Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 591/2020

Αριθμός 591/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 478 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία, όταν υπάρχει κοινωνία, η αγωγή διανομής απευθύνεται κατά όλων των κοινωνών, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη, συνάγεται ότι μεταξύ των διαδίκων – συνιδιοκτητών δημιουργείται δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας κατ΄ άρθρο 76 παρ. 1 του ΚΠολΔ, διότι η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76 παρ. 1 και 4, 89 εδ. β΄, 491 παρ. 1 και 2 και 517 εδ. β΄ του ΚΠολΔ συνάγεται ότι στη δίκη διανομής προσεπικαλούνται υποχρεωτικά, με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, (μεταξύ άλλων και) όσοι έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς στο διανεμητέο ακίνητο. Αν δεν έγινε η προσεπίκληση, το Δικαστήριο, ενεργώντας και αυτεπαγγέλτως, αναβάλλει τη συζήτηση και ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να προσεπικληθεί εκείνος που έχει επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση. Η επίδοση της προσεπίκλησης έχει τα αποτελέσματα της ασκήσεως της αγωγής και προσδίδει στον δανειστή που έχει επιβάλει την κατάσχεση την ιδιότητα του διαδίκου, ακόμη και αν αυτός δεν θελήσει να ασκήσει παρέμβαση στην ανοιγείσα δίκη. Το γεγονός ότι η δίκη της διανομής δεν είναι εφικτό να διεξαχθεί χωρίς την προσεπίκληση του εν λόγω δανειστή, καθιδρύει μεταξύ αυτού και των κοινωνών δεσμό αναγκαστικής ομοδικίας, ο οποίος ούτως ή άλλως υφίσταται μεταξύ των κοινωνών, κατ΄ άρθρο 478 του ΚΠολΔ (ΕφΠατρ 33/2017, ΕφΛαρ 43/2015, ΕφΠειρ 58/2014, ΕφΑθ 404/2011). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και 110 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος δικαιούται να παρίσταται στις επισπευδόμενες από άλλο διάδικο δικαστικές πράξεις επί της υποθέσεώς του και πρέπει να κλητεύεται προς τούτο υπό την προθεσμία και τις διατυπώσεις που τάσσει ο νόμος (ΑΠ 890/2015). Η τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης, που απορρέει από το παραπάνω άρθρο, επιβάλλει, προκειμένου για συζήτηση στο ακροατήριο, την πρωταρχική και αυτεπάγγελτη έρευνα για τη νόμιμη και εμπρόθεσμη επίδοση της αγωγής και της κλήσης για συζήτηση προς τον απολειπόμενο διάδικο. Συγκεκριμένα, αν δεν εμφανισθεί στη δίκη κάποιος διάδικος, το Δικαστήριο οφείλει, κατά τα άρθρα 271 και 272 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν, τα οποία προσδιορίζουν τις συνέπειες της ερημοδικίας των διαδίκων, να ερευνήσει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση και αν ο απολειπόμενος κλητεύθηκε νομίμως ή κλήτευσε νομίμως τον αντίδικο του προς συζήτηση της υπόθεσης. Αν βεβαιωθεί ότι δεν έγινε νόμιμη κλήτευση, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, δοθέντος μάλιστα ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 2 του ΚΠολΔ, καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για παροχή δικαστικής προστασίας δεν μπορεί να εισαχθεί στο Δικαστήριο χωρίς την τήρηση προδικασίας, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Επιπροσθέτως, από τις διατάξεις του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 524 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση της εφέσεως ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος διάδικος, ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε αλλά όχι νόμιμα, το Δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΑΠ 304/2018, ΑΠ 1747/2017, ΕφΠειρ 25/2016,ΕφΘεσ 149/2012,Μιχ. Μαργαρίτη: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, άρθρο 524, αρ. 30, σελ. 938). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2 και 498 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη Γραμματεία του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε Γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του Δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης (ΕφΠειρ 145/2009). Ακολούθως, από τα άρθρα 498 παρ. 1, 524, 271 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι όταν τη συζήτηση της εφέσεως επισπεύδει ο εκκαλών απαιτείται επίδοση στον εφεσίβλητο αφενός μεν αντιγράφου του δικογράφου της εφέσεως που έχει κατατεθεί και αφετέρου κλήσεως που συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου αυτού ή και αυτοτελώς. Σε αντίθετη περίπτωση, ήτοι αν δεν έχει επιδοθεί στον εφεσίβλητο και αντίγραφο του δικογράφου της εφέσεως η κλήτευση του εφεσίβλητου δεν είναι νόμιμη, και αν ο τελευταίος απουσιάζει κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και αυτεπαγγέλτως (πρβλ. ΑΠ 84/2013, ΑΠ 1308/2011, ΑΠ 1098/2005, ΕφΠειρ 191/2019, ΕφΛαρ 16/2018, ΕφΛαρ 781/2010). Ειδικότερα, κατ΄ εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθρα 110 παρ. 2 και 111 του ΚΠολΔ), σε περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο αν νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο Δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης συντελείται, κατά το άρθρο 498 του ΚΠολΔ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου αλλά απαιτείται, όπως προαναφέρθηκε, και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε (ΑΠ 85/1994, ΑΠ 1207/1985, Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα: ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 518, αρ. 5) και υποδηλώνει τη βούλησή του ότι επιθυμεί την εκδίκασή της, ενώ η μη επίδοσή της υποδηλώνει την αντίθετη προς τούτο βούληση του διαδίκου (ΕφΛαρ 16/2018). Ειδικότερα σε έφεση σε δίκη διανομής επιβάλλεται, σύμφωνα με τα άρθρα 76 παρ. 3 και 110 του ΚΠολΔ, είτε ο εκκαλών είτε ο επισπεύδων τη συζήτηση εφεσίβλητος να καλεί όλους τους ομόδικους,  δηλαδή όλους τους κοινωνούς, καθώς και το δανειστή που προσεπικλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 491 παρ. 1 του ΚΠολΔ, διότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο απολειπόμενος διάδικος εκπροσωπείται από τους λοιπούς αναγκαίους ομόδικούς του. Αν δεν κληθεί ή δεν κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα ο αναγκαστικός ομόδικος στη συζήτηση της έφεσης, αυτή κηρύσσεται σύμφωνα με τα άρθρα 524 και 271 του ΚΠολΔ, απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους, ακόμη και μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, διότι η κλήτευση αυτή ανάγεται στην προδικασία (ΑΠ 1552/2007, ΑΠ 1518/2005, ΑΠ 1171/2001).Για την κήρυξη δε απαράδεκτης της συζήτησης που φέρεται με κλήση, όταν ήδη είχε κηρυχθεί απαράδεκτη προγενέστερη συζήτηση βλ. ΑΠ 53/2011 και όταν ήδη είχαν κηρυχθεί απαράδεκτες προγενέστερες συζητήσεις βλ. ΑΠ 748/2005. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 122, 123, 134, 135, 136 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύ­θυνση διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του Δικαστη­ρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και συγχρόνως δημοσι­εύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μία πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα και η άλλη στην έδρα του Δικαστηρίου, διαφορετικά και η άλλη πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα, ύστερα από υπόδειξη του Εισαγγελέα στον οποίο γίνεται η επίδοση, περίληψη του δικογράφου που κοινοποιήθηκε. Η περίληψη συντάσσεται και υπογράφεται από εκείνον που ενεργεί την επίδοση και πρέπει να αναφέρει το ονοματεπώνυμο των διαδίκων, το είδος του δικογράφου που επιδόθηκε, το αίτημά του, το Δικαστή­ριο στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και, αν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση καλείται να εμφανιστεί ή να ενερ­γήσει ορισμένη πράξη, πρέπει να αναφέρεται ο τόπος και ο χρόνος εμφάνισης, καθώς και το είδος της πράξης. Η ως άνω επίδοση που αφορά πρόσωπα άγνωστης διαμονής θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 136 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συντε­λεσμένη από τη δημοσίευση της περίληψης του δικογρά­φου στις εφημερίδες. Η μη τήρηση των διατάξεων αυτών και, ειδικότερα, η ελλιπής, κατά το περιεχόμενο, περί­ληψη του δικογράφου, καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση αν απουσιάζει ο διάδικος, λόγω μη τηρήσεως της εκ του νόμου προβλεπομένης προδικασίας για την κλήτευσή του (πρβλ. ΑΠ 1083/2013, ΕφΘεσ 414/2010). Η επίδοση δε της εφέσεως και της κλήσεως για συζήτηση, για άγνωστης διαμονής εφεσίβλητο, γίνεται προς τον Εισαγγελέα του Εφετείου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η έφεση (ΑΠ 2085/2014, ΑΠ 253/2014, ΑΠ 417/2002). Στην προκειμένη περίπτωση με την από 13-5-2019 (αρ. καταθ. …../2019) κλήση των δύο πρώτων των εφεσιβλήτων φέρεται προς συζήτηση η από 17-4-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) έφεση του εκκαλούντος, ήδη πρώτου των καθ΄ ων η κλήση, κατ΄ αυτών και κατά του δεύτερου των καθ΄ ων η κλήση μετά την έκδοση της υπ΄ αρ. 337/2018 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) ασκήθηκαν α) η από 30-11-2006 (αρ. καταθ. ……../2006) αγωγή της ………., κατά του αδελφού της, ………., ήδη δεύτερου των καθ΄ ων η κλήση – τρίτου των εφεσιβλήτων, με την οποία η ενάγουσα ζητούσε τη δια πλειστηριασμού διανομή του περιγραφόμενου σ΄ αυτήν (αγωγή) επίκοινου ακινήτου, β) η από 12-3-2008 (αρ. καταθ. …./2008) προσεπίκληση των εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αποβιώσασας την 9-8-2007 αρχικής ενάγουσας, ήτοι των ………, συζύγου της και ……. και ………., τέκνων της, ήδη καλούντων – δύο πρώτων των εφεσιβλήτων, με την οποία προσεπικάλεσαν τη Δ.Ο.Υ ΦΑΒΕ Αθηνών να παρέμβει, διότι έχει επιβάλει αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος του εξ αδιαιρέτου ποσοστού συγκυριότητας του εναγομένου, ήδη δεύτερου των καθ΄ ων η κλήση -τρίτου των εφεσιβλήτων, ……….., επί του επίκοινου ακινήτου και γ) η από 7-1-2009 (αρ. καταθ. …./2009) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, ήδη πρώτου των καθ΄ ων η κλήση – εκκαλούντος, εκπροσωπούμενο από τον Προϊστάμενο της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ΄ αρ. 537/2011 οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του εναγομένου – τρίτου των καθ΄ ων η πρόσθετη παρέμβαση και κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την ως άνω αγωγή, προσεπίκληση και αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, δέχθηκε την αγωγή και την προσεπίκληση και διέταξε τη λύση της μεταξύ των διαδίκων κοινωνίας με την πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό του επίκοινου ακινήτου. Κατά της πρωτόδικης αυτής αποφάσεως το αυτοτελές προσθέτως παρεμβαίνον άσκησε την από 17-4-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 19-4-2012, η συζήτηση της οποίας, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 2-2-2017, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 7-12-2017. Επ΄ αυτής εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, η υπ΄ αρ. 337/2018 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης. Με την από 13-5-2019 (αρ. καταθ. ……./2019) κλήση των δύο πρώτων των εφεσιβλήτων, όπως προαναφέρθηκε, φέρεται προς συζήτηση η ως άνω από 17-4-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) έφεση του εκκαλούντος, ήδη πρώτου των καθ΄ ων η κλήση, κατ΄ αυτών και κατά του δεύτερου των καθ΄ ων η κλήση, η συζήτηση της οποίας, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 19-3-2020. Κατά την ως άνω δικάσιμο η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων. Ακολούθως, με την υπ΄ αρ. …./2020 πράξη του ορισθέντος, από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Δικαστή, δυνάμει του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020, περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-5-2020) σε συνδυασμό με την υπ΄ αρ. …/2020 πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η συζήτηση της ένδικης εφέσεως, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για την παρούσα δικάσιμο, της 3-9-2020, και με πρωτοβουλία της Γραμματέως εγγράφηκε νόμιμα στο πινάκιο. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο δεύτερος των καθ΄ ων η κλήση – τρίτος των εφεσιβλήτων, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο (ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ). Προς απόδειξη της κλητεύσεώς του, οι καλούντες – δύο πρώτοι των εφεσιβλήτων, που επισπεύδουν τη συζήτηση, επικαλούνται και προσκομίζουν την υπ΄ αρ. ……/14-5-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……., σε συνδυασμό με τις δημοσιεύσεις περίληψης του δικογράφου που επιδόθηκε στα υπ΄ αρ. … και … φύλλα των εφημερίδων «….» και «……..», αντίστοιχα, της 17-5-2019, που υποδείχθηκαν, κατ΄ άρθρο 135 του ΚΠολΔ, από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς. Από την ως άνω έκθεση επιδόσεως προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι με την ένδικη κλήση συγκοινοποιήθηκαν επικυρωμένα αντίγραφα: α) της υπ΄ αρ. 337/2018 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας) και β) της από 17-4-2012 υπ΄ αρ. καταθ. ………/2012 έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου. Ανεξαρτήτως του ότι η ένδικη έφεση είναι η από 17-4-2012 (αρ. καταθ. στη Γραμματεία του  πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …/2012 και αρ. καταθ. στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού ………../2016), σε κάθε περίπτωση, από τα προαναφερόμενα φύλλα των εφημερίδων αυτών προκύπτει ότι οι δημοσιευθείσες περιλήψεις είναι ελλιπείς, κατά το περιεχόμενο, καθόσον δεν αναφέρουν ειδικώς και το αίτημα του δικογράφου της ένδικης εφέσεως, με αποτέλεσμα οι εν λόγω περιλήψεις να μην έχουν το οριζόμενο από τον νόμο αναγκαίο περιεχόμενο. Σύμφωνα δε, με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, εκτός της κλήσης, πρέπει να επιδοθεί και το δικόγραφο της εφέσεως, το οποίο εν προκειμένω δεν προκύπτει ότι έχει επιδοθεί νομίμως. Περαιτέρω στις ως άνω περιλήψεις δεν αναφέρεται ότι η κλήση απευθύνεται και κατά του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου. Ενόψει τούτων, εφόσον δεν υπάρχει νόμιμη κλήτευση για τη δικάσιμο της 19-3-2020, ο δεύτερος των καθ΄ ων η κλήση – τρίτος των εφεσιβλήτων δεν έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στην παρούσα, κατά τα ως άνω ορισθείσα αυτεπαγγέλτως, δικάσιμο της 3-9-2020. Συνεπώς, εφόσον, κατά τα ως άνω, δεν προκύπτει νόμιμη κλήτευσή του (τρίτου των εφεσιβλήτων), φερομένου ως αγνώστου διαμονής, ο οποίος απολείπεται, πρέπει να κηρυχθεί αυτεπαγγέλτως απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, ως προς αυτόν (τρίτο των εφεσιβλήτων). Πλην όμως, ενόψει του ότι οι εφεσίβλητοι συνδέονται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, με το δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας, όπως και αυτοί με το εκκαλούν, πρέπει να κηρυχθεί αυτεπαγγέλτως απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης εφέσεως ως προς όλους τους διαδίκους, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 17-4-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ΄ αρ. 537/2011 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 29-9- 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων των καλούντων –  δύο πρώτων των εφεσιβλήτων  και του πρώτου των καθ΄ ων η κλήση – εκκαλούντος.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ