Περίληψη
Ο ζημιωθείς από μεταφορά πραγμάτων οδικώς εντός της Ελληνικής Επικράτειας, μπορεί να έχει εναντίον του αντισυμβαλλομένου του, παραγγελιοδόχου μεταφοράς, αξιώσεις που θεμελιώνονται, αφενός σε ενδοσυμβατική, κατά τις σχετικές διατάξεις του Εμπ.Ν, ευθύνη και αφετέρου, στις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (από την εξωσυμβατική ευθύνη), που συνδέεται με υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του από εκείνον (μεταφορέα) προστηθέντος, ενώ και ο προστηθείς οδηγός από τον παραγγελιοδόχο μεταφοράς, έχει ευθύνη προς αποζημίωση του παθόντος, εις ολόκληρο με τον προστήσαντα αυτόν, αλλά μόνον αδικοπρακτική (εξωσυμβατική), αφού δεν συνδέεται στη σύμβαση μεταφοράς με τον ζημιωθέντα δικαιούχο των πραγμάτων.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
534 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση οι: α) από 3-11-2017 και β) από 28-11-2017, εφέσεις, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο, που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά δικάσθηκε, ερήμην, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί, ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 639/2015, ΑΠ 1015/2005, ΑΠ 884/2007, Εφ.Πατρ. 161/2019, Εφ.Αθ. 2142/2011, Εφ.Αθ. 933/2011, Εφ.Αθ.337/2009, Εφ.Θεσ.431/2009, Εφ.Δωδ.136/2009, Εφ.Αθ. 6514/2009, Εφ.Πατρ. 150/2009, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Οι κρινόμενες εφέσεις των εκκαλούντων – εναγόμενων κατά της υπ΄αρ. 2671/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε επί της αγωγής του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ερήμην αυτών, κατά την τακτική διαδικασία, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το Ν.4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές, που ασκήθηκαν πριν την 1η-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως εν προκειμένω, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της οριζόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ, 30ημερης προθεσμίας, δεδομένου ότι, έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης στις 30-10-2017 (βλ. σχετική επισημείωση στο αντίγραφο αυτής, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………………..) και οι εν λόγω εφέσεις κατατέθηκαν, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 6-11-2017 και 29-11-2017, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσας εκθέσεις κατάθεσής τους .
Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ).΄Εχουν κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες των ένδικων εφέσεων, αντίστοιχα, τα προβλεπόμενα, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολα, όπως αναφέρεται στις προαναφερθείσες εκθέσεις κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.Από τις διατάξεις των άρθρων 102, 103, 104, 105, 107 του Εμπ.Ν., 330, 681, 685 και 690 του ΑΚ, συνάγεται ότι, επί χερσαίας οδικής μεταφοράς πραγμάτων, η οποία αποτελεί ειδικά ρυθμισμένη περίπτωση σύμβασης έργου, ως αποβλέπουσα σε ορισμένο αποτέλεσμα, που συνίσταται στην εκτέλεση της μεταφοράς χωρίς βλάβη ή απώλεια, ο μεταφορέας υποχρεούται να μεταφέρει τα παραληφθέντα εμπορεύματα σε ορισμένο τόπο, ευθυνόμενος μέχρις ανωτέρας βίας για κάθε απώλεια ή βλάβη των μεταφερομένων πραγμάτων από την παραλαβή μέχρι την παράδοσή τους, είτε αυτός ενήργησε τη μεταφορά τους προσωπικά, είτε με άλλο υποκατάστατο πρόσωπο (ΑΠ 860/1987). Δηλαδή καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη του χερσαίο οδικού μεταφορέα, ο οποίος απαλλάσσεται μόνον, αν αποδείξει ότι η απώλεια ή η βλάβη των πραγμάτων οφείλεται σε ανώτερη βία, που συνίσταται σε γεγονός τυχαίο κι απρόβλεπτο, μη δυνάμενο να αποτραπεί ακόμα και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 742/1998). Επίσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 90 επ. του Εμπ.Ν, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς πραγμάτων οδικώς αναλαμβάνει δια συμβάσεως με τον παραγγελέα, δηλαδή συνήθως με τον εντολέα (φορτωτή) ή τον παραλήπτη, να ενεργήσει στο δικό του όνομα, για λογαριασμό όμως του παραγγελέα, τη μεταφορά που ο τελευταίος του αναθέτει, ιδίως δε να μεριμνήσει για την ανεύρεση του μεταφορέα και τη σύναψη με αυτόν σύμβασης για την εκτέλεση της (υλικής) πράξης της μεταφοράς. Εκείνο που χαρακτηρίζει τη σχέση του παραγγελιοδόχου μεταφοράς με τον παραγγελέα δεν είναι το αν θα εκτελέσει τη μεταφορά με δικά του ή ξένα μεταφορικά μέσα, αλλά η ενέργεια της μεταφοράς στο όνομά του, η οποία έτσι εμφανίζεται προς τα έξω και ειδικότερα προς τον παραγγελέα ως υπόθεση του παραγγελιοδόχου, ο οποίος θα ενεργήσει στο δικό του όνομα ό,τι απαιτείται για την εκτέλεση της μεταφοράς (ΑΠ 304/2007). Ο αρχικός παραγγελιοδόχος της όλης μεταφοράς είναι υπεύθυνος εγγυητικά μαζί με τον μεταφορέα για την καθυστέρηση, απώλεια ή φθορά που συνέβη σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής και κατά την παραλαβή είτε οφείλονται σε ενέργειες ή παραλείψεις του ίδιου είτε του μεσολαβούντος μεταφορέα (Ολ.ΑΠ 33/1998). Κατά το άρθρο 107 του Εμπ.Ν., κάθε αξίωση κατά του παραγγελιοδόχου μεταφοράς ή του αγωγιάτη από απώλεια ή βλάβη του φορτίου παραγράφεται σε έξι μήνες, αν η μεταφορά έγινε εντός του Ελληνικού Κράτους και σε ένα έτος, αν η μεταφορά έγινε εκτός του Κράτους ή από άλλη χώρα προς την Ελλάδα, εκτός αν η απώλεια ή η βλάβη οφείλεται σε απάτη ή απιστία του παραγγελιοδόχου, δηλαδή σε δόλια συμπεριφορά του, οπότε ισχύει η παραγραφή του άρθρου 937 του ΑΚ. Από τα προαναφερθέντα και όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 288, 297, 299, 330, 334, 335, 914, 922, 926, 937, 102 και 107 του Εμπ.Ν, προκύπτει ότι, αυτός που ζημιώθηκε από μεταφορά πραγμάτων οδικώς εντός της Ελληνικής Επικράτειας, μπορεί να έχει εναντίον του αντισυμβαλλομένου του, παραγγελιοδόχου μεταφοράς, αξιώσεις που θεμελιώνονται, αφενός σε ενδοσυμβατική, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Εμπ.Ν, ευθύνη και αφετέρου, στις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (από την εξωσυμβατική ευθύνη), που συνδέεται με υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του από εκείνον (μεταφορέα) προστηθέντος, λόγω μη εκπλήρωσης της από τη σύμβαση μεταφοράς οφειλόμενης παροχής υπηρεσιών κατά τρόπο σύμφωνο με την καλή πίστη (Ολ.ΑΠ 967/1993), ενώ και ο προστηθείς οδηγός από τον παραγγελιοδόχο μεταφοράς έχει ευθύνη προς αποζημίωση του παθόντος, εις ολόκληρο με τον προστήσαντα αυτόν (922 ΑΚ), αλλά μόνον αδικοπρακτική (εξωσυμβατική), αφού δεν συνδέεται στη σύμβαση μεταφοράς με τον ζημιωθέντα δικαιούχο των πραγμάτων. Η εν λόγω αξίωση κατά του προστηθέντος στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης (όπως και κατά του εις ολόκληρο με αυτόν ευθυνομένου προστήσαντος), υπόκειται στην, από το άρθρο 937 ΑΚ, πενταετή παραγραφή και όχι στην, από το άρθρο 107 του Εμπ.Ν, εξάμηνη παραγραφή, στην οποία υπόκεινται μόνον οι κατά του παραγγελιοδόχου μεταφοράς αξιώσεις από τη σύμβαση μεταφοράς (ΑΠ 1669/2011, AΠ 1741/2008, ΑΠ 1538/2002, Εφ.Θεσ.1647/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος των ένδικων εφέσεων, εξέθετε στην ως άνω από 24-3-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2015 αγωγή του, ότι, στις 6-6-2014, έφτασε δια θαλάσσης από τη Ν. Υόρκη Η.Π.Α, στο σταθμό εμπορευματοκιβωτίων του λιμένα Πειραιώς (Σ.Ε.Π), ένα σκάφος αναψυχής ιδιοκτησίας του, επικαθήμενο σε ρυμουλκούμενο τρέιλερ, φορτωμένα εντός ενός κοντέινερ ανοικτού τύπου, όπως αυτό αναλυτικά περιγράφεται στην αγωγή. Ότι, συμφώνησε προφορικά με τον πρώτο και δεύτερο των εναγόμενων, αφού εκτελωνίσουν το ως άνω σκάφος, εν συνεχεία να ανεύρoυν, ως παραγγελιοδόχοι μεταφοράς, το κατάλληλο πρόσωπο, προκειμένου να μεταφέρει υπό ασφαλιστική κάλυψη για την αστική ευθύνη έναντι τρίτων, το κοντέινερ με το σκάφος από το χώρο του Σ.Ε.Π, στο Σχιστό Αττικής, έναντι κομίστρου 250 ευρώ, με σκοπό την μεταφόρτωση του σκάφους και του τρέιλερ σε φορτηγό με προορισμό την Πάτρα. Ότι, στις 16-6-2014 αφού ολοκληρώθηκε ο εκτελωνισμός του εν λόγω σκάφους, ο πρώτος και δεύτερος των εναγόμενων, ανέθεσαν προφορικά στον τρίτο εναγόμενο οδηγό και ιδιοκτήτη του υπ’αρ. ………… ρυμουλκούμενου οχήματος καθώς και στον τέταρτο εναγόμενο ως ιδιοκτήτη του υπ’ αρ. κυκλοφορίας ……… φορτηγού ρυμουλκού αυτοκινήτου, να προβούν στην εκτέλεση της μεταφοράς του ως άνω κοντέινερ από το Σ.Ε.Π, στο Σχιστό. Ότι, την ίδια ημέρα, ο τρίτος εναγόμενος, σε εκτέλεση της παραπάνω καταρτισθείσας σύμβασης, αφού παρέλαβε και φόρτωσε το κοντέινερ στο ανωτέρω ρυμουλκούμενο όχημα, που ελκόταν από το προαναφερθέν φορτηγό ρυμουλκό δημόσιας χρήσης, στην προσπάθεια να διέλθει κάτω από υψομετρική δοκό που βρίσκεται στη πύλη εξόδoυ από το Σ.Ε.Π, από αμέλειά του, επέπεσε με το εμπρόσθιο τμήμα και την οροφή του μεταφερόμενου σκάφους στη δοκό αυτή, με αποτέλεσμα να υποστεί τις αναλυτικά περιγραφόμενες στην αγωγή ζημίες, συνολικού ύψους 39.267,52 ευρώ. Ότι, η εμπορική αξία του σκάφους, που ανερχόταν, πριν το ατύχημα, σε 65.000 ευρώ, μειώθηκε, εξαιτίας των ζημιών που προκλήθηκαν σε αυτό, κατά ποσοστό 20%, με αποτέλεσμα να υποστεί περαιτέρω ζημία ύψους 13.000 ευρώ. Ότι, επιπλέον, υπέστη και ηθική βλάβη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων, από τον πρώτο εναγόμενο, τρίτο και τέταρτο των εναγόμενων, η οποία ανέρχεται στο εύλογο ποσό των 10.000 ευρώ. Ζητούσε δε ακολούθως, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, να του καταβάλουν, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, το συνολικό ποσό των 62.267,52 ευρώ, οι μεν πρώτος και δεύτερος εξ αυτών, ευθυνόμενοι ως παραγγελιοδόχοι μεταφοράς και προστήσαντες τον τρίτο και τέταρτο εναγόμενο, άλλως ως εντολοδόχοι ευθυνόμενοι για την επιλογή ακατάλληλων προσώπων για τη πραγματοποίηση της μεταφοράς, ο δε τρίτος εξ αυτών ως υπαίτιος προστηθείς οδηγός και ιδιοκτήτης του ρυμουλκούμενου, ο τέταρτος, ως προστηθείς μεταφορέας ιδιοκτήτης του ρυμουλκού και η πέμπτη εναγόμενη εταιρία, βάσει της σύμβασης ασφάλισης για την κάλυψη της αστικής ευθύνης έναντι των τρίτων από τη κυκλοφορία του ρυμουλκού και του ρυμουλκούμενου. Τέλος, ζητούσε, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος των πρώτων τεσσάρων εναγόμενων, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, λόγω της τελεσθείσας από αυτούς αδικοπραξίας και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά του έξοδα.
Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’αρ. 2671/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που, δικάζοντας κατά την ορθή τακτική διαδικασία (ενώ είχε αρχικά εισαχθεί στο ναυτικό τμήμα), ερήμην των τεσσάρων πρώτων των εναγόμενων, όπως προαναφέρθηκε, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς τους ως άνω εναγόμενους, πλην της πέμπτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, ως προς την οποία την απέρριψε ως μη νόμιμη, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, ως προς τους τέσσερεις πρώτους των εναγόμενων, θεωρώντας, λόγω της ερημοδικίας τους, ομολογημένους τους αγωγικούς ισχυρισμούς, υποχρέωσε δε αυτούς, τον καθένα εις ολόκληρο, να καταβάλουν στον ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, το ποσό των 52.267,52 ευρώ ως αποζημίωση, καθώς και το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Δεδομένου δε ότι ήδη οι εκκαλούντες – εναγόμενοι, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, ήτοι ο δεύτερος εναγόμενος με την υπό στοιχείο Α έφεσή του και οι τρίτος και τέταρτος των εναγόμενων, με την υπό στοιχείο Β έφεσή τους, προσβάλλουν την απόφαση αυτή, επικαλούμενοι λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου τους, ως προς αυτούς, οι ανωτέρω εφέσεις, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, πρέπει να γίνουν τυπικά αλλά και κατ΄ ουσία δεκτές και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη όσον αφορά στους εκκαλούντες – εναγόμενους, ακολούθως, δε, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) και να ανασυζητηθεί η αγωγή, ως προς αυτούς, κατά την τακτική διαδικασία, όπως εκτέθηκε και παραπάνω. Ενόψει δε, της εξαφάνισης της εκκαλουμένης και ανεξαρτήτως της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου επί της αγωγής, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στους εκκαλούντες των ένδικων εφέσεων, αντίστοιχα, των κατατεθέντων από αυτούς παραβόλων, κατ΄άρθρο 495 παρ. 3εδ.ε ΚΠολΔ (ΑΠ 532/2016, Εφ.Πατρ.161/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως αυτά αναφέρονται στο διατακτικό.
H αγωγή είναι ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, αντίθετα με τα όσα αβασίμως υποστηρίζει ο δεύτερος εναγόμενος στην υπό στοιχείο Α έφεσή του, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 90 επ., 102, 103, 104, 105, 107 ΕμπΝ, 330, 346, 681, 685, 690, 914, 922, 926, 932 ΑΚ, 176, 191, 1047 ΚΠολΔ και όσων αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί, το προσήκον, για το αντικείμενό της, τέλος δικαστικού ενσήμου, με τα αναλογούντα υπέρ τρίτων ποσοστά, όπως προκύπτει από το υπ’ αρ. ………….. διπλότυπο είσπραξης της Γ΄Δ.Ο.Υ Πατρών. Σημειωτέον δε ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος στην πρώτη έφεση, με δήλωσή του ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, αλλά και τις προτάσεις του, παραιτήθηκε της προβληθείσας με την έφεση αυτή, ένστασης έλλειψης πληρεξουσιότητας του δικηγόρου του αντιδίκου του.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του δεύτερου εναγόμενου – εκκαλούντος στην Α΄ έφεση, …………. – αδερφού του, ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά του, καθώς και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντος – εφεσίβλητου, ………… – αδερφού του, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού και όλων των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο ενάγων είχε αγοράσει στη Νέα Υόρκη των Η.Π.Α, ένα ιδιωτικό σκάφος αναψυχής εργοστασίου BOSTON WHALER, τύπου CONQUEST 235, μήκους 25 ποδών, το οποίο ναυπηγήθηκε το έτος 2006 και έφερε εξωλέμβια μηχανή εργοστασίου MERCURY, τύπου VERADO, 225 ίππων. Στις 12-5-2015 ανέθεσε στην μεταφορική εταιρία με την επωνυμία «………………..» να εξάγει και να μεταφέρει το παραπάνω σκάφος, επικαθήμενο σε τρέιλερ από το λιμάνι της Νέας Υόρκης στον λιμάνι του Πειραιά. Πράγματι, το σκάφος αφού επιθεωρήθηκε από την εταιρία με την επωνυμία «……………..» και πιστοποιήθηκε ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση, φορτώθηκε στο πλοίο «ΖC», εκδόθηκε δε η υπ’ αρ. ………/18-5-2014 φορτωτική με αποστολέα την εταιρία «……….» και παραλήπτη τον ενάγοντα. Το σκάφος εισήχθη στην Ελληνική Επικράτεια και παραδόθηκε στο λιμάνι του Πειραιά στις 6-6-2014, ενώ η εταιρία που εξέδωσε τη φορτωτική, παρέδωσε στον ενάγοντα την υπ’ αρ. …………/11-6-2014 διατακτική, προκειμένου να το παραλάβει από την ελεύθερη ζώνη του λιμένος Πειραιά. Στη συνέχεια, ο ενάγων, ανέθεσε να διεκπεραιώσει τη διαδικασία εκτελωνισμού του σκάφους, στο ………… (πρώτο εναγόμενο), ο οποίος κατά το παρελθόν ασκούσε το επάγγελμα του εκτελωνιστή. Ωστόσο, αυτός (………..), δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει ο ίδιος τον εκτελωνισμό του ως άνω σκάφους, διότι, λόγω των οικονομικών οφειλών του στο Ε’ Τελωνείο Πειραιά, το τελευταίο είχε προβεί σε αναγκαστική κατάσχεση τραπεζικού του λογαριασμού, έως του ποσού των 2.078.919,45 ευρώ. Για το λόγο αυτό, ο …….. συνεργαζόταν με τον ……….. – εκτελωνιστή, (δεύτερο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα στην Α΄ έφεση), ο οποίος διεκπεραίωνε για λογαριασμό του το τυπικό μέρος του εκτελωνισµού. Πράγματι, δυνάμει της από 16-6-2014 έγγραφης εξουσιοδότησης του ενάγοντα – εφεσίβλητου προς το δεύτερο εναγόμενο, δόθηκε εντολή σε αυτόν από τον πρώτο, να προβεί επ΄ ονόματί του (ενάγοντα) στον εκτελωνισμό του ως άνω σκάφους ιδιοκτησίας του. Στα πλαίσια δε της εντολής αυτής και αφού ο ενάγων του εγχείρησε τα απαιτούμενα έγγραφα σχετικά με το σκάφος, ο δεύτερος εναγόμενος κατέθεσε την ίδια ημερομηνία (16-6-2014), την υπ΄αρ. πρωτ. …… διασάφηση εισαγωγής με την προσάρτηση των αναγκαίων εγγράφων, με σκοπό τον εκτελωνισμό του σκάφους και του τρέιλερ. Όταν περατώθηκαν δε οι τελωνειακές εργασίες και καταβλήθηκαν οι δασμολογικές επιβαρύνσεις από τον ενάγοντα, εκδόθηκε το οικείο παραστατικό, ήτοι το Αποδεικτικό παράδοσης Τελωνισμένων Εμπορευμάτων (Α.Π.Τ.Ε) για την ελεύθερη έξοδο από τον τελωνειακό χώρο και τη θέση αυτού (εκτελωνισθέντος σκάφους), σε ανάλωση (κυκλοφορία). Μάλιστα ο δεύτερος εναγόμενος, για τις υπηρεσίες του αυτές του εκτελωνισμού του σκάφους εξέδωσε, ακολούθως, την υπ΄αρ. …………/30-6-2014 απόδειξη παροχής υπηρεσιών, όπου αναγράφονται αναλυτικά τα ποσά που αφορούν καταβληθέντα δικαιώματα του δημοσίου, καθώς και η δική του αμοιβή ποσού 60 ευρώ. Πέραν από τη διεκπεραίωση, όμως, της εν λόγω τυπικής διαδικασίας του εκτελωνισμού, στην οποία προέβη ο δεύτερος εναγόμενος, ακριβώς διότι ο πρώτος εναγόμενος – εκτελωνιστής ……….., στον οποίο είχε αρχικά απευθυνθεί ο ενάγων, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, δεν ήταν δυνατόν να τη διενεργήσει με το δικό του όνομα, δεν αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος επέλεξε το μεταφορέα του εν λόγω σκάφους και συμβλήθηκε με αυτόν. Αντίθετα, προέκυψε ότι ήταν ο πρώτος εναγόμενος αυτός που, επειδή δεν ήταν δυνατή η πρόσβαση τρίτων στο σηµείο εναπόθεσης του σκάφους στο λιµένα Πειραιά, προσφέρθηκε να βοηθήσει τον ενάγοντα και να ανεύρει, για λογαριασμό του (ενάγοντα), µεταφορέα προκειµένου να µεταφερθεί το σκάφος έξω από τον τελωνειακό χώρο. Το γεγονός ότι ο …………. επικοινωνούσε µε τον ενάγοντα και τον αδελφό του, υπό την ιδιότητα του εκτελωνιστή, αποδεικνύεται και από την επαγγελµατική του κάρτα που προσκοµίζει ο ενάγων, στην οποία αναφέρεται η επαγγελµατική ιδιότητα του (customs agent) και ο αριθµός του κινητού τηλεφώνου του, ενώ στην οπίσθια πλευρά της κάρτας, αναγράφεται ιδιοχείρως ότι έλαβε 1.000 ευρώ έναντι και υπογράφεται από τον ίδιο. Η επαγγελµατική κάρτα δεν φέρει διεύθυνση της επαγγελµατικής έδρας του πρώτου εναγοµένου, διότι δεν διατηρούσε τέτοια λόγω της αδυναµίας του να ασκήσει και τυπικά το επάγγελµα του εκτελωνιστή. Ειδικότερα, ο πρώτος εναγόµενος ο οποίος διέθετε γνωριµίες στον χώρο του τελωνείου πρότεινε στον ενάγοντα και στον αδελφό του, ο οποίοι ήταν παρόντες έξω από το χώρο του τελωνείου, να αναθέσουν την µεταφορά του σκάφους, από το χώρο του τελωνείου στο Σχιστό, στον τρίτο εναγόµενο οδηγό και ιδιοκτήτη του υπ’ αρ. Ρ-29545 ρυµουλκούµενου οχήµατος, καθώς και στο τέταρτο εναγόµενο – αδερφό του τρίτου, ως ιδιοκτήτη του υπ’ αρ. κυκλοφορίας ……….. φορτηγού ρυµουλκού αυτοκινήτου, ο οποίος εξειδικεύεται στην µεταφορά δύσκολων φορτίων. Ο ίδιος ο μάρτυρας του ενάγοντος ………. – αδερφός του, κατέθεσε ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι: ‘’(…) Προσπάθησα εγώ με το αυτοκίνητό μου να μπω μέσα να ρυμουλκήσω το σκάφος, δεν μου επέτρεψαν να μπω στον χώρο του τελωνείου και μου είπαν ότι θα έπρεπε να πάρω κάποιον συμβαλλόμενο μεταφορέα για να μου βγάλει το σκάφος έξω από τον τελωνειακό χώρο. Εκεί επενέβη ο κύριος ………, ο οποίος προσφέρθηκε να με βοηθήσει να μου βρει κάποιον μεταφορέα και μου πρότεινε τον κύριο ……………… ως τον πιο ειδικό για τα δύσκολα υποτιθέμενα φορτία’’. Πουθενά στην κατάθεσή του ο ως άνω μάρτυς του ενάγοντος δεν εμπλέκει στην ανεύρεση και την επιλογή του μεταφορέα του σκάφους, το δεύτερο εναγόμενο ……….., αλλά μόνο τον πρώτο εναγόμενο ……….., με τον οποίο, άλλωστε, είχαν έρθει αρχικά σε επαφή, όπως προεκτέθηκε και έκαναν τις συνεννοήσεις. Ο τρίτος εναγόµενος …………., ήδη πρώτος εκκαλών στη Β΄ έφεση, εκτέλεσε πράγµατι τη µεταφορά του σκάφους, με το υπ’ αρ. ……….. ρυµουλκούµενο όχηµα ιδιοκτησίας του, καθώς και το υπ’ αρ. κυκλοφορίας ……… φορτηγό δηµοσίας χρήσης, ιδιοκτησίας του τέταρτου εναγοµένου – αδερφού του ………….., ήδη δεύτερου εκκαλούντος στη Β΄ έφεση. Πιο συγκεκριµένα, ο τρίτος εναγόµενος, παρέλαβε, κατά την ως άνω ημερομηνία (16-6-2014), το εμπορευματοκιβώτιο με το σκάφος και το τρέιλερ και το φόρτωσε, περί ώρα 16, στο ως άνω υπ’ αρ. ………. ρυμουλκούμενο όχημα, το οποίο ελκόταν από το ανωτέρω φορτηγό. Εν συνεχεία, κατά την διαδρομή του φορτηγού, το οποίο οδηγούσε ο ίδιος, από το χώρο του τελωνείου επέπεσε στην υψομετρική δοκό που βρισκόταν πριν την πύλη εξόδoυ, με αποτέλεσμα να προσκρούσει το εμπρόσθιο τμήμα και η οροφή του σκάφους στην δοκό και να υποστεί αυτό ζημίες. Το γεγονός ότι ο μεταφορέας αυτός, είχε επιλεγεί από τον πρώτο εναγόμενο και όχι από τον ενάγοντα, πέραν της ως άνω κατάθεσης του μάρτυρα του τελευταίου, επιρρωνύεται και από το ότι αμέσως μετά το ατύχημα, ο μεταφορέας οδηγός επικοινώνησε τηλεφωνικά, για να το ανακοινώσει, με τον πρώτο εναγόμενο και αυτός ενημέρωσε τον ενάγοντα και όχι με τον ίδιο (τον ενάγοντα), πράγμα που ήταν λογικό να έπραττε, αν είχε συμβληθεί με εκείνον. Η πρόσκρουση του μεταφερόμενου σκάφους στην ως άνω υψομετρική δοκό και η συνεπεία αυτής ζημία που υπέστη το εν λόγω σκάφος ιδιοκτησίας του ενάγοντος, οφείλεται σε αμέλεια του τρίτου των εναγόμενων, οδηγού – μεταφορέα προστηθέντος του πρώτου εναγόμενου, ήτοι αυτός (τρίτος εναγόμενος), δεν επέδειξε την επιμέλεια που επιβάλλεται στις συνναλλαγές (άρθρο 330 ΑΚ), μην καταβάλλοντας την προσοχή που όφειλε και μπορούσε υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, με βάση και τις ικανότητες και τις γνώσεις του να καταβάλει και την οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, θα κατέβαλε κάθε μέσος συνετός μεταφορέας – οδηγός. Ειδικότερα, δεν οδηγούσε με σύνεση και προσοχή, ώστε να αντιληφθεί εγκαίρως την ύπαρξη της δοκού, δεδομένου μάλιστα είχε ενεργήσει και στο παρελθόν μεταφορές εντός του τελωνείου, και να την αποφύγει. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο πρώτος των εναγόμενων ενήργησε ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, αναλαμβάνοντας στο όνομα του, για λογαριασμό του ενάγοντος, τη μεταφορά του επίδικου σκάφους από το χώρο του τελωνείου στο Σχιστό και προς εκτέλεση του έργου μεταφοράς, ανέθεσε, στη συνέχεια, τη μεταφορά αυτή στους μεταφορείς: τρίτο εναγόμενο ………. – ιδιοκτήτη του ρυμουλκούμενου και τέταρτο εναγόμενο ………. – ιδιοκτήτη του ρυμουλκού. Συνεπώς, είναι ο πρώτος εναγόμενος, που ευθύνεται ως εγγυητής, λόγω της ιδιότητας του ως παραγγελιοδόχου μεταφοράς, αλλά και ως προστήσας τους τρίτο και τέταρτο εναγόμενο και όχι ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος συμμετείχε μόνο στη διαδικασία του εκτελωνισμού του σκάφους, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, οπότε, ως προς αυτόν, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι ο πρώτος εναγόμενος ……….., άσκησε την από 13-11-2017 ανακοπή ερημοδικίας κατά της ως άνω – ήδη εκκαλουμένης απόφασης επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. 2251/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (εκτιμώμενη ελεύθερα από το παρόν δικαστήριο, ως δικαστικό τεκμήριο) που, αφού έκανε δεκτή την ανακοπή, εξαφάνισε την εν λόγω απόφαση (υπ΄αρ. 2671/2017), ως προς τον ανακόπτοντα – πρώτο εναγόμενο, δίκασε την από 24-3-2015 αγωγή όσον αφορά στον τελευταίο και την έκανε εν μέρει δεκτή, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο αυτόν να καταβάλει, με το νόμιμο τόκο, στον ενάγοντα, το ποσό των 37.424 ευρώ ως αποζημίωση, μετά του αναλογούντος ΦΠΑ, κατά το χρόνο της εξόφλησης, καθώς και το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Επίσης, πέραν του πρώτου εναγόμενου, κατά τα αναφερθέντα παραπάνω και στη μείζονα σκέψη, ευθύνονται και ως προστηθέντες αυτού, ο τρίτος εναγόμενος – υπαίτιος του ατυχήματος οδηγός – μεταφορέας, ιδιοκτήτης του ρυμουλκούμενου και ο τέταρτος εναγόμενος, μεταφορέας – ιδιοκτήτης του ρυμουλκού.
Περαιτέρω, προέκυψε ότι το εν λόγω σκάφος υπέστη, εξαιτίας της ως άνω πρόσκρουσης, ζημίες. Ωστόσο, η έκταση, το είδος και η αξία αποκατάστασής των ζημιών αυτών, καθώς και η αξία του σκάφους κατά το χρόνο του ατυχήματος και το ποσοστό μείωσης της τελευταίας, μετά από αυτό, αμφισβητείται από τους διαδίκους. Πιο συγκεκριμένα, ο ενάγων, ο οποίος, όπως αναφέρει και στις προτάσεις του, δεν έχει προβεί, μέχρι σήμερα, στην επισκευή του, αδυνατώντας να καλύψει το κόστος, προσκομίζει την από 8-7-2014 προσφορά του ………….., που δραστηριοποιείται στην εμπορία και επισκευή πολυεστερικών σκαφών, όπου το συνολικό κόστος της αποκατάστασης των ζημιών (όπως αναλύονται τα επιμέρους κονδύλια αυτών) εκτιμάται στο ποσό των 37.424 ευρώ πλέον ΦΠΑ, στην οποία, όμως, (προσφορά), δεν αναφέρεται αν έχει υπολογιστεί στην αξία των ανταλλακτικών η παλαιότητα. Η δε αξία του σκάφους, κατά το χρόνο του ατυχήματος, σύμφωνα με τους προαναφερθέντες αγωγικούς ισχυρισμούς, ανερχόταν σε 65.000 ευρώ. Οι τρίτος και τέταρτος των εναγόμενων θεωρούν τα ως άνω ποσά υπερβολικά και ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, επικαλούμενοι και το από 3-1-2011 τιμολόγιο αγοράς του σκάφους (billofsale), όπου προκύπτει ως τιμή αγοράς του το ποσό των 17.400 δολλαρίων ΗΠΑ, (συν έξοδα μεταβίβασης ποσού 150 δολλαρίων), το οποίο δηλώθηκε ως αξία του σκάφους από τον ενάγοντα και στο παραστατικό τελωνισμού του (διασάφηση). Ο ενάγων υποστηρίζει ότι το ανωτέρω δηλωθέν ποσό των 17.400 δολλαρίων είναι υποτιμολογημένο, ως είθισται, κατά τον ισχυρισμό του, για να περιορίζονται οι δασμολογικές επιβαρύνσεις. Τέλος, η αξία του σκάφους κοστολογήθηκε από την αρμόδια τελωνειακή αρχή (Δ/νση Προσδιορισμού Αξίας Εμπορευμάτων Πειραιά/ΔΙΠΑΕ) στο ποσό των 19.000 δολλαρίων ΗΠΑ, πλέον του τεκμαρτού ναύλου των 1.000 δολλαρίων.
Με βάση τους παραπάνω αντικρουόμενους ισχυρισμούς των διαδίκων, που ενισχύονται, εκατέρωθεν, από επίσης αντικρουόμενα αποδεικτικά στοιχεία, και επειδή, το Δικαστήριο, δεν μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση περί της αξίας του σκάφους κατά το χρόνο του προπεριγραφέντος ατυχήματος, της έκτασης των ζημιών που υπέστη ένεκα αυτού, καθώς και το απαιτούμενο κόστος επιδιόρθωσής τους και του ποσοστού τυχόν μείωσης της αξίας του μετά την επισκευή, προκειμένου να κριθεί αν αυτή είναι συμφέρουσα ή όχι, ώστε στη συνέχεια να αποφανθεί περί του ύψους της ζημίας που υπέστη ο ενάγων και της αποζημίωσης που δικαιούται προς αποκατάστασή της, για το λόγο αυτό, εφόσον πρόκειται για ζήτημα για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης, και δεν μπορεί να διακριβωθεί με βεβαιότητα από τις μαρτυρικές αποδείξεις που διεξήχθησαν, ούτε από τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης(άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ), η οποία θα διεξαχθεί από έναν πραγματογνώμονα ναυπηγό – μηχανολόγο -μηχανικό, που θα ορίσει το Δικαστήριο, ο οποίος, αφού επισκεφθεί και εξετάσει επιτοπίως το εν λόγω σκάφος, που, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχει ακόμη επισκευασθεί, θα αποφανθεί για το ανωτέρω θέμα, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Το Δικαστήριο επιφυλάσσεται δε να κρίνει περί του, αν ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, καθώς και, στην περίπτωση αυτή, του ύψους της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάστασή της, στη, μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, συζήτηση.
Κατόπιν τούτων, πρέπει, κατά τα προεκτεθέντα, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο των εναγόμενων. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, όσον αφορά σε αυτούς, ν’ απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς το δεύτερο εναγόμενο ……………- εκκαλούντα στην Α΄ έφεση. Τα δε δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, (καθώς στον πρώτο βαθμό ο δεύτερος εναγόμενος δεν παραστάθηκε, οπότε δεν υπεβλήθη σε έξοδα), θα συμψηφιστούν μεταξύ αυτού και του ενάγοντος – εφεσίβλητου, λόγω του, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ). Ως προς τους τρίτο και τέταρτο των εναγόμενων -εκκαλούντων στη Β΄ έφεση, πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής και να διαταχθεί η ως άνω πραγματογνωμοσύνη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από: Α) 3-11-2017 και Β) 28-11-2017 εφέσεις, αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τις εφέσεις κατά το τυπικό και ουσιαστικό τους μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ.2671/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά τη τακτική διαδικασία, ως προς τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο των εναγόμενων.
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες των ως άνω εφέσεων, αντίστοιχα, των κατατεθέντων από αυτούς παραβόλων, ήτοι στον εκκαλούντα της Α΄ (από 3-11-2017) έφεσης, του e-παραβόλου με κωδικό …………./2017, ποσού εκατό (100) ευρώ, και στους εκκαλούντες της Β΄ (από 28-11-2017) έφεσης, του e-παραβόλου με κωδικό ……………/2017, ποσού, επίσης, εκατό (100) ευρώ.
Κρατεί την από 24-3-2015 και με αρ.κατάθεσης δικογράφου …………../2015 αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Απορρίπτει την αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα συνολικά μεταξύ αυτού (δεύτερου εναγόμενου – εκκαλούντα στην Α΄ έφεση) και του ενάγοντος – εφεσίβλητου, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής ως προς τους τρίτο και τέταρτο των εναγόμενων.
Διατάσσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, που θα διαταχθεί με μέριμνα του επιμελέστερου των διάδικων.
Διορίζει πραγματογνώμονα το ………., ναυπηγό – μηχανολόγο μηχανικό Ε.Μ.Π, μέλος Τ.Ε.Ε, κάτοικο … Αττικής, οδός ……… -τηλ. …………, ο οποίος θα δώσει το νόμιμο όρκο εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της απόφασης αυτής, ενώπιον της Δικαστή της υπόθεσης και σε περίπτωση κωλύματός της στο νόμιμο αναπληρωτή, σε ημέρα και ώρα που η ίδια θα ορίσει. Εν συνεχεία, αφού λάβει γνώση όλων των έγγραφων της δικογραφίας και κάθε άλλου χρήσιμου στοιχείου για την υπόθεση, που θα του παραδώσουν οι διάδικοι και αφού ζητήσει οποιαδήποτε πληροφορία και διευκρίνιση κρίνει αναγκαία, θα επισκεφθεί το επίδικο σκάφος και θα προβεί σε εξέταση αυτού και καταγραφή των ζημιών, που έχει υποστεί, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό ατύχημα. Ακολούθως, με έγγραφη αιτιολογημένη έκθεσή του, που θα καταθέσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την όρκισή του, θα γνωμοδοτήσει λεπτομερώς περί των ζημιών που έχει υποστεί το, περιγραφόμενο στην αγωγή και στο σκεπτικό της παρούσας, σκάφος, από την πρόσκρουσή του στην υψομετρική δοκό που αναφέρεται, επίσης, στο σκεπτικό, καταγράφοντας αναλυτικά τις ζημιές αυτές ανά είδος και κόστος αποκατάστασής τους, αλλά και το συνολικό κόστος αυτής, λαμβάνοντας υπόψη και την παλαιότητά του, καθώς, επίσης, αν είναι συμφέρουσα η επισκευή του, σε σχέση με την αξία του. Τέλος, θα γνωμοδοτήσει περί της εμπορικής αξίας του σκάφους αυτού, με βάση το μοντέλο του, τα χαρακτηριστικά του, την παλαιότητά του κ.λπ, κατά το χρόνο του ατυχήματος (16-6-2014), και του ποσοστού τυχόν μείωσης της αξίας του μετά την επισκευή του και αν αυτή (εμπορική αξία) ανταποκρίνεται στην εκτιμηθείσα, από το Τελωνείο, αξία και σε ποιο βαθμό.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 10 Αυγούστου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ