Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 538/2020

 

Αριθμός     538/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 126 παρ. 1 εδ. δ΄ του  ΚΠολΔ, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 159 του ίδιου Κώδικα, η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, την οποία απαγγέλλει το Δικαστήριο, αν, εκτός άλλων περιπτώσεων, την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 85 παρ. 1 του Ν.Δ. 356 της 27-3/5-4-1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) «Επί δικών του παρόντος Ν. Διατάγματος το Δημόσιον εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, καθ΄ ου στρέφεται και κοινοποιείται παν δικόγραφον επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν όμως περίπτωσιν επί τη αυτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίησις του δικογράφου και εις τον Υπουργόν των Οικονομικών.». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 του διατάγματος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», που δεν καταργήθηκε ως ειδική και ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, «1. Μόνον αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών κατά τας διατάξεις του από 24/28 Μαρτίου 1867 και υπό στοιχείον Ρ4Γ΄ νόμου γενόμεναι κοινοποιήσεις οιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι νομίμους συνεπείας. 2. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπήται δικαστικώς εκ μέρους άλλου, πλήν του επί των Οικονομικών Υπουργού, είτε και εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργόν των Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητος αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενης». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 6 του ως άνω διατάγματος, παράγραφος 1 «1. Αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών κατά τους κειμένους νόμους επιδόσεις γίνονται εν τω οικήματι εν ω εδρεύει η Διεύθυνσις Νομικών Υπηρεσιών (Δ.Ν.Υ.).» (ήδη Νομικό Συμβούλιο του Κράτους), ενώ κατά την παράγραφο 2 «2. Τα αποδεικτικά των προς τον Υπουργόν των Οικονομικών ως εκπρόσωπον του Δημοσίου ή του Ταμείου Εθνικού Στόλου ή του Εκκλησιαστικού Ταμείου επιδιδομένων δικαστικών αποφάσεων και παντός είδους δικογράφων υπογράφει ο Διευθυντής των Νομικών Υπηρεσιών (Ν. 1564/1918 άρθρ. 6, Α.Ν. 2374/1940 άρθρ. 1 και 25 αριθ.2 και Β.Δ. 8/12 Σεπτ. 1940 άρθρ. 11 περίπτ. β΄).». Δικόγραφο δε κατά την έννοια των διατάξεων αυτών είναι το κατ΄ άρθρο 118 επ. του ΚΠολΔ, που έχει εφαρμογή και στις δίκες του Ν.Δ. 356/1974, εφόσον δεν αντίκειται στις διατάξεις αυτού, συντασσόμενο από το διάδικο, ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του, ή το δικαστικό πληρεξούσιό του, προς πιστοποίηση διαδικαστικής πράξης. Τέτοιο δε δικόγραφο είναι και το κατ΄ άρθρο 520 του ΚΠολΔ δικόγραφο της εφέσεως (ΑΠ674/1982). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου, πρέπει να γίνει, με ποινή ακυρότητας, (απαραδέκτου στις δίκες του Κ.Ε.Δ.Ε.),τόσο στον Υπουργό Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο όργανο και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή, αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Υπουργό Οικονομικών, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης (ΑΕΔ 27/2004, ΟλομΑΠ 34/1988, ΑΠ 1309/2015, ΑΠ 1105/2005). Οι διατάξεις δε αυτές, των άρθρων 85 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. και 5 παρ. 1 και 2 του διατάγματος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944, με τις οποίες επιβάλλεται η κοινοποίηση των δικογράφων, εκτός από τον Διευθυντή της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, και στον Υπουργό των Οικονομικών, δεν αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΕΔ 27/2004). Ήδη, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 4389/2016 «Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η «Αρχή»), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της», ενώ κατά το άρθρο 36 παρ. 1 του ίδιου νόμου «Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α΄, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97) και 85 παρ. 1, εδάφιο πρώτο του ν.δ.356/1974 (Α΄ 90). Η προβλεπομένη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν.δ.356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ.» και τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 43 του ίδιου νόμου «Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2017, εκτός και αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του.». Από τις σαφείς αυτές διατάξεις του Ν. 4389/2016 συνάγεται ότι από 1-1-2017, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο πρέπει να γίνει με ποινή ακυρότητας, τόσον στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., όσο και στο αρμόδιο όργανο, ενώ καταργήθηκε η υποχρέωση κοινοποίησης στον Υπουργό Οικονομικών. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου ή της παράστασής του ενώπιον του Δικαστηρίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Και τούτο, χωρίς να ασκεί επίδραση πλέον η τυχόν κοινοποίηση του δικογράφου στον Υπουργό Οικονομικών, καθόσον η Α.Α.Δ.Ε. συνιστά ανεξάρτητη διοικητική αρχή. Σε περίπτωση δε εφέσεως, η συζήτηση αυτής κηρύσσεται απαράδεκτη, λόγω του ότι δεν επιδόθηκε νόμιμα το δικόγραφο αυτής (εφέσεως) στο εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο (πρβλ. ΑΠ 1309/2015), ανεξαρτήτως δε της παράστασης του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Δικαστηρίου (ΕφΛαρ 302/2019, ΕφΔωδ 93/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται προς συζήτηση η από 18-12-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) έφεση της ηττηθείσας ανακόπτουσας κατά της υπ΄ αρ. 1290/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επ., 591 του ΚΠολΔ), επί της από 25-9-2015 (αρ. καταθ. ……./2015) ανακοπής της (εκκαλούσας -ανακόπτουσας) κατά του εφεσίβλητου – καθ΄ ου η ανακοπή – Ελληνικού Δημοσίου, που αφορά (η ανακοπή), δίκη σχετική με την είσπραξη δημοσίων εσόδων (Ν.Δ. 356/1974 – Κ.Ε.Δ.Ε.). Η ένδικη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 19-12-2018, ήτοι κατατέθηκε μετά τη θέση σε ισχύ των διατάξεων του Α΄ κεφαλαίου του Ν. 4389/2016 και συνεπώς ως προς αυτήν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 36 παρ. 1 τελευτ. εδ. του νόμου αυτού. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την υπό ειδικό αρ. καταθ. ……/2018 έκθεση κατάθεσης δικογράφου, αυθημερόν (ήτοι την 19-12-2018), η ένδικη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού (Εφετείου Πειραιώς) και με την από 19-12-2018 πράξη ορισμού συζήτησης ορίσθηκε αρμοδίως ως χρόνος συζήτησης αυτής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος (5-12-2019). Ακολούθως, ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως με εκθέσεις καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για παράσταση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (5-12-2019), επιδόθηκε την 18-3-2019 με επιμέλεια της εκκαλούσας – ανακόπτουσας στον Υπουργό των Οικονομικών, προς τον οποίο, όμως, η επίδοση έχει ήδη καταργηθεί, και στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Α΄ Πειραιά, όπως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από αυτήν (εκκαλούσα), που επισπεύδει τη συζήτηση, υπ΄ αρ. …/18-3-2019 και …../18-3-2019, αντίστοιχα, εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………….. Πλην όμως, η εκκαλούσα δεν επικαλείται ούτε και προκύπτειότι επέδωσετο δικόγραφο της ένδικης εφέσεως με κλήση προς συζήτησή της, όπως απαιτείται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., ώστε η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα να επέρχεται απαράδεκτο, το οποίο εξετάζεται, άλλωστε, αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο αυτό. Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης εφέσεως, λόγω του ότι δεν επιδόθηκε νόμιμα το δικόγραφο αυτής (εφέσεως) στο εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 18-12-2018 (αρ. καταθ. ……./2018) εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Αυγούστου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ