Αριθμός 536/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 2-5-2019 (αρ. έκθ. καταθ. …../333/2019) ένδικη έφεση κατά της με αριθμό 1246/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (αρ. 511, 513 § 1 Κ.Πολ.Δ.), που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 937 παρ.3 -614 επ. ΚΠολΔ), με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495 § 1 Κ.Πολ.Δ.) στις 7-5-2019, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 16-4-2019 (βλ. τη με αριθμό ……../16-4-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………..), ενώ κατατέθηκε και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό ………… e- παράβολο). Περαιτέρω, η εκκαλούσα νομιμοποιείται κατ’άρθρα 225 και 516 ΚΠολΔ να παρίσταται ως διάδικος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την εκδίκαση της ένδικης έφεσης της, παρά το γεγονός, ότι μετά την άσκηση αυτής μεταβίβασε στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………….” τις επίδικες απαιτήσεις της, δυνάμει της από 12-9-2019 σύμβασης πώλησης, η οποία δημοσιεύθηκε νομίμως σε περίληψη με αριθμό πρωτοκόλλου ………../16-9-2017 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, της καταχωρήσεως αυτής επέχουσας θέσης αναγγελίας της μεταβίβασης κατ’άρθρο 10 παρ.10 ν. 3156/2003. Έτερο ζήτημα δε, τυγχάνει το γεγονός της ύπαρξης ή μη ενεργητικής νομιμοποίησης της εκκαλούσας προς συνέχιση της αρξάμενης αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. (Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ, ερμηνευτική -νομολογιακή ανάλυση, τ. Β., άρθρο 225, παρ. 21, σελ. 84), που δεν εξετάζεται εν προκειμένω, διότι εκφεύγει του αντικειμένου της δίκης, το οποίο αφορά στην εγκυρότητα της μέχρι τούδε εκτελεστικής διαδικασίας, τη δικαστική αναγνώριση της οποίας αυτή έχει έννομο συμφέρον να επιδιώκει, ασχέτως αν η εκτέλεση ακολούθως συνεχισθεί με την επίσπευση της ειδικής διαδόχου της. Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την τακτική διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) Επιπλέον, με την ως άνω έφεση πρέπει να συνεκδικασθεί (άρθρα 246, 285, 524 παρ. 1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ) και η εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 11-11-2019 (αρ. εκθ. καταθ. …………../2019) αυτοτελής πρόσθετη υπέρ της εκκαλούσας παρέμβαση, που άσκησε η εταιρία με την επωνυμία «…………….», στην οποία ανατέθηκε από την ως άνω ειδική διάδοχο της καθής η ανακοπή-εκκαλούσας η διαχείριση των επίδικων απαιτήσεων κατ’άρθρο 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003, δυνάμει της με αριθμό …./16-9-2019 πράξης της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., που δημοσιεύθηκε νομίμως σε περίληψη με αριθμό πρωτ. ……../23-9-2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. Η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση παραδεκτά ασκείται εν προκειμένω, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 80, 81 και 83 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 2 παρ.4 ν. 4354/2015, καθόσον η προσθέτως παρεμβαίνουσα διατηρεί άμεσο έννομο συμφέρον (άρθρο 68 ΚΠολΔ) να αποβεί υπέρ της προαναφερθείσας διαδίκου η ανοιγείσα δίκη, δηλαδή να γίνει δεκτή κατ’ουσίαν η έφεση της και συνακόλουθα να απορριφθεί η ασκηθείσα ανακοπή, ώστε να προχωρήσει η εκτελεστική διαδικασία προς ικανοποίηση των υπό διαχείριση της απαιτήσεων.
ΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 ανακοπή του ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος ζητεί την ακύρωση της με αριθμό ………./19-9-2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, που επιβλήθηκε στην ειδικότερα περιγραφόμενη ακίνητη περιουσία του για το συνολικό ποσό των 50.590,82 ευρώ, δυνάμει της από 16-4-2018 επιταγής προς εκτέλεση παραπόδας αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ………./26-11-2004 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 18-6-2018 επιταγής προς εκτέλεση παραπόδας αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ………/1-9-2008 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, επικαλούμενος ακυρότητα της εκτελεστικής διαδικασίας, διότι α) στα απόγραφα των ως άνω διαταγών πληρωμής δεν αναφερόταν η φράση «διαταγή πληρωμής», β) παρανόμως μετακυλίστηκε σε βάρος του η εισφορά του ν. 128/1975, που ακολούθως ανατοκίστηκε, γ) η από 18-6-2018 επιταγή προς πληρωμή αναφέρει ποσό μεγαλύτερο από το οφειλόμενο, δ) οι τόκοι εκ των επικαλούμενων απαιτήσεων της επισπεύδουσας έχουν υποπέσει στη πενταετή παραγραφή που ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 253 και 250 περ. 15 ΑΚ, ε) οι επιταγές προς πληρωμή τυγχάνουν αόριστες ως προς το ποσό των τόκων, στ) επιβλήθηκε ακύρως δύο φορές κατάσχεση από την καθ’ής η ανακοπή σε βάρος των ακινήτων του για την ικανοποίηση των αξιώσεων της και τέλος η) η διαδικασία σε βάρος του τυγχάνει καταχρηστική κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στον λόγο αυτό. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του έκανε δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο τον λόγο της ανακοπής περί ακύρου επιβολής από την επισπεύδουσα διπλής κατάσχεσης στην ακίνητη περιουσία του ανακόπτοντος και ακύρωσε τη προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης. Κατά της αποφάσεως παραπονείται η καθής η ανακοπή με την υπό κρίση έφεση της, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η σε βάρος της ανακοπή να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν ως ουσιαστικά αβάσιμη.
ΙΙΙ. Με τη τροποποίηση των άρθρων 958 παρ.2 και 997 παρ.5 ΚΠολΔ με το ν. 4335/2015 εισήχθη κατά τρόπο γενικό ο θεσμός των πολλαπλών κατασχέσεων, που μέχρι τότε ίσχυε σε συγκεκριμένες μορφές εκτέλεσης και συγκεκριμένα :α) Για τα πλοία (214 ΚΙΝΔ), β) για τις τράπεζες και όσες άλλες εταιρίες μπορούσαν να κάνουν χρήση του νδ 17.7/13.8.1983 περί ειδικών διατάξεων επι ΑΕ και της διεπόμενης από αυτό ειδικής εκτελεστικής διαδικασίας, γ) για το Δημόσιο και όσα άλλα ΝΠΔΔ μπορούν να κάνουν χρήση του ν.δ 356/1974 ΚΕΔΕ και δ) για την Αγροτική Τράπεζα με βάση τον ιδρυτικό της ν. 4332/1929, ενώ ομοίως ισχύει στην αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια τρίτου και στη συντηρητική κατάσχεση. (Μάζης Ελλ.Δ/νη, 1/2016, σελ. 146). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη νέα διάταξη του άρθρου 997 παρ.5 ΚΠολΔ, προβλέπεται ρητώς ότι «Μετά την εγγραφή της αναγκαστικής κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων επιτρέπεται να επιβληθεί και άλλη αναγκαστική κατάσχεση επάνω στο ίδιο ακίνητο από άλλο δανειστή του οφειλέτη. Οι διαφορετικές διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης διενεργούνται ξεχωριστά, χωρίς να επηρεάζει η μια την άλλη. Δεν επιτρέπεται η αναζήτηση των εξόδων της εκτέλεσης που προκατέβαλε εκείνος ο δανειστής, η εκτέλεση του οποίου δεν περατώθηκε.». Με βάση το γράμμα του νόμου, που κάνει λόγο για δυνατότητα επιβολής αναγκαστικής κατάσχεσης από άλλον δανειστή εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι αυτή δεν επεκτείνεται και υπέρ του επισπεύδοντος. Εν τούτοις πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νόμος απέβλεψε απλώς στην πιο συνηθισμένη περίπτωση. Το ίδιο εξάλλου γίνεται δεκτό και από τη θεωρία και νομολογία στην ερμηνεία του άρθρου 58 του ν.δ του 1923 , όπου και εκεί γίνεται λόγος για κατάσχεση άλλου δανειστή ως λύση που συμπλέει με το πνεύμα του νόμου. Και αυτό είτε πρόκειται για άλλη απαίτηση του κατάσχοντος είτε και για την ίδια κάτι που μπορεί να έχει σημασία αν έχουν εμφιλοχωρήσει ατέλειες ή ακυρότητες στη πρώτη ή κίνδυνος ανατροπής της κατ΄ρθρο 1019 ΚΠολΔ, χωρίς φυσικά να εμποδίζεται ο κατάσχων να προτιμήσει, ως απλούστερο μέσο, να προβεί σε αναγγελία της άλλης απαίτησης του (Μάζης, ό.π, σελ. 149). Για το έγκυρο της δεύτερης αυτής κατάσχεσης απαιτείται παραίτηση του κατάσχοντος από την πρώτη κατάσχεση, κατ’ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 294, 295 παρ. 1, 297 και 299 ΚΠολΔ, συνδυαζομένων με τη φύση της αναγκαστικής εκτελέσεως ως εξωδίκου διαδικασίας, η οποία λαμβάνει χώρα είτε με εξώδικη δήλωση αυτού, κοινοποιούμενη στον καθ` ού, είτε με δήλωση του στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο (Μπρίνιας, έ.α., παρ. 660α`, σελ. 2185, Πίψου, Η αναγγελία δανειστή στην αναγκαστική εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ, σελ. 461), μη δυναμένης αυτής (παραίτησης) να συναχθεί σιωπηρώς, ενώ πλέον μετά την ως άνω τροποποίηση, που επιτρέπει τις πολλαπλές κατασχέσεις από άλλους δανειστές δεν υφίσταται πλέον ως όρος για την νομιμοποίηση αυτής (δεύτερης κατάσχεσης) να μην έχει προηγηθεί της παραίτησης αναγγελία με ισχύ κατάσχεσης, όπως γινόταν δεκτό υπό το προηγούμενο καθεστώς από τη θεωρία και τη νομολογία (βλ. Βαθρακοκοίλη σε «ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση», τόμ. ΣΤ`, εκδ. 1997, άρθρο 997 αριθ. 35, σ. 236). Εν προκειμένω, από την ανωμοτί εξέταση του ανακόπτοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα: η καθής η ανακοπή ως ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», και ως οιονεί καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», επέβαλε με τη με αριθμό …../19-9-2018 κατασχετήρια έκθεση ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ………, και δυνάμει της υπ’αριθμ. ………/26-11-2004 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της υπ’ αριθ. ………./2008 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, αντίστοιχα, κατάσχεση για το συνολικό ποσό των 50.590,82 ευρώ, επί της υπό στοιχεία I κάθετης ιδιοκτησίας του ανακόπτοντος, με επιφάνεια 269,19 τμ και ποσοστό συνιδιοκτησίας 50/100 εξ αδιαιρέτου σε οικόπεδο, κείμενο στο Δήμο Κορυδαλλού, επί των οδών Γαζίας και ανωνύμου, και δη σε: α) μια αποθήκη με αριθμό 1 του υπογείου ορόφου, επιφάνειας 37 τμ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί της καθέτου 68,97 /000 εξ αδιαιρέτου (ΚΑΕΚ …………..), β) μια αυτοτελή ανεξάρτητη και διηρημένη οριζόντια ιδιοκτησία του πρώτου υπέρ του ισογείου ορόφου, επιφάνειας 104,78 τμ, με ποσοστό συνιδιοκτησίας 224,62/000 εξ αδιαιρέτου (ΚΑΕΚ …………) και τέλος γ) ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου επί μιας αυτοτελούς, ανεξάρτητης και διηρημένης οριζόντιας ιδιοκτησίας του δευτέρου υπέρ του ισογείου ορόφου, επιφάνειας 87,68 τμ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας 206,65/000 εξ αδιαιρέτου (ΚΑΕΚ ……………). Ακολούθως, με το με αριθμό ……../2018 απόσπασμα της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης ορίστηκε ως ημέρα πλειστηριασμού των κατασχεμένων ακινήτων η 2η Μαΐου 2019 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Στα ως άνω ακίνητα, η δικαιοπάροχος της καθής η ανακοπή, τράπεζα με την επωνυμία «………..», είχε επιβάλλει προηγουμένως κατάσχεση δυνάμει της με αριθμό ………./6-10-2005 έκθεσης κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθήνας, ………….., για το ποσό των 22.177,91 ευρώ, για ικανοποίηση της ίδιας εκ της προαναφερόμενης υπ’αρίθμ. ……/26-11-2004 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απαίτησης της. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται περαιτέρω, η καθής η ανακοπή πριν την επιβολή της δεύτερης ως άνω κατάσχεσης (προσβαλλόμενης) είχε νομίμως παραιτηθεί από τη πρώτη, με την από 18-9-2018 ρητή δήλωση της ενώπιον της ως άνω υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου ……… (βλ. τη με αριθμό …../18-9-2018 πράξη της τελευταίας περί άρσης της αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, που επιδόθηκε στον καθού-ανακόπτοντα στις 5-10-2018). Ακολούθως δε, η εν λόγω κατάσχεση διαγράφηκε από τα σχετικά βιβλία κατασχέσεων του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας, όπως προκύπτει και από το με αριθμό …./19-9-2018 πιστοποιητικό βαρών και κατασχέσεων του κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας Αττικής, όπου εμφαίνεται εγγεγραμμένη μόνον η επιβληθείσα κατά την ημέρα της σύνταξης του (19-9-2018) κατάσχεση της επισπεύδουσας (προσβαλλόμενη) (βλ. το υπ’αριθμ. ……../21-9-2018 απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης). Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα δεν συντρέχει λόγος ακυρότητας της τελευταίας λόγω παράβασης της διάταξης του άρθρου 997 παρ.5 ΚΠολΔ, όπως αβασίμως διατείνεται ο ανακόπτων με τον ερευνώμενο έκτο λόγο της ανακοπής του, καθόσον η επισπεύδουσα επέβαλε αυτήν, αφού προηγουμένως είχε παραιτηθεί νομότυπα από την πρώτη κατάσχεση. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε διαφορετικά και δέχθηκε ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμο τον έκτο λόγο της ανακοπής έσφαλε κατά την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, και ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και το Δικαστήριο τούτο να κρατήσει και να δικάσει την ανακοπή, εξετάζοντας και τους λοιπούς λόγους της.
IV. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής προβάλλεται η αιτίαση, ότι στα απόγραφα των ως άνω διαταγών πληρωμής, που επιδόθηκαν στον ανακόπτοντα, δεν αναγράφεται η φράση «διαταγή πληρωμής», όπως απαιτείται στη διάταξη του άρθρου 630 περ.στ’ ΚΠολΔ, με συνέπεια αυτός να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, επειδή δεν μπόρεσε να κατανοήσει τις δικονομικές τους συνέπειες και να ασκήσει έγκαιρα τα δικονομικά του δικαιώματα. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εν λόγω εκτελεστών τίτλων στο διατακτικό τους περιλαμβάνεται σχετική διαταγή προς τον ανακόπτοντα να καταβάλει το ποσό τους στην αιτούσα-καθής η ανακοπή και συγκεκριμένα αναφέρεται «διατάσσει τον καθού η αίτηση να καταβάλει στην αιτούσα…». V. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίζεται, ότι η καθ’ής στις 6-7-2018 του κοινοποίησε την από 18-6-2018 επιταγή προς εκτέλεση κάτω από εκτελεστό πρώτο απόγραφο της με αριθμό ………/2008 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, με την οποία τον επέτασσε να της καταβάλει το ποσό το 7.706,07 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, πλέον εξόδων, εντόκως από 10-10-2006. Ωστόσο αυτή προηγουμένως ,στις 12-9-2008, του είχε επιδώσει την από 8-9-2008 επιταγή προς εκτέλεση της ίδιας διαταγής πληρωμής, με την οποία τον επέτασσε να της καταβάλει μικρότερο ποσό και δη το ποσό των 4.769,33 ευρώ «για υπόλοιπο (όπως ανέφερε) επιδικασθέντος κεφαλαίου», συνομολογώντας με τον τρόπο αυτό μερική εξόφληση της οφειλής του, και ότι κατά συνέπεια η από 18-6-2018 (νεότερη) επιταγή προς πληρωμή τυγχάνει αόριστη τόσο ως προς το κεφάλαιο, που επιτάσσεται να της καταβάλει, όσο και ως προς τους τόκους αυτού, ενώ επιπλέον η καθής η ανακοπή αξιώνει καταχρηστικά απαίτηση που δεν της οφείλεται. Ο ως άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτος, διότι ήταν ήδη γεννημένος και μπορούσε να προταθεί κατά την άσκηση προγενέστερης ανακοπής του ανακόπτοντος κατά του κύρους της ίδιας διαδικασίας εκτέλεσης (άρθρο 935 ΚΠολΔ) και δη της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 ανακοπής αυτού ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά της με αριθμό ………./2008 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών και της από 18-6-2018 επιταγής προς πληρωμή. Επιπλέον δε, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, η μερική μόνο απόσβεση της επίδικης απαιτήσεως, οποτεδήποτε και αν έγινε, δεν συνεπάγεται την ακύρωση των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, γιατί το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση, εφόσον ο ανακόπτων οφειλέτης δεν προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελουμένου τίτλου κατά το ποσό που αυτός είναι έγκυρος, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων, το δε ζήτημα του ύψους της απαιτήσεως, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, εξετάζεται κατά την κατάταξη (βλ. ΕφΔυτΜακ 27/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).VI. Με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων διατείνεται ότι οι από 18-6-2018 και 16-4-2018 επιταγές προς εκτέλεση τυγχάνουν αόριστες κατά το μέρος που αφορούν σε τόκους υπερημερίας, διότι αφενός στην πρώτη εξ αυτών αναφέρεται «το ποσό των 19.163,33 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από 25-8-2004 έως και σήμερα (δηλαδή ημέρα σύνταξης της επιταγής) των τόκων ανακεφαλαιοποιουμένων και ανατοκιζομένων ανα εξάμηνο», δίχως αυτοί να υπολογίζονται και μαθηματικώς και να αναγράφεται το συνολικό ποσό τους, ενώ στην από 18-6-2018 επιταγή προς πληρωμή αναγράφεται «…για επιδικασθέντες τόκους υπερημερία υπολογιζόμενους με το από τη σύμβαση τόκο υπερημερίας από 10-10-2006 έως και σήμερα το ποσό των 21.315,92 ευρώ», χωρίς να αναγράφεται ο ακριβής μαθηματικός τους υπολογισμός. Και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι εν προκειμένω ο υπολογισμός των τόκων είναι εφικτός με απλό μαθηματικό υπολογισμό, καθόσον αναφέρονται τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία, ήτοι το κεφάλαιο και η χρονική διάρκεια, ενώ το ποσοστό του τόκου αναφέρεται στο νόμο (ΜΕφΑθ 123/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).VII. Με τον έβδομο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων διατείνεται, ότι η καθ’ής η ανακοπή καταχρηστικά επισπεύδει σε βάρος του τη προσβαλλόμενη διαδικασία εκτέλεσης, καθόσον εκκρεμούν ανακοπές, που έχει ασκήσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των προαναφερόμενων διαταγών πληρωμής και των επιταγών προς εκτέλεση, και ότι με τον τρόπο αυτό του στερεί ουσιαστικά το δικαίωμα ακροάσεως κατ’άρθρο 20 Σ, ενώ ομοίως καταχρηστικά επέβαλε σε βάρος του δεύτερη κατάσχεση επί των ακινήτων του, καθώς και ότι αυτή έχει ήδη εγγράψει προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της δύο προσημειώσεις υποθήκης στην ακίνητη περιουσία του ενώ επιπλέον έχει αδρανήσει επί μακρόν για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της, αν και είχε εξασφαλίσει εκτελεστούς τίτλους ήδη από τα έτη 2004 και 2008, δημιουργώντας σε αυτόν την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα προχωρούσε σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του, εφόσον μάλιστα αυτές οι απαιτήσεις της εξασφαλίζονται και εμπραγμάτως. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η αξία των κατασχεμένων ακινήτων του, στα οποία περιλαμβάνεται και η κύρια κατοικία του -οικογενειακή του στέγη, είναι πολλαπλάσια, όπως προκύπτει και από την ορισθείσα τιμή πρώτης προσφοράς στο ποσό των 166.100 ευρώ, της φερόμενης ως οφειλής του στην καθής, ποσού 50.590 ευρώ, για την οποία επισπεύδεται σε βάρος του η εκτέλεση, και ότι με τον τρόπο αυτό παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας. Ο ως άνω λόγος κατά το πρώτο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν καθιστούν άνευ ετέρου καταχρηστική την επισπευδόμενη σε βάρος του ανακόπτοντος διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης από την καθ’ής η ανακοπή. Ειδικότερα, η ύπαρξη εμπράγματης εξασφάλισης των απαιτήσεων της επισπεύδουσας δεν της αποστερεί τη δικονομική δυνατότητα να επιδιώξει και την είσπραξη τους, ικανοποιούμενη προνομιακά από το πλειστηρίασμα, ενώ και η επί μακρόν μη εκτέλεση των ως άνω τίτλων της δεν δικαιολογεί, δίχως άλλο, τη δημιουργία σε αυτόν εύλογης πεποίθησης περί μη άσκησης των δικονομικών της δικαιωμάτων. Το ίδιο δε ισχύει και για την ύπαρξη μεταξύ των διαδίκων εκκρεμών δικών περί του κύρους των διαταγών πληρωμής, διότι σε μία τέτοια περίπτωση οι δικονομικές ρυθμίσεις περί αναστολής της διαδικασίας ενόψει άσκησης ανακοπών θα απέβαιναν άνευ αντικειμένου. Τέλος, η επιβολή και νέας, (δεύτερης), κατάσχεσης στα ακίνητα του ανακοπτόντος ουδεμία έννοια κατάχρησης έχει. Περαιτέρω, αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου, όπως προκύπτει από το υπ’αρίθμ. …………/21-9-2018 απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης για τα κατασχεμένα ακίνητα ορίστηκε ξεχωριστή τιμή πρώτης προσφοράς ως εξής : για την υποθήκη του υπογείου το ποσό των 5.400 ευρώ, για το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου πάντων από το ισόγειο το ποσό των 114.600 ευρώ και για το 1/2 εξ αδιαιρέτου ποσοστό στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, το ποσό των 47.000 ευρώ το δε ποσό για το οποίο επισπεύδεται ο πλειστηριασμός ανέρχεται σε 50.590,82 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας και εξόδων εκτέλεσης. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το ίδιο ως άνω απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, πριν από την επιβολή της ως άνω δεύτερης κατάσχεσης, αναγγέλθηκαν διάφοροι δανειστές του ανακόπτοντος και συγκεκριμένα στις 9-5-2006 αναγγέλθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..», για το ποσό των 56.992,85 ευρώ, στις 19-12-2006 ενεγράφη αναγκαστική κατάσχεση υπέρ του ΙΚΑ Ασπροπύργου για το ποσό των 13.797,42 ευρώ, στις 10-4-2007 αναγγέλθηκε η ως άνω εταιρία «………» για το ποσό των 22.219,74 ευρώ, στις 7-5-2007 αναγγέλθηκε ο ……….. για το ποσό των 20.905 ευρώ, στις 20-6-2007 αναγγέλθηκε η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……….», για το ποσό των 16.469,14 ευρώ, στις 26-9-2007 αναγγέλθηκε η ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «……..» για το ποσό των 6.210 ευρώ, στις 26-9-2007 αναγγέλθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…….» για το ποσό των 10.720 ευρώ, στις 14-1-2008 έγινε δήλωση συνέχισης υπέρ της ΕΠΕ με την επωνυμία «. . …..» για το ποσό των 9.984 ευρώ, στις 13-10-2008 η ίδια εταιρία αναγγέλθηκε για το ποσό των 19.660 ευρώ, στις 20-10-2009 αναγγέλθηκε η τράπεζα με την επωνυμία «………», για το ποσό των 33.730,46 ευρώ στις 31-2011 αναγγέλθηκε η τράπεζα με την επωνυμία «……….» για το ποσό των 28.497,34 ευρώ, στις 18-1-2012 αναγγέλθηκε ο ……….. για το ποσό των 4.030 ευρώ, και τέλος στις 6-3-2015 εγγράφηκε αναγκαστική κατάσχεση υπέρ του ΙΚΑ Ελευσίνας για το ποσό των 103.012,11 ευρώ. Κατά συνέπεια, συνεκτιμουμένων και των ως άνω απαιτήσεων των αναγγελθέντων δανειστών (βλ. και Βαθρακοκοίλη ο.π τ. Ε, άρθρο 951 ΚΠολΔ, παρ. 13, σελ. 664) δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση δυσαναλογίας μεταξύ της αξίας των κατασχεμένων και της απαίτησης της καθής, ώστε να γίνεται λόγος για υπερβολική καταπίεση του οφειλέτη – ανακόπτοντος από την κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων. Επομένως, ο ερευνώμενος λόγος πρέπει κατά το σκέλος του αυτό να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. VIII. Τέλος, όπως προέκυψε, οι λοιποί (δεύτερος και τέταρτος) λόγοι της ανακοπής περί παράνομης μετακύλισης σε βάρος του ανακόπτοντος της εισφοράς του ν. 128/1975, που ακολούθως ανατοκίστηκε, παραγραφής των τόκων εκ της απορρέουσας από ……/31-3-2004 σύμβασης πίστωσης καθώς και μη νομιμότητας του κονδυλίου για χαρτοσήμανση των αντιγράφων των επιταγών προς εκτέλεση περιλαμβάνονται και στην προαναφερθείσα με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 ανακοπή του ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών κατά της με αριθμό …………/2008 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών και της από 18-6-2018 επιταγής προς πληρωμή (άρθρα 632 και 933 ΚΠολΔ), επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 216/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που έκανε δεκτό ως βάσιμο κατ’ουσίαν τον λόγο περί παρανόμου ανατοκισμού της εισφοράς του ν. 128/1978, δίχως να ερευνήσει και τους υπόλοιπους λόγους αυτής, και ακολούθως ακύρωσε τη προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της εν λόγω απόφασης η καθής η ανακοπή άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 22-4-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./ 2019 έφεση της η οποία είναι εισέτι εκκρεμής. Ως εκ τούτου συντρέχει περίπτωση προς αποφυγήν εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων να διαταχθεί η αναβολή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δίκης αναφορικά με την έρευνα των ανωτέρω λόγων, μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της προαναφερομένης ανακοπής, κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔ (βλ. και ΕφΠειρ 69/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, αναφορικά με το παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό, ενώ δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, γιατί η απόφαση δεν είναι οριστική επί του αντικειμένου της ανακοπής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
– ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2019 έφεση και τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 αυτοτελή πρόσθετη υπέρ της εκκαλούσας παρέμβαση.
– ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 1246/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
– ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην εκκαλούσα του με αριθμό …………/2019 παραβόλου .
– ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 1246/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
– ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 11333/5105/2018 ανακοπή.
– ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τους αναφερόμενους στο σκεπτικό της παρούσας λόγους της ανακοπής.
– ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την αναβολή της εκδίκασης του δεύτερου και τέταρτου λόγου της ανακοπής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ………./2018 ανακοπής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Αυγούστου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ