Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 522/2020

 

Αριθμός  522/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη (κωλυομένων των υπηρετούντων Προέδρων Εφετών και των αρχαιοτέρων Εφετών), Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη και Ελένη Τοπούζη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1782 παρ. 2 ΑΚ “η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν είναι προϊόν απάτης, χωρίς την οποία ο διαθέτης δεν θα διατύπωνε τη διάταξη”. Ως απάτη νοείται η εκ προθέσεως συμπεριφορά που τείνει να δημιουργήσει ή να διατηρήσει μια εσφαλμένη εντύπωση και συνίσταται, είτε σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε σε απόκρυψη, αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση αληθινών γεγονότων, τα οποία παρασύρουν και πείθουν τον διαθέτη στην τελευταία διάταξη, στην οποία αυτός δεν θα προέβαινε κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και με πιθανότητα, αν δεν πειθόταν από τις απατηλές ενέργειες ή παραστάσεις, ενώ η πλάνη που προκλήθηκε δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται στη διαθήκη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια, ότι στην έννοια της απάτης περιλαμβάνονται ψευδείς και υποβολιμιαίες ή δελεαστικές παραστάσεις, οι οποίες έγιναν με δόλο και τεχνηέντως, έχουν δε ως αποτέλεσμα να πείσουν και να παρασύρουν τον διαθέτη να περιλάβει στη διαθήκη του διάταξη, την οποία δεν θα διατύπωνε, αν δεν μεσολαβούσε η κατά τα ως άνω συμπεριφορά εκείνου που μετήλθε την απάτη (π.χ. ψευδείς υποσχέσεις, καλλιέργεια με συκοφαντίες ή ψευδολογίες αντιπάθειας, καχυποψίας ή μίσους του διαθέτη, κυρίως προς τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του). Στην περίπτωση αυτή η πλάνη του διαθέτη που προκαλείται από την απάτη καθιστά ακυρώσιμη την τελευταία διάταξη, τόσο όταν έχει ως αποτέλεσμα τη διάσταση της βούλησης και της δήλωσης του διαθέτη, όσο και όταν εντοπίζεται στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως. Μεταξύ απατηλών ενεργειών ή παραστάσεων και περιεχομένου της προσβληθείσας διαθήκης απαιτείται αιτιώδης σύνδεσμος, ο οποίος συναρτάται με τη διαπίστωση ότι ο διαθέτης, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν δεν παραπειθόταν από αυτές, δεν θα συνέτασσε τη συγκεκριμένη διαθήκη. Μάλιστα δεν απαιτείται η απάτη να υπήρξε το μοναδικό αίτιο που οδήγησε το διαθέτη στη διατύπωση της υπό ακύρωση διάταξης, αλλά αρκεί ότι χωρίς την απάτη ή χωρίς και την απάτη δεν θα διατύπωνε τη διάταξη. Πρέπει προσέτι κατά την έννοια της διατάξεως αυτής να προκύπτει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, η απάτη ασκήθηκε και πράγματι προκάλεσε στο διαθέτη, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της προσωπικότητάς του, της ηλικίας, της κατάστασης της υγείας του, της ψυχολογικής κατάστασης και εν γένει της ιδιοσυγκρασίας του, τη διατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης, τα δε ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά θα πρέπει να εξετάζονται και αναφορικά με το χρόνο σύνταξης της διαθήκης. Ως εκ τούτου αυτός που προσβάλλει τη διαθήκη, επικαλούμενος την ως άνω διάταξη του ΑΚ  πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει: α) ότι ασκήθηκε, με συγκεκριμένες πράξεις, απάτη από την οποία έχει παραχθεί πλάνη που καθιστά τη διαθήκη ακυρώσιμη και β) την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ απάτης και της διατύπωσης της υπό ακύρωση διάταξης. Την ακύρωση της διάταξης της διαθήκης στις περιπτώσεις των άρθρων 1782 έως 1785 μπορεί να ζητήσουν  κατ άρθρο 1787 ΑΚ,   μόνο εκείνοι που ωφελούνται άμεσα από την ακύρωσή της και τέτοιοι μπορεί να είναι εκείνοι που πρόκειται να αποκτήσουν ευθέως κληρονομικό δικαίωμα σε περίπτωση ακύρωσης της διαθήκης, είτε ως άμεσοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, είτε και ως εγκατάστατοι με προηγούμενη διαθήκη, που αναβιώνει μετά την ακύρωση. Εναγόμενος  είναι όποιος έλκει αμέσως έννομο συμφέρον από την προσβαλλόμενη διάταξη. Αν με την προσβαλλόμενη διαθήκη έχουν τιμηθεί περισσότερα πρόσωπα, δημιουργείται, μεταξύ αυτών,  απλή και όχι αναγκαστική ομοδικία και συνεπώς η αγωγή ακύρωσης δεν είναι απαραίτητο να στρέφεται εναντίον όλων των τετιμιμένων με τη διαθήκη (ΑΠ 505/2011, ΑΠ 677/2000, ΕφΔυτΣτερΕλλ 103/2014, ΕφΘεσ 1010/2009, ΕφΠειρ 204/1998, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙΙ. Από  το  συνδυασμό  των  άρθρων  75,  76,  517 ΚΠολΔ  προκύπτει  ότι  η  έφεση  πρέπει  να απευθύνεται κατ` εκείνων που ήταν  διάδικοι στην πρώτη δίκη (ή των καθολικών διαδόχων ή κληροδόχων  τους) και ήταν αντίδικοι του εκκαλούντος, όχι όμως απαραιτήτως εναντίον όλων αυτών,  διότι  μπορεί  ο  εκκαλών να απευθύνει την έφεση μόνο εναντίον  εκείνου από τους αντιδίκους  του,  ως  προς  τους  οποίους   επιθυμεί  να επιτύχει την ακύρωση της  προσβαλλομένης απόφασης, εκτός  αν  συντρέχει  περίπτωση  αναγκαστικής ομοδικίας,  οπότε υποχρεωτικά πρέπει να την απευθύνει εναντίον όλων, αλλιώς είναι απαράδεκτη. Τα ανωτέρω εξετάζονται αυτεπάγ­γελτα από το Δικαστήριο ως αναγόμενα στη συνδρομή της διαδικαστικής προϋ­πόθεσης της νομιμοποίησης των διαδί­κων (άρθρα 32, 73 ΚΠολΔ),  η έλλειψη της οποίας έχει ως συνέπεια την απόρριψη του ένδικου μέσου ως απαράδεκτου (ΕφΠειρ 86/2017, ΕφΠειρ 904/2001, ΕφΑθ 8532/1989, δημοσιευμένες στη Νόμος, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, σελ. 184-185).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 28.9.2015 και με αριθμό καταθέσεως …………/2.10.2015 αγωγή του που άσκησε ο  ενάγων και ήδη εκκαλών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι  στις 1.1.2015 απεβίωσε στη Νίκαια Πειραιά η μητέρα του, …………, κάτοικος εν ζωή Νίκαιας Πειραιά, η οποία, κατά το χρόνο του θανάτου της κατέλιπε, ως πλησιέστερους συγγενείς της, τα δύο τέκνα της, ήτοι τον ίδιο και τον πρώτο  εναγόμενο και ήδη πρώτο των εφεσιβλήτων-αδελφό του. Ότι η τελευταία με την από 26.11.2000 ιδιόγραφη διαθήκη της που δημοσιεύθηκε νόμιμα και κηρύχθηκε κυρία δυνάμει του με αριθμό 158/2015 πρακτικού δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτούσιο στην αγωγή,  όρισε ως μοναδικούς κληρονόμους της τους δύο εναγόμενους-εφεσιβλήτους, εκ των οποίων ο μεν πρώτος τυγχάνει, κατά τα προαναφερόμενα, αδελφός του ο δε δεύτερος υιός του ιδίου  (ενάγοντος-εκκαλούντος) και συγκεκριμένα κατέλιπε το σύνολο σχεδόν της κληρονομίας περιουσίας της στον πρώτο εναγόμενο, κατά τα ειδικότερα  στο δικόγραφο εκτιθέμενα. Ότι η εν λόγω ιδιόγραφη διαθήκη τυγχάνει προϊόν και αποτέλεσμα εξαπάτησης και πεπλανημένων αιτίων, κατά την έννοια του άρθρου 1782 του ΑΚ, και, συγκεκριμένα, επιτυχούς εκμετάλλευσης από τον πρώτο των εναγομένων, ο οποίος παρουσίασε ψευδώς στην ως άνω διαθέτιδα ότι ο ίδιος (ενάγων) επεδείκνυε συμπεριφορά απαράδεκτη και ότι ήταν “απατεώνας”, “εγκληματίας” και “αχάριστος” σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στις διαλαμβανόμενες στο δικόγραφο ψευδείς σε βάρος του μηνύσεις και κατά τα ειδικότερα κατά τα λοιπά αναφερόμενα, παραπείθοντας, έτσι, την τελευταία να προβεί στη σύνταξη της προαναφερθείσας διαθήκης, με το ανωτέρω περιεχόμενο, στην οποία αυτή, άλλως, δεν θα προέβαινε. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και επικαλούμενος, περαιτέρω, άμεσο έννομο συμφέρον ως άμεσος εξ αδιαθέτου κληρονόμος της ως άνω αποβιώσασας, ζητούσε να αναγνωρισθεί ως άκυρη η ως άνω από 26.11.2000 ιδιόγραφη διαθήκη της αποβιώσασας μητέρας του και να καταδικασθούν αμφότεροι οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης ερήμην του δεύτερου εναγόμενου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων,  κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμό 3872/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,  η οποία απέρριψε την αγωγή, καθ ο μέρος στρεφόταν κατά του δεύτερου εναγόμενου-δεύτερου των εφεσιβλήτων ως μη νόμιμη, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται σ αυτή. Ως προς τον πρώτο των εναγόμενων-εφεσίβλητο έκρινε αυτήν καθ όλα ορισμένη και νόμιμη, την απέρριψε, όμως, κατ ουσίαν, κρίνοντας, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται σ αυτήν, ότι η προσβαλλόμενη από τον ενάγοντα ως άνω διαθήκη υπήρξε προϊόν ελεύθερης βούλησης της διαθέτιδας και όχι προϊόν εξαπάτησής της, ως ισχυρίσθηκε ο ενάγων. Στην απόφαση αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εναντιώνεται ήδη με την κρινόμενη έφεσή του ο εκκαλών και ζητεί, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του. Η εν λόγω έφεση, ενόψει των προαναφερομένων στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ.ΙΙ)  είναι απαράδεκτη και ως εκ τούτου απορριπτέα, καθ ο μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου των εναγομένων-εφεσιβλήτων, ………….., αφού με τους σ αυτή λόγους, πλήττονται μόνο οι κρίσεις και διάταξη της εκκαλουμένης με την οποία απορρίφθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, ως προς τον πρώτο των εναγόμενων-πρώτο εφεσίβλητο, ……….,  ως ουσία αβάσιμη  η σε βάρος του αγωγή  και όχι και ως προς τον  ως άνω δεύτερο των εναγόμενων-εφεσιβλήτων,  ως προς τον οποίο  (κατά τα ανωτέρω) απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη, κρίση και διάταξη της εκκαλουμένης που ουδόλως αμφισβητείται με την έφεση και τους αναφερόμενους σ αυτή λόγους, ο δε τελευταίος (δεύτερος εναγόμενος), με βάση τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη της παρούσας, δεν είναι  αναγκαίος ομόδικος (κατ’ άρθρο 76 ΚΠολΔ) του πρώτου εναγόμενου-εφεσιβλήτου, ώστε να  έπρεπε  για το λόγο αυτόν η έφεση να ασκηθεί υποχρεωτικά εναντίον και των δύο εναγομένων-εφεσιβλήτων. Το Δικαστήριο απορρίπτει ως προς αυτόν (δεύτερο εφεσίβλητο) την κρινόμενη έφεση,  παρά την ερημοδικία του τελευταίου, ο οποίος,  κατά την εκφώνηση στην αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζήτηση της κρινομένης εφέσεως, δεν παραστάθηκε, αν και κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα προς τούτο, με επιμέλεια του πρώτου των εφεσιβλήτων, που επέσπευσε τη συζήτηση της έφεσης, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη απ αυτόν με αριθμό ………./12.9.2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς, …………., καθόσον η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών  (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ). Πρέπει, επίσης, να οριστεί το προκαταβλητέο παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), από τον ως άνω ερημοδικασθέντα εφεσίβλητο, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, καθώς η ύπαρξη ή μη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από τον ερημοδικασθέντα εξετάζεται αποκλειστικά από το Δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή, ενόψει των λόγων αυτής και των ισχυρισμών του ανακόπτοντος (Ολ.Α.Π.15/2001, ΕφΠειρ 705/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος), ενώ, περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων υπέρ του ως άνω εφεσιβλήτου και σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της εκατέρωθεν νίκης και ήττας δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού αυτός (δεύτερος εφεσίβλητος), λόγω της ερημοδικίας του,  δεν υποβλήθηκε σε έξοδα. Κατά τα λοιπά η  ένδικη έφεση έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους  παριστάμενους των διαδίκων, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού δε για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο ποσού εκατό πενήντα  (150)  ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο 495 του ΚΠολΔ πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, ως προς τον  πρώτο των εφεσιβλήτων,  και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ)

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ  προκύπτει ότι όταν για το αποδεικτέο θέμα το δικαστήριο επέτρεψε μάρτυρες, μπορεί, ως προς αυτό, να λάβει υπόψη του για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και βουλεύματα και αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων έστω και αν έχουν εξαφανισθεί κατά παραδοχή ενδίκου μέσου που ασκήθηκε εναντίον τους, γιατί η εξαφάνισή  τους αυτή επάγεται μόνο την απώλεια της νομικής ισχύος τους, και ούτε τις καθιστά πραγματικά ανύπαρκτες, ούτε αίρει το γεγονός της έκδοσής τους, γι` αυτό και η λήψη τους υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για έμμεση απόδειξη, είναι κατά το νόμο επιτρεπτή και δεν ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ. 11  ΚΠολΔ     λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1002/2008 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με σχετικό λόγο της εφέσεώς του (υπό στοιχ. γ στο εφετήριο) ο εκκαλών  παραπονείται για το ότι η εκκαλουμένη, κατά το σχηματισμό της δικανικής της πεποίθησης που είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη ως κατ ουσίαν αβάσιμης της ένδικης αγωγής του, ως προς τον πρώτο εναγόμενο, λανθασμένα έλαβε υπόψη της  και συνεκτίμησε τις παρακάτω προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από  αυτόν (πρώτο εναγόμενο) αποφάσεις και δη  α)  την με αριθμό ΑΤ 4525/25.6.2008 απόφαση του Α Τριμελούς Πλημ/κειου Πειραιώς β) την με αριθμό ΑΤ 4923/2014 απόφαση του Α Τριμελούς Πλημ/κειου Πειραιώς γ) την με αριθμό ΑΤ 5438/2014 απόφαση του Α Τριμελούς Πλημ/κειου Πειραιώς και δ) την με αριθμό 1646/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιώς, καθώς αυτές έχουν  ανατραπεί από τις αντίστοιχες με αριθμούς 1485/2009, 586,607/2016 και 587,608/2016 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιώς, μετά από άσκηση σχετικών εφέσεών του η δε τελευταία, κατόπιν ασκηθείσας απ αυτόν αναιρέσεως. Ο ως άνω λόγος, είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού, εφόσον εν προκειμένω, εξετάσθηκαν μάρτυρες από το πρωτόδικο Δικαστήριο, μπορούσε αυτό, να λάβει υπόψη του για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω στην υπό στοιχ.ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας,  ως ορθώς αυτό  έπραξε, ως προκύπτει από την επισκόπηση της εκκαλουμένης, και τις ως άνω αποφάσεις, έστω και αν αυτές εξαφανίσθηκαν, κατά παραδοχή των ως άνω ενδίκων μέσων που άσκησε, μετά την έκδοσή τους, κατ αυτών ο εκκαλών.   Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του πρώτου εναγόμενου  (ο ενάγων  πρωτόδικα δεν εξέτασε μάρτυρα) και την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος, που  περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από  όλα τα έγγραφα  τα οποία νομότυπα με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους  (σημειωτέον ότι ο εκκαλών δεν προσκόμισε την επικαλούμενη στις προτάσεις του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ως σχετ.Ε από 28.1.2020 βεβαίωση του …………),  τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη (άρθρο 395 ΚΠολΔ), για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων  (τεκμηρίων) περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον πρώτο εναγόμενο-πρώτο εφεσίβλητο με αριθμούς …/7.5.2003, .. και …./24.3.2010 ένορκες βεβαιώσεις της  ………  και με αριθμό …../17.6.2016 ένορκη βεβαίωση του .. .., όλες δοθείσες, επιμελεία του,  ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας,   στα πλαίσια άλλων  μεταξύ των διαδίκων δικών (βλ. ΑΠ 627/2018, δημοσιευμένη στη Νόμος), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΕφΠειρ 2/2017, ΕφΘεσ 531/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος), τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον ενάγοντα-εκκαλούντα φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο-εφεσίβλητο, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ)  αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων-εκκαλών, υπομηχανικός, μελετητής αρχιτεκτονικών σχεδίων που από το έτος 1980 ασχολείται με οικοδομικές επιχειρήσεις και συγκεκριμένα με την κατασκευή πολυκατοικιών και ο πρώτος εναγόμενος-πρώτος εφεσίβλητος, εργολάβος οικοδομών,  τυγχάνουν αδέλφια και κατά το παρελθόν είχαν συστήσει μεταξύ τους δύο (2) εταιρίες και συγκεκριμένα το έτος 1991 την ομόρρυθμη τεχνική (οικοδομική)-κατασκευαστική εταιρία με την επωνυμία «……..» και το έτος 1992 την ανώνυμη ραδιοφωνική εταιρία με την επωνυμία «………….» με σκοπό την ίδρυση και εκμετάλλευση τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού, της οποίας Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ήταν ο ενάγων και αντιπρόεδρος ο πρώτος εναγόμενος. Η συνεργασία τους, ωστόσο, αυτή δεν εξελίχθηκε ομαλά και από έτος 1995 περίπου ξεκίνησαν  μεταξύ τους, με αφορμή, κυρίως,  την εκκαθάριση της ως άνω αναφερόμενης Ο.Ε. και τη διανομή της κοινής τους περιουσίας, μακροχρόνιοι δικαστικοί αγώνες, με την υποβολή εκατέρωθεν αγωγών και μηνύσεων, κυρίως, από την πλευρά του πρώτου εναγόμενου-εφεσιβλήτου (στις οποίες- μηνύσεις-, σημειωτέον,  ο τελευταίος απέδιδε στον ενάγοντα τη διάπραξη  σε βάρος του διαφόρων  ποινικών αδικημάτων, όπως πλαστογραφία μετά χρήσεως, υπεξαίρεση, εκβίαση, συκοφαντική δυσφήμιση, ψευδορκία μάρτυρα κλπ), αφού οι ως άνω διάδικοι προσπαθούσαν, με κάθε νόμιμο τρόπο, να αποδείξουν την αλήθεια των  ισχυρισμών τους, όπως έκαστος εξ αυτών αντιλαμβανόταν την αλήθεια αυτή. Την αντιδικία αυτή των διαδίκων, η οποία συνεχίζεται έως και σήμερα, ήρθε, ωστόσο, άθελά της να εντείνει  η μητέρα τους, ………, γεννηθείσα στις 15.9.1930 στο Καρλόβασι Σάμου,  κάτοικος εν ζωή Νίκαιας Αττικής. Και τούτο διότι η τελευταία, η οποία απεβίωσε στις 1.1.2015, από καρδιακή ανακοπή (βλ.σχετ. ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου Νίκαιας) έχοντας ως μόνους πλησιέστερους, κατά τον προαναφερθέντα χρόνο του θανάτου της, συγγενείς της τους δύο (2) προαναφερθέντες υιούς της (βλ.σχετ. το με αριθμό …../2.3.2015 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη Αττικής), ήτοι τον … (ενάγοντα), γεννηθέντα το 1950 και τον ….. (πρώτο εναγόμενο) γεννηθέντα  το 1957, κατέλιπε την από 26.11.2000 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα και κηρύχθηκε κυρία δυνάμει του με αριθμό …./2015 πρακτικού του Ειρηνοδικείου Νίκαιας. Ειδικότερα, το περιεχόμενο της εν λόγω ιδιόγραφης διαθήκης, που παρατίθεται στην αγωγή,  είχε επί λέξει ως εξής: «« Εν Νεάπολη Νίκαιας 26-11-2000. Σήμερον Εγώ η ………….. Γενηθής είς Καρλόβαση Σάμου τό 1930. Έχω Σόας τάς φρένασμου. Και αποφάσησα να κόνο την δαθήκην μου. Στον υιόν μου .. … ……. αφήνο Ένα διαμέρησμα περίπου 100 τετραγωνικά στον πρότο όροφο. Επήσης τού αφήνο τα Μαγαζιά με τά πατάρια και τό Γραφίο πού βρίσκετε πάνο άπό την είσοδο τής ποληκατικίας όλα αυτά στην ίδια ποληκατικία τής οδού ………… Στήν Νεάπολη Νίκαιας. Επίσης στόν οιόν μου . ………. άφήνο το κτήμα στό ….. Μεσογέας στήν περιοχή φούσα πάρδα Μαζί με τό οιπάρχον Κτήσμα όπος είναι εξ ολοκλήρου δικότου. Επίσης στήν … Ατηκής στήν όδό … άριθ. … τού δίνο Όλους τούς πόντους πού εχο στό Μερίδίονμου. Καί ότηδίποτε έχω όλα κηνητά καί ακήνιτα μετά τόν θόνατόνμου νά τά πέρνη όλα . ……… άπό τά Μαγαζιά πού βρίσκονται στήν όδό . …….. άρθ. . στή .. Νίκαιας ό Σήζηγόσμου ……… πέρνη τήν έπικαρπία όσο είναι έν τή ζωή. Στόν οιόν μου ……… ………. άφήνο Ιένα διαμέρησμα στήν όδό ……… άριθ. . στη Νεάπολη Νίκαιας. Το διαμέρησμα βρίσκετε στόν 2 δεύτερο όροφο περίπου 100 τετραγονικά. στόν οιόν του καί εγγονόμου ………. άφήνο τόν αέρα τής ποληκατηκίας Μαζί μέ τό οιπάρχον Ρετηρέ της ίδιας ποληκατηκίας όδος . ……… άρθ. . … Νίκαιας. Στόν οιόν μου ………. Άφήνο ληγότερα γιατή τά έχη πάρη μετριτά.». Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η ως άνω αποβιώσασα κατέλιπε σχεδόν όλο ή έστω το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας της στον πρώτο των εναγόμενων και μικρότερο υιό της, στον δε ενάγοντα-μεγαλύτερο υιό της και υιό αυτού-δεύτερο των εναγόμενων-εγγονό της κατέλιπε μόνο ένα διαμέρισμα του 2ου ορόφου, επιφάνειας 100 τμ περίπου, κείμενο στη Νεάπολη Νίκαιας (επί της οδού ………..), καθώς και ένα διαμέρισμα-ρετιρέ στην ίδια ως άνω οδό με τον «αέρα» της πολυκατοικίας αυτής αντίστοιχα. Την ως άνω διαθήκη της μητέρας του προσβάλλει ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, υποστηρίζοντας ότι αυτή πάσχει ακυρωσίας,  καθόσον δεν αποτελεί προϊόν ελεύθερης βούλησης της ως άνω διαθέτιδας, αλλά  τυγχάνει προϊόν  και αποτέλεσμα εξαπάτησης που μετήλθε σε βάρος του ο πρώτος εναγόμενος. Συγκεκριμένα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η εν λόγω διαθήκη συντάχθηκε κατόπιν παράστασης ψευδών γεγονότων εκ μέρους του  πρώτου εναγόμενου, ο οποίος  παρουσίασε ψευδώς στην ως άνω διαθέτιδα μητέρα τους ότι ο ίδιος (ενάγων) επεδείκνυε συμπεριφορά απαράδεκτη,  ότι ήταν “απατεώνας”, “εγκληματίας” και “αχάριστος”, κατά τα επί λέξει αναφερόμενα στην αγωγή του, παραστάσεις που ενίσχυσε με την υποβολή σε βάρος του των ως άνω μηνύσεων και αγωγών με αποτέλεσμα να καταστήσει τη μητέρα του έρμαιο των διαθέσεών του και να την επηρεάσει δυσμενώς εναντίον του, να την πείσει και  παρασύρει να συντάξει την εν λόγω διαθήκη της, με το ως άνω περιεχόμενο, που ουδόλως θα έπραττε, αλλά θα άφηνε σε έκαστο των ως άνω διαδίκων-τέκνων της  ίσα μερίδια.  Ωστόσο από τη συνεκτίμηση του συνόλου του εισφερόμενου στο Δικαστήριο ως άνω αποδεικτικού υλικού ουδόλως αποδείχθηκαν από τον επωμισθέντα, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ.Ι), το βάρος απόδειξης τους, ενάγοντα, οι ως άνω ισχυρισμοί του περί ακυρωσίας της ένδικης διαθήκης, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.  Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι η διαθέτιδα ήταν εξ αρχής (δηλαδή και κατά το χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης) γνώστρια της υπάρχουσας  αντιδικίας μεταξύ των δύο τέκνων της,   η ίδια δε  στα πλαίσια αυτής είχε σαφώς λάβει το μέρος του πρώτου εναγόμενου, τον οποίο συνέχισε να υποστηρίζει παρά το γεγονός ότι ήταν πλήρως ενήμερη ότι για την πλειονότητα των αποδιδόμενων σε βάρος του ενάγοντος ως άνω κατηγοριών ο τελευταίος είχε απαλλαγεί με σχετικά απαλλακτικά βουλεύματα και δικαστικές αποφάσεις και ότι οι περισσότερες αγωγές που άσκησε ο πρώτος εναγόμενος σε βάρος του ενάγοντος απορρίφθηκαν και τελεσιδίκως. Ουδέποτε, δηλαδή, από την έναρξη της αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων, που κατά τα προαναφερόμενα, έλαβε χώρα από το έτος 1995, υπήρξε μονομερής ή μονόπλευρη σε βάρος του ενάγοντος από τον πρώτο εναγόμενο  πληροφόρηση της ως άνω διαθέτιδος, αφού, ως άλλωστε και ο ίδιος ο ενάγων ομολόγησε, εξεταζόμενος ανωμοτί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο πρώτος εναγόμενος-αδελφός του, ουδέποτε όλα αυτά τα χρόνια που διαρκεί αυτή, τον εμπόδισε να επισκεφτεί τη μητέρα τους, η οποία, σημειωτέον, διέμενε  σε δική της ξεχωριστή οικία (στη Νίκαια Αττικής και δη επί της οδού …………….), προκειμένου  να  την ενημερώσει  ο ίδιος αφ ενός μεν σχετικά με την εξέλιξη και το αποτέλεσμα αυτής στα ποινικά και αστικά δικαστήρια αφ ετέρου δε για τις δικές του απόψεις και πεποιθήσεις για το ποιος από τους δύο έχει δίκιο σ αυτή. Η ως άνω θέση της, δηλαδή,  ως προς το ζήτημα αυτό, που κατά τα προαναφερόμενα, ήταν υπέρ του πρώτου εναγόμενου, δεν οφειλόταν σε επηρεασμό της από τον τελευταίο, αλλά ανταποκρινόταν στη δική της προσωπική άποψη και αντίληψη για το ποιος έχει δίκιο σ αυτή. Η ενάγουσα, ως αποδείχθηκε, παρά τη χαμηλή της μόρφωση και το γεγονός ότι ουδέποτε εργάστηκε ,  ήταν άτομο με ιδιαίτερα ισχυρή προσωπικότητα και άποψη τόσο στις δραστηριότητες των αντιδίκων-παιδιών της όσο  και στην προσωπική τους ζωή (βλ.ιδίως, μεταξύ άλλων,  την από 25.11.2005  επιστολή-πρόσκληση του ενάγοντος προς την μητέρα του, που ο  ίδιος επισυνάπτει στην αγωγή του, στην οποία, μεταξύ άλλων, επί λέξει χαρακτηριστικά αναφέρει «……την επόμενη ημέρα της απόλυσής μου από το στρατό 22/4/1973 ξεκινάω δουλειά ή για το μεροκάματο στην ελεύθερη αγορά ή για το «χαρτζιλίκι» στις δουλειές του πατέρα και στη συνέχεια με μικρές εργολαβίες καταφέρνω να συγκεντρώσω κάποια χρήματα τον έλεγχο των οποίων είχατε πάντα εσείς…………….σε ηλικία μόλις 14 ετών κατάφερα να δώσω συμβιβαστική επίλυση στις (στα πρόθυρα δικαστηρίων) αντιδικίες σας με την οικοδομή του ….. και αργότερα με το θείο τον ….……..το Δεκέμβριο του 95 ζήτησα από το γιό σας να διαλύσουμε την εταιρία με σκοπό έστω και στα 45 μου χρόνια να αυτονομηθώ επαγγελματικά και οικογενειακά, αφού ακόμα και στην οικογένειά μου θέλατε να ασκείται έλεγχο. Με αφορμή την επιθυμία μου αυτή, με αναγκάζετε στις 29.12.95 να δανείσω στο γιο σας ….. τα τελευταία μου χρήματα 8.175.000 δραχμές για επτά μήνες αφού πρώτα τακτοποιηθεί το καλό σας το παιδί, μετά βλέπουμε!!!  …… σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος  μεταξύ άλλων στην ένορκη πρωτόδικη  κατάθεσή του επί λέξει αναφέρει  «…αυτό που γνωρίζω όσον αφορά την μητέρα των παιδιών νομίζω ότι είχε την ελεύθερη βούληση και την ειλικρίνεια και την προσωπικότητα να διαχειρίζεται τα πράγματα, ….είχε μία τέτοια ξεχωριστή προσωπικότητα….δεν επηρεαζόταν όσον αφορά την τελική της απόφαση………….ήταν άτομο δυναμικό……είχε βαρύνουσα γνώμη και άποψη και τοποθέτηση….είχε κύρος». Ένα τέτοιο δυναμικό άτομο λοιπόν, με την ως άνω ιδιαίτερη προσωπικότητα, που είχε δική του άποψη και αντίληψη, που, κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης διαθήκης, ήταν 70 ετών, χωρίς προβλήματα υγείας και σε πλήρη πνευματική διαύγεια, δε συνάδει,  με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής,  να καταστεί έρμαιο των διαθέσεων του πρώτου εναγόμενου και της απατηλής συμπεριφοράς αυτού σε βάρος του ενάγοντος,  ως ισχυρίζεται ο τελευταίος, και εξαιτίας αυτής να υπέπεσε σε δυσμένεια ο ενάγων, με αποτέλεσμα η μητέρα τους  να συντάξει την ως άνω διαθήκη, που είχε ως αποτέλεσμα, με βάση αυτήν να κληρονομεί πολύ λιγότερα σε σχέση με τον πρώτο εναγόμενο. Σημειωτέον ότι ο ίδιος ο ενάγων  στην προαναφερόμενη επιστολή προς την μητέρα του που επισυνάπτει στην αγωγή, υποστηρίζει ότι η ως διαθέτιδα ήταν αυτή που έστρεψε τον αδελφό του εναντίον του και ξεκίνησε η μεταξύ τους πολύχρονη αντιδικία  (χαρακτηριστικά επί λέξει αναφέρει «…………αποτέλεσμα της συμπεριφοράς σας, που ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω είναι το μίσος που έχει σήμερα για μένα ο . ……. Εσείς του πιπιλάγατε το μυαλό ότι με μάζεψε!!!! τον κάνατε να πιστέψει ότι όλα τα περιουσιακά στοιχεία είναι δικά του, κάτι που και τους δικούς σας σκοπούς εξυπηρετούσε και αυτόν βόλευε….»), παραδοχές του που ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου, ως προς τα ως άνω αποδειχθέντα περί της δυναμικής προσωπικότητας της μητέρας των παρισταμένων διαδίκων και του μη επηρεασμού της, λόγω αυτής,  από τον πρώτο εναγόμενο για τη σύνταξη της διαθήκης της. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι οι σχέσεις του ενάγοντος με την διαθέτιδα μητέρα του επί πολλά έτη και δη πολύ πριν τη σύνταξη της ένδικης διαθήκης δεν ήταν ιδιαίτερα θερμές. Ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει στην ίδια ως άνω επισυναπτόμενη στην αγωγή από 25.11.2005 επιστολή του προς  αυτήν «…..από παιδί 3-6 ετών ένιωθα μόνος, ποτέ δεν ένοιωσα τη ζεστασιά του γονιού και της οικογένειας, δικούς μου ανθρώπους θεωρούσα πάντα τον αδελφό σας (το θείο μου τον ….) και την νύφη σας (τη θεία μου την …), παππούς και γιαγιά μου ήταν οι γονείς της νύφης σας (ο παππούς …. και η γιαγιά η ….), το παιδί, όπως είναι γνωστό, που δεν έχει ούτε πείρα ούτε συνειδητή άποψη, οδηγείται από το ένστικτο εκεί που εισπράττει αγάπη….». Ως εκ τούτου, με βάση τις δικές του ως άνω παραδοχές, η μητέρα του δεν άρχισε να παρουσιάζει φαινόμενα ψυχρότητας απέναντί του μετά την κατάθεση των ως άνω μηνύσεων του πρώτου εναγόμενου-αδελφού του εναντίον του, ως αβασίμως αυτός υποστηρίζει, θέλοντας να ενισχύσει τους ισχυρισμούς του περί επηρεασμού της μητέρας του εξαιτίας αυτών στην σύνταξη της εν λόγω διαθήκης της. Ενισχυτικό, περαιτέρω της άποψης του Δικαστηρίου  ότι η επίμαχη διαθήκη δεν αποτελεί προϊόν εξαπάτησης της διαθέτιδος αλλά  ότι αποτελεί την έκφραση της δικής της ώριμης βούλησης και θέλησης, είναι και το γεγονός ότι επί πολλά έτη (15 συνολικά) από τη σύνταξή της μέχρι το θάνατό της και παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο ενάγων είχε απαλλαγεί με σχετικά απαλλακτικά βουλεύματα και δικαστικές αποφάσεις, στις περισσότερες των μηνύσεων που άσκησε ο πρώτος εναγόμενος εναντίον του και ότι  οι περισσότερες αγωγές που ασκήθηκαν απ αυτόν σε βάρος του απορρίφθηκαν, γεγονός που αυτή γνώριζε, δε θέλησε να την μεταβάλει, ενέργεια στην οποία μπορούσε να προβεί αν το επιθυμούσε. Όπως, επίσης, αν αυτή, συνέταξε την επίδικη διαθήκη,  όπως υποστηρίζει ο ενάγων, παρασυρόμενη  από τις ως άνω  μηνύσεις και αγωγές που άσκησε ο πρώτος εναγόμενος σε βάρος του ενάγοντος, στις οποίες αυτός (πρώτος εναγόμενος), κατά τα προαναφερόμενα του απέδιδε τη διάπραξη σωρεία σε βάρος του αδικημάτων, δεν δικαιολογείται το ότι δεν αποκλήρωσε τον ενάγοντα, αλλά αντίθετα κατέστησε στην ως άνω διαθήκη της τόσο αυτόν όσο και το δεύτερο εφεσίβλητο-υιό του κληρονόμους της. Άλλωστε, ως η ίδια αναγράφει στην ως άνω διαθήκη, αιτιολόγησε την απόφασή της αυτή ως προς την ως άνω  διανομή της περιουσίας της, αναφέροντας ότι στον ενάγοντα αφήνει «ληγότερα γιατή τά έχη πάρη μετριτά.», δηλαδή λόγω των χρηματικών προς αυτόν εν ζωή παροχών τόσο της μητέρας του όσο και του πατέρα του, που δεν αρνείται ο ενάγων, ασχέτως του ότι υποστηρίζει, χωρίς, όμως να το αποδεικνύει, ότι οι χρηματικές προς αυτόν παροχές εν ζωή της μητέρας του δεν ήταν τέτοιες που να δικαιολογούν την ως άνω βούλησή της, ως αυτή εκφράστηκε με σαφήνεια στην εν λόγω διαθήκη της. Κατά συνέπεια, αφού αποδείχθηκε ότι η προσβαλλόμενη από τον ενάγοντα διαθήκη υπήρξε προϊόν ελεύθερης βούλησης της ως άνω διαθέτιδος και όχι προϊόν εξαπάτησής της από τον πρώτο εναγόμενο και ως εκ τούτου  δεν πληρούνται  οι αναφερόμενες στην προηγηθείσα υπό στοιχείο Ι σκέψη προϋποθέσεις  της διάταξης του άρθρου 1782 παρ. 2 ΑΚ για την ακύρωσή της, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον πρώτο εναγόμενο. Επομένως,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, στην ίδια ως άνω κρίση κατέληξε, δεν έσφαλε αλλά ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε περί του  αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα στην κρινόμενη έφεση και τους σχετικούς λόγους αυτής (υπό στοιχ.α και β στο εφετήριο) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ως εκ τούτου και ενόψει του ότι δεν υφίσταται άλλος λόγος στην έφεση προς έρευνα πρέπει αυτή να απορριφθεί, ως προς το πρώτο εφεσίβλητο,  ως ουσία αβάσιμη στο σύνολό της. Τα δικαστικά, έξοδα, τέλος, των ως άνω διαδίκων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους (άρθρο 183 και 179 ΚΠολΔ), λόγω της μεταξύ τους συγγένειας, ενώ,  ενόψει της απόρριψης της ένδικης έφεσης,  θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος  από τον εκκαλούντα  παραβόλου της  έφεσής του στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495  παρ.3  ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του δεύτερου των εφεσιβλήτων, ……….  και  αντιμωλία των λοιπών  διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας για τον ερημοδικασθέντα ως άνω δεύτερο εφεσίβλητο, στο ποσό των διακοσίων ενενήντα  (290) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως απαράδεκτη,  καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του ως άνω των εφεσιβλήτων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ` ουσίαν την έφεση, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του πρώτου των εφεσιβλήτων, …..

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των ως άνω διαδίκων (εκκαλούντος και πρώτου εφεσιβλήτου) τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου,  ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ που καταβλήθηκε εκ μέρους του εκκαλούντος κατά την άσκηση της εφέσεώς του με το με αριθμό ……………-παράβολο .

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά,  στις  22 Ιουνίου  2020 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου  σε έκτακτη

δημόσια συνεδρίασή του,  στις  3 Αυγούστου  2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων των παρισταμένων εξ αυτών.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ