Αριθμός 560/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου (και του Εφετείου), περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης (και της έφεσης αντίστοιχα), εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους (ΑΠ 1736/2017). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει, όμως, αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78 του ίδιου Κώδικα (ΚΠολΔ). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΑΠ 1248/1998). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΑΠ 1191/2003, ΕφΘεσ 570/2019). Λόγω δε της δημιουργούμενης αναγκαστικής ομοδικίας για τους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1332/2011, ΑΠ 1230/2008, ΑΠ 1145/2007, ΕφΛαρ 212/2015, ΕφΛαρ 343/2012, ΕφΙωαν 75/2005, ΕφΑθ. 205/2002, Β. Βαθρακοκοίλη: Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ,τομ. Α΄, άρθρο 76 σελ. 523, παρ. 33, Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. 1ος, άρθρο 83, σελ. 193, παρ. 1 και άρθρο 76, σελ. 178, παρ. 7). Συγκεκριμένα δε, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί εφέσεως, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο Δικηγόρο, πλην όμως, έχει κλητευθεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016), αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικό του (ΑΠ 368/2019). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ εδ. γ΄, δ΄ και ε΄ του Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης» (ΑΠ 368/2019). Στην προκειμένη περίπτωση φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 498 και 19 του ΚΠολΔ), α) η από 19-1-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας καθ΄ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» με το διακριτικό τίτλο «………» σε βάρος των εφεσιβλήτων – ανακοπτόντων ……… και …………., κατά της υπ΄ αρ. 3963/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (άρθρο 632 παρ. 1, 2 του ΚΠολΔ, όπως οι ανωτέρω διατάξεις είχαν αντικατασταθεί με το Ν. 4055/2012 άρθρο 14 παρ. 1 και ίσχυαν κατά το χρόνο κατάθεσης της ανακοπής), αντιμωλία των διαδίκων και β) η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εδρεύουσας στη Νέα Σμύρνη Αττικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………», που ασκήθηκε το πρώτον ενώπιον του παρόντος Εφετείου με το από 7-10-2019 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού (Εφετείου Πειραιώς) με αρ. καταθ. ……../8-10-2019 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εκκαλούσα – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………» και στους εφεσίβλητους – καθ΄ ων η πρόσθετη παρέμβαση, ……….. και …………., (βλ. αντίστοιχα τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την παρεμβαίνουσα υπ΄ αρ. ………./10-10-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……….., με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ενεργούντος για λογαριασμό της αστικής εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών «…………» που εδρεύει στην Αθήνα και υπ΄ αρ. ………΄/15-10-2019 και ……..΄/11-10-2019 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αιγαίου, διορισμένου στο Πρωτοδικείο Σύρου με έδρα στη Μεσσαριά Μυκόνου ………..), επικαλούμενη ότι είναι εντολοδόχος δια ειδικού πληρεξουσίου, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της εδρεύουσας στο Δουβλίνο Ιρλανδίας εταιρείας με την επωνυμία «………..» (η «………..»), ειδικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία «……………..» με διακριτικό τίτλο «UPI» και αυτή ειδική διάδοχος της εκκαλούσας – καθ΄ ης η ανακοπή, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρο 325 του ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από αυτήν (αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα) έγγραφα, η εκκαλούσα, δυνάμει της από 13-3-2018 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων, νομίμως καταχωρηθείσα στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθ. πρωτοκόλλου ………../23-3-2018, έχει μεταβιβάσει τις κατωτέρω αναφερόμενες απαιτήσεις της στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «………………», και αυτή, δυνάμει της από 16-10-2018 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης σε συνέχεια της οποίας υπεγράφη η από 29-10-2018 Συνοπτική Σύμβαση Πώλησης και Εκχώρησης, νομίμως καταχωρηθείσα στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτοκόλλου …./29-10-2018 σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, μεταβίβασε στην ως άνω αλλοδαπή, επίσης, εταιρεία, με την επωνυμία «……….» (η «………..), που έχει νομίμως συσταθεί και λειτουργεί σύμφωνα με τους Νόμους της Ιρλανδίας, η οποία, ακολούθως, ανέθεσε τη διαχείριση των ως άνω απαιτήσεών της στην προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος (απόφαση με αριθμό 207/1/29-11-2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος) ως Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, δυνάμει της από 25-10-2018 Σύμβασης Εκχώρησης στη μεταβατική σύμβαση διαχείρισης και της από 19-11-2018 Σύμβασης Ανάθεσης Διαχείρισης και των υπ΄ αρ. 33094/20-11-2018 και υπ΄ αρ. 162/3-12-2018 ειδικών πληρεξουσίων των διατάξεων του Ν. 4354/2015και της Πράξης 118/2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ΄ αρ. 153/8-1-2019 Πράξη αυτής, και συνεπώς η προσθέτως παρεμβαίνουσα είναι διαχειρίστρια των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρείας από καταναλωτικά ή και επιχειρηματικά δάνεια, μεταξύ των οποίων και η ένδικη απαίτηση. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη, κατ΄ άρθρα 80 και 83 του ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου εκκαλούσας και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, και πρέπει, ως εκ τούτου, αυτή να συνεκδικαστεί με την κρινόμενη έφεση (άρθρο 246 του ΚΠολΔ), ερήμην των καθ΄ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίοι αν και κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παρασταθούν κατά την εκδίκαση αυτής δεν εμφανίστηκαν, αλλά ούτε και εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο (βλ. τις προαναφερόμενες προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την παρεμβαίνουσα υπ΄ αρ. ………..΄/15-10-2019 και ……….΄/11-10-2019 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αιγαίου, διορισμένου στο Πρωτοδικείο Σύρου με έδρα στη Μεσσαριά Μυκόνου ……….). Κατόπιν τούτων οι από 21-11-2019 προτάσεις των εφεσιβλήτων, που κατατέθηκαν επί έδρας την 21-11-2019 ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, απαραδέκτως στρέφονται και κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………», εφόσον οι εφεσίβλητοι, ως καθ΄ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, δεν παραστάθηκαν ως προς αυτήν (αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση). Επίσης, όσον αφορά την υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού εκφωνήθηκαν, όπως ήταν εγγεγραμμένες σ΄ αυτό οι εταιρείες «…………..», ο δε Δικηγόρος ………….. δήλωσε ότι παρίσταται δια. Ακολούθως, σε διευκρινιστική ερώτηση εάν παρίστανται και οι δυο, δήλωσε ότι μια είναι, είναι η ……….. ως μη δικαιούχος διάδικος επ΄ ονόματι και για λογαριασμό. Στο πινάκιο όμως, επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι έχει εγγραφεί 1 ………, 2 ……… Σε κάθε όμως, περίπτωση, και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….» παρίσταται, δεν έχουν κατατεθεί προτάσεις από αυτήν, που είναι υποχρεωτικές ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και συνεπώς δεν είναι νόμιμη η παράστασή της και πρέπει να δικαστεί ερήμην, αφού κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παρασταθεί κατά την εκδίκαση αυτής (βλ. την προαναφερόμενη προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την παρεμβαίνουσαυπ΄ αρ. ………/10-10-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ενεργούντος για λογαριασμό της αστικής εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών «……………..» που εδρεύει στην Αθήνα (πρβλ. ΑΠ 948/2001, ΑΠ 89/1989, ΕφΔωδ 147/2017, ΕφΔωδ 32/2014, ΕφΘεσσαλ 47/2012), λαμβανομένου υπόψη ότι η τελική κρίση για την εμφάνιση και εκπροσώπηση των διαδίκων ανήκει στο Δικαστήριο και αποτυπώνεται στην απόφασή του (άρθρα 300 και 312 του ΚΠολΔ, ΕφΑθ 1710/2005, ΕφΑθ 2395/2003, ΕφΑθ 4658/1999). Όπως δε, προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την προσθέτως παρεμβαίνουσα υπ΄ αρ. ………/29-5-2018 και ……../8-2-2018 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …………., με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, μέλος της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην Αθήνα, και της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αιγαίου με έδρα στο Πρωτοδικείο Σύρου ……………., αντίστοιχα, ακριβές αντίγραφο της ένδικης έφεσης με πράξεις καταθέσεως, ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 17-1-2019, έχει επιδοθεί, με επιμέλεια της εκκαλούσας, που επισπεύδει τη συζήτηση, νομίμως και εμπροθέσμως στους εφεσιβλήτους. Κατά την αρχική δε δικάσιμο της 17-1-2019, οι διάδικοι παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων και η συζήτηση της έφεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η εκκαλούσα – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο, όπως όφειλε, ενόψει του ότι η αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο θεωρείται ως κλήτευση ως προς όλους τους διαδίκους [άρθρο 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ΄ έφεση δίκη κατ΄ άρθρο 498 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 960/2012, ΕφΚρητ183/2009)], πρέπει να δικασθεί ερήμην. Ωστόσο, κατ΄ εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, παρά την απουσία της εκκαλούσας, η συζήτηση της έφεσης θα χωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα, αφού αυτή θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα. Εξάλλου, η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ).Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το υπ΄αρ. παραβόλου …………/2018, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.
Οι ανακόπτοντες με την από 16-12-2015 (αρ. καταθ. ………./2015) ανακοπή τους, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν (ανακοπή) λόγους, να ακυρωθεί η υπ΄ αρ. ………./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ΄ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία το ποσό των 83.629,43 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικής δαπάνης, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, η οποία (διαταγή πληρωμής) εκδόθηκε για απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, στην οποία συμβλήθηκαν με την καθ΄ ης ο πρώτος από τους ανακόπτοντες ως οφειλέτης και ο δεύτερος από αυτούς ως εγγυητής, καθώς και να καταδικαστεί η καθ΄ ης στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 3963/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη ανακοπή πρέπει να δικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (άρθρο 632 παρ. 1, 2 του ΚΠολΔ, όπως οι ανωτέρω διατάξεις είχαν αντικατασταθεί με τον Ν. 4055/2012 άρθρο 14 παρ. 1 και ίσχυαν κατά το χρόνο κατάθεσης της ανακοπής) και όχι κατά την τακτική διαδικασία κατά την οποία εισήχθη, και αφού, επίσης, έκρινε ότι η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, δέχθηκε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής ως ορισμένο και νόμιμο και περαιτέρω ως κατ΄ ουσίαν βάσιμο, δέχθηκε την ανακοπή κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, την οποία και ακύρωσε, χωρίς να ερευνήσει τους λοιπούς λόγους ανακοπής, δεχόμενο ότι με την ευδοκίμηση του ως άνω λόγου ανακοπής ικανοποιήθηκε πλήρως το έννομο συμφέρον των ανακοπτόντων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την προαναφερόμενη από 19-1-2018 (αρ. καταθ. ………../2018) έφεση η ηττηθείσα καθ΄ ης η ανακοπή και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, κατ΄ εκτίμηση αυτής, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να απορριφθεί η ένδικη ανακοπή και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής στο σύνολό της.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 216 παρ. 1 και 2, 217, 583, 585, 632 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως η παρ. 2 του άρθρου 585 ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015), και εφαρμόζεται εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθώς επίσης και όπως τα δύο τελευταία άρθρα (632 και 633 παρ. 1) ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015), και εφαρμόζονται εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε πριν την 1-1-2016, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015), και εφαρμόζεται εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ΄ ου η ανακοπή ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 916/2002, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 309/1999, ΕφΑθ 1587/2013, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 2788/2009, ΕφΘεσ 317/2009, Στεφ. Πανταζόπουλου: Η ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (πρβλ. ΕφΑθ 227/2012, ΕφΑθ 5900/2006). Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων, που προσβάλλονται, είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της (ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΑθ 1778/2010). Περαιτέρω, ο οφειλέτης σε βάρος του οποίου εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, έχει τη δυνατότητα, να ισχυριστεί και να αποδείξει, με ανακοπή του κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, ότι το ποσό της απαίτησης, όπως αυτή προσδιορίσθηκε από τον δανειστή, δεν είναι το νόμιμο, δηλαδή εκείνο, που προκύπτει ως οφειλόμενο σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του νόμου και περαιτέρω ότι ενόψει των καταβολών που τυχόν επικαλείται δεν οφείλεται κανένα πλέον ποσό ή οφείλεται μικρότερο εκείνου που δηλώνει ο δανειστής. Για τη θεμελίωση του σχετικού λόγου της ανακοπής δεν αρκεί η αμφισβήτηση του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, σύμφωνα με το νόμο, μικρότερη ή και μηδενική οφειλή (ΑΠ 488/2017, ΑΠ 1670/2014, ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 1095/2014). Τυχόν αοριστία λόγου ανακοπής, που περιέχεται στο αρχικό δικόγραφο, μπορεί παραδεκτά να συμπληρωθεί μόνο με πρόσθετο λόγο ανακοπής. Επίσης, νέοι λόγοι ανακοπής, ακόμη και αν αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής ή των προσθέτων λόγων αυτής, δεν επιτρέπεται να προταθούν το πρώτον με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης ή με το δικόγραφο της έφεσης, η οποία ασκείται κατά της απορριπτικής απόφασης της ανακοπής ή με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης και συνεπώς απορρίπτονται ως απαραδέκτως προβληθέντες. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε μία βάση της αγωγής ή ένα λόγο ανακοπής και ευδοκιμήσει η έφεση του ηττηθέντος διαδίκου, το Εφετείο πρέπει να ερευνήσει και χωρίς ειδικό παράπονο, τις λοιπές μη ερευνηθείσες βάσεις της αγωγής ή λόγους της ανακοπής, αφού κάθε λόγος αυτής (ανακοπής) αποτελεί ιδιαίτερη βάση. Στην περίπτωση δηλαδή, αυτή το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης που πλήττονται με αυτή, αλλά εκτείνεται, κατ΄ εξαίρεση των απαγορευτικών διατάξεων των άρθρων 12 και 13 του ίδιου Κώδικα, και στις βάσεις εκείνες που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως, καθόσον δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή ή η ανακοπή. Τούτο δε, εν σχέσει προς την ανακοπή, διότι οι λόγοι κάθε ανακοπής και επομένως και αυτής από το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, επέχουν θέση ιστορικής βάσεως της αγωγής. Επομένως, αν στο δικόγραφο της ανακοπής από το άρθρο 632 του ΚΠολΔ περιέχονται περισσότεροι λόγοι ανακοπής για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην οποία αφορά, κάθε λόγος συνιστά αυτοτελή ιστορική βάση (ΑΠ 1248/2010, ΑΠ 14/2010, ΑΠ 628/2001, ΕφΠατρ 122/2011, ΕφΑθ 117/2004, ΕφΠατρ 985/2004, ΕφΑθ 9955/1998).
Από το Ν. 128/1975, στον οποίο ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό, γίνεται δεκτό, ότι η μετακύλιση της εισφοράς στους δανειολήπτες επιτρέπεται, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και, εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ΄ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΕφΠειρ 37/2016, ΕφΠειρ 369/2015, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΑθ 1558/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, ζητούν, κατ΄ εκτίμηση αυτού, την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενοι ότι και στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι έγκυρα συμφωνήθηκε η μετακύλιση της εισφοράς του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 σ΄ αυτούς (ανακόπτοντες), η συμφωνία επιβάρυνσης αυτής (εισφοράς) με τόκους και ο εκτοκισμός αυτών είναι άκυρη, καθόσον στα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται ο ανατοκισμός των καθυστερούμενων τόκων και όχι των φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών και ότι κατόπιν τούτων στο ποσό που επιτάσσονται να καταβάλουν έχουν ενσωματωθεί απαιτήσεις από παράνομα υπολογισμένους τόκους, επιβαρύνοντας αντίστοιχα την οφειλή τους, με αποτέλεσμα η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής να πρέπει να ακυρωθεί, άλλως, κατόπιν διενέργειας προς τούτο λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, να ακυρωθεί, ως προς το υπερβάλλον ποσό των παρανόμως επιβληθέντων ποσών. Με αυτό το περιεχόμενο ο ανωτέρω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος, πρωτίστως, ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης (πρβλ. ΕφΠειρ 264/2019, ΕφΠειρ75/2018). Τούτο δε διότι, ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η συμβατική μετακύλιση στο δανειολήπτη (ήδη ανακόπτοντες – εφεσιβλήτους) της εισφοράς του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, που έλαβε χώρα εν προκειμένω, είναι νόμιμη, αφού δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου (άρθρο 174 του ΑΚ), αντίθετα εντάσσεται στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, πρωτίστως, ως αόριστος, καθόσον οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση από, παράνομα, κατά τον ισχυρισμό τους, υπολογισμένους τόκους της εισφοράς του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής τους, όπως αυτό θα ήταν αν δεν είχαν λάβει χώρα οι εν λόγω παράνομα υπολογισμένοι τόκοι, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, οπότε όμως, η εκτέλεση θα συνεχιζόταν νόμιμα για τα υπόλοιπα επιτασσόμενα ποσά, αφού η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολό της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι ο ως άνω λόγος, όπως εκτίμησε αυτόν, είναι ορισμένος και νόμιμος και στη συνέχεια δέχθηκε ως κατ΄ ουσίαν βάσιμο αυτόν, καθώς επίσης δέχθηκε την ένδικη ανακοπή και ακύρωσε την ανακοπτόμενη (υπ΄ αρ. ……./2015) διαταγή πληρωμής, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως προς τον ως άνω λόγο και εσφαλμένα δέχθηκε αυτόν. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης, με τον οποίο υποβάλλεται παράπονο για την πλημμέλεια αυτή, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και στη συνέχεια, αφού απορριφθεί ο ως άνω λόγος της ανακοπής ως αόριστος, να εξετασθεί η ανακοπή, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λοιπών λόγων της, για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, οι οποίοι δεν εξετάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Πρέπει, επίσης, λόγω του ότι η από 19-1-2018 (αρ. καταθ. ……./2018) έφεση γίνεται δεκτή, να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, ποσού 100 ευρώ, που κατατέθηκε, για το παραδεκτό αυτής [έφεσης,(βλ. το υπ΄ αρ. παραβόλου: ………./2018, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ,)], στην εκκαλούσα.
Με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι ως προς τους λοιπούς λόγους ανακοπής, πλην του λόγου που αφορά τους τόκους της εισφοράς του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, και προς απόρριψη αυτών, επαναφέρει λέξη προς λέξη τους ισχυρισμούς και τις ενστάσεις που περιέχονται στις πρωτοβάθμιες προτάσεις, τις οποίες προσκομίζει ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού. Όσοι όμως, από τους ως άνω ισχυρισμούς και ενστάσεις προβάλλονται μόνο με τις πρωτόδικες προτάσεις, πρωτίστως, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, καθόσον η επίκληση αυτή δεν είναι νόμιμη (κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ), εφόσον δεν γίνεται ειδική μνεία στις προτάσεις του παρόντος βαθμού των ισχυρισμών και ενστάσεων που επαναφέρονται με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών (άρθρο 240 του ΚΠολΔ, ΑΠ 406/2003 ΕλλΔνη 44.1613, ΑΠ 1417/2002 ΕλλΔνη 44.177).
Τοκοχρεωλυτικό δάνειο είναι εκείνο, του οποίου η απόδοση συμφωνήθηκε να γίνει σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, δηλαδή σε δόσεις που να περιλαμβάνουν τμήμα του κεφαλαίου και μέρος των τόκων, με την προϋπόθεση ότι και τα δύο μέρη ορίζονται για όλες τις δόσεις κατ΄ ενιαίο τρόπο, αλλά όχι αναγκαίως και κατ΄ ίσα ποσοστά (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου: Αστικός Κώδιξ, τόμος Δ΄, σελ. 234, Καυκά: Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, εκ. 5η, στο άρθρο 806, σελ. 234, Μάζη: Εμπράγματη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύμων εταιριών, εκ. 1993, αρ. 47, σελ. 48). Όταν, όμως, ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους του τοκοχρεωλυτικού δανείου, να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση πρόωρα αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες δόσεις του δανείου γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία, επομένως, η σύμβαση του δανείου ως τοκοχρεωλυτικού λύεται και ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου, καθώς και τόκων υπερημερίας από της καταγγελίας. Επομένως, το δάνειο είναι τοκοχρεωλυτικό υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Όταν, όμως, η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, τότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο (ΑΠ 637/1997 ΔΕΕ 1998.294, ΕφΘεσ 110/2008, ΕφΑθ 4272/2001 ΕλλΔνη 2001.1366). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής τους, κατά το πρώτο σκέλος του, οι ανακόπτοντες ισχυρίσθηκαν ότι με το διατακτικό της ένδικης διαταγής πληρωμής επιδικάζεται το αιτηθέν ποσό έντοκα, χωρίς να διαλαμβάνεται σ΄ αυτήν (διαταγή πληρωμής) μνεία περί του ύψους του επιτοκίου αυτού και εάν πρόκειται για το συμβατικό επιτόκιο ή το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας. Ότι η διάταξη αυτή πάσχει από αοριστία, αφού καθίσταται ανέφικτος ο υπολογισμός των επιδικαζομένων με αυτήν τόκων υπερημερίας, αφού το επιτόκιο υπερημερίας δεν προκύπτει ούτε από τον εκτελεστό τίτλο ούτε από το νόμο, και επομένως, κατά τη διάταξή της αυτή περί επιδικάσεως τόκων υπερημερίας είναι ακυρωτέα. Επίσης, ότι εφόσον από το περιεχόμενο της ένδικης διαταγής πληρωμής δεν προκύπτει το επιτόκιο υπερημερίας, με το οποίο θα υπολογιστούν οι τόκοι υπερημερίας της οφειλής τους (ανακοπτόντων), αυτή (επιδικαζόμενη οφειλή τους) καθίσταται μη εκκαθαρισμένη και η ένδικη διαταγή πληρωμής που την ενσωματώνει ακυρωτέα. Από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου της διαταγής πληρωμής σαφώς προκύπτει ότι υπήρχε συμφωνία των συμβαλλομένων και συγκεκριμένα ότι για το εκάστοτε ανεξόφλητο ποσό του δανείου οφείλονται τόκοι υπερημερίας, οι οποίοι υπολογίζονται με το εκάστοτε ανώτατο επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο κατά την ημερομηνία σύναψης της συμβάσεως ορίζεται κατά 2,5 μονάδες μεγαλύτερο από το επιτόκιο του δανείου. Συνεπώς, η μη αναφορά στο διατακτικό της διαταγής πληρωμής του είδους του επιτοκίου δεν επιδρά επί του κύρους της, καθώς τούτο αναφέρεται ρητά στο περιεχόμενό της, με αναφορά συγκεκριμένου όρου της σύμβασης που προέβλεπε το είδος του επιτοκίου και ήταν γνωστός στους ανακόπτοντες και ο πρώτος λόγος της ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του, πρέπει να απορριφθεί. Με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής, κατά το δεύτερο σκέλος του, οι ανακόπτοντες ισχυρίσθηκαν ότι με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιτάχθηκαν να καταβάλουν στην καθ΄ ης η ανακοπή το επιδικασθέν ποσό (83.629,43 ευρώ) με τους τόκους υπερημερίας από 28-9-2012, ήτοι την επομένη του κλεισίματος του λογαριασμού, χωρίς να διευκρινίζεται σ΄ αυτήν (διαταγή πληρωμής) για ποιο λόγο η ημερομηνία αυτή αποτελεί την έναρξη τοκοφορίας της απαιτήσεως, ενώ η καταγγελία εκ μέρους της καθ΄ ης της επίδικης σύμβασης δανείου τους επιδόθηκε την 25-10-2012 και την 1-11-2012 αντίστοιχα και τυχόν τοκοφορία θα έπρεπε να αρχίζει μετά την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας του δανείου προς αυτούς. Από την παραδεκτή επισκόπηση της διαταγής πληρωμής προκύπτει ότι, σύμφωνα με τους όρους 6.8, 9.1 και 9.2 της ένδικης σύμβασης ορίσθηκε ότι η καθυστέρηση έστω και μίας δόσης του δανείου καθιστά τον οφειλέτη [ανακόπτοντες (οφειλέτη και εγγυητή αντίστοιχα)] υπερήμερο χωρίς καμία άλλη ενέργεια ή όχληση εκ μέρους της Τράπεζας (καθ΄ης η ανακοπή) και η εκάστοτε ληξιπρόθεσμη οφειλή, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, επιβαρύνεται με το ανώτατο εκάστοτε τόκο υπερημερίας, πλέον των εκάστοτε εισφορών, από την επομένη της ως άνω καταληκτικής ημερομηνίας (όρος 6.8), καθώς επίσης ότι η Τράπεζα (καθ΄ ης η ανακοπή) σε περίπτωση παράβασης από τον πελάτη (ανακόπτοντες) οποιουδήποτε από τους όρους της σύμβασης που όλοι είναι εξ ίσου ουσιώδεις, δικαιούται να καταγγείλει την σύμβαση, να κηρύξει το δάνειο αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να αξιώσει την εξόφληση ολόκληρου του ανεξόφλητου ποσού του κεφαλαίου, των τόκων και λοιπών επιβαρύνσεων (όροι 9.1 και 9.2).Από τη σύμβαση, λοιπόν, προκύπτει με σαφήνεια, από πότε λογίζονται τόκοι υπερημερίας, ήτοι αφού οι ανακόπτοντες καθυστέρησαν την εμπρόθεσμη και τακτική εξυπηρέτηση του δανείου και έτσι κατέστη απαιτητό και ληξιπρόθεσμο ολόκληρο το ποσό του δανείου, ο δε σχετικός λογαριασμός, που τηρήθηκε κατά τη συμφωνία τους στο πλαίσιο της υπογραφείσας συμβάσεως, παρουσίασε την 27-9-2012, [οπότε η καθ΄ ης κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση, με εξώδικη δήλωση – πρόσκληση -καταγγελία προς τους ανακόπτοντες, που επιδόθηκε σ΄ αυτούς την 1-11-2012 και την 25-10-2012 αντίστοιχα, γνωρίζοντας τους το οριστικό κλείσιμο αυτού (επίδικου λογαριασμού)],χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος τους (ανακοπτόντων) ποσού 83.629,43 ευρώ. Συνεπώς, ορθώς διατάχθηκαν οι ανακόπτοντες να καταβάλουν το ως άνω ποσό των 83.629,43 ευρώ, εντόκως από την 28-9-2012, ήτοι την επομένη της τελευταίας ημερομηνίας υπολογισμού των τόκων, έως την ολοσχερή εξόφληση και ο πρώτος λόγος της ανακοπής, κατά το δεύτερο σκέλος του, πρέπει να απορριφθεί.
Ο υπολογισμός των τόκων με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, διότι οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ) των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 του ΑΚ. Όταν η Τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ΄ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή – δανειολήπτη, ο οποίος πλέον, (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών), για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον, επιβάρυνση, να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας. Τούτο, ιδίως, σε μία εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών [ΑΠ 430/2005, ΕφΠειρ (Μον) 37/2016]. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της ένδικης ανακοπής τους, κατ΄ εκτίμηση αυτού, οι ανακόπτοντες ισχυρίσθηκαν ότι στην επίδικη σύμβαση που αναφέρεται στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμή είναι παράνομος και καταχρηστικός ο υπολογισμός του τόκου με βάση έτος 360 ημερών (και όχι 365), διότι προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 και δημιουργεί μια πρόσθετη επιβάρυνση για αυτούς (ανακόπτοντες) σε τόκους, ανερχόμενη σε ποσοστό 1,3889% για κάθε ημέρα και ότι συνεπώς η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, άλλως, κατόπιν διενέργειας προς τούτο λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, να ακυρωθεί, ως προς το υπερβάλλον ποσό των παρανόμως επιβληθέντων ποσών. Με αυτό το περιεχόμενο ο ανωτέρω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος, πρωτίστως, ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 626 παρ. 3 και 628 παρ. 1 α΄ του ΚΠολΔ (πρβλ. ΕφΠειρ 681/2018). Τούτο δε, καθόσον, ναι μεν η συμφωνία περί υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ωστόσο, οι ανακόπτοντες αμφισβητούν γενικά όλα τα σε βάρος τους κονδύλια τόκων, τα οποία υπολόγισε η καθ΄ ης, χωρίς να προσβάλλουν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια τόκων και χωρίς να επικαλούνται ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό, ήτοι οι ανακόπτοντες δεν συνδέουν τον επικαλούμενο παράνομο και καταχρηστικό υπολογισμό των τόκων κατά ορισμένο τρόπο με τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης, ώστε να τεθεί θέμα ακύρωσης του συνόλου ή μέρους της διαταγής πληρωμής, λόγω αντίστοιχης μη προσφορότητας της από την σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου να αποδείξει την από νόμιμη αιτία γέννηση της διατασσόμενης να πληρωθεί απαιτήσεως.
Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίσθηκαν ότι από την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής προκύπτει ότι ο δεύτερος από αυτούς (των ανακοπτόντων), συμβληθείς ως εγγυητής, υποχρεώθηκε σε παραίτηση νομίμων δικαιωμάτων του, που απορρέουν από τα άρθρα 852 έως 858, 862, 863, 866 έως 868 του ΑΚ, καθώς και της ενστάσεως της διζήσεως, ότι στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και καταναλωτών απαγορεύεται, σύμφωνα με την υπ΄ αρ. Ζ1-798/2008 Υπουργική Απόφαση, μεταξύ άλλων, και η αναγραφή του όρου που προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862-868 του ΑΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν, και ότι η σύμβαση με την καθ΄ ης είναι άκυρη, αφού είναι βέβαιο, ότι η καθ΄ ης η ανακοπή, σε περίπτωση μη αναγραφής και επιβολής του ως άνω καταχρηστικού όρου, δεν θα προέβαινε στη σύναψη της δανειακής συμβάσεως. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Τούτο δε, διότι η Ζ1-798/2008 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, όπως τροποποιήθηκε – συμπληρώθηκε με την υπ΄ αρ. Ζ1-21/17-1-2011 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, «Απαγόρευση αναγραφής Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις», περί του ότι είναι άκυρος ο όρος που προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862 έως 868 του ΑΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν, αφορά, στο συγκεκριμένο σημείο της, μόνο συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1331/2012, ΕφΘεσσαλ 473/2017), περίπτωση για την οποία δεν πρόκειται εν προκειμένω, εφόσον πρόκειται για σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου. Εξάλλου, η αοριστία όσων λόγων ανακοπής απορρίφθηκαν ως αόριστοι δεν μπορεί να θεραπευτεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή δικόγραφα ή με διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Σε κάθε δε περίπτωση δεν τίθεται θέμα διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Περαιτέρω, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι οι εφεσίβλητοι – ανακόπτοντες, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, προβάλλουν, κατ΄ εκτίμηση αυτού, τον ισχυρισμό περί αοριστίας της αιτήσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και της αοριστίας της διαταγής πληρωμής για τον αναφερόμενο σ΄ αυτές (προτάσεις) λόγο, τον οποίο ισχυρισμό είχαν προβάλει και με τις κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις τους, αυτός (ισχυρισμός), σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, απαραδέκτως προβάλλεται, καθόσον έπρεπε να προβληθεί με λόγο ανακοπής ή με πρόσθετο λόγος ανακοπής. Κατ΄ ακολουθίαν, εφόσον όλοι οι λόγοι της ένδικης ανακοπής απορρίφθηκαν, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη ανακοπή και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Για την περίπτωση δε, που ασκηθεί κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501 παρ. 1, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και των καθ΄ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση (εφεσιβλήτων-ανακοπτόντων), λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Όσον αφορά την εκκαλούσα δεν θα διαληφθεί στην παρούσα, διάταξη περί δικαστικών εξόδων, καθόσον η ως άνω απολειπόμενη εκκαλούσα που νίκησε, πρωτίστως, δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα (άρθρα 106, 191 παρ. 2, 176 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει α) την από 19-1-2018 (αρ. καταθ. ………/2018) έφεση της καθ΄ ης η ανακοπή κατά της υπ΄ αρ. 3963/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (άρθρο 632 παρ. 1, 2 του ΚΠολΔ, όπως οι ανωτέρω διατάξεις είχαν αντικατασταθεί με το Ν. 4055/2012 άρθρο 14 παρ. 1 και ίσχυαν κατά το χρόνο κατάθεσης της ανακοπής) ερήμην της εκκαλούσας και β) την από 7-10-2019 (αρ. καταθ. ……../2019) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», υπέρ της εκκαλούσας και κατά των εφεσιβλήτων της ανωτέρω εφέσεως, ερήμην της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και των καθ΄ ων η πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 19-1-2018 (αρ. καταθ. 59/2018) έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε με το υπ΄αρ. παραβόλου ……../2018, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στην εκκαλούσα.
Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 3963/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (άρθρο 632 παρ. 1, 2 του ΚΠολΔ, όπως οι ανωτέρω διατάξεις είχαν αντικατασταθεί με το Ν. 4055/2012 άρθρο 14 παρ. 1 και ίσχυαν κατά το χρόνο κατάθεσης της ανακοπής).
Κρατεί και δικάζει την από 16-12-2015 (αρ. καταθ. ………/2015) ανακοπή.
Απορρίπτει την ανακοπή.
Επικυρώνει την υπ΄ αρ. …………/2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Δέχεται την από 7-10-2019 (αριθ. καταθ. ………../2019) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.
Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και των καθ΄ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση (εφεσιβλήτων–ανακοπτόντων) τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9-9-2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων των παρισταμένων διαδίκων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ