Περίληψη
Κριτήρια διάκρισης μεταξύ σύμβασης έργου και σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σε αυτή καθ’ εαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Τη σύμβαση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσής του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου. Κρίση, ότι στην προκείμενη περίπτωση, οι επίδικες συμβάσεις, που συνέδεαν τους συμβληθέντες διαδίκους, έφεραν τον χαρακτήρα και τα στοιχεία των συμβάσεων έργου και όχι εξαρτημένης εργασίας. Το δεδικασμένο της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως νόμω αβάσιμη είναι ισοδύναμο με αυτό της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, αφού αποκλείεται εξίσου η ευδοκίμηση της αγωγής και, συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατή η αντικατάσταση των αιτιολογιών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 534 ΚΠολΔ και η συνακόλουθη απόρριψη της έφεσης του ενάγοντος. Απορρίπτει έφεση ενάγοντος.
Αριθμός 525/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 18.8.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../20.8.2018) έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ’ αριθ. 2509/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ) και απέρριψε την από 16.4.2016 αγωγή του, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι, λόγω της φύσεως της επίδικης διαφοράς ως εργατικής διαφοράς εκ του άρθρου 614 αρ. 3, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από τον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευταίο ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του μοναδικού λόγου της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει, στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση.
ΙΙ. Με την από 16.4.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./16.5.2016) αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) ο ενάγων ………… (ήδη εκκαλών) ισχυρίσθηκε ότι η εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «…………» (ήδη εφεσίβλητη) είναι ναυτιλιακή εταιρία, που δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, και με τη διενέργεια συντηρήσεων και επισκευών σε πλοία. Ότι η τελευταία, στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητάς της, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, τις οποίες κατάρτιζε με αυτόν (ενάγοντα), από το έτος 2006, τον προσλάμβανε, ως τεχνίτη ναυπηγοξυλουργό, για να είναι μέλος των επισκευαστικών συνεργείων της προς διενέργεια επισκευών και εργασιών συντήρησης σε διάφορα πλοία, τις οποίες αυτή είχε αναλάβει εργολαβικά. Ότι αυτός (ενάγων), κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2010 και 2011, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που κατάρτισε με την εναγομένη, απασχολήθηκε επί των αναφερόμενων σ’ αυτήν (αγωγή) πλοίων, τα οποία διαχειριζόταν η τελευταία, κατά τα ειδικότερα χρονικά διαστήματα α) από 16.2.2010 έως 26.2.2010, β) από 5.3.2010 έως 15.3.2010, γ) από 24.3.2010 έως 13.4.2010, δ) από 2.5.2010 έως 8.5.2010, ε) από 29.5.2010 έως 16.6.2010, στ) από 21.8.2010 έως 29.9.2010, ζ) από 1.1.2011 έως 21.1.2011, η) από 10.3.2011 έως 13.3.2011 και θ) από 28.3.2011 έως 28.4.2011, υπό καθεστώς πλήρους πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (Δευτέρα έως και Παρασκευή) και με οκτάωρη ημερήσια απασχόληση, αντί ημερομισθίου ύψους 131,18 ευρώ. Ότι σε όλη τη διάρκεια των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων της εργασίας του στην εναγομένη, ως τεχνίτης ναυπηγοξυλουργός απασχολούμενος στην κατασκευή, μοντάρισμα, τοποθέτηση επενδύσεων, οροφών και χωρισμάτων και γενικά σε κάθε ξυλουργική εργασία επί των επισκευαζόμενων πλοίων, εργάσθηκε υπερωριακά κατά μέσο όρο επί 12 ώρες τις καθημερινές, επί 10 ώρες τα Σάββατα και επί 8 ώρες τις Κυριακές. Ότι, για την προαναφερθείσα αιτία και για τα ανωτέρω επί μέρους χρονικά διαστήματα, αυτός (ενάγων) έχει έναντι της εναγόμενης εργοδότριας τις ακόλουθες αξιώσεις: α) συνολικό ποσό 2.286,37 ευρώ, για υπερεργασία 5 ωρών εβδομαδιαίως, β) συνολικό ποσό 10.494,54 ευρώ, για κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία 15 ωρών εβδομαδιαίως, γ) συνολικό ποσό 2.329,10 ευρώ, για κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση τις εβδομάδας που δεν συμπληρώνεται πενθήμερη εργασία, δ) συνολικό ποσό 2.522,35 ευρώ, για εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία πέραν του οκταώρου κατά την ημέρα αυτή, ε) συνολικό ποσό 533,40 ευρώ, για εργασία κατά την ημέρα της Κυριακής, στ) συνολικό ποσό 3.323,78 ευρώ, για αναλογία δώρων Πάσχα των ετών 2010 και 2011 και δώρου Χριστουγέννων του έτους 2010, ζ) συνολικό ποσό 1.963,37 ευρώ, για αναλογία αποδοχών αδείας των ετών 2010 και 2011 και η) συνολικό ποσό 1.963,37 ευρώ, για αναλογία επιδομάτων αδείας των ετών 2010 και 2011. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων, αφού παραδεκτώς, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, περιόρισε εν μέρει το αγωγικό του αίτημα όσον αφορά στα επί μέρους γ΄, ζ΄ και η΄ κονδύλια, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ), ζήτησε, με βάση τις ανωτέρω συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας του (άρθρα 648 επ. ΑΚ), α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.160,54 ευρώ και β) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 6.107,10 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την ημέρα εκάστης απόλυσής του, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Επικουρικώς, ο ενάγων ζήτησε τα ανωτέρω ποσά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 28.2.2017, εξέδωσε αρχικά την υπ’ αριθ. 1761/2017 απόφασή του, με την οποία ανεστάλη, κατ’ άρθρο 222 παρ. 2 ΚΠολΔ, η εκδίκαση της ως άνω αγωγής μέχρι την περάτωση της δίκης επί της έχουσας την ίδια ιστορική και νομική αιτία προγενέστερης από 30.12.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …………./2015) αγωγής του ενάγοντος κατά της ιδίας εναγομένης, ενώ, στη συνέχεια, το ως άνω Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 19.10.2017, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αγωγή, ως μη νόμιμη, κατά την κύρια βάση της, τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί σύμβασης εργασίας των άρθρων 648 επ. ΑΚ. με την αιτιολογία ότι οι επίδικες συμβάσεις δεν ήταν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, αλλά ήταν συμβάσεις έργου (άρθρα 681 επ. ΑΚ), ενώ, επίσης, απορρίφθηκε, ως νόμω αβάσιμη, η αγωγή και κατά την επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του για τον διαλαμβανόμενο σ’ αυτήν μοναδικό λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του κατά την κύρια βάση της.
ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη σε περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Οπωσδήποτε, το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν καταφάσκεται μόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Και τούτο γιατί εκείνο που χαρακτηρίζει την εργασία ως εξαρτημένη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σε αυτή καθ’ εαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της σύμβασης, αντικείμενο δε της σύμβασης αυτής μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια. Σε κάθε, όμως, περίπτωση τη σύμβαση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσής του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του (ΑΠ 683/2018, ΑΠ 44/2017, ΑΠ 1133/2015, ΑΠ 1229/2012, ΑΠ 71/2010, ΕφΑθ 43/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 320/2015 Αρμ 2015.1165). Ακόμη, ως προς τη διάκριση της σύμβασης έργου από την σύμβαση εργασίας, κρίσιμο κριτήριο είναι αν ο παρέχων την εργασία ανέλαβε ή όχι την ευθύνη να πετύχει ορισμένο αποτέλεσμα, δηλαδή αν την ανέλαβε είναι σύμβαση έργου, ενώ αν δεν την ανέλαβε είναι σύμβαση εργασίας. Επίσης, σημαντικό είναι και το κριτήριο του χρόνου. Δηλαδή, όταν η πάροδος του χρόνου αυξάνει την έκταση της οφειλόμενης παροχής, η παροχή είναι, κατά κανόνα, διαρκής και, συνεπώς, υπάρχει σύμβαση εργασίας. Αντιθέτως, όταν η πάροδος του χρόνου δεν επηρεάζει την έκταση της παροχής, η οποία είναι εξ αρχής καθορισμένη, τότε η παροχή είναι στιγμιαία και, επομένως, υπάρχει σύμβαση έργου. Κριτήριο, ακόμη, υπέρ της σύμβασης έργου είναι ότι ο παρέχων την εργασία δεν εντάχθηκε οργανικά στην επιχείρηση του εργοδότη (ΑΠ 1157/2006 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Α. Βαλτούδης σε Α. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. Ι, έκδ. 2010, εισαγ. παρατ. στα άρθρα 681-702 ΑΚ, αρ. 13, σελ. 1250). Τέλος, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας ή έργου γίνεται από το δικαστήριο και εξαρτάται, σε κάθε περίπτωση, από την εκτίμηση του συνόλου των πραγματικών περιστατικών υπό τα οποία λειτούργησε η συγκεκριμένη σχέση, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό που έδωσαν σ’ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη (ΑΠ 683/2018, ΑΠ 1133/2015, ΑΠ 71/2010 ΕφΑθ 567/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙV. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα …………, που εξετάσθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 19.10.2017, η οποία (κατάθεση) περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, από την χωρίς όρκο εξέταση του ενάγοντος στο ακροατήριο ομοίως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 28.2.2017, η οποία (εξέταση) περιέχεται στα υπ’ αριθ. 1761/2017 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εφεσίβλητη-εναγόμενη υπ’ αριθ. ………../24.2.2017 ένορκη βεβαίωση του …………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………, η οποία έχει ληφθεί κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 (σε συνδ. με 591 παρ. 1) του ΚΠολΔ, κλήτευσης του αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθ. …….΄/16.2.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, …………), καθώς και από τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «……….» (ήδη εφεσίβλητη) είναι ναυτιλιακή εταιρία, που δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, και με τη διενέργεια συντηρήσεων και επισκευών σε πλοία. Ο ενάγων, …………. (ήδη εκκαλών), είναι τεχνίτης ναυπηγοξυλουργός που ασχολείται επαγγελματικά με ξυλουργικές εργασίες επί πλοίων, ενώ κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (έτη 2010-2011) διέθετε μεγάλη εμπειρία, αφού είχε εικοσαετή προϋπηρεσία με την ειδικότητα αυτή στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη. Στο πλαίσιο της ως άνω δραστηριότητάς της η εναγόμενη εταιρία, κατά τα έτη 2010 και 2011 (και μάλιστα όχι σε συνεχόμενο χρονικό διάστημα, αλλά σε διάφορα επί μέρους χρονικά διαστήματα), συμφώνησε με τον ενάγοντα με επί μέρους συμβάσεις που κατάρτισε με αυτόν, να αναλάβει ο τελευταίος, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του, την εκτέλεση επισκευαστικών ξυλουργικών εργασιών (όπως επισκευή κλιμάκων επιβίβασης, συντήρηση σε σωσίβιες λέμβους, αντικατάσταση σε ανεμόσκαλες των σωσίβιων λέμβων, εργασίες στο κατάστρωμα κλπ) στα κατωτέρω αναφερόμενα κρουαζιερόπλοια, διαχείρισής της, όταν αυτά είχαν σταματήσει τους πλόες τους και βρίσκονταν σε ναυπηγείο για επισκευές, το οποίο (έργο) αυτός έπρεπε να αποπερατώσει ανά πλοίο και παραδώσει στην εναγομένη, ενώ η αμοιβή του είχε συμφωνηθεί σε συγκεκριμένο ποσό, το οποίο θα καταβαλλόταν τμηματικά με την πρόοδο των εργασιών και θα εξοφλείτο με την παράδοση του έργου. Ειδικότερα, ο ενάγων απασχολήθηκε στα κατωτέρω αναφερόμενα κρουαζιερόπλοια, τα οποία διαχειριζόταν η εναγομένη, κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: α) από 16.2.2010 έως 26.2.2010 στο πλοίο C.L, β) από 5.3.2010 έως 15.3.2010 στο πλοίο L.M., γ) από 24.3.2010 έως 13.4.2010 στο πλοίο CR., δ) από 2.5.2010 έως 8.5.2010 στο πλοίο A.P., ε) από 29.5.2010 έως 16.6.2010 στο πλοίο L. M., στ) από 21.8.2010 έως 29.9.2010 στο πλοίο L. M., ζ) από 1.1.2011 έως 21.1.2011 στο πλοίο C.L, η) από 10.3.2011 έως 13.3.2011 στο πλοίο OQ και θ) από 28.3.2011 έως 28.4.2011 στο πλοίο LM. Καθ` όλη τη διάρκεια εκτέλεσης των ανωτέρω εργασιών, η οποία (διάρκεια) ήταν σχετικά μικρή, αφού τα συνολικά χρονικά διαστήματα εκτέλεσης των εργασιών ανά πλοίο είχαν διάρκεια από 3 ημέρες (το μικρότερο διάστημα) έως 38 ημέρες (το μεγαλύτερο διάστημα), ο ενάγων είχε την πρωτοβουλία στην εκτέλεση των εργασιών αυτών, καθορίζοντας τον τρόπο αλλά και το ακριβές ημερήσιο ωράριο εργασίας του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και εποπτεία των εκπροσώπων της εναγόμενης εταιρίας και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές αυτών. Ειδικότερα, η εκτέλεση των εργασιών αυτών γινόταν στον εκ των πραγμάτων ορισμένο τόπο (ήτοι στον χώρο του ναυπηγείου, όπου βρισκόταν το πλοίο) και σε χρόνο (ωράριο) που επίσης εκ των πραγμάτων ήταν προκαθορισμένος (ήτοι ο συνήθης της εκτέλεσης εργασιών επί πλοίου σε ναυπηγείο, δηλαδή κατά τις πρωινές και μεσημβρινές ώρες). Ο τρόπος, όμως, και το ακριβές ημερήσιο ωράριο εκτέλεσης των εργασιών αυτών, καθορίζονταν από τον ενάγοντα εξειδικευμένο τεχνίτη, μέσα στο πλαίσιο του γενικότερου χρόνου που είχε συμφωνηθεί για την εκτέλεση του έργου και δεν υπήρχε εξάρτηση αυτού από τις εντολές και οδηγίες των εκπροσώπων της εναγομένης σε κάθε πλοίο, ήτοι των αρχιμηχανικών της. Οι τελευταίοι απέβλεπαν στο τελικό αποτέλεσμα και όχι σε αυτές καθ’ εαυτές τις εργασίες που απαιτούνταν, δεν έδιναν οδηγίες στον ενάγοντα σχετικά με τον τρόπο εκτέλεσης των εργασιών, ούτε είχαν συμφωνήσει με τον τελευταίο συγκεκριμένο ημερήσιο ωράριο εργασίας. Αντιθέτως, καθ` όλη την διάρκεια της εκτέλεσης των ανωτέρω εργασιών, για τις οποίες δεν είχε συμφωνηθεί συγκεκριμένη προθεσμία ολοκλήρωσής τους αλλά είχε καθορισθεί μόνο ένα γενικό χρονικό πλαίσιο αποπεράτωσης του έργου, ο ενάγων ρύθμιζε και επέλεγε το ημερήσιο ωράριο εργασίας του ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, χωρίς να εξαρτάται από προηγούμενη έγκριση ή προγραμματισμό των εκπροσώπων της εναγομένης. Η δε πραγμάτωση του έργου επί εκάστου πλοίου συμφωνήθηκε ότι θα επιφέρει και πράγματι επέφερε τη λύση εκάστης σύμβασης. Τα ανωτέρω αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων, από την χωρίς όρκο εξέταση του ίδιου του ενάγοντος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθ. 1761/2017 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου πρακτικά συνεδρίασης), με την οποία ο ενάγων ανέφερε ότι στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων, είχε αναλάβει και «εργολαβίες», αμειβόμενος με συγκεκριμένο ποσό για κάθε αντικείμενο που επισκεύαζε ή συντηρούσε, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων «αλλαγή σε 5 πάνελ με 2.000-1.000 ευρώ» ή «350 ευρώ τη σκάλα». Επίσης, αυτός ανέφερε ότι άρχιζε την εργασία του στις 05.00 η ώρα το πρωί και τελείωνε στις 22.00 το βράδυ, αντί του κανονικού ωραρίου από 07.30 έως 14.30, γιατί «ήθελα και το έκανα» και «εκτιμούσα τα λεφτά που μου δίνανε… ήθελα να βοηθήσω την εταιρία». Επίσης, και από την ένορκη κατάθεση (η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης), του μάρτυρα του ενάγοντος, …………. (ομοίως ναυπηγοξυλουργού που είχε απασχοληθεί και αυτός σε πλοία διαχείρισης της εναγομένης κατά το επίδικο χρονικό διάστημα) αποδείχθηκε ότι η εργασία τους συνίστατο στην κατασκευή συγκεκριμένων έργων, τα οποία έπρεπε να παραδοθούν στην εναγομένη, ενώ, επίσης, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ως έμπειρος ναυπηγοξυλουργός, εργαζόταν, χρησιμοποιώντας μάλιστα το δικό του μηχάνημα (ήτοι τρυπάνι), στα πλοία της τελευταίας χωρίς να υπόκειται σε επίβλεψη των εργασιών από τους εκπροσώπους της και σε παροχή οδηγιών από αυτούς τόσο ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του, όσο και ως προς τον ακριβή ημερήσιο χρόνο παροχής της εργασίας αυτής, αφού, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων διατηρούσε την ανεξαρτησία του και τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλίας κατά την παροχή της. Με τα δεδομένα αυτά, οι επίδικες συμβάσεις, που συνέδεαν τους συμβληθέντες διαδίκους, έφεραν, τόσο κατά τη σύναψη όσο και κατά τη λειτουργία τους, τον χαρακτήρα και τα στοιχεία των συμβάσεων έργου και όχι εξαρτημένης εργασίας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, οι συμβληθέντες απέβλεψαν στο τελικό αποτέλεσμα της συμφωνηθείσης εργασίας και όχι σ` αυτή καθ` εαυτή την εργασία που θα χρειασθεί για την επίτευξη των έργων, ενώ η πραγμάτωση του έργων θα επέφερε, κατά τη συμφωνία τους, τη λύση των συμβάσεων, όπως και πράγματι έγινε. Τα ανωτέρω, άλλωστε, δεν αναιρούνται ούτε από το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της εναγομένης κατέβαλαν τμηματικά, πριν την αποπεράτωση και παράδοση των έργων, στον ενάγοντα ποσά αντιστοιχούντα σε «ημερομίσθια» του διαστήματος αυτού, γιατί οι καταβολές αυτές αποτελούσαν συμφωνημένο τρόπο προκαταβολής της αρχικώς συμφωνηθείσης αμοιβής για έκαστο έργο. Επομένως, στις εν λόγω συμβάσεις έργων δεν εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, ούτε οι διατάξεις που αφορούν το δικαίωμα των εργαζομένων με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας να απαιτήσουν από τον εργοδότη την καταβολή υπερεργασίας, κατ’ εξαίρεση υπερωριακής εργασίας, αμοιβών για εργασία κατά τα Σάββατα και Κυριακές, των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και των αποδοχών αδείας και επιδομάτων αδείας, όπως αβασίμως ζήτησε ο ενάγων με την ως άνω αγωγή του. Επομένως, η αγωγή αυτή είναι και έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όμως, αν και την ερεύνησε κατ’ ουσίαν, αφού αξιολόγησε όλα τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στην εκκαλούμενη απόφαση (ήτοι κατάθεση μάρτυρα, χωρίς όρκο εξέταση ενάγοντος, ένορκη βεβαίωση και έγγραφα) εσφαλμένα απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως μη νόμιμη αντί ως αβάσιμη κατ` ουσίαν. Γίνεται, όμως, πλέον δεκτή και στη νομολογία η άποψη (που ήταν πάντα κρατούσα στη θεωρητική επιστήμη), ότι το δεδικασμένο της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως νόμω αβάσιμη είναι ισοδύναμο με το δεδικασμένο της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, αφού αποκλείεται εξίσου η ευδοκίμηση της αγωγής και, συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατή η αντικατάσταση των αιτιολογιών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 534 ΚΠολΔ και η συνακόλουθη απόρριψη της έφεσης του ενάγοντος (ΑΠ 1137/2019, ΑΠ 1899/2011, ΑΠ 1253/2005 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2345/2009 ΕλλΔνη 2009.1759, ΕφΘεσ 796/2008 Αρμ 2009.904, βλ. Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, σελ. 856-857, αρ. 15, Κ. Μπέης, ΚΠολΔ, άρθρο 534, σελ. 2008, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο, έκδ. β΄, σελ. 354, Κ. Οικονόμου, Η έφεση, Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, έκδ. 2017, άρθρο 534, αρ. 7, σελ. 338-339) Συνεπώς, ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι οι καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις ήταν συμβάσεις έργου και όχι εξαρτημένης εργασίας και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, απορρίφθηκε η αγωγή έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία (δηλαδή ως μη νόμιμη), η οποία αντικαθίσταται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και συνακόλουθα κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο μοναδικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του κατά την κύρια βάση της, ενώ έπρεπε να δεχθεί αυτήν ως νόμω και ουσία βάσιμη. Τέλος, ως προς την επικουρικά σωρευόμενη, αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αυτή δεν ερευνάται από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο στερείται εξουσίας προς τούτο, αφού το εν λόγω κεφάλαιο της εκκαλουμένης δεν προσβάλλεται με την έφεση του ενάγοντος, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522 και 535 ΚΠολΔ, όταν η αγωγή στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις και απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο σύνολό της, ασκηθεί δε έφεση από τον ενάγοντα, παραπονούμενο ειδικά μόνο για την απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν απορρίπτεται η αγωγή κατά την κύρια βάση της, δεν υποχρεούται να ερευνήσει, χωρίς ειδικό παράπονο, τις υπόλοιπες επικουρικές βάσεις της, που είχαν εξετασθεί πρωτοδίκως και είχαν απορριφθεί, αφού στην περίπτωση αυτή, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με την έφεση του ενάγοντος και δεν εκτείνεται και στις εξετασθείσες και απορριφθείσες πρωτοδίκως βάσεις, γιατί δικάζεται πλέον η έφεση, και όχι η αγωγή, με συνέπεια για τις επικουρικές αυτές βάσεις, που ερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να στερείται εξουσίας για αυτεπάγγελτη έρευνά τους, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, απαιτείται υποβολή αυτοτελούς λόγου έφεσης ή αντέφεσης από τον ενάγοντα (ΑΠ 1026/2019, ΑΠ 579/2018, ΑΠ 294/2013), προϋπόθεση, όμως, που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση κατά τα προεκτιθέμενα.
V. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, γιατί η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 18.8.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2018) έφεση του ενάγοντος ……….. κατά της υπ’ αριθ. 2509/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Αυγούστου 2020 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ