Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 530/2020

 

Αριθμός     530/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Η κρινόμενη από 3-10-2018 (αρ. καταθ. ………./2018) έφεση της ηττηθείσας εναγομένης – ενάγουσας κατά της υπ΄ αρ. 3730/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατόπιν συνεκδίκασης των με αρ. καταθ. δικ. ………/2017 και ………../2017 αγωγών, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 592 παρ. 3 περ. α΄ και β΄, 595, 597, 610-613 του ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς [αφορά ανάθεση επιμέλειας ανήλικων τέκνων και διατροφή αυτών (ανήλικων τέκνων), (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ)].

Με την με αρ. καταθ. δικογράφου ………../2017 αγωγή του και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή (αγωγή), ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ατοµικά ζήτησε να ανατεθεί σ΄ αυτόν οριστικά η αποκλειστική επιμέλεια των ανήλικων τέκνων του …… και ………., που απέκτησε από το γάμο του µε την εναγοµένη, ο οποίος (γάμος τους) έχει λυθεί, και να καταδικασθεί η εναγοµένη στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.

Με την με αρ. καταθ. δικογράφου ………./2017 αγωγή της και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτήν (αγωγή) η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, ατομικά και ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της, …. και ………, που απέκτησε από το γάμο της µε τον εναγόμενο, ο οποίος (γάμος τους) έχει λυθεί, ζήτησε: α) να ανατεθεί σ΄ αυτήν οριστικά και αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας των ως άνω ανήλικων τέκνων της, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει, µε την ανωτέρω ιδιότητά της και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους, μηνιαία σε χρήμα διατροφή, ποσού 1.596,70 ευρώ, ως συνεισφορά του για την αντιμετώπιση των αναγκών διατροφής των ανωτέρω ανηλίκων, καθώς τα τέκνα τους αδυνατούν να διαθρέφουν τον εαυτό τους και στερούνται περιουσίας και εισοδημάτων, και δη εντός του πρώτου πενθήμερου εκάστου μηνός από την επίδοση της αγωγής και για χρονικό διάστημα δύο ετών, µε το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης έως την ολοσχερή εξόφληση, γ) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, δ) να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου, για κάθε παράβαση των διατάξεων της απόφασης που θα εκδοθεί, χρηματική ποινή 1.000 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός και ε) να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 3730/2018 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η με αρ. καταθ. δικογράφου ……./2017 αγωγή είναι νόμιμη και η με αρ. καταθ. δικογράφου ………/2017 αγωγή είναι, επίσης, νόμιμη, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο όσον αφορά το αίτημα περί υποχρέωσης καταβολής της διατροφής και αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές, απέρριψε την αρ. καταθ. δικ. ………/2017 αγωγή, δέχθηκε την υπ΄ αρ. καταθ. δικ. ………./2017 αγωγή, ανέθεσε την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων των διαδίκων …….. και …….. οριστικά στον ενάγοντα – πατέρα τους, …………, και διέταξε την απόδοσή τους σ΄ αυτόν, απείλησε σε βάρος της εναγομένης χρηματική ποινή ποσού τριακοσίων (300) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός για κάθε ημέρα παραβίασης της ανωτέρω διάταξης περί απόδοσης εκάστου τέκνου στον πατέρα του, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της ως άνω προσβαλλόμενης αποφάσεως, συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων την, πέραν των καταβληθέντων εξόδων, δικαστική δαπάνη των διαδίκων ως προς τις συνεκδικασθείσες αγωγές και διέταξε την επιμελεία της Γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επίδοση επικυρωμένων αντιγράφων της ως άνω προσβαλλομένης αποφάσεως τόσο στην Εισαγγελία Ανηλίκων Πειραιώς για τις δικές της ενέργειες όσο και στο Ελληνικό Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών (Παράρτημα Πειραιά – ………) προκειμένου να λάβει γνώση της υπόθεσης. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη έφεση η ηττηθείσα εναγομένη – ενάγουσα και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, με σκοπό να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή της σε όλα της τα αιτήματα και να απορριφθεί καθ΄ ολοκληρία η ένδικη αγωγή του εφεσίβλητου. Επιπλέον, ζητεί να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και να εξετασθούν τα ανήλικα τέκνα από ειδικό παιδοψυχολόγο, προκειμένου να διερευνηθεί η πραγματική βούληση αυτών και να διαπιστωθεί η ψυχική τους υγεία και η εξασφάλιση της διαβίωσής τους σε περιβάλλον μη κακοποίησης, καθώς επίσης και να γίνει δεκτό το αίτημα επικοινωνίας του Δικαστηρίου με τα ανήλικα τέκνα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1, 4 και 5 του ΚΠολΔ [όπως το άρθρο αυτό (591) τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, εφόσον οι ένδικες αγωγές κατατέθηκαν μετά την 1-1-2016] «1. Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά: α)……, β)……, γ)………, δ)………, ε) Οι διάδικοι το αργότερο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο προσάγουν όλα τα αποδεικτικά τους μέσα, στ) ………, ζ)………, 2. ……, 3. …… 4. Το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή προσδιορίζονται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα (60) ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο, 5. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο, 6. ……, 7. ……». Κατά τη διάταξη του άρθρου 592 του ΚΠολΔ, [όπως το άρθρο αυτό (592) τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87) και εφαρμόζεται εν προκειμένω, κατά τα προαναφερόμενα, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, εφόσον οι ένδικες αγωγές κατατέθηκαν μετά την 1-1-2016] «Κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών δικάζονται οι γαμικές διαφορές, οι διαφορές από την ελεύθερη συμβίωση, οι διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων, και οι λοιπές οικογενειακές διαφορές που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού: ……… 3. Οι λοιπές οικογενειακές διαφορές αφορούν:……, β) την άσκηση της γονικής μέριμνας αναφορικά με το τέκνο κατά τη διάρκεια του γάμου, και σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή όταν πρόκειται για τέκνο χωρίς γάμο των γονέων του, τη διαφωνία των γονέων κατά την κοινή άσκηση από αυτούς της γονικής τους μέριμνας, καθώς και την επικοινωνία των γονέων και των λοιπών ανιόντων με το τέκνο, ………». Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 612 παρ. 1 του ΚΠολΔ, [όπως το άρθρο αυτό (612) τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87) και εφαρμόζεται εν προκειμένω, επίσης κατά τα προαναφερόμενα, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, εφόσον οι ένδικες αγωγές κατατέθηκαν  μετά την 1-1-2016] «1. Το δικαστήριο στις διαφορές του άρθρου 592 αριθμ. 3 περίπτωση β΄ πριν από την έκδοση της απόφασής του, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου, λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του. Μπορεί αν αποφασίσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, να ορίζει ελεύθερα το χρόνο διεξαγωγής της, χωρίς να δεσμεύεται από χρονικούς περιορισμούς.». Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 591, 592, 593-602 και 610-613 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία εάν υπάρχει ανάγκη να γίνει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη, το Δικαστήριο ορίζει τα σχετικά με αυτές κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο με προφορική ανακοίνωσή του η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά, συνάγεται, ότι κατά την διαδικασία αυτή δεν τηρούνται οι διατάξεις περί αποδείξεως της τακτικής διαδικασίας, ότι το Δικαστήριο και κατά την διαδικασία αυτή δεν κρίνει χωρίς αποδείξεις, αλλά με τις αποδείξεις οι οποίες πρέπει να προσκομισθούν κατά τη συζήτηση και ότι απόκειται στην κρίση του, η οποία δεν ελέγχεται ακυρωτικώς, εάν θα θεωρήσει τις αποδείξεις αυτές επαρκείς ή εάν θα διατάξει συμπληρωματικά αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη. Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 1511 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1510, 1512-1514 του ΑΚ, προκύπτει ότι, όταν το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας ανήλικου τέκνου σε έναν από τους εν διαζεύξει ευρισκόμενους γονείς του, πρέπει να έχει ως αποκλειστικό οδηγό της δικαιοδοτικής του κρίσεως το γενικό συμφέρον και μόνον του ανήλικου τέκνου, σωματικό, υλικό πνευματικό, ψυχικό και ηθικό, χωρίς να επιδρά αυτοτελώς στη λήψη της αποφάσεώς του κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες, που συνοδεύουν το πρόσωπο κάθε γονέα, όπως είναι το φύλο, η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία, η κοινωνική προέλευση, η περιουσιακή κατάσταση κλπ. Για τη λήψη της αποφάσεως το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και τους με ανεπηρέαστη επιλογή αναπτυχθέντες μέχρι τότε δεσμούς του διαθέτοντος ικανότητα διακρίσεως τέκνου με τους γονείς του (και τους τυχόν αδελφούς του), τις τυχόν συμφωνίες των γονέων σχετικά με την επιμέλεια και την περιουσία του, καθώς και τη γνώμη του, εφόσον αυτό, κατά την ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου, ενόψει της ηλικίας του και της πνευματικής του αναπτύξεως, είναι ικανό να αντιληφθεί το πραγματικό του συμφέρον. Οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβιώσεως, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαιτίου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας – επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της εκτάσεως και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητάς του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 1316/2009, ΑΠ 1736/2007). Η μικρή ηλικία του τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο, κατά νόμο, στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του τέκνου προς ανάθεση της γονικής μέριμνάς του σε έναν από τους γονείς του μετά τη νηπιακή ηλικία του, οπότε παύει η σαφής βιοκοινωνική υπεροχή της μητέρας από άποψη καταλληλότητας για τη γονική μέριμνα του τέκνου (ΑΠ 952/2007), ενώ συνεκτιμάται αυτή, κατά τη νηπιακή ηλικία του τέκνου, με τους υπόλοιπους παράγοντες, που εξασφαλίζουν την ομαλή σωματική και ψυχοπνευματική του ανάπτυξη. Το συμφέρον του τέκνου, δηλαδή, λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια και προς διαπίστωσή του λαμβάνονται υπόψη και αξιολογούνται όλα τα επωφελή για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις, χωρίς η εκφρασθείσα γνώμη του τέκνου να αποτελεί, χωρίς άλλο, αποφασιστικό παράγοντα με ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι πολλές φορές η θέληση του ανηλίκου είναι αποτέλεσμα επηρεασμού και πρόσκαιρη και δεν σημαίνει ότι εξυπηρετεί πράγματι το συμφέρον του. Το συμφέρον του τέκνου αποτελεί αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το Δικαστήριο της ουσίας. Για την εξειδίκευση της έννοιας αυτής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εκτιμώνται από το Δικαστήριο τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, με βάση αξιολογικά κριτήρια, τα οποία αντλεί το Δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη, σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου και τα πορίσματα της ψυχολογίας, πρέπει δε να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα (ΑΠ 358/2019, ΑΠ 824/2018). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων107, 254 παρ. 1, 368, 387, 522, 527, 529, 532, 533 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για την ολοκλήρωση της έρευνας για τη βασιμότητα του λόγου εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς μπορεί χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις με τα αποδεικτικά μέσα, που αναφέρονται στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων η πραγματογνωμοσύνη, οσάκις πρόκειται για ζήτημα, για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, έτσι ώστε μετά τη συνεκτίμηση των αποδείξεων αυτών και των αποδείξεων, που εκτιμήθηκαν από την εκκαλουμένη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη η απόφαση αυτή και σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου εφέσεως και να εξαφανίσει συνεπεία αυτού κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1285/1982 Δ. 14.568, ΑΠ 2/2006 ΕλλΔνη 47.1047, ΕφΛαμ 63/2013). Περαιτέρω, η άρνηση ή η παράλειψη του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, είτε στην περίπτωση του άρθρου 368 παρ. 1 του ΚΠολΔ είτε στην περίπτωση του άρθρου 368 παρ. 2 του ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει λόγο εφέσεως, οπότε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εάν διαπιστώνει την ανάγκη της διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, μπορεί να διατάξει αυτήν, με την αναβολή της απόφασής του για την ουσία της κρινόμενης εφέσεως (ΕφΙωαννίνων 95/2005, ΕφΘεσ 10/2000). Η εκκαλούσα με την ένδικη έφεση ισχυρίζεται ότι, μεταξύ άλλων, λόγω της επικαλούμενης ψυχικής βίας που ασκείται από τον πατέρα-εφεσίβλητο ………. και τους οικείους του στα ως άνω ανήλικα τέκνα μας, ελλοχεύει σοβαρός κίνδυνος για τη συναισθηματική ανάπτυξή τους και τη διαμόρφωση στο μέλλον της προσωπικότητάς τους ως ενηλίκων και για τον λόγο τούτο και για το αληθές συμφέρον των ανήλικων τέκνων τους, ζητεί, όπως προαναφέρθηκε, να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και να εξετασθούν τα ανήλικα τέκνα από ειδικό παιδοψυχολόγο, προκειμένου να διερευνηθεί η πραγματική βούληση αυτών και να διαπιστωθεί η ψυχική τους υγεία και η εξασφάλιση της διαβίωσής τους σε περιβάλλον μη κακοποίησης. Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι προς απόδειξη και ανταπόδειξη των περιστατικών, τα οποία επικαλούνται σε σχέση με την ανάθεση της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων τους (διαδίκων), καθίσταται αμφίβολος ο σχηματισμός ασφαλούς δικανικής πεποιθήσεως προς ορθή επίλυση της επίδικης διαφοράς, δεδομένου μάλιστα ότι για τη διαπίστωση της ψυχικής κατάστασης των ανηλίκων σε σχέση με την ανάθεση της επιμέλειάς τους στον έναν από τους δύο γονείς τους ή και στους δύο, [ανεξαρτήτως της αγάπης που τρέφουν αυτοί (γονείς – διάδικοι) προς αυτά], απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης, πρέπει, προκειμένου το Δικαστήριο να αχθεί σε κρίση για τη βασιμότητα των λόγων της κρινόμενης εφέσεως, που ανάγονται, όπως προαναφέρθηκε, και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 1088/2018, ΕφΠατρ 303/2011), πριν από την προηγούμενη εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως και την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της ένδικης υπόθεσης, που έχει κηρυχθεί περατωμένη, στο σύνολό της, (οπότε στην επαναλαμβανόμενη δίκη θα ερευνηθούν και όσοι από τους ισχυρισμούς προβλήθηκαν στην πρωτόδικη δίκη και επανυποβάλλονται νομίμως κατ΄ άρθρο 240 του ΚΠολΔ στην παρούσα δίκη ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου), προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη, σύμφωνα με τα άρθρα 368 επ. του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς την αναγκαιότητα της επικοινωνίας του (Δικαστηρίου) με τα ως άνω ανήλικα τέκνα, κατ΄ άρθρα 1511 του ΑΚ και 612 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκειμένου να συνεκτιμήσει τη γνώμη τους σχετικά με την ανάθεση της επιμέλειάς τους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 3-10-2018 (αριθ. καταθ. …./2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3730/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία των άρθρων 592 παρ. 3 περ. α΄ και β΄, 595, 597, 610-613 του ΚΠολΔ).

Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής αποφάσεως.                Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, προκειμένου να διενεργηθεί προηγουμένως η αμέσως κατωτέρω πραγματογνωμοσύνη, με την φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων.

Διορίζει πραγματογνώμονα τον ……….., Παιδοψυχίατρο, κάτοικο …….. Αττικής, οδός ………., τηλ……….., ο οποίος περιλαμβάνεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων, που τηρείται, κατ΄ άρθρο 371 του ΚΠολΔ, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, ο οποίος αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας είκοσι (20) εργασίμων ημερών από την προς αυτόν επίδοση της παρούσας, ενώπιον της Δικαστή και σε περίπτωση κωλύματός της ενώπιον του νόμιμου αναπληρωτή της, που θα ορισθεί από τους λοιπούς υπηρετούντες στο Δικαστήριο Εφέτες, στο κατάστημα του ίδιου Δικαστηρίου και σε ημέρα και ώρα που θα οριστεί αρμοδίως, κατόπιν κλήσεως του επιμελέστερου των διαδίκων και αφού λάβει υπόψη του κάθε αναγκαίο από τη δικογραφία στοιχείο, και όσα άλλα στοιχεία θέσουν υπόψη του οι διάδικοι, συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες και ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, να εξετάσει τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, …. (γεννηθέντα την 16-9-2008) και …… (γεννηθείσα την 19-11-2009), σε συνδυασμό με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του περιβάλλοντός τους, και να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του ως προς την ψυχική κατάσταση αυτών (ανήλικων τέκνων των διαδίκων), σχετικά με το αντικείμενο της δίκης, ήτοι την ανάθεση της επιμέλειας αυτών στον ενάγοντα – πατέρα τους ή στην ενάγουσα – μητέρα τους ή και στους δύο από κοινού, και ειδικότερα να απαντήσει στα εξής ερωτήματα, που διατυπώνονται ενδεικτικώς: α) εάν η συμπεριφορά των γονέων τους – διαδίκων [ποια είναι αυτή, εάν δύναται να διαπιστωθεί από τις διηγήσεις των ανηλίκων και εφόσον οι διηγήσεις αυτές είναι προσωπικές διαπιστώσεις αυτών (ανηλίκων)] προς τα ως άνω τέκνα τους έχει αρνητικές συνέπειες στην ψυχοσυναισθηματική κατάσταση αυτών (τέκνων), ήτοι τους δημιουργεί ψυχική αναστάτωση, διαταράσσει την ομαλή ανάπτυξή τους (τέκνων) και θέτει σε κίνδυνο την ψυχική τους υγεία, ώστε ακολούθως να χρειάζεται να υποβάλλονται (τα τέκνα) σε θεραπευτικές συνεδρίες με ψυχολόγο, β) η στάση που τηρούν (οι ανήλικοι) γενικώς απέναντι στη μητέρα τους – ενάγουσα απορρέει από προσωπικές διαπιστώσεις ή έχει διαμορφωθεί με βάση τις διηγήσεις του πατέρα τους και των οικείων του (μητέρας του, αδελφής του) και γ) με ποιον από τους δύο γονείς έχουν αναπτύξει, εάν έχουν αναπτύξει, με ανεπηρέαστη επιλογή και ικανότητα διακρίσεως, οι ως άνω ανήλικοι σταθερό συναισθηματικό δεσμό και εάν ο δεσμός αυτός διευκολύνει την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Τη σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να καταθέσει ο ανωτέρω πραγματογνώμονας ή ειδικά εξουσιοδοτημένο πρόσωπο στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την όρκισή του, ενώ αυτοί που θα εξετασθούν πρέπει να κληθούν να παραστούν δέκα (10) ημέρες πριν από τη διενέργειά της. Η νέα δε συζήτηση της υποθέσεως θα προσδιοριστεί με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, με την τήρηση των διατυπώσεων και της προθεσμίας του άρθρου 254 παρ. 2 και 3 του ΚΠολΔ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 7 Αυγούστου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ