Αριθμός 532 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 22-11-2018 (αρ. καταθ. ………./2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4086/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα, κατ΄ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. τοe – ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό: ………./2018, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ).
Με την ένδικη από 1-3-2017 (αρ. καταθ. ………./2017) αγωγή του, που συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) την 11-10-2017,ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ιστορούσε ότι την 4-12-2015 συνήψε με τον πρώτο των εναγομένων συμφωνία μίσθωσης ακινήτου, η οποία καταχωρήθηκε ηλεκτρονικά στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων την ίδια ημέρα και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου ………… Ότι δυνάμει αυτής ο πρώτος των εναγομένων εκμίσθωσε σ΄ αυτόν (ενάγοντα) το λεπτομερώς αναφερόμενο σ΄ αυτήν (αγωγή) ισόγειο διαμέρισμα που βρίσκεται στο Καμίνι Ύδρας. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης που συμφωνήθηκε για χρονικό διάστημα ενός έτους (από 1-1-2016 έως 31-12-2016), έχει, εκ του νόμου, τριετή ισχύ. Ότι το δηλωθέν μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 100 ευρώ, πλην όμως, το πραγματικό μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 375 ευρώ, ήτοι συνολικό ετήσιο μίσθωμα ποσού 4.500 ευρώ, το οποίο προκατέβαλε στον πρώτο των εναγομένων τον Ιανουάριο του 2016. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι αρχές Σεπτεμβρίου 2016ο πρώτος των εναγομένων ανακοίνωσε σ΄ αυτόν (ενάγοντα) ότι το μίσθιο μεταβιβάστηκε λόγω πώλησης σε τρίτον (όπως εκ των υστέρων ανακάλυψε, στους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων), δηλώνοντάς του ότι έπρεπε να αποχωρήσει από αυτό απομακρύνοντας τα προσωπικά του αντικείμενα, τάσσοντάς του, μάλιστα, προς τούτο, προθεσμία 15 ημερών. Ότι ο ίδιος (ο ενάγων), για τους αναφερόμενους λόγους, αρνήθηκε την απόδοση του μισθίου, που χρησιμοποιούσε με την οικογένειά του ως δευτερεύουσα οικία. Ότι οι εναγόμενοι αρνούνται αντισυμβατικά, παράνομα και καταχρηστικά να σταματήσουν να παρεμποδίζουν τη χρήση του ως άνω μισθίου από εκείνον και την οικογένειά του. Επιπροσθέτως ισχυρίστηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων την 19-9-2016, όπως πληροφορήθηκε (ο ενάγων), εγκατέστησε στο μίσθιο μονάδες κλιματιστικών και ότι την 21-9-2016 παραβίασε την κλειδαριά της εισόδου και τοποθέτησε δική του κλειδαριά, χωρίς τη συναίνεση ή έγκρισή του (ενάγοντος), χωρίς να έχει προς τούτο κανένα δικαίωμα και χωρίς να έχει εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση ή να έχει χορηγηθεί προσωρινή διαταγή που να το επιτρέπει, με πρόθεση να τον αποβάλει από το μίσθιο. Ότι ο πρώτος των εναγομένων αν και γνώριζε ότι υπάρχει ενεργή και ισχυρά μίσθωση, λειτούργησε αντίθετα από τη συμβατικά ειλημμένη του υποχρέωση, τις επιταγές του νόμου και τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, αθετώντας την στο πλαίσιο της μίσθωσης δέσμευσή του. Ότι, επίσης, ο πρώτος των εναγομένων, μετά την παράνομη επέμβασή του στο μίσθιο, αφαίρεσε και απομάκρυνε παράνομα και αυθαίρετα τα προσωπικά αντικείμενά του (ενάγοντος) και της οικογένειάς του. Ακολούθως ισχυρίστηκε ότι με την από 31-10-2016 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση-πρόσκλησή του (ενάγοντος), η οποία κοινοποιήθηκε την 1-11-2016 στον πρώτο των εναγομένων και στον πληρεξούσιο Δικηγόρο των λοιπών εναγομένων διαμαρτυρήθηκε για την αντισυμβατική αλλά και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων και τους καλούσε όπως εντός τριών ημερών από τη λήψη αυτής (εξώδικης διαμαρτυρίας – δήλωσης – πρόσκλησης) συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους και προβούν στην παράδοση του μισθίου σε αυτόν (ενάγοντα). Ότι με την αναφερόμενη συμπεριφορά τους οι εναγόμενοι αποδυνάμωσαν τον κατεπείγοντα χαρακτήρα των ασφαλιστικών μέτρων. Ότι την 11-11-2016 του κοινοποιήθηκε εξώδικη απάντηση από τον πρώτο των εναγομένων και από τους δυο λοιπούς των εναγομένων. Ότι ο πρώτος των εναγομένων, μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι δεν επρόκειτο για μίσθωση κατοικίας, αλλά για εν τοις πράγμασι συγκατοίκησή τους ή/και παραχώρηση της οικίας σ΄ αυτόν (ενάγοντα) και την οικογένειά του για δύο-τρία Σαββατοκύριακα το έτος και το μήνα Αύγουστο. Ότι οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων με την ως άνω εξώδικη δήλωσή τους, μεταξύ άλλων, ισχυρίζονται ότι ουδέποτε έλαβαν γνώση περί μίσθωσης της οικίας τους και ότι ο πωλητής τους ανακοίνωσε μόνο μετά την υπογραφή του συμβολαίου ότι είχε συμφωνήσει να διαμείνει ένας φίλος του (ο ενάγων) σ΄ αυτήν για ορισμένες ημέρες τον Αύγουστο, χωρίς να είναι μισθωμένη η οικία με συμβόλαιο. Ότι, πλην όμως, οι ως άνω εναγόμενοι είχαν γνώση της νόμιμης μισθωτικής σύμβασης που είχε συνάψει με τον πρώτο των εναγομένων– πωλητή και ότι δεν είχε λήξει ούτε η συμβατική ούτε η νόμιμη διάρκεια της εν λόγω μισθώσεως. Ότι ο ίδιος τους ενημέρωσε πόσο σημαντική ήταν η μίσθωση για αυτόν (ενάγοντα) και ότι δεν προτίθεται να αποχωρήσει από το μίσθιο ώστε να το λάβουν υπόψη σε περίπτωση που προχωρήσουν σε αγορά του ακινήτου. Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων γνώριζαν για το πρόβλημα υγείας του και ότι σε συμπαιγνία με τον πωλητή εν τοις πράγμασι κατέλαβαν το μίσθιο εκδιώκοντάς τον και έκτοτε αρνούνται παράνομα και καταχρηστικά να σταματήσουν να παρεμποδίζουν τη χρήση του από αυτόν (ενάγοντα) και την οικογένειά του. Ότι με την από 14-12-2016 νέα εξώδικη – δήλωση – διαμαρτυρία του, η οποία επιδόθηκε την 19-12-2016 στους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων, τους καλούσε εκ νέου να συμμορφωθούν και να σταματήσουν την παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά τους. Ότι το σχετικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας του ακινήτου είχε καταρτιστεί ήδη από την 9-8-2016 και το σχετικό συμβολαιογραφικό προσύμφωνο την 21-7-2016. Ότι ο πρώτος των εναγομένων του αφαίρεσε τη χρήση του μισθίου, αποβάλλοντάς τον με αθέμιτες πράξεις αυτοδικίας και διατάραξης της οικογενειακής του ηρεμίας, ενώ οι λοιποί των εναγομένων συμπεριφέρθηκαν αντίθετα στα χρηστά ήθη. Ότι ο πρώτος των εναγομένων με παράνομες και υπαίτιες πράξεις πέτυχε την εκδίωξή του από το μίσθιο. Ότι, συμπερασματικά, ο πρώτος των εναγομένων, όπως προαναφέρθηκε, παραβίασε την κύρια ενδοσυμβατική του υποχρέωση και αυτοδικώντας έθραυσε την κλειδαριά που είχε τοποθετήσει (ο ενάγων) και τοποθέτησε δική του, εισήλθε παρά τη θέλησή του (ενάγοντος) στην οικία του και απομάκρυνε τα προσωπικά του αντικείμενα. Ότι οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων γνώριζαν την ύπαρξη ισχυρής και ενεργούς μίσθωσης, την αντίθεσή του (ενάγοντος) στην απομάκρυνσή του, την οποία είχε εκφράσει και στους ίδιους κατά την επίσκεψή τους στο μίσθιο την 6-8-2016, καθώς και το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει. Ότι προκειμένου να αποκτήσουν το ακίνητο, το ταχύτερο δυνατό και χωρίς να είναι αναγκασμένοι να ανεχθούν την παραμονή του (ενάγοντος) σ΄ αυτό, όπως θα ήταν εκ του νόμου υποχρεωμένοι ένεκα της exlege υπεισέλευσής τους στη θέση του πωλητή – εκμισθωτή, σε συμπαιγνία με τον τελευταίο δρομολόγησαν την εκδίωξή του. Ότι συνεπεία της περιγραφόμενης συμπεριφοράς των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη. Με αυτό το ιστορικό, όπως παραδεκτά, με τις νομίμως κατατεθείσες στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έγγραφες προτάσεις του, περιόρισε το αίτημα αυτής (αγωγής) από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό και ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα, επικαλούμενος (ο ενάγων) ότι για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την εις βάρος του αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, απαιτείται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 80.000 ευρώ από τον πρώτο των εναγομένων και το ποσό των 70.000 ευρώ εις ολόκληρον από τους λοιπούς των εναγομένων, ζήτησε (ο ενάγων) 1) όσον αφορά τον πρώτο των εναγομένων να υποχρεωθεί να του καταβάλει από το ποσό των 80.000 ευρώ, το ποσό των 5.000 ευρώ και το υπόλοιπο ποσό των 75.000 ευρώ να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να του το καταβάλει και 2) όσον αφορά τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων να υποχρεωθούν να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας από το ποσό των 70.000 ευρώ, το ποσό των 5.000 ευρώ και το υπόλοιπο ποσό των 65.000 ευρώ να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται να του το καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ΄ αρ. 4086/2018 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε την 4-9-2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, όπως προαναφέρθηκε, αφού δέχθηκε ότι η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη, απορρίπτοντας τον περί του αντιθέτου ισχυρισµό των εναγοµένων, απέρριψε αυτήν ως μη νόµιµη και καταδίκασε τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, τα οποία όρισε στο ποσό των 1.000 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται, με την κρινόμενη από 22-11-2018 (αρ. καταθ. …../2018) έφεση, ο ηττηθείς ενάγων και, κατ΄ εκτίμηση αυτής, με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του και να του επιστραφεί το παράβολο των 100 ευρώ που κατέθεσε για το παραδεκτό της άσκησης της ένδικης εφέσεως.
Από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή στερείται των απαραίτητων στοιχείων για τη θεμελίωσή της ή ασκήθηκε απαράδεκτα, με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (άρθρο 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εκτός αν έχει ασκήσει αντίθετη έφεση ή αντέφεση ο αντίδικος (ΑΠ 135/2003 ΕλλΔνη 2003.1320, ΑΠ 1253/2002 ΕλλΔνη 2003.163, ΑΠ 1207/2002 ΕλλΔνη 2003.162, ΑΠ 679/2001 ΕλλΔνη 2001.1590, ΑΠ 545/2000 ΕλλΔνη 2000.1614, ΑΠ 24/2000 ΕλλΔνη 2000.719). Ειδικότερα, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) ως μη νόμιμη και κατά της αποφάσεως παραπονείται ο ενάγων, για την απόρριψη για το λόγο αυτό, τότε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μπορεί να κρίνει την αγωγή απορριπτέα για λόγο μη ουσιαστικό-δικονομικό, όπως ως απαράδεκτη (λόγω αοριστίας ή ελλείψεως διαδικαστικής προϋπόθεσης) και να την απορρίψει για τους λόγους αυτούς και κατ΄ αυτεπάγγελτη έρευνα, χωρίς, δηλαδή, ειδικό παράπονο, αφού η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα – ενάγοντα και επομένως δεν υφίσταται κώλυμα εκ της διάταξης του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που απαγορεύει την έκδοση από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα απόφασης. Είναι δε, επωφελέστερη, διότι η απόρριψη μίας αγωγής ως απαράδεκτης αφορά, όχι γενικά την ύπαρξη ή ανυπαρξία αυτού του ίδιου του καταγόμενου στη δίκη ουσιαστικού δικαιώματος, όπως συμβαίνει σε περίπτωση κρίσης περί του νομικά βασίμου της αγωγής. Στην περίπτωση, όμως, αυτή, επειδή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατά το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο οδηγεί σε διάφορο κατ΄ αποτέλεσμα διατακτικό από την απόρριψή της ως νομικά αβάσιμης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εξαφανίζει την εκκαλουμένη, μερικά ή ολικά, αντίστοιχα με το σφάλμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κρατά την υπόθεση, δικάζει αυτήν και απορρίπτει, αντίστοιχα, την αγωγή, για έναν από τους τυπικούς ως άνω λόγους, δηλαδή, ως απαράδεκτη, αόριστη ή προώρως ασκηθείσα (ΑΠ 40/2006, ΑΠ 103/2001 ΕλλΔνη 42.714, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42.925, ΕφΑθ 37/2009, ΕφΘεσ 227/2008, ΕφΑθ 6048/2005 ΕλλΔνη 2006.894, ΕφΘεσ 2204/2005 Αρμ 2005.1785).Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα άλλα στοιχεία που ορίζει το άρθρο αυτό πλήρη, σαφή, χωρίς αντιφάσεις, έκθεση των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν κατά το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, έτσι ώστε να παρέχεται η ευχέρεια στον εναγόμενο να αμυνθεί και στο Δικαστήριο να διατάξει τις νόμιμες αποδείξεις. Σε περίπτωση έλλειψης σαφούς, επαρκούς και συγκεκριμένης, δίχως αντιφάσεις, εξειδίκευσης των στοιχείων αυτών, το δικόγραφο της αγωγής είναι απορριπτέο ως αόριστο και ως εκ τούτου απαράδεκτο, το απαράδεκτο δε αυτό ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη και ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Εξάλλου η αοριστία αυτή, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε με απλή αναφορά σε διάταξη νόμου (ΑΠ 1210/1995 ΕλλΔνη 1997.1782, ΑΠ 1374/1994 ΕλλΔνη 1996.683). Επιπροσθέτως, από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ συνάγεται ότι για την γέννηση ευθύνης προς αποζημίωση η χρηματική ικανοποίηση από αδικοπραξία πρέπει να υπάρχει α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ενός και της ζημίας του άλλου. Η παράνομη συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται είτε σε θετική ενέργεια, είτε σε παράλειψη. Ο χαρακτηρισμός της παραλείψεως ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύπτει είτε από δικαιοπραξία, οπότε μάλιστα μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη, είτε από ειδική διάταξη νόμου – όπως είναι και το άρθρο 919 του ΑΚ, εφόσον συντρέχει αντίθεση στα χρηστά ήθη και πρόθεση βλάβης – είτε από την αρχή της καλής πίστεως, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 του ΑΚ, και που είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Έτσι αδικοπρακτική ευθύνη, κατά τα άρθρα 914 επ. του ΑΚ, γεννιέται όταν το ζημιογόνο γεγονός είναι ανεξάρτητο από προηγούμενη υποχρέωση και μπορεί να προέλθει από οποιονδήποτε τρίτο, ο οποίος με παράνομη πράξη ή παράλειψή του προσβάλλει απόλυτο δικαίωμα του προσώπου, που ζημιώθηκε. Αν, αντίθετα, η πράξη ή παράλειψη που προκάλεσε την ζημία δεν είναι καθ΄ εαυτή παράνομη, αλλά συνιστά αθέτηση υποχρεώσεως, που έχει ήδη αναληφθεί, δεν υπάρχει αδικοπρακτική, αλλά ενδοσυμβατική ευθύνη, συνισταμένη στο διαφέρον, το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με την αθέτηση (υπερημερία, αδυναμία, θετική προσβολή κ.λ.π.). Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 919 του ΑΚ προκύπτει, ότι η από πρόθεση πρόκληση ζημίας σε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη είναι πράξη παράνομη και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932 του ΑΚ).Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά την γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Ενόψει, όμως, του ότι ζημιογόνος συμπεριφορά από πρόθεση, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, τότε μόνο μπορεί να θεμελιώσει και αξίωση αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 919 του ΑΚ, όταν και χωρίς την συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, μόνη η από τον ένα των συμβαλλομένων αθέτηση κάποιας από την σύμβαση υποχρεώσεως, που ανέλαβε έναντι του άλλου, δεν αποτελεί πράξη αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, ώστε να θεμελιώνει και αξίωση αποζημιώσεως κατά το προαναφερόμενο άρθρο του ΑΚ (ΑΠ 191/2016, ΑΠ 292/2015, ΑΠ 997/2012, ΑΠ 1801/2001).Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 του AK, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/1991). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας) συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 του ΑΚ, υποχρεώσεως για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτή την διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 298 του ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 864/2014). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 614 του ΑΚ ορίζεται ότι: «Στη μίσθωση ακινήτου που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, αν ο εκμισθωτής κατά τη διάρκεια της μίσθωσης μεταβιβάσει σε τρίτον την κυριότητα του μισθίου ή παραχωρήσει άλλο εμπράγματο δικαίωμα που αποκλείει στο μισθωτή τη χρήση, ο νέος κτήτορας υπεισέρχεται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της μίσθωσης, εκτός αν έγινε αντίθετη συμφωνία στο μισθωτήριο έγγραφο.Αν το εμπράγματο δικαίωμα που παραχώρησε ο εκμισθωτής στον τρίτο δεν αποκλείει στο μισθωτή τη χρήση, ο τρίτος έχει υποχρέωση να μην την παρεμποδίσει». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την υπεισέλευση του νέου κτήτορα στη μισθωτική σχέση είναι: 1) ύπαρξη έγκυρης και ενεργού μίσθωσης ακινήτου, 2) απόδειξη της μίσθωσης με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, 3) έγκυρη εκποίηση του μισθίου ακινήτου, 4) εκμίσθωση από τον κύριο του μισθίου, 5) εκποίηση κατά τη διάρκεια της μίσθωσης και 6) έλλειψη αντίθετης συμφωνίας στο μισθωτήριο (ΑΠ 48/2013, Χαρ. Παπαδάκη: «Αγωγές Απόδοσης Μισθίου», εκ. Β΄ σελ. 139, Γεωργιάδη-Σταθόπουλο: «Κατ΄ άρθρο Ερμ ΑΚ» τόμος III, υπ΄ άρθρο 614, σελ. 359 επ.). Ειδικότερα για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 614 του ΑΚ πρώτο προαπαιτούμενο είναι η ύπαρξη έγκυρης και ενεργού μισθωτικής σύμβασης ακινήτου, μεταξύ του παλαιού κτήτορα – εκμισθωτή και του μισθωτή, επομένως, δεν εφαρμόζεται η διάταξη σε περίπτωση ακυρότητας αυτής, αφού βέβαια η άκυρη μίσθωση δεν λειτουργεί ούτε μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ενώ επίσης είναι αυτονόητο ότι η μίσθωση πρέπει να είναι ενεργός κατά τον κρίσιμο χρόνο εκποίησης, γιατί δεν μπορεί να νοηθεί μεταβίβαση μισθωτικής σχέσης ανύπαρκτης. Δεύτερη προϋπόθεση εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως είναι η μίσθωση να αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας και τούτο διότι ο νόμος αποσκοπεί στην προστασία του νέου κτήτορα από δόλιες ενέργειες του παλαιού κτήτορα – εκμισθωτή, ο οποίος διαφορετικά θα μπορούσε μετά τη μεταβίβαση να συνάπτει μίσθωση με προχρονολογημένο μισθωτήριο δεσμεύοντας έτσι τον ανύποπτο διάδοχό του. Τρίτη προϋπόθεση εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως είναι έγκυρη εκποίηση του μισθίου ακινήτου και για να θεωρείται τέτοια πρέπει να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, δεδομένου ότι αν η σύμβαση είναι άκυρη ή εάν δεν μεταγραφεί δεν επέρχεται κτήση του δικαιώματος, ενώ ο ισχυρισμός για υπεισέλευση χωρίς επίκληση και της μεταγραφής είναι αόριστος και απορρίπτεται, η δε αγωγή κατά το σχετικό στοιχείο της μεταγραφής δεν μπορεί να συμπληρωθεί. Τέταρτη προϋπόθεση εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως είναι η εκμίσθωση να έχει γίνει από τον κύριο του μισθίου, διότι αν ο εκμισθωτής δεν ήταν κύριος, η εκποίηση του μισθίου από τον αληθινό κύριο δεν υπάγεται στη διάταξη και ο νέος κτήτορας δεν υπεισέρχεται στη μισθωτική σχέση, για τον προφανή λόγο ότι από τη μίσθωση αυτή δεν υπήρχε δέσμευση ούτε από τον παλαιό κτήτορα, από τον οποίο έλκει τα δικαιώματά του ο νέος κτήτορας, αφού διαδοχή στην ενοχική σχέση, όταν δεν μετέχει σε αυτή εκείνος που εκποιεί, δεν νοείται. Πέμπτη προϋπόθεση εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως είναι η εκποίηση να λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, δηλαδή, προϋπόθεση για τη δέσμευση του νέου κτήτορα είναι ότι πριν από την εκποίηση πρέπει να έχει γίνει εκτέλεση της μισθωτικής σύμβασης, ήτοι εγκατάσταση του μισθωτή στο μίσθιο και παράδοση της χρήσης του σε αυτόν. Και έκτη προϋπόθεση εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως είναι η έλλειψη αντίθετης συμφωνίας στο μισθωτήριο, που να αποκλείει δηλαδή τη δέσμευση του νέου κτήτορα (Χαρ. Παπαδάκη: «Αγωγές Απόδοσης Μισθίου», εκ. Β΄, σελ. 140 επ., με την εκεί παρατιθέμενη βιβλιογραφία και νομολογία). Εξάλλου από την ανωτέρω διατύπωση του άρθρου 614 του ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι η έννοια της παραπάνω υπεισέλευσης, (η οποία πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι εκχώρηση), είναι ότι μεταβιβάζεται ολόκληρη η ενοχική μισθωτική σχέση ως σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως απορρέουν από το νόμο και το περιεχόμενο της σύμβασης, από τον παλαιό στο νέο κτήτορα, ενώ τα χαρακτηριστικά της εν λόγω υπεισέλευσης είναι ότι αυτή επέρχεται αυτοδυνάμως από το νόμο (exlege), ότι δεν έχει αναδρομική δύναμη και ότι αφορά στη μίσθωση και όχι σε άλλες σχέσεις. Η υπεισέλευση στη μισθωτική σχέση του νέου κτήτορα συντελείται από τη μεταγραφή του μεταβιβαστικού συμβολαίου, που αποτελεί και το κρίσιμο χρονικό σημείο της υπεισέλευσης αυτής (ΑΠ 999/2014, ΑΠ 1095/2004, Χαρ. Παπαδάκη: «Αγωγές Απόδοσης Μισθίου», εκ. Β΄, σελ. 178, παρ. 462). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων με την ένδικη αγωγή, θεμελιώνει τη νομική και ιστορική βάση της στις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 του ΑΚ, πλην όμως, αυτή (αγωγή) είναι αόριστη, καθόσον δεν περιέχει όλα τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΚΠολΔ στοιχεία, αφού δεν προσδιορίζονται σ΄ αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος για το ορισμένο της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση με βάση τις διατάξεις των ως άνω άρθρων 914 και 919 του ΑΚ, δηλαδή δεν εκτίθενται, κατά νομικά ορισμένο τρόπο και χωρίς αντιφάσεις τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν τη νομική βασιμότητά της στις προπαρατεθείσες διατάξεις για την θεμελίωση της ως άνω αξίωσης (χρηματικής ικανοποίησης) του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, ο ενάγων δεν εκθέτει σαφώς πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν την παράνομη και αποδοκιμαζόμενη από την έννομη τάξη συμπεριφορά του πρώτου των εναγομένων και την παράνομη και αποδοκιμαζόμενη από την έννομη τάξη και τα χρηστά ήθη συμπεριφορά των δεύτερου και τρίτης των εναγομένων. Συγκεκριμένα, ο ενάγων με το δικόγραφο της ένδικης αγωγής δεν επικαλείται εάν το μεταβιβαστικό συμβόλαιο δυνάμει του οποίου, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, μεταβιβάστηκε το μίσθιο στους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων έχει μεταγραφεί και σε θετική περίπτωση πότε μεταγράφηκε, ήτοι τον ακριβή χρόνο μεταγραφής του. Τούτο δε, διότι κατά τον ως άνω χρόνο της μεταγραφής, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, οι νέοι κτήτορες (δικαιούχοι του εμπραγμάτου δικαιώματος της κυριότητας) θα υπεισέρχονταν στη μισθωτική σχέση, ήτοι στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του παλαιού κτήτορα αναφορικά με τη μίσθωση, εφόσον βεβαίως δεν υπήρχε αντίθετη συμφωνία στο μισθωτήριο, στοιχείο, όμως, το οποίο, επίσης, δεν επικαλείται ο ενάγων. Εάν δε, η μεταγραφή του ως άνω συμβολαίου έλαβε χώρα πριν την επικαλούμενη από τον ενάγοντα καταγγελία [βάσει των σ΄ αυτήν (αγωγή)εκτιθεμένων και κατά τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό] της μίσθωσης από τον πρώτο των εναγομένων (ανεξαρτήτως εάν αυτή είναι νόμιμη ή όχι), στις αρχές Σεπτεμβρίου 2016, όταν του χορηγήθηκε προθεσμία 15 ημερών να αποχωρήσει από το μίσθιο, τότε ο πρώτος των εναγομένων δεν ήταν πλέον εκμισθωτής ώστε, εν πρώτοις, να δύναται να προβαίνει σε καταγγελία της σύμβασης μισθώσεως, αφού η ολοκλήρωση της εκποιήσεως του μισθίου, είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη διακοπή του ενοχικού δεσμού ανάμεσα στα αρχικά συμβαλλόμενα μέρη (ενάγοντα και πρώτο των εναγομένων), οπότε ακολούθως δεν δύναται να τελέσει το αδίκημα της αυτοδικίας, όπως επικαλείται ο ενάγων, με την αυτοδύναμη αποβολή του (ενάγοντος) από το μίσθιο. Εξάλλου, ο ενάγων δεν επικαλείται ότι σε κάθε περίπτωση ο πρώτος των εναγομένων είχε την πεποίθηση ότι εξακολουθεί να είναι εκμισθωτής ή νομέας του ακινήτου και με αυτή την ιδιότητα προέβη στην επικαλούμενη αυτοδικία. Εάν δε, η μεταγραφή του προαναφερόμενου συμβολαίου έλαβε χώρα μεταγενέστερα της επικαλούμενης καταγγελίας ή υπάρχει αντίθετη συμφωνία στο μισθωτήριο, τότε υπό τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, ο πρώτος των εναγομένων τέλεσε την επικαλούμενη αυτοδικία, αφού μετά την καταγγελία, ανεξαρτήτως εάν αυτή είναι νόμιμη ή όχι, όπως προαναφέρθηκε, ο πρώτος των εναγομένων ως προς την επικαλούμενη περίπτωση αρνήσεως του μισθωτού (ενάγοντος) να αποδώσει το μίσθιο, μπορούσε να επιδιώξει την απόδοσή του με τη νόμιμη δικαστική διαδικασία, όχι όμως και να αναλάβει αυτοδυνάμως τούτο με αυτοδικία, η οποία συνιστά αδίκημα και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Η πράξη δε της αυτοδικίας (άρθρο 331 του ΠΚ) συρρέει φαινομενικά και απορροφά τη δεύτερη πράξη της διατάραξης της οικιακής ειρήνης (άρθρο 334 του ΠΚ), την οποία, υπό τα εκτιθέμενα σ΄ αυτήν (αγωγή), τέλεσε ο πρώτος των εναγομένων. Συνακόλουθα δε, ο ενάγων δεν επικαλείται σαφώς πότε οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων έγιναν κύριοι του ακινήτου (με την μεταγραφή του συμβολαιογραφικού εγγράφου, καθόσον, εκτός από τη συμφωνία μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, απαιτείται και μεταγραφή της σχετικής εμπράγματης συμφωνίας) και υπεισήλθαν στη μισθωτική σχέση, οπότε με βάση αυτή υποχρεούνταν να του παραδώσουν (και να μην παρεμποδίζουν) τη χρήση του μισθίου ακινήτου. Επίσης, δεν αναφέρει πότε οι ίδιοι κατέλαβαν το μίσθιο, αφού στη θραύση της κλειδαριάς και στην τοποθέτηση της νέας, καθώς επίσης στην είσοδο, παρά τη θέλησή του (ενάγοντος) στην οικία του, και στην απομάκρυνση των προσωπικών του αντικειμένων, προέβη, κατά τους ισχυρισμούς του, ο πρώτος των εναγομένων ή εάν ο πρώτος των εναγομένων ενεργούσε για λογαριασμό τους και κατ΄ εντολή τους, με βάση ποια σχέση. Τούτα δε, καθόσον ο ενάγων επικαλείται, μεταξύ άλλων, και αντισυμβατική συμπεριφορά όλων των εναγομένων, ενώ σε κάθε περίπτωση, (υπαίτια, ζημιογόνος) συμπεριφορά με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Επιπλέον, η ως άνω αοριστία δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε με απλή αναφορά σε διάταξη νόμου. Συνακόλουθα, αφού ελλείπουν τα απαιτούμενα, κατά το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, στοιχεία, η ένδικη από 1-3-2017 (αρ. καταθ. ……./2017) αγωγή, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεκτού γενομένου του σχετικού και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ερευνωμένου ισχυρισμού των εναγομένων-εφεσιβλήτων περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, που επανυποβάλεται στο Δικαστήριο αυτό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε την αγωγή ορισμένη και στη συνέχεια απέρριψε αυτή ως μη νόμιμη, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, καθόσον, παρά την ταυτότητα αποτελέσματος στο διατακτικό με την παρούσα απόφαση, το παραγόμενο εξ εκείνης δεδικασμένο είναι εν πολλοίς διαφορετικό από εκείνο που δημιουργείται με την παρούσα κρίση του Δικαστηρίου αυτού και δεν δύναται, συνεπώς, να χωρήσει απλή αντικατάσταση αιτιολογιών κατ΄ άρθρο 534 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, να κρατηθεί η αγωγή, να δικασθεί εκ νέου και να απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, εφόσον δεν καθίσταται δυσχερέστερη η θέση του ενάγοντος (άρθρο 536 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Ακολούθως δε, λόγω του ότι η ένδικη έφεση έγινε και κατ΄ ουσίαν δεκτή και εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 4086/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε, για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως), με το e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό: ……/2018, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλουe – ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στον εκκαλούντα. Και τούτο διότι, εάν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ΄ άρθρο 495 του ΚΠολΔ (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ένδικου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι΄ αυτόν (ΑΠ 532/2016). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων μερών, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, οι οποίοι ως εκ της φύσεώς τους και των σκοπών τους οποίους εξυπηρετούν, εμφανίζουν ιδιαίτερες ερμηνευτικές δυσχέρειες αφ΄ αυτών, κυρίως όμως κατά την εξειδίκευση και εφαρμογή τους σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως συμβαίνει στην κρινομένη υπόθεση (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 22-11-2018 (αρ. καταθ. ../2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4086/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό: ………./2018, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλουe – ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στον εκκαλούντα.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 4086/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).
Κρατεί και δικάζει την από1-3-2017 (αρ. καταθ. …/2017) αγωγή.
Απορρίπτει την ένδικη από 1-3-2017 (αρ. καταθ. …../2017) αγωγή.
Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 7 Αυγούστου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ