπερέβαιναν την υποχρέωσή της προς συνεισφορά σε αυτές, ενώ δεν ήταν αναγκαία, κατά τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, την οποία προκρίνει ως ορθότερη και το παρόν Δικαστήριο, μνεία των συνολικών οικογενειακών αναγκών και, επομένως, η μη αναγραφή τους δεν καθιστά το αγωγικό δικόγραφο αόριστο. Συνεπώς, καταλήγοντας στην ίδια κρίση, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και πρέπει ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών διατείνεται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, λόγω των ανωτέρω ελλείψεων, να απορριφθεί ως αβάσιμος. 2) Είναι μη νόμιμη, ως προς το επιμέρους ποσό των 40.000 ευρώ, που φέρεται ότι αυξήθηκε η περιουσία του εναγομένου. Ειδικότερα, το περιουσιακό στοιχείο στο οποίο αφορά, αποκτήθηκε με γονική παροχή κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων, ως είχε, με τις μόνιμες προσθήκες και βελτιώσεις που είχαν εν τω μεταξύ πραγματοποιηθεί σε αυτό και έτσι, δεν μπορεί, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, η τυχόν αύξηση της αξίας του, εξαιτίας των προσθηκών και βελτιώσεων αυτών, να συνυπολογιστεί στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά τη διάρκεια του γάμου. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αντιθέτως, κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απέρριψε ως αόριστο το άνω επιμέρους κονδύλιο. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, με τον οποίο η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα πλήττει την εκκαλουμένη για την κρίση της αυτή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες και να απορρίψει την έφεση της ενάγουσας, αφού κωλύεται από τη διαφορετική έκταση του δεδικασμένου, που προκύπτει από κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές, ούτε όμως να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή, ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο για τον λόγο αυτό μπορεί, γιατί στην περίπτωση αυτή η απόφαση είναι δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα και θα καταστεί χειρότερη η θέση του, αφού το δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση θα είναι δυσμενέστερο γι’ αυτόν (ΕφΑθ 3318/2018 ΔΕΕ 2019.1108, ΕφΔωδ 153/2008, ΕφΠειρ (Μον) 187/2014 ό.π).
Επισημαίνεται παρεμπιπτόντως ότι δεν νοείται συμβολή της ενάγουσας, λόγω των δαπανών της ιδίας και της οικογενείας της για την εκτέλεση των προαναφερθέντων εργασιών, ανερχόμενες κατά το ήμισυ στο ποσό των 7.336,75 ευρώ, αφού αυτές, κατά τα εκτιθέμενα, έλαβαν χώρα προ της τελέσεως του γάμου των διαδίκων και, επομένως, η απόδοση της αντίστοιχης ωφέλειας του εναγομένου ή της δικαιοπαρόχου του, από την παραπάνω αιτία, θα μπορούσε να αποτελέσει περιεχόμενο διαφορετικής αξίωσης και δη εκείνης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία, όμως, δεν μπορεί να θεμελιωθεί στα επικαλούμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα, η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι η συμφωνία της με τον εναγόμενο, που αποτελεί τη νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού του και σε εκτέλεση της οποίας πραγματοποιήθηκαν οι προσθήκες και βελτιώσεις αυτές και οι συνεπαγόμενες δαπάνες, είναι άκυρη ή ανίσχυρη, ούτε ανατροπή των δικαιοπρακτικών αποτελεσμάτων της για οποιονδήποτε λόγο, ενώ δεν γίνεται επίκληση ότι η περιουσιακή αυτή μετακίνηση εκ μέρους της έγινε ενόψει και υπό τον όρο διατήρησης του γάμου, είτε με την έννοια ότι ο όρος αυτός συμφωνήθηκε ως αίρεση, που η λύση του γάμου κατέστησε την επίδοση χωρίς νόμιμη αιτία, είτε με την έννοια πως τα μέρη είχαν απλώς στηρίξει από κοινού την παροχή εκ μέρους της κυρίως στον όρο αυτό, ως δικαιοπρακτικό θεμέλιο, που η ματαίωσή του δικαιολογεί δικαστική ανατροπή της τελευταίας, με αποτέλεσμα να καταστεί παροχή χωρίς νόμιμη αιτία [ΕφΔωδ (Μον) 287/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ]. Αόριστη, επίσης, τυγχάνει η αγωγή, ως προς την επικαλούμενη συμβολή της ενάγουσας δια της αγοράς με δικές της δαπάνες ή δωρεάς από τον πατέρα της του οικιακού εξοπλισμού της συζυγικής οικίας (επίπλων σαλονιού και κρεβατοκάμαρας και ηλεκτρικών συσκευών), ύψους, κατά το ήμισυ με το οποίο βαρύνεται ο εναγόμενος στο ποσό των 10.776,97 ευρώ, καθόσον δεν μνημονεύεται ο χρόνος που αυτές έλαβαν χώρα, δηλαδή μετά την τέλεση του γάμου, οπότε θα ήταν δυνατόν να συνυπολογιστούν ως συμβολή της στην τυχόν επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου ή προ αυτού, όπως συνέβη και με τις λοιπές εργασίες ανακαίνισης, οπότε ισχύουν όσα ανωτέρω εκτέθηκαν. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας το προαναφερθέν κονδύλιο της επαύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ήτοι των 40.000 ευρώ, ως αόριστο, απέρριψε σιωπηρά για τον ίδιο λόγο και τα παραπάνω κονδύλια, καθώς στο σκεπτικό ουδεμία άλλη αναφορά γίνεται. Επομένως, αν και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας, ορθά κατ’αποτέλεσμα έκρινε και πρέπει οι περί του αντιθέτου έκτος, κατά το οικείο σκέλος του, και έβδομος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ως προς την απόρριψη των άνω κονδυλίων, να απορριφθεί προεχόντως ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν προχώρησε στην έρευνα της ουσίας της διαφοράς, ως προς αυτά (ΕφΘεσ 110/2017 Αρμ. 2018.604, ΕφΔωδ 93/2007, ΕφΘεσ (Μον) 2654/2019, ΕφΔωδ (Μον) 81/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).Από τις διατάξεις του άρθρου 1 §§ 1 και 2 Ν 5638/1932, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 ΝΔ 951/1971 και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. α’ ΝΔ 118/1973, “αυτές, συνδυαζόμενες και με εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 ΝΔ της 17.7/13.8.1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ιδίου καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του εάν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους, υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός, και του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής κατάθεσης από έναν δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) και ως προς τον άλλον, δηλαδή τον δικαιούχο που δεν ανέλαβε, ο οποίος από τον νόμο πλέον αποκτά απαίτηση έναντι εκείνου, που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολόκληρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, από μέρους αυτού, που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού (ΑΠ 2032/2017, ΑΠ 1764/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΕφΑθ 1277/2014 ΔΕΕ 2014.600, ΕφΘεσ 1120/2009 Αρμ 2011.51). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, που θεσπίζει μαχητό τεκμήριο, η ύπαρξη τέτοιας εσωτερικής σχέσης αποτελεί εξαίρεση, της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης φέρει ο διάδικος που προβάλλει περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν το εξαιρετικό αυτό δικαίωμα (ΑΠ 1764/2017, ό.π, ΑΠ 405/2007 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 1120/2009 ό.π). Συνεπώς, ο ενάγων-καταθέτης, στρεφόμενος αναγωγικά κατά του συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, που ανέλαβε ολόκληρο το χρηματικό ποσό ή μεγαλύτερο από το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο, απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης για το μέγεθος της συμμετοχής του, κατά το ποσοστό που αυτό καλύπτεται από το νόμιμο μαχητό τεκμήριο. Αν όμως αιτείται μεγαλύτερο ποσοστό, βαρύνεται να αποδείξει την ύπαρξη και το περιεχόμενο της εσωτερικής σχέσης μεταξύ των συνδικαιούχων, που του παρέχει δικαίωμα επί του μεγαλυτέρου ποσοστού. Από αυτήν εξαρτάται η έκταση της εξουσίας του κάθε δικαιούχου να διαθέσει και να ωφεληθεί από τις ευχέρειες που του παρέχονται, ως δικαιούχου του κοινού διαζευκτικού λογαριασμού (ΑΠ 1764/2017 ό.π, ΕφΘεσ 76/2010, ΕΠΙΣΚΕΜΠ 2010.540, ΕφΔυτΜακ 31/2006, Αρμ 2006.1449) Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, και την ανωμοτί εξέταση του εναγομένου, ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής της, των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες από την ενάγουσα-εκκαλούσα -27 συνολικά- φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), οι υπ’αριθμ. ………./3-12-2013 και ………./6-12-2013 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ……….. και ………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, και η υπ’αριθμ. ……./27-9-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ….., που ελήφθησαν στο πλαίσιο άλλων δικών, των υπ’αριθμ. …………/20-3-2018 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., των μαρτύρων ………., που ελήφθησαν με επιμέλεια του εναγομένου, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης-προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών-κλήτευσης της ενάγουσας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 421 επ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο δεύτερο του ν.4335/2015 (σχετ. η υπ’αριθμ. ………..΄/15-3-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……..), των υπ’αριθμ. …. και …./16-3-2018 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……. και ………-οι οποίες έχουν πανομοιότυπο περιεχόμενο-και των υπ’αριθμ. ………./26-3-2018 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων .………., όλων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου, οι μεν δύο πρώτες με σχετική κλήση (σχετ. η υπ’αριθμ. ……΄/13-3-2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………) και οι λοιπές, εντός της προθεσμίας αντίκρουσης, με σχετική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΑΠ 509/2011 Νοβ 2011.1863, ΕφΘεσ 2721/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), τις εκτιμώμενες ελεύθερα, κατ’άρθρο 390 του ΚΠολΔ, από 15-3-2018 εκτίμηση αγοραίας αξίας ακινήτου του αρχιτέκτονα μηχανικού, …….. και από 9-10-2017 γνωμοδότηση του οικονομολόγου, ………, καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις 21-10-2000, ο οποίος λύθηκε με την υπ’αριθμ. 1416/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατέστη αμετάκλητη στις 18-5-2015 (σχετ. η υπ’αριθμ. …../18-5-2015 έκθεση παραίτησης από άσκηση ένδικων μέσων του Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά). Κατά την τέλεση του γάμου τους, ο εναγόμενος, ο οποίος τυγχάνει ηλεκτρολόγος-μηχανικός, ήταν μέτοχος σε ποσοστό 50 %, ήδη από τις 20-7-2000 στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….» (δ.τ …………..), η οποία συστήθηκε από τους ……….. και ……….. το έτος 1997, με το υπ’αριθμ. ………/1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………… και καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών περιορισμένης ευθύνης του Πρωτοδικείου Αθηνών, τηρηθέντων και των διατυπώσεων δημοσιότητας (ΦΕΚ 507/11-4-1997), με κεφάλαιο 6.000.000 δραχμές και ήδη 17.608 ευρώ, που διαιρείτο σε 600 εταιρικά μερίδια, εκ των οποίων τα 300 ανήκαν σε αυτόν. Επίσης, ήταν ιδιοκτήτης ενός οχήματος, εργοστασίου προέλευσης ΤΟΥΟΤΑ COROLLA, με έτος πρώτης κυκλοφορίας το 2000, του οποίου η αξία ανερχόταν κατ’εκείνο τον χρόνο στο ποσό των 5.100.000 δραχμών και ήδη 14.967 ευρώ, που δεν αμφισβητήθηκε από τον εναγόμενο, και μίας μηχανής, εργοστασίου προέλευσης KAWASAKI, με έτος πρώτης κυκλοφορίας το 1998, της οποίας η αξία, κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου ανερχόταν στο ποσό των 2.100.000 δραχμών και ήδη 6.163 ευρώ, που ομοίως δεν αμφισβήτησε ο εναγόμενος. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους, ο εναγόμενος απέκτησε : 1) Δυνάμει των υπ’αριθμ. …. και …/13-7-2009 συμβολαίων της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού, ………, αιτία γονικής παροχής από τη μητέρα του …….., την ψιλή κυριότητα ενός διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου και του ισογείου αντίστοιχα, πολυκατοικιών, που έχουν ανεγερθεί σε οικόπεδα, εκτάσεως 187,20 τμ και 256,21 τμ, αντίστοιχα, κείμενα στη θέση «………..» και «……….» της περιφέρειας του Δήμου Κορυδαλλού και επί της οδού ………., αντίστοιχα, 2) Δυνάμει του υπ’αριθμ. ……./13-7-2009 συμβολαίου της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, αιτία γονικής παροχής, από τον πατέρα του, ………., την ψιλή κυριότητα ενός οικοπέδου, μετά της επ’αυτού ισόγειας αποθήκης, που ευρίσκεται στη θέση «……….» στον Οικισμό «…….» του Δήμου και Νήσου Αίγινας, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του άνω Οικισμού, εκτάσεως 1.742,59 τμ, κατά το ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου, ενώ το απομένον ποσοστό εξ αδιαιρέτου παραχωρήθηκε στην αδερφή του, ….. 3) Δυνάμει του υπ’αριθμ. ……/13-7-2009 συμβολαίου της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, αιτία γονικής παροχής από τον πατέρα του, …………, την πλήρη κυριότητα ενός τμήματος οικοπέδου (κάθετης ιδιοκτησίας), συνολικής επιφάνειας 2.006,83 τμ, κειμένου στη θέση «…….» της περιφερείας του Δήμου και Νήσου Αίγινας και εντός του σχεδίου πόλεως. Το τμήμα που περιήλθε στον εναγόμενο αποτυπώνεται με τα αλφαβητικά στοιχεία Τ.Υ.Φ.Ρ.Θ.Σ.Τ στο από Απριλίου 1996 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …………. και έχει επιφάνεια 351,07 τμ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου, 250/1000 εξ αδιαιρέτου. Επί του παραπάνω οικοπέδου, οι διάδικοι ανήγειραν το έτος 2010 εξοχική κατοικία επιφάνειας 165,09 τμ, αποτελούμενη από ισόγειο και πρώτο όροφο, επιφάνειας 99,91 τμ συνολικά και ημιϋπόγειο, επιφάνειας 65,18 τμ. Με βάση την από 15-3-2018 εκτίμηση αγοραίας αξίας του, που συνέταξε κατόπιν αναθέσεως από τον εναγόμενο, ο αρχιτέκτων μηχανικός, ………….., ο οποίος ήταν εκείνος που έκανε την αρχιτεκτονική μελέτη και είχε και την επίβλεψη για την ανέγερσή της, η κατασκευή της χαρακτηρίζεται ως μέτρια, δεν διαθέτει σύστημα θέρμανσης, τα δάπεδά της είναι επιστρωμένα με κοινά κεραμικά πλακίδια και τα κουφώματά της είναι κατασκευασμένα από λευκό αλουμίνιο. Το ακίνητο βρίσκεται σε απόσταση 16 χιλιομέτρων από το λιμάνι σε περιοχή κύριας και παραθεριστικής κατοικίας μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος. Στον χώρο του υπογείου έχουν τοποθετηθεί μεν κουφώματα αλλά δεν έχει ακόμη σοβαντιστεί και διαμορφωθεί, όπως φαίνεται και σε φωτογραφία που ενσωματώνεται στην έκθεση. Παρά τον χαρακτηρισμό της δε ως μέτριας κατασκευής, από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες προκύπτουν στοιχεία αρκετά καλής κατασκευής. Ειδικότερα, η οικία διαθέτει στέγη από κεραμοσκεπή και στέγαστρο με κεραμοσκεπή στο πρώτο επίπεδο-για τα οποία μάλιστα δεν έχει γίνει σχετική μνεία στην από 8-2-2011 Δήλωση Εργασιών προς τη ΔΟΥ Κορυδαλλού του επιβλέποντος μηχανικού- στο περιμετρικό τοιχίο και το δάπεδο του περιβάλλοντος χώρου έχει γίνει επίστρωση από πέτρα, η κουζίνα διαθέτει πολλά ντουλάπια, στο λουτρό υπάρχει χωνευτός νιπτήρας με προέκταση και ντουλάπι, ενώ μεγάλης επιφάνειας ντουλάπες έχουν κατασκευαστεί σε αμφότερα τα υπνοδωμάτια και έχει τοποθετηθεί μονάδα κλιματισμού. Η αντικειμενική αξία του κτίσματος ανερχόταν το 2016 στο ποσό των 110.948 ευρώ, ενώ η αγοραία αξία του, υπολογίστηκε από τον άνω αρχιτέκτονα στο ποσό των 95.000 ευρώ τον Μαϊο του έτους 2017, οπότε και ασκήθηκε η αγωγή και των 90.000 ευρώ κατά τον χρόνο σύνταξης της έκθεσής του, αφού λήφθηκε υπόψη η ύφεση στην αγορά των ακινήτων και ο συνεπεία αυτής μειωμένος αριθμός των μεταβιβάσεων ακινήτων και συνακόλουθα η έλλειψη επαρκών συγκριτικών στοιχείων. Παρατίθενται, ωστόσο, τιμές για αγορά κατοικίας ανά τμ, από ήδη γενόμενες μεταβιβάσεις που δεν μπορούν να ελεγχθούν ως προς την ορθότητά τους, εφόσον δεν μνημονεύονται πιο συγκεκριμένα στοιχεία γι’αυτές, και προσκομίζονται και τρεις αγγελίες για πώληση ακινήτων εντός του 2018, της ίδιας μεν παλαιότητας, με τιμές πώλησης που κυμαίνονται από 95.000 έως 120.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης και της αξίας του οικοπέδου ή του ποσοστού συνιδιοκτησίας σε αυτό, πλην όμως τα ακίνητα αυτά υστερούν από άποψη χαρακτηριστικών. Έτσι, το πρώτο, επιφάνειας 95 τμ, με τιμή πώλησης 115.000 ευρώ είναι διαμέρισμα, με μικρή κουζίνα και εμφανώς χαμηλότερης ποιότητας είδη υγιεινής, το δεύτερο είναι μεζονέτα επιφάνειας 100 τμ, με τιμή πώλησης 120.000 ευρώ, με απλούστερα είδη υγιεινής, χωρίς ντουλάπια και διαθέτει μικρή κουζίνα, ενώ δεν υπάρχει άποψη του εξωτερικού της χώρου ούτε προκύπτει η επιφάνεια του οικοπέδου επί του οποίου έχει ανεγερθεί, όπως και για το τρίτο ακίνητο, που αποτελεί οικία 100 τμ, με τιμή πώλησης 95.000 ευρώ. Άλλωστε, για τον υπολογισμό της αξίας του επιδίκου, θα πρέπει, εκτός των παραπάνω, να συνεκτιμηθεί η ύπαρξη μεγάλου υπόγειου χώρου, με παράθυρα, έστω και αν αυτός είναι αδιαμόρφωτος αλλά και πολλών παραθύρων περιμετρικά της οικίας. Οι εργασίες ανέγερσής του προϋπολογίστηκαν στο ποσό των 71.567 ευρώ, με βάση την άνω, από 8-2-2011 Δήλωση Εργασιών, πλην όμως ο ίδιος ο εναγόμενος με τις πρωτόδικες προτάσεις του συνομολόγησε ότι το κόστος κατασκευής ανήλθε στις 110.000 ευρώ. Και ναι μεν η οικονομική κρίση έπληξε σημαντικά την οικοδομική δραστηριότητα και τα ακίνητα, με αποτέλεσμα την πτώση των τιμών τους, πλην όμως κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής είχαν διαφανεί σημεία ανάκαμψης στην αγορά ακινήτων και εκτιμάται, με βάση τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι η αξία του κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου και αναγωγή κατά τον παραπάνω χρόνο, ανερχόταν στο ίδιο ποσό δηλαδή των 110.000 ευρώ. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι οι διενεργούμενες εκτιμήσεις που γίνονται κατ’επιταγήν διαδίκου, όπως εν προκειμένω η προαναφερθείσα που έγινε κατόπιν ανάθεσης από τον εναγόμενο, συμπορεύονται πάντοτε με τους ισχυρισμούς του. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’εσφαλένη εκτίμηση των αποδείξεων καθόρισε την τιμή του συγκεκριμένου ακινήτου-μόνον του κτίσματος-στο ποσό των 75.000 ευρώ, εν μέρει δεκτού γενομένου του δεύτερου λόγου της υπό στοιχ. Α΄έφεσης ως βάσιμου και κατ’ουσίαν. 4) Ένα Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο εργοστασίου προέλευσης Mercedes CLK, πετρελαιοκίνητο, με έτος πρώτης κυκλοφορίας το 2013 (σχετ. το υπηρεσιακό αντίγραφο της άδειας κυκλοφορίας του όπου αναγράφεται ως ημερομηνία 1ης άδειας διεθνώς η 15-1-2013), του οποίου η εμπορική αξία, κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αναγόμενη σε τιμές του χρόνου άσκησης της αγωγής, ανερχόταν στο ποσό των 22.000 ευρώ (προσκομιζόμενες αγγελίες εκ των οποίων η πλέον αντιπροσωπευτική είναι η πρώτη, με τιμή πώλησης το έτος 2018 22.400 ευρώ, που αφορά όμοιου τύπου αυτοκίνητο, πλην όμως βενζινοκίνητο, που έχει χαμηλότερη αξία). 5) Μία δίκυκλη μοτοσικλέτα, εργοστασίου προέλευσης BMW, 798 κυβικών εκατοστών, με έτος πρώτης κυκλοφορίας το 2009, 90 ίππων (σχετ. η άδεια κυκλοφορίας της), της οποίας η εμπορική αξία κατά τους παραπάνω χρόνους, ανερχόταν στο ποσό των 4.500 ευρώ, κατ’ελάχιστον, με βάση και τις προσκομιζόμενες αγγελίες πώλησης μοτοσικλετών με τα ίδια χαρακτηριστικά. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εκτιμώντας την αξία τους στο ποσό των 20.000 και των 3.000 ευρώ, αντίστοιχα, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο και κατ’ουσίαν, τρίτο λόγο της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, ενώ αντιθέτως ορθώς έκρινε ότι η αγορά του παραπάνω Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου δεν έγινε με δωρεά χρημάτων από τον πατέρα του εναγομένου προς τον ίδιο, η οποία δεν αποδείχθηκε από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, καθώς δεν προέκυψε ο συγκεκριμένος τρόπος που δόθηκαν τα χρήματα (χρόνος και ποσό). Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης κατά το οικείο σκέλος του. Ο εναγόμενος επίσης χρησιμοποιούσε το υπ’αριθμ κυκλοφορίας …………. Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, εργοστασίου προέλευσης SAAB, το οποίο είχε παραχωρηθεί κατά χρήση στην παραπάνω εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την από 9-2-2006 σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, με το δικαίωμα αυτής να ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης αγοράς του, μετά τη λήξη της μίσθωσης, όπως και έγινε. Επομένως, το συγκεκριμένο αυτοκίνητο δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, όπως ορθώς εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εφόσον δεν ζητήθηκε η αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης και της τυχόν άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης ως εικονικών και πρέπει ο πέμπτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ανωτέρω εταιρία, στην οποία ο εναγόμενος συμμετέχει με ποσοστό 50 %, είναι εταιρία εξειδικευμένων τεχνολογικών γνώσεων και δραστηριοποιείται στον χώρο της ανάπτυξης λογισμικού εφαρμοσμένης τεχνολογίας αναλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, ως υπεργολάβος έργα επεξεργασίας λυμάτων-βιολογικού καθαρισμού. Απασχολεί δώδεκα (12) άτομα και το μετοχικό της κεφάλαιο αυξήθηκε κατά 90.000 ευρώ το έτος 2009 και κατά 67.440 ευρώ το έτος 2015, που καλύφθηκε κατά το ήμισυ με κατάθεση μετρητών και κεφαλαιοποίηση του αφορολόγητου αποθεματικού της, αντίστοιχα. Έχει συνάψει στρατηγικές συνεργασίες, με τη μορφή της αντιπροσωπείας, με τους κορυφαίους παγκοσμίως οίκους προϊόντων στους τομείς του αυτοματισμού, της πληροφορικής, των τηλεπικοινωνιών, των οργάνων μέτρησης και των συστημάτων επεξεργασίας και μεταφοράς υδάτων (σχετ. δημοσιεύσεις από την επίσημη ιστοσελίδα της). Από το 2010 και μετά, λόγω της γενικευμένης οικονομικής κρίσης, εμφάνισε μείωση της δραστηριότητάς της αλλά και καθυστέρηση στην είσπραξη των οφειλομένων από πελάτες της, ανταποκρινόταν όμως πλήρως στις υποχρεώσεις της έναντι του Κράτους και του προσωπικού της, καταφεύγοντας και σε τραπεζικό δανεισμό. Τα καθαρά κέρδη της για τη χρήση των ετών, 2012, 2013 και 2014 ανήλθαν στο ποσό των 82.560, των 123.203 και των 528.033 ευρώ, αντίστοιχα. Οι βραχυπρόθεσμες, επίσης, τραπεζικές της υποχρεώσεις, με βάση την από 9-10-2017 γνωμοδότηση του οικονομολόγου ….., που συνετάγη, κατ’επιταγή του εναγομένου, ανέρχονταν για τα έτη 2012, 2013, 2014, 2015 και 2016, στο ποσό των 475.047, των 326.376, των 304.176, των 152.589 και των 101.694 ευρώ, αντίστοιχα, ενώ δεν βαρυνόταν με όμοιες μακροχρόνιες υποχρεώσεις. Οι μέθοδοι που ο ανωτέρω πραγματογνώμονας χρησιμοποίησε για την αποτίμηση της αξίας της επιχείρησης και συνακόλουθα και της συμμετοχής των εταίρων της ήταν εκείνη της αναπροσαρμοσμένης καθαρής θέσης, με βάση την καθαρή περιουσιακή της θέση, όπως αυτή προέκυπτε από τον ισολογισμό της στις 31-12-2000, οπότε και εισήλθε σε αυτήν ο εναγόμενος, και στις 31-12-2016 δηλαδή λίγο πριν την άσκηση της αγωγής, και εκείνη των προεξοφλημένων μελλοντικών ταμειακών ροών, με βάση τα απολογιστικά οικονομικά στοιχεία, αφενός της περιόδου 1998-2000 και αφετέρου της περιόδου 2012-2016. Με βάση την πρώτη μέθοδο, η αξία της επιχείρησης στις 31-12-2000 υπολογίστηκε σε 18.986 ευρώ και στις 31-12-2016 στο ποσό των 568.441 ευρώ, και με βάση τη δεύτερη, στο ποσό των 197.531 και των 299.397 ευρώ, αντίστοιχα, από δε τον συνδυασμό αυτών και όχι μίας μόνο από αυτές, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η ενάγουσα, σε 126.106 και 407.015 ευρώ, αντίστοιχα, και συνεπώς, η αύξηση της αξίας της ανέρχεται στο ποσό των 280.909 ευρώ και συνακόλουθα του ποσοστού συμμετοχής του εναγομένου, στο ποσό των 140.454 ευρώ, η οποία κρίνεται ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, παρ’ότι η σχετική γνωμοδότηση συντάχθηκε κατ’επιταγήν του εναγομένου Η ανωτέρω παραδοχή δεν ανατρέπεται από τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, η οποία προβαίνει σε αποσπασματική αναφορά σε επιμέρους οικονομικά στοιχεία, χωρίς όμως τη συνδυαστική αξιολόγησή τους, που θα επέτρεπαν το συμπέρασμα περί αξίας της επιχείρησης ύψους 500.000 ευρώ, κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου. Επομένως, κατ’ορθή εκτίμηση των αποδείξεων το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια κρίση και πρέπει ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι καθ’όλη τη διάρκεια του γάμου του με την ενάγουσα, ο εναγόμενος είχε εισοδήματα από την εργασία του στην προαναφερθείσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης, στην οποία μετείχε και ως εταίρος. Από τα προσκομιζόμενα από τον ίδιο εκκαθαριστικά σημειώματα, προκύπτει ότι το ετήσιο εισόδημά του από την ανωτέρω πηγή ανήλθαν, το οικονομικό έτος 2001, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από την 1-1-2000 έως τις 31-12-2000, στο ποσό των 7.268.438 δραχμών και ήδη 21.331 ευρώ, το έτος 2002, στο ποσό των 7.241.432 δραχμών και ήδη 21.251 ευρώ, το έτος 2003, ήτοι το χρονικό διάστημα από την 1-1-2002 έως τις 31-12-2002, από κέρδη της επε στο ποσό των 9.016,06 και από ατομική δραστηριότητα στο ποσό των 12.275,81 ευρώ, το έτος 2004, στο ποσό των 13.117,79 ευρώ, το έτος 2005, στο ποσό των 9.360 ευρώ, το έτος 2006 ήταν μηδενικά, το έτος 2007, 936 ευρώ, το έτος 2008 ήταν επίσης μηδενικά, το έτος 2009 ,12.489 ευρώ, το έτος 2010, 11.544 ευρώ, το έτος 2011, 16.000 ευρώ, το έτος 2012, 20.158,94 ευρώ και συνολικά όλα τα παραπάνω έτη, ανήλθαν σε 147.480 ευρώ, πλην όμως, είναι βέβαιον ότι το δικό του εισόδημα ήταν σημαντικά υψηλότερο, ανερχόμενο μάλιστα, σύμφωνα και με τις παραδοχές των υπ’αριθμ. 3479/2014 και 435 (ή 437)/2017 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, περί διατροφής των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων … και ….., που γεννήθηκαν στις 17-4-2002 και τις 12-4-2006, αντίστοιχα, στο ποσό των 2.000 ευρώ μηνιαίως τουλάχιστον, κατά την τριετία 6ος/13 έως 6ος/2016, που και ο ίδιος αποδέχεται (σελ.8 των από 21-3-2018 προτάσεών του επί της υπό στοιχ. Α΄έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου). Το εισόδημα της ενάγουσας, ως καθηγήτριας αγγλικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, κατά τα αντίστοιχα έτη, ανήλθε στο ποσό των 4.254.089 δραχμών και ήδη 12.484 ευρώ, 4.100.432 δραχμών και ήδη 12.034 ευρώ, 9.204,28 ευρώ, 13.503,91 ευρώ, 14.440 ευρώ, 15.887 ευρώ, 16.126 ευρώ, 17.883 ευρώ, 18.672 ευρώ, 19.535 ευρώ, 17.910 ευρώ, 16.872 ευρώ, και το έτος 2013, των 13.766 ευρώ, δηλαδή συνολικά 198.317 ευρώ, άλλως 14.165 ευρώ τον χρόνο και 1.180 ευρώ τον μήνα, κατά μέσο όρο, ενώ δεν είχε εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Με αυτά τα –εμφανή-εισοδήματα, ζούσαν άνετα, έκαναν ταξίδια, προέβησαν σε επέκταση της συζυγικής τους οικίας το έτος 2008, με σημαντικό κόστος (περί τις 40.000 ευρώ) και ανήγειραν εξοχική οικία στην Αίγινα, η οποία αποπερατώθηκε σε διάστημα ενός μόλις έτους. Αναφορικά με την εικόνα των τραπεζικών καταθέσεών τους, αυτή είναι γενικά ασαφής, τόσο ως προς τον χρόνο δημιουργίας τους όσο και ως προς τον τρόπο τροφοδότησής τους. Ο εναγόμενος, ωστόσο, που βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη επιπλέον υπάρχουσας αρχικής περιουσίας του (ΑΠ 1247/2019 ό.π), δεν επικαλέστηκε ύπαρξη τέτοιων καταθέσεών του κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου. Δεν προκύπτει, επίσης, αν οι λογαριασμοί αυτοί προήλθαν από μεταφορά από ατομικούς λογαριασμούς. Έτσι, για παράδειγμα προσκομίζεται αντίγραφο του υπ’αριθμ. ……………… κοινού λογαριασμού τους στην Εθνική Τράπεζα, στον οποίο κατατίθετο τουλάχιστον από το έτος 2012 η μισθοδοσία της ενάγουσας, στο οποίο αποτυπώνεται υπόλοιπο στις 5-11-2012 ύψους 2.566,71 ευρώ. Δεν αποδεικνύεται ότι ο λογαριασμός αυτός προήλθε από τον υπ’αριθμ. …………. λογαριασμό στην ίδια Τράπεζα, που φέρεται να ανήκε στην ενάγουσα και ανάγεται στο έτος 2000, για τον οποίο προκύπτουν κινήσεις έως τις 22-9-2003, με υπόλοιπο 26.068 ευρώ. Ο λογαριασμός αυτός έχει τροφοδοτηθεί με το ποσό των 5.100 ευρώ στις 6-6-2002 και των 8.100 ευρώ στις 19-9-2003, οι οποίες δεν δικαιολογούνται να έχουν προέλθει από την ενάγουσα, σε σχέση με τα εισοδήματά της, ενώ και η ίδια δεν μνημονεύει την μετέπειτα πορεία του λογαριασμού, τον τρόπο τροφοδοσίας του αλλά και τον λόγο απομείωσης του ποσού του, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι ο ανωτέρω υπ’αριθμ. ………….. κοινός λογαριασμός αποτελεί τη συνέχειά του. Επίσης, με βάση αντίγραφο κατάστασης της τραπεζικής σχέσης των διαδίκων με την τράπεζα CITIBANK, για την περίοδο 26-9-2007 έως 25-10-2007, στο όνομα αμφοτέρων των συζύγων υπήρχε ανοιχτός λογαριασμός ταμιευτηρίου (υπ’αριθμ. ………..), με υπόλοιπο 20.507,47 ευρώ, μία προθεσμιακή κατάθεση (υπ’αριθμ. …………..), ποσού 45.000 ευρώ και χαρτοφυλάκια επενδύσεων, συνολικού ποσού, όλων των παραπάνω, 133.999 ευρώ, χωρίς να προκύπτει ο χρόνος έναρξής τους. Το ποσό αυτό εκτιμάται με βεβαιότητα ότι προήλθε εν μέρει από τις αποδόσεις της προθεσμιακής κατάθεσης, οι οποίες ήταν υψηλές εκείνη την περίοδο, αλλά και από τις λοιπές επενδύσεις, το Δικαστήριο, ωστόσο, συνάγει ότι δημιουργήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του από διάθεση μέρους των εισοδημάτων του ενάγοντος, το ακριβές ύψος των οποίων μάλιστα δεν μπορεί να διαπιστωθεί, αφού δεν ήταν μισθωτός, όπως η ενάγουσα, και η ορθότητα των φορολογικών του δηλώσεων δεν έχει ελεγχθεί, καθώς αυτά ανήλθαν τουλάχιστον στο ποσό των 168.000 ευρώ έως το τέλος του έτους 2006, ενώ τα αντίστοιχα εισοδήματα της ενάγουσας στο ποσό των 93.680 ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό και βαρύνουσας σημασίας το γεγονός ότι η ίδια πέραν της επίκλησης ότι πρόκειτο για κοινούς λογαριασμούς-επενδύσεις δεν κάνει καμία συγκεκριμένη αναφορά στον τρόπο σχηματισμού του κεφαλαίου αυτού, ή τουλάχιστον στη δική της συμμετοχή, μνημονεύοντας για παράδειγμα το ποσό με το οποίο τους τροφοδοτούσε κάθε μήνα, έστω και κατά μέσο όρο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι από τον πρώτο λογαριασμό της CITIBANK, πραγματοποιήθηκαν στις 10-10-2008, τις 12-10-2008 και τις 24-11-2008 δηλαδή την περίοδο της επέκτασης της συζυγικής τους οικίας, με την προσθήκη ενός δωματίου και δώματος, αναλήψεις ποσού 7.000, 6.000 και 10.000 ευρώ, αντίστοιχα. Η εικόνα του χαρτοφυλακίου τους συνέχισε να είναι πτωτική, με σημαντική μείωση περί το 2009, όταν δηλαδή ξεκίνησε η ανέγερση της εξοχικής οικίας στην Αίγινα. Κατά τη χρονική περίοδο 26-10-2010 έως 26-11-2010, στον ίδιο λογαριασμό είχε απομείνει υπόλοιπο 13.151,72 ευρώ και από τα χαρτοφυλάκια επενδύσεων το ποσό των 47.108,95 ευρώ, δηλαδή συνολικά το ποσό των 60.260,67 ευρώ. Το ποσό που επικαλείται η ενάγουσα και φέρεται ότι απέμεινε ήταν τελικώς εκείνο των 21.350 ευρώ, στον ανοικτό λογαριασμό, γεγονός που επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η επέκταση της συζυγικής οικίας αλλά και η ανέγερση της εξοχικής οικίας καλύφθηκαν εξ ολοκλήρου με αναλήψεις από τις συγκεκριμένες τοποθετήσεις, αφού η πτωτική πορεία τους βρίσκεται σε ποσοτική και χρονική αλληλουχία με τα έξοδα που απαιτήθηκαν γι’αυτήν. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, η ενάγουσα, μην έχοντας οποιαδήποτε συμμετοχή στον σχηματισμό του ποσού των 133.999 ευρώ, δεν διέθεσε ίδια κεφάλαια για την ανέγερση της εξοχικής κατοικίας και, επομένως, τα αυτά δεχθέν το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο περί του αντιθέτου έκτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Για τον ίδιο λόγο, κατά την προηγηθείσα σχετική νομική σκέψη και διατάξεις, δεν μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της ενάγουσας το μαχητό τεκμήριο ότι ήταν δικαιούχος της κατάθεσης αυτής-και κατ’ακρίβειαν του ανωτέρω υπολοίπου της-κατά το ήμισυ και, επομένως, αυτή δεν δικαιούται να αναζητήσει από τον εναγόμενο το ήμισυ του ποσού που εκείνος ανέλαβε από τον λογαριασμό, δεκτού γενομένου του επανυποβληθέντος με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, κατά το οικείο σκέλος του, ισχυρισμού του περί μηδενικής συμμετοχής της στο σχηματισμό του. Από το παραπάνω υπόλοιπο κατά την 7-1-2013, απέμεινε τελικώς, κατόπιν δύο διαδοχικών αναλήψεων στις 8-1-2013 από τον εναγόμενο και στις 21-1-2013 από την ενάγουσα, ποσού 18.000 και 2.690 ευρώ, αντίστοιχα, το ποσό των 305,64 ευρώ, ενώ ο λογαριασμός του εναγομένου στην ίδια Τράπεζα, στον οποίο μεταφέρθηκε το προαναφερθέν ποσό είχε υπόλοιπο 790 ευρώ, στις 17-7-2015, δηλαδή λίγο μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου (18-5-2015). Επομένως, μόνον κατά το ποσό αυτών των 790 ευρώ μπορεί να γίνει λόγος για επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, εφόσον η ενάγουσα, που είχε το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε ότι ο τελευταίος εξακολουθούσε να έχει στην κατοχή του ολόκληρο το ποσό των 21.350 ευρώ. Επιπλέον, όσον αφορά το ποσό των 350.000 ευρώ, που φέρεται ότι έλαβε η άνω επε, ως δάνειο από την Αγροτική Τράπεζα στις 3-4-2009, δια καταθέσεως σε τραπεζικό της λογαριασμό, δυνάμει της υπ’αριθμ. ………. σύμβασης δανείου, αποπληρωτέου εντός τριών ετών, σε έξι ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της, αποδεικνύεται ότι στις 16-4-2009 εκδόθηκε τραπεζική επιταγή συρόμενη από τον συγκεκριμένο λογαριασμό, εις διαταγή του εναγομένου για το ποσό των 150.000 ευρώ, το οποίο ακολούθως τοποθετήθηκε σε προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα αμφοτέρων των διαδίκων. Ο λόγος που επικαλείται ο εναγόμενος για τη συγκεκριμένη τοποθέτηση, ότι δηλαδή, λόγω της ανασφάλειας των τραπεζικών καταθέσεων, το ποσό των 300.000 ευρώ μοιράστηκε εξ ημισείας στους δύο εταίρους και τοποθετήθηκε σε δικούς τους τραπεζικούς λογαριασμούς, δεν κρίνεται πειστικός. Κατά την πλέον λογική εκδοχή, μέρος μόνο του δανείου κάλυψε πράγματι ταμειακές ανάγκες της εταιρίας, ενώ το ποσό που τοποθετήθηκε σε λογαριασμούς των εταίρων, προοριζόταν για επένδυση, από την οποία θα αποπληρωνόταν το δάνειο αλλά ταυτόχρονα θα υπήρχε και κάποιο όφελος, μέρος του οποίου ενδεχομένως καταναλώθηκε από τους ίδιους. Επαρκή στοιχεία για τον πραγματικό ή τους πραγματικούς λήπτες του δανείου και για τον ακριβή τρόπο αποπληρωμής του δεν υφίστανται. Ακόμη, όμως, και αν γίνει δεκτό ότι το επιμέρους ποσό των 150.000 ευρώ προοριζόταν εξ αρχής για τον ενάγοντα και όχι την επε, είναι δεδομένο ότι σε αυτό, όπως και στο κατάλοιπό του στις 4-1-2013, ύψους 58.443,46 δεν είχε καμία συμβολή η ενάγουσα, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό του εναγομένου, που επανυποβάλλεται παραδεκτά, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, με αποτέλεσμα, κατά τα άνω, να ανατρέπεται το προαναφερθέν τεκμήριο και να μην δικαιούται η ίδια να αναζητήσει το ήμισυ αυτού. Ούτε, επίσης, μπορεί να γίνει λόγος για επαύξηση της περιουσίας του κατά το ποσό το οποίο απέμεινε μετά την ανάληψη του ποσού των 29.257 ευρώ από την ενάγουσα στις 7-1-2013, εφόσον η ίδια, που φέρει το σχετικό βάρος, δεν απέδειξε ότι αυτό διατηρήθηκε, εν όλω ή εν μέρει, κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, γεγονός που ο εναγόμενος δεν συνομολογεί. Επιπλέον, το ποσό, που η ενάγουσα ανέλαβε, το μετέφερε στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων στην Εθνική Τράπεζα, απ’όπου ο εναγόμενος πραγματοποίησε ανάληψή του στις 8-1-2013, χωρίς να προκύπτει μεταφορά του σε άλλον τυχόν ατομικό του λογαριασμό και διατήρηση μέρους ή του συνόλου του ποσού αυτού κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους, επομένως και το ποσό αυτό δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στην τελική περιουσία του. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι το ποσό των 21.350 ευρώ, που ο εναγόμενος ανέλαβε από τη CITIBANK, όπως και εκείνο των 29.000 ευρώ που ανέλαβε από την Εθνική Τράπεζα συνυπολογίζονται στην επαύξηση της περιουσίας του, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο πρώτο λόγο της υπό στοιχ. Β έφεσης, κατά το οικείο σκέλος της. Πλέον αυτών αποδείχθηκε ότι μέρος των εξόδων για την ανέγερση της εξοχικής κατοικίας καλύφθηκε με δωρεά, ύψους 45.000 ευρώ από τον πατέρα του εναγομένου, για το οποίο υπάρχει και σχετικό παραστατικό τραπέζης, και όχι των 60.000 ευρώ, όπως διατείνεται ο τελευταίος. Από την κίνηση του τραπεζικού λογαριασμού του πατέρα του στην Εθνική Τράπεζα, από τον οποίο αναλήφθηκε και το ποσό της δωρεάς, προκύπτουν και άλλες αναλήψεις και μεταφορές εντός του έτους 2009, ήτοι κατά την περίοδο ανέγερσης της οικίας και συγκεκριμένα ανάληψη 6.048,65 ευρώ στις 6-3-2009, μεταφορά 5.424,16 ευρώ στις 8-7-2009 και ανάληψη 9.000 ευρώ στις 12-10-2009, το ποσό των οποίων, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι δόθηκε για τον σκοπό αυτό, ιδίως διότι δεν υπάρχει παραστατικό αντίστοιχο της μεταφοράς των 45.000 ευρώ σε λογαριασμό των διαδίκων, όπως θα ήταν αναμενόμενο. Τα αυτά, επομένως, δεχόμενο και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος της, ως αβάσιμου. Επίσης αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, καθ’όλη τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης της με τον εναγόμενο διέθετε το σύνολο του εισοδήματός της για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας της. Παράλληλα, προσέφερε ανελλιπώς τις υπηρεσίες της στη συζυγική κατοικία, διεκπεραιώνοντας τις πάσης φύσεως οικιακές εργασίες, που ανάγονται και στην προσωπική φροντίδα και περιποίηση του εναγομένου, του οποίου η εργασία απαιτούσε πολύωρη απασχόληση και ταξίδια αλλά και την επιμέλεια, επίβλεψη και εν γένει ανατροφή των τέκνων τους, στα οποία μάλιστα παρέδιδε και μαθήματα αγγλικών, συνεπικουρούμενη, ωστόσο, ποικιλοτρόπως (ψώνια, μαγείρεμα, φροντίδα τέκνων) από τους γονείς του εναγομένου, ιδιαίτερα όταν τα παιδιά ήταν μικρότερα σε ηλικία, οι οποίοι διαμένουν σε οικία κάτωθι της δικής τους, από τους δικούς της γονείς και από την οικιακή βοηθό, που απασχολούσε σε εβδομαδιαία βάση. Έτσι, η ενάγουσα συνέβαλε ποικιλοτρόπως στην προαναφερόμενη περιουσιακή επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, η οποία υπερέβαινε την επιβαλλόμενη από το άρθρο 1390 του ΑΚ υποχρέωσή της για συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες τους. Ειδικότερα, με τη διάθεση του συνόλου των εισοδημάτων της, ο εναγόμενος εξοικονομούσε την αντίστοιχη συμμετοχή του σε αυτές, τουλάχιστον κατά το ποσό των 150 ευρώ μηνιαίως, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να αποταμιεύει μέρος των δικών του εισοδημάτων. Επιπλέον, η ανάληψη από αυτήν των φροντίδων του νοικοκυριού, πέραν της βοήθειας που δεχόταν, η τόνωση της οικογενειακής εστίας και των τέκνων τους ώστε να έχουν καλές επιδόσεις στο σχολείο και η εκμάθηση αγγλικών σε αυτά είχε ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη εξοικονόμηση εκ μέρους του του ποσού που θα δαπανούσε για την πρόσληψη οικιακής βοηθού, για όλες τις λοιπές οικιακές εργασίες σε καθημερινή βάση, και της πρόσληψης δασκάλου για την εκμάθηση αγγλικών στα τέκνα τους. Είναι δε αποτιμητή στο ποσό των 350 ευρώ μηνιαίως, υπερβαίνοντας στο σύνολό της την κατά νόμον συνεισφορά της στα κοινά οικογενειακά βάρη, η οποία εξαντλείτο, όπως προεκτέθηκε, στη διάθεση του συνόλου του εισοδήματός της. Επομένως, η αξία της πέραν της υποχρεωτικής της συνεισφοράς στα οικογενειακά βάρη πολλαπλής προσωπικής εργασίας της ενάγουσας, που συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως και συνολικά καθ’όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής του των 72.000 (500 Χ 12 μήνες Χ 12 έτη) ευρώ, που αποτελεί και την πραγματική συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του. Η επαύξηση αυτή, συνιστάμενη στη διαφορά της αρχικής περιουσίας του, κατά την τέλεση του γάμου, ύψους 84.183 [63.053 (126.106 : 2) + 14.967 + 6.163] ευρώ, και της τελικής, κατά την αμετάκλητη λύση του, με αναγωγή στον χρόνο άσκησης της αγωγής, ύψους 340.798 [203.508 (407.015 : 2) + 110.000 + 22.000 + 4.500 + 790] ευρώ, μη συνυπολογιζόμενης της αξίας των ακινήτων που απέκτησε από χαριστική αιτία και δη γονική παροχή, ανέρχεται στο ποσό των 256.615 (340.798 – 84.183) ευρώ. Επομένως, η πραγματική συμβολή της ενάγουσας είναι μικρότερη του 1/3 αυτής, και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπολογίζοντας αυτήν στο ποσό των 78.975 ευρώ, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου του και πρωτοδίκως προταθέντος ισχυρισμού του εναγομένου, που επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, περί μικρότερης συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του, ο οποίος εμπεριέχεται, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, στον ισχυρισμό του περί μηδενικής συμβολής της, εκ του λόγου ότι δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει σε αυτήν και ότι η επαύξηση αυτή οφείλεται μόνο στον ίδιο, ως εν μέρει βάσιμου και κατ’ουσίαν. Αντιστοίχως, ο έκτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, περί υψηλότερης συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του, δια των εισοδημάτων και των προσωπικών της φροντίδων, ως και ο όγδοος λόγος αυτής, περί εσφαλμένης αξιολόγησης των μαρτυρικών καταθέσεων κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε την αγωγή, κατά την επικουρική βάση της και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα ως συμμετοχή της στην επαύξηση της περιουσίας του το ποσό των 78.975 ευρώ, έσφαλε κατά την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και πρέπει, να απορριφθεί μεν η υπό στοιχ. Α΄έφεση και να γίνει δεκτή η υπό στοιχ. Β έφεση, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, ακολούθως δε να εξαφανιστεί αυτή στο σύνολό της, δηλαδή και κατά τη διάταξή της περί τοκογονίας, που δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης, και αναγκαίως και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα για τη μνημονευόμενη στο σκεπτικό αιτία το ποσό των 72.000 ευρώ.
Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο και η επιστροφή στους εκκαλούντες, αντίστοιχα, του παραβόλου που κατέθεσαν κατά την άσκηση της υπό στοιχ. Α΄ και Β΄ έφεσης, αντίστοιχα, λόγω της ήττας και μερικής νίκης αυτών, αντίστοιχα (άρθρο 495 § 3 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ) και, κατόπιν σχετικού αιτήματος, να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 § 1 περ. iα, 68 § 1, 69 § 1, 166 και παράρτημα Ι του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις από 15-4-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …………/16-4-2019) υπό στοιχ. Α΄ έφεση της ενάγουσας και από 9-4-2019 (υπ ………./17-4-2019) υπό στοιχ. Β΄έφεση του εναγομένου, κατά της υπ’αριθμ. 4997/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχ. Α΄έφεση κατ’ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που η εκκαλούσα κατέθεσε κατά την άσκησή της.
ΔΕΧΕΤΑΙ την υπό στοιχ. Β΄έφεση κατ’ουσίαν
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου που κατέθεσε ο εκκαλών κατά την άσκησή της.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 15-5-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2017) αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα δύο χιλιάδων (72.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 29-7-2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ