Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 462/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός Αποφάσεως   462/2020 

ΤΟ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές  Δήμητρα  Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη (εισηγήτρια) και Μαρία Δανιήλ, Εφέτες, και τη Γραμματέα  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 303 ΑΚ: “Όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για το σκοπό αυτόν οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται”. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής, ερμηνευόμενης σε συνδυασμό με το άρθρο 718 ΑΚ, το οποίο προβλέπει υποχρέωση προς λογοδοσία του εντολέα, όπως και με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 473 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι όποιος από οποιαδήποτε αιτία, είτε από το νόμο είτε από σύμβαση (π.χ εντολή, εταιρία) ή από οιονεί σύμβαση, ή από διάταξη τελευταίας βουλήσεως, διαχειρίστηκε ξένη, ολικά ή μερικά, περιουσία (ή έστω και μια υπόθεση), η οποία συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, υποχρεώνεται σε λογοδοσία προς εκείνον την περιουσία ή την υπόθεση του οποίου διαχειρίστηκε (ΑΠ 360/2014). Για το σκοπό αυτό ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει σαφή, ορισμένη και όσο το δυνατόν λεπτομερή αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, για όλο το χρονικό διάστημα της διαχείρισης, ώστε να παρέχεται στο δεξίλογο μια πλήρης εικόνα της διαχείρισης του δοσιλόγου, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή (δηλ. το κατάλοιπο) και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά εφόσον συνηθίζεται. Η διαχείριση της ολικά ή μερικά ξένης περιουσίας αποτελεί βασική προϋπόθεση της υποχρέωσης προς λογοδοσία. Ο δεξίλογος, εφόσον ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς αυτόν λογαριασμού, ή εάν ο λογαριασμός που του ανακοίνωσε δεν είναι σύμφωνος με τους όρους και τον τύπο που αναφέρθηκαν, μπορεί να ζητήσει λογοδοσία με αγωγή του, κατά τις διατάξεις των άρθρων 473-477 ΚΠολΔ. Για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής αυτής, αρκεί το γεγονός της αναφοράς ότι ο δοσίλογος διαχειρίστηκε υπόθεση ολικά ή μερικά του δεξίλογου με βάση οποιαδήποτε από τις ανωτέρω αιτίες. Στην αγωγή λογοδοσίας μπορεί να περιληφθεί αίτημα για την καταβολή καταλοίπου, χωρίς να χρειάζεται να προσδιορίσει αυτό στο δικόγραφο της αγωγής, κατά παρέκκλιση των ορισμών του άρθρου 216 ΚΠολΔ,   και μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί κατά το στάδιο που θα επακολουθήσει. Μπορεί επίσης στην αγωγή να περιέχεται και  αίτημα καταβολής ορισμένου, πιθανολογούμενου, ελλείμματος  για την περίπτωση που δεν κατατεθεί ο λογαριασμός ή ο κατάλογος με τα δικαιολογητικά. Από το συνδυασμό δε της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 303 ΑΚ και εκείνων των άρθρων 338 και 475 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο δεξίλογος (ενάγων) οφείλει να αποδείξει τις εισπράξεις και ο δοσίλογος (εναγόμενος) τις δαπάνες και δη όχι μόνο την πραγματοποίηση αυτών, αλλά και την αναγκαιότητά τους (ΑΠ 402/1996,  ΑΠ 1122/2006, ΑΠ 1599/2011, ΑΠ1536/2017, ΑΠ1592/2018 – “Νόμος”). Μετά την έκδοση της αποφάσεως που διατάσσει τη λογοδοσία και την κατάθεση του λογαριασμού από τον δοσίλογο, που περιέχει την αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων και το προκύπτον από την αντιπαράθεση αυτή, μαζί με τα σχετικά δικαιολογητικά, ακολουθεί, εφόσον στην αγωγή περιέχεται και αίτημα καταβολής του καταλοίπου, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 475 παρ. 2 ΚΠολΔ στάδιο περαιτέρω διαδικασίας. Κατά το στάδιο αυτό, οι διάδικοι υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους, προσδιορίζουν σαφώς τα κονδύλια του λογαριασμού ή τα στοιχεία του καταλόγου που αμφισβητούν, τις ελλείψεις ή παραλείψεις αυτών και γενικά προβάλλουν όλα τα μέσα επιθέσεως και άμυνας που αφορούν στον λογαριασμό ή τον κατάλογο. (ΑΠ 1263/2010 – “Νόμος”). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 368, 387 και 388 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η διάταξη πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος ή η διάταξη νέας ή επαναλήψεως ή συμπληρώσεως της αρχικής από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας (βλ. ΑΠ 47/2019, ΑΠ 187/2018 – “Νόμος”). Η επανάληψη διατάσσεται όταν η αρχική πραγματογνωμοσύνη έχει ατέλειες ή ασάφειες που δεν μπορούν να θεραπευθούν με την παροχή διευκρινήσεων κατά το άρθρο 384 ΚΠολΔ. Η νέα πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται ως προς τα ίδια θέματα για τα οποία έχει διαταχθεί η αρχική, όταν το δικαστήριο δεν έχει τις αναγκαίες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις για να ελέγχει το περιεχόμενο της αρχικής γνωμοδοτήσεως η ορθότητα της οποίας αμφισβητείται κατά τρόπο που κλονίζει το δικαστήριο (βλ.Εφ.Αθην. 363/1992 Αρχ.Νομ. 43, 756, ΕφΠειρ. 34/2015 – “Νόμος”).  Τέλος, συμπλήρωση της πραγματογνωμοσύνης διατάσσεται όταν, μετά την αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει η ανάγκη της επεκτάσεως αυτής και σε άλλα συναφή θέματα, στην εν λόγω δε περίπτωση μπορεί να διεξαχθεί αυτή (συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη) είτε από τους αρχικούς πραγματογνώμονες, είτε από καινούργιους (βλ. ΕφΑθ 1597/2011 – “Νόμος”).

ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 22.10.2019 (αριθ.κατ. ……../2019) κλήση των εναγομένων, νομοτύπως επαναλαμβάνεται η συζήτηση της από 10.5.2004 αγωγής του καθού η κλήση-ενάγοντος, που κατατέθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό ………./2004  και παραπέμφθηκε προς εκδίκαση με την 4206/2015 απόφασή του, λόγω καθύλην αναρμοδιότητάς του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το τελευταίο αυτό Δικαστήριο, με την  υπ’ αριθ. 2579/2007 απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς τον τρίτο τότε εναγόμενο ………….. (κεφάλαιο κατά του οποίου δεν ασκήθηκε έφεση) και δέχθηκε αυτή ως προς τους λοιπούς εναγομένους και ήδη καλούντες ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, κατά το κεφάλαιό της με το οποίο ο ενάγων και ήδη καθ‘ ού η κλήση ζήτησε την παροχή λογοδοσίας ενώ επιφυλάχθηκε (το Δικαστήριο) για τα περαιτέρω σχετικά με τη ζητούμενη από τον ενάγοντα καταβολή του καταλοίπου, το οποίο δεν προσδιοριζόταν στην αγωγή. Μετά την κατάθεση των λογαριασμών και των επ΄αυτών παρατηρήσεων, η αγωγή συζητήθηκε εκ νέου ενώπιον του ανωτέρω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά το μέρος της με το οποίο ζητήθηκε η καταψήφιση του τυχόν καταλοίπου των κατατεθέντων λογαριασμών. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την υπ’ αριθ. 4206/2015 απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη λόγω πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος (εκπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων). Ο ενάγων άσκησε έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως, η οποία έγινε δεκτή τυπικώς και κατ’ ουσίαν με την υπ’ αριθ.306/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο εξαφάνισε την εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιό της που αφορούσε στην  καταψήφιση του καταλοίπου του προκύπτοντος από τους λογαριασμούς λογοδοσίας που κατατέθηκαν από τα εφεσίβλητα πρόσωπα και ακολούθως διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως της αγωγής ενώπιόν του, κατά το μέρος της με το οποίο ζητήθηκε η καταψήφιση του ανωτέρω καταλοίπου, προς το σκοπό διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου ο διορισθείς από αυτό πραγματογνώμων να διατυπώσει την άποψή του για την  ύπαρξη  ή μη καταλοίπου (και τού ύψους του ποσού αυτού) από τους κατατεθέντες λογαριασμούς λογοδοσίας εκ μέρους της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων.

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα υπ΄αριθ. 6582/2005 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου εξετάσθηκαν αφενός ο ενάγων χωρίς όρκο αφετέρου ενόρκως ο μάρτυρας των εναγομένων …………, της υπ’ αριθ. …./2017 ενόρκου βεβαιώσεως της …………,  ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που με επίκληση προσκομίζουν οι εναγόμενοι και της οποίας προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. …/2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …………), αποδεικτικό μέσο που παραδεκτώς προσκομίζεται για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη γιατί δεν προκύπτει πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια των εναγομένων για τη μη προσκομιδή της στον πρώτο βαθμό (529 ΚΠολΔ) και τέλος της υπ΄αριθ. ……/2019 εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης του νομίμως διορισθέντος από την ανωτέρω απόφαση και ορκισθέντος (βλ. 9/21.2.2019 πρακτικά του παρόντος Δικαστηρίου) πραγματογνώμονος ………., εταίρου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……….”, που επελέγη με το από 24.10.2018 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, όπως όρισε η ρηθείσα 306/2018 απόφαση, και η οποία (πραγματογνωμοσύνη) εκτιμάται ελεύθερα (387 ΚΠολΔ) σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Ο ενάγων, ……… , μηχανικός του εμπορικού ναυτικού , εργάσθηκε από το έτος 1981 ως προϊστάμενος διευθυντής του τεχνικού τμήματος της  εταιρείας με την επωνυμία ……….., συμφερόντων του αρχικώς τρίτου εναγομένου ………., ως προς τον οποίο η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη δυνάμει της υπ΄αριθ.2579/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το έτος 1987, η προαναφερόμενη εταιρεία μετονομάστηκε σε …………. (πρώτη των εναγομένων και ήδη καλούντων) και ο ενάγων συνέχισε να εργάζεται σε αυτή ως προϊστάμενος τεχνικός διευθυντής και συντονιστής των διαφόρων τμημάτων της, καθώς ήταν από τους παλαιότερους συνεργάτες και πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του …….. Μεταξύ των καθηκόντων του ήταν η διεύθυνση του τεχνικού τμήματος, η επίβλεψη και εποπτεία των επισκευών, ο έλεγχος και η έγκριση των δαπανών για επισκευές, επιθεωρήσεις και μελέτες σχεδίου πλοίων. Η εταιρεία αυτή έχει συσταθεί κατά τους τύπους του Λιβεριανού δικαίου, είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα δυνάμει του ΑΝ. 89/67 και νόμιμος εκπρόσωπός της ήταν και εξακολουθεί να είναι ο τρίτος των καλούντων ………. Στην εταιρεία αυτή είχε ανατεθεί συμβατικά και έναντι αμοιβής, η διαχείριση των πλοίων διάφορων μονοβάπορων εξωχώριων εταιρειών, συμφερόντων επίσης του …….., των οποίων μέτοχος κατά ποσοστό από 1% έως 2% υπήρξε ο ενάγων. Ειδικότερα, ο ενάγων υπήρξε μέτοχος: 1) στην εταιρία ……….., κυρία του υπό κυπριακή σημαία πλοίου M, κατά ποσοστό 1,75%,  το οποίο μετονομάστηκε στις 15.8.1998 σε L και η εταιρεία (υπό το δίκαιο της Μάλτας) σε ………., στην οποία επίσης συμμετείχε ο ενάγων κατά ποσοστό 1,75%,  2)  στην εταιρεία …..,  κυρία του πλοίου CGH, κατά ποσοστό 1,66%, 3) στην εταιρεία …………. , κυρία του πλοίου XL,  κατά ποσοστό 1,66%, πλοίο το οποίο μετονομάσθηκε στις 19.4.2001 σε G.  και μεταφέρθηκε στην εταιρεία ………., στην οποία επίσης συμμετείχε ο ενάγων κατά ποσοστό 1,66%, 4) στην εταιρεία ….., κυρία του πλοίου CH, κατά ποσοστό 1,66%, 5) στην εταιρεία ….., κυρία του πλοίου DV, κατά ποσοστό 1,66%, 6) στην εταιρεία     ………., κυρία του πλοίου Μ1, κατά ποσοστό 1,66%, 7) στην εταιρεία ………., κυρία του πλοίου CE, κατά ποσοστό 1,66%, 8) στην εταιρεία ……….., κυρία του πλοίου S. 2000, κατά ποσοστό 1,75%, 9) στην εταιρεία …………, κυρία του πλοίου SM, κατά ποσοστό 2%, 10) στην εταιρεία ………., κυρία του πλοίου HM,  κατά ποσοστό 2%,  11) στην εταιρεία ………., κυρία του πλοίου  N, κατά ποσοστό 1%, 12) στην εταιρεία  ………, κυρία του πλοίου H.,  κατά ποσοστό 2%, 13)  στην εταιρεία ……….,  κυρία του πλοίου SY, κατά ποσοστό 2%, το οποίο (πλοίο) μετονομάσθηκε το έτος 2001 σε S και η πλοιοκτήτριά του εταιρεία σε ……….., στην οποία ο ενάγων συμμετείχε ομοίως κατά ποσοστό 2%, 14) στην εταιρεία ……….,κυρία του πλοίου A,  κατά ποσοστό 2%, 15) στην εταιρεία ………., κυρία του πλοίου I., κατά ποσοστό 2%, 16) στην εταιρεία …….., κυρία του πλοίου PR, κατά ποσοστό  2% και 17) στην εταιρεία ………………….,  κυρία του πλοίου CB, κατά ποσοστό 2%. Επίσης, ο ενάγων ήταν μέτοχος και στις εξωχώριες μονοβάπορες εταιρείες συμφερόντων του προαναφερόμενου ……., που ήταν κυρίες των δεξαμενόπλοιων που διαχειριζόταν η δεύτερη εναγομένη, λιβεριανή εταιρεία με την επωνυμία .. ., νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα με τον ΑΝ 89/67, της οποίας νόμιμη εκπρόσωπος είναι η τέταρτη των καλούντων, εταιρεία η οποία ανήκει επίσης στον όμιλο συμφερόντων …….. Ειδικότερα, ο ενάγων  ήταν μέτοχος στις ακόλουθες εταιρείες: 1) στην εταιρεία ……., κυρία του πλοίου AF1, κατά ποσοστό 1,66%, 2) στην εταιρεία ………., κυρία του πλοίου AF2, κατά ποσοστό 1,66%, 3) στην εταιρεία …., κυρία του πλοίου PL, κατά ποσοστό 1,66%, 4) στην εταιρεία ………., κυρία του πλοίου PD, κατά ποσοστό 1,66%, 5) στην εταιρεία ………, κυρία του πλοίου NS, κατά ποσοστό 1,66% και 6) στην εταιρεία ………., κυρία  του πλοίου AF3, κατά ποσοστό 1,66%. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι και άλλοι εργαζόμενοι στην προαναφερόμενη ναυτιλιακή επιχείρηση του ……… συμμετείχαν ως “μικρομέτοχοι” στην πλοιοκτήτρια εταιρεία καθενός από τα πλοία που κατά καιρούς αγόραζε η επιχείρηση, χωρίς, όμως, να καταβάλουν εξ ιδίων χρήματα για την αγορά των μετοχών αλλά κατά την αγορά του πλοίου γινόταν αρχικά αποτίμηση της αξίας των μετοχών της μονοβάπορης εταιρείας που το αποκτούσε, συμφωνούσε ο καθένας με πόσες μετοχές θα συμμετείχε και στην επόμενη “χρήση”, εφόσον αυτή παρουσίαζε κέρδη, η επιχείρηση αφαιρούσε από την κατανομή των κερδών ανά μέτοχο, την αξία κτήσεως των μετοχών εκάστου. Η πρακτική αυτή είναι πολύ συνηθισμένη στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις εν γένει και ακολουθείται από πολλών ετών, καθιερώθηκε δε ως κίνητρο παραγωγικότητας των εργαζομένων προς το σκοπό μεγαλύτερης κερδοφορίας. Από το έτος 1997 έως το έτος 2001, δεν κατανεμήθηκαν κέρδη μεταξύ των μικρομετόχων γιατί λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στη διεθνή ναυλαγορά δεν ήταν κερδοφόρα τα πλοία. Γενικά, τα αποτελέσματα κάθε χρήσης εμφανίζονταν μέσα στο πρώτο πεντάμηνο του επόμενου κάθε χρήσης έτους. Όταν αντί για κέρδη υπήρχε ζημία, δεν την κάλυπταν οι μέτοχοι με δικά τους χρήματα αλλ΄ αυτή μετακυλιόταν στις επόμενες κερδοφόρες χρήσεις, με αντίστοιχη αφαίρεση από τα διανεμητέα κέρδη. Στις 28.2.2002, η εργασιακή σχέση μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης λύθηκε συναινετικά. Ταυτοχρόνως, ο ενάγων κατήρτισε με καθεμία από την πρώτη και δεύτερη των εναγομένων ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο συμφωνήθηκε να θεωρηθεί λυθείσα και η μετοχική σχέση του ενάγοντος με καθεμία από τις πλοιοκτήτριες εταιρείες τα πλοία των οποίων διαχειριζόταν καθεμιά από τις ανωτέρω εναγόμενες και στις οποίες ήταν μέτοχος ο ενάγων. Συμφωνήθηκε επίσης ότι καθεμία από τις ανωτέρω εναγόμενες θα απέδιδε στον ενάγοντα οποιοδήποτε ποσό αυτός εδικαιούτο  από τη μετοχική του σχέση σε καθένα από τα εν λόγω πλοία μέχρι την 31.12.2001, η δε σχετική εκκαθάριση θα γινόταν έως την 31 Μαΐου 2002 και η αποτίμηση της αξίας των πλοίων θα γινόταν από τον ………….., πρόσωπο κοινής αποδοχής των διαδίκων.  Παρά την πάροδο της ανωτέρω ημερομηνίας (31.5.2002), οι εναγόμενες δεν προέβησαν στη σχετική εκκαθάριση, με αποτέλεσμα ο ενάγων να τους αποστείλει την από 12.6.2002 επιστολή του με την οποία τους ζήτησε να τον ενημερώσουν πότε θα εκπλήρωναν τη συμφωνία τους. Αυθημερόν, η πρώτη εναγομένη τον ενημέρωσε ότι η εκκαθάριση ήταν έτοιμη και την επομένη ημέρα ο ενάγων ζήτησε να του παρασχεθούν αντίγραφα των αποτελεσμάτων της εκκαθαρίσεως και η εκτίμηση του  ………… για την αξία των πλοίων ώστε μετά την ενημέρωσή του να ακολουθήσει συνάντηση των μερών. Την ίδια ημέρα (12.6.2002), η πρώτη των εναγομένων απέστειλε στον ενάγοντα τις εκτιμήσεις του ………… και τους λογαριασμούς κερδών και ζημιών των ορκωτών λογιστών για τα πλοία. Μετά τη λήψη των ανωτέρω εγγράφων, ο ενάγων ζήτησε  μέσω του πληρεξουσίου δικηγόρου του, στις 7.11.2002, τις εκθέσεις των ορκωτών λογιστών για την περίοδο 1997 έως 2001, αντίγραφα των οποίων έλαβε από τα γραφεία της πρώτης εναγομένης. Στη συνέχεια, ο ενάγων, στις 24.9.2003, ζήτησε, μέσω του πληρεξουσίου δικηγόρου του, την αναλυτική εκκαθάριση για καθεμία από τις προαναφερόμενες πλοιοκτήτριες  εταιρείες και η πρώτη εναγομένη απάντησε ότι του είχε ήδη παραδώσει όλα τα έγγραφα, τα οποία περιείχαν τα αποτελέσματα από την εκμετάλλευση κάθε πλοίου, από την αξία κάθε πλοίου καθώς και την επιστροφή του κόστους των μετοχών. Δεδομένου ότι ο ενάγων δεν ενέκρινε τα ανωτέρω αποτελέσματα, άσκησε την ένδικη αγωγή και, όπως προαναφέρεται, η υπ’ αριθ. 2579/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς υποχρέωσε την πρώτη και τη δεύτερη των εναγομένων να καταθέσουν αναλυτικό λογαριασμό των εσόδων και εξόδων των ανωτέρω πλοίων και να προσαρτήσουν στον κατάλογο αυτό τα δικαιολογητικά των εισπράξεων και των εξόδων για τα χρονικά διαστήματα της διαχείρισής τους. Σε εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, οι εναγόμενες, στις 8.02.2008, κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκατόν επτά (107) χαρτοκιβώτια και έντεκα  (11) κλασέρ, που περιείχαν για κάθε πλοίο  λογαριασμούς πλοιαρχίας (μισθοδοσίες, υπερωρίες, δώρα και άλλα έξοδα πληρώματος), παραστατικά τιμολογίων, εξοδολογίων, χρεωστικών, εισπράξεων και παραστατικά συμψηφιστικών. Επ’ αυτών ο ενάγων κατέθεσε στην ανωτέρω Γραμματεία την υπ’ αριθ. 1/2010 έκθεση με τις  παρατηρήσεις του.  Από τους προσκομισθέντες λογαριασμούς δεν προκύπτει κατάλοιπο προς καταψήφιση καθόσον αυτοί εμφανίζουν κέρδος (κατάλοιπο) από την εμπορική εκμετάλλευση των πλοίων κατά την ένδικη πενταετία (1997-2001) συνολικού ποσού 8.106.410 δολλαρίων ΗΠΑ, από το οποίο, ποσό 107.422 δολλ ΗΠΑ αντιστοιχεί στα ποσοστά συμμετοχής του ενάγοντος στο σύνολο των πλοίων και  ζημία από την αποτίμηση των πλοίων, που έγινε στις 31.12.2001, συνολικού ποσού 30.176.218 δολλαρίων ΗΠΑ, από το οποίο ποσό 519.934,19 δολλαρίων ΗΠΑ αντιστοιχεί στα ποσοστά συμμετοχής του ενάγοντος,  επομένως, ο λογαριασμός εμφανίζει αρνητικό υπόλοιπο (ζημία) συνολικού ποσού 22.068.871 δολλαρίων ΗΠΑ, από το οποίο ποσό 412.512,19 δολλαρίων ΗΠΑ αντιστοιχεί στα ποσοστά συμμετοχής του ενάγοντος. Στο ανωτέρω πόρισμα καταλήγει ο πραγματογνώμων μετά από μελέτη των ισοζυγίων εσόδων-εξόδων των πλοιοκτητριών εταιρειών κατά τις χρήσεις 1997-2001, των αναλυτικών καρτελών εσόδων-εξόδων, των ελεγμένων οικονομικών καταστάσεων, των αντίστοιχων παραστατικών, των κατατεθέντων λογαριασμών με τα σχετικά παραστατικά και των παρατηρήσεων του ενάγοντος. Ειδικότερα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα αποτελέσματα για κάθε πλοίο ανά έτος χρήσεως ως προς τα κέρδη από την εμπορική τους εκμετάλλευση :

(ακολουθούν πίνακες)

την αποτίμηση δε των πλοίων την 31.12.2001 αποδεικνύεται η ακόλουθη ζημία ανά πλοίο:

(ακολουθούν πίνακες)

Επομένως, όπως προαναφέρεται δεν απομένει κατάλοιπο προς καταψήφιση. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η αποτύπωση των εσόδων-εξόδων στους κατατεθέντες λογαριασμούς δεν είναι ακριβής, ότι έχουν πραγματοποιηθεί εισπράξεις που δεν εμφανίζονται κι ότι η αποτίμηση των πλοίων δεν αντιστοιχεί στην πραγματική τους αξία. Προσδιορίζει δε το κατάλοιπο των ένδικων λογαριασμών λογοδοσίας, που πρέπει να του καταψηφιστεί, στο συνολικό ποσό των 1.424.968,66 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο αποτελεί άθροισμα των επιμέρους ποσών των 4.555,29 + 425.764,45 + 169.642,70 + 825.006,22 δολλαρίων ΗΠΑ, όπως τα ποσά αυτά αναλύονται στην προσκομισθείσα έκθεση με τις παρατηρήσεις του και στους περιεχομένους σε αυτή πίνακες και επιμέρους φακέλους για κάθε πλοίο, περί ων θα γίνει λόγος κατωτέρω. Ο ενάγων δεν ανταποκρίνεται στο βάρος αποδείξεως εσόδων περισσότερων από τα εμφανιζόμενα στον κατατεθέντα λογαριασμό λογοδοσίας καθόσον δεν προσκομίζει ούτε έγγραφα που να αποτυπώνουν τέτοια έσοδα, ούτε μαρτυρικές καταθέσεις, ένορκες βεβαιώσεις ή λογιστικές εκθέσεις και γνωμοδοτήσεις. Αμφισβητεί δε την ορθότητα της πραγματογνωμοσύνης, όμως, αν και κλήθηκε στην όρκιση του πραγματογνώμονος (βλ. υπ’ αριθ.  ……΄/2018  έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ………..),  δεν διόρισε, όπως είχε δικαίωμα, τεχνικό σύμβουλο ούτε πρότεινε ένσταση εξαιρέσεως του πραγματογνώμονος ούτε αιτήθηκε την αντικαστάστασή του αλλ’ ούτε κι επιμελήθηκε ο ίδιος για τη διενέργεια ιδιωτικής λογιστικής πραγματογνωμοσύνης επί των κατατεθέντων λογαριασμών. Περαιτέρω, στις προαναφερόμενες παρατηρήσεις του, ο ενάγων αρνείται το ύψος διάφορων δαπανών αλλά όχι και την αναγκαιότητα των εργασιών στις οποίες αυτές αφορούν και ζητεί , για την επαλήθευσή τους,  να προσκομιστούν τιμολόγια. Ωστόσο, το αίτημά του αυτό εκτιμώμενο ως αίτημα επιδείξεως εγγράφων (910επ. ΑΚ) δεν συνοδεύεται από τον ισχυρισμό ότι οι εναγόμενες κατέχουν τα αντίστοιχα τιμολόγια,  οπότε παρίσταται απορριπτέο λόγω αοριστίας. Επιπροσθέτως,  οι πλοιοκτήτριες εταιρείες,  στις οποίες συμμετείχε ο ενάγων κατά τα ανωτέρω ποσοστά, είναι, όπως προαναφέρεται, εξωχώριες (δικαίου Λιβερίας, Μάλτας, νήσων Μάρσαλ, Παναμά) και όπως εξηγεί ο πραγματογνώμων, η νομοθεσία αυτών των χωρών δεν απαιτεί προσκόμιση τιμολογίων για να αναγνωρισθούν οι δαπάνες και τα έξοδα που πραγματοποιούν οι εταιρείες αυτές αλλά για τη δικαιολόγηση των δαπανών αυτών γίνεται δεκτό,  από τη διεπόμενη αυτές νομοθεσία, οποιοδήποτε υποστηρικτικό έγγραφο, όπως πχ προσφορές εργασιών, συμβάσεις, ανάλυση εργασιών, αρκεί τα συμβαλλόμενα μέρη (δηλαδή αφενός η πλοιοκτήτρια εταιρεία αφετέρου ο πάροχος της εργασίας ή υπηρεσίας) να το αποδέχονται.  Επομένως, η απουσία τιμολογίων για τις αναφερόμενες στις παρατηρήσεις του ενάγοντος δαπάνες δεν καθιστά τους κατατεθέντες λογαριασμούς ελλειπείς ούτε αποτελεί έλλειψη αιτιολογίας της 8/2019 λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Εξάλλου, ο ενάγων, ως προϊστάμενος τεχνικός διευθυντής της πρώτης εναγομένης, γνώριζε και ενέκρινε εκ των προτέρων τις δαπάνες που ήταν απαραίτητες για κάθε πλοίο, καθόσον η έγκριση αυτή ήταν μέρος των καθηκόντων του, όπως προαναφέρεται. Περαιτέρω, ο ενάγων αμφισβητεί την ορθότητα των αποσβέσεων που έχουν υπολογισθεί στους κατατεθέντες λογαριασμούς, η μέθοδος, όμως, των αποσβέσεων είναι αποδεκτή στην επιστήμη της λογιστικής, όπως εξηγεί ο ρηθείς πραγματογνώμων, και οι αποσβέσεις κατανέμονται καθόλη τη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής των πλοίων και αντιπροσωπεύουν την φυσική φθορά και απαξίωση των πλοίων. Ο ισχυρισμός δε του ενάγοντος ότι η αξία ενός πλοίου το έτος π.χ. 2001 εμφανίζεται στον κατατεθέντα λογαριασμό λογοδοσίας χαμηλή  αλλά μετά δύο έτη το ίδιο πλοίο επωλήθη σε υπερδιπλάσια τιμή από αυτή του έτους 2001, ο οποίος (ισχυρισμός) προβάλλεται για  διάφορα από τα προαναφερόμενα πλοία, και αληθής υποτιθέμενος, δεν δύναται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η αξία που εμφανίζεται το έτος 2001 στους κατατεθέντες λογαριασμούς δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, προεχόντως διότι η τιμή αγοραπωλησίας ενός πλοίου καθορίζεται από τους παράγοντες που κάθε φορά επικρατούν στη διεθνή αγορά πλοίων και ναύλων και τον διαμορφούμενο δείκτη ναυλαγοράς, γεγονός πασίδηλο στους ναυτιλιακούς κύκλους του Πειραιά. Ισχυρίζεται, επίσης,  ο ενάγων στις παρατηρήσεις του ότι οι εναγόμενες εισέπραξαν ασφαλιστικές και άλλες αποζημιώσεις που δεν υπολογίσθηκαν στους πίνακες εσόδων-εξόδων των λογαριασμών που κατατέθηκαν και δεν του αποδόθηκε το ανάλογο στο ποσοστό συμμετοχής του ποσό, ωστόσο δεν αποδεικνύει την είσπραξη τέτοιων αποζημιώσεων (πχ για το πλοίο SS ποσό 152.439,70 δολλαρίων ΗΠΑ από το νηογνώμονα ……… και ποσό 500.000 δολ.ΗΠΑ  ως ζημία από το claim των αγοραστών του, για το πλοίο STAR 2000  ποσό 500.000 δολΗΠΑ που ισχυρίζεται ότι εισέπραξε η πρώτη εναγομένη από τους πωλητές του, για το πλοίο I. ποσό 113.576 δολ ΗΠΑ από τους ασφαλιστές ναύλων). Ούτε την είσπραξη οποιουδήποτε ποσού από πώληση υλικών και εφοδίων κάθε πλοίου αποδεικνύει, την οποία καταλογίζει σε ειδική στήλη  (υπό τον τίτλο ΕΦΟΔΙΑ) για κάθε πλοίο στους συνοδευτικούς των παρατηρήσεών του πίνακες. Ειδικά δε για το ανωτέρω αναφερόμενο συνολικό ποσό των 1.424.968,66 δολλαρίων ΗΠΑ, που ισχυρίζεται ο ενάγων ότι προκύπτει ως κατάλοιπο των ένδικων λογαριασμών και ζητεί να του αποδοθεί, λεκτέα τα εξής: Το ποσό αυτό αποτελεί άθροισμα επιμέρους ποσών, όπως αυτά αποτυπώνονται στους συνοδευτικούς των παρατηρήσεών του πίνακες και ειδικότερα, του πίνακα με αριθμό 1 που αφορά τα πλοία που διαχειρίστηκε η πρώτη εναγόμενη, τον πίνακα με αριθμό 2 που αφορά τα πλοία που διαχειρίστηκε η δεύτερη εναγομένη και τον πίνακα με αριθμό 3 που αφορά τα κέρδη της πρώτης εναγομένης κατά το ένδικο χρονικό διάστημα (1997-2001). Ο πίνακας υπ΄αριθ 1 παρουσιάζει συνολικό κατάλοιπο 425.764,45 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο αποτελεί άθροισμα των επιμέρους ποσών που περιλαμβάνονται στον πίνακα αυτόν από τη διαχείριση καθενός πλοίου. Στο ανωτέρω άθροισμα εμπεριέχεται και το επιμέρους ποσό των 4.555,29 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο αξιώνει ο ενάγων ως μέρος του καταλοίπου και το οποίο αφορά το πλοίο M1, συνεπώς ο ενάγων εσφαλμένως αθροίζει το ποσό αυτό δεύτερη φορά στο συνολικό ποσό που ζητεί να του καταψηφιστεί.  Επίσης, το ποσό των 825.006,22 δολλαρίων ΗΠΑ, που περιέχεται στον υπ΄αριθ. 3 πίνακα και αποτυπώνει, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, τα κέρδη της πρώτης εναγομένης στο ένδικο χρονικό διάστημα, δεν αποτελεί τμήμα της ένδικης διαφοράς, καθόσον αυτή πηγάζει από τη συμμετοχή του ενάγοντος στις ανωτέρω πλοιοκτήτριες εταιρείες κι όχι στην πρώτη εναγομένη, της οποίας δεν υπήρξε εταίρος ή μέτοχος ώστε να ζητεί μερίδιο από τα κέρδη της και πάντως το ανωτέρω ποσό, αναφέρεται στα συνολικά κέρδη της εν λόγω εταιρείας κι όχι σε οποιοδήποτε επιμέρους ποσό αντιστοιχεί ως μέρισμα στους εταίρους αυτής. Τα λοιπά ποσά που περιλαμβάνονται στους υπ’ αριθ 1 και 2 πίνακες προκύπτουν από υπολογισμούς του ενάγοντος για κάθε πλοίο χωριστά. ΄Ομως,  ο ενάγων δεν αποδεικνύει τις εισπράξεις που ο ίδιος θεωρεί ότι έχουν γίνει και δεν περιλαμβάνονται στους κατατεθέντες λογαριασμούς λογοδοσίας, και αληθείς δε υποτιθέμενες οι εν λόγω εισπράξεις, δεν δύνανται, σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες και τη συνήθη πρακτική,  να αποδοθούν αμέσως στους μετόχους αλλά πρώτα πρέπει να ενταχθούν στα έσοδα κάθε εταιρείας, να πληρωθούν από αυτές τυχόν άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας κι αν απομείνει ποσό τότε να κατανεμηθεί στους εταίρους, πράγμα που ο ενάγων δεν περιλαμβάνει στους πίνακές του. Επίσης, ο ενάγων καταλήγει στους ανωτέρω πίνακες χωρίς να συνυπολογίζει (δηλαδή αφαιρεί) τις αμφισβητούμενες από αυτόν δαπάνες που περιλαμβάνονται στους εν λόγω λογαριασμούς και για τις οποίες δεν υπάρχουν συνοδευτικά τιμολόγια, γεγονός που όμως είναι θεμιτό εν προκειμένω, όπως ανωτέρω αναφέρεται. Επίσης, στους πίνακες αυτούς υπάρχει ειδική στήλη υπό τον τίτλο “ΕΦΟΔΙΑ”, στην οποία ο ενάγων καταχωρίζει διάφορα ποσά που θεωρεί ότι έχουν εισπραχθεί από πώληση υλικών και εφοδίων κάθε πλοίου, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύονται τέτοιες πωλήσεις. Υπολογίζει δε με διαφορετικό τρόπο και κατά την αναπόδεικτη κρίση του την αξία κάθε πλοίου με μεγάλες αποκλίσεις από την αναφερόμενη αξία στον πίνακα αποτίμησης του ανεξάρτητου και κοινής αποδοχής των διαδίκων εκτιμητή (shipbroker) ……., τον οποίο ο ίδιος είχε συμφωνήσει να χρησιμοποιήσει για τον ανωτέρω σκοπό. Εν κατακλείδει, όσα αποτυπώνει ο ενάγων στην εν λόγω έκθεση παρατηρήσεών του δεν ενισχύονται από κάποια λογιστική έκθεση ούτε από τις αποδείξεις. Ο ενάγων, με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις του, ζητεί να διαταχθεί επί λέξει “όπως οι πραγματογνώμονες ……..  προβούν σε πλήρη και ενδελεχή έλεγχο και αξιολόγηση όλων των υποβληθέντων σε αυτούς εγγράφων και ιδιαίτερα των παρατηρήσεών” (του ενάγοντος), “περιλαμβανομένων και εμπεριεχομένων σε 22 φακέλλους, και να υποβάλουν νέα τεκμηριωμένη έκθεση πραγματογνωμοσύνης απαντώντας συγκεκριμένα σε καθε μία από τις παρατηρήσεις/αιτιάσεις”  (του ενάγοντος). Το αίτημα αυτό εκτιμώμενο ως αίτημα διεξαγωγής νέας πραγματογνωμοσύνης (388 ΚΠολΔ) είναι απορριπτέο γιατί η διεξαχθείσα πραγματογνωμοσύνη δεν παρουσιάζει ατέλειες ή ασάφειες, είναι πλήρως αιτιολογημένη και η ορθότητά της δεν αμφισβητήθηκε με τρόπο που να κλονίζει το δικαστήριο. Ούτε προέκυψε από την εκτίμηση των αποδείξεων ανάγκη επεκτάσεώς της και σε άλλα συναφή θέματα ή συμπληρώσεώς της .

ΙV. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, πλήρως αποδεικνύεται ότι στους  κατατεθέντες λογαριασμούς λογοδοσίας δεν υφίσταται κατάλοιπο προς καταψήφιση και συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος της με το οποίο ζητεί ο ενάγων την καταψήφιση του ανωτέρω καταλοίπου, είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη.

V. H δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, στην οποία υπεβλήθησαν οι εναγόμενοι, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του ηττηθέντος ενάγοντος (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό, χωρίς να περιληφθεί σε αυτή η αμοιβή του πραγματογνώμονος, όπως ζητούν οι εναγόμενοι, διότι δεν προσδιορίζουν το ύψος της ούτε προσκομίζουν απόδειξη καταβολής τέτοιας αμοιβής .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Απορρίπτει την αγωγή κατά το αίτημά της για την καταψήφιση υπέρ του ενάγοντος του καταλοίπου από τους λογαριασμούς λογοδοσίας των εναγόμενων προσώπων.

-Καταδικάζει τον ενάγοντα στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 9η Ιουνίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις 30 Ιουνίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ