ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Περίληψη
Διαζύγιο λόγω ισχυρού κλονισμού των σχέσεων των συζύγων. Σε περίπτωση αποδοχής αντίθετων αγωγών διαζυγίου, ουδείς εκ των διαδίκων έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, ενόψει του ότι δεν δικαιολογείται σε κάποιο διάδικο έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας σχετικώς με τα κλονιστικά γεγονότα. Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως έννομου συμφέροντος της εκκαλούσας.
Αριθμός 527/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 του ΑΚ καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει διαζύγιο όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεως να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσεως, χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να μπορεί να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι, ο ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, με την έννοια της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα, αντικειμενικώς πρόσφορα, κλονιστικά της έγγαμης σχέσεως γεγονότα αυτά και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός ώστε βασίμως η εξακολούθηση της συμβιώσεως έχει καταστεί αφόρητη γι’ αυτόν. Στην περίπτωση που το ως άνω κλονιστικό γεγονός αφορά και στους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται, ανεξαρτήτως από το ποιον από τους δύο συζύγους βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το εάν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο ενός μόνο. Εάν όμως, το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικώς με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διαζεύξεως βάσει της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 1439 παρ. 1 του ΑΚ. Ακόμη, το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, συνεπάγεται ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται για κάποιο διάδικο η ύπαρξη έννομου συμφέροντος για την έρευνα της υπαιτιότητας, μάλιστα, το δεδικασμένο της διαπλαστικής αποφάσεως του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμιά περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 του ΑΚ, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 1444 παρ. 1 του ΑΚ. Επίσης, αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσεως του γάμου. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι εάν ασκηθούν αντίθετες αγωγές, με τις οποίες ο καθένας από τους συζύγους ζητεί τη λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης από λόγο που αφορά το πρόσωπο του άλλου συζύγου, και το δικαστήριο έκανε δεκτές τις αγωγές, κρίνοντας ότι ο κλονισμός αφορά το πρόσωπο και των δύο συζύγων, τότε, ενόψει του προαναφερθέντος αντικειμένου της δίκης περί διαζυγίου και του δεδικασμένου που παράγεται από τη σχετική απόφαση, καθένας από τους συζύγους θεωρείται ότι νίκησε, διότι με την παραδοχή των αγωγών, επήλθε η έννομη συνέπεια, την οποία επιδίωκαν αμφότεροι οι διάδικοι με το αίτημα των αγωγών τους. Το γεγονός ότι η απόφαση περιέχει αιτιολογίες δυσμενείς για καθένα διάδικο, δηλαδή δέχεται ότι ο κλονισμός της έγγαμης σχέσης επήλθε εξαιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπό του, δεν ασκεί κάποια δυσμενή επιρροή στις έννομες σχέσεις του, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν στοιχεία διατακτικού, δεν παράγεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας σε άλλη δίκη. Συνεπώς, στην εν λόγω περίπτωση, δεν έχει κάποιος από τους διαδίκους συζύγους, επειδή νίκησε, έννομο συμφέρον να ασκήσει ένδικο μέσο, όπως της εφέσεως, κατά της ανωτέρω αποφάσεως με την οποία απαγγέλθηκε η λύση του γάμου αυτών (βλ.AΠ 1471/2019, ΑΠ 1205/2019, ΑΠ 1568/2018, ΑΠ 1314/2015, ΕφΘεσΜον 354/2019 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος, για την άσκηση των ενδίκων μέσων εν γένει και ειδικότερα της εφέσεως, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, που συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ. Μάλιστα, η προϋπόθεση αυτή εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου, κατ’ άρθρον 532 του ΚΠολΔ (βλ. EφΑθ 6188/2009 EΦΑΔ 2010 565, EφΑθ 3613/2007 ΕΦΑΔ 2008 818, EφΘεσ 2976/2005 Αρμ 2006 1465, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠολΔ» τ. Ι εκδ. 2η αρθρ. 516 αρ. 29 σελ. 795).
Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση, η οποία νομίμως επαναφέρεται με την από 10-6-2019 κλήση και η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1101/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 επ. του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί των ακολούθως αναφερομένων συνεκδικασθεισών αγωγών: Α)της από 20-4-2017 (υπ’ αριθ. ……./21-4-2017 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής της ενάγουσας …………και ήδη εκκαλούσας κατά του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου και Β)της από22-10-2016 (υπ’ αριθ. ……./2-11-2016 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής του ενάγοντος (……….) και ήδη εφεσίβλητου κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 16-5-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ………/16-5-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας στο Πρωτοδικείο Αθηνών . ……..) και η έφεση κατατέθηκε στις 15-6-2018 (βλ. την υπ. αριθ. ……../15-6-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Περαιτέρω, με την ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή η ενάγουσα αυτής και ήδη εκκαλούσα ζήτησε, τη λύση του μεταξύ αυτής και του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου υφιστάμενου γάμου, επικαλούμενη ότι επήλθε ισχυρός κλονισμός των σχέσεων τους, από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου. Επίσης, με την ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγή, ο ενάγων αυτής και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε και αυτός τη λύση του γάμου του με την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, επικαλούμενος, ότι επήλθε ισχυρός κλονισμός των σχέσεων τους από λόγους που αφορούν στο πρόσωπο της εναγομένης συζύγου του, ώστε πλέον η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης τους να είναι αδύνατη. Επί των ανωτέρω αγωγών, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αυτές, έγιναν δεκτές και οι δύο αγωγές και απαγγέλθηκε η λύση του (πολιτικού) γάμου των διαδίκων, που τελέσθηκε στην πόλη … Βουλγαρίας στις 27-8-2000. Κατά της εκκαλούμενης αποφάσεως παραπονείται η εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεση της, επικαλούμενη, ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι υφίσταται και δική της υπαιτιότητα ως προς τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης των διαδίκων, δεχόμενο την ύπαρξη των σχετικών με αυτήν πραγματικών περιστατικών (κλονιστικών γεγονότων), που αναφέρονται στο πρόσωπο της, ενώ παρέλειψε να δεχθεί την ύπαρξη των επικληθέντων αντίστοιχων περιστατικών (κλονιστικών γεγονότων), που συνδέονται με τον εφεσίβλητο και περαιτέρω εσφαλμένως αυτό έκρινε ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων οφείλεται στη συμπεριφορά και των δύο, ενώ αν έκρινε ορθώς θα έπρεπε να δεχθεί ότι αυτή οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του εφεσίβλητου, και να απορρίψει την ως άνω υπό στοιχείο Β’ αγωγή του,κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην υπό κρίση έφεση. Σύμφωνα, όμως, με τις προεκτεθείσες σκέψεις,η κρινόμενη έφεση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει σχετικού εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας, καθόσον η εν λόγω έννομη συνέπεια, δηλαδή η λύση του γάμου των διαδίκων, που επεδίωξαν αμφότεροι (οι διάδικοι) με τις ως άνω αγωγές τους, αντιστοίχως, και στην οποία εξαντλείται η δίκη διαζυγίου, έχει ήδη επέλθει με την παραδοχή από την εκκαλούμενη απόφαση των ανωτέρω αγωγών και των δύο διαδίκων, λόγω του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης τους, από λόγους που αφορούν στο πρόσωπο αμφοτέρων αυτών. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι η εκκαλούμενη απόφαση δέχεται και τις ως άνω δύο αγωγές, αντί να απορρίπτει τη μία εξ αυτών και δεν διαγιγνώσκει αποκλειστική υπαιτιότητα του ενός εκ των διαδίκων για τη λύση του γάμου και ειδικότερα του εφεσίβλητου, όπως ζητεί η εκκαλούσα, δεν έχει κάποια νομική επίδραση στις έννομες σχέσεις τους, ώστε να δικαιολογείται έννομο συμφέρον για άσκηση της έφεσης, αφού από τις αιτιολογίες αυτές δεν δημιουργείται σχετικό δεδικασμένο, ούτε ως προς την τυχόν αξίωση περί διατροφής της εκκαλούσας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η τελευταία, αλλά η μόνη έννομη συνέπεια που επέρχεται είναι η επιδιωκόμενη και από τους δύο διαδίκους λύση του γάμου τους.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 532 του ΚΠολΔ).Τέλος τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιότητάς τους ως συζύγων (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 7-8-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ