Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 588/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    588/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

  Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 528 εδαφ. α ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 § 2 Ν. 3994/2011, ισχύει δε και μετά το Ν. 4335/2015, η έφεση του ερημοδικασθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, ως λειτουργικό υποκατάστατο της (καταργημένης) αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους τυχόν πρόσθετους λόγους της, ήτοι εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως και την αναδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο, το οποίο μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 495/2017, ΑΠ 546/2014, ΑΠ 907/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008 ΝοΒ 2008/1457, ΑΠ 1015/2005 ΕλΔνη 2005/1100, ΕφΠειρ 197/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμέας, Ένδικα Μέσα, 2007, σελ. 66 επομ.), προκειμένου ο εκκαλών να δυνηθεί να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως και να επανορθώσει με την έφεση τις συνέπειες, που ενδεχομένως επέφερε η απουσία του (ΑΠ 446/2007, ΕφΠειρ 59/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ερήμην απόφασης καταρχήν αρκεί η τυπική παραδοχή της εφέσεως, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσας και δεν προηγείται έρευνα της βασιμότητας των λόγων της (ΑΠ 1906/2008 ΝοΒ 2009/927, ΑΠ 884/2007 ΧρΙΔ 2008/52, ΤριμΕφΠειρ 27/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ 933/2011 ΕΔΠ 2011/143) ούτε απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος από αυτούς (ΑΠ 2150/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012 ΝοΒ 2013/132, ΕφΠειρ 195/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την επέλευση, όμως, του δικονομικού αυτού αποτελέσματος, προκειμένου να θεωρηθούν παραδεκτοί οι ισχυρισμοί του ερημοδικασθέντος  εκκαλούντος και να ερευνηθούν από το Εφετείο, προϋποτίθεται, πρώτον, ότι οι λόγοι της έφεσης είναι λυσιτελείς (Γ.Αποστολάκης, Η αποδεικτική διαδικασία μετά την άσκηση της έφεσης κατ’ ερήμην αποφάσεως, σε ΑρχΝ 2009/35 επομ.), ορισμένοι (ΕφΑθ 4634/2009 ΕλΔνη 2010/1054, ΕφΑθ 6525/2005 ΕλΔνη 2006/1482) και νόμιμοι (ΕφΠειρ 557/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 52/2012 ΕλΔνη 2013/1036), αφού σε κάθε αντίθετη περίπτωση η έφεση απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξαφανίζεται (ΕφΛαρ 145/2014 Δικογραφία 2014/707, ΕφΑθ 1600/2004 ΕλΔνη 2004/1078, Σ.Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, § 228δ, σελ. 104, Β.Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, αρ. 2099, σελ. 524) και, δεύτερον, ότι ο εκκαλών εναγόμενος, που δικάστηκε ερήμην στην πρωτοβάθμια δίκη, είτε αρνείται με την έφεση του την ιστορική βάση της αγωγής, που έγινε δεκτή λόγω του τεκμηρίου ομολογίας της, που συνήχθη από την απουσία του, είτε υπό το ισχύον καθεστώς της μονομερούς συζητήσεως υποθέσεων αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου στις ειδικές διαδικασίες, προσβάλλει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τα πραγματικά περιστατικά της εναντίον του αγωγής, που εκδικάστηκε σαν να ήταν και αυτός παρών και έγινε δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη, οπότε η απόφαση πλήττεται στο σύνολο της και εξαφανίζεται ως προς όλες τις διατάξεις της που βλάπτουν τον εκκαλούντα (ΑΠ 985/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αν ο εναγόμενος που ερημοδικάστηκε, χωρίς να αρνείται την ιστορική βάση της, επικαλείται με την έφεση του είτε (αοριστία ή άλλο) απαράδεκτο είτε νομική αβασιμότητα της εναντίον του αγωγής, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ερευνά τη βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών, χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 5998/2007 ΕλΔνη 2009/235, ΕφΑθ 9960/2005 Αρμ.2007/379), αφού τότε η εξαφάνιση της δεν είναι απαραίτητη για να ανατραπεί το τεκμήριο ομολογίας (ΤριμΕφΔωδ 15/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ούτε για να θεωρηθούν παραδεκτοί οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, αφού δεν αντιφάσκουν προς αυτό. Το ίδιο συμβαίνει όταν ο ερημοδικασθείς πρωτοδίκως εναγόμενος, χωρίς να αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε στην αγωγή επίκληση, προτείνει ενστάσεις καταλυτικές, όπως π.χ. εξόφλησης ή παραγραφής, των αξιώσεων του ενάγοντος που επιδικάστηκαν (ΕφΛαρ 145/2014, ο.π., ΕφΑθ 6525/2005, ο.π., ΕφΑθ 2439/2002 ΕλΔνη 2002/1480, ΕφΑθ 7321/2001 ΕλΔνη 2002/495). Στις περιπτώσεις αυτές η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μόνον αν κριθεί βάσιμος κάποιος από τους ισχυρισμούς αυτούς, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (ΑΠ 1075/2013, ΑΠ 1040/2013, ΕφΠειρ 64/2018, ΕφΑθ 3706/2015, ΕφΛαρ 232/2015, ΕφΑθ 2120/2014, ΕφΘρ 73/2014, ΕφΛαμ 9/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 565/2003 Δικογραφία 2004/91, ΕφΘεσ 1376/2003 ΕλΔνη 2004/557, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Σ. Ματθίας, Ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατ’ ερήμην αποφάσεων, ΕλΔνη 1995/11 επομ. [14], M.Μαργαρίτης, σε Κ.Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα, ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 528, αρ. 1, Δ.Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 164, Ε. Ποδηματά, Η ερημοδικία και τα τακτικά ένδικα μέσα επί ερήμην αποφάσεων μετά τον ν. 2915/2001, σε ΕΔνη 2002/15 επομ. [23]).

Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 25.4.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./30.4.2019 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……/30.4.2019 έφεση της δεύτερης εναγομένης-εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «. .», που στρέφεται κατά της με αριθμό 5416/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην αυτής και της πρώτης εναγομένης με την επωνυμία «…………..», μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, σαν να ήταν παρούσες, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ.3, 621επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και έκανε εν μέρει δεκτή την σε βάρος τους από 27.12.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως  ………../3.1.2018 αγωγή των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, …………….., αναγνωρίζοντας την εις ολόκληρον υποχρέωση τους, της μεν πρώτης αυτών, ως εφοπλίστριας, της δε δεύτερης, ως κυρίας, περιορισμένα δια του πλοίου και μέχρι την αξία του, να καταβάλουν σε έκαστο τούτων τα αναφερόμενα ποσά αντίστοιχα, για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών και υποχρεώνοντας τες ομοίως να τους καταβάλουν επιπλέον τα αναφερόμενα ποσά αντίστοιχα, για υπερωριακή αμοιβή, δώρα εορτών και αποζημίωση απόλυσης, νομιμοτόκως, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις, από την εργασία τους, ως ναύκληρου του πρώτου, ναύτη του δεύτερου και ύπαρχου του τρίτου, στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «PT” με αριθμό νηολογίου Βαλέτας Μάλτας …………., που μετονομάστηκε σε «K”, εφοπλισμού της πρώτης εναγομένης και κυριότητας της δεύτερης τούτων, ήδη εκκαλούσας, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως, να γίνει δεκτή στην ουσία της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, δεδομένου ότι η εναγομένη-εκκαλούσα, δικάστηκε ερήμην στην πρωτόδικη δίκη και με την έφεση της παραπονείται, μεταξύ άλλων, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αρνούμενη συλλήβδην την ιστορική βάση της αγωγής, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά το μέρος, κατά το οποίο μεταβιβάσθηκε σ’αυτό με την έφεση, να δικασθεί εξαρχής και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή στο σύνολο της από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας, όσον αφορά την δεύτερη των εναγομένων (άρθρα 533 παρ.1, 535 παρ.1 και 591 § 1 ΚΠολΔ), ερήμην των εφεσιβλήτων, καθόσον, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ………/10.5.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………, που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης, με πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης,  επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σ’αυτούς, πλην όμως δεν εμφανίσθηκαν κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκαν πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, να δικασθούν ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες [άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 1 του ν. 3994/2011 και η συγκεκριμένη παράγραφος εξακολουθεί να ισχύει υπό τον Ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και τις διατάξεις του άρθρου 591 παρ.1 α΄ ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015), που εφαρμόζονται στην διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, κατ’εφαρμογή του άρθρου 524 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015)]. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Οι ενάγοντες, στην από 27.12.2017 αγωγή τους, όπως παραδεκτά διορθώθηκε, ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στο Πέραμα, κατά τους αναφερόμενους χρόνους, μεταξύ ενός εκάστου και της πρώτης εναγομένης εταιρείας τυπικά εδρεύουσας στην Κύπρο, αλλά πραγματικά στο Πέραμα, που ενεργούσε, ως  εφοπλίστρια του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «PT” με αριθμό νηολογίου Βαλέτας Μάλτας ………., κ.ο.χ.4934, που μετονομάστηκε σε «K”, ως ναυλώτρια τούτου γυμνού, κυριότητας της δεύτερης εναγομένης εκναυλώτριας εταιρείας, ήδη εκκαλούσας, τυπικά εδρεύουσας στην Μάλτα, στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά, επί της οδούς …………, ναυτολογήθηκαν στο εν λόγω πλοίο, υπό την ειδικότητα του ναύκληρου ο πρώτος, του ναύτη ο δεύτερος και του ύπαρχου ο τρίτος, αντί των προβλεπομένων αποδοχών και σύμφωνα με τους όρους της ισχύουσας συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων και με συμφωνία κλειστής υπερωριακής αμοιβής, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα και απασχολήθηκαν σ’αυτό μέχρι τις 31.7.2017, 9.5.2017 και 31.7.2016 αντίστοιχα, που απολύθηκαν, ένεκα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους από τους ίδιους, λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών τους, χωρίς να τους καταβληθεί αποζημίωση απόλυσης. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσαν οι ενάγοντες, μετά παραδεκτού εν μέρει περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό,  να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενες εις ολόκληρον, η μεν πρώτη ως έχουσα τον εφοπλισμό του πλοίου, η δε δεύτερη, ως κυρία δια του πλοίου, να τους καταβάλουν για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 29.136,22 ευρώ, στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 21.979,42 ευρώ και στον τρίτο το ποσό των 35.459,01 ευρώ, επιπλέον δε να υποχρεωθούν αυτές εις ολόκληρον να τους καταβάλουν, στον πρώτο τούτων το ποσό των 15.285,82 ευρώ, στον δεύτερο το ποσό των 6.791,24 ευρώ και στον τρίτο το ποσό των 15.683,05 ευρώ, που αντιστοιχούν στα λοιπά αγωγικά κονδύλια, για υπερωριακή αμοιβή, δώρα εορτών και αποζημίωση απόλυσης,  όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση τους, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

III. Από τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ. 2, 126 παρ. 1 εδ. δ’, 128, 129 και 139 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι για είναι έγκυρη η επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο, όπως είναι η ανώνυμη εταιρεία, πρέπει τούτο να παραδοθεί στον κατά νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπο του, είτε στην κατοικία του, είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου. Αν ο άνω εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δεν βρίσκεται στην κατοικία του ή στο κατάστημα κλπ. του νομικού προσώπου, το έγγραφο παραδίνεται στην πρώτη περίπτωση σε ένα από τους συγγενείς, υπηρέτες ή άλλους που συνοικούν με τον παραλήπτη και στη δεύτερη περίπτωση στο διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε ένα από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες. Αν κανένα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν βρίσκεται στην κατοικία ή το κατάστημα κ.λ.π., κατ’εφαρμογή της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 129 ΚΠολΔ, γίνεται θυροκόλληση του προς επίδοση εγγράφου και τηρούνται περαιτέρω οι διατυπώσεις της παρ. 4 του άρθρου 128 ΚΠολΔ.  (ΑΠ 1432/2015, ΑΠ 643/2014, δημ.ΤΝΠ «Νόμος»). Δεν έχει σημασία ο τόπος, ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρίας, αλλά σημασία έχει ο τόπος της εργασίας ή κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου, που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρίας. Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατό το γραφείο του νομίμου εκπροσώπου να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα της εταιρίας. (ΑΠ 74/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1208/2006). Περαιτέρω, όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία εκτός από όσα απαιτεί το άρθρο 117, πρέπει να περιέχει και α) …, β) …, γ) και δ) μνεία του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο που επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138 ΚΠολΔ (άρθρο 139 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η τελευταία αυτή διάταξη (άρθρο 139), ακριβολογώντας, διαστέλλει σαφώς, όσον αφορά το περιεχόμενο της έκθεσης επίδοσης, την περίπτωση: α) της επίδοσης με παράδοση του εγγράφου στον κατά το άρθρο 126 παρ. 1 ΚΠολΔ παραλήπτη αυτού ή στα αναφερόμενα στα άρθρα 128 παρ. 1 και 129 παρ. 1 του ίδιου κώδικα πρόσωπα, εφόσον αυτός απουσιάζει από την κατοικία, το κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο του και β) της επίδοσης όταν ο παραλήπτης ή τα πρόσωπα που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138 ΚΠολΔ, απουσιάζουν ή αρνούνται να παραλάβουν το προς επίδοση έγγραφο. Στην πρώτη από τις περιπτώσεις αυτές η διάταξη απαιτεί να γίνεται στην έκθεση “μνεία του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο”, όχι δε του κατά τις ανωτέρω διατάξεις “παραλήπτη” γενικά του εγγράφου. Στη δεύτερη από αυτές η διάταξη απαιτεί να γίνεται μνεία του τρόπου επίδοσης “σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138”, επομένως και των προσώπων με τις αναφερόμενες παραπάνω ιδιότητες στα άρθρα 128 παρ. 1 και 129 παρ. 1 ΚΠολΔ. Διαφορετική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 139 παρ. 1 ΚΠολΔ, ότι δηλαδή απαιτείται να γίνεται στην έκθεση επίδοσης μνεία του προσώπου που νομιμοποιείται στην παραλαβή του εγγράφου και όταν, λόγω απουσίας ή άρνησης αυτού ή των προσώπων που αναφέρονται στις αμέσως παραπάνω διατάξεις, γίνεται θυροκόλληση του εγγράφου κατά το άρθρο 128 παρ. 4 ΚΠολΔ, είναι αντίθετη προς τη διατύπωση της ερμηνευόμενης διάταξης, η οποία αναφέρεται σε πρόσωπο στο οποίο “παραδόθηκε” το έγγραφο, δηλαδή σε περίπτωση που εξ ορισμού δεν συντρέχει επί θυροκόλλησης, αφού αυτή γίνεται, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 128 παρ. 1 και 4 και 129 του ίδιου κώδικα, ακριβώς όταν δεν παραδίδεται το έγγραφο στον κατά το άρθρο 126 παρ. 1 παραλήπτη, όπως είναι και ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου, ή στα κατά τα άρθρα 128 παρ. 1 και 129 παρ. 1 ΚΠολΔ πρόσωπα. Η αποκρουόμενη ερμηνεία θα ήταν ασυμβίβαστη και προς το νόημα της διάταξης του άρθρου 139 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι, η προϋποτιθέμενη για τη θυροκόλληση του εγγράφου απουσία του κατά το άρθρο 126 παρ. 1 παραλήπτη και των εις τα άρθρα 128 παρ. 1 και 129 παρ. 1 ΚΠολΔ προσώπων, καθιστά συνήθως αδύνατη την εξακρίβωση της ταυτότητας των προσώπων αυτών. Επιπλέον στη διάταξη αυτή δεν προβλέπονται τα αναγκαία στοιχεία του περιεχομένου της έκθεσης επίδοσης για την περίπτωση αυτή. Κατ` ακολουθίαν σε περίπτωση θυροκόλλησης του προς το νομικό πρόσωπο επιδιδόμενου εγγράφου, κατά το άρθρο 128 παρ. 4 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται να μνημονεύεται στην έκθεση επίδοσης και το όνομα του εκπροσώπου του (ΟλΑΠ 8/2010, ΟλΑΠ 16/2000, ΟλΑΠ 900/1985).

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και συγκεκριμένα δεν κήρυξε άκυρη τη χωρήσασα επίδοση της ένδικης αγωγής προς την εναγομένη-εκκαλούσα εταιρία, καθ’ όσον θυροκολλήθηκε στο κατάστημα της τελευταίας, ενώ έπρεπε να επιδοθεί στην κατοικία του νομίμου αυτής εκπροσώπου με όνομα ……….. και επίθετο ……., στο Περιστέρι Αττικής επί της οδού …………. Ο εφετειακός αυτός λόγος είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, αφού η επίδοση της ανωτέρω αγωγής χώρησε σύννομα, βάσει των όσων επιτάσσονται στη διάταξη του άρθρου 129§2 ΚΠολΔ, η ρύθμιση του οποίου εφαρμόζεται και στα νομικά πρόσωπα, ενόσω, ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής, κατά τη μετάβαση του στην πραγματική έδρα της εναγομένης – εκκαλούσας εταιρίας στον Πειραιά επί της οδού ……………, όπως βεβαιώνεται στη συντασσομένη υπ’αριθμ………/4.1.2018 έκθεση επίδοσης, δεν βρήκε ούτε τον νόμιμο εκπρόσωπο της, ………….., ούτε κανένα άλλο πρόσωπο από τα αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 129 ΚΠολΔ και γι’αυτό θυροκόλλησε το επιδιδόμενο δικόγραφο, παρουσία μάρτυρα, επακολουθεισών και των λοιπών προβλεπομένων επιδόσεων, με απόδειξη παράδοσης στο οικείο αστυνομικό τμήμα και αποστολής ταχυδρομικής ειδοποίησης στον ανωτέρω εκπρόσωπο της εναγομένης εταιρείας. Δεν έχει σημασία ο τόπος, ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρίας, ήτοι η Μάλτα, αλλά σημασία έχει ο τόπος της εργασίας ή κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου, που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της, κατά το καταστατικό, έδρας της εταιρίας και όπως προκύπτει στην προκειμένη περίπτωση το γραφείο του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης-εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρείας βρίσκεται στην Ελλάδα, που ασκούνταν και ασκείται η κεντρική διοίκηση και η διεύθυνση των υποθέσεων της και συγκεκριμένα επί της οδού ……… στον Πειραιά, που σημειώνεται και στο επίδικο ναυλοσύμφωνο, ως απευθυντέα διεύθυνση της, για τις μεταξύ των συμβαλλομένων γνωστοποιήσεις  και όχι στην  κατονομαζόμενη στο καταστατικό της έδρα στην Μάλτα, όπου από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι ασκούνται πράξεις διοίκησης και λαμβάνονται αποφάσεις, ούτε ότι το πρόσωπο, που πράγματι την διοικεί και εκπροσωπεί, είναι ο πακιστανός υπήκοος με άδεια διαμονής στην Ελλάδα ονόματι ………και επίθετο ….., που δεν γνωρίζει καν την ελληνική γλώσσα και φέρεται καταχωρημένος, ως διευθυντής της, στο Μητρώο Εταιρειών της Μάλτας, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα σχετική βεβαίωση, ως αβασίμως αυτή υποστηρίζει.

IV. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά στην θεωρία και στην νομολογία, καθώς και στην διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, είδος της υπό ευρεία έννοια ναυλώσεως είναι η χρονοναύλωση γυμνού πλοίου («bareboat charter» ή «charter by demise»), κατά την οποία ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει, έναντι ανταλλάγματος, στην διάθεση του ναυλωτή, για ορισμένο χρόνο, πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό, τους δε τελευταίους προσλαμβάνει και αναλαμβάνει ο χρονοναυλωτής, στις εντολές του οποίου αυτοί υπακούουν, αναφορικά με την ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου (ΕφΠειρ 556/2018, ΕφΠειρ 809/2014, δημ.ΤΝΠ «Νόμος», ΕφΠειρ 452/2008 ΕΝΔ 2009, 39 και ΕπισκΕμπΔ 2008, 1086, ΕφΠειρ 2/1998 ΠειρΝομ 1998, 44 και ΕΕμπΔ 1998, 121, ΕφΠειρ 1961/1988 ΕΝΔ 17, 409 και ΕΕμπΔ 1989, 623, Αντ. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, στον τόμο Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου, σελ. 437-454, Ν. Δελούκας, Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 1979, § 169).  Εξάλλου, από τα άρθρα 105 και 106 εδάφ. β΄ ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι η εκμετάλλευση του πλοίου με την έννοια του εφοπλισμού υπάρχει και στην σύμβαση χρονοναυλώσεως (εφοπλιστική χρονοναύλωση), όταν στον ναυλωτή ανήκει η εκμετάλλευση και η ναυτική διεύθυνση τούτου. Στην περίπτωση αυτή ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ΄ άρθρο 106 εδάφ. β΄ ΚΙΝΔ. Αντιθέτως, αν ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει στη διάθεση του ναυλωτή, έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρόνο, πλοίο εξοπλισμένο μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου ή του πληρώματος, διατηρώντας  ο ίδιος (χρονοεκναυλωτής) την τεχνική (ναυτική) διαχείριση του πλοίου, παρέχοντας δε σε εκείνον (χρονοναυλωτή) τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί επί ένα χρονικό διάστημα το πλοίο και τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή (ΕφΠειρ 874/2013 ΕΝΔ 2013, 422, ΕφΠειρ 452/2008 ΕΝΔ 2009, 39,  ΕφΠειρ 882/2000 ΕΝΔ 2001, 122,  ΕφΠειρ 2/1998 ΕΕμπΔ 1998, 121 και ΠειρΝομ 1998, 44, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 2007, τόμος 2ος , §115, σελ. 20 επόμ.,). Δηλαδή, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει εφοπλισμός, που συνεπάγεται την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, όταν ο πλοιοκτήτης παραχώρησε την χρήση του πλοίου του γυμνού, γιατί, στην τελευταία περίπτωση, ο μισθωτής – ναυλωτής του πλοίου εξουσιάζει τούτο, τόσο από την πλευρά της τεχνικής διευθύνσεως, όσο και από αυτή της εμπορικής του διαχειρίσεως, έχει δε την βούληση να ασκήσει και ασκεί πράγματι, για ίδιο λογαριασμό, την επιχείρηση της κερδοσκοπικής εκμεταλλεύσεως του (Αντ. Αντάπασης, όπ.π., σελ. 458, Ν. Δελούκας, όπ.π., σελ. 128, Ι. Κοροντζής σε ΕλλΔνη 27. 1102). Στην περίπτωση αυτή ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ΄ άρθρο 106 εδ. β` του Κ.Ι.Ν.Δ.. Αντιθέτως, εάν την ναυτική διαχείριση του πλοίου διατηρεί ο εκναυλωτής, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πλοιοκτήτης ευθύνεται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρούνται από τους αντιπροσώπους του μέσα στα πλαίσια της εκμεταλλεύσεως του πλοίου. Έτσι, οι συμβάσεις που συνάπτονται από τον χρονοναυλωτή ή τον πλοίαρχο χρονοναυλωμένου πλοίου με τρίτους δεσμεύουν τον πλοιοκτήτη, έστω και αν, σύμφωνα με τους όρους του ναυλοσύμφωνου, έχουν συναφθεί για λογαριασμό του χρονοναυλωτή. Και τούτο, γιατί οι όροι του ναυλοσύμφωνου αφορούν τις εσωτερικές σχέσεις των συμβληθέντων κατά την κατάρτιση του, δηλαδή τον εκναυλωτή και το χρονοναυλωτή, ενώ για τους τρίτους είναι res inter alios. Ο πλοιοκτήτης δεν ευθύνεται για τις ως άνω δικαιοπραξίες, μόνο στην περίπτωση που γνωστοποιήθηκε στους τρίτους, πριν την κατάρτιση της συμβάσεως, αφενός ότι το πλοίο είναι χρονοναυλωμένο και αφετέρου ότι, δυνάμει ειδικού όρου του ναυλοσύμφωνου, για την πληρωμή του συγκεκριμένου χρέους θα ευθύνεται μόνο ο χρονοναυλωτής (ΑΠ 777/2015, ΕφΠειρ 556/2018 δημ.ΤΝΠ «Νόμος», ΕφΠειρ 2/2002 ΕπισκΕμπΔ 2002, 237).

Με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσης η εκκαλούσα – εναγομένη πλήττει την εκκαλουμένη, διότι κατ’εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε ότι με σύμβαση ναυλώσεως, που κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη της παραχώρησε τον εφοπλισμό του επίδικου πλοίου και προβάλει ένσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης της, καθόσον ενάγεται, ως κυρία τούτου, ενώ έχει την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας.

V. Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του τρίτου ενάγοντος, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, την υπ’αριθμ………../19.11.2019 ένορκη βεβαίωση του . ….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκε με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων, κατ’αρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ……….΄/14.11.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……………), όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 17.4.2015 σύμβασης χρονοναυλώσεως, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ της δεύτερης εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, εταιρείας, τυπικά εδρεύουσας στην Μάλτα, στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά, επί της οδού ….., ως πλοιοκτήτριας του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «PT”, με αριθμό νηολογίου Βαλέτας Μάλτας ……., κ.ο.χ.4934, που μετονομάστηκε σε «K” και της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, τυπικά εδρεύουσας στην Κύπρο, αλλά πραγματικά στο Πέραμα, ναυλώθηκε σ’αυτήν το ανωτέρω πλοίο έναντι σταθερού ανταλλάγματος ημερήσιου ναύλου 800 ευρώ, για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών, προκειμένου η τελευταία να το χρησιμοποιεί για τη μεταφορά προσώπων και πραγμάτων. Σύμφωνα με τους όρους της ως άνω σύμβασης, η εκναυλώτρια ανέλαβε την υποχρέωση να προμηθεύει και να πληρώνει για όλες τις προμήθειες και τους μισθούς των αξιωματικών και προσωπικού καταστρώματος και μηχανής προβαίνοντας σε συμβάσεις εργασίας κλειστών μισθών και συνεπώς, ο πλοίαρχος και το πλήρωμα συνδέονταν με αυτήν με σχέση εξαρτημένης εργασίας και ήταν βοηθοί εκπληρώσεως της. Επίσης, έφερε τις δαπάνες για τον εξοπλισμό και τη συντήρηση του πλοίου, καθώς και την ασφάλιση αυτού. Περαιτέρω, η εκναυλώτρια εναγομένη έθεσε στη διάθεση και υπό τις οδηγίες της ναυλώτριας, τον πλοίαρχο και το πλήρωμα, όσον αφορά τη χρησιμοποίηση, την εκπροσώπηση και άλλα θέματα. Η εναγομένη ναυλώτρια βαρυνόταν με τις δαπάνες για τα λιμενικά και τα τελωνειακά τέλη, τα τέλη πλοηγήσεως και ρυμουλκήσεως, ενώ επιπλέον βαρυνόταν με τη δαπάνη για τα καύσιμα. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η εναγομένη-εκκαλούσα πλοιοκτήτρια διατήρησε τη ναυτική – τεχνική διαχείριση και εκμετάλλευση του πλοίου, ασκώντας την διεύθυνση της ναυσιπλοϊας του, φέροντας τους κινδύνους και αποκομίζοντας τα κέρδη από την εκμετάλλευση του, ενώ στη χρονοναυλώτρια εναγομένη παραχώρησε την εμπορική διαχείριση του. Αντίθετα, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η τελευταία ασκούσε πράγματι την διεύθυνση, διαχείριση και εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου για δικό της λογαριασμό, ήτοι τον εφοπλισμό του, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι ενάγοντες, παρά μόνο χρησιμοποιούσε το πλοίο και το πλήρωμα τούτου για τους σκοπούς της ναύλωσης, μήτε προέβαινε στην πρόσληψη και απόλυση των μελών του πληρώματος. Επομένως, η εκναυλώτρια εναγομένη – εκκαλούσα, παρέμεινε πλοιοκτήτρια του πλοίου, καθώς αυτή ασκούσε την εκμετάλλευση του στο όνομα και για λογαριασμό της, δια της πρώτης των εναγομένων ναυλώτριας τούτου. Εξάλλου, δήλωση του άρθρου 105 ΚΙΝΔ περί εφοπλισμού του πλοίου από την πρώτη εναγομένη ναυλώτρια, φερομένη, κατά την υπό κρίση αγωγή, ως εφοπλίστρια, στην αρμόδια λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης, ότι η πρώτη θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό της λογαριασμό, δεν έχει λάβει χώρα και, συνεπώς, τεκμαίρεται ότι η δεύτερη εναγομένη ασκούσε πράγματι, για ίδιο λογαριασμό, την ναυτιλιακή επιχείρηση της κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης του, δηλαδή ήταν πλοιοκτήτρια αυτού, τεκμήριο το οποίο δεν ανατράπηκε κατά την αποδεικτική διαδικασία.

Ενόψει τούτων, η ουσιαστική βασιμότητα του θεμελιώδους αυτού αγωγικού ισχυρισμού των εναγόντων, οι οποίοι φέρουν το βάρος απόδειξης του, ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επικαλούμενης νηολόγησης τους από την πρώτη εναγομένη, αυτή ασκούσε τον εφοπλισμό του  εν λόγω πλοίου, ενώ η δεύτερη εναγομένη-εκκαλούσα είχε μόνο την κυριότητα του, δεν αποδείχθηκε και, ως εκ τούτου, εφόσον η τελευταία ενήχθη με την ιδιότητα της κυρίας του πλοίου, η οποία ευθύνεται για τα χρέη εκ του εφοπλισμού διά του πλοίου και μέχρι την αξία του, ήτοι η ευθύνη της είναι αντικειμενική και πραγματοπαγής, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, όσον αφορά την δεύτερη εναγομένη, δεκτής γενομένης της ένστασης έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της, ως ουσιαστικά βάσιμης.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα εταιρεία ενέχεται, ως κυρία του πλοίου, περιορισμένα δια του πλοίου και μέχρι την αξία του, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου, ως βάσιμου κατ’ουσίαν, του τέταρτου λόγου της κρινόμενης έφεσης.

VI. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών λόγων της έφεσης, πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν, κατά τον ανωτέρω βάσιμο αντίστοιχα λόγο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, όσον αφορά την δεύτερη εναγομένη εταιρεία και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), στους εφεσιβλήτους, λόγω της ήττας τους (176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Επίσης, πρέπει να ορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τους απολιπομένους εφεσιβλήτους (άρθρα 501 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των εφεσιβλήτων.

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290)  ευρώ.

Δέχεται τυπικά την έφεση και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.5416/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όσον αφορά την δεύτερη εναγομένη-εκκαλούσα.

Κρατεί και δικάζει την από 27.12.2017 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν, ως προς την δεύτερη εναγομένη-εκκαλούσα.

Επιβάλλει σε βάρος των εφεσιβλήτων τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων ευρώ (900 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 28 Σεπτεμβρίου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ