Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 578/2020

Αριθμός 578 /2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 8-12-2017 (αρ. καταθ. ………../2017) έφεση κατά της υπ’ αρ. 2519/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ (βλ. το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ ………../2017 και το από 8-12-2017 γραμμάτιο είσπραξης της ATTICABANK).

Με την από 25-4-2012 (αρ. καταθ. ………./2012) αγωγή της, η ενάγουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, ήδη πρώτη των εφεσιβλήτων, κατ’εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ισχυρίστηκε ότι την 4-10-2006 στον Πειραιά συνήψε με τρίτο πρόσωπο, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, α)την υπ’ αρ. …………. σύμβαση πίστωσης δι’ ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού και β)την υπ’αρ. ……./a πρόσθετη πράξη σταθερού επιτοκίου, δυνάμει των οποίων χορήγησε στον τελευταίο πίστωση έως του ποσού των 20.000 ευρώ, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναφέρονται σ’  αυτές. Ότι στην ανωτέρω σύμβαση και πρόσθετη πράξη συμβλήθηκε ως εγγυήτρια η πρώτη των εναγομένων, ήδη πρώτη των εκκαλούντων, ως αυτοφειλέτρια, παραιτούμενη ρητά από την ένσταση διζήσεως, με σχετικό όρο στην ανωτέρω υπ’ αρ. ………../4-10-2006 σύμβαση. Ότι η πρώτη των εναγομένων της οφείλει το προκύπτον από το κλείσιμο των αναφερόμενων σ’ αυτήν (αγωγή) εξυπηρετούντων την οικεία σύμβαση λογαριασμών κατάλοιπο, ανερχόμενο στο συνολικό ποσό των 16.241,12 ευρώ. Ότι για το ως άνω οφειλόμενο ποσό, κατόπιν αιτήσεώς της (ενάγουσας), εκδόθηκε η υπ’ αρ. ………../2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήδη αποκτήσασα δύναμη δεδικασμένου ως εκ της δεύτερης κοινοποίησής της, με την από 20-9-2011 επιταγή προς πληρωμή, εκτός του πρωτοφειλέτη και, στην ανωτέρω πρώτη των εναγομένων και τη μη άσκηση ανακοπής κατ’αυτής, με την οποία (β΄ επιταγή προς πληρωμή), εκτός άλλων, επιτάσσεται η τελευταία να καταβάλει σ’ αυτήν (ενάγουσα) το, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σ’ αυτή (αγωγή), συνολικό ποσό των 17.909,88 ευρώ. Ακολούθως, ισχυρίστηκε ότι, ενώ η πρώτη των εναγομένων γνώριζε την ως εκ της επίδικης (καταρτισθείσας) σύμβασης απαίτησή της (ενάγουσας), ενεργώντας δολίως και με σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση της ως άνω απαίτησής της (ενάγουσας), δυνάμει του, μεταξύ άλλων, υπ’ αρ. ………./23-11-2009 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Νίκαιας ……………, νομίμως καταχωρημένου στο οικείο ΚΑΕΚ του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς, μεταβίβασε προς τον δεύτερο των εναγομένων-υιό της, ο οποίος γνώριζε ότι η πρώτη των εναγομένων-μητέρα του απαλλοτρίωνε προς βλάβη της (ενάγουσας-δανείστριάς της), την πλήρη κυριότητα επί του ειδικότερα περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου (διαμερίσματος), αξίας, κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, 54.243 ευρώ. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι, κατόπιν της επίδικης μεταβίβασης, η πρώτη των εναγομένων στερούταν επαρκούς εμφανούς περιουσίας για την ικανοποίηση της απαίτησής της (ενάγουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας). Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να διαρρηχθεί η καταρτισθείσα, με το ως άνω συμβόλαιο, απαλλοτριωτική δικαιοπραξία, με την οποία μεταβιβάσθηκε στον δεύτερo των εναγομένων η ανωτέρω ιδιοκτησία και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.

Η (αυτοτελώς) προσθέτως παρεμβαίνουσα, ήδη δεύτερη των εφεσιβλήτων, με την από 18-10-2013 (αρ. καταθ. ………../2013) (αυτοτελή) πρόσθετη παρέμβασή της, επικαλούμενη άμεσο έννομο συμφέρον ως ειδική διάδοχος της ενάγουσας της ως άνω από 25-4-2012 (αρ. καταθ. ………../2012) αγωγής και λόγω μεταβίβασης σε αυτή (προσθέτως παρεμβαίνουσα), σύμφωνα με την υπ’ αρ. 66/3/26-3-2013 απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος, που κοινοποιήθηκε με το υπ’ αρ. Α.Π. 776/26-3-2013 έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος, το υπ’ αρ. 96/26-3-2013 Διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αρ. 4640/26-3-2013 Φύλλο της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης, ήτοι μετά άσκηση της ανωτέρω αγωγής, της ένδικης απαίτησης, προς ικανοποίηση της οποίας διώκεται με την προαναφερόμενη αγωγή η διάρρηξη της αναφερόμενης απαλλοτρίωσης ως καταδολιευτικής, ζητεί να γίνει δεκτή η ως άνω από 25-4-2012 (αρ. καταθ. ………./2012) αγωγή και να καταδικασθούν οι καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση [εναγόμενοι της από 25-4-2012 (αρ. καταθ. ………./2012) αγωγής] στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αρ. 2519/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε την 29-5-2017, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, συνεκδικάζοντας την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, δέχθηκε εν μέρει αυτές (αγωγή και πρόσθετη παρέμβαση) ως και κατ’ουσίαν βάσιμες και απήγγειλε, υπέρ της ενάγουσας – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση τραπεζικής εταιρείας, ειδική διάδοχο της οποίας αποτελεί ήδη η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, και μέχρι του ποσού των 17.909,88 ευρώ τη διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας που καταρτίσθηκε δυνάμει του υπ’ αρ. …………../2009 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Νίκαιας …………., νομίμως από 25-1-2010 και με αριθμό (καταχώρισης) ……. καταχωρημένου στο οικείο κτηματολογικό φύλλο των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς, αφορώσας δε στη μεταβίβαση από την πρώτη των εναγομένων – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση προς τον δεύτερο των εναγομένων – καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση του δικαιώματος πλήρους κυριότητας επί του υπό στοιχεία Βήτα τρία (Β-3) διαμερίσματος οικοδομής, κειμένης στη θέση «……» της κτηματικής περιφέρειας Κερατσινίου Αττικής και επί της οδού …….., αριθμός ……… Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την προαναφερόμενη έφεση οι εν μέρει ηττηθέντες εναγόμενοι και με τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν, κατ’ εκτίμηση αυτής (έφεσης), να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 941 του ΑΚ προκύπτει ότι για τη διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας πρέπει να συντρέχουν οι εξής όροι: α)απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη, β)η πράξη αυτή να έγινε με σκοπό βλάβης των δανειστών και αυτός υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (τρίτος) να γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών και γ)η υπολειπόμενη μετά την απαλλοτρίωση περιουσία του οφειλέτη να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών. Σκοπός βλάβης υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου η υπόλοιπη περιουσία του δεν θα επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του, οι οποίοι, έτσι, θα υποστούν βλάβη από την απαλλοτρίωση (ΑΠ 1798/2007 ΕλλΔνη 49.177). Ο καταδολιευτικός χαρακτήρας μιας απαλλοτριώσεως δεν αναιρείται, αν, εκτός από την πρόθεση βλάβης του δανειστή, παράλληλα ο οφειλέτης επιδιώκει και άλλους σκοπούς (ΕφΑθ 147/2009, ΕφΑθ 4995/2008, ΕφΘεσ 547/2000, ΕφΑθ 7827/1998). Η γνώση του τρίτου εξάλλου, ως προς το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή, την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του, πρέπει να είναι θετική και δεν αρκεί υπαίτια άγνοια, έστω και από βαριά αμέλεια (ΑΠ 278/2011, ΑΠ 602/2005). Αν ο τρίτος, προς τον οποίο η απαλλοτρίωση, είναι, μεταξύ άλλων, συγγενής του οφειλέτη σε ευθεία γραμμή ή συγγενής σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό, τεκμαίρεται ότι γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς αυτόν προς βλάβη των δανειστών του (πρβλ. ΑΠ 207/2007). Το τεκμήριο, όμως, αυτό είναι μαχητό, μπορεί, δηλαδή, να ανατραπεί αν ο ως άνω συγγενής ισχυριστεί και αποδείξει ότι δεν γνώριζε ότι ο απαλλοτριώσας προέβη στην απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών του και δεν ισχύει, αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της αγωγής (ΑΠ 480/2013, Γεωργιάδη- Σταθόπουλου: Αστικός Κώδιξ κατ’ άρθρο Ερμηνεία, άρθρα 941-942, σελ. 863, αρ. 4 και 5, Καυκά: Ενοχ. Δικ., έκδοση έβδομη, άρθρα 939-942 παρ. 4, σελ. 961). Η ως άνω, όμως, απαιτούμενη για τη διάρρηξη γνώση του τρίτου, υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, ότι, δηλαδή, ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, δεν απαιτείται, κατ’ άρθρο 942 του ΑΚ,σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία (ΑΠ 805/2013). Περαιτέρω, το άρθρο 1509 του ΑΚ, που ρυθμίζει τη γονική παροχή, δεν καθιερώνει νομική υποχρέωση των γονέων για παροχή περιουσίας προς το τέκνο, αλλά αναγνωρίζει απλώς την ηθική τους υποχρέωση να βοηθήσουν οικονομικά στις προβλεπόμενες περιπτώσεις τα τέκνα τους. Άλλωστε, στην έννοια της απαλλοτριώσεως της διατάξεως του άρθρου 939 του ΑΚ περιλαμβάνεται και εκείνη που γίνεται λόγω γονικής παροχής (κατά το άρθρο 1509 του ΑΚ), καθόσον το γεγονός ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρεώσεως του γονέα προς το τέκνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπληρώσεως από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (ΑΠ 1217/2014, ΑΠ 805/2013). Η γονική δε παροχή που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του ΑΚ συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα και, συνεπώς, η περί αυτής δικαιοπραξία είναι χαριστική. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από το χαρακτηρισμό της στο εδάφιο α΄ της τελευταίας διάταξης ως δωρεάς, ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού αυτό αποσκοπεί στο να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής, ως προς το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής, ως επαχθή δικαιοπραξία (ΑΠ 928/2014, ΑΠ 1633/2013, ΑΠ 1815/2012, ΑΠ 1567/2008, ΑΠ 1796/2006, ΑΠ 1778/2006, ΕφΘεσ1047/2011,ΕφΛαρ 42/2009, ΕφΠατρ 352/2008, ΕφΠατρ 943/2006). Εξάλλου, εκείνος, ο οποίος ασκεί την αγωγή για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης, που έγινε προς βλάβη του, πρέπει να έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά το χρόνο επιχείρησης της απαλλοτρίωσης (ΑΠ 121/1998). Τέτοια ιδιότητα έχει και ο δανειστής, που έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη, τα δηµιουργικά περιστατικά της οποίας αρκεί να έχουν συντελεστεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και να είναι αυτή ληξιπρόθεσµη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο Δικαστήριο, οπότε, µε την συνδροµή και των λοιπών προϋποθέσεων του νόµου, (ΑΠ 121/1998 ΕλλΔνη 39,574), ο δανειστής µπορεί να ζητήσει τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης (ΑΠ 862/1998, ΕφΛαρ 705/2006). Η απαίτηση δεν απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά, ούτε να είναι εξοπλισµένη µε τίτλο εκτελεστό, ούτε δυνάµει τούτου (τίτλου) ο δανειστής να έχει προβεί σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη του και αυτή να έχει αποβεί ατελέσφορη (ΕφΠειρ 1453/1995, ΕφΘεσ 339/1993, ΕφΑθ 9239/1989). Με τη σύμβαση δε του ανοικτού λογαριασμού, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή του αλληλοχρέου λογαριασμού, η Τράπεζα ανοίγει πίστωση υπέρ πελάτη της, την οποία αυτός αναλαμβάνει σταδιακά και ακολούθως καταβάλλει τμηματικά, ανάλογα με τους ειδικότερους όρους της συμβάσεως, ορισμένες δόσεις έναντι κεφαλαίου και τόκων. Στην έννομη αυτή σχέση οι αμοιβαίες αποστολές (πιστοδοτικές και εξοφλητικές) αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους και καθίστανται κονδύλια του λογαριασμού, ώστε απαιτητό είναι το μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο. Και πριν, όμως, από το κλείσιμο αυτό, από την παραβολή των πιστοχρεώσεων, προκύπτει η ενεργητική ή παθητική θέση εκατέρου, η οποία συνιστά ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας του. Επομένως, τα παραγωγικά της απαιτήσεως περιστατικά, ιδίως η σύμβαση και η χορήγηση των πιστώσεων, έχουν ήδη συντελεστεί, ώστε η απαίτηση είναι γεγενημένη, έστω και αν δεν είναι πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού βέβαιη και κατά ποσόν εκκαθαρισμένη. Επομένως, η Τράπεζα είναι και πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού δανείστρια, έχει άρα το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νόμου, κάθε απαλλοτρίωση του πελάτη της, έστω και αν έλαβε χώρα πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, αρκεί αυτό να γίνει έως την πρώτη συζήτηση της περί διαρρήξεως αγωγής του (ΑΠ 805/2013). Διάφορη εκδοχή θα κατέληγε σε άτοπο να δύναται ο πιστούχος, παρόλο που γνωρίζει σε δεδομένη στιγμή την παθητική σε βάρος του κατάσταση, που προκύπτει από την αντιπαραβολή των κονδυλίων πιστώσεως και χρεώσεως, να προβαίνει χωρίς κύρωση και χωρίς τον κίνδυνο διαρρήξεως σε απαλλοτρίωση περιουσιακών του στοιχείων πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού προς βλάβη του δανειστή του (ΑΠ 1654/2008). Περαιτέρω, από τα άρθρα 847, 850 και 851 του ΑΚ προκύπτει ότι η εγγύηση αποτελεί παρεπόμενη σύμβαση, συνεπώς δεν παράγεται απλώς ευθύνη άνευ οφειλής σε βάρος του εγγυητή. Ο εγγυητής ευθύνεται πλήρως, δηλαδή ενέχεται όπως κάθε γνήσιος οφειλέτης απέναντι στον δανειστή του, με τη διαφορά ότι ο εγγυητής ενέχεται ή ευθύνεται για την οφειλή άλλου (του πρωτοφειλέτη), συγχρόνως όμως, εκπληρώνει και τη δική του παροχή. Είναι και ο εγγυητής οφειλέτης κατά την έννοια του άρθρου 939 του ΑΚ και κάθε απαλλοτρίωση που έγινε από αυτόν προς βλάβη του δανειστή του, που είναι ο ίδιος με του πρωτοφειλέτη, εφόσον δεν επαρκεί η υπόλοιπη περιουσία του για την ικανοποίησή του, υπόκειται σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ. Ειδικότερα, ο εγγυητής απαίτησης του δανειστή για καταβολή από μέρος του οφειλέτη του καταλοίπου που θα προκύψει από τη λειτουργία σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό κατά το οριστικό κλείσιμο αυτού ευθύνεται, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης, μέχρι του ποσού της κυρίας οφειλής, για το οποίο εγγυήθηκε, και όχι για απαιτήσεις (κονδύλια) του λογαριασμού που αναφέρονται σε μεταγενέστερη σύμβαση, την εκπλήρωση της οποίας δεν εγγυήθηκε, εκτός εάν αυτή η μεταγενέστερη σύμβαση δεν είναι αυτοτελής, αλλά απλώς συμπληρωματική, αυξάνουσα το ποσό της εγγύησης, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού καταλοίπου από τη λειτουργία του λογαριασμού, μέχρι όμως του ποσού της πίστωσης της αρχικής σύμβασης ή των προσθέτων συμβάσεων, εφόσον και αυτές εγγυήθηκε (ΕφΛαρ 71/2015). Περαιτέρω, μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει για το ορισμένο της η περί διαρρήξεως αγωγή περιλαμβάνεται και το ποσό της απαίτησης και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη επέρχεται κατά τόσο μόνον, καθόσον ζημιώνεται ο δανειστής, η εξεύρεση δε του μέρους αυτού εξαρτάται από τη σχέση των προαναφερόμενων ποσών, ήτοι του ποσού της απαίτησης, που πρέπει να ικανοποιηθεί, προς το ποσό της αξίας του απαλλοτριωθέντος περιουσιακού στοιχείου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (ΑΠ 1677/2008, ΑΠ 1127/2005, ΑΠ 479/2005, ΑΠ 1112/2004), εκτός και αν ο εναγόµενος επικαλείται ότι η αξία του απαλλοτριωθέντος είναι µικρότερη από αυτήν της απαίτησης, οπότε δεν έχει νόηµα η αναφορά της αξίας του απαλλοτριωθέντος, αφού η διάρρηξη θα είναι ολική (ΑΠ 637/2001, ΑΠ 1200/1982, ΕφΑθ 3133/1994). Τέλος, ο ισχυρισμός του εναγομένου οφειλέτη ή του από αυτόν αποκτήσαντος τρίτου, προς απόκρουση της εις βάρος του αγωγής του δανειστή με την οποία ζητείται η διάρρηξη δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, ότι ο απαλλοτριώσας οφειλέτης έχει άλλη εμφανή περιουσία, ικανή προς ικανοποίηση των δανειστών του οφειλέτη, αποτελεί ένσταση και για να είναι ορισμένος πρέπει να αναφέρονται τα περιουσιακά στοιχεία και η αξία αυτών, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον ενάγοντα δανειστή να αμυνθεί και να μπορεί να κριθεί αν η υπολειπόμενη αυτή εμφανής περιουσία, ενόψει της αξίας αυτής και της απαίτησης του δανειστή, είναι ικανή για την ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 1001/2007).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των διαδίκων, ……….. της ενάγουσας και …………. των εναγομένων, αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ιδίου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 511/2018,ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), εκτός α) από τα έγγραφα που επικαλούνται οι εκκαλούντες με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις τους, μόνο ως κατωτέρω, ήτοι όλα τα σχετικά που είχαν επικαλεστεί με τις προτάσεις τους και την προσθήκη – αντίκρουσή τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί της αγωγής και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (σχετ. 1-9), καθόσον η επίκληση αυτή δεν είναι νόμιμη, (κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ, το οποίο, αν και αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, εφαρμόζεται και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων), χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων αντίστοιχα, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών, εκτός από αυτά των οποίων γίνεται ρητή επίκληση με τις προτάσεις του παρόντος βαθμού,  β) από το σχετ. 14 έγγραφο (ήτοι απόφαση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΚΕ.Π.Α.),του οποίου γίνεται επίκληση από τους εκκαλούντες και προσκομίζεται το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεών τους (εκκαλούντων), δηλαδή, μετά την κατά τη δικάσιμο της 7-11-2019 συζήτηση στο ακροατήριο και εντός της κατά το άρθρο 524 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη καθόσον έγγραφα επικαλούμενα με την προσθήκη των προτάσεων δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν προσάγονται για την αντίκρουση ισχυρισμών που προβάλλονται με τις προτάσεις (πρβλ. ΑΠ 1058/2011, ΑΠ 738/1984 ΝοΒ 1985.461, ΕφΔωδ 251/2006, ΕφΔωδ 394/2005), γεγονός όμως που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, καθώς επίσης, δεν λαμβάνονται υπόψη οι ισχυρισμοί που περιέχονται μόνο α)στις προτάσεις και την προσθήκη – αντίκρουση των εκκαλούντων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί της αγωγής και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης και β)στις από 5-11-2014 προτάσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και την από 10-11-2014 προσθήκη – αντίκρουσή της, που επικαλείται η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, καθόσον δεν γίνεται ειδική μνεία στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, αντίστοιχα, των ισχυρισμών που επαναφέρονται με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων (άρθρο 240 του ΚΠολΔ, ΑΠ 406/2003 ΕλλΔνη 44.1613, ΑΠ 1417/2002 ΕλλΔνη 44.177), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αρ. ……….. σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που συνήφθη εγγράφως την 4-10-2006 στον Πειραιά, μεταξύ της ενάγουσας-ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας (υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση) με την επωνυμία «……………», ήδη πρώτης των εφεσιβλήτων, και τρίτου προσώπου-πιστούχου, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, στην οποία συμβλήθηκε, μεταξύ άλλων, η σύζυγός του -πρώτη των εναγομένων – ήδη πρώτη των εκκαλούντων (καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση), ως εγγυήτρια, η πρώτη χορήγησε στον ως άνω πιστούχο πίστωση μέχρι του ποσού των 20.000 ευρώ, για να χρησιμοποιηθεί ως κεφάλαιο κίνησης, σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες της ως άνω σύμβασης. Έτσι η πρώτη των εναγομένων ανέλαβε έναντι της ενάγουσας, να πληρώσει ως αυτοφειλέτρια και σε ολόκληρο με τον πιστούχο σύζυγό της το χρεωστικό υπόλοιπο που θα προέκυπτε κατά το κλείσιμο των εξυπηρετούντων τη χρήση της σύμβασης (πίστωσης) κάτωθι αναφερόμενων λογαριασμών. Αυθημερόν δε, υπογράφηκε μεταξύ των ως άνω μερών η υπ’ αρ. ……………/a πρόσθετη πράξη σταθερού επιτοκίου. Για την εξυπηρέτηση της ανωτέρω πίστωσης δι’ ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού τηρήθηκαν από την ενάγουσα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την σύναψή της και μέχρι την ακολούθως αναφερόμενη καταγγελία αυτής, οι υπ’ αρ. ………. και ……….. λογαριασμοί (κεφαλαίου και τόκων). Με τους υπό στοιχεία 20, 21 όρους της ανωτέρω αναφερόμενης συμβάσεως, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε ότι «20) Ο Πιστούχος και ο/οι Εγγυητής/ές αναγνωρίζουν πλήρη αποδεικτική δύναμη σε αποσπάσματα, φωτοτυπίες ή φωτοαντίγραφα των βιβλίων της Τράπεζας, των επιταγών που ακυρώνονται και τυχόν επιστρέφουν στον Πιστούχο, καθώς και των σε τακτά χρονικά διαστήματα, αποστελλομένων σε αυτόν μερίδων του καθολικού που εμφανίζουν την κίνηση του λογαριασμού, προς απόδειξη της από την παρούσα σύμβαση σχέσης καθώς και κάθε οφειλής αυτού προς την Τράπεζα για κάθε ποσό και δεν δικαιούνται να αρνούνται το πιο πάνω συνομολογούμενο τεκμήριο της πλήρους αποδείξεως. 21) Όλες οι εκταμιεύσεις και αποπληρωμές που γίνονται με βάση την παρούσα σύμβαση θα χρεώνονται και πιστώνονται από την Τράπεζα σε λογαριασμό Πίστωσης του Πιστούχου και οποιαδήποτε ποσά που οφείλονται από τον Πιστούχο με βάση την παρούσα σύμβαση θα αποδεικνύονται με αποσπάσματα από τα βιβλία της Τράπεζας ή φωτοαντίγραφα τούτων, τα οποία ο Πιστούχος και ο/οι Εγγυητής/ές αναγνωρίζουν ότι αποτελούν πλήρη απόδειξη». Την 24-2-2011, η ενάγουσα τραπεζική εταιρεία (υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση) κατήγγειλε την εν λόγω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Κατά τον ως άνω χρόνο εμφανιζόταν χρεωστικό κατάλοιπο σε βάρος του προαναφερόμενου πιστούχου 16.241,12 ευρώ. Η ενάγουσα γνωστοποίησε την ως άνω καταγγελία στον εν λόγω πιστούχο και στην συμβληθείσα, κατά τα προαναφερόμενα, ως εγγυήτρια πρώτη των εναγομένων (καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση) την 9-3-2011, καλώντας τους ταυτόχρονα να προβούν, εντός χρονικού διαστήματος ενός μηνός από την εν λόγω επίδοση, σε ρύθμιση της ανωτέρω οφειλής τους, ενώ, επί άπρακτης παρέλευσης της εν λόγω μηνιαίας προθεσμίας, να εξοφλήσουν άμεσα το ανωτέρω ποσό. Ακολούθως, για την ως άνω απαίτησή της (χρεωστικό υπόλοιπο) που παρέμενε ανεξόφλητη και κατόπιν αιτήσεώς της [της ενάγουσας τραπεζικής εταιρείας (υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση)], την οποία συνόδευσε με τις αναφερόμενες στον ως άνω τίτλο από 16-3-2011 εκτυπώσεις των μηχανογραφικώς τηρουμένων αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της, εξηγμένων από τα νόμιμα εμπορικά βιβλία της, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή και δη των ως άνω …………. λογαριασμών κεφαλαίου και τόκων καθώς και του ………….. λογαριασμού μεταφοράς υπολοίπων, εμφαινόντων τις οικείες χρεοπιστώσεις καθώς και το προκύπτον κατάλοιπο κατά την ημερομηνία κλεισίματος, εκδόθηκε την 4-7-2011 η υπ’ αρ. ……../2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά του τρίτου προσώπου – μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, πιστούχου, και της πρώτης των εναγομένων, εγγυήτριας, με την οποία, διατάχθηκαν οι τελευταίοι καθένας σε ολόκληρο να καταβάλουν στην αιτούσα, ήδη ενάγουσα-πρώτη των εφεσιβλήτων, το ποσό των 16.241,12 ευρώ, έντοκα από την 25-2-2011 και μέχρι την εξόφληση, καθώς και 590 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα έκδοσης της διαταγής πληρωμής. Ακριβές αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής κοινοποίησε η ενάγουσα στον προαναφερόμενο πιστούχο και στην πρώτη των εναγομένων (καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση) την 22-7-2011 (βλ. τις υπ’ αρ. ………./22-7-2011 και ………΄/22-7-2011, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..) και εκ νέου την 12-10-2011 (βλ. τις υπ’ αρ. ………΄/12-10-2011 και ……….΄/12-10-2011, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης, επίσης, του ως άνω δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), μετά της από 13-7-2011 επιταγής προς πληρωμή, με την οποία επιτάσσεται ο καθένας από αυτούς να καταβάλει εντόκως (πλην του σκέλους των επιτασσόμενων τόκων) το συνολικό ποσό των 17.909,88 ευρώ, ενώ, ο ανωτέρω πιστούχος και η πρώτη των εναγομένων (καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση) δεν άσκησαν ανακοπή κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί τελεσίδικη (άρθρο 633 παρ. 2 εδ. τελ. του ΚΠολΔ). Σε κάθε περίπτωση αποδείχθηκε ότι το ύψος της οφειλής είναι το προαναφερόμενο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της ως άνω συμβάσεως, πριν το οριστικό κλείσιμο του ως άνω λογαριασμού (κεφαλαίου και τόκων) και ενώ η ως άνω πίστωση εμφάνιζε, την 23-11-2009, χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 15.984,37 ευρώ (η τελευταία συναλλαγή πριν την επίδικη μεταβίβαση έλαβε χώρα την 17-11-2009), η πρώτη των εναγομένων (καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση), την ως άνω ημερομηνία 23-11-2009, τελώντας σε γνώση, αφενός, ως έχουσα συμβληθεί στην επίδικη σύμβαση υπό την ιδιότητα της εγγυήτριας, ενεχόμενη, ωστόσο, ως αυτοφειλέτρια, των παραγωγικών περιστατικών της μετέπειτα, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, καταστάσας ληξιπρόθεσμης απαίτησης της ενάγουσας τραπεζικής εταιρείας (υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση), αφετέρου, ως λαμβάνουσα ενημέρωση από αλληλογραφία της ενάγουσας (όπως προκύπτει και από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος, μεταξύ άλλων κατέθεσε: «…Βέβαια παρακολουθούσε την αλληλογραφία κι αυτά. Ήξερε το τι γίνεται περίπου…», της, κατά τον ως άνω χρόνο και δη την 23-11-2009, κατάστασης που εμφάνιζε η εν λόγω σύμβαση και η οποία ήταν παθητική σε βάρος της (πρώτης των εναγομένων – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση), μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, υπό τον όρο της ισόβιας συνοίκησης της ιδίας και του συζύγου της, με το υπ’ αρ. ………../23-11-2009 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Νίκαιας …………, νομίμως από 25-1-2010 και με αριθμό (καταχώρισης) 454 καταχωρημένο στο οικείο κτηματολογικό φύλλο των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς, στον υιό της – δεύτερο των εναγομένων- δεύτερο των εκκαλούντων το δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί του υπό στοιχεία Βήτα τρία (Β-3) διαμερίσματος οικοδομής, κειμένης στη θέση «……….» της περιφέρειας Κερατσινίου Αττικής και επί της οδού ………. αριθμός ……….., ανεγερθείσας σε τμήμα ενιαίου οικοπέδου επιφάνειας 432 τ.μ., συμμετέχουσας δε ολόκληρης της οικοδομής ως κάθετη ιδιοκτησία στην εξ αδιαιρέτου κυριότητα του όλου οικοπέδου κατά ποσοστό 330/1000. Το ενιαίο οικόπεδο συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησίες …………, δυτικά με την οδό ……., βόρεια με ιδιοκτησία ……. και νότια με ιδιοκτησίες …….. και ……….. Το ανωτέρω Βήτα τρία (Β-3) διαμέρισμα της προαναφερόμενης οικοδομής, αποτελούμενο από χωλλ, σαλόνι, δύο κοιτώνες, κουζίνα, λουτρό και οφφίς, αποτελεί αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, συσταθείσα με την νομίμως μεταγεγραμμένη υπ’αρ. ……./1975 πράξη του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., σε συνδυασμό με την υπ’ αρ. ……./1976 πράξη τροποποίησης της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., νομίμως μεταγεγραμμένη στον τόμο …….. και με α.α. ……… των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, έχει λάβει στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς ΚΑΕΚ ……… και έχει επιφάνεια 82 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 262,40 κ.μ., όγκο κοινοχρήστων 38,40 κ.μ., συνολικό όγκο 300,80 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο και ψήφους 82/1000, συνορεύει δε βόρεια με ιδιοκτησία ……… και ………., νότια με κοινόχρηστο πλατύσκαλο, κλιμακοστάσιο και με ιδιοκτησία ………. και ………, ανατολικά με κοινόχρηστο πλατύσκαλο, ακάλυπτο χώρο της οικοδομής και πέραν αυτού με ιδιοκτησία ………., δυτικά με εξώστη και πέραν αυτού με οδό …………. Το ως άνω διαμέρισμα είχε περιέλθει στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα της πρώτης των εναγομένων, ως μελλόκτιστο διαμέρισμα, με προίκα, δυνάμει του υπ’ αρ.  ………/1976 προικοσυμφώνου της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., νομίμως μεταγεγραμμένο στον τόμο …… και με αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 56 και 57 του Ν. 1329/1983, ενώ στη συνέχεια η πρώτη των εναγομένων με την υπ’ αρ. …………/1977 άδεια οικοδομής της Πολεοδομίας Πειραιώς, ανήγειρε εξ ιδίων δαπανών και φροντίδων, το ως άνω διαμέρισμα. Η αξία του ως άνω διαμερίσματος, για τον υπολογισμό και την καταβολή του φόρου, των τελών, δικαιωμάτων και εξόδων, κατά το χρόνο συνάψεως του σχετικού συμβολαίου και μεταβιβάσεως αυτού, καθορίστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 4 του Ν.Δ. 118/1973 στο ποσό των 51.530,85 ευρώ, ενώ κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής και συζητήσεως αυτής η αντικειμενική του αξία ανερχόταν στο ποσό των 54.243 ευρώ, αξία που δεν υπολείπεται της εμπορικής αξίας. Ωστόσο, με την ανωτέρω μεταβίβαση, η πρώτη των εναγομένων (καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση) απαλλοτρίωσε όλη της την (εμφανή) περιουσία, με συνέπεια να καταστεί ανέφικτη η ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, καθώς η πρώτη των εναγομένων στερείται άλλης εμφανούς σημαντικής και επαρκούς περιουσίας, για την ικανοποίηση της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας τραπεζικής εταιρείας (υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση), δοθέντος ότι η αντικειμενική αξία του ανήκοντος, κατά τον ανωτέρω χρόνο, στην πρώτη των εναγομένων (καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση), κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου, ποσοστού 164/1000 εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επί του κειμένου στη θέση «……………» κτηματικής περιφέρειας ……. Κορινθίας αγροτεμαχίου, συνορεύοντος βόρεια με ιδιοκτησία αγνώστου, νότια με αγροτικό δρόμο, ανατολικά με ιδιοκτησία . ………….., δυτικά με αγροτικό δρόμο, το οποίο, άλλωστε, με το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ’αρ. ……./9-4-2010 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Νίκαιας …………., η εν λόγω πρώτη των εναγομένων (καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση) μεταβίβασε λίγους μήνες μετά την (επίδικη) προαναφερόμενη μεταβίβαση κατ’ισομοιρίαν στον δεύτερο των εναγομένων (καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση) υιό της και στην θυγατέρα της, ανερχόταν μόλις στο ποσό των 1.781,40 ευρώ. Επομένως, τα παραγωγικά της απαίτησης περιστατικά, ιδίως η σύναψη συμβάσεως εγγυήσεως και η χορήγηση της πιστώσεως, είχαν ήδη συντελεστεί, ώστε η απαίτηση ήταν γεγεννημένη, και, επιπλέον, η απαίτησή της (ενάγουσας) έναντι του ως άνω οφειλέτη της κατέστη (μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού) ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, μέχρι την συζήτηση της ένδικης αγωγής, η οποία έλαβε χώρα την 1-2-2017. Συνεπώς, η ενάγουσα ως δανείστρια, έχει το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική, εάν βεβαίως συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νόμου, κάθε απαλλοτρίωση της οφειλέτιδάς της, έστω και αν έλαβε χώρα πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, αρκεί αυτό (κλείσιμο του λογαριασμού) να γίνει έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής, όπως εν προκειμένω. Εξάλλου, η ενάγουσα τραπεζική εταιρεία (υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση), με την, κατά τα προαναφερόμενα, από 9-3-2011 γνωστοποίηση στην πρώτη των εναγομένων (καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση) της από 24-2-2011 καταγγελίας της …………./4-10-2006 σύμβασης πίστωσης δι’ ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, ενημέρωσε την τελευταία για το κατ’ άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 3816/2010 δικαίωμά της να προβεί εντός μηνός από την ανωτέρω ημεροχρονολογία (γνωστοποίησης της καταγγελίας) σε ρύθμιση της εν λόγω οφειλής και αποπληρωμή αυτής εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών, χωρίς, ωστόσο, να προκύπτει ότι η πρώτη των εναγομένων (καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση) έκανε χρήση αυτής της δυνατότητας. Πριν την επίδικη δε μεταβίβαση του ως άνω ακινήτου και συγκεκριμένα την 25-6-2009 ο πιστούχος – σύζυγος της πρώτης των εναγομένων (καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση), ο οποίος, μέχρι τον ανωτέρω χρόνο, δραστηριοποιούταν στο χώρο του λιανικού εμπορίου καυσίμων για οχήματα, διέκοψε τις εργασίες της ως άνω επιχειρήσεώς του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη των εναγομένων (καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση) προέβη στην ανωτέρω (επίδικη) μεταβίβαση προς τον δεύτερο των εναγομένων (καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση) με μοναδικό σκοπό να βλάψει την εν λόγω αντίδικό της και συγκεκριμένα να μην μπορέσει αυτή να ικανοποιήσει την σε βάρος της (πρώτης των εναγομένων) απαίτησή της απορρέουσα από την ως άνω από 4-10-2006 ……………. σύμβαση πίστωσης δι’ ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, μετά της υπ’ αρ…………./a πρόσθετης πράξης αυτής, απαίτηση της τελευταίας, για την οποία έχει εκδοθεί η ανωτέρω διαταγή πληρωμής, όπως και έγινε, δεδομένου ότι, λόγω μη ύπαρξης επαρκούς εμφανούς περιουσίας της πρώτης των εναγομένων (καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση), σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, η τελευταία κατέστη αφερέγγυα και δεν μπόρεσε η ενάγουσα (υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση) να εισπράξει με αναγκαστική εκτέλεση την απαίτησή της. Η πρώτη των εναγομένων σαφώς γνώριζε, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η μεταβίβαση αυτή, αφενός ότι είναι οφειλέτιδά της, κατά τα προαναφερόμενα, υπό την ιδιότητα αυτής ως εγγυήτριας-αυτοφειλέτιδας στην ανωτέρω σύμβαση πίστωσης, αφού, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, υπήρχαν, ήδη, τα παραγωγικά περιστατικά της απαίτησης της ενάγουσας και αφετέρου ότι με την απαλλοτρίωση του ως άνω μοναδικού (κατά το χρόνο της ως άνω μεταβιβάσεως, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και της συζήτησης αυτής) (εμφανούς, σημαντικού, λόγω της μικρής αξίας του άλλου ακινήτου που μεταβιβάστηκε μεταγενέστερα) περιουσιακού της στοιχείου, θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση ώστε δεν θα είναι πλέον εφικτή η ικανοποίηση της απαίτησής της (ενάγουσας), γεγονός που αποδέχθηκε. Ενισχυτικό, άλλωστε, στοιχείο του σκοπού βλάβης της ενάγουσας, αποτελεί η μεταβίβαση από την πρώτη των εναγομένων – κατά την ίδια ημεροχρονολογία που έλαβε χώρα η ένδικη απαλλοτρίωση και αμέσως προγενέστερα της υπογραφής του ως άνω μεταβιβαστικού συμβολαίου του άλλου περιουσιακού στοιχείου της (μικρότερης, σε σχέση με το ένδικο διαμέρισμα, αξίας) στη θυγατέρα της, γεγονός που αποδεικνύει την πρόθεση της πρώτης από τους  εναγομένους να αποστερήσει παντελώς την ενάγουσα από τη δυνατότητα ικανοποίησης της απαίτησής της. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, επαναφέροντας τον ισχυρισμό τους στον παρόντα βαθμό, ότι η επίδικη μεταβίβαση δεν έγινε με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας, αλλά αποκλειστικά στο πλαίσιο εκπλήρωσης της ηθικής υποχρέωσης της πρώτης εξ αυτών προς εξασφάλιση του δεύτερου εξ αυτών-υιού της. Πλην όμως, το ως άνω γεγονός, ουδόλως αναιρεί την ως άνω πρόθεση βλάβης, κατά τα αναφερόµενα στη νοµική σκέψη της παρούσας και δεν καταλύει την οικεία νομική υποχρέωση πληρωμής οφειλής. Ο δε προβαλλόμενος ισχυρισμός των εναγομένων, τον οποίο επαναφέρουν στον παρόντα βαθμό, περί εξακολούθησης εξυπηρέτησης της σύμβασης για ικανό χρονικό διάστημα μετά τη σύναψη της επίδικης προς διάρρηξη μεταβιβάσεως, ήτοι από 23-11-2009 μέχρι και την 31-12-2010, με την καταβολή, εκ μέρους του πρωτοφειλέτη- συζύγου της πρώτης από αυτούς, συνολικού ποσού 4.615,10 ευρώ, παρά το γεγονός ότι από το μήνα Ιούνιο του έτους 2009 είχε προβεί (ο σύζυγος της πρώτης των εναγομένων – πρωτοφειλέτης) σε διακοπή των εργασιών του πρατηρίου καυσίμων που διατηρούσε, δεν δύναται να ανατρέψει την κρίση του Δικαστηρίου περί υπάρξεως προθέσεως βλάβης της δανείστριας ενάγουσας, καθώς προκύπτει ότι είχε γίνει χρήση σχεδόν του συνόλου της πίστωσης, ήδη, από τον Δεκέμβριο του 2008, από τότε δε ο λογαριασμός εξυπηρετείτο με την καταβολή μόνο ποσών έως περίπου 500 ευρώ, το δε παθητικό υπόλοιπο, όπως προκύπτει από την κίνηση του σχετικού λογαριασμού, από τον ως άνω χρόνο, ανερχόταν σταθερά άνω των 15.000 ευρώ, καθ’ όλη τη μετέπειτα διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης. Εξάλλου, και ο έτερος προβαλλόμενος ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι το συμπέρασμα της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η πρώτη από αυτούς προέβη στην απαλλοτριωτική μεταβίβαση, αντιλαμβανόμενη την αδυναμία του συζύγου της να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις από την ένδικη σύμβαση, είναι αβάσιμο γιατί, αν γνώριζε αυτό, θα είχε σπεύσει αμέσως να καταχωρίσει την απαλλοτριωτική δικαιοπραξία στα οικεία δημόσια βιβλία, ώστε να ολοκληρωθεί η ένδικη μεταβίβαση και δεν θα ανέμενε δύο μήνες, από το Νοέμβριο του έτους 2009, που έλαβε χώρα η πράξη της μεταβίβασης, έως τον Ιανουάριο τους έτους 2010 που προέβη στην καταχώρισή της στα οικεία δημόσια βιβλία και ότι από το γεγονός αυτό και μόνο αποδεικνύεται η παντελής έλλειψη δόλου της, δεν δύναται (ο ως άνω ισχυρισμός) να ανατρέψει την κρίση του Δικαστηρίου περί υπάρξεως προθέσεως βλάβης της δανείστριας ενάγουσας, καθώς, εκτός των προαναφερόμενων, δεν διευκρινίζεται από τους εκκαλούντες ο λόγος παρελεύσεως του ανωτέρω διμήνου, ήτοι εάν ήταν οικειοθελής ή η καθυστέρηση οφείλεται σε ανώτερη βία, ούτε, σε κάθε περίπτωση, αποδεικνύεται ο λόγος αυτός. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ενόψει του ότι οι εναγόμενοι συνδέονται με συγγενική σχέση και ειδικότερα η πρώτη των εναγομένων είναι μητέρα του δεύτερου από αυτούς και η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία, το Δικαστήριο δεν ερευνά τη γνώση του δεύτερου των εναγομένων, υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση, περί του ότι η δικαιοπάροχός του-οφειλέτρια, πρώτη των εναγομένων, απαλλοτρίωσε με σκοπό τη βλάβη της ενάγουσας δανείστριας, καθόσον, κατ’ άρθρο 942 του ΑΚ, δεν απαιτείται η γνώση αυτή. Εξάλλου από τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με το ότι έως και σήμερα δεν έχει ικανοποιηθεί η απαίτηση της ενάγουσας, σαφώς προκύπτει ότι με την ένδικη απαλλοτρίωση οι εναγόμενοι στόχευαν στην αποξένωση της πρώτης από αυτούς και οφειλέτριας της ενάγουσας από το ως άνω περιουσιακό της στοιχείο, ώστε να μην μπορεί η ενάγουσα, επιλαμβανόμενη αυτού, να ικανοποιήσει την αξίωσή της. Περαιτέρω, η ως άνω απαίτηση δυνάμει της από 26-3-2013, ήτοι μετά την επέλευση της εν προκειμένω εκκρεμοδικίας, καταρτισθείσας μεταξύ της ενάγουσας (υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση) και της προσθέτως παρεμβαίνουσας σύμβασης πώλησης, η οποία εγκρίθηκε με την υπ’ αρ. 66/3/26-3-2013 απόφαση ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος, που κοινοποιήθηκε με το υπ’ αρ. Α.Π. 776/26-3-2013 έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος, και το υπ’ αρ. 96/26-3-2013 διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αρ. 4640/26-3-2013 φύλλο της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχει ήδη μεταβιβαστεί στην προσθέτως παρεμβαίνουσα (βλ. και την από 15-7-2013 βεβαίωση της Τράπεζας Πειραιώς ΑΕ). Κατόπιν τούτων, ενόψει του ότι η αξία του επίδικου περιουσιακού στοιχείου υπερκαλύπτει την απαίτηση της ενάγουσας τραπεζικής εταιρείας, ενώ, η απαγγελία της διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας θίγει την τελευταία μόνο στο μέτρο που απαιτείται για την ικανοποίηση της απαίτησης του εκάστοτε ενάγοντος δανειστή, αφού μόνο υπέρ αυτού ενεργεί, συντρέχει περίπτωση να διαρρηχθεί η προαναφερόµενη απαλλοτριωτική δικαιοπραξία, ως προς το ως άνω μεταβιβασθέν υπό στοιχεία Βήτα τρία (Β-3) διαμέρισμα επί οικοδομής, κειμένης στη θέση «………..» της περιφέρειας Κερατσινίου Αττικής), έως του ποσού των 17.909,88 ευρώ, για την ικανοποίηση της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή και εν μέρει την πρόσθετη παρέμβαση ως κατ’ουσίαν βάσιμες και απήγγειλε τη διάρρηξη της προαναφερόμενης απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, ορθά κατ’ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ’ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ’ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση στο σύνολό της να απορριφθεί ως αβάσιμη. Επίσης, το Δικαστήριο, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού 150 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 8-12-2017 (αρ.καταθ. ………./2017) έφεση κατά της υπ’ αρ. 2519/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ …………/2017 και το από 8-12-2017 γραμμάτιο είσπραξης της ATTICABANK, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στις 4 Ιουνίου 2020 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 21 Σεπτεμβρίου 2020, με σύνθεση, αποτελούμενη από τους Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, Αικατερίνη Κοκόλη και Σοφία Καλούδη, Εφέτες, λόγω της αποχώρησης από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας του Προέδρου Εφετών Αντωνίου Πλακίδα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ