Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 601/2020

Αριθμός     601/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 2.11.2018 (αρ.καταθ. ………./2.11.2018) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3975/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – διαφορών από αμοιβές για παροχή εργασίας (άρθρα 591, 614 αρ. 5, 622 Α ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), επί της από 12.5.2017 (αρ.καταθ. …………/2017) αγωγής του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει η άσκησή της (2.11.2018) πριν την πάροδο τριάντα ημερών από την από 4.10.2018 επίδοση της απόφασης που περάτωσε τη δίκη (άρθ. 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από τις ενσωματωμένες στην ως άνω πράξη κατάθεσης εφέσεως, πράξη κατάθεσης παραβόλου της αρμόδιας γραμματέα Πρωτοδικείου Πειραιά.

Με την από 12.5.2017 (αρ.καταθ. …………./2017) αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων ιστορούσε ότι κατήρτισε με την εναγομένη τεχνική εργοληπτική εταιρεία την 24.6.2010 σύμβαση παροχής υπηρεσιών αορίστου διάρκειας, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να στελεχώσει αυτή, με την ιδιότητά του ως Πολιτικού Μηχανικού εγγεγραμμένου στο Μητρώο Εμπειρίας Κατασκευαστών, παραχωρώντας το πτυχίο του και διατηρώντας συγχρόνως το δικαίωμα να αναλαμβάνει ατομικά την εκτέλεση ιδιωτικών έργων. Ότι για την ως άνω παραχώρηση του πτυχίου του συμφωνήθηκε να λαμβάνει, ως ετήσια ελάχιστη αποζημίωση το ποσό των 20.000 ευρώ ενώ επιπλέον, για όσο χρόνο διαρκούσε η παραχώρηση αυτή, η εναγομένη υποχρεούτο να του καταβάλει τον ΦΠΑ ποσοστού 21% από της συνάψεως της μεταξύ τους σύμβασης μέχρι 1.7.2010 και ποσοστού 23% από 1.7.2010 και εφεξής, τον προκαταβλητέο φόρο εισοδήματος ποσοστού 3% και τις ασφαλιστικές εισφορές του ΤΣΜΕΔΕ-ΤΠΕΔΕ-ΤΕΕ κλπ. Ότι αυτός (ενάγων) κατά τα συμφωνηθέντα παραχώρησε το πτυχίο του, και αυτή (εναγομένη) έκανε συνεχή χρήση αυτού, χωρίς όμως να τηρήσει τις ως άνω συμβατικές υποχρεώσεις καταβολής της ελάχιστης ετήσιας αποζημίωσης και των πρόσθετων ως άνω  παροχών και ότι αυτός (ενάγων) την 26.9.2013 προέβη σε καταγγελία της συμβατικής ως άνω  σχέσεως τους.

Ότι δυνάμει της ως άνω συμβατικής τους σχέσεως η εναγομένη οφείλει σε αυτόν από 24.6.2010 έως και 26.9.2013 το ποσό συνολικά των 65.000 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω ιστορούμενα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση κηρυσσομένη προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλει στο Τ.Ε.Ε το ποσό των 65.000 ευρώ νομιμότοκα από 27.9.2013 άλλως από την επίδοση της από 19.6.2015 προγενέστερης αγωγής του βάσει της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αρ. 64/2016 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου που απέρριψε αυτή (αγωγή) άλλως από την επίδοση της παρούσας αγωγής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμη την υπό κρίση αγωγή για το λόγο ότι κατά τα επικαλούμενα σε αυτή (αγωγή) η αμοιβή του και οι πρόσθετες παροχές συμφωνήθηκαν αποκλειστικά ως αντάλλαγμα  της παραχώρησης και χρήσης του πτυχίου του από την εναγομένη και δεν εξαρτήθηκαν και από παροχή υπηρεσιών αυτού (ενάγοντα).

Σύμφωνα με το άρθρο 520 Κ.Πολ.Δ, το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118-120 στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, οι οποίοι συνίστανται σε αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης αναφορικά με πραγματικά ή νομικά σφάλματα του δικαστηρίου είτε του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι λυσιτελείς (να επιφέρουν δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της εκκαλουμένης διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη – Β. Βαρθακοκοίλη Κ.Πολ.Δ, Ερμηνευτική νομολογιακή ανάλυση, τ.Γ΄σελ. 263), σαφείς και ορισμένοι. Πρέπει, δηλαδή, να καθορίζονται με πληρότητα οι αποδιδόμενες στην εκκαλούμενη απόφαση αιτιάσεις, ώστε να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει μάλιστα και της διάταξης του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους έφεσης), και να είναι σε θέση το δικαστήριο αυτό να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος ν’ αμυνθεί. Η αοριστία του δικογράφου της έφεσης δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε ν’ αποπληρωθεί με την παραπομπή σε άλλα δικόγραφα και της αυτής ακόμη δίκης, οι δε αόριστοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Ειδικότερα, όταν ο λόγος έφεσης αναφέρεται σε παράβαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου πρέπει να προσδιορίζεται η παραβιασθείσα διάταξη και το συγκεκριμένο σφάλμα (ΑΠ 305/2002 Ελ.Δ/νη 42.318, ΑΠ 1009/1998 Ελ.Δ/νη 30.1348, ΕφΔωδ 313/2005 ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 4707/1993 Ελ.Δ/νη 35,471, Εφ.Πειρ. 724/1993 Ελ.Δ/νη 35, 1707, Μαργαρίτη, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμ Κ.Πολ.Δ, τ.1, 926, Εφ.Αθ. 1499/2018 δημ.ΝΟΜΟΣ, Εφ.Λαρ. 122/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ).

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με τον λόγο της εφέσεώς του, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εφαρμογής του Νόμου. Ο λόγος όμως αυτός που αποδίδει αιτίαση στην εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων είναι αλυσιτελής, ήτοι και εάν κριθεί βάσιμος δεν θα επιφέρει την εξαφάνιση αυτής (εκκαλουμένης απόφασης), εφόσον η αγωγή στην προκειμένη περίπτωση απορρίφθηκε ως μη νόμιμη και συνεπώς είναι για τον λόγο αυτό απορριπτέος. Επίσης, ο λόγος που επικαλείται ο εκκαλών περί εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου και των διατάξεων που αναφέρονται σε αυτή (εκκαλουμένη) είναι αόριστος και γι’ αυτό απορριπτέος, διότι δεν καθορίζεται η παραβιασθείσα ουσιαστική διάταξη και ο τρόπος παραβίασης αυτής, έτσι ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου και να κριθεί η νομιμότητα και βασιμότητα αυτού. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη έφεση, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθ. 106, 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, το παράβολο το οποίο κατέθεσε πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 2.11.2018 έφεση κατά της 3975/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, και τα ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  9 Οκτωβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ