Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 599/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Περίληψη

Ανακοπή κατά δηλώσεως τρίτου. Ο ανακόπτων υποχρεούται να προσδιορίσει με την ανακοπή του, υπό τους όρους των άρθρων 215-216 του ΚΠολΔ, τη δικαιογόνο αιτία και τα παραγωγικά γεγονότα της κατασχεμένης απαίτησης, δηλαδή είναι αναγκαία ειδική αναφορά των περιστατικών από τα οποία απορρέει η υποχρέωση του τρίτου για καταβολή συγκεκριμένου ποσού στον καθού η κατάσχεση. Σε περίπτωση, που με απόφαση της πλειοψηφίας εκμισθωθεί το κοινό πράγμα σε τρίτο, εκμισθωτής είναι, αναλόγως με τον τρόπο συντάξεως του σχετικού συμφωνητικού της μισθώσεως, η πλειοψηφία των κοινωνών ή όλοι μαζί οι κοινωνοί και όχι ο καθένας απ’ αυτούς χωριστά για την ιδανική μερίδα του στο κοινό, ο δε μισθωτής εκπληρώνει την από το άρθρο 574 του ΑΚ υποχρέωση του για την καταβολή του μισθώματος καταβάλλοντος ολόκληρο τούτο στη συνάψασα την εκμίσθωση του κοινού πλειοψηφία.

 

Αριθμός   599/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ’αριθ………../7-10-2019 έκθεση επίδοσης (και τις συνημμένες σ’ αυτήν από 7-10-2019 απόδειξη παράδοσης και παραλαβής εγγράφου και από 8-10-2019 βεβαίωση) της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …. ., που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση εφέσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη. Η τελευταία όμως, δεν εκπροσωπήθηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 4237/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 του ΚΠολΔ),αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 18-12-2017 (Γ.Α.Κ. …./2017 και ειδ. αριθ. καταθ. ……/20-12-2017) ανακοπή του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει από κάποιο στοιχείο αυτή (σε συνδυασμό με το ότι αυτή ασκήθηκε εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης αποφάσεως) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, δεδομένου του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με την προαναφερθείσα ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ανακόπτων – εκκαλών εξέθεσε ότι έχει απαίτηση συνολικού ποσού 62.011 ευρώ κατά του ………….., η οποία αφορά στην υπ’ αριθ. ………./2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και στην υπ’ αριθ. ………../2010 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Πειραιώς. Επίσης, ότι, κατά τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, που επέσπευσε αυτός (ανακόπτων), βάσει των ανωτέρω εκτελεστών τίτλων, με το από 15-11-2017 κατασχετήριο έγγραφο, που επιδόθηκε, στις 20-11-2017,στην καθης η ανακοπή – εφεσίβλητη και στις 22-11-2017, στον προαναφερθέντα οφειλέτη του, αυτός (ανακόπτων) επέβαλε στα χέρια της καθης η ανακοπή, ως τρίτης, αναγκαστική κατάσχεση κάθε απαίτησης του οφειλέτη του (………..) έναντι αυτής (της καθης η ανακοπή), υφιστάμενης ή μέλλουσας, μέχρι του ποσού των 62.011 ευρώ, η οποία απορρέει από την από 28-7-2017 σύμβαση μισθώσεως και την από 13-10-2017 τροποποιητική αυτής, που καταρτίσθηκαν, εγγράφως, μεταξύ του αρχικού μισθωτή …………. και της καθης η ανακοπή, η οποία υπεισήλθε στη θέση του ως μισθώτρια, αντιστοίχως, και των αναφερομένων τρίτων προσώπων, ενεργούντων ως πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών των σχετικών μισθίων ακινήτων, ενόψει του ότι, κατά τους ισχυρισμούς του, ο προαναφερθείς οφειλέτης του όντας εξ αδιαιρέτου συγκύριος του αναφερομένου μισθίου ακινήτου, με ποσοστό 16/100, συμμετέχει στην ως άνω μίσθωση, κατά ποσοστό 8,315%, κατά το οποίο αυτός έχει δικαίωμα στο μηνιαίως καταβαλλόμενο μίσθωμα. Ακόμη, ότι η καθης η ανακοπή παρέλειψε να προβεί, εντός της νόμιμης προθεσμίας, σε δήλωση ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, περί του εάν υφίστανται οι απαιτήσεις που κατασχέθηκαν στα χέρια της, εξομοιουμένης της παράλειψης αυτής ως αντίστοιχη αρνητική δήλωση. Επίσης, με την ως άνω ανακοπή, ο ανακόπτων ζήτησε να αναγνωρισθεί η ανειλικρίνεια της ως άνω αρνητικής δήλωσης της καθης η ανακοπή και να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει το ως άνω κατασχεθέν ποσό των 62.011 ευρώ, που αντιστοιχεί στα αναφερόμενα μηνιαία μισθώματα, με το νόμιμο τόκο από τις πρώτες πέντε εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα, για καθένα επιμέρους μίσθωμα, άλλως από την επίδοση της ανακοπής μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως. Με την εκκαλούμενη απόφαση, η ένδικη ανακοπή απορρίφθηκε λόγω αοριστίας. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονείται ο εκκαλών – ανακόπτων με την κρινόμενη έφεσή του, για μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω ανακοπή να γίνει δεκτή.

Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 985 και 986 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο τρίτος, στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση οφείλει, μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο έγγραφο, να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση. Στην περίπτωση που ο τρίτος με την κατά το άρθρο 985 παρ. 1 του ΚΠολΔ δήλωσή του αποδεχθεί την ύπαρξη της απαίτησης, όπως προσδιορίζεται στο κατασχετήριο έγγραφο, η δήλωσή του αυτή είναι καταφατική, διαφορετικά, σε περίπτωση που αρνηθεί την ύπαρξή της, η δήλωση αυτή είναι αρνητική, ενώ, εάν εφησυχάσει και παρέλθει η υπό του ως άνω άρθρου προθεσμία, θεωρείται, κατά νομικό πλάσμα, η παράλειψη αυτή ως αρνητική δήλωση. Επίσης, η ως άνω δήλωση του τρίτου πρέπει να είναι ακριβής (ειλικρινής). Η δήλωση αυτή είναι ανακριβής όταν δεν ανταποκρίνεται προς την αλήθεια, που αφορά στην κατασχεθείσα απαίτηση και γενικώς στις σχέσεις μεταξύ του τρίτου και του καθου η κατάσχεση. Γενικώς, η ανακρίβεια μπορεί να συνίσταται είτε στην απόκρυψη της ύπαρξης της απαίτησης, είτε σε παράλειψη ή εσφαλμένη έκθεση ορισμένου περιστατικού. Επίσης, εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ως άνω δήλωση, όποιος επέβαλε την κατάσχεση έχει δικαίωμα να ασκήσει σχετική ανακοπή, ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 23 επ. του ΚΠολΔ αρμόδιου δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη για την αρμοδιότητα αυτού και της φύσεως της αντίστοιχης απαιτήσεως. Ειδικότερα, από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι στον προαναφερθέντα κατάσχοντα παρέχεται ειδικό ένδικο βοήθημα, με το οποίο αυτός μπορεί να αμφισβητήσει την τυχόν αρνητική δήλωση του τρίτου, και να επιδιώξει την αναγνώριση της κατασχεθείσας απαιτήσεως και την καταδίκη του τρίτου σε καταβολή του ποσού της κατασχεθείσας απαιτήσεως, θεωρώντας αυτόν ως οφειλέτη του κατασχεμένου (άρθρο 990 του ΚΠολΔ), ενώ η αναγνώριση της ανειλικρίνειας της αρνητικής δήλωσης ή της προς αυτήν εξομοιούμενης παράλειψης του τρίτου αποτελεί αυτόθροη συνέπεια του αναγνωριστικού χαρακτήρα της ανακοπής και της επ’ αυτής εκδιδόμενης αποφάσεως. Έτσι, μεταξύ του κατάσχοντος και του τρίτου δημιουργείται δίκη, στην οποία κατ’ ουσίαν εισάγεται προς εκδίκαση η υπόθεση που αφορά στην έναντι του τρίτου απαίτηση του καθου η κατάσχεση (εκτέλεση), που αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της δίκης, δηλαδή με την ανακοπή ασκεί ο ανακόπτων πλαγιαστικώς (άρθρο 72 ΚΠολΔ) τα δικαιώματα του καθου η κατάσχεση. Ακόμη, ο ανακόπτων υποχρεούται να προσδιορίσει με την ανακοπή του, υπό τους όρους των άρθρων 215-216 του ΚΠολΔ, τη δικαιογόνο αιτία και τα παραγωγικά γεγονότα της κατασχεμένης απαίτησης, δηλαδή είναι αναγκαία ειδική αναφορά των περιστατικών από τα οποία απορρέει η υποχρέωση του τρίτου για καταβολή συγκεκριμένου ποσού στον καθου η κατάσχεση, αφού ο ανακόπτων φέρει το βάρος της απόδειξης της ύπαρξης της κατασχεμένης απαίτησης, διαφορετικά το δικόγραφο αυτής είναι αόριστο. Συγκεκριμένα, για το ορισμένο της σχετικής ανακοπής απαιτείται η περιγραφή της απαίτησης, κατά τα ουσιώδη αυτής στοιχεία, ιδίως όταν πρόκειται για ενοχική απαίτηση(βλ. ΑΠ 287/2020 ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 1242/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 480/2012 ΝοΒ 2012 2021, ΕφΑθ 736/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1022/2008 ΕΦΑΔ 2009 228).

ΙΙ. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 785 εδ. α΄, 786, 787, 788 παρ. 1 εδ. α΄, 789 εδ. α΄ και 574 του ΑΚ, εάν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, υπάρχει ανάμεσα τους κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη, έτσι, κάθε κοινωνός έχει ανάλογη μερίδα στους καρπούς του κοινού αντικειμένου και κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να κάνει χρήση του κοινού αντικειμένου, εφόσον αυτή δεν εμποδίζει τη σύγχρηση των λοιπών, ενώ, η διοίκηση του κοινού ανήκει σε όλους μαζί τους κοινωνούς και με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών μπορεί να καθορισθεί ο τρόπος της τακτικής διοικήσεως και εκμεταλλεύσεως που αρμόζει στο κοινό αντικείμενο. Επίσης, με τη σύμβαση της μισθώσεως πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα (άρθρο 574 ΑΚ). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι η επιμέλεια της παραγωγής και συλλογής των καρπών του κοινού πράγματος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 961 παρ. 3 του ΑΚ, και οι πολιτικοί καρποί, δηλαδή οι πρόσοδοι, που παρέχει το πράγμα βάσει κάποιας έννομης σχέσης και επί των οποίων έχει ανάλογη μερίδα κάθε κοινωνός, αποτελεί περιεχόμενο της τακτικής διοικήσεως και εκμεταλλεύσεως αυτού. Με τέτοιο χαρακτήρα η παραγωγή και κτήση των πολιτικών καρπών του κοινού πράγματος, στους οποίους ανήκουν και τα μισθώματα από την εκμίσθωση του σε τρίτο, αποτελεί δικαίωμα και καθήκον όλων μαζί των κοινωνών, ενώ, με απόφαση της πλειοψηφίας αυτών, η οποία είναι υποχρεωτική και για τους μειοψηφήσαντες ή αρνούμενους την επιχείρηση της πράξεως διοικήσεως κοινωνούς, οι οποίοι δεσμεύονται έναντι των τρίτων απ’ αυτήν. Ακόμη, σε περίπτωση που με απόφαση της πλειοψηφίας εκμισθωθεί το κοινό πράγμα σε τρίτο, εκμισθωτής είναι, αναλόγως με τον τρόπο συντάξεως του σχετικού συμφωνητικού της μισθώσεως, η πλειοψηφία των κοινωνών ή όλοι μαζί οι κοινωνοί και όχι ο καθένας απ’ αυτούς χωριστά για την ιδανική μερίδα του στο κοινό, αφού η κατοχή του πράγματος που οφείλεται από τη σύμβαση στο μισθωτή αποτελεί αδιαίρετη παροχή (άρθρο 494 ΑΚ), ο δε μισθωτής εκπληρώνει την από το άρθρο 574 του ΑΚ υποχρέωση του για την καταβολή του μισθώματος καταβάλλοντος ολόκληρο τούτο στη συνάψασα την εκμίσθωση του κοινού πλειοψηφία, η οποία είναι δεκτική καταβολής κατά τις διατάξεις των άρθρων 417, 789 και 574 του ΑΚ, αφού, κατά τα προαναφερθέντα, η είσπραξη των μισθωμάτων του κοινού μισθίου αποτελεί πράξη τακτικής διοικήσεως και εκμεταλλεύσεως αυτού (βλ. ΑΠ 255/2000, ΕλλΔνη 411025, ΕφΠειρ 175/2005 ΑρχΝ 2009 551, Π. Κορνηλάκη «Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο» εκδ. 2η τ. ΙΙ σελ. 69).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της ανωτέρω ανακοπής προκύπτει ότι, όσον αφορά στην αιτία της επικληθείσας οφειλής της καθης η ανακοπή προς τον καθου η κατάσχεση (. ……), εκτίθεται σ’ αυτήν (ανακοπή) ότι η σχετική απαίτηση απορρέει από την από 28-7-2017 σύμβαση μισθώσεως και την από 13-10-2017 τροποποιητική αυτής, που καταρτίσθηκαν, εγγράφως, μεταξύ του αρχικού μισθωτή ………….. και της καθης η ανακοπή, η οποία υπεισήλθε στη θέση του ως μισθώτρια, αντιστοίχως, και των αναφερομένων τρίτων προσώπων, ενεργούντων ως πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών των σχετικών μισθίων ακινήτων, καθώς και ότι ο προαναφερθείς οφειλέτης του (……) ως εξ αδιαιρέτου συγκύριος του αναφερομένου μισθίου ακινήτου, με ποσοστό 16/100, συμμετέχει στην ως άνω μίσθωση, κατά ποσοστό 8,315%, κατά το οποίο αυτός έχει δικαίωμα στο μηνιαίως καταβαλλόμενο μίσθωμα. Ωστόσο, δεν προσδιορίζεται στην ανακοπή αυτή εάν στα σχετικά συμφωνητικά της ως άνω μισθώσεως ορίζεται ως εκμισθωτής η πλειοψηφία των κοινωνών ή όλοι μαζί οι κοινωνοί των αντίστοιχων μισθίων, ούτε εάν στα συμφωνητικά αυτά ορίζεται ότι η καθης η ανακοπή ως μισθώτρια υποχρεούται να καταβάλλει το μηνιαίο μίσθωμα στη συνάψασα την εν λόγω εκμίσθωση του κοινού μισθίου πλειοψηφία, στην οποία δεν περιλαμβάνεται ο οφειλέτης του ανακόπτοντος (……….), ή προσωπικώς σε κάθε συγκύριο του μισθίου χωριστά, δηλαδή και στον ανωτέρω οφειλέτη του (……….), ενόψει του ότι, κατά προεκτεθέντα (υπό στοιχείο ΙΙ), ο μισθωτής νομίμως εκπληρώνει την υποχρέωση του για την καταβολή του μισθώματος καταβάλλοντος ολόκληρο τούτο στην πλειοψηφία των κοινών, η οποία είναι δεκτική καταβολής. Σημειωτέον ότι η ως άνω αναφορά στην ανακοπή περί του ότι ο προαναφερθείς οφειλέτης του (………..) συμμετέχει στην ως άνω μίσθωση κατά ποσοστό 8,315%, κατά το οποίο αυτός έχει δικαίωμα στο μηνιαίως καταβαλλόμενο μίσθωμα, αφορά στη σχετική ενοχική απαίτηση του προαναφερθέντος οφειλέτη του (……….) κατά των υπολοίπων κοινωνών (συγκυρίων) για τους καρπούς (μισθώματα) του κοινού μισθίου (άρθρο 786 ΑΚ), και όχι στην υποχρέωση της καθης η ανακοπή (μισθώτριας) για την καταβολή προς αυτόν προσωπικώς (……….) του μισθώματος, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, νομίμως, καταβάλλεται μόνον προς τους κοινωνούς (συγκυρίους) που αποτελούν την πλειοψηφία αυτών. Επομένως, ενόψει του ότι δεν περιέχεται, με σαφήνεια, στο δικόγραφο της ανωτέρω ανακοπής ειδική αναφορά των περιστατικών από τα οποία απορρέει η επικληθείσα υποχρέωση της καθης η ανακοπή για καταβολή συγκεκριμένου ποσού στον καθου η κατάσχεση, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), αυτή (ανακοπή) είναι απορριπτέα λόγω αοριστίας, κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή για τον ίδιο λόγο (αοριστία), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, συνακόλουθα ο περί του αντιθέτου, μοναδικός, λόγος της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει, συμπληρουμένης της αιτιολογίας της εκκαλούμενης αποφάσεως με αυτήν της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 ΚΠολΔ), η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Εξάλλου, για την περίπτωση που θα ασκηθεί το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, πρέπει να ορισθεί το σχετικό παράβολο για την εφεσίβλητη (άρθρα 501, 502 παρ.1. 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενόψει του ότι δεν πρόκειται για δίκη περί την εκτέλεση (βλ. ΑΠ 448/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης – καθης η ανακοπή.

Ορίζει το παράβολο στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικώς την έφεση.

Απορρίπτει την έφεση κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου (με αριθμό ……………./14-1-2019), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 9-10-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους.

     Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ