ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
518/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη γραμματέα, Τ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) η από 19-12-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../20-12-2018) έφεση της εναγομένης, ως μερικώς ηττηθείσας διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 5032/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων επί της από 27-12-2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/27-12-2017) αγωγή των εναγόντων κατ’αυτής, για διαφορές πάσης φύσεως αποδοχών. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα [άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού)], εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από την εκκαλούσα, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείτο η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς (άρθρο 495 § 3 εδ.στ΄του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη, σημειούμενου ότι : 1) η επαναφορά της πρωτοδίκως προταθείσας από την εναγομένη και απορριφθείσας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ένσταση παραγραφής, με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και όχι με το δικόγραφο της έφεσής της, είναι απαράδεκτη, διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 520, 525 και 527 του ΚΠολΔ, οι ενστάσεις ή αντενστάσεις του εκκαλούντος, εφόσον είχαν προταθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως και αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, προτείνονται μόνο με το δικόγραφο της εφέσεως ή των προσθέτων λόγων της (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο (AΠ 575/2015 ΑΠ 194/2012 ΧΡΙΔ 2012.657(και ΕφΠειρ 485/2014 αδ, ΕφΠατρ 406/2008, ΑΧΑΝΟΜ 2009.212), 2) η εναγομένη στερείται εννόμου συμφέροντος, ως προς τον πρώτο λόγο περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, αναφορικά, ο μεν πρώτος ενάγων με τα κονδύλια των τακτικών αποδοχών, των δώρων και επιδομάτων του έτους 2005, των τακτικών αποδοχών του έτους 2006, των τακτικών αποδοχών, των αποδοχών υπερωριών, αργιών, Σαββάτων και Κυριακών του έτους 2007, των τακτικών αποδοχών, των αποδοχών υπερωριών, αργιών, Σαββάτων και Κυριακών του έτους 2009, και ο δεύτερος ενάγων, ως προς τις αποδοχές υπερωριών, αργιών, Σαββάτων και Κυριακών του έτους 2005, καθώς αποδέχεται ότι οφείλει μεγαλύτερα ποσά από τα αντίστοιχα αιτούμενα και τελικώς επιδικασθέντα. Ειδικότερα, για τα αντίστοιχα κονδύλια, η εναγομένη συνομολογεί ότι οφείλει το ποσό των 259,70, των 44,47, των 1.109,44, των 1.198,84, των 907,22, των 1.324,08, των 862,99 και των 114,43 ευρώ, αντί του αιτηθέντος ποσού των 224,10, των 34,05, των 875,28, των 994,28, των 854,99, των 1.014,38, των 529,87 και των 92,28 ευρώ, αντίστοιχα.
Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους ότι προσελήφθησαν από την εναγομένη δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο πρώτος την 1-9-1981 και ο δεύτερος στις 22-4-2002, με την ειδικότητα του μηχανικού πλωτών μέσων και ηλεκτρολόγου κίνησης, αντίστοιχα. Ακολούθως, επικαλούμενοι εσφαλμένη κατάταξή τους στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ2 αντί της ορθής ΔΕ3 με βάση τους τίτλους των σπουδών τους, τους οποίους έθεσαν στη διάθεση της εναγομένης κατά την πρόσληψή τους, όπως έχει ήδη κριθεί με την υπ’αριθμ. 403/2017 τελεσίδικη οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, ζητούσαν να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στον πρώτο το συνολικό ποσό των 20.922,78 ευρώ και στον δεύτερο των 22.677,82 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύονται, που αφορούν διαφορές αποδοχών (τακτικών, απλών υπερωριών κατά τις καθημερινές, αμοιβής για νυκτερινή εργασία, εργασίας τα Σάββατα, τις Κυριακές και αργίες, επιδομάτων εορτών και επιδομάτων αδείας) για τα έτη 2005 έως 2010, καθώς και το ποσό των 2.000 ευρώ σε καθέναν ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, συνιστάμενης στη μη υπαγωγή τους στο ορθό μισθολογικό κλιμάκιο, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά τους έξοδα.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία κρίθηκε αυτή-ορθώς- ως ορισμένη και έγινε δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 20.922,78 ευρώ και στον δεύτερο το ποσό των 22.677,82 ευρώ, ήτοι έγινε δεκτή ως προς το κονδύλιο της διαφοράς αποδοχών ενώ απορρίφθηκε ως προς εκείνο της χρηματικής ικανοποίησης, με τον νόμιμο τόκο : α) για τα επιδόματα εορτών Πάσχα, από την ένατη ημέρα πριν το Πάσχα του αντίστοιχου έτους, β) για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, από τις 17/12 του αντίστοιχου έτους, γ) για τα επιδόματα αδείας από τις 2 Ιουλίου του αντίστοιχου έτους, δ) για όλα τα υπόλοιπα ποσά, από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους, στο οποίο αφορούν και επιβλήθηκε στην εναγομένη μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, που καθορίστηκε στο ποσό των 1.700 ευρώ.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη, με τους λόγους της έφεσής της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά, μετά την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της, την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης, με σκοπό την απόρριψη της αγωγής και την καταδίκη των εφεσιβλήτων στα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Για να έχει νομική πληρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, το δικόγραφο αγωγής, με την οποία ο εργαζόμενος ζητά διαφορές μεταξύ οφειλομένων κατά νόμο (δεδουλευμένων ή μη) και καταβληθέντων κατά την αγωγή σε αυτόν μικρότερων αποδοχών, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, πρέπει να αναφέρεται σε αυτό η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, η ειδικότητα του ενάγοντος, η εκ μέρους αυτού παροχή της εργασίας του, ο συμβατικός ή ο κατά τις οικείες συλλογικές συμβάσεις ή κατά τις ειδικές ρυθμίσεις του νόμου οφειλόμενος μισθός του μισθωτού με αναφορά στο βασικό μισθό και τα επί μέρους επιδόματα που ανάγονται στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα της απασχόλησης του μισθωτού στην ειδικότητα αυτή, κατά το οποίο δεν υπήρξε από τον νόμο ή τα πράγματα λόγος διαφοροποίησής τους, ως και η αιτία που κατά νόμο δικαιολογεί την καταβολή των συγκεκριμένων επιδομάτων στον ενάγοντα, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι επίδικες διαφορές και οι αξιούμενες από την αιτία αυτή διαφορές των αποδοχών (ΑΠ 121/2019, ΑΠ 1366/2018 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ ειδικώς για παροχή υπερεργασίας, ιδιόρρυθμης υπερωρίας και παράνομης υπερωριακής απασχόλησης λόγω υπέρβασης από το μισθωτό του χρόνου απασχόλησης αυτού για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αρκεί να διαλαμβάνεται σε αυτήν, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η διάρκεια της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης κατά περίπτωση, καθώς και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται, απ` όπου προκύπτουν συνακόλουθα οι ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας, ενώ δεν απαιτείται επί πλέον ειδικός προσδιορισμός καθ` ημέρα της υπερωριακής εργασίας του μισθωτού και συγκεκριμένα η αναγραφή των ημερομηνιών κατά τις οποίες ο μισθωτός απασχολήθηκε υπερωριακά, ούτε απαιτείται η αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης της παρεχομένης υπερωριακής εργασίας και γενικότερα του χρόνου έναρξης και λήξης της ημερήσιας εργασίας ανά ημέρα απασχόλησης, διότι κρίσιμο είναι εάν η διάρκεια απασχόλησης του μισθωτού κατά την συγκεκριμένη περίοδο υπερέβη και για πόσες ώρες το νόμιμο ημερήσιο (ή το συμβατικό εβδομαδιαίο επί υπερεργασίας) ωράριο εργασίας των μισθωτών της κατηγορίας του ενάγοντος και όχι το πότε άρχισε και το πότε τελείωσε η εργασία του μισθωτού. Είναι δε καθόλα επιτρεπτός ο προσδιορισμός των ωρών αυτών κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή το μήνα (ΑΠ 232/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Επομένως, η αγωγή, έχοντας το παραπάνω περιεχόμενο, είναι ορισμένη, με επαρκή αναφορά των στοιχείων που ήταν αναγκαία για τη θεμελίωσή της, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις της εκκαλούσας με τις προτάσεις της, γεγονός που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, διότι το δευτεροβάθμιο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει, προτού ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο (λ.χ. για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων) και χωρίς ειδικό παράπονο να την απορρίψει, ως αόριστη (ΑΠ 121/2019 ΑΠ 140/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ), και, επομένως, ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση.
Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.5 του άρθρου 1 του κεφ.Α΄του ν.3833/15-3-2010 «Προστασία της Εθνικής Οικονομίας-Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» και την υπ’αριθμ. 2/14924/0022/1-4-2010 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου, ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα, των εργαζομένων, χωρίς εξαίρεση σε νπδδ και ΟΤΑ, που ανήκουν στο Κράτος, νπδδ ή ΟΤΑ, ή επιχορηγούνται, σύμφωνα με τον οργανισμό τους, τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, σε ποσοστό τουλάχιστον 50 % του προϋπολογισμού τους ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις, κατά την έννοια των παραγράφων 1,2 και 3 του άρθρου 1 του ν.3429/1005 ή δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες πληρούν τα κριτήρια των εν λόγω παραγράφων του ανωτέρω άρθρου, και νόμου, ακόμη και αν έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του νόμου αυτού, ανεξαρτήτως του τρόπου αμοιβής τους, μειώνονται κατά ποσοστό 7 %, με εξαίρεση τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση (επιδόματα συζύγου-τέκνων) ή την υπηρεσιακή εξέλιξη (χρονοεπίδομα, τριετίες-πολυετίες), καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Στην περίπτωση που τα ανωτέρω αναφερόμενα επιδόματα υπολογίζονται σε ποσοστό επί του βασικού μισθού του υπαλλήλου, αυτά θα καταβάλλονταν στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί στις 31-12-2009. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 3 του ν.3845/6-5-2010 «Μέτρα για την εφαρμογή της στήριξης της Ελληνικής Οικονομίας» και την υπ’αριθμ. 2/8338/0022/24-1-2011 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, ή διαιτητική απόφαση, ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή σύμφωνα προβλεπόμενα, των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση τους φορείς του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν.3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, μειώνονται μετά τη μείωση του 7 % και επιπλέον κατά ποσοστό 3% (από την 1-6-2010). Από τη μείωση του προηγούμενου εδαφίου, εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 3845/6-5-2010, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως 4, καθώς και για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 5, καθορίζονται ως εξής : α) το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ, β) το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ, γ) το επίδομα αδείας, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλονται, εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου, της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωσή τους. Οι διατάξεις αυτές κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας (παρ. 8 άρθρο 3 του ν.3845/2010). Κατ’εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, η μισθολογική εικόνα των υπαλλήλων της εναγομένης, που υπάγονται στη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του ΟΛΠ, διαμορφώθηκε ως εξής : Ι) σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, και παραγράφου 4 άρθρου 3, οι βασικοί μισθοί και τα επιδόματα-πλην των προαναφερθέντων εξαιρέσεων, ήτοι το οικογενειακό επίδομα, το επίδομα ειδικών συνθηκών, το μεταπτυχιακό επίδομα και το χρονοεπίδομα- κατά ποσοστό 7 % αναδρομικά από 1-1-2010, και επιπλέον κατά 3 % από την 1-6-2010, ΙΙ) Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3845/20, ΙΙ) Με το άρθρο 3 παρ. 6 του ν.3845/2010 μειώθηκαν τα επιδόματα εορτών και αδείας, στα παραπάνω ποσά.
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 12 της από 17-4-2000 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας του Υπαλληλικού Προσωπικού της εναγομένης-εκκαλούσας, που τροποποιήθηκε διαδοχικά με τις από 23-1-2002, 14-7-2004, από 24-10-2006 και 4-12-2007 ΣΣΕ, που συνήφθησαν μεταξύ αυτής και της Ομοσπονδίας Υπαλλήλων Λιμανιών Ελλάδος, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 54 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της εκκαλούσας-εναγομένης, ο οποίος αποτελεί Κανονισμό Εργασίας η κατάρτιση του οποίου είναι υποχρεωτική (νδ 3789/1999) και εγκρίθηκε με την υπ’αριθμ. 5115.01/02/2004 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών-Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος Β΄ αριθ. Φύλλου 390/26-2-2004), για την εργασία πέραν του κανονικού ημερησίου και εβδομαδιαίου ωραρίου (συμβατικού) θα καταβάλλεται για κάθε ώρα πρόσθετης εργασίας, υπερεργασίας και υπερωρίας, αμοιβή ίση με το βασικό ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50 %. Για τον υπολογισμό του βασικού ωρομισθίου θα λαμβάνεται υπόψη ο βασικός μισθός και το επίδομα του χρόνου προϋπηρεσίας. Ο υπολογισμός για την εξεύρεση του βασικού ωρομισθίου θα γίνεται ως εξής : βασικό ωρομίσθιο = βασικός μισθός + χρονοεπίδομα Χ 6/25 : 37,5 ώρες, όπου 37,5 ώρες είναι οι ώρες της εβδομαδιαίας κανονικής εργασίας και επτά οι ώρες της κανονικής ημερήσιας εργασίας, κατά το άρθρο 10 της προαναφερθείσας από 17-4-2000 ΣΣΕ (επί καθεστώτος πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 51 του Γενικού Κανονισμού). Για κάθε δε ώρα πρόσθετης νυκτερινής εργασίας το παραπάνω βασικό ωρομίσθιο θα προσαυξάνεται κατά 25 %.
Κατά το άρθρο 13, στους εργαζόμενους τη νύκτα, ήτοι από 22.00 έως 06.00 για συμπλήρωση της εβδομαδιαίας κανονικής εργασίας, καταβάλλεται επιπλέον προσαύξηση 25 % επί του βασικού ωρομισθίου, υπολογιζόμενου κατά το άρθρο 10, εκτός από τις περιπτώσεις εργασίας τη νύκτα, τα Σάββατα, τις Κυριακές και αργίες, που ρυθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 της άνω ΣΣΕ.
Επίσης, κατά το άρθρο 11 της ίδιας ΣΣΕ, στο οποίο παραπέμπει ο άνω Γενικός Κανονισμός Εργασίας, για τους απασχολούμενους, πέρα από την πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, τα Σάββατα και τις Κυριακές ή τις εξαιρέσιμες ημέρες, καταβάλλεται ειδική αμοιβή, ίση με το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών, ή χορηγείται μία ημέρα ανάπαυσης, μέσα στην επόμενη εβδομάδα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 67 του ν.2065/1992. Η αμοιβή αυτή αντιστοιχεί σε εργασία 7,5 ωρών. Σε περίπτωση, που ο εργαζόμενος απασχοληθεί πέραν των 7,5 ωρών, καταβάλλεται για κάθε επιπλέον ώρα το 1/7,5 της αμοιβής αυτής. Για κλάσμα ώρας μεγαλύτερο των 30 λεπτών υπολογίζεται αμοιβή για ολόκληρη ώρα. Πλέον αυτών, στο προσωπικό του ΟΛΠ εφαρμόζεται το άρθρο 67 του ν.2065/1992, οι διατάξεις του οποίου είναι απολύτως ειδικές και εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τον ν.2470/1997, καθόσον προβλέπουν ειδική αμοιβή που ενέχει τη μορφή ειδικής υπερωριακής αποζημίωσης που αποκλείει περαιτέρω υπερωριακή αποζημίωση ή προσαύξηση, εφόσον η διοίκηση του Λιμένος επιλέξει την υπαγωγή του προσωπικού σε αυτής. Σε περίπτωση δε που η άνω εργασία παρέχεται τα Σάββατα, Κυριακές ή αργίες, η παραπάνω αμοιβή προσαυξάνεται κατά 20 % (άρθρο 4 της από 14-7-2004 ΣΣΕ της εναγομένης).
Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 8 της παραπάνω από 17-4-2000 ΣΣΕ, τα επιδόματα εορτών και το επίδομα αδείας υπολογίζονται στο σύνολο των τακτικών αποδοχών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εργατική νομοθεσία, βάσει των πράγματι καταβαλλόμενων μισθών, την 10η Δεκεμβρίου κάθε χρόνο για το επίδομα Χριστουγέννων-Νέου Έτους, την 15η ημέρα πριν το Πάσχα για το επίδομα Πάσχα και την 15η Ιουνίου για το επίδομα αδείας, πλην της αμοιβής για εργασία Σαββάτου, Κυριακής και αργίας, κατά το άρθρο 67 του ν.2065/1992 και καταβάλλονται βάσει των πράγματι καταβαλλόμενων μισθών και στο ακέραιο, αν ο εργαζόμενος μισθοδοτήθηκε για όλο το χρονικό διάστημα, από 1/4 έως 30/11, για το επίδομα Χριστουγέννων, από 1/12 μέχρι 31/3 για το επίδομα Πάσχα και από 1/7 έως 30/6 του επομένου έτους, για το επίδομα αδείας.
Από τον συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 648, 653, 666, 679 του ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955, με αριθμό 95/1949, Διεθνούς Σύμβασης “περί προστασίας του ημερομισθίου” και των άρθρων 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 § 1 του ν.435/1976, 1 παρ.2 του ν.1082/1980 και 3 της 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας “περί χορήγησης επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα”, συνάγεται ότι ως “συνήθεις αποδοχές”, ταυτιζόμενες εννοιολογικά με τις “τακτικές αποδοχές”, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα άδειας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κατά τα άνω, και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΟλΑΠ 16/2011, ΕλλΔνη 2011.1329, ΑΠ 569/2019, ΑΠ 227/2019, ΑΠ 165/2019, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου. Δεν συμπεριλαμβάνονται, όμως, στις αποδοχές αδείας το επίδομα άδειας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αυτές (ΑΠ 602/2019, ΑΠ 227/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Ως τέτοιες νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΟλΑΠ 16/2011, ΕλλΔνη 2011.1329, ΑΠ 569/2019, ΑΠ 227/2019, ΑΠ 165/2019, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΟλΑΠ 16/2011, ό.π ). Δεν συμπεριλαμβάνονται, όμως, στις αποδοχές αδείας, το επίδομα άδειας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αυτές (ΑΠ 602/2019, ΑΠ 227/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος ανταπόδειξης …………., ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι ενάγοντες προσελήφθησαν από την εναγομένη, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο πρώτος την 1-9-1981 με την ειδικότητα του μηχανικού πλωτών μέσων και ο δεύτερος στις 22-4-2002, με την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου κίνησης και τοποθετήθηκαν στη Διεύθυνση Σ.ΕΜΠΟ, απασχολούμενοι με τον χειρισμό οχημάτων στοιβασίας κα μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων. Με βάση τα πτυχία τους των ετών 1986 και 1988, αντίστοιχα, ως απόφοιτος του ιδιωτικού λυκείου Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού «…….» ο πρώτος και του Τμήματος Εσωτερικών Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων του Ηλεκτρολογικού τομέα του 3ου Τεχνικού-Επαγγελματικού Λυκείου Χαλανδρίου ο δεύτερος, τα οποία κατέθεσαν στην εναγομένη, αυτή τους κατέταξε στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ2, όπου και εξακολουθούσαν να υπάγονται κατά τα έτη 2005-2010. Όπως, όμως, έχει κριθεί ήδη με δύναμη δεδικασμένου (άρθρα 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ), απορρέοντος από την υπ’αριθμ. 4214/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία κατέστη τελεσίδικη μετά την απόρριψη της κατ’αυτής ασκηθείσας έφεσης, με την υπ’αριθμ. 403/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, οι άνω ενάγοντες, μεταξύ άλλων, υπάγονται στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ3, αναγνωριζόμενης της υποχρέωσης της εναγομένης να τους καταβάλλει τις μισθολογικές διαφορές που προκύπτουν από την εσφαλμένη υπαγωγή τους στην ΔΕ2 κατηγορία, για το χρονικό διάστημα από την 1-1-2005 και μέχρι την άσκηση της (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2010) αγωγής τους. Το γεγονός, άλλωστε αυτό δεν αμφισβητείται από την εναγομένη. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι οι διαφορές αποδοχών που οι ενάγοντες δικαιούνται και αντίστοιχα τους οφείλει η τελευταία, για το παραπάνω χρονικό διάστημα, διαμορφώνεται στα ακόλουθα ποσά :
1. Ο πρώτος ενάγων. Α) Για διαφορές αποδοχών. Κατ’αρχήν, κατά το έτος 2005, όντας έγγαμος, με δύο ανήλικα τέκνα και αναγνωρισμένη προϋπηρεσία 23 ετών, έπρεπε, σύμφωνα με την από 17-4-2000 ΣΣΕ να υπαχθεί στο 15ο κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, με μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες στο ποσό των 2.105,92 ευρώ {βασικός μισθός 980,51 + 509,86 [χρονοεπίδομα 52 % (από 23-10-2002 ΣΣΕ)] + 122,95 οικογενειακό επίδομα (συζύγου και τέκνων)+ 268,39 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 86,24 επίδομα χειρισμού + 137,97 επίδομα ειδικών συνθηκών (ως υπαγόμενος στο εδαφ.Γ΄ της παρ. 6 του άρθρου 7 της από 17-4-2000 ΣΣΕ)}. Κατά το έτος 2006, και δη από την 1-1-2006, έπρεπε να καταταγεί στο 12ο μισθολογικό κλιμάκιο, δηλαδή να προαχθεί κατά τρία κλιμάκια σε σχέση με εκείνο στο οποίο υπαγόταν στις 31-12-2005 (άρθρο 5 της ΣΣΕ για το 2006). Επίσης, άλλαξε ο τρόπος υπολογισμού του οικογενειακού επιδόματος (για τη σύζυγο) και διαμορφώθηκε από την 1-1-2006 σε ποσοστό ίσο με το 10 % του 18ου μισθολογικού κλιμακίου. Βάσει των ανωτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2006, μέχρι 31-8-2006, σύμφωνα με την ισχύουσα ΣΣΕ και τα λοιπά προσόντα και συνθήκες, οι μηνιαίες αποδοχές του για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.337,21 ευρώ {βασικός μισθός 1.078,29 + 560,71 [χρονοεπίδομα 52 % (από 23-10-2002 ΣΣΕ)] + 167,46 οικογενειακό επίδομα (συζύγου και τέκνων)+ 293,09 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 91,41 επίδομα χειρισμού + 146,25 επίδομα ειδικών συνθηκών (ως υπαγόμενος στο εδαφ.Γ΄ της παρ. 6 του άρθρου 7 της από 17-4-2000 ΣΣΕ)}. Επίσης, κατά το χρονικό διάστημα από την 1-9-2006 έως τις 31-12-2006, έχοντας συμπληρώσει πλέον 25ετή προϋπηρεσία, έπρεπε να καταταγεί στο 11ο μισθολογικό κλιμάκιο και να λαμβάνει μηνιαίες αποδοχές 2.403,66 ευρώ [βασικός μισθός 1.093,24 + 612,21 (χρονοεπίδομα 56 %) + 167,46 οικογενειακό επίδομα (συζύγου και τέκνων)+ 293,09 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 91,41 επίδομα χειρισμού + 146,25 επίδομα ειδικών συνθηκών]. Κατά το έτος 2007, ο ενάγων υπαγόταν στο 11ο μισθολογικό κλιμάκιο και, με βάση την από 3-12-2007 ΣΣΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.566,38 ευρώ [βασικός μισθός 1.162,11 + 650,78 [χρονοεπίδομα 56 % (από 23-10-2002 ΣΣΕ εναγομένης) + 178,11 οικογενειακό επίδομα (συζύγου και τέκνων)+ 322,39 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 97,31 επίδομα χειρισμού + 155,68 επίδομα ειδικών συνθηκών]. Κατά το έτος 2008. Από 1-1-2008, μέχρι 31-8-2008, σύμφωνα με την ισχύουσα από 30-6-2009 ΣΣΕ και τα λοιπά προσόντα και συνθήκες, οι μηνιαίες αποδοχές του για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.775,88 ευρώ [βασικός μισθός 1.220,22 + 683,32 (χρονοεπίδομα 56%) + 187,02 οικογενειακό επίδομα + 378,80 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 102,18 επίδομα χειρισμού + 163,46 επίδομα ειδικών συνθηκών + 40,88 επίδομα βάρδιας]. Συνεπώς, έπρεπε να λάβει συνολικά το ποσό των 22.207,04 (2.775,88 Χ 8) ευρώ. Επίσης, κατά το χρονικό διάστημα από την 1-9-2008 έως τις 31-12-2008, έχοντας συμπληρώσει πλέον 27ετή προϋπηρεσία, έπρεπε να καταταγεί στο 10ο μισθολογικό κλιμάκιο και να λαμβάνει μηνιαίες αποδοχές 2.839,01 ευρώ [βασικός μισθός 1.236,90 + 729,77 (χρονοεπίδομα 59 %) + 187,02 οικογενειακό επίδομα + 378,80 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 102,18 επίδομα χειρισμού + 163,46 επίδομα ειδικών συνθηκών + 40,88 επίδομα βάρδιας]. Συνεπώς, έπρεπε να λάβει συνολικά το ποσό των 11.356,04 (2.839,01 Χ 4) ευρώ και, επομένως, για ολόκληρο το έτος 2008, 33.563,08 ευρώ (22.207,04 + 11.356,04), έναντι του οποίου έλαβε 32.484,56 (9.964,96 + 22.519,60) ευρώ, κατά το αίτημα της αγωγής, και δικαιούται τη διαφορά, ύψους 1.078,52 ευρώ. Η εναγομένη, ωστόσο, συνομολογεί ότι του οφείλει για την αιτία αυτή το ποσό των 1.277,99 ευρώ, το οποίο και όφειλε να επιδικάσει το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αντί του αιτηθέντος και επιδικασθέντος των 1.331,04 ευρώ. Κατά το έτος 2009, χωρίς ουδεμία μεταβολή στο μισθολογικό του κλιμάκιο, με βάση την ως άνω από 30-6-2009 ΣΣΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του-κατά το αγωγικό αίτημα- έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.951,72 ευρώ [βασικός μισθός 1.286,38 + 758,96 (χρονοεπίδομα 59 %) + 194,49 οικογενειακό επίδομα+ 435,62 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 106,27 επίδομα χειρισμού + 170 επίδομα ειδικών συνθηκών]. Κατά το έτος 2010. Οι μηνιαίες αποδοχές του για το χρονικό διάστημα από την 1-1-2010 έως τις 31-5-2010, έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.861,68 {βασικός μισθός 1.196,34 [1.286,38 μείον 90,04 (7 %) + 758,96 (χρονοεπίδομα 59 %) + 194,49 οικογενειακό επίδομα+ 435,62 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 106,27 επίδομα χειρισμού + 170 επίδομα ειδικών συνθηκών} και συνολικά των 14.308,4 (2.861,68 Χ 5) ευρώ. Από την 1-6-2010 έως τις 31-8-2010, οι μηνιαίες αποδοχές του έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.825,79 {1.160,45 [βασικός μισθός 1.196,34 μείον 35,89 (3 %)] + 758,96 (χρονοεπίδομα 59 %) + 194,49 οικογενειακό επίδομα+ 435,62 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 106,27 επίδομα χειρισμού + 170 επίδομα ειδικών συνθηκών}. Από την 1-9-2010 έως τις 31-12-2010, που ο ενάγων υπαγόταν στο 9ο κλιμάκιο, με 29 έτη προϋπηρεσίας, οι μηνιαίες αποδοχές του έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 2.828,44 [βασικός μισθός 1.160,45 + 719,2 (χρονοεπίδομα 62 %) + 194,49 οικογενειακό επίδομα + 435,62 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 106,27 επίδομα χειρισμού + 170 επίδομα ειδικών συνθηκών + 42,52 επίδομα βάρδιας].Συνεπώς, το σύνολο των αποδοχών του που έπρεπε να λάβει για το έτος 2010, ανέρχεται σε 34.099,53 [14.308,4 (2.861,68 Χ 5)+ 8.477,37 (2.825,79 Χ 3) + 11.313,76 (2.828,44 Χ 4)] ευρώ, εκ των οποίων έλαβε 34.573,21 και δικαιούται τη διαφορά, ύψους 473,68 ευρώ. Η εναγομένη, ωστόσο, συνομολογεί ότι του οφείλει για την αιτία αυτή το ποσό των 937,34 ευρώ, το και όφειλε να επιδικάσει το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αντί του αιτηθέντος και επιδικασθέντος των 1.331,04 ευρώ.
B) Για (απλές) υπερωρίες κατά τις καθημερινές :
Κατά το έτος 2005 το βασικό του ωρομίσθιο, με την προσαύξηση 50 % για αμοιβή πρόσθετης εργασίας, υπερεργασίας και υπερωρίας, ανερχόταν σε 14,29 {9,53 [1.490,37 (βασικός μισθός 980,51 + χρονοεπίδομα 509,86) Χ 6/25 : 37,5] πλέον 50 %}. Πραγματοποίησε 39 υπερωρίες τον Ιανουάριο, 34 τον Φεβρουάριο, 30 τον Μάρτιο, 51 τον Απρίλιο, 56 τον Μαϊο, 49 τον Ιούνιο, 32 τον Ιούλιο, 26 τον Αύγουστο, 48 τον Σεπτέμβριο, 56 τον Οκτώβριο, 41 τον Νοέμβριο και 39 τον Δεκέμβριο, δηλαδή συνολικά 501 ώρες πλέον του προβλεπόμενου ημερήσιου ωραρίου του των 7,5 ωρών και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει συνολικά 7.159,29 (501 Χ 14,29) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 7.064,10 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 95,19, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2006. Από την 1-1-2006 έως τις 31-8-2006, το βασικό του ωρομίσθιο, με προσαύξηση 50 % λόγω πρόσθετης εργασίας, υπερεργασίας και υπερωρίας, ανερχόταν σε 15,72 {10,48 [1.639 (βασικός μισθός 1.078,29 + χρονοεπίδομα 560,71) Χ 6/25 : 37,5] πλέον 50 %} ευρώ. Πραγματοποίησε 43 υπερωρίες τον Ιανουάριο, 35 τον Φεβρουάριο, 39 τον Μάρτιο, 30 τον Απρίλιο, 36 τον Μαϊο, 44 τον Ιούνιο, 45 τον Ιούλιο και 43 τον Αύγουστο, δηλαδή συνολικά 315 ώρες πλέον του προβλεπόμενου ημερήσιου ωραρίου του των 7,5 ωρών και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει συνολικά 4.951,8 (315 Χ 15,72) ευρώ. Από την 1-9-2006 έως τις 31-12-2006, το βασικό του ωρομίσθιο, με την παραπάνω προσαύξηση, ανερχόταν σε 16,36 {10,91 [1.705,45 (βασικός μισθός 1.093,24 + χρονοεπίδομα 612,21) Χ 6/25 : 37,5] πλέον 50 %}. Πραγματοποίησε 48 υπερωρίες τον Σεπτέμβριο, 29 τον Οκτώβριο, 27 τον Νοέμβριο και 25 τον Δεκέμβριο, δηλαδή συνολικά 129 ώρες πλέον του προβλεπόμενου ημερήσιου ωραρίου του των 7,5 ωρών και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει συνολικά 2.110,44 (129 Χ 16,36) ευρώ, συνεπώς για ολόκληρο το 2006 έπρεπε να λάβει για την αιτία αυτή 7.062,24 (4.951,8 + 2.110,44), έναντι του οποίου έλαβε 6.782,73 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 279,51 και όχι των 387,03 ευρώ που εσφαλμένως του επιδικάστηκε πρωτοδίκως. Κατά το έτος 2008. Από την 1-1-2008 έως τις 31-8-2008, το βασικό του ωρομίσθιο, με την παραπάνω προσαύξηση ανερχόταν σε 18,27 {12,18 [1.903,54 (βασικός μισθός 1.220,22 + χρονοεπίδομα 683,32) Χ 6/25 : 37,5] πλέον 50 %} ευρώ. Πραγματοποίησε 34 υπερωρίες τον Ιανουάριο, 30 τον Φεβρουάριο, 29 τον Μάρτιο, 36 τον Απρίλιο, 29 τον Μαϊο, 29 τον Ιούνιο, 29 τον Ιούλιο και 28 τον Αύγουστο, δηλαδή συνολικά 244 ώρες πλέον του προβλεπόμενου ημερήσιου ωραρίου του των 7,5 ωρών και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει συνολικά 4.457,88 (244 Χ 18,27) ευρώ. Από την 1-9-2008 έως τις 31-12-2008, το βασικό του ωρομίσθιο, με την παραπάνω προσαύξηση, ανερχόταν σε 18,87 {12,58 {[1.966,63 (βασικός μισθός 1.236,90 + χρονοεπίδομα 729,73) Χ 6/25 : 37,5] πλέον 50 %}. Πραγματοποίησε 26 υπερωρίες τον Σεπτέμβριο, 25 τον Οκτώβριο, 25 τον Νοέμβριο και 27 τον Δεκέμβριο, δηλαδή 103 συνολικά ώρες πλέον του προβλεπόμενου ημερήσιου ωραρίου του των 7,5 ωρών και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει συνολικά 1.943,61 (103 Χ 18,87) ευρώ, συνεπώς για ολόκληρο το 2008 έπρεπε να λάβει για την αιτία αυτή 6.401,49 (4.457,88 + 1.943,61), έναντι του οποίου έλαβε 6.123,72 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 277,77 και όχι των 346,77 ευρώ που εσφαλμένως του επιδικάστηκε πρωτοδίκως. Κατά το έτος 2010 Από την 1-1-2010 έως τις 31-5-2010, το βασικό του ωρομίσθιο, με την παραπάνω προσαύξηση ανερχόταν σε 18,76 {12,51 [1.955,3 (βασικός μισθός 1.196,34 + χρονοεπίδομα 758,96) Χ 6/25 : 37,5] πλέον 50 %} ευρώ. Πραγματοποίησε 31 υπερωρίες τον Ιανουάριο, 28 τον Φεβρουάριο, 44 τον Μάρτιο, 28 τον Απρίλιο, και 31 τον Μαϊο, δηλαδή συνολικά 162 ώρες πλέον του προβλεπόμενου ημερήσιου ωραρίου του των 7,5 ωρών και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει συνολικά 3.039,12 (162 Χ 18,76) ευρώ. Από την 1-6-2010 έως τις 31-8-2010, το βασικό του ωρομίσθιο, με την παραπάνω προσαύξηση ανερχόταν σε 18,42 {12,28 [1.919,41 (βασικός μισθός 1.160,45 + χρονοεπίδομα 758,96) Χ 6/25 : 37,5] πλέον 50 %} ευρώ. Πραγματοποίησε 34 υπερωρίες τον Ιούνιο, 45 τον Ιούλιο και 16 τον Αύγουστο δηλαδή 95 συνολικά ώρες πλέον του προβλεπόμενου ημερήσιου ωραρίου του των 7,5 ωρών και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει συνολικά 1.749,9 ( 95 Χ 18,42) ευρώ. Από την 1-9-2010 έως τις 31-12-2010, το βασικό του ωρομίσθιο, με την παραπάνω προσαύξηση, ανερχόταν σε 18,03 {12,02 {[1.879,65 (βασικός μισθός 1.160,45 + χρονοεπίδομα 719,2) Χ 6/25 : 37,5] πλέον 50 %} ευρώ. Πραγματοποίησε 18 υπερωρίες τον Σεπτέμβριο, 26 τον Οκτώβριο, 19 τον Νοέμβριο και 28 τον Δεκέμβριο, δηλαδή 91 συνολικά ώρες πλέον του προβλεπόμενου ημερήσιου ωραρίου του των 7,5 ωρών και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει συνολικά 1.640,73 (91 Χ 18,03) ευρώ, συνεπώς για ολόκληρο το 2010 έπρεπε να λάβει για την αιτία αυτή 6.429,75 (3.039,12 + 1.749,9 + 1.640,73), έναντι του οποίου έλαβε 6.249,30 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 180,45 και όχι των 2.193,57 ευρώ που εσφαλμένως του επιδικάστηκε πρωτοδίκως
Γ) α) Για εργασία κατά τη νύκτα, β) υπερωρίες νύκτας και γ) νυκτερινή εργασία τις Κυριακές. Όσες φορές εργαζόταν κατά τη νύκτα-και μόνον-στην τελευταία βάρδια, στα εκκαθαριστικά της μισθοδοσίας του η εργασία του αυτή αναγραφόταν στη στήλη των τακτικών αποδοχών, ως «νυκτερινά εργασίας» ή «νυκτερινά προς συμπλήρωση», η πλέον του ημερήσιου ωραρίου νυκτερινή εργασία, στα εκκαθαριστικά αναγραφόταν ως «υπερωρίες νύκτας» και η εργασία κατά τις νύκτες Κυριακών, αναγραφόταν ως «νυχτερινά εργασίας αργίας» «νυκτερινά προς συμπλήρωση» όταν παρεχόταν κατά τις Κυριακές και αργίες στη στήλη των υπερωριών και ως «υπερωρίας αργίας νύκτας» όταν παρεχόταν τις ημέρες αυτές, πλέον του νομίμου ωραρίου του. Κατά το έτος 2005 α) Για εργασία κατά τη νύκτα καθημερινές. Πραγματοποίησε 28 ώρες τέτοιας εργασίας τον Σεπτέμβριο, επομένως, με βάση το βασικό του ωρομίσθιο (9,53) δικαιούτο ως προσαύξηση νυκτερινής εργασίας 65,80 [2,38 ( 9,53 Χ 25 %) Χ 28] ευρώ. β) Για υπερωρίες κατά τη νύκτα. Πραγματοποίησε 12 ώρες τέτοιας εργασίας τη νύκτα (1 ώρα τον Απρίλιο, 2 τον Μαϊο, 1 τον Ιούλιο, 7 τον Σεπτέμβριο και 1 τον Δεκέμβριο) πλέον του νομίμου ωραρίου του, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το βασικό του ωρομίσθιο για υπερωριακή απασχόληση, πλέον της προσαύξησης για εργασία τη νύκτα 25 %, δηλαδή το ποσό των 17,86 ευρώ και συνολικά των 214,32 (17,86 Χ 12) ευρώ. γ) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών. Πραγματοποίησε 63 ώρες νυκτερινής εργασίας Κυριακές (7 ώρες τον Φεβρουάριο, 14 τον Απρίλιο, 21 τον Ιούλιο, 7 τον Σεπτέμβριο και 14 τον Οκτώβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 3,74 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [18,71 (2.105,92 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 235,62 (3,74 Χ 63) ευρώ. δ) Για υπερωριακή νυκτερινή εργασία τις Κυριακές. Πραγματοποίησε 4 ώρες τέτοιας εργασίας (1 τον Μάρτιο, 1 τον Μαϊο, 1 τον Ιούλιο και 1 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του, και με πρόσθετη προσαύξηση 25 % για νυκτερινή εργασία, ήτοι 106 {26,50 [18,71 (2.105,92 : 15 : 7,5) + 1/7,5 (2,49) + 25 % (5,3)] Χ 4} ευρώ. Επομένως, για την παραπάνω αιτία έπρεπε να λάβει συνολικά το ποσό των 621,74 (65,80 + 214,32 + 235,62 + 106) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 601 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά των 20,74 ευρώ, και όχι των 21,58 ευρώ, όπως εσφαλμένα έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2006. Από την 1-1-2006 έως τις 31-8-2006 α) Για υπερωρίες κατά τη νύκτα. Πραγματοποίησε 2 ώρες τέτοιας εργασίας τη νύκτα (1 ώρα τον Μάρτιο και 1 τον Μαϊο) πλέον του νομίμου ωραρίου του, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το βασικό του ωρομίσθιο για υπερωριακή απασχόληση, πλέον της προσαύξησης για εργασία τη νύκτα 25 %, δηλαδή το ποσό των 19,65 ευρώ [(15,72 πλέον 25 % (3,93)] και συνολικά των 39,3 (19,65 Χ 2) ευρώ. β) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών. Πραγματοποίησε 7 ώρες τέτοιας εργασίας τον Ιανουάριο, για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 4,15 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [20,77 (2.337,21 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 29,05 (4,15 Χ 7) ευρώ. γ) Για υπερωριακή νυκτερινή εργασία τις Κυριακές. Πραγματοποίησε 2 ώρες τέτοιας εργασίας (1 τον Ιανουάριο και 1 τον Ιούλιο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του, και με πρόσθετη προσαύξηση 25 % για νυκτερινή εργασία, ήτοι 58,84 {29,42 [20,77 (2.337,21 : 15 : 7,5) + 1/7,5 (2,77) + 25 % (5,88)] Χ2} ευρώ. Επομένως, για την παραπάνω αιτία έπρεπε να λάβει συνολικά το ποσό των 127,19 (39,3 + 29,05 + 58,84) ευρώ. Από την 1-9-2006 έως τις 31-12-2006 α) Για υπερωρίες κατά τη νύκτα. Πραγματοποίησε 2 ώρες τέτοιας εργασίας τον Δεκέμβριο, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το βασικό του ωρομίσθιο για υπερωριακή απασχόληση, πλέον της προσαύξησης για εργασία τη νύκτα 25 %, δηλαδή το ποσό των 20,45 ευρώ [(16,36 πλέον 25 % (4,09)] και συνολικά των 40,90 (20,45 Χ 2) ευρώ. β) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών. Πραγματοποίησε 7 ώρες τέτοιας εργασίας τον Νοέμβριο, για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 4,27 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [21,36 (2.403,66 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 29,90 (4,27 Χ 7) ευρώ. γ) Για υπερωριακή νυκτερινή εργασία τις Κυριακές. Πραγματοποίησε 1 ώρα τέτοιας εργασίας τον Δεκέμβριο, για την οποία έπρεπε να λάβει το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του, και με πρόσθετη προσαύξηση 25 % για νυκτερινή εργασία, ήτοι 30,25 [21,36 + 1/7,5 (2,84) + 25 % (6,05)] ευρώ.
Επομένως, για την παραπάνω αιτία έπρεπε να λάβει το ποσό των 101,05 (40,90 + 29,90 + 30,25) ευρώ, και συνολικά το έτος 2006, 228,45 (127,19 + 101,50) ευρώ και, κατά το αγωγικό αίτημα, 221,45 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 210,69 ευρώ, συνεπώς, του οφείλεται ως διαφορά το ποσό των 10,76 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2008. Από την 1-1-2008 έως τις 31-8-2008.α) Για εργασία κατά τη νύκτα καθημερινές. Πραγματοποίησε 76 ώρες τέτοιας εργασίας (3 ώρες τον Ιανουάριο, 7 τον Μάρτιο, 37 τον Απρίλιο, 7 τον Μαϊο, 21 τον Ιούνιο και 1 τον Αύγουστο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 25 % επί του βασικού ωρομισθίου 231,42 {3,04 [βασικό ωρομίσθιο 12,18 Χ 25 %] Χ 76} ευρώ. β) Για υπερωρίες κατά τη νύκτα. Πραγματοποίησε 6 ώρες τέτοιας εργασίας τη νύκτα (3 ώρες τον Ιανουάριο, 2 τον Απρίλιο και 1 τον Αύγουστο) πλέον του νομίμου ωραρίου του, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το βασικό του ωρομίσθιο για υπερωριακή απασχόληση, πλέον της προσαύξησης για εργασία τη νύκτα 25 % (4,56), δηλαδή το ποσό των 22,83 (18,27 + 4,56) ευρώ και συνολικά των 136,98 (22,83 Χ 6) ευρώ. γ) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών. Πραγματοποίησε 8 ώρες νυκτερινής εργασίας Κυριακές (7 ώρες τον Ιούλιο και 1 τον Αύγουστο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 4,93 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [24,67 (2.775,88 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 39,44 (4,93 Χ 8) ευρώ. δ) Για υπερωριακή νυκτερινή εργασία τις Κυριακές. Πραγματοποίησε 1 ώρα τέτοιας εργασίας τον Αύγουστο, για την οποία έπρεπε να λάβει το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του, και με πρόσθετη προσαύξηση 25 % για νυκτερινή εργασία, ήτοι 34,93 [24,67 + 1/7,5 (3,28) + 25 % (6,98)] ευρώ. Επομένως, για την παραπάνω αιτία έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 442,77 (231,42 + 136,98 + 39,44 + 34,93) ευρώ. Από την 1-9-2008 έως τις 31-12-2008. α) Για εργασία κατά τη νύκτα καθημερινές. Πραγματοποίησε 1 ώρα τέτοιας εργασίας τον Σεπτέμβριο, για την οποία έπρεπε να λάβει προσαύξηση 25 % επί του βασικού ωρομισθίου 3,14 [βασικό ωρομίσθιο 12,58 Χ 25 %] ευρώ. β) Για υπερωρίες κατά τη νύκτα. Πραγματοποίησε 1 ώρα τέτοιας εργασίας τη νύκτα τον Σεπτέμβριο, πλέον του νομίμου ωραρίου του, για την οποία έπρεπε να λάβει το βασικό του ωρομίσθιο για υπερωριακή απασχόληση, πλέον της προσαύξησης για εργασία τη νύκτα 25 % (4,71), δηλαδή το ποσό των 23,58 (18,87 + 4,71) ευρώ. γ) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών. Πραγματοποίησε 7 ώρες νυκτερινής εργασίας Κυριακές τον Οκτώβριο, για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 5,04 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [25,23 (2.839,01 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 35,28 (5,04 Χ 7) ευρώ. Επομένως, για την ανωτέρω αιτία έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 62 (3,14 + 23,58 + 35,28) και συνολικά για ολόκληρο το έτος 2008, το ποσό των 504,77 (62 + 442,77) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 477,89 ευρώ, συνεπώς, 26,88 ευρώ και όχι 31,83 ευρώ, που δέχθηκε εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2010. Από την 1-1-2010 έως τις 31-5-2010. α) Για εργασία κατά τη νύκτα καθημερινές. Πραγματοποίησε 21 τέτοιες ώρες εργασίας τον Απρίλιο, για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 25 % επί του βασικού ωρομισθίου 65,52 [3,12 (βασικό ωρομίσθιο 12,51 Χ 25 % ) Χ 21] ευρώ. β) Για υπερωρίες κατά τη νύκτα. Πραγματοποίησε 2 ώρες τέτοιας εργασίας τη νύκτα τον Φεβρουάριο, πλέον του νομίμου ωραρίου του, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το βασικό του ωρομίσθιο για υπερωριακή απασχόληση, πλέον της προσαύξησης για εργασία τη νύκτα 25 % (4,69), δηλαδή το ποσό των 23,45 (18,76 + 4,69) ευρώ και συνολικά των 46,90 (23,45 Χ 2) ευρώ. γ) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών. Πραγματοποίησε 28 ώρες νυκτερινής εργασίας Κυριακές (21 ώρες τον Απρίλιο και 7 τον Μαϊο) για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 5,08 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [25,43 (2.861,68 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 142,24 (5,08 Χ 28) ευρώ. Επομένως, για την παραπάνω αιτία έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 231,21 (65,52 + 23,45 + 142,24) ευρώ. Από την 1-6-2010 έως τις 31-8-2010. α) Για εργασία κατά τη νύκτα καθημερινές. Πραγματοποίησε 44 τέτοιες ώρες εργασίας (14 τον Ιούνιο, 23 τον Ιούλιο και 7 τον Αύγουστο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 25 % επί του βασικού ωρομισθίου 135,08 {3,07 [βασικό ωρομίσθιο 12,28 Χ 25 %) Χ 44] ευρώ. β) Για υπερωρίες κατά τη νύκτα. Πραγματοποίησε 1 ώρα τέτοιας εργασίας τη νύκτα τον Σεπτέμβριο, πλέον του νομίμου ωραρίου του, για την οποία έπρεπε να λάβει το βασικό του ωρομίσθιο για υπερωριακή απασχόληση, πλέον της προσαύξησης για εργασία τη νύκτα 25 % (4,6), δηλαδή το ποσό των 23,02 (18,42 + 4,6) ευρώ. γ) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών. Πραγματοποίησε 73 ώρες νυκτερινής εργασίας (8 ώρες τον Σεπτέμβριο, 29 τον Οκτώβριο, 14 τον Νοέμβριο και 22 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 5,02 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [25,11 (2.825,79 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 366,46 (5,02 Χ 73) ευρώ. δ) Για υπερωριακή νυκτερινή εργασία τις Κυριακές. Πραγματοποίησε 2 ώρες τέτοιας εργασίας τον Ιούλιο, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του, και με πρόσθετη προσαύξηση 25 % για νυκτερινή εργασία, ήτοι 71,12 {35,56 [25,11 + 1/7,5 (3,34) + 25 % (7,11)] Χ 2} ευρώ. Επομένως, για την παραπάνω αιτία έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 595,74 (135,08 + 23,08 + 366,46 + 71,12) ευρώ. Από την 1-9-2010 έως τις 31-12-2010. α) Για εργασία κατά τη νύκτα καθημερινές. Πραγματοποίησε 204 τέτοιες ώρες εργασίας (38 τον Σεπτέμβριο, 37 τον Οκτώβριο, 35 τον Νοέμβριο και 94 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 25 % επί του βασικού ωρομισθίου 612 [3 (βασικό ωρομίσθιο 12,02 Χ 25 %) Χ 204 ] ευρώ. β) Για υπερωρίες κατά τη νύκτα. Πραγματοποίησε 13 ώρες τέτοιας εργασίας τη νύκτα (8 τον Σεπτέμβριο, 2 τον Οκτώβριο και 3 τον Δεκέμβριο) πλέον του νομίμου ωραρίου του, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το βασικό του ωρομίσθιο για υπερωριακή απασχόληση, πλέον της προσαύξησης για εργασία τη νύκτα 25 % (4,5), δηλαδή το ποσό των 292,89 [22,53 (18,03 + 4,5) Χ 13} ευρώ. γ) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών. Πραγματοποίησε 7 ώρες νυκτερινής εργασίας Κυριακές τον Οκτώβριο, για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 5,02 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [25,14 (2.828,44 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 35,14 (5,02 Χ 7) ευρώ. δ) Για υπερωριακή νυκτερινή εργασία τις Κυριακές. Πραγματοποίησε 2 ώρες τέτοιας εργασίας (1 τον Οκτώβριο και 1 τον Δεκέμβριο) για τις οποίες έπρεπε να λάβει, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του, και με πρόσθετη προσαύξηση 25 % για νυκτερινή εργασία, ήτοι 71,12 {35,56 [25,14 + 1/7,5 (3,34) + 25 % (7,11)] Χ 2} ευρώ. Επομένως, για την παραπάνω αιτία έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 1.011,15 (612 + 292,89 + 35,14 + 71,12) ευρώ και συνολικά για ολόκληρο το έτος 2010, το ποσό των 1.838,1 (231,21 + 595,74 + 1.011,15) ευρώ έλαβε 2.159, 55 ευρώ που το υπερκαλύπτει και ουδέν πλέον δικαιούται. Συνεπώς, εσφαλμένα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του επιδίκασε το ποσό των 258,90 ευρώ.
Δ) Για την εργασία του κατά τα Σάββατα :
Κατά το έτος 2005. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία επί 27 Σάββατα (2 τον Ιανουάριο, 3 τον Φεβρουάριο, 2 τον Μάρτιο, 3 τον Απρίλιο, 1 τον Μαϊο, 4 τον Ιούνιο, 3 τον Ιούλιο, 2 τον Σεπτέμβριο, 2 τον Οκτώβριο, 2 τον Νοέμβριο και 3 τον Δεκέμβριο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 3.790, 53 [27 Χ 140,39 ευρώ ημερομίσθιο (2.105,92 ευρώ /15)] ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 3.765,28 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 25,25 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2006. Από την 1-1-2006 έως τις 31-8-2006. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 21 Σάββατα (3 τον Ιανουάριο, 2 τον Φεβρουάριο, 3 τον Μάρτιο, 2 τον Απρίλιο, 3 τον Μαϊο, 3 τον Ιούνιο, 3 τον Ιούλιο και 2 τον Αύγουστο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 3.272,01 [21 Χ 155,81 ευρώ ημερομίσθιο (2.337,21 ευρώ/15)] ευρώ. Από την 1-9-2006 έως τις 31-12-2006. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 7 Σάββατα (3 τον Σεπτέμβριο, 3 τον Οκτώβριο και 1 τον Νοέμβριο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.121,7 [7 Χ 160,24 ευρώ ημερομίσθιο (2.403,66 ευρώ/15)]. Συνεπώς, για την αιτία αυτή δικαιούται το συνολικό ποσό των 4.393,71 (3.272,01 + 1.121,7) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 4.270,14 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά, ποσού 123,57 ευρώ και όχι των 172,28 που εσφαλμένα έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2008. Από την 1-1-2008 έως τις 31-8-2008. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 3 Σάββατα (1 τον Ιούνιο, 1 τον Ιούλιο και 1 τον Αύγουστο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 555,17 [3 Χ 185,05 ευρώ ημερομίσθιο (2.775,88 ευρώ/15)] ευρώ. Από την 1-9-2008 έως τις 31-12-2008. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 1 Σάββατο τον Οκτώβριο, για το οποίο έπρεπε να λάβει το ποσό των 189,26 ευρώ ημερομίσθιο (2.839,01 ευρώ/15) ευρώ. Συνεπώς, για την αιτία αυτή δικαιούται το συνολικό ποσό των 744,43 (555,17 + 189,26) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 722,25 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 22,18 ευρώ και όχι των 34,79 ευρώ που εσφαλμένα έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2010. Από την 1-1-2010 έως τις 31-5-2010. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 8 Σάββατα (2 τον Ιανουάριο, 2 τον Φεβρουάριο, 2 τον Απρίλιο και 2 τον Μαϊο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.520 [8 Χ 190 ευρώ ημερομίσθιο (2.861,68 ευρώ/15)] ευρώ. Από την 1-6-2010 έως τις 31-8-2010. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 9 Σάββατα (3 τον Ιούνιο, 5 τον Ιούλιο και 1 τον Αύγουστο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.695,42 [9 Χ 188,38 ευρώ ημερομίσθιο (2.825,79 ευρώ/15)] ευρώ. Από την 1-9-20010 έως τις 31-12-2010. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 14 Σάββατα (4 τον Σεπτέμβριο, 5 τον Οκτώβριο, 2 τον Νοέμβριο και 3 τον Δεκέμβριο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 2.639,84 [14 Χ 188,56 ευρώ ημερομίσθιο (2.828,44 ευρώ/15)] ευρώ. Συνεπώς, για την αιτία αυτή δικαιούται το συνολικό ποσό των 5.855,26 (1.520 + 1.695,42 + 2.639,84) ευρώ, ενώ για την ίδια αιτία έχει λάβει το ποσό των 5.916,07 ευρώ, και δεν του οφείλεται κανένα επιπλέον ποσό. Επομένως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις του επιδίκασε για την αιτία αυτή το ποσό των 545,86 ευρώ.
Ε) Για την εργασία του κατά την Κυριακή και αργίες :
Κατά το έτος 2005. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία επί 20 Κυριακές και αργίες (2 τον Φεβρουάριο, 2 τον Μάρτιο, 3 τον Απρίλιο, 3 τον Μαϊο, 2 τον Ιούνιο, 2 τον Ιούλιο, 1 τον Σεπτέμβριο, 2 τον Οκτώβριο, 1 τον Νοέμβριο και 2 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 2.807,8 [20 Χ 140,39 ευρώ ημερομίσθιο (2.105,92 ευρώ /15)] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 21 ώρες, Κυριακές και αργίες, πέραν των 7,5 ωρών (4 ώρες τον Φεβρουάριο, 5 τον Μάρτιο, 2 τον Απρίλιο, 1 τον Ιούλιο, 4 τον Αύγουστο, 1 τον Σεπτέμβριο, 1 τον Οκτώβριο και 3 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 392,91 [18,71 (2.105,92 ευρώ :15 : 7,5) Χ 21] ευρώ, δηλαδή συνολικά το ποσό των 3.200,71 (2.807,8 + 392,91) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 3.036,94 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 163,77 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2006. Από την 1-1-2006 έως τις 31-8-2006. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία επί 16 Κυριακές και αργίες (2 τον Ιανουάριο, 4 τον Φεβρουάριο, 1 τον Μάρτιο, 2 τον Απρίλιο, 1 τον Μαϊο, 1 τον Ιούνιο, 3 τον Ιούλιο και 2 τον Αύγουστο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 2.493,02 [16 Χ 155,81 ευρώ ημερομίσθιο (2.337,21 ευρώ /15)] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 12 ώρες, Κυριακές και αργίες, πέραν των 7,5 ωρών (1 ώρα τον Ιανουάριο, 8 τον Φεβρουάριο, 1 τον Απρίλιο και 2 τον Αύγουστο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 249,30 [20,77 (2.337,21 ευρώ :15 : 7,5) Χ 12] ευρώ. Από την 1-9-2006 έως τις 31-12-2006. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία επί 3 Κυριακές και αργίες (1 τον Σεπτέμβριο, 1 τον Οκτώβριο και 1 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 480,73 [3 Χ 160,24 ευρώ ημερομίσθιο (2.403,66 ευρώ /15)] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 1 ώρα Κυριακή ή αργία, πέραν των 7,5 ωρών, για την οποία έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 21,36 (2.403,66 ευρώ :15 : 7,5) ευρώ. Συνεπώς, για τις ανωτέρω αιτίες δικαιούται συνολικά για το έτος 2006 το ποσό των 3.244,41 (2.493,02 + 249,30 + 480,73 + 21,36) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 3.151,90 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 92,51 ευρώ και όχι των 124,57 ευρώ, όπως εσφαλμένα έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2008. Από την 1-1-2008 έως τις 31-8-2008. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία επί 2 Κυριακές και αργίες (1 τον Ιανουάριο και 1 τον Ιούνιο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 370,11 [2 Χ 185,05 ευρώ ημερομίσθιο (2.775,88 ευρώ /15)] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 6 ώρες, Κυριακές και αργίες, πέραν των 7,5 ωρών (1 ώρα τον Ιανουάριο, 1 τον Μάρτιο, 1 τον Απρίλιο, 2 τον Ιούνιο και 1 τον Ιούλιο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 148,04 [24,67 (2.775,88 ευρώ :15 : 7,5) Χ 6] ευρώ. Από την 1-9-2008 έως τις 31-12-2008. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία επί 1 Κυριακή ή αργία τον Σεπτέμβριο, για την οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 189,26 ευρώ ημερομίσθιο (2.839,01 ευρώ /15) ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 2 ώρες, Κυριακές και αργίες, πέραν των 7,5 ωρών (1 τον Σεπτέμβριο και 1 τον Οκτώβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 50,47 [25,23 (2.839,01 ευρώ :15 : 7,5) Χ 2] ευρώ. Συνεπώς, για τις ανωτέρω αιτίες, δικαιούται συνολικά για το έτος 2008 το ποσό των 757,88 (370,11 + 148,04 + 189,26 + 50,47) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 734,91 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 22,97 ευρώ και όχι 32,17 που εσφαλμένα υπολόγισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2010. Από την 1-1-2010 έως τις 31-5-2010. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία επί 11 Κυριακές και αργίες (1 τον Ιανουάριο, 2 τον Φεβρουάριο, 3 τον Μάρτιο, 3 τον Απρίλιο και 2 τον Μαϊο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 2.098,47 [11 Χ 190,77 ευρώ ημερομίσθιο (2.861,68 ευρώ /15)] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 4 ώρες, Κυριακές και αργίες, πέραν των 7,5 ωρών (3 τον Απρίλιο και 1 τον Μαϊο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 101,72 [25,43 (2.861,68 ευρώ :15 : 7,5) Χ 4] ευρώ. Από την 1-6-2010 έως τις 31-8-2010. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία επί 6 Κυριακές και αργίες (1 τον Ιούνιο, 3 τον Ιούλιο και 2 τον Αύγουστο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.130,31 [6 Χ 188,38 ευρώ ημερομίσθιο (2.825,79 ευρώ /15)] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 6 ώρες, Κυριακές και αργίες, πέραν των 7,5 ωρών (3 τον Ιούνιο, 2 τον Ιούλιο και 1 τον Αύγουστο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 150,66 [25,11 (2.825,79 ευρώ :15 : 7,5) Χ 6] ευρώ. Από την 1-9-2010 έως τις 31-12-2010. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία επί 15 Κυριακές και αργίες (3 τον Σεπτέμβριο, 5 τον Οκτώβριο, 2 τον Νοέμβριο και 5 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 2.828,4 [15 Χ 188,56 ευρώ ημερομίσθιο (2.828,44 ευρώ /15)] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 13 ώρες, Κυριακές και αργίες, πέραν των 7,5 ωρών (3 τον Σεπτέμβριο, 4 τον Οκτώβριο, 2 τον Νοέμβριο και 4 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 326,82 [25,14 (2.828,44 ευρώ :15 : 7,5) Χ 13] ευρώ. Συνεπώς, για τις ανωτέρω αιτίες, δικαιούται συνολικά για το έτος 2010 το ποσό των 6.636,38 (2.098,47 + 101,72 + 1.130,31 + 150,66 + 2.828,4 + 326,82) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 6.520,73 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 115,65 και όχι των 750,93 ευρώ, που εσφαλμένα υπολόγισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
ΣΤ) Για επίδομα εορτών Πάσχα δικαιούται (χωρίς συνυπολογισμό υπερωριών, που δεν περιλαμβάνονται, κατά τα άνω, και προσαυξήσεων λόγω παροχής εργασίας τις νύκτες, Κυριακές και αργίες, εφόσον δεν αναζητούνται, κατά το αίτημα της αγωγής) :
Για επίδομα εορτών Πάσχα δικαιούται (χωρίς συνυπολογισμό υπερωριών, που δεν περιλαμβάνονται, κατά τα άνω, και προσαυξήσεων λόγω παροχής εργασίας τις νύκτες, Κυριακές και αργίες, εφόσον δεν αναζητούνται, κατά το αίτημα της αγωγής) :
Για το έτος 2006, ο ενάγων δικαιούται την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, κατά τον Απρίλιο, δηλαδή το ποσό των 1.212,47 ευρώ [μηνιαίος μισθός 2.337,21 + αναλογία επιδόματος αδείας 87,74 = 2.424,95 Χ 4/8]. Για το έτος 2007, την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, κατά τον Απρίλιο, δηλαδή το ποσό των 1.336,65 ευρώ [μηνιαίος μισθός 2.566,38 + αναλογία επιδόματος αδείας 106,93 = 2.673,31 Χ 4/8]. Για το έτος 2008, την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, κατά τον Απρίλιο, δηλαδή το ποσό των 1.445,77 ευρώ [μηνιαίος μισθός 2.775,88 + αναλογία επιδόματος αδείας 115,66 = 2.891,54 Χ 4/8]. Για το έτος 2009, την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, κατά τον Απρίλιο, δηλαδή το ποσό των 1.537,35 ευρώ [μηνιαίος μισθός 2.951,72 + αναλογία επιδόματος αδείας 122,98 = 3.074,7 Χ 4/8]. Για το έτος 2010, την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, κατά τον Απρίλιο, δηλαδή το ποσό των 1.489,71 ευρώ [μηνιαίος μισθός 2.861,68 + αναλογία επιδόματος αδείας 117,74 = 2.979, 42 Χ 4/8]. Έναντι αυτών έλαβε, το ποσό των 1.341,27 ευρώ, των 1.419,76 ευρώ, των 1.501,84 ευρώ, των 1.491,99 ευρώ και των 1.180 ευρώ, αντίστοιχα, επομένως, για τα έτη 2006, 2007 και 2008, το ποσό που έλαβε για την παραπάνω αιτία υπερβαίνει το οφειλόμενο και του οφείλεται, μόνο ως διαφορά για τα έτη 2009 και 2010 το συνολικό ποσό των [3.027,06 (1537,35 + 1.489,71) –2.671,99 ( 1491,99 + 1.180)] ευρώ, έτος 2010, το ποσό των 355,07 ευρώ, και όχι των 1.762,76 ευρώ συνολικά, που εσφαλμένα κρίνοντας του επιδίκασε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Η) Για επίδομα εορτών Χριστουγέννων, με βάση τις αποδοχές του την 10η Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους, δικαιούται :
Για το έτος 2006, το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 2.491,4 ευρώ [μηνιαίος μισθός 2.403,66 + αναλογία επιδόματος αδείας 87,74 ]. Για το έτος 2007, το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 2.673,31 ευρώ [μηνιαίος μισθός 2.566,38 + αναλογία επιδόματος αδείας 106,93]. Για το έτος 2008, το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 2.954,67 ευρώ [ μηνιαίος μισθός 2.839,01 + αναλογία επιδόματος αδείας 115,66]. Για το έτος 2009, το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 3.074,7 ευρώ [ μηνιαίος μισθός 2.951,72 + αναλογία επιδόματος αδείας 122,98]. Για το έτος 2010, το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 2.945,74 ευρώ [μηνιαίος μισθός 2.828 + αναλογία επιδόματος αδείας 117,74], επομένως, δικαιούτο το ποσό των 500 ευρώ, κατά τα προεκτεθέντα στην οικεία σκέψη. Έναντι αυτών έλαβε, το ποσό των 3.023,60 ευρώ, των 3.319,80 ευρώ, των 3.145,09 ευρώ, των 4.084,56 ευρώ και των 500 ευρώ, αντίστοιχα, επομένως, για τα έτη 2006, 2007, 2008 και 2009, το ποσό που έλαβε για την παραπάνω αιτία υπερβαίνει το οφειλόμενο, και για το έτος 2010, το ποσό που έλαβε συμπίπτει με το οφειλόμενο, συνεπώς, δεν του οφείλεται οποιοδήποτε επιπλέον ποσό και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε επιδικάζοντάς του το ποσό των 4.232,64 ευρώ.
Θ) Για επίδομα αδείας : Με βάση τις αποδοχές του, την 15η Ιουνίου του αντίστοιχου έτους, δικαιούται :
Για το έτος 2006, έπρεπε να λάβει για επίδομα αδείας το ½ των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 1.168,60 ευρώ [νόμιμος μισθός 2.337,21 ευρώ : 2]. Για το έτος 2007, έπρεπε να λάβει για επίδομα αδείας το ½ των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 1.283,89 ευρώ [νόμιμος μισθός 2.566,38 ευρώ : 2]. Για το έτος 2009, έπρεπε να λάβει για επίδομα αδείας το ½ των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 1.475,86 ευρώ [νόμιμος μισθός 2.951,72 ευρώ : 2]. Για το έτος 2010, έπρεπε να λάβει για επίδομα αδείας το ποσό των 250 ευρώ, κατά τα προεκτεθέντα. Έναντι αυτών έλαβε, το ποσό των 1.429,05, ευρώ, των 1.535,03 ευρώ, των 1.609,17 ευρώ και των 248,34 ευρώ, αντίστοιχα, επομένως, για τα έτη 2006, 2007 και 2009, το ποσό που έλαβε για την παραπάνω αιτία υπερβαίνει το οφειλόμενο και του οφείλεται, μόνο ως διαφορά για το έτος 2010, το ποσό του 1.66 ευρώ, και όχι των 2.174,29 συνολικά, που εσφαλμένα κρίνοντας του επιδίκασε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συνεπώς, ο πρώτος ενάγων για όλες τις παραπάνω αιτίες-έχοντας αφαιρεθεί με βάση τις προσκομιζόμενες καταστάσεις μισθοδοσίας του η οφειλόμενη αμοιβή του κατά τις ημέρες που συμμετείχε σε απεργία ή στάση εργασίας-το ποσό των 8.556,25 ευρώ (224,14 + 95,19 + 20,74 + 25,25 + 163,77 + 34,05 + 875,28 + 279,51 + 10,76 + 123,57 + 92,51 +994,28 + 854,99 + 1.277,99 + 277,77 + 26,88 + 22,18 + 22,97 + 1.014,38 + 529,87 + 937,34 + 180,45 + 115,65 + 355,07 + 1.164,55).
- Ο δεύτερος ενάγων, …………..
Α) Για διαφορές αποδοχών : Κατά το έτος 2005. Από την 1-1-2005 έως τις 31-3-2005. Όντας έγγαμος, με ένα ανήλικο τέκνο, και συμπληρωμένη προϋπηρεσία 7 ετών, υπαγόταν, σύμφωνα με την από 17-4-2000 ΣΣΕ στο 23οο κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, με βασικό μισθό 873,50 ευρώ (από 14-7-2004 ΣΣΕ) και με μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες στο ποσό των 1.579,65 ευρώ {βασικός μισθός 873,50 + 174,70 [χρονοεπίδομα 20 % (από 23-10-2002 ΣΣΕ)] + 90,59 οικογενειακό επίδομα (συζύγου και τέκνου)+ 268,39 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 137,97 επίδομα ειδικών συνθηκών (ως υπαγόμενος στο εδαφ.Γ΄ της παρ. 6 του άρθρου 7 της από 17-4-2000 ΣΣΕ της εναγομένης) + 34,50 επίδομα βάρδιας}, επομένως, έπρεπε να λάβει το ποσό των 4.738,95 (1.579,65 Χ 3) ευρώ. Από την 1-4-2005 έως τις 31-12-2005. Έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 9 ετών, σύμφωνα με την από 17-4-2000 ΣΣΕ υπαγόταν στο 22οο κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, με βασικό μισθό 886,40 ευρώ (από 14-7-2004 ΣΣΕ) και με μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες στο ποσό των 1.630,58 ευρώ {βασικός μισθός 886,40 + 212,73 [χρονοεπίδομα 24 % (από 23-10-2002 ΣΣΕ)] + 90,59 οικογενειακό επίδομα (συζύγου και τέκνων)+ 268,39 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 137,97 επίδομα ειδικών συνθηκών + 34,50 επίδομα βάρδιας}, έπρεπε να λάβει το ποσό των 14.675,22 (1.630,58 Χ 9) ευρώ. Συνεπώς, για την ανωτέρω αιτία δικαιούτο το συνολικό ποσό των 19.414,17 (4.738,95 + 14.675,22) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 19.178,37 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 235,80 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2006, και δη από την 1-1-2006, ο ενάγων έπρεπε να καταταγεί στο 19ο μισθολογικό κλιμάκιο, δηλαδή να προαχθεί κατά τρία κλιμάκια σε σχέση με εκείνο στο οποίο υπαγόταν στις 31-12-2005 (άρθρο 5 της ΣΣΕ για το 2006). Επίσης, άλλαξε ο τρόπος υπολογισμού του οικογενειακού επιδόματος (για τη σύζυγο) και διαμορφώθηκε από την 1-1-2006 σε ποσοστό ίσο με το 10 % του 18ου μισθολογικού κλιμακίου, όπως έχει ήδη αναφερθεί για τον πρώτο ενάγοντα. Βάσει των ανωτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2006 μέχρι 31-12-2006, σύμφωνα με την ισχύουσα ΣΣΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 1.852,40 ευρώ (βασικός μισθός 975,03 + 234 χρονοεπίδομα 24 % + 167,46 οικογενειακό επίδομα + 293,09 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 146,25 επίδομα ειδικών συνθηκών + 36,57 επίδομα βάρδιας) και έπρεπε να λάβει το ποσό των 22.228,80 (1.852,40 Χ 12) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 21.094,89 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 1.133,91 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2007. Από την 1-1-2007 έως τις 31-3-2007. Οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν στο ποσό των 1.980,32 ευρώ [βασικός μισθός 1.036,46 + 248,75 [χρονοεπίδομα 24 % (από 23-10-2002 ΣΣΕ)] + 178,11 οικογενειακό επίδομα (συζύγου και τέκνων)+ 322,39 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 155,68 επίδομα ειδικών συνθηκών + 38,93 επίδομα βάρδιας], επομένως, έπρεπε να λάβει το ποσό των 5.940,9 (1.980,3 Χ 3) ευρώ. Από την 1-4-2007 έως τις 31-12-2007. Έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 11 ετών, σύμφωνα με την από 17-4-2000 ΣΣΕ υπαγόταν στο 18οο κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, και οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 2.040,26 ευρώ [βασικός μισθός 1.050,90 + 294,25 [χρονοεπίδομα 28 % (από 23-10-2002 ΣΣΕ)] + 178,11 οικογενειακό επίδομα (συζύγου και τέκνων)+ 322,39 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 155,68 επίδομα ειδικών συνθηκών + 38,93 επίδομα βάρδιας], επομένως, έπρεπε να λάβει το ποσό των 18.362,34 (2.040,26 Χ 9) ευρώ και για ολόκληρο το έτος 2007, το ποσό των 24.303,24 (5.940,9 + 18.362,34) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 22.813,99 και δικαιούται τη διαφορά, ποσού 1.489,25 ευρώ, αντί των 1.489,31 ευρώ, που εσφαλμένα επιδικάστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2008. Οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 2.182,57 ευρώ [βασικός μισθός 1.103,45 + 308,96 (χρονοεπίδομα 28%) + 187,02 οικογενειακό επίδομα + 378,80 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 163,46 επίδομα ειδικών συνθηκών + 40,88 επίδομα βάρδιας], συνεπώς, έπρεπε να λάβει το ποσό των 26.190,84 (2.182,57 Χ 12) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 24.104,34 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 2.086,50, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2009. Από την 1-1-2009 έως τις 31-3-2009. Οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν στο ποσό των 2.383,30 ευρώ [βασικός μισθός 1.147,59 + 321,32 χρονοεπίδομα 28 %+ 266,25 οικογενειακό επίδομα (συζύγου και τέκνων)+ 435,62 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 170 επίδομα ειδικών συνθηκών + 42,52 επίδομα βάρδιας], επομένως, έπρεπε να λάβει το ποσό των 7.149,9 (2.383,30 Χ 3) ευρώ. Από την 1-4-2009 έως τις 31-12-2009. Έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 13 ετών, σύμφωνα με την από 17-4-2000 ΣΣΕ υπαγόταν στο 17οο κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, και οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 2.452,11 ευρώ [βασικός μισθός 1.164,94 + 372,78 [χρονοεπίδομα 32 % (από 23-10-2002 ΣΣΕ)] + 266,25 οικογενειακό επίδομα (συζύγου και τέκνων)+ 435,62 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 170 επίδομα ειδικών συνθηκών + 42,52 επίδομα βάρδιας], επομένως, έπρεπε να λάβει το ποσό των 22.068, 99 (2.452,11 Χ 9) ευρώ και για ολόκληρο το έτος 2007, το ποσό των 29.218,89 (7.149,9 + 22.068,99) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 25.215,97 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 4.002,92 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2010. Από την 1-1-2010 έως τις 31-5-2010, οι μηνιαίες αποδοχές του έπρεπε να ανέλθουν στο ποσό των 2.370,57 {βασικός μισθός 1.083.4 [1.164,94 μείον 81,54 90,04 (7 %)] + 372,78 [χρονοεπίδομα 32 % (από 23-10-2002 ΣΣΕ)] + 266,25 οικογενειακό επίδομα (συζύγου και τέκνων)+ 435,62 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 170 επίδομα ειδικών συνθηκών + 42,52 επίδομα βάρδιας}, και δικαιούτο να λάβει το ποσό των 11.852,85 (2.370,57 Χ 5) ευρώ. Από την 1-6-2010 έως τις 31-12-2010, οι μηνιαίες αποδοχές του έπρεπε να ανέλθουν στο ποσό των 2.338,07 {1.050,90 [βασικός μισθός 1.083,4 μείον 32,50 (3 %)] + 372,78 [χρονοεπίδομα 32 % (από 23-10-2002 ΣΣΕ)] + 266,25 οικογενειακό επίδομα (συζύγου και τέκνων)+ 435,62 επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης + 170 επίδομα ειδικών συνθηκών + 42,52 επίδομα βάρδιας}, και δικαιούτο να λάβει το ποσό των 16.366,49 (2.338,07 Χ 7) ευρώ. Επομένως, για την ανωτέρω αιτία δικαιούται συνολικά για το συγκεκριμένο έτος το ποσό των 28.219,34 (11.852,85 + 16.366,49) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 26.063,87 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 2.155,47 ευρώ και όχι των 3.361,45 ευρώ, που εσφαλμένα του επιδίκασε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο
Β) Για (απλές) υπερωρίες κατά τις καθημερινές :
Κατά το έτος 2006. Από την 1-1-2006 έως τις 31-12-2006, το βασικό του ωρομίσθιο, με προσαύξηση 50 % λόγω πρόσθετης εργασίας, υπερεργασίας και υπερωρίας, ανερχόταν σε 11,59 {7,73 [1.209,03 (βασικός μισθός 975,03 + 234 χρονοεπίδομα) Χ 6/25 : 37,5] πλέον 50 %}. Πραγματοποίησε 214 απλές υπερωρίες (23 τον Ιανουάριο, 24 τον Φεβρουάριο, 21 τον Μάρτιο, 21 τον Απρίλιο, 30 τον Μαϊο, 18 τον Ιούνιο, 24 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο, 23 τον Σεπτέμβριο, 20 τον Οκτώβριο, 4 τον Νοέμβριο και 3 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει συνολικά 2.480,26 (214 Χ 11,59) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 2.346,54, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά, ποσού 133,72 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2007. Από την 1-1-2007 έως τις 31-3-2007. Το βασικό του ωρομίσθιο, με την παραπάνω προσαύξηση ανερχόταν σε 12,33 ευρώ {8,24 [1.285,21 (βασικός μισθός 1.036,46 + 248,75 χρονοεπίδομα] Χ 6 : 25 : 37,5] πλέον 50 %}.Πραγματοποίησε 65 απλές υπερωρίες (18 τον Ιανουάριο, 21 τον Φεβρουάριο και 26 τον Μάρτιο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει συνολικά 801,45 (65 Χ 12,33) ευρώ. Από την 1-4-2007 έως τις 31-12-2007. Το βασικό του ωρομίσθιο, με την παραπάνω προσαύξηση ανερχόταν σε 12,90 ευρώ {8,60 [1.345,15 (βασικός μισθός 1.050,90 + 294,25 χρονοεπίδομα] Χ 6 : 25 : 37,5] πλέον 50 %}. Πραγματοποίησε 196 απλές υπερωρίες (19 τον Απρίλιο, 18 τον Μαϊο, 24 τον Ιούνιο, 32 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο, 9 τον Σεπτέμβριο, 42 τον Οκτώβριο, 26 τον Νοέμβριο και 23 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει συνολικά 2.528,40 (196 Χ 12,90) ευρώ. Συνεπώς, έπρεπε να λάβει συνολικά το ποσό των 3.329,85 (801,45 + 2.528,40) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 3.143,33 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 186,52, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2008. Το βασικό του ωρομίσθιο, με την παραπάνω προσαύξηση ανερχόταν σε 13,54 {9,03 [1.412,41 (βασικός μισθός 1.103,45 + 308,96 χρονοεπίδομα) Χ 6/25 : 37,5] πλέον 50 %} ευρώ. Πραγματοποίησε 16 υπερωρίες (8 τον Ιανουάριο, 1 τον Μάρτιο, 1 τον Ιούνιο, 1 τον Ιούλιο, 1 τον Αύγουστο, 1 τον Σεπτέμβριο, 1 τον Οκτώβριο, 1 τον Νοέμβριο και 1 τον Δεκέμβριο), πλέον του προβλεπόμενου ημερήσιου ωραρίου του των 7,5 ωρών, για τις οποίες έπρεπε να λάβει συνολικά 216,64 (16 Χ 13,54) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 204,96 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά ύψους 11,68 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2009. Από την 1-1-2009 έως τις 31-3-2009. Το βασικό του ωρομίσθιο, με την παραπάνω προσαύξηση ανερχόταν σε 14,10 ευρώ {9,40 [1.468,91 (βασικός μισθός 1.147,59 + 321,32 χρονοεπίδομα] Χ 6 : 25 : 37,5] πλέον 50 %}.Πραγματοποίησε 6 απλές υπερωρίες (1 τον Φεβρουάριο και 5 τον Μάρτιο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει συνολικά 84,6 (5 Χ 14,10) ευρώ. Από την 1-4-2009 έως τις 31-12-2009. Το βασικό του ωρομίσθιο, με την παραπάνω προσαύξηση ανερχόταν σε 14,76 ευρώ {9,84 [1.537,72 (βασικός μισθός 1.164,94 + 372,78 [ χρονοεπίδομα] Χ 6 : 25 : 37,5] πλέον 50 %}. Πραγματοποίησε 62 απλές υπερωρίες (8 τον Απρίλιο, 10 τον Μαϊο, 9 τον Ιούνιο, 6 τον Ιούλιο, 4 τον Αύγουστο, 8 τον Σεπτέμβριο, 8 τον Νοέμβριο και 9 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει συνολικά 915,12 (62 Χ 14,76) ευρώ. Συνεπώς, έπρεπε να λάβει συνολικά το ποσό των 999,72 (84,6 + 915,12) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 940,54 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 59,12 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2010. Από την 1-1-2010 έως τις 31-5-2010, το βασικό του ωρομίσθιο, με την παραπάνω προσαύξηση ανερχόταν σε 13,96 {9,31 {[1.456,18 (βασικός μισθός 1.083.4 + 372,78 χρονοεπίδομα) Χ 6/25 : 37,5] πλέον 50 %} ευρώ. Πραγματοποίησε 40 απλές υπερωρίες (7 τον Ιανουάριο, 7 τον Φεβρουάριο, 9 τον Μάρτιο, 8 τον Απρίλιο, και 9 τον Μαϊο), πλέον δηλαδή του προβλεπόμενου ημερήσιου ωραρίου του των 7,5 ωρών, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 558,4 (40 Χ 13,96) ευρώ. Από την 1-6-2010 έως τις 31-8-2010, το βασικό του ωρομίσθιο, με την παραπάνω προσαύξηση ανερχόταν σε 13,66 {9,11 {[1.423,68 (βασικός μισθός 1.050,90 + 372,78 χρονοεπίδομα) Χ 6/25 : 37,5] πλέον 50 %} ευρώ. Πραγματοποίησε 51 απλές υπερωρίες (7 τον Ιούνιο, 4 τον Ιούλιο και 7 τον Αύγουστο, 10 τον Σεπτέμβριο, 4 τον Οκτώβριο, 10 τον Νοέμβριο και 9 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 696,66 (51 Χ 13,66) ευρώ. Συνεπώς, έπρεπε να λάβει συνολικά το ποσό των 1.255,06 (558,4 + 696,66) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 1.186,68, ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 68,38 ευρώ και όχι 582,98 ευρώ, όπως εσφαλμένα έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Γ) α) Για εργασία κατά τη νύκτα, β) υπερωρίες νύκτας και γ) νυκτερινή εργασία τις Κυριακές, οι οποίες αναγράφονταν στα εκκαθαριστικά του σημειώματα, όπως ακριβώς και για τον πρώτο ενάγοντα. Κατά το έτος 2006. α) Για εργασία κατά τη νύκτα. Με βάση το βασικό του ωρομίσθιο (7,73) δικαιούτο ως προσαύξηση νυκτερινής εργασίας 1,93 (7,73 Χ 25 %) ευρώ. Πραγματοποίησε 179 ώρες τέτοιας εργασίας τη νύκτα ( 7 ώρες τον Μαϊο, 24 τον Ιούνιο, 15 τον Ιούλιο, 46 τον Αύγουστο, 16 τον Οκτώβριο, 32 τον Νοέμβριο και 39 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει 345,47 (179 Χ 1,93) ευρώ. β) Για υπερωρίες κατά τη νύκτα. Πραγματοποίησε 17 ώρες τέτοιας εργασίας καθημερινές, πλέον του νομίμου ωραρίου του (1 τον Ιανουάριο, 3 τον Ιούνιο, 1 τον Ιούλιο, 4 τον Αύγουστο, 2 τον Οκτώβριο, 3 τον Νοέμβριο και 3 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το βασικό του ωρομίσθιο για υπερωριακή απασχόληση, πλέον της προσαύξησης για εργασία τη νύκτα 25 %, δηλαδή το ποσό των 14,48 ευρώ [(11,59 πλέον 25 % (2,89)] και συνολικά των 246,16 (14,48 Χ 17) ευρώ. γ) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών. Πραγματοποίησε 87 ώρες τέτοιας εργασίας (21 τον Μάρτιο, 22 τον Απρίλιο, 14 τον Μαϊο, 1 τον Αύγουστο, 8 τον Σεπτέμβριο, 14 τον Οκτώβριο και 7 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 3,29 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [16,46 (1.852,40 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 286,4 (3,29 Χ 87) ευρώ. δ) Για υπερωριακή νυκτερινή εργασία τις Κυριακές και αργίες. Πραγματοποίησε 6 ώρες τέτοιας εργασίας (1 τον Ιανουάριο, 2 τον Φεβρουάριο, 1 τον Απρίλιο, 1 τον Αύγουστο και 1 τον Σεπτέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του, και με πρόσθετη προσαύξηση 25 % για νυκτερινή εργασία, ήτοι 23,31 [16,46 + 1/7,5 (2,19) + 25 % (5,88)], και συνολικά των 139,86 (23,31 Χ 6) ευρώ. Επομένως, το έτος 2006, έπρεπε να λάβει συνολικά για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 1.017,89 (345,47 + 246,16 + 286,4 + 139,86) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 943,94, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 73,95 ευρώ και όχι 80,29 ευρώ, που εσφαλμένα επιδίκασε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2007. Από την 1-1-2007 έως τις 31-3-2007. α) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών και αργιών. Πραγματοποίησε 2 ώρες τέτοιας εργασίας (1 τον Ιανουάριο και 1 τον Φεβρουάριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 3,52 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [17,60 (1.980,32 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 7,04 (3,52 Χ 2) ευρώ. β) Για υπερωριακή νυκτερινή εργασία τις Κυριακές και αργίες. Πραγματοποίησε 2 ώρες τέτοιας εργασίας (1 τον Ιανουάριο και 1 τον Φεβρουάριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του, και με πρόσθετη προσαύξηση 25 % για νυκτερινή εργασία, ήτοι 24,92 [17,60 + 1/7,5 (2,34) + 25 % (4,98)] ευρώ, και συνολικά το ποσό των 49,84 (24,92 Χ 2) ευρώ. Από την 1-4-2007 έως τις 31-12-2007. α) Για εργασία κατά τη νύκτα. Με βάση το βασικό του ωρομίσθιο (8,60) δικαιούτο ως προσαύξηση νυκτερινής εργασίας 2,15 (8,60 Χ 25 %) ευρώ. Πραγματοποίησε 111 ώρες τέτοιας εργασίας τη νύκτα ( 2 τον Ιούνιο, 15 τον Ιούλιο, 51 τον Αύγουστο, 38 τον Σεπτέμβριο, 3 τον Νοέμβριο και 2 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει ως προσαύξηση το ποσό των 238,65 (2,15 Χ 111) ευρώ. β) Για υπερωρίες κατά τη νύκτα. Πραγματοποίησε 13 ώρες τέτοιας εργασίας (2 τον Ιούνιο, 1 τον Ιούλιο, 2 τον Αύγουστο, 3 τον Σεπτέμβριο, 3 τον Νοέμβριο και 2 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το βασικό του ωρομίσθιο για υπερωριακή απασχόληση, πλέον της προσαύξησης για εργασία τη νύκτα 25 %, δηλαδή το ποσό των 16,12 ευρώ [(12,90 πλέον 25 % (3,22)] και συνολικά των 209,56 (16,12 Χ 13) ευρώ. γ) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών και αργιών. Πραγματοποίησε 45 ώρες τέτοιας εργασίας (7 τον Μαϊο, 8 τον Ιούνιο, 14 τον Αύγουστο, 7 τον Σεπτέμβριο, 1 τον Νοέμβριο και 8 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 3,62 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [18,13 (2.040 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 162,90 (3,62 Χ 45) ευρώ. γ) Για υπερωριακή νυκτερινή εργασία τις Κυριακές και αργίες. Πραγματοποίησε 3 ώρες τέτοιας εργασίας (1 τον Ιούνιο, 1 τον Νοέμβριο και 1 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του, και με πρόσθετη προσαύξηση 25 % για νυκτερινή εργασία, ήτοι 25,67 [18,13 + 1/7,5 (2,41) + 25 % (5,13)] ευρώ, και συνολικά 77,01 (25,67 Χ 3) ευρώ. Συνεπώς, για όλες τις παραπάνω αιτίες δικαιούται το ποσό των 745 (7,04 + 49,84 + 238,65 + 209,56 + 162,90 + 77,01) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 692,48 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 52,52 ευρώ και όχι των 55,79, που εσφαλμένα έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2008. α) Για εργασία κατά τη νύκτα καθημερινές. Με βάση το βασικό του ωρομίσθιο (9,03) δικαιούτο ως προσαύξηση νυκτερινής εργασίας 2,25 (9,03 Χ 25 %) ευρώ Πραγματοποίησε 61 ώρες τέτοιας εργασίας (1 ώρες τον Ιανουάριο, 2 τον Μάρτιο, 2 τον Απρίλιο, 8 τον Μαϊο, 2 τον Ιούνιο, 2 τον Ιούλιο, 19 τον Αύγουστο, 3 τον Οκτώβριο και 3 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 25 % επί του βασικού ωρομισθίου, δηλαδή συνολικά το ποσό των 137,25 (2,25 Χ 61) ευρώ. β) Για υπερωρίες κατά τη νύκτα. Πραγματοποίησε 25 ώρες τέτοιας εργασίας τη νύκτα (2 ώρες τον Ιανουάριο, 2 τον Μάρτιο, 2 τον Απρίλιο, 2 τον Ιούνιο, 5 τον Ιούλιο, 6 τον Αύγουστο, 3 τον Οκτώβριο και 3 τον Δεκέμβριο) πλέον του νομίμου ωραρίου του, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το βασικό του ωρομίσθιο για υπερωριακή απασχόληση, πλέον της προσαύξησης για εργασία τη νύκτα 25 % (3,38), δηλαδή το ποσό των 16,92 (13,54 + 3,38) ευρώ και συνολικά των 423 (16,92 Χ 25) ευρώ. γ) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών και αργιών. Πραγματοποίησε 126 ώρες τέτοιας εργασίας ( 7 τον Ιανουάριο, 1 τον Φεβρουάριο, 21 τον Μάρτιο, 7 τον Απρίλιο, 8 τον Μαϊο, 21 τον Ιούνιο, 1 τον Ιούλιο, 1 τον Αύγουστο, 8 τον Σεπτέμβριο, 8 τον Οκτώβριο, 28 τον Νοέμβριο και 15 ώρες τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 3,88 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [19,40 (2.182,57 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 488,88 (3,88 Χ 126) ευρώ. δ) Για υπερωριακή νυκτερινή εργασία τις Κυριακές και αργίες. Πραγματοποίησε 7 ώρες τέτοιας εργασίας (1 τον Φεβρουάριο, 1 τον Μαϊο, 1 τον Ιούλιο, 1 τον Αύγουστο, 1 τον Σεπτέμβριο, 1 τον Οκτώβριο και 1 τον Δεκέμβριο) για τις οποίες έπρεπε να λάβει, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του, και με πρόσθετη προσαύξηση 25 % για νυκτερινή εργασία, ήτοι 27,47 [19,40 + 1/7,5 (2,58) + 25 % (5,49)] ευρώ, και συνολικά 192,29 (27,47 Χ 7) ευρώ. Συνεπώς, για όλες τις παραπάνω αιτίες έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 1.241,42 (137,25 + 423 + 488,88 + 192,29) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 1.150,67, επομένως, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 90,75 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2009. Από την 1-1-2009 έως τις 31-3-2009. α) Για εργασία κατά τη νύκτα καθημερινές. Με βάση το βασικό του ωρομίσθιο (9,40) δικαιούτο ως προσαύξηση νυκτερινής εργασίας 2,35 (9,40 Χ 25 %) ευρώ Πραγματοποίησε 83 τέτοιες ώρες εργασίας (3 τον Ιανουάριο και 80 τον Μάρτιο), τον Απρίλιο, για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 25 % επί του βασικού ωρομισθίου, δηλαδή συνολικά 195,05 (2,35 Χ 83) ευρώ. β) Για υπερωρίες κατά τη νύκτα. Πραγματοποίησε 6 ώρες τέτοιας εργασίας τη νύκτα (3 τον Ιανουάριο και 3 τον Μάρτιο), πλέον του νομίμου ωραρίου του, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το βασικό του ωρομίσθιο για υπερωριακή απασχόληση, πλέον της προσαύξησης για εργασία τη νύκτα 25 % (3,52), δηλαδή το ποσό των 17,62 (14,10 + 3,52) ευρώ και συνολικά των 105,72 (17,62 Χ 6) ευρώ. γ) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών και αργιών. Πραγματοποίησε 37 ώρες νυκτερινής εργασίας Κυριακές (1 ώρες τον Ιανουάριο, 15 τον Φεβρουάριο και 21 τον Μάρτιο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 4,23 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [21,18 (2.383,30 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 156,73 (4,23 Χ 37) ευρώ. δ) Για υπερωριακή νυκτερινή εργασία τις Κυριακές και αργίες. Πραγματοποίησε 2 ώρες τέτοιας εργασίας (1 τον Ιούλιο και 1 τον Σεπτέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του, και με πρόσθετη προσαύξηση 25 % για νυκτερινή εργασία, ήτοι 60 {30 [21,18 + 1/7,5 (2,82) + 25 % (6)] Χ 2} ευρώ. Από την 1-4-2009 έως τις 31-12-2009. α) Για εργασία κατά τη νύκτα καθημερινές. Με βάση το βασικό του ωρομίσθιο (9,84) δικαιούτο ως προσαύξηση νυκτερινής εργασίας 2,46 (9,84 Χ 25 %) ευρώ Πραγματοποίησε 949 τέτοιες ώρες εργασίας (139 τον Απρίλιο, 140 τον Μαϊο, 134 τον Ιούνιο, 91 τον Ιούλιο, 51 τον Αύγουστο, 105 τον Σεπτέμβριο, 135 τον Νοέμβριο και 154 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 25 % επί του βασικού ωρομισθίου, δηλαδή συνολικά 2.334,54 (2,46 Χ 949) ευρώ. β) Για υπερωρίες κατά τη νύκτα. Πραγματοποίησε 2 ώρες τέτοιας εργασίας τη νύκτα τον Αύγουστο, πλέον του νομίμου ωραρίου του, για την οποία έπρεπε να λάβει το βασικό του ωρομίσθιο για υπερωριακή απασχόληση, πλέον της προσαύξησης για εργασία τη νύκτα 25 % (3,69), δηλαδή το ποσό των 18,45 (14,76 + 3,69) ευρώ και συνολικά των 36,90 (18,45 Χ 2) ευρώ. γ) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών και αργιών. Πραγματοποίησε 156 ώρες νυκτερινής εργασίας (14 τον Απρίλιο, 35 τον Μαϊο, 28 τον Ιούνιο, 8 τον Ιούλιο, 21 τον Αύγουστο, 1 τον Σεπτέμβριο, 21 τον Νοέμβριο και 28 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 4,35 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [21,79 (2.452,11 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 679,84 (4,35 Χ 156) ευρώ. δ) Για υπερωριακή νυκτερινή εργασία τις Κυριακές και αργίες. Πραγματοποίησε 2 ώρες τέτοιας εργασίας (1 τον Ιούλιο και 1 τον Σεπτέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του, και με πρόσθετη προσαύξηση 25 % για νυκτερινή εργασία, ήτοι 61,72 {30,86 [21,79 + 1/7,5 (2,90) + 25 % (6,17)] Χ 2} ευρώ. Επομένως, για τις παραπάνω αιτίες έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 3.630,5 (195,05 + 105,72 + 156,73 + 60 + 2.334,54 + 36,90 + 679,84 + 61,72) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 3.442,83, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 187,67 ευρώ και όχι των 272,15 ευρώ, που εσφαλμένα επιδίκασε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2010. Από την 1-1-2010 έως τις 31-5-2010. α) Για εργασία κατά τη νύκτα καθημερινές. Με βάση το βασικό του ωρομίσθιο (9,31) δικαιούτο ως προσαύξηση νυκτερινής εργασίας 2,32 (9,31 Χ 25 %) ευρώ Πραγματοποίησε 661 τέτοιες ώρες εργασίας (105 τον Ιανουάριο, 123 τον Φεβρουάριο, 155 τον Μάρτιο, 140 τον Απρίλιο και 138 τον Μαϊο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 25 % επί του βασικού ωρομισθίου δηλαδή το ποσό των 1.533,52 (2,32 Χ 661) ευρώ. β) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών και αργιών. Πραγματοποίησε 114 ώρες νυκτερινής εργασίας Κυριακές (29 τον Ιανουάριο, 21 τον Φεβρουάριο, 21 τον Μάρτιο, 22 τον Απρίλιο και 21 τον Μαϊο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 4,21 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [21,07 (2.370,57 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 479,94 (4,21 Χ 114) ευρώ. δ) Για υπερωριακή νυκτερινή εργασία τις Κυριακές και αργίες. Πραγματοποίησε 2 ώρες τέτοιας εργασίας (1 τον Ιανουάριο και 1 τον Απρίλιο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του, και με πρόσθετη προσαύξηση 25 % για νυκτερινή εργασία, ήτοι 59,66 {29,83 [21,07 + 1/7,5 (2,80) + 25 % (5,96)] Χ 2} ευρώ. Από την 1-6-2010 έως τις 31-8-2010. α) Για εργασία κατά τη νύκτα καθημερινές. Με βάση το βασικό του ωρομίσθιο (9,40) δικαιούτο ως προσαύξηση νυκτερινής εργασίας 2,27 (9,11 Χ 25 %) ευρώ Πραγματοποίησε 848 τέτοιες ώρες εργασίας (120 τον Ιούνιο, 65 τον Ιούλιο, 122 τον Αύγουστο, 154 τον Σεπτέμβριο, 73 τον Οκτώβριο, 154 τον Νοέμβριο και 160 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 25 % επί του βασικού ωρομισθίου δηλαδή το ποσό των 1.924,96 (2,27 Χ 848) ευρώ. β) Για υπερωρίες κατά τη νύκτα. Πραγματοποίησε 11 ώρες τέτοιας εργασίας τη νύκτα (3 τον Ιούνιο, 2 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο και 3 τον Οκτώβριο), πλέον του νομίμου ωραρίου του, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το βασικό του ωρομίσθιο για υπερωριακή απασχόληση, πλέον της προσαύξησης για εργασία τη νύκτα 25 % (3,41), δηλαδή το ποσό των 17,07 (13,66 + 3,41) ευρώ και συνολικά των 187,82 (17,07 Χ 11) ευρώ. γ) Για εργασία κατά τη νύκτα Κυριακών και αργιών. Πραγματοποίησε 74ώρες νυκτερινής εργασίας (1 τον Ιούνιο, 8 τον Ιούλιο, 2 τον Αύγουστο, 14 τον Σεπτέμβριο, 21 τον Οκτώβριο, 7 τον Νοέμβριο και 21 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει προσαύξηση 4,15 ευρώ για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας [20,78 (2.338,07 : 15 : 7,5) Χ 20 %] και συνολικά 302,95 (4,15 Χ 73) ευρώ. δ) Για υπερωριακή νυκτερινή εργασία τις Κυριακές. Πραγματοποίησε 4 ώρες τέτοιας εργασίας (1 τον Ιούνιο, 1 τον Ιούλιο και 2 τον Αύγουστο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει, το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου του, και με πρόσθετη προσαύξηση 25 % για νυκτερινή εργασία, ήτοι 117,72 {29,43 [20,78 + 1/7,5 (2,77) + 25 % (5,88)] Χ 2} ευρώ. Επομένως, για την παραπάνω αιτία έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 4.606,57 (1.533,52 + 479,94 + 59,66 + 1.924,96 + 187,82 + 302,95 + 117,72) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 4.399,60 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 206,97 ευρώ και όχι 1.201,11 ευρώ, όπως εσφαλμένα έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο
Δ) Για την εργασία του κατά τα Σάββατα :
Κατά το έτος 2006. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 24 Σάββατα (2 τον Ιανουάριο, 2 τον Φεβρουάριο, 3 τον Μάρτιο, 2 τον Απρίλιο, 1 τον Μαϊο, 2 τον Ιούλιο, 2 τον Αύγουστο, 3 τον Σεπτέμβριο, 2 τον Οκτώβριο, 2 τον Νοέμβριο και 3 τον Δεκέμβριο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 2.963,76 [24 Χ 123,49 ευρώ ημερομίσθιο (1.852,40 ευρώ/15)] ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 2.865,34, επομένως, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 98,42 ευρώ και όχι των 144,50 ευρώ, όπως εσφαλμένα έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2007. Από την 1-1-2007 έως τις 31-3-2007. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 4 Σάββατα (2 τον Ιανουάριο και 2 τον Μάρτιο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 528,08 [4 Χ 132,02 ευρώ ημερομίσθιο (1.980,32 ευρώ/15)] ευρώ. Από την 1-4-2007 έως τις 31-12-2007. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 16 Σάββατα (1 τον Απρίλιο, 1 τον Μαϊο, 3 τον Ιούνιο, 2 τον Ιούλιο, 2 τον Αύγουστο, 3 τον Σεπτέμβριο, 1 τον Οκτώβριο, 1 τον Νοέμβριο και 2 τον Δεκέμβριο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 2.176,16 [16 Χ 136,01 ευρώ ημερομίσθιο (2.040,26 ευρώ/15)] ευρώ, και συνολικά για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 2.704,24 (528,08 + 2.176,16) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 2.727,11 ευρώ, το οποίο το υπερκαλύπτει, επομένως, δεν του οφείλεται οποιοδήποτε ποσό και εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο του επιδίκασε για την αιτία αυτή το ποσό των 5,45 ευρώ. Κατά το έτος 2008. Από την 1-1-2008 έως 31-8-2008. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 22 Σάββατα (2 τον Ιανουάριο, 1 τον Φεβρουάριο, 2 τον Μάρτιο, 1 τον Απρίλιο, 2 τον Μαϊο, 2 τον Ιούνιο, 2 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο, 2 τον Σεπτέμβριο, 1 τον Οκτώβριο, 2 τον Νοέμβριο και 2 τον Δεκέμβριο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 3.201 [22 Χ 145,50 ευρώ ημερομίσθιο (2.182,57 ευρώ/15)] ευρώ. Έναντι αυτού έλαβε 3.076,02 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά ύψους 124,98 ευρώ, όπως ορθώς δέχθηκε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2009. Από την 1-1-2009 έως τις 31-3-2009. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 7 Σάββατα (2 τον Ιανουάριο, 2 τον Φεβρουάριο και 3 τον Μάρτιο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.112,16 [7 Χ 158,88 ευρώ ημερομίσθιο (2.383,30 ευρώ/15)] ευρώ. Από την 1-4-2009 έως τις 31-12-2009
Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 14 Σάββατα (2 τον Απρίλιο, 2 τον Μαϊο, 1 τον Ιούνιο, 2 τον Ιούλιο, 2 τον Αύγουστο, 2 τον Σεπτέμβριο, 2 τον Νοέμβριο και 1 τον Δεκέμβριο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 2.288,58 [14 Χ 163,47 ευρώ ημερομίσθιο (2.452,11 ευρώ/15)] ευρώ και συνολικά για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 3.400,74 (1.112,16 + 2.288,58) ευρώ, και έλαβε 3.495,37 ευρώ, επομένως, δεν δικαιούται οποιοδήποτε επιπλέον ποσό, ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο του επιδίκασε εσφαλμένα το ποσό των 177,81 ευρώ. Κατά το έτος 2010. Από την 1-1-2010 έως 31-5-2010. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 8 Σάββατα (3 τον Ιανουάριο, 1 τον Φεβρουάριο, 1 τον Μάρτιο, 1 τον Απρίλιο και 2 τον Μαϊο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.264,24 [8 Χ 158,03 ευρώ ημερομίσθιο (2.370,57/15)] ευρώ.
Από την 1-6-2010 έως 31-8-2010. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία 13 Σάββατα (1 τον Ιούνιο, 2 τον Ιούλιο, 4 τον Αύγουστο, 1 τον Σεπτέμβριο, 3 τον Οκτώβριο, 1 τον Νοέμβριο και 1 τον Δεκέμβριο), για τα οποία έπρεπε να λάβει το ποσό των 2.026,31 [13 Χ 155,87 ευρώ ημερομίσθιο (2.338,07 ευρώ/15)] ευρώ, και συνολικά για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 3.290,55 (1.264,24 + 2.026,31) ευρώ, και έλαβε 3.440,67 ευρώ, επομένως, δεν δικαιούται οποιοδήποτε επιπλέον ποσό, ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο του επιδίκασε εσφαλμένα το ποσό των 877,96 ευρώ.
Ε) Για την εργασία του κατά την Κυριακή και αργίες :
Κατά το έτος 2006. Πραγματοποίησε εργασία επί 34 Κυριακές και αργίες (3 τον Ιανουάριο, 2 τον Φεβρουάριο, 1 τον Μάρτιο, 5 τον Απρίλιο, 3 τον Μαϊο, 4 τον Ιούνιο, 3 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο, 2 τον Σεπτέμβριο, 2 τον Οκτώβριο, 2 τον Νοέμβριο και 4 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 4.198,66 [34 Χ 123,49 ευρώ ημερομίσθιο (1.852,40 ευρώ /15)] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 20 ώρες, Κυριακές και αργίες, πέραν των 7,5 ωρών (2 ώρες τον Ιανουάριο, 1 τον Φεβρουάριο, 2 τον Μάρτιο, 2 τον Απρίλιο, 2 τον Μαϊο, 2 τον Ιούνιο, 1 τον Ιούλιο, 2 τον Αύγουστο, 2 τον Σεπτέμβριο, 1 τον Οκτώβριο, 2 τον Νοέμβριο και 1 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 329,20 [16,46 (1.852,40 ευρώ :15 : 7,5) Χ 20] ευρώ. Συνεπώς, για τις ανωτέρω αιτίες έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 4.527,86 (4.198,66 + 329,20) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 4.392,26 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 135,60 ευρώ και όχι 206,08 ευρώ που εσφαλμένα έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Κατά το έτος 2007. Από την 1-1-2007 έως τις 31-3-2007. Πραγματοποίησε εργασία επί 10 Κυριακές και αργίες (4 τον Ιανουάριο, 4 τον Φεβρουάριο και 2 τον Μάρτιο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.320,02 [10 Χ 132,02 ευρώ ημερομίσθιο (1.980,32 ευρώ /15)] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 1 ώρα Κυριακή ή αργία τον Ιανουάριο, πέραν των 7,5 ωρών, για την οποία έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 17,60 (1.980,32 ευρώ :15 : 7,5) ευρώ. Από την 1-4-2007 έως τις 31-12-2007. Πραγματοποίησε εργασία επί 27 Κυριακές και αργίες (3 τον Απρίλιο, 3 τον Μαϊο, 1 τον Ιούνιο, 3 τον Ιούλιο, 2 τον Αύγουστο, 3 τον Σεπτέμβριο, 4 τον Οκτώβριο, 3 τον Νοέμβριο και 5 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 3.672,27 [27 Χ 136,01 ευρώ ημερομίσθιο (2.040,26 ευρώ /15)] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 14 ώρες, Κυριακές και αργίες, πέραν των 7,5 ωρών (1 τον Απρίλιο, 2 τον Μαϊο, 1 τον Ιούνιο, 3 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο, 2 τον Σεπτέμβριο, 1 ον Νοέμβριο και 1 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 253,82 [18,13 (2.040,26 ευρώ :15 : 7,5) Χ 14] ευρώ. Συνεπώς, για τις ανωτέρω αιτίες έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 5.263,71(1.320,02 + 17,60 + 3.672,27 + 253,82) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 4.905,27 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 358,44 ευρώ και όχι 409,77 ευρώ που εσφαλμένα έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2008. Πραγματοποίησε εργασία επί 28 Κυριακές και αργίες (2 τον Ιανουάριο, 2 τον Φεβρουάριο, 3 τον Μάρτιο, 1 τον Απρίλιο, 2 τον Μαϊο, 2 τον Ιούνιο, 2 τον Ιούλιο, 2 τον Αύγουστο, 1 τον Σεπτέμβριο, 4 τον Οκτώβριο, 3 τον Νοέμβριο και 4 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 4.074 [28 Χ 145,50 ευρώ ημερομίσθιο (2.182,57 ευρώ /15)] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 23 ώρες, Κυριακές και αργίες, πέραν των 7,5 ωρών (3 ώρες τον Ιανουάριο, 1 τον Φεβρουάριο, 3 τον Μάρτιο, 1 τον Απρίλιο, 2 τον Μαϊο, 2 τον Ιούνιο 1 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο, 1 τον Σεπτέμβριο, 2 τον Οκτώβριο, 2 τον Νοέμβριο και 2 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 446,20 [19,40 (2.182,57 ευρώ :15 : 7,5) Χ 23] ευρώ. Συνεπώς, για τις ανωτέρω αιτίες έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 4.520,20 (4.074 + 446,20) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 4.340,85 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 179,35 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατά το έτος 2009. Από την 1-1-2009 έως τις 31-3-2009. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία επί 8 Κυριακές ή αργίες (3 τον Ιανουάριο, 2 τον Φεβρουάριο και 3 τον Μάρτιο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.271,04 [158,88 ημερομίσθιο (2.383,30 ευρώ /15) Χ 8] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 3 ώρες, Κυριακές και αργίες, πέραν των 7,5 ωρών (2 τον Ιανουάριο και 1 τον Φεβρουάριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 75,54 [21,18 (2.383,30 ευρώ :15 : 7,5) Χ 3] ευρώ. Από την 1-4-2009 έως τις 31-12-2009. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία επί 21 Κυριακές ή αργίες (4 τον Απρίλιο, 3 τον Μαϊο, 3 τον Ιούνιο, 1 τον Ιούλιο, 2 τον Αύγουστο, 2 τον Σεπτέμβριο, 3 τον Νοέμβριο και 3 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 3.432,95 [163,47 ημερομίσθιο (2.452,11 ευρώ /15) Χ 21] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 23 ώρες, Κυριακές και αργίες, πέραν των 7,5 ωρών (5 τον Απρίλιο, 3 τον Μαϊο, 2 τον Ιούνιο, 2 τον Ιούλιο, 2 τον Αύγουστο, 2 τον Σεπτέμβριο, 3 τον Νοέμβριο και 4 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 501,17 [21,79 (2.452,11 ευρώ : 15 : 7,5) Χ 23] ευρώ. Συνεπώς, για τις ανωτέρω αιτίες, δικαιούται συνολικά για το έτος 2009 το ποσό των 5.280,7 (1.271,04 + 75,54 + 3.432,95 + 501,17) ευρώ. Επομένως, ουδέν πλέον δικαιούται αφού το ποσό των 5.531,79 ευρώ, που έλαβε, υπερκαλύπτει το οφειλόμενο και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε επιδικάζοντάς του το ποσό των 189,51 ευρώ. Κατά το έτος 2010. Από την 1-1-2010 έως 31-5-2010. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία επί 6 Κυριακές και αργίες (2 τον Ιανουάριο, 2 τον Φεβρουάριο και 2 τον Μάρτιο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 948,22 [6 Χ 158,03 ευρώ ημερομίσθιο (2.370,57 ευρώ /15)] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 9 ώρες, Κυριακές και αργίες, πέραν των 7,5 ωρών (3 τον Ιανουάριο, 3 τον Φεβρουάριο και 3 τον Μάρτιο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 189,64 [21,07 (2.370,57 ευρώ :15 : 7,5) Χ 9] ευρώ. Από την 1-6-2010 έως 31-8-2010. Πραγματοποίησε τέτοια εργασία επί 20 Κυριακές ή αργίες (4 τον Απρίλιο, 4 τον Μαϊο, 2 τον Ιούνιο, 1 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο, 1 τον Σεπτέμβριο, 1 τον Οκτώβριο, 2 τον Νοέμβριο και 2 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το ποσό των 189,26 ευρώ ημερομίσθιο 3.117,42 [155,87 (2.338,07 ευρώ /15) Χ 20] ευρώ. Επιπλέον, απασχολήθηκε 27 ώρες, Κυριακές και αργίες, πέραν των 7,5 ωρών (5 τον Απρίλιο, 3 τον Μαϊο, 2 τον Ιούνιο, 2 τον Ιούλιο, 2 τον Αύγουστο, 2 τον Σεπτέμβριο, 3 τον Νοέμβριο και 4 τον Δεκέμβριο), για τις οποίες έπρεπε να λάβει το 1/15 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, με επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα, δηλαδή το ποσό των 561,06 [20,78 (2.338,07 ευρώ : 15 : 7,5) Χ 27] ευρώ. Συνεπώς, για τις ανωτέρω αιτίες, δικαιούται συνολικά για το έτος 2010 το ποσό των 4.816,32 (948,22 + 189,64 + 3.117,4 + 561,06) ευρώ. Επομένως, ουδέν πλέον δικαιούται αφού το ποσό των 5.106,57 ευρώ, που έλαβε, υπερκαλύπτει το οφειλόμενο και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε επιδικάζοντάς του το ποσό των 563,21 ευρώ.
ΣΤ) Για επίδομα εορτών Πάσχα δικαιούται (χωρίς συνυπολογισμό υπερωριών, που δεν περιλαμβάνονται, κατά τα άνω, και προσαυξήσεων λόγω παροχής εργασίας τις νύκτες, Κυριακές και αργίες, εφόσον δεν αναζητούνται, κατά το αίτημα της αγωγής) :
Για το έτος 2005, την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, κατά τον Απρίλιο, δηλαδή το ποσό των 849,26 ευρώ [μηνιαίος μισθός 1.630,58 + αναλογία επιδόματος αδείας 67,94 = 1.698,52 Χ 4/8]. Για το έτος 2006, την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, κατά τον Απρίλιο, δηλαδή το ποσό των 964,79 ευρώ [μηνιαίος μισθός 1.852,40 + αναλογία επιδόματος αδείας 77,18 = 1.929,58 Χ 4/8]. Για το έτος 2007, την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, κατά τον Απρίλιο, δηλαδή το ποσό των 1.062,93 ευρώ [μηνιαίος μισθός 2.040,26 + αναλογία επιδόματος αδείας 85,01 = 2.125,87 Χ 4/8]. Για το έτος 2008, την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, κατά τον Απρίλιο, δηλαδή το ποσό των 1.136,75 ευρώ [μηνιαίος μισθός 2.182,57 + αναλογία επιδόματος αδείας 90,94 = 2.273,51 Χ 4/8]. Για το έτος 2009, την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, κατά τον Απρίλιο, δηλαδή το ποσό των 1.277,14 ευρώ [μηνιαίος μισθός 2.452,11 + αναλογία επιδόματος αδείας 102,17 = 2.554,28 Χ 4/8]. Για το έτος 2010, την αναλογία των 4/8 του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, κατά τον Απρίλιο, δηλαδή το ποσό των 1.234,67 ευρώ [μηνιαίος μισθός 2.370,57 + αναλογία επιδόματος αδείας 98,77 = 2.469,34 Χ 4/8]. Έναντι αυτών έλαβε, το ποσό των 950,90ευρώ, των 935,40 ευρώ, των 969,87 ευρώ, των 1.014,54 ευρώ, των 1.084,30 ευρώ και των 942,85 ευρώ, αντίστοιχα, επομένως, για το έτος 2005 το ποσό που έλαβε για την παραπάνω αιτία υπερβαίνει το οφειλόμενο και του οφείλεται, μόνο ως διαφορά για τα λοιπά έτη το ποσό των 1.742,72 (5.676,28 – 3.933,56) ευρώ, και, κατά το σχετικό αγωγικό αίτημα, 1.408,91, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Η) Για επίδομα εορτών Χριστουγέννων, με βάση τις αποδοχές του την 10η Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους, δικαιούται :
Για το έτος 2006, το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των ευρώ 1.929,58 ευρώ [μηνιαίος μισθός 1.852,40 + αναλογία επιδόματος αδείας 77,18]. Για το έτος 2007, το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 2.125,87 ευρώ [μηνιαίος μισθός 2.040,26 + αναλογία επιδόματος αδείας 85,01]. Για το έτος 2008, το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των ευρώ 2.273,51 [μηνιαίος μισθός 2.182,57 + αναλογία επιδόματος αδείας 90,94]. Για το έτος 2009, το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των ευρώ 2.554,28 [μηνιαίος μισθός 2.452,11 + αναλογία επιδόματος αδείας 102,17]. Για το έτος 2010, το ποσό των 500 ευρώ, εφόσον οι αποδοχές του δεν ξεπερνούσαν το ποσό των 3.000 ευρώ, κατά τα άνω. Έναντι αυτών έλαβε το ποσό των 2.092,97 ευρώ, των 2.357,86 ευρώ, των 2.033,21 ευρώ, των 2.716,48 ευρώ και των 500 ευρώ, αντίστοιχα, επομένως, για τα έτη 2006, 2007 και 2009, το ποσό που έλαβε για την παραπάνω αιτία υπερβαίνει το οφειλόμενο, για το έτος 2010 έλαβε το ποσό που δικαιούτο και του οφείλεται, μόνο ως διαφορά για το έτος 2008 το ποσό των 240,30 (2.273,51 – 2.033,21) ευρώ, και όχι των 3.092,66 ευρώ συνολικά, που εσφαλμένα κρίνοντας του επιδίκασε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Θ) Για επίδομα αδείας :
Με βάση τις αποδοχές του, την 15η Ιουνίου του αντίστοιχου έτους, δικαιούται : Για το έτος 2006, έπρεπε να λάβει για επίδομα αδείας το ½ των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 926,20 ευρώ [νόμιμος μισθός 1.852,40 ευρώ : 2]. Για το έτος 2007, έπρεπε να λάβει για επίδομα αδείας το ½ των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 1.020,13 ευρώ [νόμιμος μισθός 2.040,26 ευρώ : 2]. Για το έτος 2009, έπρεπε να λάβει για επίδομα αδείας το ½ των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 1.226,05 ευρώ [νόμιμος μισθός 2.452,11 ευρώ : 2]. Για το έτος 2010, έπρεπε να λάβει για επίδομα αδείας το ½ των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του, δηλαδή το ποσό των 1.169,03 ευρώ [νόμιμος μισθός 2.338,07 ευρώ : 2]. Έναντι αυτών έλαβε, το ποσό των 944,01, ευρώ, των 1.035,01 ευρώ, των 245,92 ευρώ και των 250 ευρώ, αντίστοιχα, επομένως, για τα έτη 2006, 2007 και 2010 ουδέν του οφείλεται και δικαιούται ως διαφορά για το έτος 2009, το ποσό των 980,13 (1.226,05 – 245,92) ευρώ και όχι των 1.656,59 συνολικά, που εσφαλμένα κρίνοντας του επιδίκασε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συνεπώς, ο δεύτερος ενάγων για όλες τις παραπάνω αιτίες-έχοντας αφαιρεθεί με βάση τις προσκομιζόμενες καταστάσεις μισθοδοσίας του η οφειλόμενη αμοιβή του κατά τις ημέρες που συμμετείχε σε απεργία ή στάση εργασίας-το ποσό των ευρώ 14.813,41 (235,80 + 92,28 + 1.133,91 + 133,72 + 73,95 + 98,42 + 135,60 + 1.489,25 + 186,52 + 52,52 + 358,44 + 2.086,50 + 11,68 + 90,75 + 124,98 + 179,35 + 4.002,92 + 59,12 + 187,67 + 2.155,47 + 68,38 + 206,97 + 1.408,91 + 240,30 + 980,13) ευρώ.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, ενόψει του ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε μερικώς την ως άνω αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 20.922,78 ευρώ και στον δεύτερο των 22.677,82 ευρώ, μην συνυπολογίζοντας στις αποδοχές των εναγόντων για το έτος 2010, τις μειώσεις που προβλέπονται στους ν. 3833/2010 και 3845/2010, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στο σκεπτικό, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αλλά και περί την εκτίμηση των αποδείξεων, και, πρέπει, κατά παραδοχή όλων των λόγων της, να γίνει αυτή δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, ακολούθως δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τη διάταξή της περί τοκογονίας που δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης, αλλά και εκείνες που δεν ανατρέπονται με την παρούσα, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (ΕφΠειρ 711/2015, ΕφΑνατΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288), η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως (ΕφΑνΚρ 79/2014, ό.π, ΕφΠειρ (Μον) (Ναυτ) 619/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΑθ 1404/2014, ό.π). Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη αγωγή (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 8.556,25 ευρώ και στον δεύτερο των 14.813,41 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, ως προς τα επιμέρους ποσά που αφορούν επιδόματα εορτών Πάσχα, από την ένατη ημέρα πριν το Πάσχα του έτους στο οποίο αφορούν, ως προς τα επιμέρους ποσά που αφορούν σε επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, από τις 17 Δεκεμβρίου του έτους στο οποίο αφορούν, ως προς τα επιμέρους ποσά που αφορούν σε επιδόματα αδείας από τις 2 Ιουλίου του έτους στο οποίο αφορούν και ως προς λοιπά ποσά, από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους στο οποίο αφορούν και μέχρι την εξόφληση.
Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι, για την εφαρμογή της απαιτείται η οριστική και κατ’ ουσία παραδοχή της ανακοπής ή της έφεσης και η εν όλω ή εν μέρει απόρριψη της αγωγής, ανταγωγής ή της κυρίας παρέμβασης και, περαιτέρω, η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά εκτείνεται και στο πεδίο της εκούσιας εκτέλεσης (ΑΠ 51/2019, ΑΠ 1569/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Συνεπώς εάν η πρωτόδικη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, ολικώς ή μερικώς και εκτελέσθηκε, το εφετείο, όταν δέχεται την έφεση και απορρίπτει, εν όλω ή εν μέρει την αγωγή, ως προς το εκκληθέν κεφάλαιό της, διατάσσει, μετά από αίτηση εκείνου, κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση κατάσταση. Για να είναι παραδεκτή η σχετική αίτηση, θα πρέπει η εκτέλεση ή η εκούσια συμμόρφωση να έγινε με προσωρινά εκτελεστή απόφαση και να προαποδεικνύεται (ΑΠ 51/2019 ό.π).
Στην κρινόμενη περίπτωση, η εκκαλουμένη κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, για το ποσό των 10.244,07 ευρώ, ως προς τον πρώτο ενάγοντα και των 12.309,89 ευρώ για τον δεύτερο, τα οποία και κατέβαλε η εκκαλούσα στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους (σχετ. οι προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα, από 17-12-2018 υπ’αριθμ. σχετ. 21 και 22 εξοφλητικές αποδείξεις), συμμορφούμενη εκουσίως στο διατακτικό της. Επομένως, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για την επαναφορά των πραγμάτων στην προ της εκούσιας συμμόρφωσης της εκκαλούσας κατάσταση, όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα, δεκτού γενομένου του σχετικού αιτήματος, που αυτή παραδεκτώς υπέβαλε με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως βάσιμου και κατ’ουσίαν, ενόψει του ότι το επιδικασθέν με την παρούσα στον άνω ενάγοντα ποσό υπολείπεται του ανωτέρω προαποδεικνυόμενου καταβληθέντος σε αυτόν ποσού, και πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του ποσού της διαφοράς (μεταξύ του καταβληθέντος και του επιδικασθέντος) και συγκεκριμένα το ποσό των 1.687,82 (10.244,07 – 8.556,25) ευρώ. Αντιθέτως, το ίδιο αίτημα πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ουσίαν αβάσιμο ως προς τον δεύτερο ενάγοντα αφού το ποσό που του επιδικάστηκε τελεσίδικα υπερβαίνει το σε αυτόν καταβληθέν.
Τέλος, κατόπιν σχετικού αιτήματος, πρέπει μέρος των δικαστικών των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της και ανάλογα προς την έκταση αυτής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1, 69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 19-12-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/20-12-2018) έφεση της εναγομένης κατά της υπ’αριθμ. 5032/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ την από 27-12-2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./27-12-2017) αγωγή και τη δικάζει κατ’ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα έξι ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (8.556,25) και στον δεύτερο των δεκατεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων δεκατριών ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (14.813,41), με τον νόμιμο τόκο, ως προς τα επιμέρους ποσά που αφορούν επιδόματα εορτών Πάσχα, από την ένατη ημέρα πριν το Πάσχα του έτους στο οποίο αφορούν, ως προς τα επιμέρους ποσά που αφορούν σε επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, από τις 17 Δεκεμβρίου του έτους στο οποίο αφορούν, ως προς τα επιμέρους ποσά που αφορούν σε επιδόματα αδείας από τις 2 Ιουλίου του έτους στο οποίο αφορούν και ως προς λοιπά ποσά, από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους στο οποίο αφορούν και μέχρι την εξόφληση.
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ως προς τον πρώτο ενάγοντα.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ αυτόν να αποδώσει στην εναγομένη το ποσό των χιλίων εξακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών(1.687,82).
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης-εκκαλούσας, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων-εφεσιβλήτων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ συνολικά.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 29-7-2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ